Συνέχεια από: Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022
Πρωτογονη Σκέψη.
Διάλογος του Πλάτωνος. Σοφιστής : 248 d6-249 a2.ΞΕΝΟΣ: Μα για το Θεό! Θα πιστέψουμε πραγματικά τόσο εύκολα πώς το Καθολικό όν (Παντελώς όντι) δέν έχει ούτε κίνηση, ούτε ζωή, ούτε ψυχή, ούτε φρόνηση, ούτε ζεί, ούτε στοχάζεται,παρά στέκεται ακίνητο, σεβαστό κι’ άγιο χωρίς να’χει νού;
ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεινόν ω ξένε θα ήταν να παραδεχθούμε τέτοια θεωρία.
ΞΕ: Μα τότε θα δεχθούμε πώς έχει νού, μά δέν έχει ζωή;
ΘΕΑΙ: Και πώς;
ΞΕ: Τότε να πούμε πώς έχει μέσα του και τα δύο, αλλά να αρνηθούμε πώς τα έχει μέσα σε ψυχή;
ΘΕΑΙ: Και με ποιόν άλλον τρόπο θα μπορούσε να τα έχει;
ΞΕ: Να πούμε τότε πώς έχει και νού και ζωή και ψυχή, παρ’όλα αυτά όμως, αν και είναι έμψυχο, στέκεται ολότελα ακίνητο;
ΘΕΑΙ: Όλα παράλογα φαίνονται.
ΞΕ: Τότε λοιπόν πρέπει να παραδεχθούμε πώς και το κινούμενο και η κίνηση είναι όντα.
ΘΕΑΙ: Βεβαίως.
ΞΕ: Το συμπέραμα λοιπον είναι πώς αν και τα όντα είναι ακίνητα, σε κανένα, πουθενά, για τίποτε, δέν υπάρχει νούς. (Ακινήτων τε όντων νούν μηδενί περί μηδενός είναι μηδαμού).
ΘΕΑΙ: Βεβαιότατα.
ΞΕ: Κι’άν όμως απο την άλλη μεριά συμφωνήσουμε πώς όλα αλλάζουν θέση και κινούνται πάλι θα βγάλουμε έξω απο τα όντα τον νού!
ΘΕΑΙ: Πώς;
ΞΕ: Είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ διατήρηση στην ίδια κατάσταση και στις ίδιες ιδιότητες και στο ίδιο πράγμα, αν δέν υπάρχει ακινησία;
ΘΕΑΙ: Με κανένα τρόπο.
ΞΕ: Τότε λοιπόν; Χωρίς αυτά πώς μπορεί να υπάρχει ή να δημιουργήθηκε πουθενά και οπουδήποτε νούς;
Στο τέλος του πρώϊμου διαλόγου Κρατύλος, ο Πλάτων είχε θέσει ώς εξής τα πράγματα: Εάν όλα αλλάζουν πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε για γνώση; Η ουσία της γνώσεως είναι η σταθερότης. Εάν και η μορφή της γνώσεως άλλαζε διαρκώς, θα μεταλλάσσοταν ταυτοχρόνως με τα όντα που κυλούν και ρέουν, και δέν θα είχαμε γνώση. Έτσι λοιπόν δέν θα υπήρχε ποτέ ούτε κάποιο όν που γνωρίζει, κάτι που γνωρίζει, ούτε κάτι που γνωρίζεται.
Για να υπάρχει όμως ο θαυμασμός του ωραίου και του αγαθού. Πρέπει το κάλλος να είναι καθεαυτό. Να μήν υπόκειται στην ροή. Εάν λοιπόν υπάρχει το κάλλος αυτό καθαυτό τότε θα υπάρχει αναγκαίως η γνώση και αυτό που γνωρίζει (Ο ΝΟΥΣ).
Επιστρέφοντας στον Σοφιστή ο Πλάτων δηλώνει πώς ο νούς είναι σαν τα παιδιά, που τα θέλουν όλα και ακίνητα και κινητά (να παίζουν χωρίς να καταστέφονται τα πράγματα). Τα οποία θέλουν το όν και το πάν, ακίνητα και κεκινημένα, επιθυμούν και λέγουν ξυναμορφότερα!
Στον Σοφιστή ο Πλάτων αποδεικνύει, ενάντια στον Παρμενίδη, πώς το μή-όν κατά κάποιο τρόπο είναι. Σαν διαφορετικό. Και ο νούς συλλαμβάνει την ταυτότητα στην διαφορά. Την ενότητα στην πολλαπλότητα!
Ο Βουδισμός με υπέρτατη αρχή του το Νιρβάνα, την ακινησία, ανταποκρίνεται στην Φιλοσοφία του Παρμενίδη, στην αυγή της σκέψης. Που δέν είναι ακόμη σκέψη. Όπως το Φώς της αυγής αναγγέλει τον ήλιο, δέν είναι ο ήλιος. Δέν είναι νόηση λοιπόν. Δέν είναι γνώση. Το Νιρβάνα είναι ακινησία.
Είναι το μηδέν του Παρμενίδη, το οποίο εκμεταλλεύθηκε ο υπαρξισμός του Χάϊντεγκερ. Ο Παρμενίδης είχε πεί: έστι γάρ είναι, μηδέν δ’ούκ έστιν.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΛΕΓΟΜΕΝΗ
Η συνάντηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας με τις ποικίλες προκλήσεις του (μετα)-νεωτερικού κόσμου αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως επιτακτική αναγκαιότητα και αίτημα της εποχής μας. Η αναγκαιότητα αυτή δεν σχετίζεται με κάποια μόδα ή συρμό αλλά με το διαλογικό ήθος της Ορθοδοξίας που με τη σειρά του απορρέει τόσο από τη θεολογική της αυτοσυνειδησία όσο και από τη φύση της Τριαδικής Θεότητας, αφού ως γνωστόν η πίστη μας στον Τριαδικό Θεό[ΧΑΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ] είναι η πίστη όχι σε μία μονάδα κλεισμένη στον εαυτό της, αλλά σε μία κοινωνία αιώνιας αγάπης, ελευθερίας και αλληλοπεριχώρησης. Σε μία κοινωνία, δηλαδή, αγαπώμενων και διαλεγόμενων θείων προσώπων, καθώς τo ίδιο το θείο Είναι, ο Τριαδικός τρόπος υπάρξεως, κατανοείται από την πατερική θεολογία αλλά και από τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, και μάλιστα την ελληνόφωνη, ως «Είναι εν κοινωνία», ως «Είναι εν διαλόγω» (Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας). Ο ενδοτριαδικός αυτός διάλογος ευρύνεται περαιτέρω με τη Δημιουργία και γίνεται διάλογος του τριαδικού Θεού με την κτιστή ετερούσια πραγματικότητα, όλως ιδιαιτέρως δε με την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο. Η δημιουργία πράγματι είναι ο διάλογος που έχει εγκαινιάσει ο Θεός, ο κατεξοχήν «Άλλος», με την κτίση, ένας διάλογος που συνεχίζεται ως την εσχατολογική πληρότητα, ως την αγαθοτοπία της Βασιλείας του τριαδικού οίκου του Θεού. Σ’ αυτόν τον διάλογο της Θείας Οικονομίας κορυφαία θέση κατέχει η Ενσάρκωση, η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο και προς χάριν του κόσμου, καθώς η Εκκλησία οφείλει να συνεχίζει εν Αγίω Πνεύματι το διαλογικό έργο σωτηρίας του Χριστού εντός της Ιστορίας· οφείλει δηλαδή να διαλέγεται με ό,τι δεν είναι ακόμη Εκκλησία (Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος). Προεκτείνοντας αυτήν την κεφαλαιώδους σημασίας θεολογική θέση θα προσθέταμε λοιπόν πως δεν νοείται θεολογία που να μην διαλέγεται με τις πέραν της Εκκλησίας πραγματικότητες, που να μην προσλαμβάνει δηλαδή «τη σάρκα» του κόσμου, που να μην σαρκώνει το Ευ-αγγέλιο της Βασιλείας ξανά και ξανά στις καινούργιες πραγματικότητες του σημερινού κόσμου. Ο διάλογος αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφραση του αγαπητικού ήθους της Εκκλησίας, την ίδια τη μαρτυρία του πνεύματος της χριστιανικής αγάπης και καταλλαγής.
Αν και για αρκετά χρόνια, εξαιτίας κυρίως –αν και όχι αποκλειστικά– ιστορικών λόγων, η συνάντηση Ορθοδοξίας και (μετα)-νεωτερικότητας προκαλούσε τον φόβο και τον δισταγμό ή αναβαλλόταν στο όνομα μιας δήθεν πιστότητας προς το γράμμα της παράδοσης, η συνάντηση αυτή φαίνεται ότι αποτελεί πλέον συνείδηση και επιτακτική ανάγκη για ένα ζωντανό και υγιές τμήμα του εκκλησιαστικού σώματος που επιθυμεί να μην αναπαύεται σε περασμένα μεγαλεία, αλλά αντίθετα να παραμένει ανοιχτό στην ανανεωτική αύρα του Πνεύματος, αφουγκραζόμενο τα μηνύματα των καιρών. Οι τρέχουσες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ορθοδοξία θέτουν κρίσιμα και κυρίως νέα και αναπάντεχα ερωτήματα, τα οποία δεν βρίσκονται σε κάποια αντιστοιχία προς το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, από το οποίο αναζητά έτοιμες λύσεις και απαντήσεις μια μονίμως στραμμένη προς το παρελθόν συντηρητική θεολογική προβληματική. Στο βαθμό δε που η Εκκλησία δεν λαμβάνει την ταυτότητά της κυρίως από το παρελθόν ή το παρόν, αλλά προεχόντως από το μέλλον, από την ερχόμενη Βασιλεία, της οποίας πρόγευση αποτελεί η Ευχαριστία, η ευχαριστιακή και εσχατολογική αυτή ταυτότητα την προστατεύει από τον διπλό πειρασμό τόσο της εκκοσμίκευσης όσο και της ιστορικής περιθωριοποίησης, τόσο του συσχηματισμού με τον κόσμο όσο και της φονταμενταλιστικης εμπνεύσεως άρνησης του συναφειακού χαρακτήρα (καθότι εν μέρει ανθρώπινη συμβολή) της παράδοσης και της θεολογίας της.
Έχοντας υπόψη την παραπάνω προβληματική η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να αναρωτηθεί με ειλικρίνεια: Mπορεί να σκιαμαχεί εναντίον του (μετα)-νεωτερικού κόσμου και των προκλήσεων που αυτός θέτει για την ίδια την αλήθεια και την ταυτότητα του ανθρώπου και του κόσμου; Μπορεί να καταδικάζει τα σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα τα οποία αξιώνουν καθολική ερμηνεία του φαινομένου της ζωής, αδυνατώντας η ίδια να επανερμηνεύσει γόνιμα και δημιουργικά, κάνοντας χρήση μιας σύγχρονης και μάλιστα κατανοητής γλώσσας, την ίδια της την πίστη και την ανακαινιστική παράδοσή της; Μπορεί άραγε η ευχαριστιακή αυτοσυνειδησία και η θεολογία του προσώπου να συμβάλουν στην νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης και σύνολης της κτίσης; Μπορεί ενας στερεοτυπικός «ορθόδοξος» ξύλινος λόγος να συνεχίσει να εξαίρει τη σημασία των Πατέρων εις βάρος των βιβλικών θεμελίων της πίστεως και της άρρηκτης σχέσης Βίβλου και Ευχαριστίας, Βίβλου και Λειτουργίας, Γραφής και Πατέρων; Μπορεί η ορθόδοξη θεολογία να προσπερνάει ή να αγνοεί τον σύγχρονο ανθρωπολογικό στοχασμό και τα αμείλικτα ερωτήματα που θέτει η ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών του ανθρώπου (ψυχολογία, ψυχανάλυση, ανθρωπολογία, γλωσσοανάλυση, κλπ.); Μπορεί η γρηγορούσα εκκλησιαστική συνείδηση να αποδοκιμάζει την ειλικρινή διαλογική προσέγγιση με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, μια προσέγγιση που προσβλέπει στην εν Χριστώ ενότητα και καταλλαγή, αλλά και στην από κοινού αναζήτηση και διατύπωση προτάσεων για τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου; Είναι σε θέση η ορθόδοξη θεολογία να αρθρώσει λόγο αλληλέγγυο προς τους χριστιανούς κάθε παράδοσης που βρίσκονται υπό διωγμόν στις αρχαίες κοιτίδες του Χριστιανισμού, αναδεικνύοντας τον ειρηνικό και συγχωρητικό χαρακτήρα του ευαγγελικού λόγου, αλλά και της αυθεντικής θρησκευτικότητας, καλλιεργώντας έτσι το αίτημα της ειρήνης και της καταλλαγής σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί ο φονταμενταλισμός και η μισαλλοδοξία; Με την προβληματική αυτή και ανάλογα ερωτήματα θα ασχοληθεί και φέτος η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών σε εκδηλώσεις, διαλέξεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια τα οποία διοργανώνει σε συνεργασία με άλλους ορθόδοξους ή οικουμενικούς φορείς, ινστιτούτα, θεολογικές σχολές και ακαδημίες, κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2013.
ΣΧΟΛΙΟ: Η απομυθοποίηση καί η Idea Christi μέ τά χριστιανικά ιδεώδη βρίσκονται σέ στενή σχέση.
ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ: Δεινόν ω ξένε θα ήταν να παραδεχθούμε τέτοια θεωρία.
ΞΕ: Μα τότε θα δεχθούμε πώς έχει νού, μά δέν έχει ζωή;
ΘΕΑΙ: Και πώς;
ΞΕ: Τότε να πούμε πώς έχει μέσα του και τα δύο, αλλά να αρνηθούμε πώς τα έχει μέσα σε ψυχή;
ΘΕΑΙ: Και με ποιόν άλλον τρόπο θα μπορούσε να τα έχει;
ΞΕ: Να πούμε τότε πώς έχει και νού και ζωή και ψυχή, παρ’όλα αυτά όμως, αν και είναι έμψυχο, στέκεται ολότελα ακίνητο;
ΘΕΑΙ: Όλα παράλογα φαίνονται.
ΞΕ: Τότε λοιπόν πρέπει να παραδεχθούμε πώς και το κινούμενο και η κίνηση είναι όντα.
ΘΕΑΙ: Βεβαίως.
ΞΕ: Το συμπέραμα λοιπον είναι πώς αν και τα όντα είναι ακίνητα, σε κανένα, πουθενά, για τίποτε, δέν υπάρχει νούς. (Ακινήτων τε όντων νούν μηδενί περί μηδενός είναι μηδαμού).
ΘΕΑΙ: Βεβαιότατα.
ΞΕ: Κι’άν όμως απο την άλλη μεριά συμφωνήσουμε πώς όλα αλλάζουν θέση και κινούνται πάλι θα βγάλουμε έξω απο τα όντα τον νού!
ΘΕΑΙ: Πώς;
ΞΕ: Είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ διατήρηση στην ίδια κατάσταση και στις ίδιες ιδιότητες και στο ίδιο πράγμα, αν δέν υπάρχει ακινησία;
ΘΕΑΙ: Με κανένα τρόπο.
ΞΕ: Τότε λοιπόν; Χωρίς αυτά πώς μπορεί να υπάρχει ή να δημιουργήθηκε πουθενά και οπουδήποτε νούς;
Στο τέλος του πρώϊμου διαλόγου Κρατύλος, ο Πλάτων είχε θέσει ώς εξής τα πράγματα: Εάν όλα αλλάζουν πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε για γνώση; Η ουσία της γνώσεως είναι η σταθερότης. Εάν και η μορφή της γνώσεως άλλαζε διαρκώς, θα μεταλλάσσοταν ταυτοχρόνως με τα όντα που κυλούν και ρέουν, και δέν θα είχαμε γνώση. Έτσι λοιπόν δέν θα υπήρχε ποτέ ούτε κάποιο όν που γνωρίζει, κάτι που γνωρίζει, ούτε κάτι που γνωρίζεται.
Για να υπάρχει όμως ο θαυμασμός του ωραίου και του αγαθού. Πρέπει το κάλλος να είναι καθεαυτό. Να μήν υπόκειται στην ροή. Εάν λοιπόν υπάρχει το κάλλος αυτό καθαυτό τότε θα υπάρχει αναγκαίως η γνώση και αυτό που γνωρίζει (Ο ΝΟΥΣ).
Επιστρέφοντας στον Σοφιστή ο Πλάτων δηλώνει πώς ο νούς είναι σαν τα παιδιά, που τα θέλουν όλα και ακίνητα και κινητά (να παίζουν χωρίς να καταστέφονται τα πράγματα). Τα οποία θέλουν το όν και το πάν, ακίνητα και κεκινημένα, επιθυμούν και λέγουν ξυναμορφότερα!
Στον Σοφιστή ο Πλάτων αποδεικνύει, ενάντια στον Παρμενίδη, πώς το μή-όν κατά κάποιο τρόπο είναι. Σαν διαφορετικό. Και ο νούς συλλαμβάνει την ταυτότητα στην διαφορά. Την ενότητα στην πολλαπλότητα!
Ο Βουδισμός με υπέρτατη αρχή του το Νιρβάνα, την ακινησία, ανταποκρίνεται στην Φιλοσοφία του Παρμενίδη, στην αυγή της σκέψης. Που δέν είναι ακόμη σκέψη. Όπως το Φώς της αυγής αναγγέλει τον ήλιο, δέν είναι ο ήλιος. Δέν είναι νόηση λοιπόν. Δέν είναι γνώση. Το Νιρβάνα είναι ακινησία.
Είναι το μηδέν του Παρμενίδη, το οποίο εκμεταλλεύθηκε ο υπαρξισμός του Χάϊντεγκερ. Ο Παρμενίδης είχε πεί: έστι γάρ είναι, μηδέν δ’ούκ έστιν.
Όπως είπαμε η νόηση είναι φώς και αυτό το φώς είναι το όν της φιλοσοφίας η οποία βλέπει την ουσία των πραγμάτων, το φώς τους. Και η γνώση μπορούμε να πούμε είναι η συνάντηση δύο φώτων.
Ο νοητός κόσμος όμως δέν είναι ταυτόσημος με την ύπαρξη. Η ύπαρξη υπακούει στην ανάγκη ή στους νόμους της Φυσικής, της μηχανικής. Της βαρύτητος. Όπως λέει η Οπτική αντιστρέφουμε το είδωλο για να το δούμε! Την εικόνα της πραγματικότητος. Την αντιστροφή αυτή επιτυγχάνει το γνωστό υποκείμενο. Ο υπαρξισμός λοιπόν ο οποίος αρνήθηκε τον νοητό κόσμο ή τον δεύτερο πλού ή την αγέννητο ψυχή του Σωκράτη, για να βρεί μία κάποια πραγματικότητα αντιστρέφει ξανά το είδωλο που συνέλαβε ο εγκέφαλος, το φαινόμενο, για να βρεθεί στην ύπαρξη, στην καθημερινότητα, στην πραγματικότητα την ανθρώπινη, την πολύ ανθρώπινη. Η οποία έχει σαν κέντρο της το Εγώ. Η οποία πορεύεται πρός τον θάνατο. Ο υπαρξισμός είναι η αντιστροφή του νοητού κόσμου. Με την καταστροφή όλων των αξιών του νοητού, διά της διάνοιας, ο υπαρξιστής προσπαθεί να βρεί κάποιο νόημα στα πράγματα! Αυτό το νόημα το ονομάζει ανάσταση των πραγμάτων και σώζει τον κόσμο και τα πράγματα! Το νόημα αυτό και ο νοήμων είναι το σύγχρονο πρόσωπο.
Το μηδέν του Παρμενίδη όμως στην ύπαρξη, η οποία οργανώνεται απο το καλό και το κακό, είναι το κακό. Ο Άλλος. Ο θάνατος του Εγώ.
Σ’αυτή την βάση λοιπόν οργανώνεται η λογική της ετερότητος, η αποδοχή του άλλου. Στην πραγματικότητα η νίκη του φόβου του θανάτου. Όχι του θανάτου. Όλη αυτή την ερήμωση και την σκοτεινιά, οι μεταμοντέρνοι την ντύνουν με Χριστιανικό ένδυμα και προσφέρουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε εκκοσμίκευση.
Κρατάμε λοιπόν τον λόγο του Θεού, χωρίς τον Θεό, την ακινησία χωρίς την κίνηση (την ενυπάρχουσα αμετάβλητη Τριάδα, την οποία ταυτίζουν με την Θεολογική, άκτιστη Τριάδα και στην συνέχεια με την Οικονομική), το Νιρβάνα με την επιθυμία και γράφουμε Ιστορία.
Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ.
Διότι διαθέτουμε πλέον νεοορθοδοξία, νεοκαθολικισμό (Βατικάνειος σύνοδος), νεοβουδισμό, νεομωαμεθανισμό και νεολουθηρανισμό που μιλά γι’αγάπη κι’αυτός. Και τους εχθρούς του νέου: παλαιο Ορθόδοξους(Ταλιμπάν), παλαιοκαθολικούς (συντηρητικούς), παλαιοπροτεστάντες (οργανωσιακούς), και παλαιομωαμεθανούς(Τζιχάντ).
Ξεχάσαμε όλοι μας την κυριαρχία του νέου μέσω των επαναστάσεων οι οποίες έπρεπε να αλλάξουν τον κόσμο και την επανάσταση των νέων, μέσω της σεξουαλικής απελευθερώσεως. Πώς το Χόλλυγουντ, εγκατεστημένο και αυτό στην Καλιφόρνια, που σημαίνει Άγιο Ξύλο, επαναλαμβάνει την κατήχηση του Εωσφόρου που παγίδεψε τον Αδάμ στον Παράδεισο. Με την η-δονή θα γίνουμε σαν Θεοί.
Ξεχάσαμε όλοι μας ότι ο Κύριος καινά ποιεί πάντα. Και τα νέα και τα παλαιά. Σήμερα έχουμε πλέον αποδεχθεί τον πόλεμο του νέου με το παλαιό, των παιδιών με τους γονείς και έχουμε ταυτίσει την παράδοση με το παλαιό, με το συντηρητικό. Και έχουμε ταυτίσει ακόμη και την Εκκλησία με το παλαιό. Για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίζει η διοίκηση της Εκκλησίας την σεξουαλική απελευθέρωση που σήμερα εξελίχθηκε σε γενική εκπόρνευση του πολιτισμού; Επινοώντας έναν αγιασμένο Εκκλησιαστικό γάμο και μία υγιή σεξουαλικότητα! Κοροϊδεύοντας τον εαυτό της και λησμονώντας ότι οι Χριστιανοί πιστοί, οι αληθινοί αδελφοί του Κυρίου είναι οι άσωτοι και οι τελώνες. Οι μετανοούντες. Και δυστυχώς όλοι μας ακολουθούμε την διοίκηση στην αυθαιρεσία της. Και χανόμαστε. Λησμονώντας ότι από τόν καρπό φαίνεται τό δέντρο καί ότι η χριστιανική συζυγική σχέση δέν κρίνεται από τούς κανόνες πού τηρεί αλλά από τόν καρπό της. Άν δηλαδή προσφέρει τά παιδιά της στόν Κύριο, στήν εκκλησία.
Καί αναδεικνύοντας τόν παπά σέ θεό τής εκκλησίας μας φτάσαμε στήν γελοιότητα τών ημερών μας νά εκθειάζουμε τήν εορτή τής ορθοδοξίας καί νά εγκωμιάζουμε τόν Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ενώ γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι ο Βαρθολομαίος στήν στέψη τού νέου πάπα, κατήργησε τήν ορθοδοξία καί αχρήστευσε τήν αγιότητα τού Αγίου Γρηγορίου. Γιά πρώτη φορά στήν ιστορία καταργείται ένας μεγάλος θεολόγος τής εκκλησίας τού Κυρίου, γιά νά μπεί στή θέση του ένας ασθενής ανθρωπάκος σάν τόν Ζηζιούλα.
Καί αναδεικνύοντας τόν παπά σέ θεό τής εκκλησίας μας φτάσαμε στήν γελοιότητα τών ημερών μας νά εκθειάζουμε τήν εορτή τής ορθοδοξίας καί νά εγκωμιάζουμε τόν Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ενώ γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι ο Βαρθολομαίος στήν στέψη τού νέου πάπα, κατήργησε τήν ορθοδοξία καί αχρήστευσε τήν αγιότητα τού Αγίου Γρηγορίου. Γιά πρώτη φορά στήν ιστορία καταργείται ένας μεγάλος θεολόγος τής εκκλησίας τού Κυρίου, γιά νά μπεί στή θέση του ένας ασθενής ανθρωπάκος σάν τόν Ζηζιούλα.
Κύριε καί Δέσποτα τής ζωής μου πνεύμα, σωφροσύνης ταπεινοφροσύνης, υπομονής καί αγάπης μή μοι δώς, αλλά πνεύμα αργίας περιεργίας φιλαρχίας καί αργολογίας δώσε στόν δούλο σου. Χάρισέ μοι τήν μοντέρνα αγαπολογία φιλάνθρωπε.
Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.
“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
Mετάφραση :
«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.
Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.
Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
Mετάφραση :
H ψυχή πού είναι νούς κατά τήν δύναμή της, έχει οπωσδήποτε ως αγέννητο τόν εαυτό της πού γεννά νοητά γιά τόν εαυτό του, ώστε νά υπάρχει ο λόγος πού είναι μέσα στό νού καί από αυτόν νά γεννιέται άλλος, [κι έτσι ο πρώτος είναι ο νούς πού γεννά καί ο νούς πού γεννιέται ο δεύτερος], έχοντας τήν ιδιότητα πού συνοδεύει τή γέννηση πού μέ κανένα τρόπο δέν επιδέχεται αντιστροφή.
Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Αυτός λοιπόν ο λόγος, αυτός πού έτσι είναι καί γεννιέται, παίρνοντας τή φωνή τής υπηρέτριας φύσης, προφέρεται καί γεννά λόγο σέ άλλο νού καθώς παραπέμπεται μέ τήν ακοή εκείνου πού τόν δέχεται στό νού.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΛΕΓΟΜΕΝΗ
Η συνάντηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας με τις ποικίλες προκλήσεις του (μετα)-νεωτερικού κόσμου αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως επιτακτική αναγκαιότητα και αίτημα της εποχής μας. Η αναγκαιότητα αυτή δεν σχετίζεται με κάποια μόδα ή συρμό αλλά με το διαλογικό ήθος της Ορθοδοξίας που με τη σειρά του απορρέει τόσο από τη θεολογική της αυτοσυνειδησία όσο και από τη φύση της Τριαδικής Θεότητας, αφού ως γνωστόν η πίστη μας στον Τριαδικό Θεό[ΧΑΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ] είναι η πίστη όχι σε μία μονάδα κλεισμένη στον εαυτό της, αλλά σε μία κοινωνία αιώνιας αγάπης, ελευθερίας και αλληλοπεριχώρησης. Σε μία κοινωνία, δηλαδή, αγαπώμενων και διαλεγόμενων θείων προσώπων, καθώς τo ίδιο το θείο Είναι, ο Τριαδικός τρόπος υπάρξεως, κατανοείται από την πατερική θεολογία αλλά και από τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, και μάλιστα την ελληνόφωνη, ως «Είναι εν κοινωνία», ως «Είναι εν διαλόγω» (Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας). Ο ενδοτριαδικός αυτός διάλογος ευρύνεται περαιτέρω με τη Δημιουργία και γίνεται διάλογος του τριαδικού Θεού με την κτιστή ετερούσια πραγματικότητα, όλως ιδιαιτέρως δε με την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο. Η δημιουργία πράγματι είναι ο διάλογος που έχει εγκαινιάσει ο Θεός, ο κατεξοχήν «Άλλος», με την κτίση, ένας διάλογος που συνεχίζεται ως την εσχατολογική πληρότητα, ως την αγαθοτοπία της Βασιλείας του τριαδικού οίκου του Θεού. Σ’ αυτόν τον διάλογο της Θείας Οικονομίας κορυφαία θέση κατέχει η Ενσάρκωση, η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο και προς χάριν του κόσμου, καθώς η Εκκλησία οφείλει να συνεχίζει εν Αγίω Πνεύματι το διαλογικό έργο σωτηρίας του Χριστού εντός της Ιστορίας· οφείλει δηλαδή να διαλέγεται με ό,τι δεν είναι ακόμη Εκκλησία (Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος). Προεκτείνοντας αυτήν την κεφαλαιώδους σημασίας θεολογική θέση θα προσθέταμε λοιπόν πως δεν νοείται θεολογία που να μην διαλέγεται με τις πέραν της Εκκλησίας πραγματικότητες, που να μην προσλαμβάνει δηλαδή «τη σάρκα» του κόσμου, που να μην σαρκώνει το Ευ-αγγέλιο της Βασιλείας ξανά και ξανά στις καινούργιες πραγματικότητες του σημερινού κόσμου. Ο διάλογος αποτελεί την πιο χαρακτηριστική έκφραση του αγαπητικού ήθους της Εκκλησίας, την ίδια τη μαρτυρία του πνεύματος της χριστιανικής αγάπης και καταλλαγής.
Αν και για αρκετά χρόνια, εξαιτίας κυρίως –αν και όχι αποκλειστικά– ιστορικών λόγων, η συνάντηση Ορθοδοξίας και (μετα)-νεωτερικότητας προκαλούσε τον φόβο και τον δισταγμό ή αναβαλλόταν στο όνομα μιας δήθεν πιστότητας προς το γράμμα της παράδοσης, η συνάντηση αυτή φαίνεται ότι αποτελεί πλέον συνείδηση και επιτακτική ανάγκη για ένα ζωντανό και υγιές τμήμα του εκκλησιαστικού σώματος που επιθυμεί να μην αναπαύεται σε περασμένα μεγαλεία, αλλά αντίθετα να παραμένει ανοιχτό στην ανανεωτική αύρα του Πνεύματος, αφουγκραζόμενο τα μηνύματα των καιρών. Οι τρέχουσες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ορθοδοξία θέτουν κρίσιμα και κυρίως νέα και αναπάντεχα ερωτήματα, τα οποία δεν βρίσκονται σε κάποια αντιστοιχία προς το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, από το οποίο αναζητά έτοιμες λύσεις και απαντήσεις μια μονίμως στραμμένη προς το παρελθόν συντηρητική θεολογική προβληματική. Στο βαθμό δε που η Εκκλησία δεν λαμβάνει την ταυτότητά της κυρίως από το παρελθόν ή το παρόν, αλλά προεχόντως από το μέλλον, από την ερχόμενη Βασιλεία, της οποίας πρόγευση αποτελεί η Ευχαριστία, η ευχαριστιακή και εσχατολογική αυτή ταυτότητα την προστατεύει από τον διπλό πειρασμό τόσο της εκκοσμίκευσης όσο και της ιστορικής περιθωριοποίησης, τόσο του συσχηματισμού με τον κόσμο όσο και της φονταμενταλιστικης εμπνεύσεως άρνησης του συναφειακού χαρακτήρα (καθότι εν μέρει ανθρώπινη συμβολή) της παράδοσης και της θεολογίας της.
Έχοντας υπόψη την παραπάνω προβληματική η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να αναρωτηθεί με ειλικρίνεια: Mπορεί να σκιαμαχεί εναντίον του (μετα)-νεωτερικού κόσμου και των προκλήσεων που αυτός θέτει για την ίδια την αλήθεια και την ταυτότητα του ανθρώπου και του κόσμου; Μπορεί να καταδικάζει τα σύγχρονα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα τα οποία αξιώνουν καθολική ερμηνεία του φαινομένου της ζωής, αδυνατώντας η ίδια να επανερμηνεύσει γόνιμα και δημιουργικά, κάνοντας χρήση μιας σύγχρονης και μάλιστα κατανοητής γλώσσας, την ίδια της την πίστη και την ανακαινιστική παράδοσή της; Μπορεί άραγε η ευχαριστιακή αυτοσυνειδησία και η θεολογία του προσώπου να συμβάλουν στην νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης και σύνολης της κτίσης; Μπορεί ενας στερεοτυπικός «ορθόδοξος» ξύλινος λόγος να συνεχίσει να εξαίρει τη σημασία των Πατέρων εις βάρος των βιβλικών θεμελίων της πίστεως και της άρρηκτης σχέσης Βίβλου και Ευχαριστίας, Βίβλου και Λειτουργίας, Γραφής και Πατέρων; Μπορεί η ορθόδοξη θεολογία να προσπερνάει ή να αγνοεί τον σύγχρονο ανθρωπολογικό στοχασμό και τα αμείλικτα ερωτήματα που θέτει η ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών του ανθρώπου (ψυχολογία, ψυχανάλυση, ανθρωπολογία, γλωσσοανάλυση, κλπ.); Μπορεί η γρηγορούσα εκκλησιαστική συνείδηση να αποδοκιμάζει την ειλικρινή διαλογική προσέγγιση με τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, μια προσέγγιση που προσβλέπει στην εν Χριστώ ενότητα και καταλλαγή, αλλά και στην από κοινού αναζήτηση και διατύπωση προτάσεων για τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου; Είναι σε θέση η ορθόδοξη θεολογία να αρθρώσει λόγο αλληλέγγυο προς τους χριστιανούς κάθε παράδοσης που βρίσκονται υπό διωγμόν στις αρχαίες κοιτίδες του Χριστιανισμού, αναδεικνύοντας τον ειρηνικό και συγχωρητικό χαρακτήρα του ευαγγελικού λόγου, αλλά και της αυθεντικής θρησκευτικότητας, καλλιεργώντας έτσι το αίτημα της ειρήνης και της καταλλαγής σε περιβάλλοντα όπου κυριαρχεί ο φονταμενταλισμός και η μισαλλοδοξία; Με την προβληματική αυτή και ανάλογα ερωτήματα θα ασχοληθεί και φέτος η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών σε εκδηλώσεις, διαλέξεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια τα οποία διοργανώνει σε συνεργασία με άλλους ορθόδοξους ή οικουμενικούς φορείς, ινστιτούτα, θεολογικές σχολές και ακαδημίες, κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2013.
ΣΧΟΛΙΟ: Η απομυθοποίηση καί η Idea Christi μέ τά χριστιανικά ιδεώδη βρίσκονται σέ στενή σχέση.
Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliete.
IDEA CHRISTI.
Όταν ο φιλόσοφος διαλογίζεται την εικόνα του Χριστού στην ιστορία και στον εαυτό του δέν κάνει τίποτε άλλο απο το να διαλογίζεται την δική του εικόνα μεγενθυμένη, εξυψωμένη. Αυτό που ένας Σπινόζα, ένας Φίχτε, απέσπασαν απο την αποκάλυψη τού Χριστού είναι η δύναμις τής ιδέας, μία μεγαλοφυής ηθική επινόηση, η πρόσκρουση ενός μυστικιστικού οράματος πάνω σε μία συνείδηση. Ο Χριστός τών φιλοσόφων επιδεικνύει το υπαρξιακό προσωπο τής ιδέας στην θαυμαστή της καθαρότητα, άχρονα: η ιδέα ή η αλήθεια "με την οποία μπορούμε να ζήσουμε και να πεθάνουμε " του Κίρκεγκαρντ και του Γιάσπερς. Η πεποίθησή του, όποια κι'άν είναι η εξήγηση που τής δίνει, ενσωματώνεται μ'αυτόν, την ενσαρκώνει, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι αυτός είναι αυτή η ενσαρκωμένη ιδέα, ότι η αλήθεια κατήλθε σ'αυτόν. Ο Λόγος έγινε σάρκα. Αυτή η προσέγγιση, στην οποία θα έχει ήδη αναγνωρισθεί ή προέλευσή της απο την ανάπτυξη τού Κάντ, είναι πιό οικεία στον δογματικό Θεολόγο όπως επίσης και στον στοχαστικό φιλόσοφο, παρά η απλή προσέγγιση της ομολογίας τής πίστεως, η οποία ανακοινώνει απευθείας την εξίσωση: αυτός ο άνθρωπος είναι στ'αλήθεια ο Υιός του Θεού. Ακόμη και η πίστη έχει μάτια. Μία προκατανόηση σιωπηρή και υπονοούμενη τού Χριστού περιλαμβάνεται στην πίστη, είναι απαραίτητη: πώς να αναγνωρίσουμε άν δέν γνωρίζουμε; Αυτή είναι απαραίτητη σε κάθε Χριστολογία η οποία προσκολλάται στην πίστη τής Εκκλησίας ή κρατά την απόστασή της. Η Idea Christi, ισχύουσα ακόμη και σήμερα, είναι το ελατήριο μίας φιλοσοφικής νοήσεως του Χριστού. Δεσμευμένη κατ'αρχάς στην υποκειμενικότητα τού Ιησού Χριστού, ταλαντεύεται αναπόφευκτα στην αντικειμενική της σημασία. Αποδιδόμενη στην εμπειρία και στο στοχαστικό έργο τής κοινότητος, πρέπει να στηρίζει την εξομολόγησή τής πίστεως, να κατακτήσει μέσω μίας αναδρομικής επιχειρηματολογίας, τον ιστορικό Ιησού. Ο προορισμός τού Ιησού ώστε να είναι το στήριγμα ή σχεδόν ο άτλας της ιδέας του Χριστού δέν ακολουθεί την τάξη τής εκθέσεως, πηγάζει απαγωγικά απο την ικανότητα τής νοήσεως να υπερβεί την απόδειξη τής μαρτυρίας, την "απόδειξη του πνεύματος και της δυνάμεως". Ο δογματικός Θεολόγος ξεπερνά το έλλειμα και ίσως είναι υπερβολικό να ζητάμε πάρα πολλά απο τον φιλόσοφο τής θρησκείας ή απο τον καθαρό φιλόσοφο να τον μιμηθεί. Αλλά δέν θα κουραστούμε να λέμε ότι το Χριστολογικό πρόβλημα, το οποίο σήμανε απο την ιδέα Χριστού, είναι ταυτόσημο και για τον Θεολόγο και για τον φιλόσοφο. Πρόκειται εν ολίγοις για το κατόρθωμα τής σχέσης τού "Ιστορικού Ιησού", τον οποίο είναι προτιμότερο να ονομάσουμε τον Ιησού της Ναζαρέτ ή τον Χριστό των 33 ετών", απο την στιγμή που οι αφηγήσεις τών Ευαγγελίων ειναι μαρτυρίες πίστεως και τον Χριστό τής πίστης (ο οποίος είναι επίσης και της ιστορίας) δηλαδή τον Χριστό τής κοινότητος, της Εκκλησίας και της Θεολογίας, των οποίων ένα μέρος είναι ο Χριστός στην ιδέα. Μία Χριστολογία καθαρά "εξηγητική" ή "ιστορικιστική", μία μπασταρδεμένη κληρονόμο του λιμπεραλισμού ή του ιστορικισμού, είναι στο μεγαλύτερο μέρος τών περιπτώσεων μειωτική και περιορισμένη σε υποθέσεις τυχαίες και σε πρόχειρες προϋποθέσεις.
Αμέθυστος
4 σχόλια:
Aytoi pou epevalan tin eisodo tis Orthodoxis Ekklisias tis monis Xristianikis sto Pagosmio Symvoulio Aireseon gia tin akriveia sto Symvoulio Poustroeidon Aireseon to 1948 mia pou oi alloi misoi Protestantes oi legomenoi syntiritikoi einai mia kasta daimonismenon aney tou pustroeidous stoixeiou alla me entono to daimoniko Kai apo aytous piran oi dikoi mas super orthodoxoi antioikoumenistes Palaiou Kai Neou toso tin anamoni tou Antixristou oso Kai tin antiemvoliastiki ekstrateia aytoi loipon pou epivalan stin exathliomeni apo ylikis apopsis Orthodoxia tou 1948 tin eisodo sto PSE simera exoun epeteio. Stis 11 Ianouariou 1948 oi Aggloamerikanoi xoris kanenan logo vomvardisan ton amaxo plithysmo tou Peiraia skotonontas polaplasious anthropous apo Distomo Kalavryta Kandano Kai Xortiati mazi. Tha katalavo oti oi en Elladi Orthodoxoi Neoimerologites Palaioimerologites Organosiakoi Kai Gerontadistes einai pragmatika kata tou protestantismou otan telesoun ena mnimosyno sta 5000 thymata aytou tou tromaktikou eglimatos Kai to katadikasoun xoris nai men alla. Mexri tote oloi tous einai oures ton protestant on. Oi Oikoumenistes ton poustidon tou Pagosmiou Symvouliou oi de syntiritikoi ton daimonismenon Vaptiston Kai Pentikostianon. AM
Ekana ena typografiko lathos. 11 ianouariou 1944 egine o vomvardismos tou Peiraia. Oi nekroi apo ayto to maziko foniko einai oi pleon agnostoi Ellines nekroi tou B Pagosmiou. Aklaytoi Kai atragoudistoi. Oute I elliniki Wikipedia exei arthro gia ayto to makeleio. Mexri na ginei etisio mnimosyno panethnikis emvelias tha einai apodeixi oti oi Ellada mazi Kai I Ekklisia tis einai douloi ton Aggloamerikanon. Kales oi krayges gia tous Flamandous stayroforous tou 1204 alla tous Agglosaxones oute kata dianeia den tous thigoume. AM
Φίλε αμέθυστε μια βοήθεια για τον όρο Οικονομική Αγία Τριάδα
Αυτη πού απεκαλύφθη στήν Βάπτιση τού Κυρίου. Η Ευδοκία του Πατρός, η επιβαβαίωση τού Λόγου από τό Αγιο Πνεύμα, καί ο Μεσσίας Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρ. Η οποία δέν ταυτίζεται μέ τήν αίδιο Αγία Τριάδα. Λόγω αυτής τής ταυτίσεως η αναφορά τού Κυρίου στά Ευαγγέλια στόν Πατέρα ερμηνεύεται σάν αναφορά στόν Πατέρα τής αιδίου Τριάδος κάτι πού διορθώνει , όπως καί όλα τά υπόλοιπα ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς. Αυτή τήν ανθρωπολογική στροφή εκμεταλλεύθηκε ο Ζηζιούλας γιά νά επινοήσει τό πρωτείο τού Επισκόπυ καί σήμερα τό Πρωτείο τού Πατριάρχου. Σύμφωνα μέ τήν εμπειρία τής αιδίου Αγίας Τριάδος τού Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου δέν υφίσταται πρωτείο Υποστάσεως στήν Αγία Τριάδα εκτός ίσως τής Υπερουσίου ουσίας.
Δημοσίευση σχολίου