Του Πάολο Φλόρες ντ’ Αρκάις* από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 20 που κυκλοφορεί σε βιβλιοπωλεία και περίπτερα. Το κείμενο είναι μέρος ένος εκτεταμένου αφιερώματος με τίτλο: “Τζόρτζιο Αγκάμπεν και η επιδημία του φιλοσόφου, βιοπολιτική – εξαίρεση – κυριαρχία”.
Σε αυτούς τους πικρούς καιρούς του κορωνοϊού, η φιλοσοφία θα μπορούσε να βοηθήσει μια και αποτελεί εξ ορισμού «αγάπη της σοφίας», δηλαδή της γνώσης και της σύνεσης, και να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο και να αντιδράσουμε με τον πιο κατάλληλο και υγιή τρόπο (στο σώμα και στην ψυχή, που είναι εξάλλου το ίδιο πράγμα: “And if the body were not the soul, what is the soul?” («Και αν το σώμα δεν ήταν η ψυχή, ποια είναι τότε η ψυχή;», Walt Withman). Θα μπορούσε (και θα έπρεπε). Αλλά πόσοι φιλόσοφοι αγαπούν πραγματικά τη γνώση και την καλλιεργούν, αντί να προτιμούν το σούπερ-μάρκετ των δεισιδαιμονιών και/ή των θεολογικών αναμηρυκασμών, των πνευματικών υπνοβασιών και/ή των αντι-επιστημονικών εξορκισμών, βυθιζόμενοι και/ή ριζώνοντας στα ασήμαντα παραληρήματα του ναρκισσισμού;
Διαβάζουμε τα μαργαριτάρια της αντι-γνώσης/σοφίας που αποστάχθηκαν πριν από λίγες μέρες (11 Μαρτίου) από έναν διάσημο φιλόσοφο με διεθνές ακροατήριο, ιδιαίτερα προβεβλημένο στον αμερικανικό ακαδημαϊκό κόσμο, κορεσμένο από «μετά» (μετα-χαϊντεγκεριανό, μετα-φουκωϊκό, μετά-ντεριντιανό, μετά-μετά) και όχι μόνο: τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν.
Ο τίτλος του σύντομου αλλά πολύ πυκνού κειμένου του είναι «Μολυσματική νόσος» και στον υπότιτλο ακολουθεί μισή γραμμή από τους Αρραβωνιασμένους του Μαντσόνι(Manzoni): «Ο μιαρός (επιμολυντής)! ούστ! ούστ! Διώξτε μακριά τον μιαρό!».
Η θέση του μετα-φιλόσοφου είναι ότι στην Ιταλία αντιμετωπίζουμε μια «υποτιθέμενη επιδημία του ιού της κορώνας», την οποία ακολουθεί ένας αδικαιολόγητος «πανικός», «μία από τις πιο απάνθρωπες συνέπειες» του οποίου συνίσταται στη διάδοση της «ιδέας της μόλυνσης». Εν ολίγοις, το πρόβλημα δεν είναι η μόλυνση, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (ο Αγκάμπεν είχε ήδη χαρακτηρίσει την επιδημία ως επινόηση στις 26 Φεβρουαρίου) αλλά το γεγονός ότι εξαπλώνεται η ιδέα της ύπαρξής της. Η ιδέα αυτή για τον μετα-φιλόσοφο φαίνεται λιγότερο ή περισσότερο αποτρόπαια, καθώς «ήταν ξένη στην ιπποκρατική ιατρική» και βρήκε «τον πρώτο αθέλητο πρόδρομό της κατά τη διάρκεια των λοιμών που σάρωσαν κάποιες ιταλικές πόλεις μεταξύ του 1500 και του 1600». Εξάλλου, μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε γράψει ενάντια στα «ξέφρενα, παράλογα και απολύτως αδικαιολόγητα μέτρα έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκαν για μια υποτιθέμενη επιδημία του ιού κορώνα».
Ως απόδειξη δε του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μετάδοση, αλλά μόνο εξάπλωση (μετάδοση!) της ιδέας του ιού, δεδομένου ότι η επιδημία είναι «υποτιθέμενη» και στην πραγματικότητα είναι «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι αρχές» που «προσπαθούν με όλα τα μέσα να δημιουργήσουν κλίμα πανικού», ο μετα-φιλόσοφος μεταγράφει από τον Μαντσόνι την «κραυγή» του κυβερνήτη του Μιλάνου, το 1576:
Έχοντας ενημερωθεί από τον κυβερνήτη ότι μερικοί άνθρωποι με ελάχιστη αίσθηση ανθρωπισμού, προκειμένου να τρομοκρατήσουν και να τρομάξουν τους ανθρώπους και τους κατοίκους αυτής της πόλης του Μιλάνου και να τους παρακινήσουν σε κάποια αναταραχή, αλείφουν με ουσίες, που υποστηρίζουν ότι είναι λοιμώδεις και μολυσματικές, τις πόρτες και τις κλειδαριές των σπιτιών και τις γωνιές των συνοικιών αυτής της πόλης και άλλων περιοχών του κράτους· με πρόσχημα να μεταδώσουν τον λοιμό στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να συμβαίνουν πολλά ανάρμοστα πράγματα και να παρατηρείται μια σημαντική αλλοίωση στις σχέσεις των ανθρώπων, πολύ περισσότερο μάλιστα ανάμεσα σε όσους πείθονται εύκολα να πιστεύουν τέτοια πράγματα. Κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως τάξης, κατάστασης, βαθμού, που μέσα σε σαράντα ημέρες θα αποκαλύψει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ευνοήσει, βοηθήσει ή πληροφορηθεί αυτή την υβριστική ενέργεια, θα ανταμειφθεί με πεντακόσια σκούδα…
Ο καημένος ο Μαντσόνι δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι το μυθιστόρημά του θα είχε αναγνωστεί ανάποδα από αυτό που εννοούσε, φθάνοντας μέχρι την πιο ακραία ασυναρτησία. Αυτό το κείμενο στην πραγματικότητα είναι πολύ επίκαιρο, όχι επειδή ο Μαντσόνι αρνείται την ιδέα της μόλυνσης (η οποία ήταν πολύ πραγματική και μάλιστα έμελλε να επεκταθεί πολύ περισσότερο εξ αιτίας των λιτανειών που πραγματοποίησε ο Καρδινάλιος Μπορομέο). Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, καθώς ο Μαντσόνι μαστιγώνει πριν από όλους τις ίδιες τις αρχές που για πολύ καιρό προτιμούσαν να αγνοούν κάθε μετάδοση του λοιμού. Επειδή ο κυβερνήτης Αμπρότζιο Σπίνολα (Ambrogio Spinola) θεωρούσε ότι οι απαιτήσεις του συνεχιζόμενου πολέμου ήταν πιο επείγουσες και απέρριπτε τα μέτρα που πρότειναν οι υγειονομικές αρχές, ενώ είχε μόλις αναγνωριστεί ότι η πανούκλα υπάρχει και εξαπλώνεται (από τη μόλυνση!), μέσα στην άγνοια και τη δεισιδαιμονία της εποχής, στρέφονταν ενάντια στους μιαρούς «λιπαντές» (επιμολυντές) αντί για τα αόρατα και ακόμα άγνωστα παθογόνα αίτιά της. Επινοήθηκε μια αιτία, η τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες, και οι πονηροί, «με καμία αίσθηση ανθρωπισμού», που αλείφουν τις πόρτες. (Εξάλλου και για την τρέχουσα μετάδοση του κορωνοϊού, η ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση που θέλει να δημιουργήσει «μια πραγματική ανάγκη για καταστάσεις συλλογικού πανικού», ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στην εμμονική επιβολή μιας «κατάστασης εξαίρεσης», λέει ο Αγκάμπεν, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μετάδοση του ιού αλλά μόνο η αποτρόπαια ιδέα της μετάδοσης).
Ωστόσο, το ότι, ενάντια στις επιδημίες, το πρώτο μέτρο που έπρεπε να ληφθεί ήταν η απομόνωση και η καραντίνα είχε γίνει κατανοητό πριν καν φανταστεί κανείς τι είναι οι ιοί και τα βακτήρια, τόσο ώστε ο Βοκκάκιος περιγράφει στο Δεκαήμερό του την αυτο-απομόνωση σε μια βίλα στο Φιέζολε τριών νέων και επτά νεαρών κοριτσιών προνομιούχου καταγωγής (και του ανάλογου υπηρετικού προσωπικού).
Εν ολίγοις, υπάρχει μετάδοση η οποία δεν είναι μια ιδέα που επινοήθηκε με εγκληματικό τρόπο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κυβέρνηση για να «στρατιωτικοποιήσουν» περιοχές της χώρας, και δεν υπάρχουν οι μιαροί λιπαντές, ακριβώς επειδή ο καθένας από εμάς μπορεί να αποτελέσει τον φορέα του ιού, και κατά συνέπεια της μετάδοσής του, και ο μόνος τρόπος για την καταπολέμηση της πραγματικής μετάδοσης και την καταπολέμηση της πανδημίας είναι τα μέτρα απομόνωσης και οι καραντίνες, όσο τα εργαστήρια εργάζονται ακόμα για την εύρεση αποτελεσματικών φαρμάκων και ενός εμβολίου.
Αλλά ο μετα-μετα-φιλόσοφος αντλεί το αντίθετο «ηθικό δίδαγμα» (γι’ αυτόν η επιδημία είναι «αποκαλούμενη», και είναι κορόϊδο όποιος το καταπίνει, βοηθώντας την κυβέρνηση να επιβάλει «έκτακτα μέτρα συναγερμού»). Δεν είναι η ύπαρξη του ιού και οι μέθοδοι μετάδοσής του που καθιστούν κάθε άτομο έναν πιθανό πολλαπλασιαστή της λοίμωξης, εάν συνεχίζει τη ζωή του σα να μη συμβαίνει τίποτε, και έτσι, για να αποφύγουμε τη μεταβολή μας σε έναν ακούσιο «επιμολυντή», είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε τα πιο σχολαστικά μέτρα που περιορίζουν την κυκλοφορία του ιού. Όχι, δεν είναι έτσι. Αντίθετα, είναι ακριβώς οι «πρόσφατες αποφάσεις» που «μετατρέπουν εν τοις πράγμασι το κάθε άτομο σε έναν δυνητικό μολυσματικό φορέα». Δηλαδή, οι περιορισμοί που θέτει η κυβέρνηση στην εξάπλωση του ιού (η ακούσια μετατροπή του καθενός από εμάς σε «επιμολυντή»), αυτοί είναι που, σύμφωνα με τον μετα-φιλόσοφο, μας αναγκάζουν να ζήσουμε ο ένας για τον άλλον ως πιθανοί μολυσματικοί φορείς. Στα εγχειρίδια λογικής, στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις «πλάνες», θα ήταν απαραίτητο να προστεθεί μια νέα κατηγορία: η πλάνη του επιμολυντή ή η αγκαμπενική πλάνη.
Η κυβέρνηση, πασχίζοντας να περιορίσει τη μετάδοση (η οποία, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει, καθώς δεν είχε μελετηθεί στην ιπποκρατική ιατρική, παρότι και η Αθήνα είχε την πανώλη της και ο πιο επιφανής πολίτης της πέθανε από επιμόλυνση), καθίσταται ένοχη για τον «εκφυλισμό των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων». Και στην πραγματικότητα, με αυτά τα μέτρα, «ο άλλος άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, ακόμα και αγαπημένος, δεν θα πρέπει να πλησιαστεί ή να αγγιχθεί», ενώ ακολουθεί και μια εξυπνακίστικη ειρωνεία σχετικά με την ακριβή απόσταση που απαιτείται για την προφύλαξη. Ο μετα-φιλόσοφος δεν υποψιάζεται καν ότι το να μην αγγίζεις τον αγαπημένο σου για λίγες εβδομάδες είναι μια απαραίτητη παραίτηση (πολύ οδυνηρή, πάρα πολύ) ώστε να μπορείς να τον αγγίζεις και πάλι για χρόνια και χρόνια, αντί να πρέπει να αγγίξεις τον τάφο του και μόνο. Και ακριβώς μέσα από αυτήν την παραίτηση αναδεικνύεται η «αγάπη του πλησίον», εκείνου του «πλησίον» που, σύμφωνα με τον μετά-φιλόσοφο, «έχει καταργήσει» η κυβέρνηση με το διάταγμά της. Σε τελική ανάλυση, η κυβέρνηση εξαπλώνει τον πανικό για να κλείσει «τα πανεπιστήμια και τα σχολεία οριστικά», μια και προφανώς ο μετα-φιλόσοφός μας φαντάζεται ότι σε αυτά εξακολουθεί να διδάσκεται η ιερή ιπποκρατική ιατρική αντί για εκείνη την ιατρική που, από την εποχή των κακών δασκάλων όπως ο Παστέρ και ο Κοχ, είναι ανίκανη να διερευνήσει τις διάφορες μορφές επιμόλυνσης και τους παθογόνους φορείς της.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση αρχικά πιέστηκε να λάβει αυτά τα μέτρα, υποκλινόμενη στην ολοένα και πιο πιεστική επιμονή των επιστημόνων. Αντιμετωπίσαμε μια πολύ σπάνια περίπτωση ετερογένειας ενάρετων σκοπών: μια αναξιόπιστη πολιτική ηγεσία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τα αιτήματα για ριζοσπαστικά μέτρα κατά της μόλυνσης που προέρχονταν από τον ιατρικό επιστημονικό κόσμο, χωρίς να διαθέτει το κύρος που θα της επέτρεπε να επιλέξει διαφορετικά. Αν λοιπόν ο μετα-φιλόσοφος έχει δίκιο, αν είναι η εξουσία που θέλει να μας τρομάξει, δεν πρόκειται για την κυβέρνηση αλλά για τους γιατρούς. εν ολίγοις, πρόκειται για τη συνωμοσία με τις λευκές μπλούζες, εκείνων των εχθρών του λαού που είχε ήδη καταγγείλει ο Στάλιν.
Συνωμοσία, λοιπόν, η επιδημία; Προφανώς, η συνωμοσία κάποιων τρελών μαζοχιστών, δεδομένου ότι οι γιατροί και οι νοσηλευτές είναι οι πιο εκτεθειμένοι, αυτοί που βρίσκονται «στα χαρακώματα», όσοι υφίστανται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον το υλικό και ψυχολογικό βάρος αυτών των δύσκολων ημερών και καταβάλλουν μερικές φορές ένα τίμημα στα όρια του ηρωισμού.
Ο μετα-φιλόσοφος, ωστόσο, μπορεί ήδη να υπερηφανεύεται για ορισμένους οπαδούς των παραληρηματικών του απόψεων όπως, για παράδειγμα, την άλλοτε ωραία Κάρλα Μπρούνι του Σαρκοζί, που ήθελε να ξεχυθεί στο κοινό με παράφορα φιλιά και να δημιουργήσει έναν τεχνητό συνωστισμό, γιατί «δεν φοβόμαστε καθόλου, δεν είμαστε φεμινίστριες και δεν φοβόμαστε τον κορωνοϊό, nada!» (1). Έτσι και για τον μετα-φιλόσοφο, η επιδημία αποτελεί ένα κόλπο που συναρτάται με την «αυξανόμενη τάση να χρησιμοποιείται η κατάσταση εξαίρεσης ως ένα κανονικό υπόδειγμα διακυβέρνησης».
Αναμφισβήτητα, η κυβέρνησή μας είναι εξαιρετικά μέτρια, και η κύρια αρετή της είναι το ότι η όποια πιθανή εναλλακτική κυβέρνηση (των Σαλβίνι και Μελόνι (2), με ή χωρίς το κερασάκι του Μπερλουσκόνι) θα ήταν απείρως χειρότερη (απείρως). Αλλά ίσως μια έκλαμψη συνειδητοποίησης (και κατά συνέπεια και σοφίας) σχετικά με τη μετριότητά της την ώθησε να ακολουθήσει τις υποδείξεις της ιατρικής επιστήμης, μερικές ημέρες πριν αυτό συμβεί και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και είναι κρίμα που επιτρέπει σε έναν αρχηγό ξένου κράτους με λευκή φορεσιά να περνοδιαβαίνει στο κέντρο της Ρώμης, χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη να το κάνει, και ως εκ τούτου κατά παράβαση των διατάξεων που εξαγγέλθηκαν (οι Ιταλοί επίσκοποι, για μια φορά πιστοί στους νόμους, είχαν κλείσει τις εκκλησίες, αλλά ο Φραγκίσκος τους υποχρέωσε να τις ξανανοίξουν, και η κυβέρνηση τσιμουδιά).
Υποστηρίζεται σωστά ότι, μόλις εξαλειφθεί η επιδημία του ιού (η οποία για τον μετα-φιλόσοφό μας, ας μην το ξεχνάμε ποτέ, παραμένει «υποτιθέμενη», και είναι «τα μέσα ενημέρωσης και οι αρχές» που «προσπαθούν να διαδώσουν μια ατμόσφαιρα πανικού, προκαλώντας μια πραγματική κατάσταση εξαίρεσης»), πολλά πράγματα θα πρέπει να αλλάξουν. Και θα αλλάξουν στην πράξη μόνο εάν υπάρξει ένας μεγάλος και σταθερός προβληματισμός και ένας ανάλογος αγώνας ώστε να επιβληθούν οι απαραίτητες ριζικές αλλαγές. Αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δύο μέτρα έκτακτης ανάγκης (ακόμη και αν ο όρος κάθεται στο στομάχι του μετα-φιλόσοφου): περισσότερη ισότητα και περισσότερη διαφώτιση, επιστήμη, έρευνα. Χωρίς αυτά, η δημοκρατία δεν θα τα καταφέρει.
Περισσότερη ισότητα: το κόστος για την εξάλειψη της μετάδοσης και τον τερματισμό της επιδημίας (η οποία για τον μετα-φιλόσοφό μας, σύμφωνα με τον τίτλο του κειμένου του της 26ης Φεβρουαρίου, αποτελεί την «επινόηση μιας επιδημίας») θα είναι γιγαντιαίο και συνεπάγεται μια μακρά περίοδο θυσιών. Και θα αντιμετωπιστεί με μια εξίσου γιγαντιαία αναδιανομή του πλούτου, ξεκινώντας από ένα στοιχειώδες και υποχρεωτικό μέτρο – χωρίς το οποίο οποιοδήποτε άλλο μέτρο θα εκτινάξει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες: να αποκαλυφθούν οι κυκλώπειες περιουσίες που κρύβονται σε λογαριασμούς, σε εταιρείες-βιτρίνες και χρηματοκιβώτια ασφαλείας φορολογικών παραδείσων και, εν πάση περιπτώσει, στο εξωτερικό, απόκρυφες επειδή (σχεδόν) είναι αποτέλεσμα παρανομίας, είτε από διαφθορά είτε από μεγάλη φοροδιαφυγή (ή από μαφίες ή από συνδυασμό των διαφορετικών περιπτώσεων). Υποχρέωση άμεσης καταγραφής αυτών των περιουσιών και αυτόματη, οριστική και μη αναστρέψιμη κατάσχεση (εκτός από τις βαριές ποινικές κυρώσεις, τόσο βαριές ώστε να καθίστανται παράγοντας αποτροπής) αυτών που δεν θα δηλωθούν, με το συνακόλουθο έγκλημα της κλεπταποδοχής για οποιαδήποτε τράπεζα και χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τα αποκρύβει. Και αυτά για αρχή, ας είμαστε ξεκάθαροι. Εν συνεχεία, η μεγαλύτερη ισότητα πρέπει να γίνει η καθημερινή πυξίδα κάθε οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Περισσότερη διαφώτιση, επιστήμη, έρευνα. Δεν αντέχουμε πια τις δεισιδαιμονίες, τους γκουρού και τους «γέροντες», ακόμα και όταν αυτοί παριστάνουν τους φιλόσοφους ή τους ψυχαναλυτές. Ελπίζουμε ότι θα ανοίξει μια εποχή για τη φιλοσοφία στην οποία πολικός αστέρας θα γίνει και πάλι η αγάπη της γνώσης/σοφίας, και η γνώση είναι εκείνη των επιστημών, όχι της παρα-θεολογικής ή μετα-θεολογικής ονειροφαντασίας. Η φιλοσοφία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διάδοση του κριτικού πνεύματος, ενός απαραίτητου εμβολίου για τη δημοκρατική ζωή, ειδικά σε περιόδους ψεύτικων ειδήσεων, όπου δεν υπάρχει πλέον διάκριση μεταξύ αλήθειας και άποψης ενώ το ψέμα έχει μεταβληθεί σε ένα απλό «εναλλακτικό γεγονός», όπως εξηγούσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Τραμπ μετά από μια νέα «αρβύλα» του προέδρου, η οποία καταδεικνύεται αδιαμφισβήτητα από οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, είναι απαραίτητο να ξεφύγουμε από τις κορπορατίστικες κοινοτοπίες, ακόμα και με τίμημα τον αποκλεισμό από τη συντεχνία των ηγεμονικών σήμερα μετα-μετα-φιλοσοφιών, και να μη φοβόμαστε να διατυπώσουμε μερικές κοινές αλήθειες, επισημαίνοντας για παράδειγμα πως η φιλοσοφία του επιμολυντή και της «επινόησης μιας επιδημίας», που μας πρότεινε στις 26 Φεβρουαρίου και στις 11 Μαρτίου ο φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, είναι μια φιλοσοφία του κ…!
Διαβάζουμε τα μαργαριτάρια της αντι-γνώσης/σοφίας που αποστάχθηκαν πριν από λίγες μέρες (11 Μαρτίου) από έναν διάσημο φιλόσοφο με διεθνές ακροατήριο, ιδιαίτερα προβεβλημένο στον αμερικανικό ακαδημαϊκό κόσμο, κορεσμένο από «μετά» (μετα-χαϊντεγκεριανό, μετα-φουκωϊκό, μετά-ντεριντιανό, μετά-μετά) και όχι μόνο: τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν.
Ο τίτλος του σύντομου αλλά πολύ πυκνού κειμένου του είναι «Μολυσματική νόσος» και στον υπότιτλο ακολουθεί μισή γραμμή από τους Αρραβωνιασμένους του Μαντσόνι(Manzoni): «Ο μιαρός (επιμολυντής)! ούστ! ούστ! Διώξτε μακριά τον μιαρό!».
Η θέση του μετα-φιλόσοφου είναι ότι στην Ιταλία αντιμετωπίζουμε μια «υποτιθέμενη επιδημία του ιού της κορώνας», την οποία ακολουθεί ένας αδικαιολόγητος «πανικός», «μία από τις πιο απάνθρωπες συνέπειες» του οποίου συνίσταται στη διάδοση της «ιδέας της μόλυνσης». Εν ολίγοις, το πρόβλημα δεν είναι η μόλυνση, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (ο Αγκάμπεν είχε ήδη χαρακτηρίσει την επιδημία ως επινόηση στις 26 Φεβρουαρίου) αλλά το γεγονός ότι εξαπλώνεται η ιδέα της ύπαρξής της. Η ιδέα αυτή για τον μετα-φιλόσοφο φαίνεται λιγότερο ή περισσότερο αποτρόπαια, καθώς «ήταν ξένη στην ιπποκρατική ιατρική» και βρήκε «τον πρώτο αθέλητο πρόδρομό της κατά τη διάρκεια των λοιμών που σάρωσαν κάποιες ιταλικές πόλεις μεταξύ του 1500 και του 1600». Εξάλλου, μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε γράψει ενάντια στα «ξέφρενα, παράλογα και απολύτως αδικαιολόγητα μέτρα έκτακτης ανάγκης που επιβλήθηκαν για μια υποτιθέμενη επιδημία του ιού κορώνα».
Ως απόδειξη δε του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μετάδοση, αλλά μόνο εξάπλωση (μετάδοση!) της ιδέας του ιού, δεδομένου ότι η επιδημία είναι «υποτιθέμενη» και στην πραγματικότητα είναι «τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι αρχές» που «προσπαθούν με όλα τα μέσα να δημιουργήσουν κλίμα πανικού», ο μετα-φιλόσοφος μεταγράφει από τον Μαντσόνι την «κραυγή» του κυβερνήτη του Μιλάνου, το 1576:
Έχοντας ενημερωθεί από τον κυβερνήτη ότι μερικοί άνθρωποι με ελάχιστη αίσθηση ανθρωπισμού, προκειμένου να τρομοκρατήσουν και να τρομάξουν τους ανθρώπους και τους κατοίκους αυτής της πόλης του Μιλάνου και να τους παρακινήσουν σε κάποια αναταραχή, αλείφουν με ουσίες, που υποστηρίζουν ότι είναι λοιμώδεις και μολυσματικές, τις πόρτες και τις κλειδαριές των σπιτιών και τις γωνιές των συνοικιών αυτής της πόλης και άλλων περιοχών του κράτους· με πρόσχημα να μεταδώσουν τον λοιμό στον ιδιωτικό και στον δημόσιο χώρο, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να συμβαίνουν πολλά ανάρμοστα πράγματα και να παρατηρείται μια σημαντική αλλοίωση στις σχέσεις των ανθρώπων, πολύ περισσότερο μάλιστα ανάμεσα σε όσους πείθονται εύκολα να πιστεύουν τέτοια πράγματα. Κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως τάξης, κατάστασης, βαθμού, που μέσα σε σαράντα ημέρες θα αποκαλύψει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ευνοήσει, βοηθήσει ή πληροφορηθεί αυτή την υβριστική ενέργεια, θα ανταμειφθεί με πεντακόσια σκούδα…
Ο καημένος ο Μαντσόνι δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι το μυθιστόρημά του θα είχε αναγνωστεί ανάποδα από αυτό που εννοούσε, φθάνοντας μέχρι την πιο ακραία ασυναρτησία. Αυτό το κείμενο στην πραγματικότητα είναι πολύ επίκαιρο, όχι επειδή ο Μαντσόνι αρνείται την ιδέα της μόλυνσης (η οποία ήταν πολύ πραγματική και μάλιστα έμελλε να επεκταθεί πολύ περισσότερο εξ αιτίας των λιτανειών που πραγματοποίησε ο Καρδινάλιος Μπορομέο). Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, καθώς ο Μαντσόνι μαστιγώνει πριν από όλους τις ίδιες τις αρχές που για πολύ καιρό προτιμούσαν να αγνοούν κάθε μετάδοση του λοιμού. Επειδή ο κυβερνήτης Αμπρότζιο Σπίνολα (Ambrogio Spinola) θεωρούσε ότι οι απαιτήσεις του συνεχιζόμενου πολέμου ήταν πιο επείγουσες και απέρριπτε τα μέτρα που πρότειναν οι υγειονομικές αρχές, ενώ είχε μόλις αναγνωριστεί ότι η πανούκλα υπάρχει και εξαπλώνεται (από τη μόλυνση!), μέσα στην άγνοια και τη δεισιδαιμονία της εποχής, στρέφονταν ενάντια στους μιαρούς «λιπαντές» (επιμολυντές) αντί για τα αόρατα και ακόμα άγνωστα παθογόνα αίτιά της. Επινοήθηκε μια αιτία, η τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες, και οι πονηροί, «με καμία αίσθηση ανθρωπισμού», που αλείφουν τις πόρτες. (Εξάλλου και για την τρέχουσα μετάδοση του κορωνοϊού, η ευθύνη ανήκει στην κυβέρνηση που θέλει να δημιουργήσει «μια πραγματική ανάγκη για καταστάσεις συλλογικού πανικού», ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στην εμμονική επιβολή μιας «κατάστασης εξαίρεσης», λέει ο Αγκάμπεν, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μετάδοση του ιού αλλά μόνο η αποτρόπαια ιδέα της μετάδοσης).
Ωστόσο, το ότι, ενάντια στις επιδημίες, το πρώτο μέτρο που έπρεπε να ληφθεί ήταν η απομόνωση και η καραντίνα είχε γίνει κατανοητό πριν καν φανταστεί κανείς τι είναι οι ιοί και τα βακτήρια, τόσο ώστε ο Βοκκάκιος περιγράφει στο Δεκαήμερό του την αυτο-απομόνωση σε μια βίλα στο Φιέζολε τριών νέων και επτά νεαρών κοριτσιών προνομιούχου καταγωγής (και του ανάλογου υπηρετικού προσωπικού).
Εν ολίγοις, υπάρχει μετάδοση η οποία δεν είναι μια ιδέα που επινοήθηκε με εγκληματικό τρόπο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την κυβέρνηση για να «στρατιωτικοποιήσουν» περιοχές της χώρας, και δεν υπάρχουν οι μιαροί λιπαντές, ακριβώς επειδή ο καθένας από εμάς μπορεί να αποτελέσει τον φορέα του ιού, και κατά συνέπεια της μετάδοσής του, και ο μόνος τρόπος για την καταπολέμηση της πραγματικής μετάδοσης και την καταπολέμηση της πανδημίας είναι τα μέτρα απομόνωσης και οι καραντίνες, όσο τα εργαστήρια εργάζονται ακόμα για την εύρεση αποτελεσματικών φαρμάκων και ενός εμβολίου.
Αλλά ο μετα-μετα-φιλόσοφος αντλεί το αντίθετο «ηθικό δίδαγμα» (γι’ αυτόν η επιδημία είναι «αποκαλούμενη», και είναι κορόϊδο όποιος το καταπίνει, βοηθώντας την κυβέρνηση να επιβάλει «έκτακτα μέτρα συναγερμού»). Δεν είναι η ύπαρξη του ιού και οι μέθοδοι μετάδοσής του που καθιστούν κάθε άτομο έναν πιθανό πολλαπλασιαστή της λοίμωξης, εάν συνεχίζει τη ζωή του σα να μη συμβαίνει τίποτε, και έτσι, για να αποφύγουμε τη μεταβολή μας σε έναν ακούσιο «επιμολυντή», είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε τα πιο σχολαστικά μέτρα που περιορίζουν την κυκλοφορία του ιού. Όχι, δεν είναι έτσι. Αντίθετα, είναι ακριβώς οι «πρόσφατες αποφάσεις» που «μετατρέπουν εν τοις πράγμασι το κάθε άτομο σε έναν δυνητικό μολυσματικό φορέα». Δηλαδή, οι περιορισμοί που θέτει η κυβέρνηση στην εξάπλωση του ιού (η ακούσια μετατροπή του καθενός από εμάς σε «επιμολυντή»), αυτοί είναι που, σύμφωνα με τον μετα-φιλόσοφο, μας αναγκάζουν να ζήσουμε ο ένας για τον άλλον ως πιθανοί μολυσματικοί φορείς. Στα εγχειρίδια λογικής, στο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στις «πλάνες», θα ήταν απαραίτητο να προστεθεί μια νέα κατηγορία: η πλάνη του επιμολυντή ή η αγκαμπενική πλάνη.
Η κυβέρνηση, πασχίζοντας να περιορίσει τη μετάδοση (η οποία, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει, καθώς δεν είχε μελετηθεί στην ιπποκρατική ιατρική, παρότι και η Αθήνα είχε την πανώλη της και ο πιο επιφανής πολίτης της πέθανε από επιμόλυνση), καθίσταται ένοχη για τον «εκφυλισμό των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων». Και στην πραγματικότητα, με αυτά τα μέτρα, «ο άλλος άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, ακόμα και αγαπημένος, δεν θα πρέπει να πλησιαστεί ή να αγγιχθεί», ενώ ακολουθεί και μια εξυπνακίστικη ειρωνεία σχετικά με την ακριβή απόσταση που απαιτείται για την προφύλαξη. Ο μετα-φιλόσοφος δεν υποψιάζεται καν ότι το να μην αγγίζεις τον αγαπημένο σου για λίγες εβδομάδες είναι μια απαραίτητη παραίτηση (πολύ οδυνηρή, πάρα πολύ) ώστε να μπορείς να τον αγγίζεις και πάλι για χρόνια και χρόνια, αντί να πρέπει να αγγίξεις τον τάφο του και μόνο. Και ακριβώς μέσα από αυτήν την παραίτηση αναδεικνύεται η «αγάπη του πλησίον», εκείνου του «πλησίον» που, σύμφωνα με τον μετά-φιλόσοφο, «έχει καταργήσει» η κυβέρνηση με το διάταγμά της. Σε τελική ανάλυση, η κυβέρνηση εξαπλώνει τον πανικό για να κλείσει «τα πανεπιστήμια και τα σχολεία οριστικά», μια και προφανώς ο μετα-φιλόσοφός μας φαντάζεται ότι σε αυτά εξακολουθεί να διδάσκεται η ιερή ιπποκρατική ιατρική αντί για εκείνη την ιατρική που, από την εποχή των κακών δασκάλων όπως ο Παστέρ και ο Κοχ, είναι ανίκανη να διερευνήσει τις διάφορες μορφές επιμόλυνσης και τους παθογόνους φορείς της.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση αρχικά πιέστηκε να λάβει αυτά τα μέτρα, υποκλινόμενη στην ολοένα και πιο πιεστική επιμονή των επιστημόνων. Αντιμετωπίσαμε μια πολύ σπάνια περίπτωση ετερογένειας ενάρετων σκοπών: μια αναξιόπιστη πολιτική ηγεσία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τα αιτήματα για ριζοσπαστικά μέτρα κατά της μόλυνσης που προέρχονταν από τον ιατρικό επιστημονικό κόσμο, χωρίς να διαθέτει το κύρος που θα της επέτρεπε να επιλέξει διαφορετικά. Αν λοιπόν ο μετα-φιλόσοφος έχει δίκιο, αν είναι η εξουσία που θέλει να μας τρομάξει, δεν πρόκειται για την κυβέρνηση αλλά για τους γιατρούς. εν ολίγοις, πρόκειται για τη συνωμοσία με τις λευκές μπλούζες, εκείνων των εχθρών του λαού που είχε ήδη καταγγείλει ο Στάλιν.
Συνωμοσία, λοιπόν, η επιδημία; Προφανώς, η συνωμοσία κάποιων τρελών μαζοχιστών, δεδομένου ότι οι γιατροί και οι νοσηλευτές είναι οι πιο εκτεθειμένοι, αυτοί που βρίσκονται «στα χαρακώματα», όσοι υφίστανται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον το υλικό και ψυχολογικό βάρος αυτών των δύσκολων ημερών και καταβάλλουν μερικές φορές ένα τίμημα στα όρια του ηρωισμού.
Ο μετα-φιλόσοφος, ωστόσο, μπορεί ήδη να υπερηφανεύεται για ορισμένους οπαδούς των παραληρηματικών του απόψεων όπως, για παράδειγμα, την άλλοτε ωραία Κάρλα Μπρούνι του Σαρκοζί, που ήθελε να ξεχυθεί στο κοινό με παράφορα φιλιά και να δημιουργήσει έναν τεχνητό συνωστισμό, γιατί «δεν φοβόμαστε καθόλου, δεν είμαστε φεμινίστριες και δεν φοβόμαστε τον κορωνοϊό, nada!» (1). Έτσι και για τον μετα-φιλόσοφο, η επιδημία αποτελεί ένα κόλπο που συναρτάται με την «αυξανόμενη τάση να χρησιμοποιείται η κατάσταση εξαίρεσης ως ένα κανονικό υπόδειγμα διακυβέρνησης».
Αναμφισβήτητα, η κυβέρνησή μας είναι εξαιρετικά μέτρια, και η κύρια αρετή της είναι το ότι η όποια πιθανή εναλλακτική κυβέρνηση (των Σαλβίνι και Μελόνι (2), με ή χωρίς το κερασάκι του Μπερλουσκόνι) θα ήταν απείρως χειρότερη (απείρως). Αλλά ίσως μια έκλαμψη συνειδητοποίησης (και κατά συνέπεια και σοφίας) σχετικά με τη μετριότητά της την ώθησε να ακολουθήσει τις υποδείξεις της ιατρικής επιστήμης, μερικές ημέρες πριν αυτό συμβεί και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και είναι κρίμα που επιτρέπει σε έναν αρχηγό ξένου κράτους με λευκή φορεσιά να περνοδιαβαίνει στο κέντρο της Ρώμης, χωρίς να υπάρχει καμιά ανάγκη να το κάνει, και ως εκ τούτου κατά παράβαση των διατάξεων που εξαγγέλθηκαν (οι Ιταλοί επίσκοποι, για μια φορά πιστοί στους νόμους, είχαν κλείσει τις εκκλησίες, αλλά ο Φραγκίσκος τους υποχρέωσε να τις ξανανοίξουν, και η κυβέρνηση τσιμουδιά).
Υποστηρίζεται σωστά ότι, μόλις εξαλειφθεί η επιδημία του ιού (η οποία για τον μετα-φιλόσοφό μας, ας μην το ξεχνάμε ποτέ, παραμένει «υποτιθέμενη», και είναι «τα μέσα ενημέρωσης και οι αρχές» που «προσπαθούν να διαδώσουν μια ατμόσφαιρα πανικού, προκαλώντας μια πραγματική κατάσταση εξαίρεσης»), πολλά πράγματα θα πρέπει να αλλάξουν. Και θα αλλάξουν στην πράξη μόνο εάν υπάρξει ένας μεγάλος και σταθερός προβληματισμός και ένας ανάλογος αγώνας ώστε να επιβληθούν οι απαραίτητες ριζικές αλλαγές. Αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δύο μέτρα έκτακτης ανάγκης (ακόμη και αν ο όρος κάθεται στο στομάχι του μετα-φιλόσοφου): περισσότερη ισότητα και περισσότερη διαφώτιση, επιστήμη, έρευνα. Χωρίς αυτά, η δημοκρατία δεν θα τα καταφέρει.
Περισσότερη ισότητα: το κόστος για την εξάλειψη της μετάδοσης και τον τερματισμό της επιδημίας (η οποία για τον μετα-φιλόσοφό μας, σύμφωνα με τον τίτλο του κειμένου του της 26ης Φεβρουαρίου, αποτελεί την «επινόηση μιας επιδημίας») θα είναι γιγαντιαίο και συνεπάγεται μια μακρά περίοδο θυσιών. Και θα αντιμετωπιστεί με μια εξίσου γιγαντιαία αναδιανομή του πλούτου, ξεκινώντας από ένα στοιχειώδες και υποχρεωτικό μέτρο – χωρίς το οποίο οποιοδήποτε άλλο μέτρο θα εκτινάξει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες: να αποκαλυφθούν οι κυκλώπειες περιουσίες που κρύβονται σε λογαριασμούς, σε εταιρείες-βιτρίνες και χρηματοκιβώτια ασφαλείας φορολογικών παραδείσων και, εν πάση περιπτώσει, στο εξωτερικό, απόκρυφες επειδή (σχεδόν) είναι αποτέλεσμα παρανομίας, είτε από διαφθορά είτε από μεγάλη φοροδιαφυγή (ή από μαφίες ή από συνδυασμό των διαφορετικών περιπτώσεων). Υποχρέωση άμεσης καταγραφής αυτών των περιουσιών και αυτόματη, οριστική και μη αναστρέψιμη κατάσχεση (εκτός από τις βαριές ποινικές κυρώσεις, τόσο βαριές ώστε να καθίστανται παράγοντας αποτροπής) αυτών που δεν θα δηλωθούν, με το συνακόλουθο έγκλημα της κλεπταποδοχής για οποιαδήποτε τράπεζα και χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που τα αποκρύβει. Και αυτά για αρχή, ας είμαστε ξεκάθαροι. Εν συνεχεία, η μεγαλύτερη ισότητα πρέπει να γίνει η καθημερινή πυξίδα κάθε οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Περισσότερη διαφώτιση, επιστήμη, έρευνα. Δεν αντέχουμε πια τις δεισιδαιμονίες, τους γκουρού και τους «γέροντες», ακόμα και όταν αυτοί παριστάνουν τους φιλόσοφους ή τους ψυχαναλυτές. Ελπίζουμε ότι θα ανοίξει μια εποχή για τη φιλοσοφία στην οποία πολικός αστέρας θα γίνει και πάλι η αγάπη της γνώσης/σοφίας, και η γνώση είναι εκείνη των επιστημών, όχι της παρα-θεολογικής ή μετα-θεολογικής ονειροφαντασίας. Η φιλοσοφία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διάδοση του κριτικού πνεύματος, ενός απαραίτητου εμβολίου για τη δημοκρατική ζωή, ειδικά σε περιόδους ψεύτικων ειδήσεων, όπου δεν υπάρχει πλέον διάκριση μεταξύ αλήθειας και άποψης ενώ το ψέμα έχει μεταβληθεί σε ένα απλό «εναλλακτικό γεγονός», όπως εξηγούσε ο εκπρόσωπος Τύπου του Τραμπ μετά από μια νέα «αρβύλα» του προέδρου, η οποία καταδεικνύεται αδιαμφισβήτητα από οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Κατ’ αρχάς, λοιπόν, είναι απαραίτητο να ξεφύγουμε από τις κορπορατίστικες κοινοτοπίες, ακόμα και με τίμημα τον αποκλεισμό από τη συντεχνία των ηγεμονικών σήμερα μετα-μετα-φιλοσοφιών, και να μη φοβόμαστε να διατυπώσουμε μερικές κοινές αλήθειες, επισημαίνοντας για παράδειγμα πως η φιλοσοφία του επιμολυντή και της «επινόησης μιας επιδημίας», που μας πρότεινε στις 26 Φεβρουαρίου και στις 11 Μαρτίου ο φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, είναι μια φιλοσοφία του κ…!
- «Η Carla Bruni αστειεύεται για τον κορωνοϊό και είναι καταιγιστική. Το επεισόδιο συνέβη πριν από λίγες μέρες, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας μόδας στο Παρίσι, και η σκηνή απαθανατίστηκε από ένα βίντεο που μεταδόθηκε στο διαδίκτυο. Βλέπουμε την πρώην πρώτη κυρία της Γαλλίας, Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί, να προσποιείται ότι έχει αναπνευστική κρίση, σα να ήθελε να διακωμωδήσει όλους όσοι τρομοκρατούνται από την πανδημία επειδή τη ζουν πάνω στο πετσί τους τους. Το βίντεο δείχνει την Μπρούνι η οποία, συναντώντας τον πρόεδρο της LVMH Fashion Group, Sidney Toledano, τον πλησιάζει και τον φιλάει και στη συνέχεια λέει: “Φυσικά, ας φιληθούμε, ας μην είμαστε ηλίθιοι! Είμαστε της παλαιότερης γενιάς! Δεν φοβόμαστε τίποτα, δεν είμαστε φεμινίστριες και δεν φοβόμαστε τον κορωνοϊό. Nada!” Λίγο αργότερα, η πρώτη κυρία, κοιτάζοντας την κάμερα, προσομοιώνει μια αναπνευστική κρίση, προσποιούμενη ότι βήχει». Τρίτη 17 Μαρτίου 2020, www.ilmessaggero.it.
- Η Giorgia Meloni είναι μία από τους ηγέτες του ακροδεξιού κόμματος Fratelli d’ Italia.
*Ο Paolo Flores d’Arcais (1944–) είναι Ιταλός φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, δημοσιογράφος και πολιτικός, διευθυντής του περιοδικού MicroMega, ενώ αρθρογραφεί σε πολλές τις εφημερίδες,. Μέχρι το 2009 ήταν καθηγητής ηθικής φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή της Ρώμης «La Sapienza», ενώ εμπνέεται ιδιαίτερα από τα δοκίμια του Αλμπέρ Καμύ και της Χάνα Άρεντ. O Φλόρες ντ’ Αρκάις, εκτός από το συγγραφικό του έργο, έχει έντονη πολιτική δραστηριότητα. Άρχισε να ασχολείται με την πολιτική νεαρός, στην οργάνωση νεολαίας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά σύντομα εκδιώχθηκε εξαιτίας της παράλληλης συμμετοχής του στην τροτσκιστική Τετάρτη Διεθνή. Μαθητής και φίλος του Λούτσιο Κολέτι (Lucio Colletti), υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του ρωμαϊκού «Sessantotto», αλλά κατέληξε σε θέσεις ριζοσπαστικού ρεφορμισμού και, στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, είχε μια έντονη σχέση με τους Bettino Craxi και Claudio Martelli, ηγέτες του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το 1991, προσχώρησε στο «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς» ενώ το 2009 υπήρξε ένας από τους συνιδρυτές του «Κόμματος των Χωρίς Κόμμα», μαζί με τον δικαστή Antonio Di Pietro και τον συγγραφέα Andrea Camilleri. Στη συνέχεια, δεν έκρυψε τις συμπάθειές του για το «Κίνημα των 5 Αστέρων», για να απομακρυνθεί μετά τη συμμαχία του Κινήματος με τον Σαλβίνι. Μεταξύ των πολυάριθμων βιβλίων του: Il maggio rosso di Parigi. Cronologia e documenti delle lotte studentesche e operaie in Francia, 1968· Il dubbio e la certezza. Nei dintorni del marxismo e oltre (1971-1981), 1982· Oltre il PCI. Per un partito libertario e riformista, 1990· Esistenza e libertà. A partire da Hannah Arendt, 1990· L’individuo libertario. Percorsi di filosofia morale e politica nell’orizzonte del finito, 1999· Il sovrano e il dissidente, ovvero La democrazia presa sul serio, 2004· Dio esiste? Un confronto su verità, fede, ateismo, moderato da Gad Lerner, con Joseph Ratzinger, 2005· Hannah Arendt. Esistenza e libertà, autenticità e politica, 2006· Albert Camus filosofo del futuro, 2010· La Guerra del Sacro. Terrorismo, laicità e democrazia radicale, 2016· Questione di vita e di morte, 2019.
**Τίτλος πρωτοτύπου: «Filosofia e virus: le farneticazioni di Giorgio Agamben»
16 Μαρτίου 2020 – πηγή: temi.repubblica.it
Μετάφραση από τα ιταλικά: Γιώργος Καραμπελιάς
16 Μαρτίου 2020 – πηγή: temi.repubblica.it
Μετάφραση από τα ιταλικά: Γιώργος Καραμπελιάς
Διαβάστε ακόμα:
https://ardin-rixi.gr/archives/222933
2 σχόλια:
Μας έχουν ζαλίσει με αυτόν τον ιό και οι μεν και οι δε, τόση ανωριμότητα, μια κοινωνία του 2020 να μην μπορεί να αποφασίσει για μια ίωση. Αναλύσεις επί αναλύσεων εάν μεταδίδεται μέσα στους ναούς, στο προαύλιο των ναών, ναι, όχι , μπορεί, θα δούμε, μια κρισούλα τόση δα, και όλες οι ανασφάλειες συνειδητές και ασυνείδητες σε όλα τα επίπεδα και τομείς , βγήκαν στην επιφάνεια. Σκέψου να γίνει τίποτα πιο σοβαρό!
Η ΕΚΚΛΗΣΊΑ ΕΊΝΑΙ ΣΤΟ ΣΤΌΧΑΣΤΡΟ ΤΟ ΚΑΜΈΝΟ ΨΩΜΊ ΕΝΑΣ ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΟ ΦΤΙΆΧΝΕΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΙΑ ΑΝΟΊΓΟΥΝ ΤΑ ΣΎΝΟΡΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΛΛΗ ΚΑΤΑΡΓΟΎΝ ΤΙΣ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΏΝ.
Δημοσίευση σχολίου