Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Tα πειράματα στο CERN και το σωματίδιο Higgs : Θεωρίες της Φυσικής και Βιβλική Κοσμολογία σε θέση αντίθεση και σύνθεση - Τακαρίδης Γεώργιος (22)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 12 Αυγούστου 2020

3.5. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος…»

I. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς»



«ἡ πρώτη ἡμέρα πολὺ διαφέρει τῶν ἄλλων τῶν μετ’ αὐτήν· ἐν ταύτῃ μὲν γὰρ τὰ γενόμενα ἐκ μὴ ὄντων ἐποίησεν ὁ Θεὸς, ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν, ἀλλ’ ἐξ ὦν κατὰ τὴν πρώτην εἰργάσατο»257
Προκόπιος Γαζαίος

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, υποκινούμενοι από βαθιά επιθυμία να γνωρίσουν τον Δημιουργό τους και ακολουθώντας την εμπειρική πορεία που περιγράφηκε, είναι αυτοί που φωτιζόμενοι από την Άκτιστη Χάρη του Θεού παρέδωσαν στο ακροατήριό τους ερμηνείες για τα μεγάλα νοήματα των μικρών φράσεων258 της Βιβλικής διήγησης. Έτσι πίσω από τις πρώτες μόλις λέξεις της πράγματι μικρής φράσης «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς» αναγνωρίζουν έναν βαθύτατο πλούτο νοημάτων, που η πρώτη ματιά αδυνατεί να συλλάβει.
Για την φράση ἐν ἀρχῇ ο Άγιος Βασίλειος αναγνωρίζει πολλές σημασίες οι οποίες, όπως αναφέρει, θα ταίριαζαν ενδεχομένως όλες στην διήγηση της Γένεσης259. Κατά πρώτο και κύριο λόγο το ἐν ἀρχῇ δηλώνει πως ο κόσμος δεν είναι άναρχος και επομένως ούτε αιώνιος260, απορρίπτοντας παράλληλα κάθε θεωρία που θέλει για το Σύμπαν κάτι τέτοιο. Σχολιάζει την άποψη αυτών που πίστευαν στην αιωνιότητα του Σύμπαντος βασισμένοι στις αενάως κυκλικά επαναλαμβανόμενες τροχιές που παρατηρούσαν στον ουρανό ως λανθασμένη, διότι αν και ο κύκλος ως γεωμετρικό σχήμα δεν φαίνεται να έχει αρχή και τέλος, στην πραγματικότητα έχει, εφόσον από κάποιο σημείο ξεκινάει ο σχεδιασμός του με τον διαβήτη· κατά τον ίδιο τρόπο, εξηγεί ότι οι φαινομενικά ομαλές κυκλικές κινήσεις των ουρανίων σωμάτων στον ουρανό δεν πρέπει να δημιουργούν την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο κόσμος είναι χωρίς αρχή και τέλος261. Έτσι εισάγει σε μία δεύτερη προσέγγιση τού ἐν ἀρχῇ λέγοντας πως ο,τιδήποτε έχει αρχή υποχρεωτικά έχει και τέλος262. Συνεχίζοντας παραπέμπει στα Αγιογραφικά χωρία «παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου»263 και «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται»264, κάνοντας μία εισαγωγική τοποθέτηση στην βαθύτατη πεποίθησή του για την δυναμικότητα του Σύμπαντος, η οποία δεν αποτελεί καρπό των επιστημονικών του αναζητήσεων ούτε μία φιλοσοφικού τύπου τοποθέτηση, αλλά όπως ο ίδιος δηλώνει, απορρέει από την στοιχειώδη εκπαίδευση στην θεόπνευστη διδασκαλία και αποτελεί μία εκ των προτέρων αποκάλυψη περί των αληθειών για την συντέλεια και την μεταποίηση του κόσμου265. Παρατηρούμε επομένως πως παρά το γεγονός ότι τα κοσμολογικά μοντέλα της εποχής του Αγίου είναι στατικά, οι θέσεις του από τὴν στοιχείωσιν τῆς θεοπνεύστου διδασκαλίας αποκτούν έναν δυναμισμό, ώστε να δίνει ερμηνείες, που η σύγχρονη Επιστήμη εσχάτως προσέγγισε. Ο,τιδήποτε λοιπόν για τον Άγιο του Θεού έχει αρχή, έχει και τέλος, διότι εάν τα μέρη κάποιας οντότητας υπόκεινται σε φθορά και αλλοίωση, τότε αναγκαστικά και το όλον θα υποστεί κάποτε τα ίδια παθήματα266.
Παράλληλα όμως με την έναρξη του κόσμου ο Άγιος θεωρεί ότι συνέβη και η έναρξη του χρόνου, δίνοντας μία τρίτη προσέγγιση για το ἐν ἀρχῇ, λέγοντας πως είναι δυνατόν να μάθεις πότε άρχισε η κατασκευή αυτού του κόσμου, αν επιδοθείς στο να βρεις την πρώτη μέρα της γενέσεώς του προχωρώντας ανάποδα από το παρόν προς το παρελθόν. Διότι έτσι θα βρεις από πού δόθηκε στον χρόνο η πρώτη κίνηση…267 Η ταυτόχρονη έναρξη του κόσμου και του χρόνου είναι αυτή που καθορίζει και την φύση του χρόνου. Τότε, στην αρχή, κτίστηκε ως βάση η ροή του χρόνου σύμφυτη με τον κόσμο, με τα ζώα του και τα φυτά του, μία ροή που συνεχώς επείγεται και τρέχει παραπλεύρως προς αυτά και πουθενά δεν τερματίζει τον δρόμο της268. Δεν υπάρχει επομένως για τον Άγιο χρόνος απόλυτος και ανεξάρτητος της υπόλοιπης Δημιουργίας, όπως πίστευε η ανθρωπότητα και το διατύπωνε μέσα από τα επιστημονικά σχήματα της Κλασικής Φυσικής· είναι σύμφυτος με τον κόσμο, όπως η Σύγχρονη Επιστήμη προσέγγισε με την θεωρία της Σχετικότητας και έκτοτε μιλάμε όχι για τρισδιάστατο κόσμο που εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, αλλά για το τετραδιάστατο χωροχρονικό συνεχές, όπου χώρος και χρόνος αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα.
Μία τέταρτη προσέγγιση του ἐν ἀρχῇ σχετίζεται με τα αρχικά δομικά στοιχεία του κόσμου που δημιουργείται, τα οποία είναι ο ουρανός και η γη. Για τον Άγιο οι δύο αυτές έννοιες δεν αποτελούν τετελεσμένες πραγματικότητες, δηλαδή αυτά που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ουρανό και γη αλλά τα θεμέλια και τις βάσεις269 που χρησιμοποιεί ο κτίστης και Δημιουργός270. Αν όμως υπάρχουν θεμέλια και βάσεις τότε συνάγεται πως το ἐν ἀρχῇ υποδεικνύει και ένα σχέδιο, μία λογική για την τεχνική που θα ακολουθηθεί. Έτσι ο κόσμος δεν είναι προϊόν τύχης· απεναντίας επινοήθηκε και δεν έγινε ούτε τυχαία ούτε μάταια, αλλά για να υπηρετήσει ένα σκοπό… εφόσον είναι πράγματι σχολείο ψυχών λογικών και εκπαιδευτήριο θεογνωσίας, το οποίο δια των ορατών και αισθητών χειραγωγεί τον νου προς την θεωρία των αοράτων271. Από όλα τα παραπάνω παρατηρούμε πως η βασική μέριμνα του Αγίου είναι πράγματι ποιμαντική, το πώς δηλαδή μέσα από έννοιες είτε επιστημονικές είτε θεολογικές θα οδηγήσει τους ακροατές του στην θεογνωσία. Ο κόσμος, η Δημιουργία και κάθε τι εντός αυτής αποτελεί σχολείο, παιδευτήριο θεογνωσίας, διότι πίσω από κάθε τι, πίσω από τη γένεση του παντός υπάρχει ο Θεός, που είναι η σκεπτόμενη Αιτία272.
Η σημαντικότερη όμως ερμηνεία τού ἐν ἀρχῇ, που σχετίζεται αμεσότερα με την παρούσα εργασία, είναι η θέση του Αγίου ότι η Δημιουργία έγινε ακαριαία και χωρίς παρέλευση χρόνου, διότι η αρχή είναι στιγμή και όχι διάρκεια273· μία στιγμή δεν διαιρείται, δεν έχει διαστάσεις. Έτσι για τον Άγιο ο κόσμος δημιουργήθηκε άμεσα, παράλληλα με την βούληση του Θεού να δημιουργήσει τον κόσμο. Παραπέμπει δε και στην μετάφραση της Γενέσεως του Ακύλα από το Εβραϊκό κείμενο, όπου το ἐν ἀρχῇ μεταφράζεται ως εν κεφαλαίω, δηλαδή ακαριαία, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα274. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το Σύμπαν πήρε την οριστική του μορφή ταυτόχρονα με την γένεσή του, αλλά ότι αρχικά δημιουργήθηκαν τα δομικά στοιχεία, οι ουσίες του και οι ιδιότητές τους. Ο ουρανός και η γη αποτελούν τα δύο άκρα του Σύμπαντος, τα δύο ακραία χαρακτηριστικά του· οπωσδήποτε όμως ανάμεσα στα άκρα περιέχονται και όλα τα άλλα ενδιάμεσα στοιχεία, τα οποία για την εποχή του Αγίου ήταν η φωτιά, ο αέρας, και το νερό275. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος ότι η διήγηση της Γενέσεως είναι μεν λιτή αλλά τόσο σαφής, που λίγο ακόμα και θα σου έδειχνε και τον τεχνίτη να εισέρχεται ανάμεσα στα οικοδομικά υλικά του παντός και να συναρμολογεί τα διάφορα μέρη μεταξύ τους…276
Στην ίδια γραμμή κινούνται όλοι οι ερμηνευτές στην Ορθόδοξη Εκκλησία με μικρές διαφοροποιήσεις στις διατυπώσεις τους στα επιμέρους θέματα. Έτσι η πρώτη ημέρα της Δημιουργίας διαφοροποιείται από τις επόμενες, διότι κατ’ αυτήν ο Θεός από ύλη που δεν προϋπήρχε δημιούργησε τον ουρανό, την γη και όλα τα ενδιάμεσα ως δομικά στοιχεία, από τα οποία στην συνέχεια κατά τις επόμενες ημέρες δημιούργησε και «ολοκλήρωσε» σταδιακά τον κόσμο277. Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης τονίζει ότι το ἐν ἀρχῇ και το ἐν κεφαλαίῳ έχουν ακριβώς την ίδια σημασία και δηλώνουν το αθρόον, δηλαδή το ότι τα πάντα έγιναν συνολικά (συλλήβδην) και ακαριαία (ἐν ἀκαρεῖ)278. Αναλύοντας την θέση του αυτή εξηγεί ότι η αρχή της κοσμογονίας υποβάλλει να εννοήσουμε ότι ο Θεός κατέβαλε τις αφορμές και τις αιτίες και τις δυνάμεις όλων των όντων μαζί και με την πρώτη ορμή του θελήματός Του συγκροτήθηκε η ουσία του κάθε όντος, ο ουρανός, ο αιθέρας, οι αστέρες, η φωτιά, ο αέρας, η θάλασσα, η γη, τα ζώα, τα φυτά279. Έτσι λοιπόν ο Άγιος θεωρεί ότι και μόνον με την ορμή τού θελήματος του Θεού δημιουργήθηκαν εξαρχής και ακαριαία τα πάντα, αλλά όχι στην τελική τους μορφή· αρχικά δημιουργήθηκαν οι ουσίες των πάντων σπερματικά, δυνάμει: ὅτι τῇ μὲν δυνάμει τὰ πάντα ἦν ἐν πρώτῃ τοῦ Θεοῦ περὶ τὴν κτίσιν ὁρμῇ, οἱονεὶ σπερματικῆς τινος δυνάμεως πρὸς τὴν τοῦ παντὸς γένεσιν καταβληθείσης, ἐνεργεία δὲ τὰ καθ’ ἕκαστον οὔπω ἦν280. Τα πάντα για τον Άγιο δημιουργήθηκαν σπερματικά, δηλαδή όπως οι σπόροι, οι οποίοι αν και από μόνοι τους δεν φαίνονται να έχουν ούτε ρίζες, ούτε βλαστό, ούτε φύλλα, ούτε καρπό, εν τούτοις τα έχουν όλα αυτά και ο,τιδήποτε άλλο τους είναι αναγκαίο, αλλά σε μία δυναμική κατάσταση, δυνάμει, ώστε την κατάλληλη στιγμή να οδηγηθούν στο ενεργεία και να πορευτούν σταδιακά προς την τελείωσή τους281.
Για την φράση ἐποίησεν ὁ θεὸς, ο Άγιος Βασίλειος αναφέρει ότι αφού ο Μωυσής έβαλε στην διήγησή του για την Δημιουργία πρώτα το ἐν ἀρχῇ για να ξεκαθαρίσει πως ο κόσμος δεν είναι άναρχος, στην συνέχεια προσέθεσε και το «ἐποίησεν» για να φανεί ότι αυτό που δημιουργήθηκε είναι ένα ελάχιστο μέρος της δύναμης του Δημιουργού. Όπως ο κεραμέας με μία και την ίδια πάντοτε τέχνη πλάθει αναρίθμητα σκεύη χωρίς να εξαντλείται ούτε η τέχνη του ούτε η δύναμή του, έτσι και ο Δημιουργός αυτού του σύμπαντος, έχοντας την δημιουργική του δύναμη όχι ισομεγέθη με έναν μόνον κόσμο, αλλ’ απείρως μεγαλύτερη, με το νεύμα του θελήματός Του μόνον έφερε στην ύπαρξη τα μεγέθη των πραγμάτων που βλέπουμε282. Υπάρχει όμως και άλλος λόγος κατά τον Άγιο, για τον οποίον ο Μωυσής χρησιμοποίησε την φράση ἐποίησεν ὁ θεὸς· εξηγεί ότι υπάρχουν τέχνες θεωρητικές, πρακτικές και ποιητικές· και των μεν θεωρητικών σκοπός είναι η ενέργεια του νου, των πρακτικών η κίνηση του σώματος, η οποία αν παύσει, τίποτε δεν υπάρχει, ούτε παραμένει στους θεατές. Έτσι στον χορό και στην μουσική η ίδια η ενέργεια είναι ο σκοπός του εαυτού της. Στις ποιητικές τέχνες όμως και όταν ακόμη παύσει η ενέργεια, το έργο βρίσκεται ενώπιόν μας, όπως συμβαίνει με τα έργα της οικοδομικής τέχνης και της αρχιτεκτονικής… στις οποίες και αν δεν είναι παρών ο τεχνίτης, το έργο δίνει μαρτυρία και για τον τεχνίτη και για την ποιότητα της τέχνης του. Έτσι λοιπόν για να δειχθεί ότι ο κόσμος είναι κατασκεύασμα τέχνης τοποθετημένο ενώπιον όλων για να το βλέπουν, ώστε από τον κόσμο να αναγνωρίζουν την σοφία του τεχνίτη του, ο σοφός Μωυσής δεν χρησιμοποίησε καμία άλλη έκφραση, αλλ’ είπε «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν»283.
Συνεχίζοντας ο Άγιος Βασίλειος την ερμηνεία της φράσης ἐποίησεν ὁ θεὸς, εξηγεί ότι το ρήμα ἐποίησεν δεν είναι καθόλου τυχαία επιλεγμένο μεταξύ ομοίων νοηματικά λέξεων· λέει χαρακτηριστικά πως δεν χρησιμοποίησε ο Μωυσής ούτε την λέξη «ενήργησεν», ούτε την λέξη «υπέστησεν» αποκλείοντας έτσι τις απόψεις κάποιων που υποστήριζαν πως ο κόσμος συνυπήρχε αυτομάτως σαν μία σκιά της δύναμης του Θεού.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο κόσμος προέρχεται από τον Θεό, αλλά αποτελεί κάτι που δεν είναι αποτέλεσμα της θέλησής Του, εφόσον η σκιά είναι ένα υποχρεωτικό αποτέλεσμα, όταν ένα σώμα φωτίζεται από μία φωτεινή πηγή. Απεναντίας, δεν προσεφέρθη απλώς ο ίδιος ως αιτία της ύπαρξης του κόσμου, αλλά δημιούργησε ως αγαθός το χρήσιμο, ως σοφός το ωραιότατο και ως δυνατός το μέγιστο284. Έτσι λοιπόν ο κόσμος, η Δημιουργία δεν είναι ούτε άναρχη, ούτε προϊόν τύχης, ούτε ανάγκης, αλλά αποτέλεσμα της αγάπης και της θέλησης του Θεού, αυτού που είναι η μακαρία φύση, η ανεξάντλητη αγαθότητα, αυτού που αγαπούν όλες οι λογικές υπάρξεις, που είναι το πολυπόθητο κάλλος, η αρχή των όντων, η πηγή της ζωής, το νοερό φως, η άφθαστη σοφία, αυτού που «ἐποίησεν ἐν ἀρχῇ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»285.


Σημειώσεις
257. Βλ. Προκοπίου Γαζαίου, Εις την Γένεσιν Ερμηνεία, PG 87A, 40A

258. «Ἀλλὰ πρὶν ἐξετάσαι τὴν ἐν τοῖς ῥήμασιν ἀκρίβειαν, καὶ διερευνήσασθαι ἡλίκα τῶν μικρῶν φωνῶν τούτων ἐστὶ τὰ σημαινόμενα…», Μ. Βασιλείου, όπ. παρ. PG 29b, 5Α.

259. «Τοσαυταχῶς οὖν λεγομένης τῆς ἀρχῆς, σκόπει εἰ μὴ πᾶσι τοῖς σημαινομένοις ἡ παροῦσα φωνὴ ἐφαρμόσει». Βλ. Μ. Βασιλείου, όπ. παρ. PG 29b, 16Β, ΕΠΕ 4, 40, ς΄.

260. «Ἀρχὴν πρῶτον ἐπέθηκεν, ἵνα μὴ ἄναρχον αὐτὸν οἰηθῶσί τινές». Όπ. παρ. PG 29b, 8C, ΕΠΕ 4, 30. Η θέση αυτή αποτελεί πάγια ερμηνευτική θέση των βιβλικών επιστημόνων. Ενδεικτικά βλ. Παπαρνάκης Αθανάσιος, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 29. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Ρῆμα Κυρίου κραταιὸν, Αφηγηματικά κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 74.

261. «Ἀλλὰ κἂν τὴν αἴσθησιν διαφεύγῃ, τῇ γε ἀληθείᾳ πάντως ἀπό τινος ἤρξατο ὁ κέντρῳ καὶ διαστήματί τινι περιγράψας αὐτόν. Οὕτω καὶ σὺ μή, ἐπειδὴ εἰς ἑαυτὰ συννεύει τὰ κύκλῳ κινούμενα, τὸ τῆς κινήσεως αὐτῶν ὁμαλόν, καὶ μηδενὶ μέσῳ διακοπτόμενον, τὴν τοῦ ἄναρχον τὸν κόσμον καὶ ἀτελεύτητον εἶναί σοι πλάνην ἐγκαταλίπῃ». Όπ. παρ. PG 29b, 9Β, ΕΠΕ 4, 32.

262. «Τὰ ἀπὸ χρόνου ἀρξάμενα πᾶσα ἀνάγκη καὶ ἐν χρόνῳ συντελεσθῆναι. Εἰ ἀρχὴν ἔχει χρονικήν, μὴ ἀμφιβάλῃς περὶ τοῦ τέλους». Όπ. παρ. PG 29b, 9C, ΕΠΕ 4, 32, 34. Πρβλ. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, όπ. παρ. σελ. 74.

263. Α΄ Κορ. 7:31.

264. Ματθ. 24:35.

265. «Προαναφώνησις τῶν περὶ συντελείας δογμάτων καὶ περὶ τῆς τοῦ κόσμου μεταποιήσεως, τὰ νῦν ἐν βραχέσι κατὰ τὴν στοιχείωσιν τῆς θεοπνεύστου διδασκαλίας παραδιδόμενα». Όπ. παρ. PG 29b, 8C, ΕΠΕ 4, 32.

266. «ὅτι οὗ τὰ μέρη φθοραῖς καὶ ἀλλοιώσεσιν ὑπόκειται, τούτου καὶ τὸ ὅλον ἀνάγκη ποτὲ τὰ αὐτὰ παθήματα τοῖς οἰκείοις μέρεσιν ὑποστῆναι». Όπ. παρ. PG 29b, 12ΑC, ΕΠΕ 4, 34.

267. «Καὶ γὰρ ἀφ᾿ οὗ χρόνου ἤρξατο ἡ τοῦ κόσμου τούτου σύστασις, δυνατόν σοι μαθεῖν, ἐάν γε ἐκ τοῦ παρόντος εἰς τὸ κατόπιν ἀναποδίζων, φιλονεικήσῃς εὑρεῖν τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως. Εὑρήσεις γὰρ οὕτως, πόθεν τῷ χρόνῳ ἡ πρώτη κίνησις», όπ.
παρ., PG 29b, 16Β, ΕΠΕ 4, 40, ς΄.

268. «Συμφυὴς ἄρα τῷ κόσμῳ, καὶ τοῖς ἐν αὐτῷ ζῴοις τε καὶ φυτοῖς, ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεὶ καὶ παραρρέουσα, καὶ μηδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου». Όπ. παρ. PG 29b, 13Β, ΕΠΕ 4, 38.

269. «… ὅτι καὶ οἱονεὶ θεμέλιοί τινες καὶ κρηπῖδες προκατεβλήθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ». Όπ. παρ. PG 29b, 16Β, ΕΠΕ 4, 40.

270. Αναλυτικότερα οι έννοιες ουρανός και γη ερμηνεύονται παρακάτω.

271. «καὶ τὸ μὴ εἰκῇ μηδὲ μάτην, ἀλλὰ πρός τι τέλος ὠφέλιμον καὶ μεγάλην χρείαν τοῖς οὖσι συνεισφερόμενον ἐπινενοῆσθαι τὸν κόσμον, εἴπερ τῷ ὄντι ψυχῶν λογικῶν διδασκαλεῖον καὶ θεογνωσίας ἐστὶ παιδευτήριον, διὰ τῶν ὁρωμένων καὶ αἰσθητῶν χειραγωγίαν τῷ νῷ παρεχόμενος πρὸς τὴν θεωρίαν τῶν ἀοράτων…». Όπ. παρ. PG 29b, 16Β,C, ΕΠΕ 4, 40.

272. «αἰτίαν ἔμφρονα προεστάναι τῆς γενέσεως τῶν ὅλων…». Όπ. παρ. PG 29b, 8Α, ΕΠΕ 4, 28.

273. «Ἢ τάχα διὰ τὸ ἀκαριαῖον καὶ ἄχρονον τῆς δημιουργίας εἴρηται τό, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν, ἐπειδὴ ἀμερές τι καὶ ἀδιάστατον ἡ ἀρχή». Όπ. παρ. PG 29b, 16C, ΕΠΕ 4, 42.

274. «Ἵνα τοίνυν διδαχθῶμεν ὁμοῦ τῇ βουλήσει τοῦ Θεοῦ ἀχρόνως συνυφεστάναι τὸν κόσμον, εἴρηται τό, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν. Ὅπερ ἕτεροι τῶν ἑρμηνευτῶν, σαφέστερον τὸν νοῦν ἐκδιδόντες, εἰρήκασιν, Ἐν κεφαλαίῳ ἐποίησεν ὁ Θεὸς, τουτέστιν, ἀθρόως καὶ ἐν ὀλίγῳ». Όπ. παρ. PG 29b, 16D – 17A, ΕΠΕ 4, 42.

275. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἐκ δύο τῶν ἄκρων τοῦ παντὸς τὴν ὕπαρξιν παρῃνίξατο… πάντως δὲ καὶ εἴ τι τούτων μέσον, συναπεγενήθη τοῖς πέρασιν. Ὥστε κἂν μηδὲν εἴπῃ περὶ τῶν στοιχείων, πυρὸς, καὶ ὕδατος, καὶ ἀέρος, ἀλλὰ σὺ τῇ παρὰ σαυτοῦ συνέσει νόει…». Όπ. παρ. PG 29b, 20Α, ΕΠΕ 4, 46.

276. «Μόνον γὰρ οὐχὶ τεχνίτην σοι ἔδειξεν ἐμβεβηκότα τῇ οὐσίᾳ τῶν ὅλων, καὶ τὰ καθ᾿ ἕκαστον μέρη πρὸς ἄλληλα συναρμόζοντα». Όπ. παρ. PG 29b, 17C – 20Α, ΕΠΕ 4, 46.

277. Βλ. ενδεικτικά Προκοπίου Γαζαίου, Εις την Γένεσιν Ερμηνεία, PG 87A, 40A: «Τοιγαροῦν ἡ πρώτη ἡμέρα πολὺ διαφέρει τῶν ἄλλων τῶν μετ’ αὐτήν· ἐν ταύτῃ μὲν γὰρ τὰ γενόμενα ἐκ μὴ ὄντων ἐποίησεν ὁ Θεὸς, ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων οὐδὲν ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν, ἀλλ’ ἐξ ὦν κατὰ τὴν πρώτην εἰργάσατο».

278. «Μία δὲ τῶν δύο φωνῶν ἡ σημασία, τῆς τε ἀρχῆς καὶ τοῦ κεφαλαίου. Δηλοῦται γὰρ ἐπίσης δι’ ἑκατέρων τὸ ἀθρόον· ἐν μὲν γὰρ τῷ κεφαλαίῳ, τὸ συλλήβδην τὰ πάντα γεγενῆσθαι περιίστησι, διὰ δὲ τῆς ἀρχῆς δηλοῦται τὸ ἀκαρές τε καὶ ἀδιάστατον». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Απολογητικός περί της Εξαημέρου, PG 44, 72Α, ΕΠΕ 5, 264, 10 – 14.

279. «Οὐκοῦν τοῦτο νοεῖν, ἡ ἀρχὴ τῆς κοσμογονίας ὑποτίθεται, ὅτι πάντων τῶν ὄντων τὰς ἀφορμὰς καὶ τὰς αἰτίας, καὶ τὰς δυνάμεις, συλλήβδην ὁ Θεὸς ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλλετο, καὶ ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ, ἡ ἑκάστου τῶν ὄντων οὐσία συνέδραμεν, οὐρανὸς, αἰθὴρ, ἀστέρες, πῦρ, ἀὴρ, θάλασσα, γῆ, ζῶον, φυτά». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 264, 23 – 27.

280. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 77D, ΕΠΕ 5, 276, 25 – 278, 1.

281. «Τῇ δὲ συγκαταβληθείσῃ δυνάμει τε καὶ σοφίᾳ πρὸς τὴν τελείωσιν ἑκάστου τῶν μορίων τοῦ κόσμου…». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, όπ. παρ, PG 44, 72Β, ΕΠΕ 5, 266, 1 – 2.

282. «Ἀρχὴν πρῶτον ἐπέθηκεν, ἵνα μὴ ἄναρχον αὐτὸν οἰηθῶσί τινές. Εἶτα ἐπήγαγε τό, Ἐποίησεν, ἵνα δειχθῇ, ὅτι ἐλάχιστον μέρος τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεώς ἐστι τὸ ποιηθέν. Ὡς γὰρ ὁ κεραμεὺς ἀπὸ τῆς αὐτῆς τέχνης μυρία διαπλάσας σκεύη, οὔτε τὴν τέχνην οὔτε δύναμιν ἐξανάλωσεν· οὕτω καὶ ὁ τοῦ παντὸς τούτου δημιουργὸς, οὐχ ἑνὶ κόσμῳ σύμμετρον τὴν ποιητικὴν ἔχων δύναμιν, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἀπειροπλάσιον ὑπερβαίνουσαν, τῇ ῥοπῇ τοῦ θελήματος μόνῃ εἰς τὸ εἶναι παρήγαγε τὰ μεγέθη τῶν ὁρωμένων». Βλ. Αγίου Βασιλείου, όπ. παρ., PG 29b, 8C, ΕΠΕ 4, 30.

283. «Ἐπειδὴ δὲ καὶ τῶν τεχνῶν αἱ μὲν ποιητικαὶ λέγονται, αἱ δὲ πρακτικαὶ, αἱ δὲ θεωρητικαί· καὶ τῶν μὲν θεωρητικῶν τέλος ἐστὶν ἡ κατὰ νοῦν ἐνέργεια· τῶν δὲ πρακτικῶν, αὐτὴ ἡ τοῦ σώματος κίνησις, ἧς παυσαμένης οὐδὲν ὑπέστη οὐδὲ παρέμεινε τοῖς ὁρῶσιν· ὀρχήσεως γὰρ καὶ αὐλητικῆς τέλος οὐδὲν, ἀλλ᾿ αὐτὴ εἰς ἑαυτὴν ἡ ἐνέργεια καταλήγει· ἐπὶ δὲ τῶν ποιητικῶν τεχνῶν, καὶ παυσαμένων τῆς ἐνεργείας, προκείμενόν ἐστι τὸ ἔργον· ὡς οἰκοδομικῆς καὶ τεκτονικῆς καὶ χαλκευτικῆς καὶ ὑφαντικῆς, καὶ ὅσαι τοιαῦται, αἳ, κἂν μὴ παρῇ ὁ τεχνίτης, ἱκανῶς ἐν ἑαυταῖς τοὺς τεχνικοὺς λόγους ἐμφαίνουσι, καὶ ἔξεστί σοι θαυμάσαι τὸν οἰκοδόμον ἀπὸ τοῦ ἔργου, καὶ τὸν χαλκέα καὶ τὸν ὑφάντην. Ἵνα οὖν δειχθῇ ὅτι ὁ κόσμος τεχνικόν ἐστι κατασκεύασμα, προκείμενον πᾶσιν εἰς θεωρίαν, ὥστε δι᾿ αὐτοῦ τὴν τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν σοφίαν ἐπιγινώσκεσθαι, οὐκ ἄλλῃ τινὶ φωνῇ ἐχρήσατο ὁ σοφὸς Μωϋσῆς περὶ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ εἶπεν, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν». Όπ. παρ. PG 29b, 17Α,Β, ΕΠΕ 4, 44.

284. Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν· οὐχὶ ἐνήργησεν, οὐδὲ ὑπέστησεν, ἀλλὰ Ἐποίησεν. Καὶ καθότι πολλοὶ τῶν φαντασθέντων συνυπάρχειν ἐξ ἀϊδίου τῷ Θεῷ τὸν κόσμον, οὐχὶ γεγενῆσθαι παρ᾿ αὐτοῦ συνεχώρησαν, ἀλλ᾿ οἱονεὶ ἀποσκίασμα τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ὄντα αὐτομάτως παρυποστῆναι· καὶ αἴτιον μὲν αὐτοῦ ὁμολογοῦσι τὸν Θεόν, αἴτιον δὲ ἀπροαιρέτως, ὡς τῆς σκιᾶς τὸ σῶμα, καὶ τῆς λαμπηδόνος τὸ ἀπαυγάζον· τὴν οὖν τοιαύτην ἀπάτην ἐπανορθούμενος ὁ προφήτης, τῇ ἀκριβείᾳ ταύτῃ τῶν ῥημάτων ἐχρήσατο εἰπών, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός. Οὐχὶ αὐτὸ τοῦτο τὴν αἰτίαν τοῦ εἶναι παρέσχεν, ἀλλ᾿ ἐποίησεν ὡς ἀγαθὸς τὸ χρήσιμον, ὡς σοφὸς, τὸ κάλλιστον, ὡς δυνατὸς, τὸ μέγιστον». Όπ. παρ. PG 29b, 17Β,C, ΕΠΕ 4, 44 – 46.

285. «Ἡ μακαρία φύσις, ἡ ἄφθονος ἀγαθότης, τὸ ἀγαπητὸν πᾶσι τοῖς λόγου μετειληφόσι, τὸ πολυπόθητον κάλλος, ἡ ἀρχὴ τῶν ὄντων, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ νοερὸν φῶς, ἡ ἀπρόσιτος σοφία, οὗτος Ἐποίησεν ἐν ἀρχῇ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Όπ. παρ. PG 29b, 9Α, ΕΠΕ 4, 32.


Δεν υπάρχουν σχόλια: