Συνέχεια από: Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022
Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ
Η εποχή των μάγων
Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας
1919-1929
Wolfram Eilenberger
Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018
ΙΙΙ. Γλωσσες δ
1919-1920
Ο Wittgenstein παρουσιάζεται μέσα στην καταιγίδα, ο Heidegger μαθαίνει όλη την αλήθεια, ο Cassirer αναζητά την φόρμα του και ο Benjamin μεταφράζει τον Θεό
Σύνδεση μέ τά προηγούμενα.
4.016 Για να κατανοήσουμε την ουσία της πρότασης, θυμόμαστε την ιερογλυφική γραφή, που απεικονίζει τις καταστάσεις/δεδομένα τα οποία περιγράφει.
Η αλήθεια μιας πρότασης αναδεικνύεται, όταν βρίσκει κανείς πραγματικά μέσα στον κόσμο την εικόνα των δεδομένων, την ύπαρξη των οποίων ισχυρίζεται. Ή αλλιώς: Όταν αυτό που ισχυρίζεται η πρόταση, είναι και συμβάντα. Σύμφωνα με τις πρώτες δυο προτάσεις στο Tractatus του Wittgenstein:
1. Ο κόσμος είναι όλα, όσα συμβαίνουν.
1.1 Ο κόσμος είναι το σύνολο των καταστάσεων, όχι των πραγμάτων.
Ο κομμωτής
Και που βρίσκεται τώρα το
πρόβλημα σε μια πρόταση όπως «Υπάρχουν τρεις τελείες στον κόσμο»;, θα ρώτησε
διευκρινιστικά ο Russell στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, κουνώντας το χαρτί που
κρατούσε στο χέρι του. Λοιπόν, συνίσταται στο ότι, η πρόταση 1.1 του βιβλίου
καθορίζει, πως «ο κόσμος» (ως ολότητα), δεν είναι ένα δεδομένο, αλλά μόνο αυτό:
«το σύνολο όλων των δεδομένων».
Ο βασικός λόγος για την
άρνηση του Wittgenstein να αποδεχτεί πως προτάσεις
περί του κόσμου ως όλου μπορεί να έχουν νόημα, βρίσκεται στο ακόλουθο: Αν ο
κόσμος ήταν ένα συμβάν (δεδομένο), θα έπρεπε-ως ένα συμβάν μεταξύ άλλων
συμβάντων-να περιέχει ως συμβάν τον εαυτό του. Θα ήταν λοιπόν προσδιορισμένος, ως
κόσμος, από την μια ως σύνολο συγκεκριμένων στοιχείων (εδώ: σύνολο των συμβάντων),
και από την άλλη θα ήταν ο ίδιος ένα στοιχείο αυτού του συνόλου (δηλαδή: ένα
συμβάν). Ένας λογικός φορμαλισμός όμως, ο οποίος επιτρέπει, ένα σύνολο να
περιέχει τον εαυτό του ως στοιχείο, οδηγεί- και σύμφωνα με την πεποίθηση του Wittgenstein, κανένας άλλος, παρά μόνο ο Russell, έδειξε μια για πάντα- σε τρομακτικές λογικές περιπλοκές
και εν τέλει σε ανεξέλεγκτες αντιφάσεις.
Το αγαπημένο παιχνίδι του Russell, που αναφέρεται σε τέτοιες παραδοξότητες της θεωρίας των
συνόλων, το οποίο επινόησε το 1918, είναι η περίπτωση του κουρέα, ας πούμε της
πολιτείας Chiswick. Τον
κουρέα αυτόν παρουσίασε ο Russell ως τον ένα και μοναδικό άνδρα, που κουρεύει τα μαλλιά
μόνο εκείνων των ανθρώπων στο Chiswick, οι οποίοι δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι τους. Το
αποφασιστικό ερώτημα είναι το εξής: ποιος κουρεύει τον κουρέα;
Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί
να απαντηθεί χωρίς η απάντηση να περιέχει αντιφάσεις. Και αυτό γιατί, είτε δεν
κόβει τα μαλλιά του ο ίδιος, πράγμα που βάσει του ορισμού, ανήκει στο σύνολο
όλων εκείνων των ανθρώπων, των οποίων κόβει τα μαλλιά. Αν όμως κουρεύει ο ίδιος
τα μαλλιά του, παραβαίνει τον ορισμό του συνόλου, καθώς «κουρεύει τα μαλλιά
εκείνων και μόνο εκείνων στο Chiswick, που δεν μπορούν να κουρευτούν μόνοι τους». Το να
ελπίζουμε, μέσα στη συνάφεια αυτή, πως ο κουρέας του Chiswick είναι φαλακρός,
αποτελεί ένα ωραίο αστείο υπεκφυγής, δεν λύνει όμως τις θεωρητικές περιπλοκές
και αντιφάσεις, που αναγκαστικά προκύπτουν.
Αυτοί λοιπόν θα ήταν οι
λόγοι, σε ένα γλωσσικό-φιλοσοφικό κούρεμα, για τους οποίους σύμφωνα με τον Wittgenstein, ο κόσμος, που αν οριστεί άπαξ ως «σύνολο όλων των συμβάντων»,
δεν μπορεί ο ίδιος να είναι ένα συμβάν. Αν όμως ο κόσμος δεν είναι συμβάν,
τότε-σύμφωνα με το Tractaus- δεν μπορεί να υπάρχει καμιά πρόταση με νόημα περί της
κατάστασης του κόσμου ως όλου, ούτε καν προτάσεις, όπως «Υπάρχουν τρία πράγματα
στον κόσμο». Ούτε και προτάσεις όπως: «Υπάρχει ο κόσμος». Ή: «Ο κόσμος δεν
υπάρχει».
Το ότι στον κόσμο υπάρχουν
τουλάχιστο τρία πράγματα, παρόλο το ανέμισμα του χαρτιού στο δωμάτιο του ξενοδοχείου,
δεν μπορεί να ειπωθεί, και η πρόταση αυτή να έχει κάποιο νόημα. Όμως-και αυτό
είναι το σημείο που τονίζει ο Wittgenstein-αναδεικνύεται, πως αυτό που η πρόταση αυτή λέει, είναι
στην προκείμενη περίπτωση σαφώς και απεριφράστως αληθές, πως δηλαδή πάνω στο
φύλλο χαρτιού υπάρχουν τρεις τελείες. Λοιπόν αγαπητέ Bertrand, που βρίσκεται το πρόβλημα σου; Ή έστω ο περιορισμός που
αισθάνεσαι; Ό, τι μπορεί να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις.
Ο Russell πάνω στη
σκάλα
Με αυτό ακριβώς το όριο
που θέτει το νόημα, δε θέλει να συμβιβαστεί ο Russell στην Χάγη. Μέσα στην
απροθυμία του, είναι σε θέση να φέρει ένα προφανές και φαινομενικά ισχυρό
αντεπιχείρημα, πως δηλαδή το φιλοσοφικό δοκίμιο του Wittgenstein, σύμφωνα με το όριο που τέθηκε μέσα σε αυτό, μεταξύ
προτάσεων με νόημα και αυτών που φαίνεται να έχουν νόημα, πρέπει να αποτελείται
κατά μεγάλο μέρος μόνο από ανόητες προτάσεις.
Τι διαφορετικό είναι, σε
ρωτάω αγαπητέ μου Wittgenstein, μια πρόταση όπως «Ο κόσμος είναι όλα τα συμβάντα»
από μια πρόταση περί «Του κόσμου ως όλου»; Με όλη του την ησυχία, ο Wittgenstein θα μπορούσε να
απαντήσει στον φίλο του: «Το βλέπεις φυσικά με ακρίβεια αγαπητέ Russell, και αυτή ακριβώς την αντίφαση επεσήμανα στις τελευταίες
δυο προτάσεις του έργου μου.» Πάρε και διάβασε:
6.54 Οι προτάσεις μου φωτίζουν
με τον εξής τρόπο. Όποιος με καταλαβαίνει, διαπιστώνει στο τέλος πως είναι
ανόητες, όταν μέσω αυτών-πάνω σε αυτές-έχει ξεπεράσει τις ίδιες (Πρέπει λοιπόν
να πετάξει την σκάλα, αφού την έχει ανέβει).
Πρέπει να υπερβεί τις προτάσεις αυτές, τότε βλέπει σωστά τον κόσμο.
7 Για ό, τι δεν μπορεί να
μιλήσει κανείς, πρέπει να σιωπά.
Καταλαβαίνεις αγαπητέ Russell, καταλαβαίνεις; Το βιβλίο μου, αν κατανοηθεί σωστά, δεν
λέει κάτι που να έχει νόημα, αλλά δείχνει κάτι. Ως έργο δεν είναι τίποτε άλλο
παρά μια πράξη επισήμανσης, και μάλιστα ενός «άλλου κόσμου», δηλαδή μιας άλλης
ματιάς για τον κόσμο: μια ματιά πιο καθαρή, πιο ειλικρινής, λιγότερο
παραμορφωμένη, αλλά και θαυμάζουσα, πιο μετριοπαθής, με λιγότερη αιτιολόγηση,
με περισσότερο νόημα. Είναι πάνω απ’ όλα πιο ελεύθερη. Πιο ελεύθερη, γιατί μέσα
σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο, δεν χρειάζεται πια, πάνω σε συγκεκριμένα
ερωτήματα, ιδιαιτέρως φιλοσοφικά ερωτήματα, να σκέφτεται κανείς με επιχειρήματα-καθώς
διαπίστωσε πως είναι χωρίς νόημα. Βίωσε μάλιστα, πως είναι χωρίς
νόημα. Είναι για παράδειγμα, ένας κόσμος χωρίς ισχυρισμούς, για το πως είναι ή
δεν είναι «στην πραγματικότητα» ο κόσμος ως ολότητα. Είναι αν θες, ένας κόσμος
χωρίς ιδεολογίες και υποψίες ιδεολογίας.
Αυτή την πιο ελεύθερη ματιά
για τον κόσμο προσφέρει το βιβλίο μου στον αναγνώστη. Κάπως έτσι αγαπητέ Russell, σαν να δείχνω τώρα με το δάκτυλο μου αυτό το σύννεφο
εκεί έξω, και σε ρωτάω, αν στη μορφή του βλέπεις ένα λιοντάρι, και κοίτα,
μοιάζει με δράκο. Εκεί ο φάρυγγας, πίσω η ουρά…βλέπεις, το βλέπεις και εσύ;
Εκεί τα φτερά, οι κόγχες των ματιών, που κλείνουν λόγω του ανέμου… Σε κάποια
στιγμή όμως φτάνουμε φυσικά σε ένα σημείο, όπου όλες οι εξηγήσεις και οι
υποδείξεις πρέπει να τελειώσουν, στο (σημείο) οποίο πρέπει να δεις από μόνος
σου, να διαπιστώσεις, στο οποίο πρέπει να σου δειχθεί … Με αυτήν ακριβώς την
έννοια έγραψα στον πρόλογο μου: πως το έργο αυτό ανοίγεται μόνο σε εκείνον «που
τις σκέψεις οι οποίες εκφράζονται εδώ-ή παρόμοιες σκέψεις, τις έχει ήδη κάνει».
Μάταια. Ο Russell δεν το έβλεπε.
Τίποτα. Το έβλεπε αλλιώς, θεμελιωδώς διαφορετικά από τον Wittgenstein. Σιώπησε, έχοντας καλό λόγο, σταματώντας σε κάποια από
τις πρώτες βαθμίδες της σκάλας του Wittgenstein, και δεν ήθελε με τίποτα να προχωρήσει. «Ο Wittgenstein έγινε εντελώς
μυστικιστής»56, συνόψισε σε μια επιστολή του, που αφορούσε τις
συζητήσεις στη Χάγη. Αυτό δεν ήταν λάθος. Επεσήμαινε μάλιστα κάτι σημαντικό. Όπως
και ο Wittgenstein, που επέστρεψε
στη Βιέννη για τα Χριστούγεννα του 1919, είχε το αίσθημα, πως κατάφερε να
εξηγήσει στον Russell κάποιες πτυχές από το περιεχόμενο του έργου. Και πάνω απ’
όλα, ο Russell
ως παγκοσμίως επιφανής και με καλές πωλήσεις συγγραφέας φιλοσοφικών βιβλίων, δέχτηκε
να γράψει ένα μικρό πρόλογο στο βιβλίο του αλλοτινού μαθητή του. Ακόμα και αν
δεν τα κατάφερε να διασαφηνίσει στον φίλο του την κεντρική φιλοσοφική σημασία της
διάκρισης μεταξύ «λέγειν» και «δεικνύειν», ο Wittgenstein είχε καινούργια
ελπίδα. Με ένα πρόλογο από την πέννα του Russell, ανέβαιναν απότομα οι πιθανότητες πώλησης και συνεπώς
έκδοσης του έργου του, όπως έγραψε χωρίς καθυστέρηση στον εκδότη von Ficker. Χωρίς όμως την επιθυμητή επιτυχία. Αυτός θεωρούσε πως
το βιβλίο είναι απολύτως ακατάλληλο προς πώληση.
Συνεχίζεται
ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΜΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΦΙΕΡΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ.
Η ΟΠΟΙΑ ΕΠΩΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΙΩΠΗ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΑΓΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου