Συνέχεια από Τρίτη, 11 Αυγούστου 2020
3.3. Προϋποθέσεις προσέγγισης – κατανόησης και ερμηνείας
τής διήγησης τής Γενέσεως
Η διήγηση για την Δημιουργία τού κόσμου, όπως αναφέρθηκε, είναι πολύ λιτή και εκ πρώτης όψεως δεν μπορούν να βγουν εύκολα συμπεράσματα από τα γραφόμενα. Η δυσκολία εντείνεται, όταν κάποιος ενδιαφέρεται για ένα πολύ μικρό μέρος της διήγησης, όπως συμβαίνει στην μελέτη που επιχειρείται στην εργασία αυτή. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸνοὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος…». Πράγματι είναι τόσο λιτό και περιορισμένο το κείμενο ώστε θα έλεγε κανείς πως δεν περιέχει κάτι που να σχετίζεται με το πώς τής δημιουργίας ή καλύτερα τής
εμφάνισης της μάζας – ύλης, με το οποίο ασχοληθήκαμε στο πρώτο μέρος της εργασίας φωτίζοντάς το από την πλευρά της σύγχρονης Φυσικής. Όπως όμως με σαφήνεια επισημάνθηκε στην προσέγγιση του θέματος από την πλευρά της Φυσικής Επιστήμης, η προσπάθεια που έγινε και εξακολουθεί να γίνεται είναι τεράστια και εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά που αξίζει να τονιστούν.
Πρώτα από όλα να υπενθυμίσουμε ότι είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα πλησιάζει τόσο κοντά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μετασχηματίζεται η αϋλότερη – ενεργειακότερη υπόσταση μιας φυσικής οντότητας σε υλικότερη, καθώς η ενυπάρχουσα ιδιότητα της μάζας από το «δυνάμει» περνάει στο «ενεργεία», όταν η φυσική οντότητα αλληλεπιδρά με το πεδίο Higgs. Και μόνο το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα δεν είχε καταστεί εφικτή η ερμηνεία αυτή, μαρτυρεί την δυσκολία τής κατανόησης ενός πραγματικού μυστηρίου τής Φύσης, ενός μυστικού τού τρόπου ύπαρξής της, τόσο σε επίπεδο θεωρητικό όσο και σε επίπεδο πρακτικό, δηλαδή της υλοποίησης των αναγκαίων πειραμάτων που θα στήριζαν ή και θα επιβεβαίωναν τις θεωρητικές προσεγγίσεις.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να τονιστεί και εξάγεται από το πρώτο είναι το ότι χρειάστηκε μια εξαιρετικά προσεκτική προπαρασκευή και θεωρητικά και πρακτικά, σε επίπεδο τεχνολογίας για να μπορεί η ανθρωπότητα σήμερα να πραγματοποιεί πειράματα τόσο εξαιρετικής ακρίβειας. Δεν θα ήταν δυνατόν να προχωρήσει η Επιστήμη στα επόμενα βήματά της και να φτάσει εδώ που έφτασε χωρίς την πολύμοχθη προσπάθεια πολλών θεωρητικών φυσικών που πάλεψαν και εξακολουθούν να παλεύουν με τα αφηρημένα μαθηματικά μοντέλα για την περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας, πολλών μηχανικών για την κατασκευή των υπερεργαστηρίων όπου πραγματοποιούνται τα πειράματα και πολλών πειραματιστών, οι οποίοι στην κυριολεξία αναζητούν πλέον κάτι ασυγκρίτως πιο δύσκολο από την ανεύρεση μιας «βελόνας μέσα σε άχυρα». Αυτό σημαίνει ότι για όλους εκείνους που συμμετείχαν και εξακολουθούν να συμμετέχουν σ’ αυτήν την προσπάθεια, ήταν και είναι δεδομένη η δίψα για την αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, για την ανεύρεση του βαθύτερου λόγου των όντων. Η δίψα και η ακόρεστη επιθυμία να προχωρήσουν όσο γίνεται
περισσότερο είναι που τους δίνει το κουράγιο να αψηφούν τον μόχθο, τον κόπο, τον πόνο, τις στερήσεις που πολλές φορές υπερβαίνουν τα όρια των αντοχών τους.
Τηρουμένων των αναλογιών κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην προσπάθεια προσέγγισης των εννοιών από την θεολογική τους σκοπιά. Αν η προσέγγιση τών λόγων τών όντων και η κατανόησή τους από την πλευρά τήν επιστημονική απαιτεί προπαρασκευή, κόπο και μόχθο, το ίδιο συμβαίνει και από την πλευρά της θεολογικής προσέγγισης. Όπως δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να προσεγγίσει τα κείμενα της Φυσικής έτσι δεν μπορεί απροϋπόθετα να προσεγγίσει και τα κείμενα της Θεολογίας. Οι προϋποθέσεις όμως για την προσέγγιση των θεολογικών κειμένων διαφοροποιούνται σε κάποια σημεία από αυτές για τα αντίστοιχα της Φυσικής. Ο Μέγας Βασίλειος σε ομιλίες που εκφώνησε για την ερμηνεία της Εξαημέρου, παρόλο που απευθύνεται σε ένα ποικίλο ακροατήριο το οποίο περιλαμβάνει όλη την κλίμακα των ηλικιών και των επιπέδων μόρφωσης218, θέτει με ξεκάθαρο τρόπο τις προϋποθέσεις ακόμη και για την ακρόαση λόγων σχετικών με την δημιουργία και τον Δημιουργό της. Θεωρεί ότι τα λεγόμενα και τα νοούμενα γύρω από τόσο ευαίσθητα αλλά
και σπουδαία θέματα απαιτούν κατάλληλη προπαρασκευή. Αναρωτιέται πώς θα έπρεπε να είναι κάποια ψυχή προπαρασκευασμένη για να λάβει μέρος στην ακρόαση τόσο μεγάλων πραγμάτων, και απαντάει ότι κατά πρώτο και κύριο λόγο πρέπει να είναι καθαρή από τα πάθη της, δεύτερον να μην την σκοτίζουν βιοτικές μέριμνες, τρίτον να είναι πρόθυμη να κοπιάσει
και τέταρτον να είναι εξεταστική και να ερευνά προς κάθε κατεύθυνση μήπως και καταφέρει να βρει δίοδο για να συλλάβει την έννοια του Θεού όπως πρέπει219. Βλέπουμε λοιπόν πως ο άγιος του Θεού όχι μόνο δεν αρνείται την έρευνα των μυστηρίων της Δημιουργίας, αλλά με πολύ σαφή τρόπο προτείνει προς τον ακραιφνή αναζητητή έρευνα «πάντοθεν περισκοποῦσαν» δηλαδή προς πάσα κατεύθυνση, ώστε να μη στερήσει τον εαυτό του από καμία δυνατότητα για την ανεύρεση της αλήθειας. Μόνο που για να γίνει αυτό εφικτό παρατηρούμε πως εκτός της εξεταστικής
διάθεσης και της προθυμίας για κόπο –προϋποθέσεις που ισχύουν και για τον επιστήμονα ερευνητή– προτείνει και καθαρότητα ψυχής, πράγμα που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει κανείς να βρεί την δίοδο και να συναντηθεί δια της δημιουργίας με τον ίδιο τον Δημιουργό της. Θεωρεί δεδομένο ότι ο Μωυσής που συνέγραψε την Γένεση αν και ήταν μορφωμένος και εκπαιδευμένος στην επιστήμη της εποχής του από «τοὺς σοφοὺς τῶν Αἰγυπτίων διδασκάλους»220 δεν βασίστηκε μόνο στις «επιστημονικές» του γνώσεις, αλλά κυρίως στον φωτισμό που έλαβε από την σχέση του και συνάντησή του με τον Δημιουργό του. Έτσι τα γραφόμενα δεν καταγράφηκαν με επιχειρήματα ανθρώπινης σοφίας αλλά με διδάγματα του Πνεύματος, ώστε να συντελέσουν στην σωτηρία των ακροατών και όχι να προκαλέσουν απλά τον θαυμασμό τους221.
Πάνω στην ίδια γραμμή της αναγκαιότητας τής ψυχικής καθαρότητας και προετοιμασίας κινείται και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος γράφοντας προς τον αδελφό του Πέτρο τον Απολογητικό περί της Εξαημέρου λόγο, τού προτείνει εάν θέλει να προσεγγίσει τις αλήθειες περί της Δημιουργίας όπως τις προσέγγισε ο Μωυσής πριν γράψει την διήγησή του, να μην περιμένει από άλλον, αλλά να διερευνά τα θεία βάθη με την μέσα
του υπάρχουσα χάρη και με το πνεύμα τής αποκαλύψεως που του
φανερώνεται δια των προσευχών222. Εάν οι προϋποθέσεις τηρηθούν, τότε η λιτή περιγραφή της Βίβλου για την δημιουργία είναι ικανή να δώσει πολλές πληροφορίες και να φωτίσει τα μεγάλα νοήματα των μικρών φράσεων223 της διήγησης.
3.4. Η «επιστημονικότητα» τής δια τού θείου φωτισμού προσέγγισης – κατανόησης και ερμηνείας τής διήγησης τής Γενέσεως
Ο,τιδήποτε γίνεται αντιληπτό στην φυσική πραγματικότητα λέμε πως υπάρχει, εφόσον με κάποιον τρόπο ενεργεί και μας δίνει την δυνατότητα να το δούμε, να το ακούσουμε, να το οσφρανθούμε, να το γευτούμε, να το ψηλαφίσουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση ενεργεί πάντα και προς όλους. Προς όλους, η φύση αποκαλύπτει πολλές από τις ομορφιές της· φως, θάλασσα, ουρανό, αστέρια, τοπία, ήχους, αρμονίες… Η σύγχρονη Επιστήμη όμως μας έδωσε την δυνατότητα να αντιληφθούμε και άλλες
αλήθειες για την φύση, οι οποίες, αν και δεν συλλαμβάνονται άμεσα από τις αισθήσεις μας, δίνουν με σαφήνεια την πληροφορία της ύπαρξής τους είτε διότι αφήνουν τα ίχνη τους σε κάποια όργανα μέτρησης είτε διότι οι έμμεσες ενδείξεις «βοούν» γι’ αυτό, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το σωματίδιο Higgs. Τις αλήθειες αυτές η φύση επιφυλάσσεται να τις αποκαλύψει σε κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους, οι οποίοι δια της επιστήμης εκφράζουν την σφοδρή επιθυμία να την πλησιάσουν και να γνωρίσουν τα μυστικά και τα μύχια της. Αυτοί οι ιδιαίτεροι άνθρωποι χαίρονται και απολαμβάνουν τις γενικές ομορφιές της φύσης, που απευθύνονται σε όλους, αλλά αδημονούν να γνωρίσουν και αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα… Όποιος δεν θέλγεται από την επιστημονική έρευνα, παίρνει αυτό που θέλει και αυτό που μπορεί, δηλαδή αυτό που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του να κατανοήσει από όλα όσα η φύση αποκαλύπτει προς όλους. Οι λίγοι όμως, που θέλγονται από τα μυστικά της φύσης, αναπτύσσουν άλλου είδους σχέση μαζί της· όσο της αφιερώνονται, όσο της δίνονται, τόσο αυτή περισσότερο τους αποκαλύπτεται.
Το ίδιο ισχύει –τηρουμένων των αναλογιών– και για κάποιους
ιδιαίτερους ανθρώπους, οι οποίοι δια της επιστήμης της πίστης225 αναζητούν όχι τα μυστικά της φύσης αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό της. Όλοι οι άνθρωποι μετέχουν ενεργειακά στα χαρίσματα – δώρα του Θεού, που είναι εκείνα με τα οποία προίκισε ο Θεός την φύση του ανθρώπου και είναι αμετάκλητα226· όλοι ουσιώνονται, κινούνται, αναπνέουν, ζωοποιούνται από τις αμετάκλητες ενέργειές Του, που εκχύνονται προς κάθε πλάσμα Του227. Λίγοι όμως είναι αυτοί που μετέχουν και της τελειωτικής Του ενέργειας – Χάριτος228 και καθίστανται κοινωνοί τού Πνεύματος του Θεού· και αυτό γιατί η μετοχή στην τελειωτική Χάρη δεν είναι υποχρεωτική, δεν αποτελεί ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της φύσης του ανθρώπου, αλλά περνάει μέσα από την ελευθερία του, από το αυτεξούσιό του, που αποτελεί το κορυφαίο φυσικό του χάρισμα βάσει του οποίου διακρίνεται από τα ζώα και την άψυχη φύση229. Όπως ο επιστήμονας της φύσης από σφοδρή εσωτερική επιθυμία αφιερώνει ελεύθερα τη ζωή του στην αναζήτηση μιας βαθύτερης συνάντησης με την φύση και τα μυστικά της, έτσι και επιστήμονας της πίστης ελεύθερα αφιερώνει την ζωή του στην αναζήτηση μιας βαθύτερης οντολογικής –υπαρξιακής συνάντησης με τον Δημιουργό του.
Επομένως η ελευθερία – το αυτεξούσιο, καθίσταται το κρίσιμο
φυσικό χαρακτηριστικό, που καθορίζει τις επιλογές του καθενός και οδηγεί στην οποιαδήποτε μορφή σχέσης με τη δημιουργία ή με τον Δημιουργό. Τόσο στην μία όσο και στην άλλη περίπτωση υπάρχει το «πάντα», αυτό που ενεργεί και απευθύνεται σε όλους, και αυτό που απευθύνεται στους λίγους που το επιθυμούν. Το τίμημα της ελεύθερης επιλογής κρύβει κόπο, μόχθο, προσπάθεια. Όσο βαθύτερα εισχωρούν στον μικρόκοσμο οι επιστήμονες για την κατανόηση των λόγων των όντων, τόσο πιο πλήρη πρέπει να είναι
τα θεωρητικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται, όπως επίσης και τόσο πιο ευαίσθητα τα όργανα μέτρησης που κατασκευάζονται. Η επιμονή τους, η υπομονή τους, οι λεπτομερείς καταγραφές, οι ευαίσθητες διορθώσεις στα όργανα μέτρησης, η προσεκτική αξιολόγηση των πειραματικών δεδομένων, κάποια στιγμή δίνουν τον γλυκύ καρπό της ανακάλυψης ή καλύτερα οδηγούν στην αποκάλυψη ενός γλυκού καρπού άγνωστου μέχρι τότε. Πράγματι κατά βάθος δεν πρόκειται για ανακάλυψη εφόσον δεν επινοείται
κάτι που δεν υπήρχε, αλλά αποκαλύπτεται κάτι που πάντα υπήρχε και αποτελούσε ένα καλά κρυμμένο μυστικό της φύσης.
Ο επιστήμονας της πίστης διαθέτει, όπως και ο επιστήμονας της φύσης, το δικό του εργαστήριο, που είναι άλλης τάξης, άλλης κλίμακας, άλλου μεγέθους· πρόκειται για ένα ζωντανό εργαστήριο στο οποίο συμμετέχει ο όλος άνθρωπος σε μία εμπειρία. Δεν αποτελεί μία μονομερή διανοητική διαδικασία, όπου προσπαθεί να καταλάβει, να κατανοήσει σε επίπεδο εγκεφαλικό κάποιες αλήθειες· απεναντίας συμμετέχει και το σώμα του και η ψυχή του και το πνεύμα του επικαλούμενο το Πνεύμα της Αληθείας. Στο εργαστήριο αυτό η διεξαγωγή του πειράματος πραγματοποιείται με ένα οξύμωρο, μη συμβατικό σχήμα. Η διαδικασία δεν είναι πρωτογενώς ανακαλυπτική, όπως συμβαίνει στο οποιοδήποτε
εργαστήριο των Φυσικών Επιστημών· ξεκινάει ως διαδικασία κοινωνική, συνεύρεσης, κοινωνίας προσώπων ανθρώπου – Θεού, είναι παρακλητική, ικετευτική προς φωτισμό και αποδίωξη του σκότους από το ζοφώδες κάλυμμα των παθών, και σταδιακά γίνεται αποκαλυπτική. Έτσι καθώς το «πείραμα» επαναλαμβάνεται, ο επιστήμονας της πίστης βρίσκεται μέσα σε μία ατέρμονη διαδικασία αποκάλυψης. Ακόμη και αν αρχικά υπάρχει μια διάθεση ανακάλυψης, σταδιακά υποχωρεί και εκχωρεί την θέση της στην
σχέση, που είναι από την φύση της αποκαλυπτική. Όσο ο επιστήμονας της πίστης αγαπάει και ανοίγει την ύπαρξή του προς την σχέση, όσο την προσφέρει στην σχέση, τόσο του ανοίγονται και οι ορίζοντες της γνώσης και της αποκάλυψης· είναι σα να αποκτά τηλεσκόπιο – όργανο μέτρησης μεγαλύτερης διακριτικής ικανότητας, εμβέλειας και οπτικής γωνίας σάρωσης· τότε, δεν έχει να ανακαλύψει ένα αντικείμενο και να το καταγράψει αλλά γίνεται ο ίδιος του ένα από τα δύο πρόσωπα μιας σφοδρής αγαπητικής σχέσης· τότε βλέπει πως «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός»230· τότε αποκτάει και γνώση δια της μετοχής μέσα στην άκτιστη και άπειρη πραγματικότητα της σοφίας του ερωμένου προσώπου, του Θεού. Η γνώση αυτή που αποκτάται δεν έχει επομένως τον χαρακτήρα της
ανακάλυψης, της κατάκτησης, αλλά της δωρεάς, του χαρίσματος που δεν είναι ο αυτοσκοπός, αλλά το αποτέλεσμα της πορείας προς την σχέση231. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ως γνήσιος φορέας της παράδοσης της βιωματικής θεολογίας, με πολύ ενάργεια εξηγεί πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο: όπως όταν βλέπει κανείς την ηλιακή ακτίνα αισθάνεται τον αέρα, έστω και αν δεν είναι αυτό ο σκοπός του, το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους (τους επιστήμονες της πίστης) καθώς έρχονται καθαρά σε επαφή με τις θείες ακτίνες, στις οποίες από τη φύση προσυπάρχει η αποκάλυψη των πάντων, όχι μόνον των παρόντων ή των παρελθόντων, αλλά και των
μελλοντικών· έτσι γεννάται αληθινά η γνώση αυτών σαν πάρεργο του ταξιδιού κατά την αναλογία της καθαρότητας232.
Βέβαια πρέπει να αναφερθεί πως ποτέ το πείραμα δεν είναι ακριβώς το ίδιο, ούτε για τον ίδιο ούτε για διαφορετικούς επιστήμονες της πίστης. Είναι κοινή όμως η εμπειρία και ως τέτοια καταγράφεται. Δεν θα μπορούσε ποτέ το πείραμα αυτό να δώσει ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα, διότι δεν αφορά σε ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο υπακούει σε κάποιον λόγο – νόμο της φύσης, που είναι υποχρεωτικά το ίδιο233· απεναντίας το αποτέλεσμα του
πειράματος αυτού είναι διαφορετικό ακόμη και για τον ίδιο επιστήμονα, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για σχέση προσώπων η οποία διατηρεί την δυναμικότητά της και την αποκαλυπτικότητά της. Ποτέ δε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μέσα από μια διαπροσωπική σχέση έχει γνωρίσει πλήρως τον άλλον, όπως δε μπορεί να ισχυριστεί πως έχει γνωρίσει και τον εαυτό του. Απεναντίας μέσα σε μία σχέση προσώπων ο καθένας γνωρίζει τον άλλον όσο ο δεύτερος του επιτρέπει να τον γνωρίσει,
όσο του αποκαλύπτεται. Παρά ταύτα η εν ελευθερία αποκάλυψη του ενός προσώπου προς το άλλο και ο απολύτως δυναμικός χαρακτήρας της σχέσης δεν αποτελούν εμπόδια τέτοια, ώστε να μη μπορούμε να μιλάμε για εμπειρία που έχει κοινά χαρακτηριστικά· χαρακτηριστικά που να μαρτυρούν για το αδιάψευστο της προσωπικής συνάντησης με τον Δημιουργό της φύσης234. Η συνάντηση όμως αυτή είναι πολύ ευαίσθητη ενεργειακά, διότι ο Θεός ενεργεί ως «αύρα λεπτή»235 και ως εκ τούτου τα όργανα μέτρησης του εργαστηρίου, που είναι ο νους – η καρδιά του
ανθρώπου θέλουν πολύ καλή συντήρηση. Όταν ο φακός του τηλεσκοπίου ή του μικροσκοπίου είναι λερωμένος, δε μπορεί κανείς να δει σωστά· πρέπει να τον καθαρίσει. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο προσανατολισμός του οργάνου δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Δε μπορεί να σκοπεύει κανείς προς την Αφροδίτη και να περιμένει να δει τον Ερμή. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτόν που επιθυμεί να γίνει επιστήμονας της πίστης· όπου σκοπεύει η καρδιά του καθενός, εκεί είναι και ο θησαυρός της236, οπότε αυτός της αποκαλύπτεται. Και όταν ακόμη γίνει το καθάρισμα και ο
προσανατολισμός των ευαίσθητων οργάνων, πρέπει ακόμα να
απομακρυνθεί κάθε «θόρυβος» για να «δει» το όργανο καθαρά. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που το CERN βρίσκεται περίπου σε βάθος εκατό μέτρων κάτω από το έδαφος· απαιτούνταν «ησυχία», ώστε να εκμηδενιστούν κατά το δυνατόν οι επιδράσεις εξωγενών παραγόντων. Η ευαίσθητη λοιπόν ενεργειακή αλληλεπίδραση, με ό,τι «λεπτότερο» υπάρχει, με την αύρα της Χάριτος, την Άκτιστη Ενέργεια του Θεού, απαιτεί καθαρότητα νου – καρδίας, ησυχία, και το όργανο – κάτοπτρο να βρίσκεται σε άμεσο προσανατολισμό προς το ποθούμενο, τον Θεό237.
Εάν κάποιος αμφισβητήσει την εμπειρία που προκύπτει από τα
δύσκολα και ευαίσθητα πειράματα στο CERN ή σε οποιοδήποτε άλλο εργαστήριο, δεν έχει παρά να προπαρασκευάσει τον εαυτό του με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνει και αυτός μέλος της κοινότητας των επιστημόνων που μάχονται στην πρώτη γραμμή της επιστημονικής προσπάθειας. Διαφορετικά πρέπει να εμπιστευτεί τους πρωτεργάτες για τα πορίσματά τους ακόμη και αν αυτά αργότερα τροποποιηθούν ή βελτιωθούν από νέα μεγαλύτερης ακρίβειας πειράματα. Κατά τον ίδιο τρόπο και η γνώση που
προκύπτει από τα πειράματα που πραγματοποιεί ο επιστήμονας της
πίστης δε μπορεί να αμφισβητηθεί ή να κατηγορηθεί ως υποκειμενική, διότι είναι κοινή σε όλους τους επιστήμονες – αγίους της Εκκλησίας238· επομένως είναι αληθινή αλλά όχι και αντικειμενική, διότι η σχέση προσώπων και ιδιαίτερα η σχέση με τον Θεό δε μπορεί να γίνει αντικείμενο έρευνας, εφόσον προϋποθέτει αλληλοπεριχώρηση, αλληλοπροσφορά και
αλληλοαποκάλυψη, που σχετίζεται με τον βαθμό της πνευματικής
καλλιέργειας και προόδου από την πλευρά του ανθρώπου239.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως η Ορθόδοξη Θεολογία
λειτουργεί ως θετική επιστήμη, εφόσον διαθέτει την παρατήρηση και το πείραμα ως μέσα επιβεβαίωσης των αληθειών της240. Οι επιστήμονες της πίστης δεν θεολογούν στοχαστικά ούτε κάνουν μεταφυσική241. Η θεολογία τους αποτελεί καρπό της εμπειρίας που αποκτούν στα πειράματά τους και όχι διανοητικής φύσης προσεγγίσεις περί του θείου· πρόκειται για θεολογία ουκ εν ρήμασιν μόνον αλλά κυρίως εν πράγμασιν242. Κατά τον τρόπο αυτό δεν κοπιάζουν για να μάθουν τα θεία αλλά για να τα πάθουν243. Το αντικείμενό τους είναι η δια της εμπειρίας – μεθέξεως γνώση του Ακτίστου, του υπερ–φύσιν, ενώ αντικείμενο των Φυσικών Επιστημών η γνώση του κτιστού κόσμου δηλαδή του κατά φύσιν244. Η κοινή εμπειρία τους είναι η θεολογία που διασώζει ζωντανή την πίστη, την πεποίθηση ότι η ένωση Θεού και κόσμου, Ακτίστου και κτιστού είναι δυνατή245.
Μετά από τα παραπάνω καθίσταται σαφής ο τρόπος με τον οποίο διασφαλίζεται η «επιστημονικότητα» της διαδικασίας προσέγγισης και κατανόησης της διήγησης της Γενέσεως από τους Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η γνώση που αποκομίζουν είναι η σαφής γνώση περί του τρόπου της Δημιουργίας· δεν είναι αυτό το γνωστικό τους «αντικείμενο», αλλά η σαφής γνώση του Δημιουργού της. Έτσι, εκείνο που προτάσσεται είναι η εμπειρία του Άκτιστου Θεού, ο φωτισμός και η εξ αυτού προσέγγιση και κατανόηση του Βιβλικού κειμένου246. Ως εκ τούτου ενώ στις ερμηνείες τους συνδυάζουν και κατά κάποιον τρόπο εναρμονίζουν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους με τις θεολογικές – με την γνώση του Θεού, κεντρικό τους μέλημα παραμένει πάντα το πώς θα οδηγήσουν τους ακροατές τους, το ποίμνιό τους στην θεογνωσία και όχι στο πώς της δημιουργίας, στον τρόπο και την λειτουργία των νόμων της φύσης, που αποτελεί αντικείμενο των επιστημόνων. Έτσι βλέπουμε τον Μέγα Βασίλειο στην Εξαήμερό του να αναφέρει ότι για να ερευνήσω την ουσία του καθενός από τα όντα, είτε αυτών που συλλαμβάνονται με την πνευματική όραση, είτε αυτών που υποπίπτουν στις αισθήσεις, θα έπρεπε να μακρύνω και να επεκτείνω πολύ τον λόγον μου… και αν γίνονταν αυτό, τίποτε το ωφέλιμο δεν θα προέκυπτε για την οικοδομή της Εκκλησίας247. Παρά ταύτα με σαφήνεια δηλώνει πως δεν πρέπει να δειλιάσουμε εξαιτίας των δυσκολιών της έρευνας, διότι… με την βοήθεια του Πνεύματος… και την συνεργασία της Χάριτος θα οικοδομήσουμε την Εκκλησία του Θεού248. Άλλωστε όπως προαναφέρθηκε παροτρύνει τον οποιονδήποτε να είναι ερευνητικός προς κάθε κατεύθυνση, ώστε να μη στερήσει τον εαυτό του από την δυνατότητα που έχει, να βρει δίοδο προς τον Θεό249.
Η «οὐκ ἐν ῥήμασιν ἀλλ’ ἐν πράγμασιν εὐσέβεια»250 των Πατέρων, η μετοχή τους στην Χάρη του Θεού και ο εξ αυτής φωτισμός απέδωσε καρπούς, ώστε οι θέσεις τους να έχουν έναν «χωρητικό» χαρακτήρα και να καθιστούν σαφές το ότι δεν κάνουν Επιστήμη και δεν διεκδικούν το επιστημονικό αλάθητο. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης με απλότητα αναφέρει ότι ο λόγος του, οι απόψεις του περί της κοσμογενέσεως δεν αποτελούν δόγμα, διότι δεν θέλει να δώσει αφορμή στους διαβάλλοντας, αλλά ο,τιδήποτε γράφει αποτελεί μια εξάσκηση της διάνοιας πάνω στα συγκεκριμένα νοήματα χωρίς να αποδίδει εξηγητική διδασκαλία στα γραφόμενα251. Γράφει επομένως ελεύθερα τις απόψεις του χωρίς να αισθάνεται κάποια δέσμευση αλλά και χωρίς να επιδιώκει την παραμικρή
αντιπαράθεση. Απεναντίας αναφέρει ότι δεν αντιδογματίζει προς τις απόψεις του αγίου Βασιλείου, ακόμη και αν η ακολουθία των νοημάτων οδηγήσει σε διαφορετική ερμηνεία, αλλά και ότι δεν θα προκληθεί καμία βλάβη και σε κανέναν εάν βρεθεί κάτι από τα λεγόμενα διαφορετικό από την κοινή αντίληψη252. Με τέτοιον τρόπο τοποθετούμενοι οι Πατέρες της Εκκλησίας παραθέτουν, επεξεργάζονται, κριτικάρουν τις κρατούσες επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους και διατυπώνουν απόψεις μ’ έναν δυναμισμό που τις καθιστά διαχρονικές, ώστε και σήμερα να έχουν πολλά να μας πουν, ακόμη και αν οι βασικές επιστημονικές αρχές έχουν
προσπεραστεί. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης αυτής των Πατέρων αξίζει να αναφερθεί η θέση του Μεγάλου Βασιλείου για το πού στηρίζεται η γη· αφού παραθέτει τις απόψεις παλαιότερων και νεότερων Φυσικών Φιλοσόφων, καταλήγει σ’ αυτές των συγχρόνων του, που ήταν επί της ουσίας οι Αριστοτελικές απόψεις που θέλουν την γη να είναι στο κέντρο του σύμπαντος253, κάτι που από τον Γαλιλαίο και μετά θεωρείται
οριστικά λανθασμένο. Μετά την παράθεση όλων των απόψεων και ενώ φαίνεται πως ο ίδιος υποστηρίζει περισσότερο την τελευταία, δεν αποφθέγγεται ότι οπωσδήποτε αυτή είναι η σωστή και καμία άλλη. Απεναντίας στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τον ψαλμό που αναφέρει «ἐγὼ ἐστερέωσα τοὺς στύλους αὐτῆς»254 δηλαδή της γης, με ευρύτητα πνεύματος προτρέπει τους ακροατές του να μην ερμηνεύσουν κατά γράμμα, αλλά «τὴν συνεκτικὴν αὐτῆς δύναμιν στύλους εἰρῆσθαι νόμισον»255. Επομένως «οι στύλοι» δεν είναι άλλοι από την δύναμη που συγκρατεί την γη στη θέση της· προφανώς δεν γνώριζε ο Άγιος του Θεού τον νόμο της βαρύτητας, ούτε την έννοια της κεντρομόλου δύναμης που υποχρεώνει σε
τροχιά τα ουράνια σώματα, αλλά και να τον γνώριζε δεν θα είχε καμία αξία, εφόσον δεν θα γινόταν κατανοητός από κανέναν· αντιλαμβάνονταν όμως με σαφήνεια πως επρόκειτο για μια δύναμη που είναι υπεύθυνη γι’ αυτό, και διατύπωσε την άποψή του με τρόπο αφενός κατανοητό στους συγχρόνους του, αφετέρου «χωρητικό» στις μεταγενέστερες ερμηνείες. Καταλήγει δε ο άγιος του Θεού όχι σε επιστημονικές βεβαιότητες αλλά με μία ήπια και ήρεμη τοποθέτηση δηλώνει ότι αν κάτι από αυτά που είπα σου
φαίνεται ως η πιθανή αλήθεια, μετάφερε τον θαυμασμό σου στην σοφία του Θεού που τα τακτοποίησε όλα έτσι. Διότι και αν ευρεθεί ο τρόπος με τον οποίο γίνονται όλα τα παράδοξα δεν ελαττώνεται η έκπληξη για τα καταπληκτικότατα πράγματα. Αλλά και αν ακόμα δεν ευρεθεί ο τρόπος, η απλότητα της πίστης ας είναι περισσότερο πειστική από τις λογικές αποδείξεις256.
Σημειώσεις
218. Κάτι τέτοιο μαρτυρείται στο έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Απολογητικός περί της Eξαημέρου, PG 44, 65 A, B: «Ἐν γὰρ τοσούτοις τοῖς ἀκούουσι, πολλοὶ μὲν ἦσαν καὶ οἱ τῶν ὑψηλοτέρων ἐπαϊόντες λόγων· πολλαπλασίους δὲ οἱ τῆς λεπτοτέρας ἐξετάσεως τῶν νοημάτων οὐκ ἐφικνούμενοι, ἄνδρες ἰδιῶται καὶ βάναυσοι ταῖς ἐπιδιφρίοις ἐργασίαις προσασχολούμενοι, καὶ ὁ ἐν γυναιξὶ λαὸς τῶν τοιούτων μαθημάτων ἀγύμναστος, καὶ ἡ νεολαία τῶν παίδων, καὶ οἱ παρηλικέστεροι κατὰ τὸν χρόνον…».
219. «Ποία ἀκοὴ τοῦ μεγέθους τῶν λεγομένων ἀξία; πῶς παρεσκευασμένην ψυχὴν πρὸς τὴν τῶν τηλικούτων ἀκρόασιν προσῆκεν ἀπαντᾶν; Καθαρεύουσαν τῶν παθῶν τῆς σαρκὸς, ἀνεπισκότητον μερίμναις βιωτικαῖς, φιλόπονον, ἐξεταστικήν, πάντοθεν περισκοποῦσαν εἴ ποθεν λάβοι ἀξίαν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ». Βλ. Αρχιεπισκόπου Βασιλείου Καισαρείας Καππαδοκίας, Ομιλίαι Θ, Εις την Εξαήμερον, PG 29b, 4Α.
220. Όπ. παρ., PG 29b, 5A.
221. «Οὗτος τοίνυν ὁ τῆς αὐτοπροσώπου θέας τοῦ Θεοῦ ἐξίσου τοῖς ἀγγέλοις ἀξιωθεὶς, ἐξ ὧν ἤκουσε παρὰ τοῦ Θεοῦ διαλέγεται ἡμῖν. Ἀκούσωμεν τοίνυν ἀληθείας ῥημάτων οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας ἀνθρωπίνης, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος λαληθεῖσιν· ὧν τὸ τέλος οὐχ ὁ τῶν ἀκουόντων ἔπαινος, ἀλλ᾿ ἡ σωτηρία τῶν διδασκομένων». Όπ. παρ. PG 29b, 5C.
222. «Εἰ οὖν ταῦτα σὺ καὶ τὰ τοιαῦτα πολυπραγμονῶν, ὁ πᾶσι τοῖς ὑψηλοῖς ἐπεκτεινόμενος, καὶ τὰ ἐν τῷ ζόφῳ τῆς τοῦ Μωϋσέως ὀπτασίας κείμενα, αὐτός τε ἰδεῖν τῇ φρονήσει σου, μὴ πρὸς ἄλλον βλέπειν, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐν σοὶ χάριν, καὶ τῷ πνεύματι τῆς ἀποκαλύψεως τῷ διὰ τῶν προσευχῶν σοι φανερουμένῳ, τὰ θεῖα βάθη διερευνᾶσθαι». Βλ. Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης, Απολογητικός περί της Εξαημέρου, PG 44, 68B.
223. «Ἀλλὰ πρὶν ἐξετάσαι τὴν ἐν τοῖς ῥήμασιν ἀκρίβειαν, καὶ διερευνήσασθαι ἡλίκα τῶν μικρῶν φωνῶν τούτων ἐστὶ τὰ σημαινόμενα…», Μ. Βασιλείου, όπ. παρ. PG 29b, 5Α.
224. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Δαμιανόν, Π. Χρήστου 2, 459.
225. Οι εκφράσεις «επιστήμη της πίστης» και «επιστήμονας της πίστης» είναι δανεισμένες
από το βιβλίο του π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση
στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 179.
226. Ρωμ. 11:29, «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ».
227. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι είναι και λέγεται φύση των όλων ο Θεός, διότι όλα μετέχουν σ’ αυτόν και συγκροτούνται με την μέθεξη αυτού· όχι με την μέθεξη της φύσης του, αλλά με τη μέθεξη της ενέργειάς του: «ἔστι δὲ καὶ λέγεται φύσις τῶν ὄντων πάντων ὁ θεός, ὡς αὐτοῦ πάντων μετεχόντων καὶ τῇ μεθέξει τούτου συνεστώτων· οὐ τῇ μεθέξει τῆς αὐτοῦ φύσεως, ἄπαγε, ἀλλὰ τῇ μεθέξει τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας. Βλ. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα,
78, PG, 150, 1176Β, ΕΠΕ 8, 170, 19 – 23. Βλ. επίσης, Ματσούκας Νικόλαος, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Δ, Ο Σατανάς, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 35.
228. Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας εξηγεί ότι μολονότι τα κτίσματα είναι όλα πλασμένα λίαν καλά, υστερούνται του τελείου. Παραπέμπει δε στον Άγιο Ειρηναίο που λέει: «οὐ γὰρ ἠδύναντο ἀγέννητα εἶναι τὰ νεωστὶ γεγεννημένα. Καθό δὲ μὴ ἀγέννητα κατὰ τοῦτο ὑστεροῦνται τοῦ τελείου». (PG 7, 1105B). Βλ. Ματσούκας Νικόλαος, όπ. παρ., σελ. 63.
229. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξηγεί ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσει οποιδήποτε κτιστό ον την φύση του Θεού. Εάν επομένως πλησιάσει κανείς τον Θεό, αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ενεργειακά, όχι με την μετοχή στις ενέργειες του Θεού στις οποίες μετέχει η φύση όλων των κτισμάτων (αμετάκλητες ενέργειες), αλλά με την προαίρεση, το αυτεξούσιο, που είναι ένα εξαιρετικό οντολογικό χαρακτηριστικό μόνο των λογικών κτισμάτων, δια του οποίου έχει την δυνατότητα επιλογής του τρόπου με τον οποίο θέλει να ζήσει· με ή χωρίς τον Θεό. Βλ. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 78, PG, 150, 1176Β, ΕΠΕ 8, 172, 1 – 12: «πῶς οὖν ἡμεῖς πλησίον τοῦ θεοῦ γενώμεθα; ἆρα τῇ φύσει πλησιάζοντες αὐτοῦ; ἀλλ’ οὐδεμίαν ἔχει ἢ ἕξει κοινωνίαν ἢ ἐγγύτητα πρὸς τὴν ἀνωτάτω φύσιν τῶν κτιστῶν ἁπάντων οὐδὲ ἕν. εἴπερ οὖν τις γέγονε πλησίον τοῦ θεοῦ, τῇ ἐνεργείᾳ πάντως ἐπλησίασεν αὐτοῦ. πῶς οὖν; ὡς μετέχων ἐκείνης φυσικῶς; ἀλλὰ τοῦτο κοινόν ἐστι πάντων τῶν κτισμάτων. οὐκοῦν οὐ τοῖς ἐκ φύσεως προσοῦσιν, ἀλλὰ τοῖς ἐκ προαιρέσεως προσγινομένοις,
πλησίον τις ἢ μακρὰν γίνεται θεοῦ. Προαίρεσις δὲ μόνων τῶν λογικῶν ἐστι. ταῦτα οὖν μόνα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἢ μακρὰν ἢ ἐγγὺς γίνεται θεοῦ δι’ ἀρετῆς ἢ κακίας ἢ ἐγγίζοντα ἢ μακρυνόμενα. ταῦτα τοιγαροῦν μόνα καὶ δεκτικά ἐστιν ἀθλιότητος ἢ μακαριότητος·ἀλλ’ ἡμεῖς σπεύσωμεν τῆς μακαριότητος ἐπιλαβέσθαι».
Η ορθή χρήση της προαίρεσης είναι που μεταβάλλει τον άνθρωπο από ψυχικό, δηλαδή αποτελούμενο μόνο από σώμα και ψυχή, σε πνευματικό προσθέτοντας σ’ αυτόν την χάρη του επουρανίου Πνεύματος και τελειώνοντάς τον. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 43, Π. Χρήστου 1, 454, ΕΠΕ 2, 202, 20,23. «Ἄλλως τε καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐκ τριῶν ὑφέστηκε· χάριτος Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καὶ γηΐνου σώματος».
230. Κολ. 3:11.
231. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο επιστήμονας της πίστης δηλαδή ο φιλόθεος άνθρωπος κινείται με μοναδικό στόχο του να αγαπήσει τον Θεό με όλη του την ύπαρξη: «… ἀλλ’ ἵνα φθάσωμεν μόνον ἐν πάσῃ αἰσθήσει καὶ πληροφορίᾳ καρδίας ἀγαπῆσαι τὸν Θεόν». Βλ. Προς Ακίνδυνον, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 10, 31, Π. Χρήστου 3, 484, ΕΠΕ 6, 540, 11 – 12.
Ο θείος πόθος είναι αυτός που θα καθαρίσει κάθε διάθεση και κάθε δύναμη της ψυχής και του σώματος κάνοντας την κάθαρση του νου πιο σταθερή και καθιστώντας τον άνθρωπο δεκτικό της θεοποιού Χάριτος: «Ὁ δὲ θεῖος πόθος, πᾶσαν ἕξιν τε καὶ δύναμιν ψυχῆς τε καὶ σώματος καθαίρων καὶ τῷ νῷ μονιμωτέραν ἀπεργασάμενος τὴν κάθαρσιν, δεκτικὸν τῆς θεοποιοῦ χάριτος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖται». Βλ. του ιδίου, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,3, 12 Π. Χρήστου 1, 690, ΕΠΕ 2, 602, 21 – 24.
232. Το σπουδαιότερο επομένως για τους επιστήμονες της πίστης είναι ότι δεν έχουν ως αυτοσκοπό τους την απόκτηση γνώσης ή χαρισμάτων, αλλά την συνάντησή τους με τον Θεό. Η αγάπη προς τον Θεό αποτελεί την αρχή για την συνάντηση, και είναι αυτή η αιτία που στον κατάλληλο καιρό θα καρποφορήσουν η γνώση και τα χαρίσματα: «καὶ τὸ δὴ μέγιστον, ὡς οὐδὲ περὶ ταῦθ’ ὁ σκοπὸς τείνει τῶν μακαριωτάτων ἐκείνων, ἀλλ’ ὥσπερ εἴ τις ὁρῴη πρὸς ἡλιακὴν ἀκτίνα καὶ τῶν ἀερίων ἀτόμων αἰσθάνεται κἄν μὴ τοῦτ’ αυτῷ τυγχάνῃ σκοπός, οὕτως ἐκείνοις ταῖς θείαις ἀκτῖσι καθαρῶς ὁμιλοῦσιν, αἷς φύσει πρόσεστιν ἡ πάντων ἀποκάλυψις, ουχὶ τῶν ὄντων μόνων ἢ καὶ γεγενημένων, ἀλλά καὶ τῶν ἔπειτ’ ἐσομένων, ὁδοῦ πάρεργον ὡς ἀληθῶς ἡ τούτων προσγίνεται γνῶσις κατὰ ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος». Βλ. Προς Ακίνδυνον, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 11, 40, Π. Χρήστου 3, 492, ΕΠΕ 6, 556, 19 – 25.
233. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως το αποτέλεσμα του πειράματος είναι ακριβώς το ίδιο μόνο σε ότι αφορά σε θέματα που μελετάει η Κλασική Φυσική. Απεναντίας στις σύγχρονες θεωρίες της Κβαντικής Φυσικής ή του Χάους ο στατιστικός χαρακτήρας και η μη προβλεψιμότητα έχουν δώσει την θέση τους στην απόλυτη βεβαιότητα της κλασικής προσέγγισης.
234. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η συνάντηση και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό προϋποθέτει την σφοδρή επιθυμία και την κατάλληλη προετοιμασία του ανθρώπου για κάτι τέτοιο. Κατά την ένωση αυτή ο άνθρωπος μετέχει ενεργειακά μέσα στην άκτιστη Χάρη, στις άκτιστες ενέργειες του Θεού και έτσι η κτιστή φύση του αποκτάει την εμπειρία του ακτίστου Θεού. Ο Θεός δεν πραγματοποιεί από μόνος του την ένωση με έναν υποχρεωτικό τρόπο, σεβόμενος με απόλυτο τρόπο το αυτεξούσιο που χάρισε στο πλάσμα του ως οντολογικό του χαρακτηριστικό. Είναι φανερή η συνεργία του ανθρώπου που απαιτείται, ώστε με την ελεύθερη συγκατάθεσή του να δοθεί ολόκληρος στον Θεό, να Του προσφερθεί ως ζωντανή θυσία. Έτσι, εξηγεί ο άγιος ότι, όταν ο νους καθαριστεί και φωτιστεί, οπότε βλέπει τον εαυτό του ως νοερό φως, και δεν βλέπει απλώς την δική του εικόνα, αλλά την φωτεινή και λαμπρυσμένη εικόνα από την Χάρη του Θεού. Τότε η Χάρη του Θεού συμπληρώνει την δύναμη του νου για να υπερβαίνει τον εαυτό του και να ολοκληρώνει την ένωσή του με τα ανώτερα, και πάνω από κάθε έννοια. Τότε με σαφήνεια ο νους φτάνει στην μέθεξη της άκτιστης Χάρης, και με την βοήθειά της βλέπει τον Θεό. Αυτή είναι η κοινή εμπειρία η οποία καταγράφεται από τους αγίους του Θεού και μαρτυρεί για το αδιάψευστο της «επιστημονικότητας» της εμπειρικής διαδικασίας. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,3, 11, Π. Χρήστου 1, 547, ΕΠΕ 2, 362, 32 – 364, 8: «… ὁ νοῦς καθαρθεὶς καὶ φωτισθεὶς καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος τρανὼς ἐν μεθέξει γεγονώς, μεταλαγχάνει μὲν καὶ μυστικῶν ὑπερφυῶν ἄλλων θεαμάτων… ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν ὁρῶν ὡς ἄλλο μὲν ὁρᾷ, ἀλλ’ οὐκ εἰς ἄλλο καὶ οὐ τὴν ἰδίαν ἁπλῶς εἰκόνα ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
λαμπρότητα, συμπληροῦσαν τὴν εἰς τὸ ὑπερβάλλειν ἑαυτὸν δύναμιν τοῦ νοῦ καὶ τελειοῦσαν τὴν εἰς τὰ κρείττω καὶ ὑπὲρ ἔννοιαν ἕνωσιν, δι’ ἧς ὁ νοῦς κρεῖττον ἤ κατ’ ἄνθρωπον ἐν Πνεύματι Θεὸν ὁρᾷ…».
235. «11 Ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται κύριος. καὶ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρῖβον πέτρας ἐνώπιον κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ κύριος· 12 καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κακεῖ κύριος». Βασ. Γ΄ 19:11,12.
236. «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου». Ματθ. 6:21.
237. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναφέρει ότι όταν ο νους του ανθρώπου είναι καθαρμένος
συμπεριφέρεται σαν ένα καθαρό κάτοπτρο που λάμπει καθώς πέφτει πάνω του το Άκτιστο φως του Θεού. Βλ. Β΄ Προς Βαρλαάμ, Π. Χρήστου 1, 289: «Ὅταν δὲ καὶ νοῦς ᾖ τὸ ἔσοπτρον, καὶ νοῦς κεκαθαρμένος καὶ ἀκηλίδωτος, φύσις ἄϋλος, φῶς συγγενές, εἰ χρὴ λέγειν, τῷ ἀνωτάτῳ καὶ πρώτῳ φωτί, πῶς ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου καταλαμπόμενος φωτὸς οὐκ αὐτὸ φαίνητ’ ἄν κατὰ μέθεξιν ὅ τὸ ἀρχέτυπον κατ’ αἰτίαν ἐστί;».
238. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός εξηγεί ότι ο καθηγητής – επιστήμονας στην γνώση του Ακτίστου είναι ο πνευματικός πατέρας («καθηγητής τής ερήμου» ονομάζεται ορθόδοξα), που πρέπει να έχει την εμπειρία τής θεώσεως. Με βάση αυτή την αρχή λειτουργεί η παράδοση τής Ορθοδοξίας με κέντρο τις Οικουμενικές συνόδους. Το πλήρωμα των πιστών εμπιστεύεται την γνώση των θεουμένων, όπως οι επιστήμονες την γνώση και αξιοπιστία των ειδικών του χώρου τους. Σ' αυτή την συνάφεια φαίνεται και η ορθόδοξη σημασία του δόγματος. H διδασκαλία τής πίστεως (αυτό είναι το δόγμα ως εμπειρία των Αγίων) είναι το επιστημονικό εγχειρίδιο του επιστήμονος τής θεώσεως και λειτουργεί ως οδηγός των άλλων προς την θέωση. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 180.
239. Η προσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο είναι δεδομένη, οπότε ο άνθρωπος είναι αυτός που προπαρασκευάζοντας τον εαυτό του, τον καθιστά περισσότερο ή λιγότερο δεκτικό της Χάριτος του Θεού. Ο Θεός από την δική Του πλευρά έχει ήδη κάνει το έσχατο βήμα της προσφοράς Του προς τον άνθρωπο με την σάρκωση, την σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψή Του. Απομένει από τον άνθρωπο το «ναι» στην πρόταση του Θεού, το οποίο απαιτεί την γνήσια, άδολη, γλυκιά, απαλή εναπόθεση της ύπαρξής του στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα και Δημιουργού.
240. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 179.
241. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ», Ορθόδοξη πίστη και Φυσικές επιστήμες, Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ». Διαθέσιμο στο site: http://www.impantokratoros.gr/35CD470E.el.aspx
242. «ὡς οὐκ ἐν ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Δαμιανόν, Π. Χρήστου 2, 459.
Επίσης: «… μὴ ἐν ὀνόμασιν, ἀλλ’ ἐν πράγμασίν ἐστιν ἡμῖν ἡ ἀλήθεια». Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, PG 36, 92A.
243. «…πάσχειν καὶ αὐτῷ τὰ θεῖα … ψυχὴ ἡ τὰ θεῖα πεπονθυῖᾳ». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,2, 12, Π. Χρήστου 1, 518, 18 – 19, ΕΠΕ 2, 314, 8 – 10.
244. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του
Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 176.
245. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, όπ. παρ., σελ. 175.
246. Μία διαφορετικού τύπου προσέγγιση, όπως είναι η προσκόλληση στα κείμενα (το sola scriptura) οδηγεί κατά τον π. Γεώργιο Μεταλληνό στην ιδεολογικοποίησή τους και κατ' ουσίαν στην ειδωλοποίησή τους, δηλαδή την απολυτοποίησή τους με όλες τις ευνόητες συνέπειες. Βλ. Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, όπ. παρ., σελ. 177.
247. «Ἡ περὶ τῆς οὐσίας ἔρευνα ἑκάστου τῶν ὄντων, ἢ τῶν κατὰ θεωρίαν ὑποπιπτόντων ἡμῖν, ἢ τῶν προκειμένων ἡμῶν τῇ αἰσθήσει, μακρὸν καὶ ἀπηρτημένον λόγον ἐπεισάγει τῇ ἐξηγήσει, ὡς πλείονας ἐν τῇ περὶ τοῦ προβλήματος τούτου σκέψει καταναλίσκεσθαι λόγους τῶν λοιπῶν, ὅσα ἐνδέχεται ῥηθῆναι περὶ ἑκάστου τῶν ζητουμένων· πρὸς τό, μηδὲ προύργου τι εἶναι εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομὴν τὸ περὶ ταῦτα κατασχολεῖσθαι». Βλ. Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος Α΄, PG 29b, 20C, ΕΠΕ 4, 48.
248. «Ἀπρόσιτος μὲν γὰρ αὐτῶν καὶ ἡ θέα, δυσερμήνευτος δὲ παντελῶς τῶν νοηθέντων ὁ λόγος. Πλὴν ἀλλ᾿ ἐπειδὴ παρὰ τῷ δικαίῳ κριτῇ, καὶ ὑπὲρ μόνου τοῦ προελέσθαι τὰ δέοντα, οὐκ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν ἀφωρισμένοι μισθοὶ, μὴ ἀποκνήσωμεν πρὸς τὴν ἔρευναν. Εἰ γὰρ καὶ τῆς ἀξίας ἀπολειπόμεθα, ἀλλ᾿ ἐὰν τοῦ βουλήματος τῆς Γραφῆς μὴ ἐκπέσωμεν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Πνεύματος, καὶ αὐτοὶ οὐκ ἀπόβλητοι παντελῶς κριθησόμεθα, καὶ τῇ συνεργίᾳ τῆς χάριτος οἰκοδομήν τινα τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ παρεξόμεθα». Βλ. Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος Β΄, PG 29b, 28C–29Α, ΕΠΕ 4, 64.
249. «…φιλόπονον, ἐξεταστικήν, πάντοθεν περισκοποῦσαν εἴ ποθεν λάβοι ἀξίαν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ». Μ. Βασιλείου, όπ. παρ., Εις την Εξαήμερον Α΄, PG 29b, 4Α.
250. Όπ. παρ., Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Δαμιανόν, Π. Χρήστου 2, 459.
251. «Οὐ γὰρ δόγμα τὸν λόγον ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμὴν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν· ἀλλ’ ὁμολογοῦμεν ἐγγυμνάζειν μόνον ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, τοῖς προκειμένοις νοήμασιν, οὐ
διδασκαλίαν ἐξηγητικὴν τοῖς ἐφεξῆς ἀποτίθεσθαι». Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Απολογητικός
περί της Εξαημέρου, PG 44, 68C, ΕΠΕ 5, 258, 20 – 23.
252. «Τοῦτο δέ μοι πρὸ τῆς ἐγχειρήσεως διαμεμαρτυρήσθω, τὸ μηδὲν ἡμᾶς ἀντιδογματίζειν τῷ ἁγίῳ Βασιλείῳ, περὶ τῶν κατὰ τὴν κοσμογονίαν αὐτῷ φιλοσοφηθέντων, μηδ’ ἂν πρὸς ἑτέραν ἐξήγησιν ἔκ τινος ἀκολουθίας ὁ λόγος ἔλθῃ… μηδεμιᾶς μηδενὶ διὰ τούτων βλάβης προσγινομένης, εἴ τι παρὰ τὴν κοινὴν ὑπόληψιν ἐν τοῖς λεγομένοις εὑρίσκοιτο.». Όπ. παρ., PG 44, 68B, C, ΕΠΕ 5, 258, 12 – 15.
253. Σύμφωνα με την άποψη αυτή από τα τέσσερα συστατικά του Σύμπαντος, πυρ, γη, αήρ και ύδωρ, η γη ως βαρύτερη από όλα πρέπει να βρεθεί στο χαμηλότερο σημείο· εφόσον δε το Σύμπαν είναι σφαιρικό, το «χαμηλότερο» σημείο δε μπορεί παρά να είναι το κέντρο της σφαίρας.
254. Ψαλ. 74:4
255. Βλ. Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος Α΄, PG 29b, 24Α, ΕΠΕ 4, 52.
256. «Τούτων δ᾿ ἄν σοι δοκῇ τι πιθανὸν εἶναι τῶν εἰρημένων, ἐπὶ τὴν οὕτω ταῦτα διαταξαμένην τοῦ Θεοῦ σοφίαν μετάθες τὸ θαῦμα. Οὐ γὰρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδὰν ὁ τρόπος καθ᾿ ὃν γίνεταί τι τῶν παραδόξων ἐξευρεθῇ· εἰ δὲ μή, ἀλλὰ τό γε ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων». Όπ. παρ., PG 29b, 25Α, ΕΠΕ 4, 56.
ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ.
3.3. Προϋποθέσεις προσέγγισης – κατανόησης και ερμηνείας
τής διήγησης τής Γενέσεως
Η διήγηση για την Δημιουργία τού κόσμου, όπως αναφέρθηκε, είναι πολύ λιτή και εκ πρώτης όψεως δεν μπορούν να βγουν εύκολα συμπεράσματα από τα γραφόμενα. Η δυσκολία εντείνεται, όταν κάποιος ενδιαφέρεται για ένα πολύ μικρό μέρος της διήγησης, όπως συμβαίνει στην μελέτη που επιχειρείται στην εργασία αυτή. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸνοὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος…». Πράγματι είναι τόσο λιτό και περιορισμένο το κείμενο ώστε θα έλεγε κανείς πως δεν περιέχει κάτι που να σχετίζεται με το πώς τής δημιουργίας ή καλύτερα τής
εμφάνισης της μάζας – ύλης, με το οποίο ασχοληθήκαμε στο πρώτο μέρος της εργασίας φωτίζοντάς το από την πλευρά της σύγχρονης Φυσικής. Όπως όμως με σαφήνεια επισημάνθηκε στην προσέγγιση του θέματος από την πλευρά της Φυσικής Επιστήμης, η προσπάθεια που έγινε και εξακολουθεί να γίνεται είναι τεράστια και εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά που αξίζει να τονιστούν.
Πρώτα από όλα να υπενθυμίσουμε ότι είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα πλησιάζει τόσο κοντά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μετασχηματίζεται η αϋλότερη – ενεργειακότερη υπόσταση μιας φυσικής οντότητας σε υλικότερη, καθώς η ενυπάρχουσα ιδιότητα της μάζας από το «δυνάμει» περνάει στο «ενεργεία», όταν η φυσική οντότητα αλληλεπιδρά με το πεδίο Higgs. Και μόνο το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα δεν είχε καταστεί εφικτή η ερμηνεία αυτή, μαρτυρεί την δυσκολία τής κατανόησης ενός πραγματικού μυστηρίου τής Φύσης, ενός μυστικού τού τρόπου ύπαρξής της, τόσο σε επίπεδο θεωρητικό όσο και σε επίπεδο πρακτικό, δηλαδή της υλοποίησης των αναγκαίων πειραμάτων που θα στήριζαν ή και θα επιβεβαίωναν τις θεωρητικές προσεγγίσεις.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να τονιστεί και εξάγεται από το πρώτο είναι το ότι χρειάστηκε μια εξαιρετικά προσεκτική προπαρασκευή και θεωρητικά και πρακτικά, σε επίπεδο τεχνολογίας για να μπορεί η ανθρωπότητα σήμερα να πραγματοποιεί πειράματα τόσο εξαιρετικής ακρίβειας. Δεν θα ήταν δυνατόν να προχωρήσει η Επιστήμη στα επόμενα βήματά της και να φτάσει εδώ που έφτασε χωρίς την πολύμοχθη προσπάθεια πολλών θεωρητικών φυσικών που πάλεψαν και εξακολουθούν να παλεύουν με τα αφηρημένα μαθηματικά μοντέλα για την περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας, πολλών μηχανικών για την κατασκευή των υπερεργαστηρίων όπου πραγματοποιούνται τα πειράματα και πολλών πειραματιστών, οι οποίοι στην κυριολεξία αναζητούν πλέον κάτι ασυγκρίτως πιο δύσκολο από την ανεύρεση μιας «βελόνας μέσα σε άχυρα». Αυτό σημαίνει ότι για όλους εκείνους που συμμετείχαν και εξακολουθούν να συμμετέχουν σ’ αυτήν την προσπάθεια, ήταν και είναι δεδομένη η δίψα για την αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, για την ανεύρεση του βαθύτερου λόγου των όντων. Η δίψα και η ακόρεστη επιθυμία να προχωρήσουν όσο γίνεται
περισσότερο είναι που τους δίνει το κουράγιο να αψηφούν τον μόχθο, τον κόπο, τον πόνο, τις στερήσεις που πολλές φορές υπερβαίνουν τα όρια των αντοχών τους.
Τηρουμένων των αναλογιών κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην προσπάθεια προσέγγισης των εννοιών από την θεολογική τους σκοπιά. Αν η προσέγγιση τών λόγων τών όντων και η κατανόησή τους από την πλευρά τήν επιστημονική απαιτεί προπαρασκευή, κόπο και μόχθο, το ίδιο συμβαίνει και από την πλευρά της θεολογικής προσέγγισης. Όπως δεν μπορεί κανείς απροϋπόθετα να προσεγγίσει τα κείμενα της Φυσικής έτσι δεν μπορεί απροϋπόθετα να προσεγγίσει και τα κείμενα της Θεολογίας. Οι προϋποθέσεις όμως για την προσέγγιση των θεολογικών κειμένων διαφοροποιούνται σε κάποια σημεία από αυτές για τα αντίστοιχα της Φυσικής. Ο Μέγας Βασίλειος σε ομιλίες που εκφώνησε για την ερμηνεία της Εξαημέρου, παρόλο που απευθύνεται σε ένα ποικίλο ακροατήριο το οποίο περιλαμβάνει όλη την κλίμακα των ηλικιών και των επιπέδων μόρφωσης218, θέτει με ξεκάθαρο τρόπο τις προϋποθέσεις ακόμη και για την ακρόαση λόγων σχετικών με την δημιουργία και τον Δημιουργό της. Θεωρεί ότι τα λεγόμενα και τα νοούμενα γύρω από τόσο ευαίσθητα αλλά
και σπουδαία θέματα απαιτούν κατάλληλη προπαρασκευή. Αναρωτιέται πώς θα έπρεπε να είναι κάποια ψυχή προπαρασκευασμένη για να λάβει μέρος στην ακρόαση τόσο μεγάλων πραγμάτων, και απαντάει ότι κατά πρώτο και κύριο λόγο πρέπει να είναι καθαρή από τα πάθη της, δεύτερον να μην την σκοτίζουν βιοτικές μέριμνες, τρίτον να είναι πρόθυμη να κοπιάσει
και τέταρτον να είναι εξεταστική και να ερευνά προς κάθε κατεύθυνση μήπως και καταφέρει να βρει δίοδο για να συλλάβει την έννοια του Θεού όπως πρέπει219. Βλέπουμε λοιπόν πως ο άγιος του Θεού όχι μόνο δεν αρνείται την έρευνα των μυστηρίων της Δημιουργίας, αλλά με πολύ σαφή τρόπο προτείνει προς τον ακραιφνή αναζητητή έρευνα «πάντοθεν περισκοποῦσαν» δηλαδή προς πάσα κατεύθυνση, ώστε να μη στερήσει τον εαυτό του από καμία δυνατότητα για την ανεύρεση της αλήθειας. Μόνο που για να γίνει αυτό εφικτό παρατηρούμε πως εκτός της εξεταστικής
διάθεσης και της προθυμίας για κόπο –προϋποθέσεις που ισχύουν και για τον επιστήμονα ερευνητή– προτείνει και καθαρότητα ψυχής, πράγμα που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για να μπορέσει κανείς να βρεί την δίοδο και να συναντηθεί δια της δημιουργίας με τον ίδιο τον Δημιουργό της. Θεωρεί δεδομένο ότι ο Μωυσής που συνέγραψε την Γένεση αν και ήταν μορφωμένος και εκπαιδευμένος στην επιστήμη της εποχής του από «τοὺς σοφοὺς τῶν Αἰγυπτίων διδασκάλους»220 δεν βασίστηκε μόνο στις «επιστημονικές» του γνώσεις, αλλά κυρίως στον φωτισμό που έλαβε από την σχέση του και συνάντησή του με τον Δημιουργό του. Έτσι τα γραφόμενα δεν καταγράφηκαν με επιχειρήματα ανθρώπινης σοφίας αλλά με διδάγματα του Πνεύματος, ώστε να συντελέσουν στην σωτηρία των ακροατών και όχι να προκαλέσουν απλά τον θαυμασμό τους221.
Πάνω στην ίδια γραμμή της αναγκαιότητας τής ψυχικής καθαρότητας και προετοιμασίας κινείται και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος γράφοντας προς τον αδελφό του Πέτρο τον Απολογητικό περί της Εξαημέρου λόγο, τού προτείνει εάν θέλει να προσεγγίσει τις αλήθειες περί της Δημιουργίας όπως τις προσέγγισε ο Μωυσής πριν γράψει την διήγησή του, να μην περιμένει από άλλον, αλλά να διερευνά τα θεία βάθη με την μέσα
του υπάρχουσα χάρη και με το πνεύμα τής αποκαλύψεως που του
φανερώνεται δια των προσευχών222. Εάν οι προϋποθέσεις τηρηθούν, τότε η λιτή περιγραφή της Βίβλου για την δημιουργία είναι ικανή να δώσει πολλές πληροφορίες και να φωτίσει τα μεγάλα νοήματα των μικρών φράσεων223 της διήγησης.
3.4. Η «επιστημονικότητα» τής δια τού θείου φωτισμού προσέγγισης – κατανόησης και ερμηνείας τής διήγησης τής Γενέσεως
«ὡς οὐκ ἐν ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια224».
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Ο,τιδήποτε γίνεται αντιληπτό στην φυσική πραγματικότητα λέμε πως υπάρχει, εφόσον με κάποιον τρόπο ενεργεί και μας δίνει την δυνατότητα να το δούμε, να το ακούσουμε, να το οσφρανθούμε, να το γευτούμε, να το ψηλαφίσουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί η φύση ενεργεί πάντα και προς όλους. Προς όλους, η φύση αποκαλύπτει πολλές από τις ομορφιές της· φως, θάλασσα, ουρανό, αστέρια, τοπία, ήχους, αρμονίες… Η σύγχρονη Επιστήμη όμως μας έδωσε την δυνατότητα να αντιληφθούμε και άλλες
αλήθειες για την φύση, οι οποίες, αν και δεν συλλαμβάνονται άμεσα από τις αισθήσεις μας, δίνουν με σαφήνεια την πληροφορία της ύπαρξής τους είτε διότι αφήνουν τα ίχνη τους σε κάποια όργανα μέτρησης είτε διότι οι έμμεσες ενδείξεις «βοούν» γι’ αυτό, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το σωματίδιο Higgs. Τις αλήθειες αυτές η φύση επιφυλάσσεται να τις αποκαλύψει σε κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους, οι οποίοι δια της επιστήμης εκφράζουν την σφοδρή επιθυμία να την πλησιάσουν και να γνωρίσουν τα μυστικά και τα μύχια της. Αυτοί οι ιδιαίτεροι άνθρωποι χαίρονται και απολαμβάνουν τις γενικές ομορφιές της φύσης, που απευθύνονται σε όλους, αλλά αδημονούν να γνωρίσουν και αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα… Όποιος δεν θέλγεται από την επιστημονική έρευνα, παίρνει αυτό που θέλει και αυτό που μπορεί, δηλαδή αυτό που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του να κατανοήσει από όλα όσα η φύση αποκαλύπτει προς όλους. Οι λίγοι όμως, που θέλγονται από τα μυστικά της φύσης, αναπτύσσουν άλλου είδους σχέση μαζί της· όσο της αφιερώνονται, όσο της δίνονται, τόσο αυτή περισσότερο τους αποκαλύπτεται.
Το ίδιο ισχύει –τηρουμένων των αναλογιών– και για κάποιους
ιδιαίτερους ανθρώπους, οι οποίοι δια της επιστήμης της πίστης225 αναζητούν όχι τα μυστικά της φύσης αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό της. Όλοι οι άνθρωποι μετέχουν ενεργειακά στα χαρίσματα – δώρα του Θεού, που είναι εκείνα με τα οποία προίκισε ο Θεός την φύση του ανθρώπου και είναι αμετάκλητα226· όλοι ουσιώνονται, κινούνται, αναπνέουν, ζωοποιούνται από τις αμετάκλητες ενέργειές Του, που εκχύνονται προς κάθε πλάσμα Του227. Λίγοι όμως είναι αυτοί που μετέχουν και της τελειωτικής Του ενέργειας – Χάριτος228 και καθίστανται κοινωνοί τού Πνεύματος του Θεού· και αυτό γιατί η μετοχή στην τελειωτική Χάρη δεν είναι υποχρεωτική, δεν αποτελεί ένα επιπλέον χαρακτηριστικό της φύσης του ανθρώπου, αλλά περνάει μέσα από την ελευθερία του, από το αυτεξούσιό του, που αποτελεί το κορυφαίο φυσικό του χάρισμα βάσει του οποίου διακρίνεται από τα ζώα και την άψυχη φύση229. Όπως ο επιστήμονας της φύσης από σφοδρή εσωτερική επιθυμία αφιερώνει ελεύθερα τη ζωή του στην αναζήτηση μιας βαθύτερης συνάντησης με την φύση και τα μυστικά της, έτσι και επιστήμονας της πίστης ελεύθερα αφιερώνει την ζωή του στην αναζήτηση μιας βαθύτερης οντολογικής –υπαρξιακής συνάντησης με τον Δημιουργό του.
Επομένως η ελευθερία – το αυτεξούσιο, καθίσταται το κρίσιμο
φυσικό χαρακτηριστικό, που καθορίζει τις επιλογές του καθενός και οδηγεί στην οποιαδήποτε μορφή σχέσης με τη δημιουργία ή με τον Δημιουργό. Τόσο στην μία όσο και στην άλλη περίπτωση υπάρχει το «πάντα», αυτό που ενεργεί και απευθύνεται σε όλους, και αυτό που απευθύνεται στους λίγους που το επιθυμούν. Το τίμημα της ελεύθερης επιλογής κρύβει κόπο, μόχθο, προσπάθεια. Όσο βαθύτερα εισχωρούν στον μικρόκοσμο οι επιστήμονες για την κατανόηση των λόγων των όντων, τόσο πιο πλήρη πρέπει να είναι
τα θεωρητικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται, όπως επίσης και τόσο πιο ευαίσθητα τα όργανα μέτρησης που κατασκευάζονται. Η επιμονή τους, η υπομονή τους, οι λεπτομερείς καταγραφές, οι ευαίσθητες διορθώσεις στα όργανα μέτρησης, η προσεκτική αξιολόγηση των πειραματικών δεδομένων, κάποια στιγμή δίνουν τον γλυκύ καρπό της ανακάλυψης ή καλύτερα οδηγούν στην αποκάλυψη ενός γλυκού καρπού άγνωστου μέχρι τότε. Πράγματι κατά βάθος δεν πρόκειται για ανακάλυψη εφόσον δεν επινοείται
κάτι που δεν υπήρχε, αλλά αποκαλύπτεται κάτι που πάντα υπήρχε και αποτελούσε ένα καλά κρυμμένο μυστικό της φύσης.
Ο επιστήμονας της πίστης διαθέτει, όπως και ο επιστήμονας της φύσης, το δικό του εργαστήριο, που είναι άλλης τάξης, άλλης κλίμακας, άλλου μεγέθους· πρόκειται για ένα ζωντανό εργαστήριο στο οποίο συμμετέχει ο όλος άνθρωπος σε μία εμπειρία. Δεν αποτελεί μία μονομερή διανοητική διαδικασία, όπου προσπαθεί να καταλάβει, να κατανοήσει σε επίπεδο εγκεφαλικό κάποιες αλήθειες· απεναντίας συμμετέχει και το σώμα του και η ψυχή του και το πνεύμα του επικαλούμενο το Πνεύμα της Αληθείας. Στο εργαστήριο αυτό η διεξαγωγή του πειράματος πραγματοποιείται με ένα οξύμωρο, μη συμβατικό σχήμα. Η διαδικασία δεν είναι πρωτογενώς ανακαλυπτική, όπως συμβαίνει στο οποιοδήποτε
εργαστήριο των Φυσικών Επιστημών· ξεκινάει ως διαδικασία κοινωνική, συνεύρεσης, κοινωνίας προσώπων ανθρώπου – Θεού, είναι παρακλητική, ικετευτική προς φωτισμό και αποδίωξη του σκότους από το ζοφώδες κάλυμμα των παθών, και σταδιακά γίνεται αποκαλυπτική. Έτσι καθώς το «πείραμα» επαναλαμβάνεται, ο επιστήμονας της πίστης βρίσκεται μέσα σε μία ατέρμονη διαδικασία αποκάλυψης. Ακόμη και αν αρχικά υπάρχει μια διάθεση ανακάλυψης, σταδιακά υποχωρεί και εκχωρεί την θέση της στην
σχέση, που είναι από την φύση της αποκαλυπτική. Όσο ο επιστήμονας της πίστης αγαπάει και ανοίγει την ύπαρξή του προς την σχέση, όσο την προσφέρει στην σχέση, τόσο του ανοίγονται και οι ορίζοντες της γνώσης και της αποκάλυψης· είναι σα να αποκτά τηλεσκόπιο – όργανο μέτρησης μεγαλύτερης διακριτικής ικανότητας, εμβέλειας και οπτικής γωνίας σάρωσης· τότε, δεν έχει να ανακαλύψει ένα αντικείμενο και να το καταγράψει αλλά γίνεται ο ίδιος του ένα από τα δύο πρόσωπα μιας σφοδρής αγαπητικής σχέσης· τότε βλέπει πως «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός»230· τότε αποκτάει και γνώση δια της μετοχής μέσα στην άκτιστη και άπειρη πραγματικότητα της σοφίας του ερωμένου προσώπου, του Θεού. Η γνώση αυτή που αποκτάται δεν έχει επομένως τον χαρακτήρα της
ανακάλυψης, της κατάκτησης, αλλά της δωρεάς, του χαρίσματος που δεν είναι ο αυτοσκοπός, αλλά το αποτέλεσμα της πορείας προς την σχέση231. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ως γνήσιος φορέας της παράδοσης της βιωματικής θεολογίας, με πολύ ενάργεια εξηγεί πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο: όπως όταν βλέπει κανείς την ηλιακή ακτίνα αισθάνεται τον αέρα, έστω και αν δεν είναι αυτό ο σκοπός του, το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους (τους επιστήμονες της πίστης) καθώς έρχονται καθαρά σε επαφή με τις θείες ακτίνες, στις οποίες από τη φύση προσυπάρχει η αποκάλυψη των πάντων, όχι μόνον των παρόντων ή των παρελθόντων, αλλά και των
μελλοντικών· έτσι γεννάται αληθινά η γνώση αυτών σαν πάρεργο του ταξιδιού κατά την αναλογία της καθαρότητας232.
Βέβαια πρέπει να αναφερθεί πως ποτέ το πείραμα δεν είναι ακριβώς το ίδιο, ούτε για τον ίδιο ούτε για διαφορετικούς επιστήμονες της πίστης. Είναι κοινή όμως η εμπειρία και ως τέτοια καταγράφεται. Δεν θα μπορούσε ποτέ το πείραμα αυτό να δώσει ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα, διότι δεν αφορά σε ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο υπακούει σε κάποιον λόγο – νόμο της φύσης, που είναι υποχρεωτικά το ίδιο233· απεναντίας το αποτέλεσμα του
πειράματος αυτού είναι διαφορετικό ακόμη και για τον ίδιο επιστήμονα, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για σχέση προσώπων η οποία διατηρεί την δυναμικότητά της και την αποκαλυπτικότητά της. Ποτέ δε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μέσα από μια διαπροσωπική σχέση έχει γνωρίσει πλήρως τον άλλον, όπως δε μπορεί να ισχυριστεί πως έχει γνωρίσει και τον εαυτό του. Απεναντίας μέσα σε μία σχέση προσώπων ο καθένας γνωρίζει τον άλλον όσο ο δεύτερος του επιτρέπει να τον γνωρίσει,
όσο του αποκαλύπτεται. Παρά ταύτα η εν ελευθερία αποκάλυψη του ενός προσώπου προς το άλλο και ο απολύτως δυναμικός χαρακτήρας της σχέσης δεν αποτελούν εμπόδια τέτοια, ώστε να μη μπορούμε να μιλάμε για εμπειρία που έχει κοινά χαρακτηριστικά· χαρακτηριστικά που να μαρτυρούν για το αδιάψευστο της προσωπικής συνάντησης με τον Δημιουργό της φύσης234. Η συνάντηση όμως αυτή είναι πολύ ευαίσθητη ενεργειακά, διότι ο Θεός ενεργεί ως «αύρα λεπτή»235 και ως εκ τούτου τα όργανα μέτρησης του εργαστηρίου, που είναι ο νους – η καρδιά του
ανθρώπου θέλουν πολύ καλή συντήρηση. Όταν ο φακός του τηλεσκοπίου ή του μικροσκοπίου είναι λερωμένος, δε μπορεί κανείς να δει σωστά· πρέπει να τον καθαρίσει. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο προσανατολισμός του οργάνου δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Δε μπορεί να σκοπεύει κανείς προς την Αφροδίτη και να περιμένει να δει τον Ερμή. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ αυτόν που επιθυμεί να γίνει επιστήμονας της πίστης· όπου σκοπεύει η καρδιά του καθενός, εκεί είναι και ο θησαυρός της236, οπότε αυτός της αποκαλύπτεται. Και όταν ακόμη γίνει το καθάρισμα και ο
προσανατολισμός των ευαίσθητων οργάνων, πρέπει ακόμα να
απομακρυνθεί κάθε «θόρυβος» για να «δει» το όργανο καθαρά. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που το CERN βρίσκεται περίπου σε βάθος εκατό μέτρων κάτω από το έδαφος· απαιτούνταν «ησυχία», ώστε να εκμηδενιστούν κατά το δυνατόν οι επιδράσεις εξωγενών παραγόντων. Η ευαίσθητη λοιπόν ενεργειακή αλληλεπίδραση, με ό,τι «λεπτότερο» υπάρχει, με την αύρα της Χάριτος, την Άκτιστη Ενέργεια του Θεού, απαιτεί καθαρότητα νου – καρδίας, ησυχία, και το όργανο – κάτοπτρο να βρίσκεται σε άμεσο προσανατολισμό προς το ποθούμενο, τον Θεό237.
Εάν κάποιος αμφισβητήσει την εμπειρία που προκύπτει από τα
δύσκολα και ευαίσθητα πειράματα στο CERN ή σε οποιοδήποτε άλλο εργαστήριο, δεν έχει παρά να προπαρασκευάσει τον εαυτό του με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνει και αυτός μέλος της κοινότητας των επιστημόνων που μάχονται στην πρώτη γραμμή της επιστημονικής προσπάθειας. Διαφορετικά πρέπει να εμπιστευτεί τους πρωτεργάτες για τα πορίσματά τους ακόμη και αν αυτά αργότερα τροποποιηθούν ή βελτιωθούν από νέα μεγαλύτερης ακρίβειας πειράματα. Κατά τον ίδιο τρόπο και η γνώση που
προκύπτει από τα πειράματα που πραγματοποιεί ο επιστήμονας της
πίστης δε μπορεί να αμφισβητηθεί ή να κατηγορηθεί ως υποκειμενική, διότι είναι κοινή σε όλους τους επιστήμονες – αγίους της Εκκλησίας238· επομένως είναι αληθινή αλλά όχι και αντικειμενική, διότι η σχέση προσώπων και ιδιαίτερα η σχέση με τον Θεό δε μπορεί να γίνει αντικείμενο έρευνας, εφόσον προϋποθέτει αλληλοπεριχώρηση, αλληλοπροσφορά και
αλληλοαποκάλυψη, που σχετίζεται με τον βαθμό της πνευματικής
καλλιέργειας και προόδου από την πλευρά του ανθρώπου239.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως η Ορθόδοξη Θεολογία
λειτουργεί ως θετική επιστήμη, εφόσον διαθέτει την παρατήρηση και το πείραμα ως μέσα επιβεβαίωσης των αληθειών της240. Οι επιστήμονες της πίστης δεν θεολογούν στοχαστικά ούτε κάνουν μεταφυσική241. Η θεολογία τους αποτελεί καρπό της εμπειρίας που αποκτούν στα πειράματά τους και όχι διανοητικής φύσης προσεγγίσεις περί του θείου· πρόκειται για θεολογία ουκ εν ρήμασιν μόνον αλλά κυρίως εν πράγμασιν242. Κατά τον τρόπο αυτό δεν κοπιάζουν για να μάθουν τα θεία αλλά για να τα πάθουν243. Το αντικείμενό τους είναι η δια της εμπειρίας – μεθέξεως γνώση του Ακτίστου, του υπερ–φύσιν, ενώ αντικείμενο των Φυσικών Επιστημών η γνώση του κτιστού κόσμου δηλαδή του κατά φύσιν244. Η κοινή εμπειρία τους είναι η θεολογία που διασώζει ζωντανή την πίστη, την πεποίθηση ότι η ένωση Θεού και κόσμου, Ακτίστου και κτιστού είναι δυνατή245.
Μετά από τα παραπάνω καθίσταται σαφής ο τρόπος με τον οποίο διασφαλίζεται η «επιστημονικότητα» της διαδικασίας προσέγγισης και κατανόησης της διήγησης της Γενέσεως από τους Πατέρες της Εκκλησίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η γνώση που αποκομίζουν είναι η σαφής γνώση περί του τρόπου της Δημιουργίας· δεν είναι αυτό το γνωστικό τους «αντικείμενο», αλλά η σαφής γνώση του Δημιουργού της. Έτσι, εκείνο που προτάσσεται είναι η εμπειρία του Άκτιστου Θεού, ο φωτισμός και η εξ αυτού προσέγγιση και κατανόηση του Βιβλικού κειμένου246. Ως εκ τούτου ενώ στις ερμηνείες τους συνδυάζουν και κατά κάποιον τρόπο εναρμονίζουν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους με τις θεολογικές – με την γνώση του Θεού, κεντρικό τους μέλημα παραμένει πάντα το πώς θα οδηγήσουν τους ακροατές τους, το ποίμνιό τους στην θεογνωσία και όχι στο πώς της δημιουργίας, στον τρόπο και την λειτουργία των νόμων της φύσης, που αποτελεί αντικείμενο των επιστημόνων. Έτσι βλέπουμε τον Μέγα Βασίλειο στην Εξαήμερό του να αναφέρει ότι για να ερευνήσω την ουσία του καθενός από τα όντα, είτε αυτών που συλλαμβάνονται με την πνευματική όραση, είτε αυτών που υποπίπτουν στις αισθήσεις, θα έπρεπε να μακρύνω και να επεκτείνω πολύ τον λόγον μου… και αν γίνονταν αυτό, τίποτε το ωφέλιμο δεν θα προέκυπτε για την οικοδομή της Εκκλησίας247. Παρά ταύτα με σαφήνεια δηλώνει πως δεν πρέπει να δειλιάσουμε εξαιτίας των δυσκολιών της έρευνας, διότι… με την βοήθεια του Πνεύματος… και την συνεργασία της Χάριτος θα οικοδομήσουμε την Εκκλησία του Θεού248. Άλλωστε όπως προαναφέρθηκε παροτρύνει τον οποιονδήποτε να είναι ερευνητικός προς κάθε κατεύθυνση, ώστε να μη στερήσει τον εαυτό του από την δυνατότητα που έχει, να βρει δίοδο προς τον Θεό249.
Η «οὐκ ἐν ῥήμασιν ἀλλ’ ἐν πράγμασιν εὐσέβεια»250 των Πατέρων, η μετοχή τους στην Χάρη του Θεού και ο εξ αυτής φωτισμός απέδωσε καρπούς, ώστε οι θέσεις τους να έχουν έναν «χωρητικό» χαρακτήρα και να καθιστούν σαφές το ότι δεν κάνουν Επιστήμη και δεν διεκδικούν το επιστημονικό αλάθητο. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης με απλότητα αναφέρει ότι ο λόγος του, οι απόψεις του περί της κοσμογενέσεως δεν αποτελούν δόγμα, διότι δεν θέλει να δώσει αφορμή στους διαβάλλοντας, αλλά ο,τιδήποτε γράφει αποτελεί μια εξάσκηση της διάνοιας πάνω στα συγκεκριμένα νοήματα χωρίς να αποδίδει εξηγητική διδασκαλία στα γραφόμενα251. Γράφει επομένως ελεύθερα τις απόψεις του χωρίς να αισθάνεται κάποια δέσμευση αλλά και χωρίς να επιδιώκει την παραμικρή
αντιπαράθεση. Απεναντίας αναφέρει ότι δεν αντιδογματίζει προς τις απόψεις του αγίου Βασιλείου, ακόμη και αν η ακολουθία των νοημάτων οδηγήσει σε διαφορετική ερμηνεία, αλλά και ότι δεν θα προκληθεί καμία βλάβη και σε κανέναν εάν βρεθεί κάτι από τα λεγόμενα διαφορετικό από την κοινή αντίληψη252. Με τέτοιον τρόπο τοποθετούμενοι οι Πατέρες της Εκκλησίας παραθέτουν, επεξεργάζονται, κριτικάρουν τις κρατούσες επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους και διατυπώνουν απόψεις μ’ έναν δυναμισμό που τις καθιστά διαχρονικές, ώστε και σήμερα να έχουν πολλά να μας πουν, ακόμη και αν οι βασικές επιστημονικές αρχές έχουν
προσπεραστεί. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης αυτής των Πατέρων αξίζει να αναφερθεί η θέση του Μεγάλου Βασιλείου για το πού στηρίζεται η γη· αφού παραθέτει τις απόψεις παλαιότερων και νεότερων Φυσικών Φιλοσόφων, καταλήγει σ’ αυτές των συγχρόνων του, που ήταν επί της ουσίας οι Αριστοτελικές απόψεις που θέλουν την γη να είναι στο κέντρο του σύμπαντος253, κάτι που από τον Γαλιλαίο και μετά θεωρείται
οριστικά λανθασμένο. Μετά την παράθεση όλων των απόψεων και ενώ φαίνεται πως ο ίδιος υποστηρίζει περισσότερο την τελευταία, δεν αποφθέγγεται ότι οπωσδήποτε αυτή είναι η σωστή και καμία άλλη. Απεναντίας στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τον ψαλμό που αναφέρει «ἐγὼ ἐστερέωσα τοὺς στύλους αὐτῆς»254 δηλαδή της γης, με ευρύτητα πνεύματος προτρέπει τους ακροατές του να μην ερμηνεύσουν κατά γράμμα, αλλά «τὴν συνεκτικὴν αὐτῆς δύναμιν στύλους εἰρῆσθαι νόμισον»255. Επομένως «οι στύλοι» δεν είναι άλλοι από την δύναμη που συγκρατεί την γη στη θέση της· προφανώς δεν γνώριζε ο Άγιος του Θεού τον νόμο της βαρύτητας, ούτε την έννοια της κεντρομόλου δύναμης που υποχρεώνει σε
τροχιά τα ουράνια σώματα, αλλά και να τον γνώριζε δεν θα είχε καμία αξία, εφόσον δεν θα γινόταν κατανοητός από κανέναν· αντιλαμβάνονταν όμως με σαφήνεια πως επρόκειτο για μια δύναμη που είναι υπεύθυνη γι’ αυτό, και διατύπωσε την άποψή του με τρόπο αφενός κατανοητό στους συγχρόνους του, αφετέρου «χωρητικό» στις μεταγενέστερες ερμηνείες. Καταλήγει δε ο άγιος του Θεού όχι σε επιστημονικές βεβαιότητες αλλά με μία ήπια και ήρεμη τοποθέτηση δηλώνει ότι αν κάτι από αυτά που είπα σου
φαίνεται ως η πιθανή αλήθεια, μετάφερε τον θαυμασμό σου στην σοφία του Θεού που τα τακτοποίησε όλα έτσι. Διότι και αν ευρεθεί ο τρόπος με τον οποίο γίνονται όλα τα παράδοξα δεν ελαττώνεται η έκπληξη για τα καταπληκτικότατα πράγματα. Αλλά και αν ακόμα δεν ευρεθεί ο τρόπος, η απλότητα της πίστης ας είναι περισσότερο πειστική από τις λογικές αποδείξεις256.
Σημειώσεις
218. Κάτι τέτοιο μαρτυρείται στο έργο του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Απολογητικός περί της Eξαημέρου, PG 44, 65 A, B: «Ἐν γὰρ τοσούτοις τοῖς ἀκούουσι, πολλοὶ μὲν ἦσαν καὶ οἱ τῶν ὑψηλοτέρων ἐπαϊόντες λόγων· πολλαπλασίους δὲ οἱ τῆς λεπτοτέρας ἐξετάσεως τῶν νοημάτων οὐκ ἐφικνούμενοι, ἄνδρες ἰδιῶται καὶ βάναυσοι ταῖς ἐπιδιφρίοις ἐργασίαις προσασχολούμενοι, καὶ ὁ ἐν γυναιξὶ λαὸς τῶν τοιούτων μαθημάτων ἀγύμναστος, καὶ ἡ νεολαία τῶν παίδων, καὶ οἱ παρηλικέστεροι κατὰ τὸν χρόνον…».
219. «Ποία ἀκοὴ τοῦ μεγέθους τῶν λεγομένων ἀξία; πῶς παρεσκευασμένην ψυχὴν πρὸς τὴν τῶν τηλικούτων ἀκρόασιν προσῆκεν ἀπαντᾶν; Καθαρεύουσαν τῶν παθῶν τῆς σαρκὸς, ἀνεπισκότητον μερίμναις βιωτικαῖς, φιλόπονον, ἐξεταστικήν, πάντοθεν περισκοποῦσαν εἴ ποθεν λάβοι ἀξίαν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ». Βλ. Αρχιεπισκόπου Βασιλείου Καισαρείας Καππαδοκίας, Ομιλίαι Θ, Εις την Εξαήμερον, PG 29b, 4Α.
220. Όπ. παρ., PG 29b, 5A.
221. «Οὗτος τοίνυν ὁ τῆς αὐτοπροσώπου θέας τοῦ Θεοῦ ἐξίσου τοῖς ἀγγέλοις ἀξιωθεὶς, ἐξ ὧν ἤκουσε παρὰ τοῦ Θεοῦ διαλέγεται ἡμῖν. Ἀκούσωμεν τοίνυν ἀληθείας ῥημάτων οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας ἀνθρωπίνης, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος λαληθεῖσιν· ὧν τὸ τέλος οὐχ ὁ τῶν ἀκουόντων ἔπαινος, ἀλλ᾿ ἡ σωτηρία τῶν διδασκομένων». Όπ. παρ. PG 29b, 5C.
222. «Εἰ οὖν ταῦτα σὺ καὶ τὰ τοιαῦτα πολυπραγμονῶν, ὁ πᾶσι τοῖς ὑψηλοῖς ἐπεκτεινόμενος, καὶ τὰ ἐν τῷ ζόφῳ τῆς τοῦ Μωϋσέως ὀπτασίας κείμενα, αὐτός τε ἰδεῖν τῇ φρονήσει σου, μὴ πρὸς ἄλλον βλέπειν, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐν σοὶ χάριν, καὶ τῷ πνεύματι τῆς ἀποκαλύψεως τῷ διὰ τῶν προσευχῶν σοι φανερουμένῳ, τὰ θεῖα βάθη διερευνᾶσθαι». Βλ. Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης, Απολογητικός περί της Εξαημέρου, PG 44, 68B.
223. «Ἀλλὰ πρὶν ἐξετάσαι τὴν ἐν τοῖς ῥήμασιν ἀκρίβειαν, καὶ διερευνήσασθαι ἡλίκα τῶν μικρῶν φωνῶν τούτων ἐστὶ τὰ σημαινόμενα…», Μ. Βασιλείου, όπ. παρ. PG 29b, 5Α.
224. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Δαμιανόν, Π. Χρήστου 2, 459.
225. Οι εκφράσεις «επιστήμη της πίστης» και «επιστήμονας της πίστης» είναι δανεισμένες
από το βιβλίο του π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση
στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 179.
226. Ρωμ. 11:29, «ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ».
227. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι είναι και λέγεται φύση των όλων ο Θεός, διότι όλα μετέχουν σ’ αυτόν και συγκροτούνται με την μέθεξη αυτού· όχι με την μέθεξη της φύσης του, αλλά με τη μέθεξη της ενέργειάς του: «ἔστι δὲ καὶ λέγεται φύσις τῶν ὄντων πάντων ὁ θεός, ὡς αὐτοῦ πάντων μετεχόντων καὶ τῇ μεθέξει τούτου συνεστώτων· οὐ τῇ μεθέξει τῆς αὐτοῦ φύσεως, ἄπαγε, ἀλλὰ τῇ μεθέξει τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας. Βλ. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα,
78, PG, 150, 1176Β, ΕΠΕ 8, 170, 19 – 23. Βλ. επίσης, Ματσούκας Νικόλαος, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ Δ, Ο Σατανάς, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 35.
228. Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας εξηγεί ότι μολονότι τα κτίσματα είναι όλα πλασμένα λίαν καλά, υστερούνται του τελείου. Παραπέμπει δε στον Άγιο Ειρηναίο που λέει: «οὐ γὰρ ἠδύναντο ἀγέννητα εἶναι τὰ νεωστὶ γεγεννημένα. Καθό δὲ μὴ ἀγέννητα κατὰ τοῦτο ὑστεροῦνται τοῦ τελείου». (PG 7, 1105B). Βλ. Ματσούκας Νικόλαος, όπ. παρ., σελ. 63.
229. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξηγεί ότι είναι αδύνατο να προσεγγίσει οποιδήποτε κτιστό ον την φύση του Θεού. Εάν επομένως πλησιάσει κανείς τον Θεό, αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ενεργειακά, όχι με την μετοχή στις ενέργειες του Θεού στις οποίες μετέχει η φύση όλων των κτισμάτων (αμετάκλητες ενέργειες), αλλά με την προαίρεση, το αυτεξούσιο, που είναι ένα εξαιρετικό οντολογικό χαρακτηριστικό μόνο των λογικών κτισμάτων, δια του οποίου έχει την δυνατότητα επιλογής του τρόπου με τον οποίο θέλει να ζήσει· με ή χωρίς τον Θεό. Βλ. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 78, PG, 150, 1176Β, ΕΠΕ 8, 172, 1 – 12: «πῶς οὖν ἡμεῖς πλησίον τοῦ θεοῦ γενώμεθα; ἆρα τῇ φύσει πλησιάζοντες αὐτοῦ; ἀλλ’ οὐδεμίαν ἔχει ἢ ἕξει κοινωνίαν ἢ ἐγγύτητα πρὸς τὴν ἀνωτάτω φύσιν τῶν κτιστῶν ἁπάντων οὐδὲ ἕν. εἴπερ οὖν τις γέγονε πλησίον τοῦ θεοῦ, τῇ ἐνεργείᾳ πάντως ἐπλησίασεν αὐτοῦ. πῶς οὖν; ὡς μετέχων ἐκείνης φυσικῶς; ἀλλὰ τοῦτο κοινόν ἐστι πάντων τῶν κτισμάτων. οὐκοῦν οὐ τοῖς ἐκ φύσεως προσοῦσιν, ἀλλὰ τοῖς ἐκ προαιρέσεως προσγινομένοις,
πλησίον τις ἢ μακρὰν γίνεται θεοῦ. Προαίρεσις δὲ μόνων τῶν λογικῶν ἐστι. ταῦτα οὖν μόνα τῶν ἄλλων ἁπάντων, ἢ μακρὰν ἢ ἐγγὺς γίνεται θεοῦ δι’ ἀρετῆς ἢ κακίας ἢ ἐγγίζοντα ἢ μακρυνόμενα. ταῦτα τοιγαροῦν μόνα καὶ δεκτικά ἐστιν ἀθλιότητος ἢ μακαριότητος·ἀλλ’ ἡμεῖς σπεύσωμεν τῆς μακαριότητος ἐπιλαβέσθαι».
Η ορθή χρήση της προαίρεσης είναι που μεταβάλλει τον άνθρωπο από ψυχικό, δηλαδή αποτελούμενο μόνο από σώμα και ψυχή, σε πνευματικό προσθέτοντας σ’ αυτόν την χάρη του επουρανίου Πνεύματος και τελειώνοντάς τον. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3, 43, Π. Χρήστου 1, 454, ΕΠΕ 2, 202, 20,23. «Ἄλλως τε καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐκ τριῶν ὑφέστηκε· χάριτος Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καὶ γηΐνου σώματος».
230. Κολ. 3:11.
231. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο επιστήμονας της πίστης δηλαδή ο φιλόθεος άνθρωπος κινείται με μοναδικό στόχο του να αγαπήσει τον Θεό με όλη του την ύπαρξη: «… ἀλλ’ ἵνα φθάσωμεν μόνον ἐν πάσῃ αἰσθήσει καὶ πληροφορίᾳ καρδίας ἀγαπῆσαι τὸν Θεόν». Βλ. Προς Ακίνδυνον, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 10, 31, Π. Χρήστου 3, 484, ΕΠΕ 6, 540, 11 – 12.
Ο θείος πόθος είναι αυτός που θα καθαρίσει κάθε διάθεση και κάθε δύναμη της ψυχής και του σώματος κάνοντας την κάθαρση του νου πιο σταθερή και καθιστώντας τον άνθρωπο δεκτικό της θεοποιού Χάριτος: «Ὁ δὲ θεῖος πόθος, πᾶσαν ἕξιν τε καὶ δύναμιν ψυχῆς τε καὶ σώματος καθαίρων καὶ τῷ νῷ μονιμωτέραν ἀπεργασάμενος τὴν κάθαρσιν, δεκτικὸν τῆς θεοποιοῦ χάριτος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖται». Βλ. του ιδίου, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,3, 12 Π. Χρήστου 1, 690, ΕΠΕ 2, 602, 21 – 24.
232. Το σπουδαιότερο επομένως για τους επιστήμονες της πίστης είναι ότι δεν έχουν ως αυτοσκοπό τους την απόκτηση γνώσης ή χαρισμάτων, αλλά την συνάντησή τους με τον Θεό. Η αγάπη προς τον Θεό αποτελεί την αρχή για την συνάντηση, και είναι αυτή η αιτία που στον κατάλληλο καιρό θα καρποφορήσουν η γνώση και τα χαρίσματα: «καὶ τὸ δὴ μέγιστον, ὡς οὐδὲ περὶ ταῦθ’ ὁ σκοπὸς τείνει τῶν μακαριωτάτων ἐκείνων, ἀλλ’ ὥσπερ εἴ τις ὁρῴη πρὸς ἡλιακὴν ἀκτίνα καὶ τῶν ἀερίων ἀτόμων αἰσθάνεται κἄν μὴ τοῦτ’ αυτῷ τυγχάνῃ σκοπός, οὕτως ἐκείνοις ταῖς θείαις ἀκτῖσι καθαρῶς ὁμιλοῦσιν, αἷς φύσει πρόσεστιν ἡ πάντων ἀποκάλυψις, ουχὶ τῶν ὄντων μόνων ἢ καὶ γεγενημένων, ἀλλά καὶ τῶν ἔπειτ’ ἐσομένων, ὁδοῦ πάρεργον ὡς ἀληθῶς ἡ τούτων προσγίνεται γνῶσις κατὰ ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος». Βλ. Προς Ακίνδυνον, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 11, 40, Π. Χρήστου 3, 492, ΕΠΕ 6, 556, 19 – 25.
233. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως το αποτέλεσμα του πειράματος είναι ακριβώς το ίδιο μόνο σε ότι αφορά σε θέματα που μελετάει η Κλασική Φυσική. Απεναντίας στις σύγχρονες θεωρίες της Κβαντικής Φυσικής ή του Χάους ο στατιστικός χαρακτήρας και η μη προβλεψιμότητα έχουν δώσει την θέση τους στην απόλυτη βεβαιότητα της κλασικής προσέγγισης.
234. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η συνάντηση και η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό προϋποθέτει την σφοδρή επιθυμία και την κατάλληλη προετοιμασία του ανθρώπου για κάτι τέτοιο. Κατά την ένωση αυτή ο άνθρωπος μετέχει ενεργειακά μέσα στην άκτιστη Χάρη, στις άκτιστες ενέργειες του Θεού και έτσι η κτιστή φύση του αποκτάει την εμπειρία του ακτίστου Θεού. Ο Θεός δεν πραγματοποιεί από μόνος του την ένωση με έναν υποχρεωτικό τρόπο, σεβόμενος με απόλυτο τρόπο το αυτεξούσιο που χάρισε στο πλάσμα του ως οντολογικό του χαρακτηριστικό. Είναι φανερή η συνεργία του ανθρώπου που απαιτείται, ώστε με την ελεύθερη συγκατάθεσή του να δοθεί ολόκληρος στον Θεό, να Του προσφερθεί ως ζωντανή θυσία. Έτσι, εξηγεί ο άγιος ότι, όταν ο νους καθαριστεί και φωτιστεί, οπότε βλέπει τον εαυτό του ως νοερό φως, και δεν βλέπει απλώς την δική του εικόνα, αλλά την φωτεινή και λαμπρυσμένη εικόνα από την Χάρη του Θεού. Τότε η Χάρη του Θεού συμπληρώνει την δύναμη του νου για να υπερβαίνει τον εαυτό του και να ολοκληρώνει την ένωσή του με τα ανώτερα, και πάνω από κάθε έννοια. Τότε με σαφήνεια ο νους φτάνει στην μέθεξη της άκτιστης Χάρης, και με την βοήθειά της βλέπει τον Θεό. Αυτή είναι η κοινή εμπειρία η οποία καταγράφεται από τους αγίους του Θεού και μαρτυρεί για το αδιάψευστο της «επιστημονικότητας» της εμπειρικής διαδικασίας. Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,3, 11, Π. Χρήστου 1, 547, ΕΠΕ 2, 362, 32 – 364, 8: «… ὁ νοῦς καθαρθεὶς καὶ φωτισθεὶς καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος τρανὼς ἐν μεθέξει γεγονώς, μεταλαγχάνει μὲν καὶ μυστικῶν ὑπερφυῶν ἄλλων θεαμάτων… ἀλλὰ καὶ ἑαυτὸν ὁρῶν ὡς ἄλλο μὲν ὁρᾷ, ἀλλ’ οὐκ εἰς ἄλλο καὶ οὐ τὴν ἰδίαν ἁπλῶς εἰκόνα ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
λαμπρότητα, συμπληροῦσαν τὴν εἰς τὸ ὑπερβάλλειν ἑαυτὸν δύναμιν τοῦ νοῦ καὶ τελειοῦσαν τὴν εἰς τὰ κρείττω καὶ ὑπὲρ ἔννοιαν ἕνωσιν, δι’ ἧς ὁ νοῦς κρεῖττον ἤ κατ’ ἄνθρωπον ἐν Πνεύματι Θεὸν ὁρᾷ…».
235. «11 Ἐξελεύσῃ αὔριον καὶ στήσῃ ἐνώπιον κυρίου ἐν τῷ ὄρει· ἰδοὺ παρελεύσεται κύριος. καὶ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρῖβον πέτρας ἐνώπιον κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ κύριος· 12 καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κακεῖ κύριος». Βασ. Γ΄ 19:11,12.
236. «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία σου». Ματθ. 6:21.
237. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αναφέρει ότι όταν ο νους του ανθρώπου είναι καθαρμένος
συμπεριφέρεται σαν ένα καθαρό κάτοπτρο που λάμπει καθώς πέφτει πάνω του το Άκτιστο φως του Θεού. Βλ. Β΄ Προς Βαρλαάμ, Π. Χρήστου 1, 289: «Ὅταν δὲ καὶ νοῦς ᾖ τὸ ἔσοπτρον, καὶ νοῦς κεκαθαρμένος καὶ ἀκηλίδωτος, φύσις ἄϋλος, φῶς συγγενές, εἰ χρὴ λέγειν, τῷ ἀνωτάτῳ καὶ πρώτῳ φωτί, πῶς ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου καταλαμπόμενος φωτὸς οὐκ αὐτὸ φαίνητ’ ἄν κατὰ μέθεξιν ὅ τὸ ἀρχέτυπον κατ’ αἰτίαν ἐστί;».
238. Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός εξηγεί ότι ο καθηγητής – επιστήμονας στην γνώση του Ακτίστου είναι ο πνευματικός πατέρας («καθηγητής τής ερήμου» ονομάζεται ορθόδοξα), που πρέπει να έχει την εμπειρία τής θεώσεως. Με βάση αυτή την αρχή λειτουργεί η παράδοση τής Ορθοδοξίας με κέντρο τις Οικουμενικές συνόδους. Το πλήρωμα των πιστών εμπιστεύεται την γνώση των θεουμένων, όπως οι επιστήμονες την γνώση και αξιοπιστία των ειδικών του χώρου τους. Σ' αυτή την συνάφεια φαίνεται και η ορθόδοξη σημασία του δόγματος. H διδασκαλία τής πίστεως (αυτό είναι το δόγμα ως εμπειρία των Αγίων) είναι το επιστημονικό εγχειρίδιο του επιστήμονος τής θεώσεως και λειτουργεί ως οδηγός των άλλων προς την θέωση. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 180.
239. Η προσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο είναι δεδομένη, οπότε ο άνθρωπος είναι αυτός που προπαρασκευάζοντας τον εαυτό του, τον καθιστά περισσότερο ή λιγότερο δεκτικό της Χάριτος του Θεού. Ο Θεός από την δική Του πλευρά έχει ήδη κάνει το έσχατο βήμα της προσφοράς Του προς τον άνθρωπο με την σάρκωση, την σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψή Του. Απομένει από τον άνθρωπο το «ναι» στην πρόταση του Θεού, το οποίο απαιτεί την γνήσια, άδολη, γλυκιά, απαλή εναπόθεση της ύπαρξής του στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα και Δημιουργού.
240. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 179.
241. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, «ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ», Ορθόδοξη πίστη και Φυσικές επιστήμες, Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ». Διαθέσιμο στο site: http://www.impantokratoros.gr/35CD470E.el.aspx
242. «ὡς οὐκ ἐν ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Δαμιανόν, Π. Χρήστου 2, 459.
Επίσης: «… μὴ ἐν ὀνόμασιν, ἀλλ’ ἐν πράγμασίν ἐστιν ἡμῖν ἡ ἀλήθεια». Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, PG 36, 92A.
243. «…πάσχειν καὶ αὐτῷ τὰ θεῖα … ψυχὴ ἡ τὰ θεῖα πεπονθυῖᾳ». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,2, 12, Π. Χρήστου 1, 518, 18 – 19, ΕΠΕ 2, 314, 8 – 10.
244. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του
Νέου Ελληνισμού, Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1998, σελ. 176.
245. Βλ. Π. Γεωργίου Μεταλληνού, όπ. παρ., σελ. 175.
246. Μία διαφορετικού τύπου προσέγγιση, όπως είναι η προσκόλληση στα κείμενα (το sola scriptura) οδηγεί κατά τον π. Γεώργιο Μεταλληνό στην ιδεολογικοποίησή τους και κατ' ουσίαν στην ειδωλοποίησή τους, δηλαδή την απολυτοποίησή τους με όλες τις ευνόητες συνέπειες. Βλ. Σχέσεις και Αντιθέσεις, Ανατολή και Δύση στην πορεία του Νέου Ελληνισμού, όπ. παρ., σελ. 177.
247. «Ἡ περὶ τῆς οὐσίας ἔρευνα ἑκάστου τῶν ὄντων, ἢ τῶν κατὰ θεωρίαν ὑποπιπτόντων ἡμῖν, ἢ τῶν προκειμένων ἡμῶν τῇ αἰσθήσει, μακρὸν καὶ ἀπηρτημένον λόγον ἐπεισάγει τῇ ἐξηγήσει, ὡς πλείονας ἐν τῇ περὶ τοῦ προβλήματος τούτου σκέψει καταναλίσκεσθαι λόγους τῶν λοιπῶν, ὅσα ἐνδέχεται ῥηθῆναι περὶ ἑκάστου τῶν ζητουμένων· πρὸς τό, μηδὲ προύργου τι εἶναι εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας οἰκοδομὴν τὸ περὶ ταῦτα κατασχολεῖσθαι». Βλ. Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος Α΄, PG 29b, 20C, ΕΠΕ 4, 48.
248. «Ἀπρόσιτος μὲν γὰρ αὐτῶν καὶ ἡ θέα, δυσερμήνευτος δὲ παντελῶς τῶν νοηθέντων ὁ λόγος. Πλὴν ἀλλ᾿ ἐπειδὴ παρὰ τῷ δικαίῳ κριτῇ, καὶ ὑπὲρ μόνου τοῦ προελέσθαι τὰ δέοντα, οὐκ εὐκαταφρόνητοί εἰσιν ἀφωρισμένοι μισθοὶ, μὴ ἀποκνήσωμεν πρὸς τὴν ἔρευναν. Εἰ γὰρ καὶ τῆς ἀξίας ἀπολειπόμεθα, ἀλλ᾿ ἐὰν τοῦ βουλήματος τῆς Γραφῆς μὴ ἐκπέσωμεν τῇ βοηθείᾳ τοῦ Πνεύματος, καὶ αὐτοὶ οὐκ ἀπόβλητοι παντελῶς κριθησόμεθα, καὶ τῇ συνεργίᾳ τῆς χάριτος οἰκοδομήν τινα τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ παρεξόμεθα». Βλ. Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος Β΄, PG 29b, 28C–29Α, ΕΠΕ 4, 64.
249. «…φιλόπονον, ἐξεταστικήν, πάντοθεν περισκοποῦσαν εἴ ποθεν λάβοι ἀξίαν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ». Μ. Βασιλείου, όπ. παρ., Εις την Εξαήμερον Α΄, PG 29b, 4Α.
250. Όπ. παρ., Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς Δαμιανόν, Π. Χρήστου 2, 459.
251. «Οὐ γὰρ δόγμα τὸν λόγον ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμὴν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν· ἀλλ’ ὁμολογοῦμεν ἐγγυμνάζειν μόνον ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, τοῖς προκειμένοις νοήμασιν, οὐ
διδασκαλίαν ἐξηγητικὴν τοῖς ἐφεξῆς ἀποτίθεσθαι». Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Απολογητικός
περί της Εξαημέρου, PG 44, 68C, ΕΠΕ 5, 258, 20 – 23.
252. «Τοῦτο δέ μοι πρὸ τῆς ἐγχειρήσεως διαμεμαρτυρήσθω, τὸ μηδὲν ἡμᾶς ἀντιδογματίζειν τῷ ἁγίῳ Βασιλείῳ, περὶ τῶν κατὰ τὴν κοσμογονίαν αὐτῷ φιλοσοφηθέντων, μηδ’ ἂν πρὸς ἑτέραν ἐξήγησιν ἔκ τινος ἀκολουθίας ὁ λόγος ἔλθῃ… μηδεμιᾶς μηδενὶ διὰ τούτων βλάβης προσγινομένης, εἴ τι παρὰ τὴν κοινὴν ὑπόληψιν ἐν τοῖς λεγομένοις εὑρίσκοιτο.». Όπ. παρ., PG 44, 68B, C, ΕΠΕ 5, 258, 12 – 15.
253. Σύμφωνα με την άποψη αυτή από τα τέσσερα συστατικά του Σύμπαντος, πυρ, γη, αήρ και ύδωρ, η γη ως βαρύτερη από όλα πρέπει να βρεθεί στο χαμηλότερο σημείο· εφόσον δε το Σύμπαν είναι σφαιρικό, το «χαμηλότερο» σημείο δε μπορεί παρά να είναι το κέντρο της σφαίρας.
254. Ψαλ. 74:4
255. Βλ. Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος Α΄, PG 29b, 24Α, ΕΠΕ 4, 52.
256. «Τούτων δ᾿ ἄν σοι δοκῇ τι πιθανὸν εἶναι τῶν εἰρημένων, ἐπὶ τὴν οὕτω ταῦτα διαταξαμένην τοῦ Θεοῦ σοφίαν μετάθες τὸ θαῦμα. Οὐ γὰρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπὶ τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδὰν ὁ τρόπος καθ᾿ ὃν γίνεταί τι τῶν παραδόξων ἐξευρεθῇ· εἰ δὲ μή, ἀλλὰ τό γε ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων». Όπ. παρ., PG 29b, 25Α, ΕΠΕ 4, 56.
ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ.
5 σχόλια:
''Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως η Ορθόδοξη Θεολογία
λειτουργεί ως θετική επιστήμη, εφόσον διαθέτει την παρατήρηση και το πείραμα ως μέσα επιβεβαίωσης των αληθειών της'' , άντε να την βάλουν στην θετική δέσμη στις πανελλήνιες...
Ρωμανίδης. Ορθολογική ιατρική επιστήμη. Γι' αυτό γεμίσαμε γιατρούς κριτές τών πάντων. Είναι θεολόγοι.
"Ο επιστήμονας της πίστης διαθέτει, όπως και ο επιστήμονας της φύσης, το δικό του εργαστήριο, που είναι άλλης τάξης, άλλης κλίμακας, άλλου μεγέθους· πρόκειται για ένα ζωντανό εργαστήριο στο οποίο συμμετέχει ο όλος άνθρωπος σε μία εμπειρία. Δεν αποτελεί μία μονομερή διανοητική διαδικασία, όπου προσπαθεί να καταλάβει, να κατανοήσει σε επίπεδο εγκεφαλικό κάποιες αλήθειες· απεναντίας συμμετέχει και το σώμα του και η ψυχή του και το πνεύμα του επικαλούμενο το Πνεύμα της Αληθείας. Στο εργαστήριο αυτό η διεξαγωγή του πειράματος πραγματοποιείται με ένα οξύμωρο, μη συμβατικό σχήμα...Έτσι καθώς το «πείραμα» επαναλαμβάνεται, ο επιστήμονας της πίστης βρίσκεται μέσα σε μία ατέρμονη διαδικασία αποκάλυψης... είναι σα να αποκτά τηλεσκόπιο–όργανο μέτρησης μεγαλύτερης διακριτικής ικανότητας, εμβέλειας και οπτικής γωνίας σάρωσης...
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως η Ορθόδοξη Θεολογία λειτουργεί ως θετική επιστήμη, εφόσον διαθέτει την παρατήρηση και το πείραμα ως μέσα επιβεβαίωσης των αληθειών της. Οι επιστήμονες της πίστης δεν θεολογούν στοχαστικά ούτε κάνουν μεταφυσική. Η θεολογία τους αποτελεί καρπό της εμπειρίας που αποκτούν στα πειράματά τους και όχι διανοητικής φύσης προσεγγίσεις περί του θείου· πρόκειται για θεολογία ουκ εν ρήμασιν μόνον αλλά κυρίως εν πράγμασιν. Κατά τον τρόπο αυτό δεν κοπιάζουν για να μάθουν τα θεία αλλά για να τα πάθουν".
Εάν διαβάσουμε ολόκληρη την παράγραφο βγάζει νόημα το "συνοψίζοντας" του κ.Τακαρίδη. Ας μην τον αδικούμε. Η ανάρτηση συνεχίζεται...
"...Διότι ό δριμύς πόνος, όπου σέ κυριεύει έσω είς τό στήθος σου καί τό αίμα, οπού πτύεις από την καρδίαν σου διά τήν βίαν της καρδιακής ευχής, λογίζονται ενώπιον του Θεού ώσαν ευπρόσδεκτος θυσία. Άλλά διατί εγινεν ό πόνος είς τό κέντρον του στήθους σου και όχι αλλού πούποτε; Και διατί εκατάκοψεν εκεί η ευχή εσωθεν είς μέρη, είς μέρη τό στήθος σου, ώσαν νά ήτον καμμία κοπτερή μάχαιρα; Και διατί πτύεις αίμα, ποτέ μέν κατάμαυρον και ψυχρόν, ποτέ δέ κόκκινον και ζεστόν; Τούτο σου ηκολούθησεν αγαπητέ, διατί είς αυτό τό μέρος του στήθους σου επάλευσε και επολέμησε δυνατά η χαριτωμένη ευχή μέ τόν διάβολον και μέ τούς υπηρέτας του διά τήν λύτρωσιν και διά τήν σωτηρίαν της ψυχής σου".
Ο "παθών" μάλλον, δεν θα απευθυνθεί σε καρδιολόγο ούτε σε πνευμονολόγο...
Nά λοιπόν πού υπάρχουν ζηλωτές στήν Ελλάδα πού δέν τούς φανταζόμαστε. Χειρότεροι καί από τούς αποτειχισμένους.
"Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν
τριανταέξ και επέκεινα χρόνια". -Γ.Ιωσήφ Ησυχαστής-
https://www.pemptousia.gr/2015/08/apospasmata-apo-epistoles-tou-geront/
Καθένας με την τέχνη του...
Δημοσίευση σχολίου