Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Tα πειράματα στο CERN και το σωματίδιο Higgs : Θεωρίες της Φυσικής και Βιβλική Κοσμολογία σε θέση αντίθεση και σύνθεση - Τακαρίδης Γεώργιος (23)

Συνέχεια από: Κυριακή, 16 Αυγούστου 2020

II.  «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»

«Ὕλη τὸ πλέον ἐστὶ σὺν εἴδεσι κινυμένοισι. Νώσατο, καὶ τὰ γένοντο ἐνείδεα· θεία νόησις, ἡ πάντων γενέτειρα πολύπλοκος».

Ύλη είναι δα τα πλειότερα, παίρνει μορφές π’ αλλάζουν. Στοχάστη και έλαβαν μορφή τα πάντα. Η νόηση η θεία των πάντων η πολύσοφη γεννήτρα είναι286
Άγιος Γρηγόριος θεολόγος

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, στην Βιβλική διήγηση η πρώτη ημέρα της Δημιουργίας παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα κατά την ορθόδοξη ερμηνευτική, εφόσον κατ’ αυτήν δημιουργήθηκαν εκ του μη όντος, εκ του μηδενός τα δομικά στοιχεία του Σύμπαντος, από τα οποία στην συνέχεια δημιουργήθηκαν τα πάντα κατά τις επόμενες ημέρες287. Ο ουρανός και η γη θεωρούνται οι δύο ακραίες ως προς την ποιότητά τους ουσίες της Δημιουργίας και είναι κατά κάποιον τρόπο θεμέλιοί τινες καὶ κρηπῖδες…288 ἐκ τῶν ὀποίων τοῦ παντὸς τὴν ὕπαρξιν παρῃνίξατο289 ο Δημιουργός. Μεταξύ των δύο ακραίων ποιοτήτων συμπεριλαμβάνονται και όλα τα ενδιάμεσα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την αποπεράτωση της Δημιουργίας. Σχετικά μ’ αυτό ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης εξηγεί ότι ο Μωυσής ως ουρανό και γη ονόμασε τα δύο έσχατα των γνωστών σ’ εμάς δια της αισθήσεως ως περιεκτικά των όντων, έτσι ώστε λέγοντας ότι από τον Θεό δημιουργήθηκαν τα περιέχοντα, να συμπεριλάβει κάθε τι που περιέχεται μέσα στα άκρα…290
Παράλληλα όμως με την παραπάνω θέση του Αγίου ότι με τα άκρα δηλώνονται έμμεσα και όλα τα ενδιάμεσα, αξίζει να προσέξει κανείς ότι τα άκρα, ο ουρανός και η γη είναι τα δύο έσχατα που μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί δια των αισθήσεων, κάνοντας μία σαφή αναφορά στην υλικότητα των δημιουργηθέντων, παρά την ποιοτική μεταξύ τους διαφοροποίηση. Πράγματι ενώ η έννοια του ουρανού κρύβει κάτι λεπτότερο και πιο αιθέριο, πιο άϋλο στην κατανόησή της, και η έννοια της γης κάτι παχύτερο και υλικότερο, ο Άγιος και τις δύο αυτές ουσίες τις κατατάσσει στην ίδια κατηγορία της αισθητής – υλικής κτίσης ως τα δύο όριά της σε μία κλιμάκωση της υλικότητας από την λεπτότερη προς την παχύτερη υπόσταση – υφή. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Μωυσής συνέταξε το βιβλίο της Γενέσεως για την θεογνωσία, επικυρώνοντας και αυτός με την σειρά του την πάγια ερμηνευτική γραμμή που επισημάνθηκε, και εξηγεί ότι σκοπός του Μωυσή είναι να χειραγωγήσει από τα αισθητά προς τα υπερκείμενα τής αισθητικής κατάληψης· έτσι με τον ουρανό και την γη ορίζεται η δια της θέας γνώση291. Σε άλλο σημείο, επαναλαμβάνει την ίδια θέση του ακόμη εναργέστερα λέγοντας ότι ο Μωυσής δια της φράσεως περί των περάτων εδήλωνε την υλική καταβολή όλου του κόσμου292. Παρατηρούμε λοιπόν πως στην Πατερική ερμηνευτική περί της Εξαημέρου είναι σαφές πως ο,τιδήποτε περιβάλλει τον άνθρωπο και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις του ανήκει στην υλική δημιουργία, ακόμη και αν τις διαφορετικές φυσικές οντότητες τις αντιλαμβάνεται ως ποιοτικά διάφορες μεταξύ τους. Τα άκρα –ουρανός και γη– αλλά και ο,τιδήποτε παρεμβάλλεται μεταξύ αυτών, δημιουργούν μία ομαλή κλίμακα φυσικών οντοτήτων, που οδηγεί από το λεπτότερο στο παχύτερο, από το αϋλότερο στο υλικότερο, από το «ασώματο» στο «σωματικό», και είναι του ιδίου φυράματος, της υλικής πραγματικότητας. Μία τέτοια προσέγγιση από την πλευρά της Φυσικής Επιστήμης κατέστη εφικτή μόνον μετά τις αρχές του 20ου αιώνα μ.Χ., με την ανάπτυξη των θεωριών της Σχετικότητας και της Κβαντικής Φυσικής. Αρκεί να θυμίσουμε ότι για την Νευτώνεια Φυσική η ύλη σχηματίζεται από στερεά, σκληρά, αδιαπέραστα, ικανά να κινηθούν σωματίδια, δηλαδή ικανά να έχουν ενέργεια, που είναι όμως διαφορετικής, μη σχετιζόμενης φύσης με την φύση της ύλης· έτσι ύλη και ενέργεια αποτελούσαν δύο εντελώς διαφορετικές φυσικές οντότητες μη σχετιζόμενες άμεσα μεταξύ τους293. Απεναντίας στην Πατερική προσέγγιση ο,τιδήποτε μας περιβάλλει και γίνεται άμεσα ή έμμεσα αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ανήκει στην περιοχή της υλικής κτίσης και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τόσο τα παχύτερα – υλικότερα σώματα όσο και τα λεπτότερα – αϋλότερα όπως το φως ή η φωτιά, που θεωρούνταν ένα από τα τέσσερα συστατικά στοιχεία του σύμπαντος, είναι της ίδιας φύσης και αποτελούν απλά διαβαθμίσεις της. Επομένως το οποιοδήποτε υλικό σώμα αποτελείται από τη μείξη των στοιχείων αυτών. Ο Μέγας Βασίλειος αναφερόμενος μάλιστα στα τέσσερα υλικά συστατικά στοιχεία του σύμπαντος –πυρ, αήρ, ύδωρ, γη–, που αποτελούσαν την κρατούσα «επιστημονική» άποψη της εποχής του, παρατηρεί πως τα πάντα ἐν πᾶσι μέμικται και εδώ βρίσκεται το αξιοθαύμαστο· πώς το πυρ, όταν υπάρχει μέσα στα σώματα εμφωλεύει αβλαβώς, όταν όμως προκληθεί να εξέλθει από αυτά, τότε κατατρώγει αυτά, μέσα στα οποία φυλασσόταν μέχρι πριν λίγο294.
Το επόμενο σημείο το οποίο αξίζει να προσεχθεί είναι το ότι οι Πατέρες επισημαίνουν μία χρονική διαδοχή στην Δημιουργία ακόμη και μεταξύ των δύο πρωταρχικών δημιουργημάτων, του ουρανού και της γης. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει πως ο ουρανός έχει τα πρεσβεία της γενέσεως, ενώ η γη έρχεται δεύτερη στην ύπαρξη295. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνοντας ένα βήμα παραπέρα εξηγεί ότι ο Θεός συγκατέβαλε σε όλα τα μόρια του κόσμου την σοφία (τους λόγους) και τις δυνάμεις (την δυνατότητα), ώστε ακολουθώντας έναν ειρμό με κάποια τάξη να μπορέσουν να τελειωθούν. Έτσι, για τον Άγιο του Θεού το πυρ (η ενέργεια) εμφανίστηκε πρώτο στο Σύμπαν και στην συνέχεια όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν μία φυσική πορεία, καθώς η τέχνη που εναποτέθηκε στην Φύση τα «ανάγκαζε» να αναφανούν, όχι τυχαία κατά κάποια άτακτη φορά, αλλά όπως η αναγκαία φύση της τάξης επιβάλλει μέσα από μία φυσική ακολουθία. Ο δε προστακτικός λόγος του Θεού «γενηθήτω …» που εισάγει το καθένα από τα γενόμενα στην Βιβλική διήγηση, δεν είναι άλλος από τον λόγο που εναπέθεσε ο Θεός στα όντα για να μπορέσουν να τελειωθούν. Διότι κάθε τι που γίνεται κατά την λογική και την σοφία είναι οπωσδήποτε φωνή Θεού296. Τίποτε για τον Άγιο δεν μπορεί να είναι άλογο, τυχαίο και αυτόματο· σε κάθε όν ενυπάρχει κάποιος σοφός και τεχνικός λόγος, έστω και αν είναι ανώτερος από τη θέα μας297. Ο λόγος αυτός μπορεί στην Βιβλική διήγηση της Γενέσεως να δίνεται με έναν ανθρωπομορφισμό, όπως και στους ψαλμούς του ο Δαυίδ λέει ότι οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δὸξαν Θεοῦ298, δεν πρέπει όμως να λαμβάνονται ως έναρθροι λόγοι· και αν κάποιοι που ακούνε «παχύτερα» δέχονται ήχο φωνής, οι επιστήμονες αντί έναρθρου λόγου οφείλουν να κατανοούν την ενυπάρχουσα στους λόγους τεχνική θεωρία299.
Ένα ακόμη σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η έννοια του ουρανού στην προσέγγιση των Πατέρων κατανοείται με πολλαπλές ερμηνείες, διότι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους απαντάται η λέξη σε διαφορετικές συνάφειες. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει μία εκτενή αναφορά στις διάφορες ερμηνείες που μπορούν να δοθούν στην έννοια του ουρανού. Σε ό,τι αφορά στον «πρώτο» ουρανό300, δηλαδή σ’ αυτόν που αναφέρεται στην κοσμογονία του Σύμπαντος, ο Άγιος του Θεού τον περιγράφει ως τον χώρο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το παν. Έτσι λοιπόν ἐν ἀρχῆ μπορούμε να πούμε πως δημιουργείται ο ουρανός – χώρος και η γη – υλοενέργεια, και στην συνέχεια ο,τιδήποτε άλλο μέσα στον χωροχρόνο με δομικά στοιχεία την υλοενέργεια. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος ότι: «Οὐρανός ἐστι περιοχὴ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κτισμάτων· ἐντὸς γὰρ αὐτοῦ αἵ τε νοεραὶ τῶν ἀγγέλων δυνάμεις καὶ πάντα τὰ αἰσθητὰ περικλείονται καὶ περιορίζονται»301.
Τέλος όσον αφορά στη φύση του ουρανού και της γης, στην ουσία τους, οι Πατέρες θεωρούν πως η προσέγγισή τους είναι μία δύσκολη υπόθεση ίσως και αδύνατη, γιατί η ουσία των όντων είναι κάτι πολύ βαθύ και απροσπέλαστο για να μπορέσει κατανοηθεί. Το ο,τιδήποτε κατανοείται από τις δυνάμεις του, τις ιδιότητές του, τις οποίες εμφανίζει ενεργώντας. Μέσα από τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί, το κάθε τι γίνεται γνωστό στο περιβάλλον του, ενώ η ουσία του στο βάθος της παραμένει άγνωστη302. Οι ενέργειες επομένως κοινοποιούν μέρος της ουσίας, του βαθύτερου πυρήνα της οποιασδήποτε οντότητας· ό,τι δεν ενεργεί, δεν μπορεί να γνωστοποιήσει την ύπαρξή του και επομένως δεν υπάρχει303. Έτσι λοιπόν ο Άγιος Βασίλειος εξηγεί πως η έρευνα της ουσίας των όντων, είτε αυτών που συλλαμβάνονται με την πνευματική όραση, είτε αυτών που υποπίπτουν στις αισθήσεις, είναι μία δύσκολη υπόθεση που θα απαιτούσε πολύ κόπο και χρόνο και δεν θα βοηθούσε ιδιαίτερα στην οικοδομή της Εκκλησίας, που ήταν και το βασικό του μέλημα. Παρά ταύτα, δηλώνει ότι δέχεται με απλότητα την φύση του ουρανού ως λεπτή και όχι στερεή ή παχεία304, βασιζόμενος στην ρήση του προφήτη Ησαΐα που λέει «ὁ στερεώσας τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ καπνόν»305. Όσο για την φύση – ουσία της γης, ο Άγιος κινούμενος πάνω στην ίδια συλλογιστική αναφέρει ότι δεν πρέπει να περιεργαζόμαστε σχολαστικά ποια είναι η ουσία της, ούτε να κατατριβόμαστε σε υπολογισμούς αναζητώντας το κύριο και αρχικό στοιχείο της, ούτε να αναζητούμε μία φύση χωρίς ποιότητες (ιδιότητες), που να είναι καθεαυτήν άποιος (χωρίς ποιότητες), αλλά να γνωρίζουμε καλά, ότι όσα βλέπουμε σαν συστατικά της, όλα μαζί κατατάσσονται στον λόγο του είναι της, και είναι συμπληρωματικά της ουσίας της. Διότι αν επιχειρήσεις να απομονώσεις μία – μία τις ενυπάρχουσες σ’ αυτήν ποιότητες, δεν θα καταλήξεις σε τίποτε. Εάν απομονώσεις το μαύρο, το ψυχρό, το βαρύ, το πυκνό, τις γευστικές ποιότητές της, και όσες άλλες ποιότητες έχει η γη, δεν θα μείνει τίποτε ως κύριο και αρχικό στοιχείο306. Βλέπουμε λοιπόν την σαφή πεποίθηση του Αγίου ότι δεν υπάρχει «άποιος» ουσία, δηλαδή κάποια ουσία στερημένη κατά κάποιον τρόπο δυνάμεων – ιδιοτήτων· όλες οι ιδιότητες ενυπάρχουν μέσα στον λόγο της ύπαρξής της. Η θέση αυτή του Αγίου σχετίζεται στενά με την πεποίθησή του ότι τα όντα δημιουργήθηκαν από τον Θεό εν κεφαλαίω, ακαριαία307, αλλά όχι στην τελική τους μορφή· ἐν ἀρχῇ δημιουργήθηκαν ακαριαία και πλήρη τα πάντα σε μία δυνάμει κατάσταση και ήταν εφοδιασμένα με όλες τις ιδιότητες που απαιτούνταν, ώστε την κατάλληλη στιγμή να περάσουν και ενεργεία σε κάθε επόμενή τους μορφή. Διαπιστώνουμε από τα παραπάνω την ευρύτητα της τοποθέτησης των αγίων του Θεού, ώστε τα λεγόμενά τους από τους πρώτους μόλις αιώνες μετά Χριστόν να αντέχουν, να «χωρούν» τις σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις. Βέβαια δεν μίλησε ο Άγιος για τις ιδιότητες της γης – ύλης, όπως σήμερα αυτές κατανοούνται από την Επιστήμη των Στοιχειωδών Σωματιδίων, ούτε χρησιμοποίησε την σύγχρονη ορολογία· αναφέροντας όμως τις ιδιότητες που κατανοούσε η τότε Φυσική Φιλοσοφία, ψυχρό, βαρύ, πυκνό…, συμπλήρωσε την φράση και όποιες άλλες ποιότητες έχει η γή, δηλώνοντας με σαφήνεια πως δεν έκανε διδασκαλία για τις ιδιότητες της ύλης, αλλά για το ότι η Δημιουργία, όπως μπορούσε να την κατανοήσει και να την ερμηνεύσει από τα γραφόμενα στην Βιβλική διήγηση, δεν ξεκίνησε από άποιες οντότητες που σταδιακά με κάποιον μαγικό τρόπο αποκτούσαν, «φορούσαν» τις ιδιότητές τους.


Σημειώσεις
286. Αγίου Γρηγορίου του θεολόγου, Έπη Δογματικά, Δ΄ Περί Κόσμου, PG 37, 417Α, ΕΠΕ 8, 268, 19 – 21.

287. Βλ. Προκοπίου Γαζαίου, όπ. παρ., PG 87A, 40A.

288. Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 16Β, ΕΠΕ 4, 40.

289. Όπ. παρ., PG 29b, 20Α, ΕΠΕ 4, 46.

290. «… διὰ τοῦτο ὡς περιεκτικὰ τῶν ὄντων τὰ ἔσχατα τῶν διὰ τῆς αἰσθήσεως ἡμῖν γινωσκομένων ὁ λόγος ὠνόμασεν, ἵνα διὰ τοῦ τὰ περιέχοντα εἰπεῖν παρὰ Θεοῦ γεγενῆσθαι, συμπεριλάβῃ πᾶν τὸ ἐντὸς τῶν ἄκρων περιεχόμενον». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 264, 3 – 6. Η θέση αυτή είναι ίδια με την θέση του Μ. Βασιλείου –που αναπτύχθηκε παραπάνω– και απαντάται στην ερμηνεία πολλών πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μ. Αθανάσιος στον λόγο του Κατά Ελλήνων 46, PG 25b, 93 A, B, αναφέρει: «ἐν τῇ οὐρανοῦ καὶ γῆς ὀνομασίᾳ, πάντα τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ γῇ γενητὰ συμπεριλαμβάνει». Πρβλ. του ιδίου Προς Σεραπίωνα 2, PG 26, 628 B. Στη σύγχρονη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι στην εβραϊκή κουλτούρα με τα άκρα πάντα δηλώνεται και το σύνολο των περιεχομένων μεταξύ των άκρων. Βλ. Παπαρνάκης Αθανάσιος, όπ. παρ., σελ. 29. Ο Μ. Κωνσταντίνου αναφέρει ότι η Παλαιά Διαθήκη αγνοεί κάποιον ιδιαίτερο όρο για την έννοια «κόσμος». Αποτελεί χαρακτηριστικό της προελληνιστικής σκέψης των λαών της περιοχής να μην επιδιώκει μία προοπτική συνολική θεώρηση, αλλά να αρκείται στη σύνθεση οπτικών γωνιών. Έτσι η ολότητα δηλώνεται στην Παλαιά Διαθήκη πάντοτε περιγραφικά με τη μνεία δύο πόλων. Βλ. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Ρῆμα Κυρίου κραταιὸν, Αφηγηματικά κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 75.

291. «Ἐπειδὴ γὰρ εἰσαγωγικὸν πρὸς θεογνωσίαν τὸ τῆς γενέσεως βιβλίον ὁ προφήτης πεποίηται, καὶ σκοπός ἐστι τῷ Μωϋσῇ, τοὺς τῇ αἰσθήσει δεδουλωμένους χειραγωγῆσαι διὰ τῶν φαινομένων πρὸς τὰ ὑπερκείμενα τῆς αἰσθητικῆς καταλήψεως οὐρανῷ δὲ καὶ τῇ γῇ ὁρίζεται ἡμῖν ἡ διὰ τῆς ὄψεως γνῶσις». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 262, 25 – 264, 3.

292. «… οὕτω καὶ ὁ Μωϋσῆς τῆς ὑλικῆς τοῦ παντὸς κόσμου καταβολῆς τὴν ἔνδειξιν διὰ τῶν περάτων πεποίηται». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 276, 21 – 22.

293. Ο Newton στο έργο του για την Οπτική (Optics, 1704) για τα στοιχειώδη συστατικά της ύλης αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Μου φαίνεται πιθανόν ότι ο Θεός εν αρχή σχημάτισε την ύλη σε στερεά, σκληρά αδιαπέραστα, ικανά να κινηθούν σωματίδια με μάζα, τέτοιου μεγέθους και σχημάτων, και με τέτοιου είδους λοιπές ιδιότητες, και με τέτοιες αναλογίες στο χώρο, ώστε να συμβάλλουν τα μέγιστα στην επίτευξη των σκοπών για τους οποίους τα σχημάτισε· και ότι τούτα τα πρωτογενή σωματίδια, όντας στερεά, είναι ασυγκρίτως σκληρότερα από οποιοδήποτε πορώδες σώμα συντίθεται από αυτά, τόσο πολύ σκληρά ώστε να μη φθείρονται ή τεμαχίζονται ποτέ, και καμία συνήθης δύναμη να μην έχει τη δυνατότητα να χωρίσει ό,τι ο ίδιος ο Θεός κατέστησε ενιαίο και αδιαίρετο με την πρώτη Δημιουργία» Βλ. Frank Wilczek, Η ελαφρότητα του είναι, Εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 2010, σελ. 32.

294. «… ὅτι πάντα ἐν πᾶσι μέμικται, καὶ ἐν γῇ εὑρήσεις καὶ ὕδωρ, καὶ ἀέρα, καὶ πῦρ… Ὃ καὶ θαυμάσαι ἄξιον, πῶς ἐν μὲν τοῖς σώμασιν ὑπάρχον τὸ πῦρ, ἀβλαβῶς ἐμφωλεύει· προκληθὲν δὲ ἐπὶ τὸ ἔξω, δαπανητικόν ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 20Α,Β, ΕΠΕ 4, 46.

295. «… τῷ μὲν οὐρανῷ τὰ πρεσβεῖα τῆς γενέσεως ἀποδούς, τὴν δὲ γῆν δευτερεύειν φάμενος τῇ ὑπάρξει». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 20Α, ΕΠΕ 4, 46. Επίσης: «Θαυμαστὸν δὲ πῶς πρῶτον ἐποίησε τὸν οὐρανὸν, εἶτα τὴν γῆν…». Προκοπίου Γαζαίου, Εις την Γένεσιν Ερμηνεία, PG 87A, 40A.

296. «Τῇ δὲ συγκαταβληθείσῃ δυνάμει τε καὶ σοφίᾳ πρὸς τὴν τελείωσιν ἑκάστου τῶν μορίων τοῦ κόσμου, εἱρμός τις ἀναγκαῖος κατά τινα τάξιν ἐπηκολούθησεν, ὥστε τὸ πῦρ προλαβεῖν μὲν καὶ προεκφανῆναι τῶν ἄλλων τῶν ἐν τῷ παντὶ θεωρουμένων, καὶ οὕτω μετ’ ἐκεῖνο, τὸ ἀναγκαίως τῷ προλαβόντι ἑπόμενον, καὶ ἐπὶ τούτῳ τρίτον, ὡς ἡ τεχνικὴ συνηνάγκαζε φύσις· τέταρτόν τε καὶ πέμπτον, καὶ τὰ λοιπὰ τῆς κατὰ τὸ ἐφεξῆς ἀκολουθίας, οὐκ αὐτομάτῳ τινὶ συντυχίᾳ, κατὰ τινὰ ἄτακτον καὶ τυχαίαν φορὰν, οὕτως ἀναφαινόμενα. Ἀλλ’ ὡς ἡ ἀναγκαία τῆς φύσεως τάξις ἐπιζητεῖ τὸ ἐν τοῖς γινομένοις ἀκόλουθον, οὕτως ἕκαστα γεγενῆσθαί φησιν ἐν διηγήσεως εἴδει περὶ τῶν φυσικῶν δογμάτων φιλοσοφήσας. Καὶ φωνάς τινας τοῦ Θεοῦ προστακτικὰς ἑκάστου τῶν γινομένων προσγράφων, καλῶς καὶ θεοπρεπῶς καὶ τοῦτο ποιῶν. Πᾶν γὰρ τὸ καθ’ εἱρμόν τινα καὶ σοφίαν γινόμενον τοῦ Θεοῦ, τὶς ἄντικρύς ἐστι φωνή». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β,C, ΕΠΕ 5, 266, 1 – 15.

297. «Διότι πᾶν τὸ γινόμενον, λόγῳ γίνεται· καὶ ἄλογόν τι καὶ συντυχικὸν καὶ αὐτόματον ἐν τοῖς θεόθεν ὑφεστῶσι νοεῖται οὐδέν. Ἀλλὰ χρὴ ἑκάστῳ τῶν ὄντων καὶ λόγον τινὰ σοφόν τε καὶ τεχνικὸν ἐγκεῖσθαι πιστεύειν, κἂν κρεῖττον ᾖ τῆς ἡμετέρας ὄψεως». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 73Α, ΕΠΕ 5, 268, 10 – 14.

298. Ψαλμ. 18:2

299. «Τί οὖν εἶπεν ὁ Θεὸς, ἐπειδὴ λόγου παραστατική ἐστιν ἡ τοιαύτη φωνὴ, θεοπρεπῶς, ὡς οἶμαι, νοήσομεν εἰς τὸν ἐγκείμενον τῆς κτίσεως λόγον τὸ ῥητὸν ἀναφέροντες. Οὕτω γὰρ καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ τὰς τοιαύτας φωνὰς ἡμῖν ἐξηγήσατο εἰπών· “Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας”. Τὰ γὰρ προστακτικὰ τῆς τῶν ὄντων κτίσεως ῥήματα, ἃ παρὰ τοῦ Μωϋσέως ἐκ τῆς θείας φωνῆς ἀναγέγραπται, ταῦτα ὁ Δαβὶδ τὴν ἐνθεωρουμένην τοῖς γεγονόσι σοφίαν ὠνόμασεν. Ὅθεν καὶ διηγεῖσθαι λέγει τοὺς οὐρανοὺς δόξαν Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς ἐμφαινομένης αὐτοῖς τεχνικῆς θεωρίας διὰ τῆς ἐναρμονίου περιφορᾶς, ἀντὶ λόγου γινομένης τοῖς ἐπιστήμοσιν. Εἰπὼν γὰρ διηγεῖσθαι τοὺς οὐρανοὺς, καὶ ἀναγγέλλειν τὸ στερέωμα, διορθοῦται τοὺς παχύτερον τῶν λεγομένων ἀκούοντας· καὶ ἴσως καὶ φωνῆς ἦχον καὶ λόγον ἔναρθρον ἐκ τῆς τῶν οὐρανῶν διηγήσεως προσδεχομένους, ἐν οἷς φησιν. ὅτι οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ, οὐδὲ λόγοι ὧν οὐχὶ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν, ἵνα δείξῃ ὅτι ἡ ἐν τῇ κτίσει θεωρουμένη σοφία, λόγος ἐστὶ, κἂν μὴ ἔναρθρος ᾗ». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 73Β,C, ΕΠΕ 5, 268, 16 – 270, 1.

300. «Ἔστι μὲν οὖν οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ ὁ πρῶτος οὐρανός, ἐπάνω ὑπάρχων τοῦ στερεώματος». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, όπ. παρ., σελ. 114.

301. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σελ. 108 – 110.

302. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι δεν πρέπει να αναζητούμε την ουσία του ουρανού, διότι καθεαυτήν μας είναι άγνωστη: «Τὴν μέντοι οὐσίαν τοῦ οὐρανοῦ οὐ δεῖ ζητεῖν, ἄγνωστον ἡμῖν οὖσαν». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σελ. 114.

303. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς παραπέμπει σε ρήση του Αγίου Βασιλείου για να δηλώσει την πάγια άποψη για την ορθόδοξη θεολογία ότι «ἐνέργειά ἐστιν ἡ δηλωτικὴ πάσης οὐσίας δύναμις, ἧς μόνον ἐστέρηται τὸ μὴ ὄν». Βλ. Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου, 52, Π. Χρήστου 2, 214, ΕΠΕ, 3, 354, 21 – 22. Βλ. επίσης Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σελ. 182: «Ἐνέργεια πάλιν ἐστὶ φυσικὴ, ἡ δηλωτικὴ ἑκάστης οὐσίας δύναμις».

304. «Ἡ περὶ τῆς οὐσίας ἔρευνα ἑκάστου τῶν ὄντων, ἢ τῶν κατὰ θεωρίαν ὑποπιπτόντων ἡμῖν, ἢ τῶν προκειμένων ἡμῶν τῇ αἰσθήσει, μακρὸν καὶ ἀπηρτημένον λόγον ἐπεισάγει τῇ ἐξηγήσει… μηδὲ προύργου τι εἶναι εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομὴν τὸ περὶ ταῦτα κατασχολεῖσθαι. Ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς οὐσίας τοῦ οὐρανοῦ ἀρκούμεθα τοῖς παρὰ τοῦ Ἡσαΐου εἰρημένοις· ὃς ἐν ἰδιωτικοῖς ῥήμασιν ἱκανὴν ἡμῖν τῆς φύσεως αὐτοῦ τὴν διάνοιαν ἐνεποίησεν, εἰπών· Ὁ στερεώσας τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ καπνόν· τουτέστι, λεπτὴν φύσιν καὶ οὐ στερεὰν οὐδὲ παχεῖαν εἰς τὴν τοῦ οὐρανοῦ σύστασιν οὐσιώσας». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 21Α, ΕΠΕ 4, 48.

305. Ησ. 51:6

306. «Τὰ αὐτὰ δὲ ταῦτα καὶ περὶ τῆς γῆς συμβουλεύωμεν ἑαυτοῖς, μὴ πολυπραγμονεῖν αὐτῆς τὴν οὐσίαν ἥτις ποτέ ἐστι, μηδὲ κατατρίβεσθαι τοῖς λογισμοῖς αὐτὸ τὸ ὑποκείμενον ἐκζητοῦντας, μηδὲ ζητεῖν τινα φύσιν ἔρημον ποιοτήτων, ἄποιον ὑπάρχουσαν τῷ ἑαυτῆς λόγῳ, ἀλλ᾿ εὖ εἰδέναι, ὅτι πάντα τὰ περὶ αὐτὴν θεωρούμενα εἰς τὸν τοῦ εἶναι κατατέτακται λόγον, συμπληρωτικὰ τῆς οὐσίας ὑπάρχοντα. Εἰς οὐδὲν γὰρ καταλήξεις, ἑκάστην τῶν ἐνυπαρχουσῶν αὐτῇ ποιοτήτων ὑπεξαιρεῖσθαι τῷ λόγῳ πειρώμενος. Ἐὰν γὰρ ἀποστήσῃς τὸ μέλαν, τὸ ψυχρόν, τὸ βαρύ, τὸ πυκνόν, τὰς κατὰ γεῦσιν ἐνυπαρχούσας αὐτῇ ποιότητας, ἢ εἴ τινες ἄλλαι περὶ αὐτὴν θεωροῦνται, οὐδὲν ἔσται τὸ ὑποκείμενον». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 21Α,Β, ΕΠΕ 4, 48. – 50.

307. «Ἐν κεφαλαίῳ ἐποίησεν ὁ Θεὸς, τουτέστιν, ἀθρόως καὶ ἐν ὀλίγῳ». Όπ. παρ. PG 29b, 17A, ΕΠΕ 4, 42.


Δεν υπάρχουν σχόλια: