Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (25)

 Συνέχεια από: Τετάρτη, 21 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 25: Τελικά, μόνο «προσκομιδὴ» προβλημάτων

Μὲ τὴ λογικὴ (καὶ τὴν ἐλευθερία) προβληματισμοῦ προ-συνοδικοῦ ἀποτολμήθηκε στὶς προηγούμενες σελίδες ἕνα σκιαγράφημα ἑρμηνευτικῶν ἐκκρεμοτήτων, ποὺ ἀναμένουν τὸν εὐ-αγγελικὸ φωτισμό τους ἀπὸ μιὰ προσδοκώμενη Σύνοδο ἐκκλησιαστικῆς καθολικότητας.

Ὁ πρῶτος προβληματισμὸς συνοψίζεται στὸ ἐρώτημα: Ἔχουμε δύο ἐκδοχὲς γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα τοῦ «κακοῦ»: Νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ «κακὸ» σὰν συνέπεια μιᾶς ἀρχέγονης «πτώσης» πρωτόπλαστου ζεύγους προπατόρων μας. Ἢ νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε μόνο σὰν συνέπεια τῆς κτιστότητας, δηλαδὴ τῶν ὑπαρκτικῶν περιορισμῶν καὶ ἀναγκαιοτήτων ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν κτιστὴ ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Αἰτία της. Ποιά ἀπὸ τὶς δύο ἐκδοχὲς λύνει περισσότερα προβλήματα, ποιά μοιάζει συνεπέστερη στὸν φωτισμὸ τοῦ ὑπαρκτικοῦ προβλήματος ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ ἑπτὰ πρῶτες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι;

Ὁ δεύτερος προβληματισμός: Νὰ ἑρμηνεύσουμε κατὰ γράμμα τὶς ἀναφορὲς τῆς ΚΔ σὲ «αἰώνια κόλαση», σὲ ἀέναο, δίχως πέρας τιμωρητικὸ βασανισμὸ ἀνθρώπων γιὰ ἁμαρτήματα, ἐγκλήματα, κακοπραγίες. Ἢ νὰ θεωρήσουμε τὴν «κόλαση» ὡς εἰκόνα (ποιοτικὸ ἰσοδύναμο) τῆς ἐλεύθερης ἄρνησης ἀνθρώπων νὰ μετάσχουν στὴ σωτηρία (ὑπαρκτικὴ ὁλοκληρία) ποὺ προσφέρει ὁ μανικὸς ἔρως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Νὰ θεωρήσουμε τὸ ὄχι τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς ἄρνηση τῆς ὕπαρξης, κατάφαση τῆς ἀνυπαρξίας, ἐπιλογὴ τοῦ ὑπαρκτικοῦ αὐτομηδενισμοῦ. Ποιά ἀπὸ τὶς δύο ἐκδοχὲς λύνει περισσότερα προβλήματα, ποιά μοιάζει συνεπέστερη στὸν φωτισμὸ τοῦ ὑπαρκτικοῦ προβλήματος ποὺ κατόρθωσαν μὲ τὶς ἀποφάσεις τους οἱ ἑπτὰ πρῶτες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι;

Ἀποβλέπουμε σὲ σύνοδο, γιατὶ ἡ λογικὴ τῆς συνόδου εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς εὐφυοῦς ἀπροκατάληπτης σκέψης καὶ ἡ ἐκφραστικὴ τῆς συνόδου ἄλλη ἀπὸ τὴν ἐκφραστικὴ τῆς κοινῆς συνεννόησης. Ἡ λογικὴ τῆς συνόδου ὑπηρετεῖ τὴν ἀγαπητικὴ πατρότητα καὶ ἡ ἐκφραστικὴ τῆς συνόδου σαρκώνει τὴ μαρτυρία τῆς κοινωνούμενης ἐμπειρίας.

Εἴκοσι ὁλόκληρους αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία ζεῖ χωρὶς τὸν συνοδικὸ φωτισμὸ τοῦ προβλήματος τῆς «πτώσης» καὶ τῆς «κόλασης». Οἱ συνέπειες τῆς ἔλλειψης ἦταν καὶ παραμένουν ἐξαιρετικὰ ἐπώδυνες γιὰ πολὺ μεγάλο ἀριθμὸ ἀνθρώπων. Ἡ μεταφυσικὴ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπειλή, τὸ ἐνδεχόμενο μεταθανάτιας ζωῆς μὲ τὸν τρόμο, ἀμβλύνεται ἢ ἐξαλείφεται ἡ πίστη-ἐμπιστοσύνη στὸν πατρικὸ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, συχνὰ ὑποκαθίσταται ἀπὸ τὴ ζοφερὴ εἰκόνα ἑνὸς σαδιστῆ πατέρα, ὅπως τὸν κήρυττε ὁ Αὐγουστίνος. Παράλληλες ἐπιπτώσεις εἶναι καὶ ἡ διαστροφὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐ-αγγελίου σὲ ἀτομοκεντρικὴ νομικίστικη θρησκοληψία, σὲ νομοκανονιστικὸ νάρθηκα ἐξουσιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ ἀπὸ ἐπιδέξιους ποδηγέτες συνειδήσεων.

Μιὰ προσδοκώμενη συνοδικὴ διασάφηση τῆς «πτώσης» καὶ τῆς «κόλασης» θὰ μποροῦσε νὰ ἀναιρέσει ἀναδρομικὰ ὅλον αὐτὸν τὸν ἀνθρώπινο βασανισμό, τὴν τόση παραφθορὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐ-αγγελίου; Ὄχι βέβαια. Τὸ συνοδικὸ ἔλλειμμα παραμένει σκάνδαλο καὶ γιὰ τὴ σκέψη καὶ γιὰ τὸ αἴσθημα, ὅμως ἀκόμα καὶ τὸ σκάνδαλο λειτουργεῖ στὴν Ἐκκλησία ὡς μέτρο ἐπιτευγμάτων αὐθυπέρβασης — «ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται» (1 Κορ. 11, 19). Χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι προκρίνεται νὰ ἀνασταλεῖ τὸ ἀγαπητικό, προσευχητικὸ αἴτημα γιὰ τὴν ἐπανενεργοποίηση λειτουργίας τῆς συνοδικότητας στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Πέρα καὶ ἀπὸ τὰ προβλήματα, ἡ συνοδικότητα εἶναι προυπόθεση ὁριστικὴ (ὁρισμοῦ) τῆς ταυτότητας καὶ συνοχῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Μὲ ἀπροκατάληπτη σκέψη δὲν εἶναι δύσκολο νὰ διακρίνουμε ὅτι στὴν «πτώση» ἀποδίδουμε ὅ,τι ἀκριβῶς ἀνήκει στὴν κτιστότητα — ἐκδεχόμαστε σὰν «πτώση» τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς (ἀναγκαιότητες-νομοτέλειες) ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν κτιστὴ ὕπαρξή μας ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Αἰτία της. Αἰτιολογοῦμε τὴν ὑπαρκτική μας δέσμευση στὸν μετρούμενο χρόνο, στὸν διαστατὸ χῶρο, στὴ νομοτελειακὴ φθορά, στὸν ἀναπότρεπτο θάνατο, ὡσὰν νὰ προέρχονται ἀπὸ ἁμάρτημα προπατορικὸ — ἀναφέρουμε σὲ συμβολικὲς φιγοῦρες «πρωτοπλάστων» τὴν ἐνοχὴ γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς ὕπαρξής μας στὸν ἀτομοκεντρικὸ τρόπο, ποὺ ὅμως εἶναι ὁ τρόπος κάθε κτιστῆς ὕπαρξης. Συγκεφαλαιώνει ὁ ἀτομοκεντρικὸς τρόπος ὅλους τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας, τὴ διαφορὰ ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης τῆς ἀγαπητικὰ κοινωνούμενης. Σημαίνει τὴν ὕπαρξη ὑποταγμένη στὶς ἐνορμήσεις αὐτοσυντήρησης, κυριαρχίας, ἡδονῆς, σὲ «ἕτερον νόμον ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοὸς καὶ αἰχμαλωτίζοντα (τὴν ἐλευθερία τῆς λογικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου) ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας (ὑπαρκτικῆς ἀποτυχίας) τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσι (τοῦ σώματος)» (Ρωμ. 7, 23). Ταυτόσημος ὁ ἀτομοκεντρισμὸς μὲ τὴν ἰδιοτέλεια, τὴν πλεονεξία, τὸν φθόνο, τὴν κακεντρέχεια, τὸ μίσος, τὴ δολιότητα, τὴν ἐξουσιολαγνία, τὸν σαδισμό.

Κάθε ἔμβια ὕπαρξη εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της (ἀπὸ τὶς ὑπαρκτικές της προδιαγραφὲς) δεσμευμένη στὸν ἀτομοκεντρικὸ τρόπο τῆς ὕπαρξης, ἡ διαιώνιση τῆς ποικιλότητας τῶν εἰδῶν γίνεται δυνατή, ἐπειδὴ οἱ ὑπαρκτικὲς μονάδες κάθε εἴδους, τὰ ἄτομα, εἶναι ὑποταγμένα στὴ νομοτέλεια τῶν φυσικῶν ἐνορμητικῶν τους ὀρέξεων. Ἡ ὑπαρκτικὴ διαφορὰ τοῦ κτιστοῦ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα οὔτε παράβασης-πτώσης-τιμωρίας οὔτε παρέμβασης «κακοῦ», ἰσοσθενοῦς μὲ τὴν αἰτιώδη τῶν πάντων ἀγάπη. Εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ὑπαρκτικὴ διαφορά, διαφορὰ αἰτίας καὶ αἰτιατοῦ, δηλαδὴ τρόπου τῆς ὕπαρξης.

Ἀναφέρθηκε καὶ σὲ προηγούμενες σελίδες ὅτι κάποιες περιγραφὲς-διευκρινίσεις ποὺ ἀποτολμήθηκαν στὴ χριστιανικὴ γραμματεία μιᾶς ὑποθετικῆς «προ-πτωτικῆς» κατάστασης τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, καταργοῦσαν τὴ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου ἀποδίδοντας καταγωγικὰ καὶ στὸ κτιστὸ ἀφθαρσία, ἀθανασία, ἐλευθερία ἀπὸ ὑπαρκτικὲς ἀναγκαιότητες, δηλαδὴ γνωρίσματα ποὺ ἀποδίδουμε στὸ ἄκτιστο. Ἔτσι ἔπαυε νὰ διαφέρει τὸ νοηματικὸ περιεχόμενο τῆς λέξης «δημιουργία» ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν λέξεων «γέννηση» καὶ «ἐκπόρευση»: Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου (καὶ τῆς σύνολης κτιστῆς πραγματικότητας συγκεφαλαιωμένης στὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία) ἔχανε κάθε νόημα, ἀφοῦ εἶχε προσφερθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεό: Μεταβαλλόταν ἀπὸ θρίαμβος προσωπικῆς ἐλευθερίας σὲ παθητικὰ δεδομένη ἀναγκαιότητα, κατέλυε τὴ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, δήλωνε μᾶλλον ἕναν ὑποχρεωτικὸ πανθεϊσμό.

Ἡ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας εἶναι σαφής: Ὅ,τι ἔχει ὑπαρκτικὴ ἀρχή (ἔναρξη), ἔχει καὶ ὑπαρκτικὸ τέλος (θάνατο), ὅ,τι εἶναι κτιστό, εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἐφήμερο, φθαρτὸ καὶ θνητό. Μέσα στὸ ἰλιγγιῶδες κτιστὸ σύμπαν τῶν δισεκατομμυρίων γαλαξιῶν —ἀπειρία τοῦ πεπερασμένου καὶ ἀπροσδιοριστία τοῦ συγκεκριμένου—, πάνω στὸν ἀσήμαντου μεγέθους ἀλλὰ μοναδικὸ σὲ ζωηφορία πλανήτη τῆς γῆς, ἕνα ἄλλο ἐν σμικρῷ ἰλιγγιῶδες σύμπαν, κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη, εἶναι τὸ μόνο ἔλλογο κτιστό, ἡ μόνη, μετὰ τὴν Αἰτιώδη Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν, προσωπικὴ ὕπαρξη. Μοναδικὴ ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα εἰκόνας τοῦ Ἀκτίστου ὁ ἄνθρωπος, εἰκόνα ἐνεργούμενη, ποὺ θὰ πεῖ: προικισμένη μὲ τὴν ἐλευθερία νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ εἰκονίζει — νὰ πραγματοποιήσει τὴν ὕπαρξη ὡς Ἀγαπητικὴ Ἐλευθερία ἢ νὰ αὐτομηδενιστεῖ ἑκούσια.

Τὴν ἐπίγνωση τῆς κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου τὴ σήμανε ἡ γλωσσικὴ ἐκφραστικὴ εἰκονολογώντας τὸ ναὶ ἢ τὸ ὄχι τῆς ὑπαρκτικῆς του ἐλευθερίας: Φυσικά, μὲ τὶς προσλαμβάνουσες τῆς κτιστότητας, δηλαδὴ μὲ ὑποδηλώσεις δανεισμένες ἀπὸ τὴν ποιητικὴ (μυθικὴ) γλώσσα καὶ ἀπὸ τὴ δικανικὴ λογικὴ καὶ ἐμπειρία — μὲ τὴν ἀνα-λογικὴ παραστατικότητα τῶν εἰκόνων τοῦ «παραδείσου» καὶ τῆς «κόλασης». Ἡ προσδοκία ἀπὸ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ σύνοδο εἶναι νὰ μεταφέρει (μεταγλωττίσει) αὐτὴ τὴν εἰκονολογικὴ ἐκφραστικὴ στὴ γλώσσα συνεποῦς ὀντολογίας, ὅπως ἔγινε καὶ ἀπὸ τὶς συνόδους τῶν πρώτων αἰώνων ποὺ φώτισαν τὴν ἀλήθεια τῆς Θεαρχικῆς Τριάδος καὶ τὸν ρεαλισμὸ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Υἱοῦ-Λόγου.

Μὲ ἀπροκατάληπτη σκέψη δὲν εἶναι δύσκολο νὰ διακρίνουμε ὅτι ἡ ἔννοια μιᾶς «αἰώνιας κόλασης», ὡς μόνιμο καὶ ἀμετάκλητο ὑπαρκτικὸ δεδομένο, εἶναι ἀπολύτως ἀσύμβατη μὲ τὸν Θεό, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὁρίζεται μόνο ὡς ἀγάπη. Δὲν γίνεται νὰ συμβιβάσουμε κολασμό, βασανισμούς, τιμωρίες δίχως πέρας καὶ δίχως ἔλεος, ἕναν ἐφιάλτη ἱδρυμένο καὶ κατεστημένο, μὲ τὸν Θεὸ ποὺ ὑπάρχει μόνο ὡς ἀγαπητικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά, μόνο κενούμενος ἀπὸ κάθε ἐπιβολὴ ἰσχύος. Εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὴ λογικὴ ποὺ Αὐτὸς μᾶς χάρισε, ὁ ἴδιος Θεὸς νὰ εἶναι «ἐραστὴς μανικώτατος» κάθε λογικοῦ του πλάσματος, ποὺ τὸ καλεῖ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη γιὰ νὰ τὸ καταστήσει μέτοχο τῆς δικῆς Του ὑπαρκτικῆς πληρότητας, ὁ ἴδιος νὰ ἱδρύει ταυτόχρονα καὶ νὰ συντηρεῖ «τόπον βασάνου» καὶ τιμωρίας τῶν ἀρνητῶν του.

Δὲν ὑπάρχει περιθώριο λογικοῦ συμβιβασμοῦ τῆς «ἄκρας ἀγαθότητος» μὲ τὴν «αἰώνια κόλαση». «Ὁ πάντων αἴτιος... ἔρως ἀγαθὸς ἀγαθοῦ διὰ τὸ ἀγαθὸν»(ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΑ, Περὶ θείων ὀνομάτων Χ, Migne P.G. 3, 708ΑΒ — ΜΑΞΙΜΟΥ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια θεολογικὰ V, Migne P.G. 90, 1385Β) δὲν γίνεται νὰ συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση «κάπου» νὰ ἀποδίδεται δικαιοσύνη. Καταργοῦμε τὸ μοναδικὸ μέσο συν-εννόησης ποὺ διαθέτουμε, τὴν κοινωνούμενη λογική, ἂν υἱοθετήσουμε ἀφελὴ τεχνάσματα συγκερασμοῦ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν νομικισμὸ μιᾶς ἀνταποδοτικῆς δικαιοσύνης.

Μὴ καλέσεις τὸν Θεὸν δίκαιον, παραγγέλλει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, ὅτι ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ οὐ γνωρίζεται ἐν τοῖς πράγμασί σου... Καὶ πῶς ὀνομάζεις τὸν Θεὸν δίκαιον, ὅτε ἀπαντήσεις τὸ κεφάλαιον τὸ περὶ τοῦ μισθοῦ τῶν ἐργατῶν;... Πῶς καλεῖ ἄνθρωπος τὸν Θεὸν δίκαιον, ὅτε ἀπαντήσεις τὸ κεφάλαιον τοῦ ἀσώτου υἱοῦ;... Ποῦ ἐστιν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅτε ἦμεν ἁμαρτωλοὶ καὶ ὁ Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ ἡμῶν... Ποῦ ἐστιν ἡ ἀνταπόδοσις αὐτοῦ ἐν τοῖς ἔργοις ἡμῶν;... Ποῦ ἐστιν ἡ γέεννα ἡ δυναμένη λυπῆσαι ἡμᾶς; καὶ ποῦ ἐστιν ἡ κόλασις ἡ ἐκφοβοῦσα ἡμᾶς πολυμερῶς καὶ νικῶσα τὴν εὐφροσύνην τῆς ἀγάπης αὐτοῦ;... Ἡ ἀνταπόδοσις τῶν ἁμαρτωλῶν ὁποία τίς ἐστιν; Ἀντὶ τῆς ἀνταποδόσεως τῆς δικαίας, αὐτὸς ἀνάστασιν ἀνταποδιδοῖ αὐτοῖς (ΙΣΑΑΚ τοῦ Σύρου, Λόγοι ἀσκητικοί, Κριτικὴ ἔκδοση Ἱ.Μ. Ἱβήρων, 2012, σελ. 591-594).

Γιὰ τὴ λογική μας, μοιάζει συνεπέστερη ἡ παραδοχὴ ὅτι «τὸ ὅλως λεγόμενον κακὸν» δὲν εἶναι κατηγορία συμπεριφορᾶς, ἁπλῶς παράβαση νόμου, ἀπείθεια σὲ ἐντολές, ἀνταρσία ἀπέναντι σὲ ἐξουσιαστικὲς αὐθεντίες. Τὸ ὑπαρκτικὸ «κακὸ» εἶναι ἄρνηση τοῦ «καλοῦ». Καὶ ἂν τὸ «καλὸ» εἶναι ἡ ὑπαρκτικὴ πληρότητα, ἡ ἐλευθερία τῆς ὕπαρξης ἀπὸ περιορισμοὺς καὶ ἀναγκαιότητες, ὁ ἔρως ὡς ἐλευθερία αὐτοπροσφορᾶς καὶ κοινωνία ἀλληλοπεριχώρησης τοῦ ὑπάρχειν, τότε, σαφέστατα, «κακὸ» εἶναι ὁ ἐγωκεντρισμός, ἡ ἰδιοτέλεια, ὁ αὐτοαποκλεισμὸς ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία τῆς ὕπαρξης. Εἶναι ἡ ἐπιλογὴ καὶ κατάφαση τῶν ὑπαρκτικῶν ὁρίων τῆς κτιστότητας, τῆς μὴ-σχέσης, τῆς μὴ-ζωῆς, ἐπιλογὴ τῆς ἀνυπαρξίας.

Στὴν Ἐκκλησία δὲν καταθέτουμε ἀτομικὲς ἰδέες, γνῶμες, προτάσεις. Καταθέτουμε πρόβλημα ἢ ὅ,τι ἀντιλαμβανόμαστε ὡς πρόβλημα καὶ ποὺ ἀφορᾶ ὄχι στὴν ὀρθότητα πεποιθήσεων, ἀλλὰ σὲ ὁποιουδήποτε τύπου διασάφηση ἢ ἀπειλὴ συγχύσεων τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (1 Πέτρ. 3, 15). Καταθέτουμε τὸ πρόβλημα, ὅπως προσκομίζουμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο (τὸ «πρόσφορο» καὶ τὸ «νάμα») γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Εὐχαριστία — καταθέτουμε τὸ πρόβλημά μας γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ Σύνοδος: προέκταση τῆς Εὐχαριστίας. Πιστεύουμε-ἐμπιστευόμαστε ὅτι ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὅ,τι καὶ μιὰ «συνέλευση στελεχῶν» ἰδεολογικοῦ «κινήματος» ἢ διεθνοῦς ὀργανισμοῦ ἢ μεγάλης ἐπιχείρησης — στὴν ἐκκλησιαστικὴ σύνοδο οἱ συνερχόμενοι ἐπίσκοποι δὲν καταθέτουν ἀτομικὲς γνῶμες, ἰδέες, ἀπόψεις, ἀλλὰ «τὴν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα» τοῦ πατρικοῦ χαρίσματος. Μετέχουν στὴ σύνοδο καὶ λειτουργοῦν συνοδικά, ἐπειδὴ ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς πατρότητας καὶ ὄχι τὴν ἱκανότητα τῆς παιδαγωγίας (Πρβλ. τὸ τοῦ Παύλου: «ἐὰν μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα», 1 Κορ. 4, 15.), ὄχι ἐπειδὴ κατέχουν πτυχία εἰδικῶν σπουδῶν καὶ τίτλους καθηγεσίας.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο αἱρετικὸν ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὄχι ὅποιον κομίζει πρόβλημα καὶ αἰτεῖται συνοδικὸ φωτισμὸ τοῦ προβλήματος, ἀλλὰ ὅποιον νομίζει ὅτι «παιδαγωγεῖ» τοὺς πιστοὺς μὲ δοξασίες ποὺ δὲν ἀπηχοῦν τὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ ἀρνεῖται τὸν φωτισμὸ τῆς αὐθαιρεσίας του ἀπὸ σύνοδο πατέρων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

                                  ΤΕΛΟΣ

ΓΙΑ ΕΙΚΟΣΙ ΑΙΩΝΕΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΝΕΦΗ ΑΓΙΩΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ. ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ κ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ; ΘΑ ΦΕΡΕΤΕ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ. 
ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΟΥΝ ΑΠΑΤΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΚΗΡΥΞΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ. ΘΑ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΜΙΑ ΑΛΑΘΗΤΗ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΗΝ ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ. 
ΠΡΙΝ ΧΡΟΝΙΑ Ο ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΕΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ  ΟΤΙ ΑΛΛΟΙΩΣΕ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΘΕΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΕΛΕΙΠΕ ΟΜΩΣ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΗΜΑ, Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. 
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΕΟΠΑΤΕΡΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΤΗΣ ΝΕΟΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΓΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ. ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΘΕΟΥ.


4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σε μια κατηχητική συνομιλία, ο ιερέας είπε σε κάποια στιγμή στην κατηχούμενη: "κόλαση είναι να είσαι μακριά από τον Χριστό, να αποξενωθείς από Αυτόν". Αφού έφυγε ο ιερέας, λέει η κατηχούμενη: (με τον τόνο: τι καλά) μόνο αυτό είναι η κόλαση;!
Ε, και ο Γιανναράς αυτό λέει.Έλα μωρέ, κόλαση είναι απλώς να φύγεις από τον Χριστό.

Ανώνυμος είπε...

ΦΟΒΕΡΟ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ανώνυμος είπε...

Η σκέψη του έχει τόσες αντιφάσεις που βαριέμαι να τις αναφέρω. Επίσης, κάνει εκλογικεύσεις για να λύσει άλυτα από την ανθρώπινη λογική προβλήματα, με αποτέλεσμα οι λύσεις που προτείνει να εγείρουν και πάλι λογικά προβλήματα και πάει λέγοντας. Τα γραπτά του θυμίζουν κείμενα θεϊστών του '68, δηλαδή θεϊστών 'παιδιών των λουλουδιών'. Ο Γιανναράς βλέπει την Πατερική Παράδοσή μας ως τον Γάλλο αστυνομικό που στέκεται με το όπλο του εμπρός από τους διαδηλωτές, και ο μακρυμάλλης Γιανναράς του βάζει δύο γαρύφαλλα πάνω στην κάννη του όπλου του: την 'κτιστότητα' που δημιουργεί 'ανάγκες' και την αγάπη που συγχωρεί τα πάντα.
Ο Μάης του '68 στην Θεολογία. Ο παν-έρως που μας απελευθερώνει από την 'κτιστότητα' .

amethystos είπε...

Βλέπεις φίλε μεγάλωσε φιλοσοφικά σέ ένα περιβάλλον τό οποίο θεωρεί τήν αντίφαση ταυτότητα καί καταλήγει όλη του η λογική προσπάθεια ένας παραλογισμός.