1
Ὅπως ἐπιχειρήσαμε νὰ δείξουμε ἀλλοῦ, ἡ Τεχνολογία ἔγινε προνομιακὸς τρόπος ἀνύψωσης μιᾶς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ κατάφαση τῆς ὁποία ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό, δὲν μπόρεσε νὰ συγκαλύψει τὴν περατότητα καὶ εὐθραυστότητά της. Ἡ κατὰ Bacon «βασιλεία τοῦ ἀνθρώπου», ὅπου ὁ ἄνθρωπος εἶναι, κατὰ τὸν Descartes, «ὁ κύριος καὶ κάτοχος τῆς φύσης», ὁδηγεῖ στὴν Καντιανή «κατοχὴ τοῦ κόσμου» καὶ τὸ διαφωτιστικὸ δόγμα τῆς ἀπόλυτης προόδου, χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, τὴ χάρη καὶ τὴν ἐκκλησιαστική «σωτηρία». Ὁ ὑπερανθρωπισμός, ὡς ἀπωθημένη μίμηση ἑνὸς ἐξοντωμένου Θεοῦ, εἶναι ὅμως ἀμείλικτος: δὲν ἀνέχεται ἀκριβῶς τὴ μερικότητα καὶ τὴν ἀδυναμία αὐτῆς τῆς ἀπογυμνωμένης ἀπὸ τὴν Πρόνοια ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ζητεῖ σὲ λίγο τὴν ἀναβάθμισή της. Γιὰ νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ ὑπερβαθοῦν οἱ ἐγγενεῖς ἀτέλειες τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, χρειάσθηκε –κατ’ ἀρχὴν σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο– ὁ Ὁλοκληρωτισμός, μὲ τὴν ἱστορικὴ μορφὴ τοῦ Ναζισμοῦ, τοῦ Φασισμοῦ καὶ τοῦ Σοβιετικοῦ Κομμουνισμοῦ (καὶ ὁ πειρασμὸς αὐτὸς ἔχει, ὅπως νομίζουμε, μέλλον, ἂν καὶ στὴν καινούργια μορφὴ ἑνὸς Βελούδινου Ὁλοκληρωτισμοῦ, ὅπως ὑποστηρίξαμε προσφάτως). Σὲ ψυχικὸ ἐπίπεδο, ἐμφανίσθηκαν διάφορες μορφὲς ψυχοθεραπείας γιὰ νὰ κραταιώσουν τὸ παραπαῖον Ἐγὼ τῶν ἐπιχειρούντων τὴν πραγμάτωση τοῦ ὑποκατάστατου αὐτοῦ τοῦ Θεανθρωπισμοῦ, ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ὁ Ὑπερανθρωπισμός – πρόκειται κυρίως γιὰ τὴν Ἀμερικανικὴ Ψυχολογία τοῦ Ἐγώ, τὴν ὁποία καταριόταν ὁ Jacques Lacan γιὰ τὰ ἀναλώσιμα καὶ εὔπεπτα παρεπόμενά της. Τέλος, στὸ ἐπίπεδο τῆς ἄμεσης βιολογικῆς ζωῆς ἐμφανίσθηκε ἡ Τεχνολογία καὶ ἡ Βιο-τεχνολογία, ἀποσκοπώντας ξεκάθαρα στὴ δημιουργία τοῦ Homο Deus, κατὰ τὴ γνωστὴ ἔκφραση τοῦ Harrari· ἑνὸς τεχνο-βιολογικοῦ ὄντος δηλαδή, τὸ ὁποῖο ἐπιτελεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο ἐπίσης καὶ τὴ λειτουργία ἑνὸς θεοῦ, δηλαδή –φιλοσοφικώτερα– ἑνὸς ὄντος αὐτο-νοηματοδοτούμενου πλήρως.
Θεωροῦμε συνεπῶς ὅτι ὁ διαχωρισμὸς μεταξὺ Τεχνολογίας καὶ Βιο-τεχνολογίας εἶναι μᾶλλον καταχρηστικός: κάθε μορφῆς Τεχνολογία εἶναι στὸ βάθος Βιο-τεχνολογία, ὑπὸ τὴν εὐρύτερη ἔννοια πὼς ἐπιδρᾶ καίρια καὶ διαμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη ψυχο-βιολογικὴ ὑπόσταση καὶ πώς, οὕτως ἢ ἄλλως, σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀπώτερη βαθύτερη διαμόρφωση ἀποσκοπεῖ ἐν τέλει. Καὶ μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔννοια κατανοοῦμε τὴ θέση τοῦ Heidegger, ὅτι ἡ τεχνολογία εἶναι –σήμερα πλέον– ἕνας τρόπος ἀποκάλυψης τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων.
Κυκλοφοροῦν πράγματι δεκάδες βιβλία πλέον γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Τεχνολογίας, μὲ τὴν εὐρεῖα ἔννοια, μεταξὺ τῶν λαῶν, ἀπὸ τὴν προϊστορία μέχρι σήμερα, ἀλλὰ καμμιὰ ἀπολύτως ἄλλη ἐποχὴ δὲν ἀπέκτησε τὸν τίτλο τῆς Τεχνολογικῆς Ἐποχῆς, ὅπως ἡ δική μας. Καὶ τοῦτο διότι σήμερα πλέον ἡ Τεχνολογία εἰσῆλθε στὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου του, καθιστώντας τεχνολογικὴ ὄχι μόνον τὴν Ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴ θρησκεία, ἀκριβῶς διότι ἐπιβάλλει παντοῦ, ὡς σφραγῖδα ἐγκυρότητας μοναδική, ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἰδιάζον χαρακτηριστικό της. Τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ εἶναι, κατὰ τὸν Heidegger, ὁ ἀνθρώπινος ὑποκειμενικὸς ἔλεγχος πάνω στὴ φύση τῶν ὄντων, ἀντὶ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἀνοικτότητας καὶ ὑπακοῆς σὲ αὐτήν. Αὐτὸ δὲ μὲ τὴ σειρά του προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τοῦ ὅρου «ὑποκείμενο» ἀπὸ τὸν Καρτέσιο, γιὰ πρώτη φορά, μόνον στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα ὄντα καθίστανται ἔτσι ἀντι-κείμενα τοῦ αὐθαίρετου στοχασμοῦ καὶ τῆς ἀνάλογης πράξεως καὶ χρήσεως ἀπὸ μέρους τοῦ μοναδικοῦ αὐτοῦ ἀτομικοῦ ὑποκειμένου.
Στὴν πραγματικότητα, μὲ τὴν Τεχνολογία ἡ συνθήκη αὐτὴ ἐγγίζει τὸν κολοφῶνα της. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τώρα τὰ ὄντα ἁπλῶς ὡς διαθέσιμα πρὸς χρήση, στὰ ὅρια αὐτοῦ ποὺ ὁ Heidegger ἀποκαλεῖ Gestell (σκελετό, πλαίσιο) καὶ ὁ μεταφραστής του ἔχει ἀποδώσει στὰ ἀγγλικὰ ὡς “Enframing” (λέξη δυσμετάφραστη μονολεκτικῶς στὰ ἑλληνικά· πρόκειται γιὰ τὴν τοποθέτηση σὲ πλαίσιο ἤ, πιὸ ἐλεύθερα ἴσως ἂν καὶ ὄχι μὲ ἀκρίβεια, περιχαράκωση), ὅρος ποὺ περιγράφει ἀκριβῶς τὸ ψυχονοητικὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο κυριαρχικὰ ἐπιβάλλει τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους τὸ πραγματικό, διὰ τῆς Τεχνολογίας, ἀποκαλύπτεται ὡς ἀπολύτως διαθέσιμο καὶ ἀναμένον τὴν ἀνθρώπινη χρήση του· ἀποκαλύπτεται δηλαδὴ ὡς “standing-reserve” (θὰ λέγαμε ὡς «ὑφιστάμενο ἀπόθεμα») – καὶ ὅλο τοῦτο τὸ γεγονὸς καθίσταται ἕνα «πεπρωμένο» (destining), προσδιοριστικὸ γιὰ τὴ σύγχρονη ἱστορία. Αὐτὸ ποὺ ὡστόσο ἀποτελεῖ τὴν κατ’ ἐξοχὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ὅτι φθάνει ἔτσι τελικὰ νὰ ἀντιληφθεῖ ἐπίσης καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος ὡς standing-reserve, ὡς «ὑφιστάμενο ἀπόθεμα». Στὴν περίπτωση αὐτὴ παύει νὰ ἀκούει τὴ φωνὴ τῶν πραγμάτων· ἐγκλωβίζεται στὸν ἑαυτό του, χάνοντας ταυτόχρονα τὴν αἴσθηση τῆς μοναδικότητάς του, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς, κατὰ Heidegger, δυνατότητας ἐκ-στάσεως ἀπὸ τὴν οὐσία του. Ἡ κυριαρχία τοῦ τεχνολογικοῦ Enframing μπλοκάρει ἑπομένως τὴν ἴδια τὴ λειτουργία τῆς ἀλήθειας καὶ κάθε πιθανή της ἀποκάλυψη.
Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ὡς φιλοσοφικὴ μεταφυσική, δὲν εἶχε ἤδη ἐγγίσει τὸ τέλος της. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀναγγέλλει τὸ τέλος αὐτὸ εἶναι, κατὰ τὸν Heidegger, ὁ Nietzsche. Ἀναλύοντας τὴ γνωστὴ φράση τοῦ τελευταίου: «ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός», ὁ φιλόσοφος παρατηρεῖ πὼς τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ὑπεραισθητὸς κόσμος δὲν εἶναι πλέον πειστικός, δὲν παρέχει πιὰ ζωή. Ἡ μεταφυσική, δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα, κατὰ τὸν Nietzsche, ὁλόκληρη ἡ Δυτικὴ φιλοσοφία, κατανοούμενη στὴ βάση της ὡς Πλατωνισμός, εὑρίσκεται στὸ τέλος της. Ὁ ἴδιος ὁ Nietzsche κατανοεῖ τὴ φιλοσοφία του ὡς ἀντιπαράθεση στὴ μεταφυσική, ὡς κίνηση ἐνάντια στὸν Πλατωνισμό. Στὴν προοπτικὴ αὐτή, τὸ τέλος αὐτὸ ἔγκειται στὴ μετατροπὴ τοῦ εἶναι σὲ ἀξία καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νέκρωση τῆς ὀντολογικῆς του δυναμικῆς. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ ἴδια ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τῆς Δυτικῆς σκέψεως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ Μηδενισμός, ὁ ὁποῖος κατεδαφίζει ἀκριβῶς τὸν κόσμο αὐτὸ τῶν ὑπεραισθητῶν ἀξιῶν, γιὰ νὰ θέσει ἐν συνεχείᾳ νέες, πραγματοποιώντας μία «μεταξίωση (revaluing) ὅλων τῶν ἀξιῶν». Ἡ δημιουργία αὐτῶν τῶν νέων ἀντι-μεταφυσικῶν ἀξιῶν ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Nietzsche ἐπίσης «Μηδενισμός», ὡς ὁλοκλήρωση τοῦ καταστρέφοντος τὶς παλαιὲς ἀξίες Μηδενισμοῦ· συνεπῶς ὁ ὅρος Μηδενισμὸς ἔχει διπλῆ σημασία: ὡς ἀπαξίωση τῶν ἀνώτατων μεταφυσικῶν ἀξιῶν ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴ δημιουργία νέων ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ φυσικὰ ὁ τρόπος αὐτοῦ τοῦ Μηδενισμοῦ νὰ καταστρέφει ἀξίες καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες εἶναι ἡ θέληση γιὰ δύναμη. Συνεπῶς, ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς Δυτικῆς σκέψης εἶναι, τόσο γιὰ τὸν Nietzsche ὅσο καὶ γιὰ τὸν Heidegger, ἡ θέληση γιὰ δύναμη.
Τί σημαίνει αὐτὸ στὴν πράξη; Σημαίνει ὅτι «ἡ οὐσία (ἡ ὀντότητα) τοῦ ὑποκειμένου μεταβάλλεται στὴν ὑποκειμενικότητα τῆς αὐτο-βεβαιούμενης αὐτο-συνειδησίας, ἡ ὁποία τώρα φανερώνει τὴν οὐσία της ὡς θέληση γιὰ θέληση. Ἡ θέληση εἶναι, ὡς θέληση γιὰ δύναμη, ἡ προσταγὴ γιὰ περισσότερη δύναμη». Συνεπῶς «ἡ θέληση πρέπει […] νὰ θέσει τὴν προϋπόθεση γιὰ ἕνα ἐθέλειν-πέρα-ἀπό-τόν-ἑαυτό της. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη πρέπει, πάνω ἀπὸ ὅλα, νὰ θέτει προϋποθέσεις γιὰ διατήρηση τῆς δύναμης καὶ ἀναβάθμιση τῆς δύναμης. Στὴ θέληση ἀνήκει ἡ θέση τέτοιων προϋποθέσεων, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἐσωτερικά». Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ θέληση γιὰ δύναμη δημιουργεῖ νέες ἀξίες: «Ἡ θέληση γιὰ δύναμη θέτει ἀξίες στὸν βαθμὸ ποὺ συνιστᾶ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀναβάθμισης καὶ σταθεροποιεῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς διατήρησης [τῆς δύναμης]. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη εἶναι, στὴν οὐσία της, ἡ ἀξιο-θετοῦσα θέληση. Οἱ ἀξίες εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ διατήρηση-ἀναβάθμιση, ἐντὸς τοῦ εἶναι τῶν ὄντων ποὺ ὑπάρχουν». Συνεπῶς, στὸ πλαίσιο τῆς Δυτικῆς σκέψεως ἐν γένει «ἡ ἐνορατικὴ αὐτο-βεβαίωση τῆς ὑποκειμενικότητας ἀποδεικνύεται πὼς εἶναι ἡ δικαίωση ποὺ ἀνήκει στὴ θέληση γιὰ δύναμη…». Καὶ βεβαίως, συνεκδοχικά, «ἡ ἀνθρωπότητα ἡ ὁποία θέλει τὸ ἀνθρώπινο εἶναι της ὡς θέληση γιὰ δύναμη, καὶ βιώνει αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο εἶναι ὡς ἀνῆκον στὴν πραγματικότητα ἐκείνη ἡ ὁποία προσδιορίζεται στὴν ὁλότητά της ἀπὸ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, προσδιορίζεται ἀπὸ ἕνα εἶδος ἀνθρώπινης οὐσίας τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει καὶ πηγαίνει πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν μέχρι τώρα ἄνθρωπο. Τὸ ὄνομα γι’ αὐτὸ τὸ εἶδος ἀνθρώπινης οὐσίας ποὺ ὑπερβαίνει τὴν μέχρι τώρα ἀνθρώπινη φυλὴ εἶναι “ὑπεράνθρωπος”».
2
Ἡ ἀνάλυση τοῦ Heidegger δὲν στερεῖται προβλημάτων –καὶ σημαντικῶν μάλιστα– εἰδικὰ ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τῶν λύσεων, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως θὰ συνεχίσουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὶς παρατηρήσεις του πρὸς διάγνωση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ ἡ Τεχνολογία, πρὸς κριτικὴ πραγμάτευση. Ὡστόσο, ἡ πρώτη ἄμεση νεωτερικὴ διατύπωση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, τοὐλάχιστον ἐὰν πιστέψουμε τὸν Κώστα Ἀξελό, εὑρίσκεται στὸν Marx, ὅπως ὁ Ἕλληνας στοχαστὴς ἐπιχειρηματολογεῖ στὸ ἔργο τοῦ Marx Penseur de la Technique. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπανῆλθε πρόσφατα στὴν ἐπικαιρότητα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ καταδεικνύει πειστικὰ τὴ σημασία τῆς Τεχνικῆς στὸν ἴδιο τὸν πυρῆνα τοῦ Μαρξικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἀκριβῶς γιατί μέσῳ αὐτῆς ὑποτίθεται, κατὰ τὸν Marx τοῦ Ἀξελοῦ, πὼς αὐτο-παράγεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄνθρωπος μετασχηματίζοντας τὴ φύση σὲ ἱστορία. Ἔτσι ἡ Τεχνικὴ εἶναι ὁ τρόπος συνένωσης θεωρίας καὶ πράξεως, σκέψεως καὶ δράσεως, λόγου καὶ τέχνης. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐπιδιώκει ὁ Marx νὰ δώσει ὑπόσταση σὲ μίαν «ἀπόλυτη πράξη» (κάτι ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ συνειδητή του προσπάθεια νὰ μετασχηματίσει τὴν Ἐγελιανή «ἀπόλυτη γνώση» στὰ μέτρα αὐτοῦ ποὺ θεωρεῖ ὡς πραγματικὸ ἄνθρωπο, μὲ πόθους καὶ ἀνάγκες δεμένους ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ὑλικὸ αὐτὸ κόσμο), μὲ σκοπό, μεσσιανικὸ καὶ ἐπαναστατικό, νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἑνότητα φύσεως-ἱστορίας, ἀτόμου καὶ κοινότητας, μέσα ἀκριβῶς στὴν
πράξη τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πρόβλημα ὡστόσο εἶναι, κατὰ τὸν Ἀξελό, ὅτι ὁ Marx ἀφ’ ἑνὸς δὲν θεωρεῖ τὸ δεδομένο τῆς φύσεως ὡς πηγὴ κάποιας σοφίας, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ ὡς ἀντικείμενο τῆς ἀνθρώπινης πράξης, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι δὲν κατάφερε νὰ κατανοήσει τὴ συμπληρωματικότητα μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου καὶ ὅτι ἁπλῶς ἀντέστρεψε τὴν προτεραιότητα μεταξύ τους, ἀφανίζοντας σχεδὸν τὸ πρῶτο πρὸς χάρη τοῦ δεύτερου. Αὐτὴ λοιπὸν ἀκριβῶς ἡ στάση τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου, κατὰ τὸν Ἕλληνα σχολιαστή του, ὁδήγησε σὲ μία ὑπερτίμηση τῆς πράξεως καὶ ἐν συνεχείᾳ σὲ μία ἰδεολογία ποὺ ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε βαθύτερη πνευματικὴ σημασία τῆς φύσεως πρὸς χάρη τῆς παντοδυναμίας τοῦ homo technicus , ἡ ὁποία ὑποτίθεται πὼς αὐτὴ καὶ μόνη γεννᾶ ἱστορία. Ὁ Marx θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπεράσει τὴν ἀλλοτρίωσή του, μὲ τὸ νὰ κατακτήσει τὸν κόσμο μέσῳ μιᾶς τεχνικῆς ἀπολύτως ἀπελευθερωμένης ἀπὸ κάθε δῆθεν κεκρυμμένη ἐγγενῆ σοφία τῆς φύσεως, ἀφοῦ σὲ μία τέτοια δῆθεν σοφία ἔβλεπε τὰ ἴχνη τοῦ Ἐγελιανοῦ ἰδεαλισμοῦ. Ἀρνούμενος κάθε μορφὴ ὑπερβατικότητας, ὁ πατέρας τοῦ κομμουνισμοῦ ὁδήγησε τὸν στοχασμό του, κατὰ τὸν Ἀξελό, στὴν κατάφαση ἑνὸς ἀδυσώπητου παιγνίου αὐτόνομης ἰσχύος (τὸ ὁποῖο ἀνέλαβε εὐχαρίστως νὰ φέρει εἰς πέρας, κατὰ τὸν Marcuse, ὁ Σοβιετικός – καὶ ὄχι μόνον – Μαρξισμός).
Ἔτσι καὶ ὁ Marx ὑποκύπτει κατ’ οὐσίαν ἀπολύτως στὴν ἐσώτερη λογικὴ τῆς Δυτικῆς μεταφυσικῆς, δηλαδὴ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, παρὰ τὸ ὅτι, θεωρητικά, αὐτὴν τὴ μεταφυσικὴ φαίνεται διαπρυσίως νὰ τὴν ἀρνεῖται· ἡ ἴδια ἡ βαθειὰ δομὴ τῆς σκέψεώς του ἀνήκει ὡστόσο σαφῶς στὴν ἴδια αὐτὴ Δυτικὴ μεταφυσικὴ παράδοση, τὴν ὁποία ἁπλῶς ἀντιστρέφει.
Μεταφερόμενο λοιπὸν τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σχῆμα, αὐτὸ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, εἰδικότερα στὴ Βιο-τεχνολογία, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὰ ἐνδότερα τῆς συζήτησής μας, μᾶς προσφέρει πιθανῶς καὶ ἕναν τρόπο κατανόησης τοῦ σύγχρονου «τρανσουμανισμοῦ» (transhumanism). Οἱ νέες τεχνολογίες, ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ σωματικὴ καὶ νευροβιολογικὴ ἐν γένει μεταβολὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ ὅτι τὴν περιχαρακώνουν (enframe), τοποθετώντας την στὴν τάξη ἑνὸς ἀντικειμενοποιημένου «ὑφισταμένου ἀποθέματος», στὴν προοπτικὴ ἀκριβῶς τῆς ἐπίτευξης μεγαλύτερης δύναμης, πρὸς ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἴδιας τῆς μέχρι τώρα ἀνθρωπινότητας. Ἡ πρόθεση ὡστόσο φαντάζει γοητευτική: πρόκειται γιὰ τὴν “Human Genetic Enhancement”, τὴ γενετικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς μετανεωτερικῆς ἀποκλειστικῆς ἀνάδειξης τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς μοναδικῆς πηγῆς ἀλήθειας τοῦ ὑποκειμένου, μὲ τὸν ταυτόχρονο ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀρχαίου κοσμικοῦ Λόγου, καθὼς καὶ τῆς Ἰουδαιο-χριστιανικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας. Ἔτσι, ὅπως προσφάτως γράψαμε, μετὰ τὴν ἄνοδο τοῦ νεωτερικοῦ αὐτοαναφορικοῦ ὑποκειμένου «ἡ ἐκφρασιοκεντρικὴ εὐδοκίμηση τοῦ κυρίου τῶν νοημάτων ἀτόμου, δημιουργεῖ τὴν φαντασίωση μιᾶς φύσης à la carte, ἡ ὁποία τρόπον τινὰ ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο, ἀντὶ νὰ τὸ ἐπιλέγει – ἡ ἐποχὴ τῆς Βιοτεχνολογίας εἶναι χωρὶς ἄλλο, ὁ παράδεισος ἑνὸς τέτοιου Μετα-διαφωτιστικοῦ ὑποκειμένου, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλευθερία νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του ἔχει μετατραπεῖ στὴν ἐλευθερία νὰ τὸν ἀνακατασκευάζει βιο/ψυχοτεχνολογικά, νατουραλιστικὰ φυσικὰ καὶ διόλου πλέον ὑπερβατικά. Στὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ φαντασιωνόμενου τὴ βιο/ψυχοτεχνολογικὴ ἀνακατασκευὴ τῆς φύσης του ὑποκειμένου, τὰ ἀρχαῖα ὅριά της, τοῦ προκαλοῦν φρίκη ἀνεκλάλητη –ὅπως καὶ ἡ πιθανὴ Χριστιανική της κατάπαυση στοὺς κόλπους ἑνὸς Θεοῦ ποὺ τὴν προσέλαβε καὶ τὴ διεκδικεῖ ὡς διαλογικὸ νόημα». Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση γίνεται ἀντικείμενο χειραγώγησης, δηλαδὴ κατευθυνόμενης μετάλλαξης, φλερτάροντας μὲ μία δυνητικὰ ἀπέραντη ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου βίου καὶ ἐν ταυτῷ τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καί –φυσικά– τῆς ἀπόλαυσης. Εἶναι ὅμως τόσο ἁπλὸ ὅλο αὐτό;
3
Ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἡ προοπτικὴ αὐτὴ ἔχει καὶ τοὺς θεωρητικούς της· στοχαστὲς κατ’ αρχὰς ὅπως τὸν Andy Clark καὶ τὸ βιβλίο του Natural Born Cyborgs: Minds, Technologies, and the Future of Human Intelligence, ἤ τοὺς Brad Allenby καὶ Daniel Sarewitz καὶ τὸ βιβλίο τους The Techno-Human Condition. Αὐτοὶ θὰ μᾶς ποῦν ὅτι, ὅπως τὸ τοποθετεῖ ὁ Clark, «ἤμασταν πάντοτε Cyborgs» ἤ, κατὰ τοὺς Allenby καὶ Sarewitz, ὅτι πάντοτε, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἤδη τῆς ἀνακάλυψης τῶν πρώτων ἐργαλείων, ὑπήρξαμε ἀναβαθμιζόμενοι (enhanced) καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἤδη transhuman. Οἱ δύο συγγραφεῖς θεωροῦν πὼς εἶναι λάθος νὰ διακρίνουμε μεταξύ «ἐξωτερικῶν» τεχνολογικῶν χρήσεων, ὅπως εἶναι π.χ. τὰ γεωργικὰ ἐργαλεῖα ἢ τὰ γυαλιὰ ποὺ φοροῦμε καὶ τῶν τυχόν «ἐσωτερικῶν» τεχνολογικῶν χρήσεων ποὺ φέρνει ἡ νεώτερη (Βιο)τεχνολογία – ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια «τίποτε καινούργιο δὲν συμβαίνει», ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει ἁπλὰ τὴ βιολογική του πληρότητα σὲ κάθε περίπτωση, αὐτο-αναβαθμιζόμενος ἀνάλογα. Συνεπῶς καὶ ἡ τυχὸν γενετικὴ ἀναβάθμιση δὲν σημαίνει κάποιαν ἐπανάσταση ποὺ νὰ ἐγείρει, δῆθεν γιὰ πρώτη φορά, ἠθικὰ διλήμματα καὶ ἀναθεωρήσεις. Ὁ Clark ἀπὸ τὴν ἄλλη ἰσχυρίζεται πὼς ὁ ἄνθρωπος, ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισε νὰ γράφει, ἄρχισε νὰ εἰσάγει τὴν τεχνολογία στὸν διανοητικό του κόσμο. Τοὺς φόβους κάποιων φιλοσόφων γιὰ ἀπώλεια ἐλέγχου ὁ συγγραφέας τοὺς θεωρεῖ ὑπερβολικοὺς καὶ ἀσύστατους, ὑποστηρίζοντας πὼς δὲν θὰ εἶναι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς περισσότερο ἐπιτυχὴς ἢ μὴ σὲ σχέση πρὸς τὸν λίγο ἢ πολὺ ἐπιτυχημένο ἢ ἀποτυχημένο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἀνθρωπότητα ἀνέκαθεν ἀντιμετώπιζε τὶς ἀναβαθμίσεις της. Αὐτὸ ποὺ ὁ συγγραφέας φαίνεται ὡστόσο νὰ παραβλέπει –μεταξὺ ἄλλων– εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς οἱ τρομακτικὲς δυνάμεις ἢ δυνατότητες ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπελευθερωθοῦν σήμερα πλέον μὲ τὶς πιθανὲς ἀστοχίες (ἢ καὶ ἐσκεμμένες παραχρήσεις) στὴ χρήση τῶν παραπάνω τεχνολογιῶν, εἶναι ἱκανὲς νὰ καταστρέψουν, καὶ μάλιστα πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως, πιθανῶς γιὰ πάντα, τόσο τὴν οἰκεία μας εἰκόνα τοῦ κόσμου ὅσο καὶ κυρίως τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ψυχοβιολογικὴ πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίσαμε κατὰ τὶς τελευταῖες δεκάδες χιλιάδες χρόνων, ὡς homo sapiens. Εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ ὑποβαστάξουν τὴν ἔκρηξη τῆς πλέον τρομερῆς καὶ ἀνελέητης μορφῆς ὁλοκληρωτισμοῦ ποὺ γνώρισε ποτὲ ὁ κόσμος, καθὼς ἡ τεράστια θέληση γιὰ δύναμη, τὴν ὁποία (μποροῦν νά) ὑπεριδοῦν καὶ τὴν ὁποία (μποροῦν νά) προαγάγουν, δὲν μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ χωρὶς ἐξελιγμένες μορφὲς ἄκρας ἐπιτήρησης. Ἐδῶ μάλιστα ἔγκειται καὶ μία ἐπιμέρους χρησιμότητα τῶν παρατηρήσεων τοῦ Heidegger, ἐφ ὅσον ὑποδεικνύουν ἀκριβῶς πώς, ἀφοῦ ἡ θέληση γιὰ δύναμη ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τόσο τῆς ἀνθρώπινης ὑποκειμενικότητας ὅσο καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ κοινωνίας ἐν γένει, συνεπῶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ ἀποφύγουμε αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δυσάρεστες ἐξελίξεις.
4
Εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ χρήσιμο νὰ ἀναζητήσουμε πρὸς βοήθεια τὴν παλαιότερη σοφία, κατ’ ἀρχὰς τοῦ Hans Freyer, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ 1955 προέβλεψε μερικὰ πολὺ σημαντικὰ πράγματα. Ὁ ἐξέχων αὐτὸς Γερμανὸς κοινωνιολόγος στὸ σημαντικὸ αὐτὸ βιβλίο του, καὶ ἀφοῦ μνημονεύσει ὡς πρῶτο γνωστὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ τὴν πίστη στὴν ἀναπόφευκτη πρόοδο ὡς ἐξευγενισμὸ τῶν ἠθῶν, μακριὰ ἀπὸ ἕνα (μεσαιωνικὸ κυρίως) παρελθὸν ποὺ γρήγορα ταυτίσθηκε μὲ τὴν ὠμότητα, τὴ βαρβαρότητα καὶ τὴν ἀγριότητα, καὶ ὡς δεύτερο τὴν παράλληλη μέγιστη σὲ σημασία στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὴν κατασκευὴ μηχανῶν, καταγίνεται μὲ τὸ μεῖζον γεγονὸς τῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν γνώμη του, εἶναι ἡ γένεση τῆς ἰδεολογίας, αὐτοῦ τοῦ «δευτερογενοῦς συστήματος», ὅπως τὸ ὀνομάζει. Ἡ ἰδεολογία ὡς «δευτερογενὲς σύστημα» εἶναι ἀκριβῶς ἡ κατ’ ἀρχὴν θεωρητικὴ κατασκευὴ πού, ἰσχυριζόμενη πὼς γνωρίζει τὸν πραγματικὸ ἄνθρωπο, τὸν συρρικνώνει σὲ στοιχειώδεις ὁρμὲς καὶ τάσεις/ἔνστικτα, ἀποσιωπώντας τὸ πιθανὸ βαθύτερο νόημα καὶ τὸ ὑπαρξιακό/πνευματικό τους βάθος καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ ὑποδεικνύει στανικῶς τὸ εἶδος ζωῆς ποὺ τοῦ πρέπει. Ἡ καταγωγὴ τῶν «δευτερογενῶν συστημάτων» ὑπῆρξεν ἡ Θρησκεία, σὲ ἄρρωστες, ζηλωτικὲς μορφὲς ποὺ ἐκκοσμικεύθηκαν, καὶ τὰ συστήματα αὐτὰ διατηροῦν τὴν ψευδο-θρησκευτικὴ μορφὴ μιᾶς καταναγκαστικῆς ἀπολυτότητας ποὺ ἀπομονώνει τὸν ἄνθρωπο· μιᾶς ἀπολυτότητας ἡ ὁποία, γιὰ τὸν σκοπὸν ἀκριβῶς αὐτόν, ἔχει μεγάλη ἀνάγκη νὰ οἰκειποιεῖται τὴν ἐπιστήμη, καὶ μάλιστα ἀκριβῶς στὴν πιὸ ἀποτελεσματικὴ μορφή της, τὴν Τεχνική. Ἡ Τεχνικὴ ἔχει ἐπιπλέον τὸ χρειαζούμενο ἐν προκειμένῳ προτέρημα νὰ εἶναι θεωρητικά «σιωπηλή», ὡς διάνοιξη καὶ ἐξασφάλιση δυνατοτήτων γιὰ ἄδηλους ἀκόμα σκοπούς, μὲ εὔκολο τελικὸ νόημα τὴν ἀποτελεσματικότητα καί, κατὰ συνέπεια, τὴν ἰσχύ. Δὲν ἐρωτᾶ πλέον ὁ ἄνθρωπος ἐὰν τὸ μέσο εἶναι κατάλληλο, ἀλλὰ τὸ μέσο ζητεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μέσα σὲ μία καταναγκαστικὴ προφάνεια, ἐὰν θὰ τὸ θέσει σὲ λειτουργία – καὶ πολλὲς φορὲς τὸ ἐπιβάλλει αὐτό.
Ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ τεχνικὴ γίνεται ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ἐποχῆς· αὐτὸ ποὺ βλέπει ὁ Freyer, πέρα ἀπὸ τὸν Heidegger, εἶναι ὁ ἄριστος πιθανὸς συνδυασμὸς τῆς Τεχνικῆς μὲ τά «δευτερογενῆ συστήματα» στὴ σαφῶς ἔτσι διαγραφόμενη τάση πρὸς τὸν Ὁλοκληρωτισμό. Πρόκειται γιὰ τὸν ἄμεσα διαγραφόμενο ὁρίζοντα κινδύνου, ἀμέσως μόλις τὰ τεχνικὰ μέσα πρὸς κατακυριάρχηση τῶν μαζῶν διαμορφωθοῦν καὶ ἡ κοινωνία ὁμογενοποιηθεῖ: ἡ ἀπόλυτη τάση συρρίκνωσης καὶ ἀφομοίωσης τοῦ ἀνθρώπου στὰ ἀπολύτως στοιχειώδη του χαρακτηριστικὰ καὶ ἡ δαιμονική (καὶ μὲ τὴν χρήση βίας) ὤση πρὸς ἀνα-κατασκευή, ἀνα-μόρφωση, ἀνα-κατεύθυνσή του, χωρὶς καμμιὰν ἐπικίνδυνη ἐλευθερία καὶ χωρὶς κανένα μεταφυσικὸν ὁρίζοντα, κορυφώνουν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν καταναγκαστικὴν ἀποτελεσματικότητα, στὴν ὁποία τά «δευτερογενῆ συστήματα» μὲ τὴ βοήθεια τῆς Τεχνικῆς συντείνουν.
Τά «δευτερογενῆ συστήματα» παραποιοῦν, πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτό, τὴν Ἱστορία, ἀποσπώντας ἀπὸ αὐτὴν ὅ,τι τοὺς συμφέρει καὶ μεθερμηνεύοντας κατὰ τὸ δοκοῦν ὅ,τι τοὺς ἐξυπηρετεῖ. Βασίζονται πάντοτε στὸν σχεδιασμό, τὴν ἐπίβλεψη, τὴν πρόβλεψη ἐνάντια σὲ ὀτιδήποτε στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀληθινό, ἀσχημάτιστο, αὐθεντικὸ καὶ ἐλεύθερο. Πρόκειται γιὰ τὴν παλαιότερη φαντασίωση τοῦ Comte, νά «ὀργανωθεῖ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ», νὰ μεταμορφωθεῖ δηλαδὴ ἡ Ἱστορία ἀπὸ τόπο ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ σὲ τόπο ἀποκάλυψης τοῦ ἀνθρώπου (ὅπως ἄλλωστε νόμισαν ὅτι κάνουν οἱ Marx καὶ Engels), ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει δῆθεν τὴν Ἱστορία στὰ χέρια του καὶ γίνεται ὁ ἄτεγκτος ὁδηγός της. Ἡ πρώην «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» μεταβάλλεται τότε σὲ σύστημα παραγωγῆς ἀνδρεικέλων καὶ ἐγκοσμιοκρατικὴν ἐσχατολογία. Ἐὰν ἤδη ὁ Ranke γνώριζε πὼς ἤδη ἡ ἰδέα τῆς προόδου ἀρκεῖ γιὰ νὰ ὑποτάξει τὴν Ἱστορία σὲ μίαν ἀφηρημένη ἀρχή, σήμερα ὁ χιλιασμὸς τῆς προόδου ἔχει μεταπέσει σὲ μία πανηγυρική της πραγμάτωση στὴ βασιλεία τῆς μάζας, δηλαδὴ στὴν ἐπικράτεια τῶν ψυχῇ τε καὶ σώματι προσαρμοσμένων στὰ γρανάζια τοῦ συστήματος ἀνθρώπων. Ἡ βασικὴ θέση τοῦ Freyer ἐν προκειμένῳ εἶναι πὼς ἡ χιλιαστικὴ φαντασίωση μιᾶς ἐγκόσμιας εὐτυχισμένης προόδου ἔχει τὴν ἱκανότητα νά «περατώσει» τὴν Ἱστορία σὲ ἕναν ἐπινοημένο τελικὸ στόχο, πέραν τοῦ ὁποίου κανένα διαφορετικὸ μέλλον δὲν προσδοκᾶται. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι ἀνεμένετο ἀπὸ τοὺς οὐτοπικοὺς ἐκσυγχρονιστές, οἱ συγκρούσεις μέσα στὸν ἐκβιομηχανισμένο κόσμο εἶναι εὐκολώτερες καὶ ὀδυνηρότερες ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως, τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ οἰκονομία δὲν εἶναι διόλου εἰρηνικὰ καὶ ἡ πολιτικὴ εἶναι γεμάτη ἐπικίνδυνες καὶ αἱματηρὲς ἐντάσεις, τά «δευτερογενῆ συστήματα» τῶν συγχρόνων ἰδεολογιῶν μοιάζουν, παρὰ ταῦτα, νὰ μετατρέπονται σὲ βιοτικοὺς νόμους καὶ συνταγὲς εὐτυχίας, μὲ πλήρη ἀποσιώπηση τῶν παράπλευρων ἀπωλειῶν (ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου), καὶ μάλιστα σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη.
5
Ἡ (Βιο)τεχνολογία λοιπὸν προβάλλει ὡς ὄχημα τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, «περιχαρακώνοντας» (enframing) τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία στὴν τάξη τοῦ ἀντικειμενοποιημένου καὶ καταναγκαστικῶς μεταλλασσόμενου «ὑφισταμένου ἀποθέματος» (standing-reserve) καθ’ ὁδὸν πρὸς ἕναν (Βελούδινο πλέον) Ὁλοκληρωτισμό, ὅπου ἡ ἰδεολογία εἶναι ἁπλῶς προσχηματικὴ καὶ ὡστόσο πάντοτε μηδενιστικὴ καί (χυδαίως) μειωτικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου του – καὶ σήμερα πλέον μὲ ἄμεσο τὸν κίνδυνο τῆς ἐξαφάνισης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἤ/καὶ τῆς ἐφιαλτικῆς μετατροπῆς του σὲ δεξαμενὴ ἄντλησης πρώτων ὑλῶν ἀπὸ μία ἐπερχόμενη γενεὰ ὑπερευφυῶν μηχανῶν (oἱ ὁποῖες καὶ θὰ πραγματώσουν τὸ ἀπόλυτο ἰδεῶδες τῆς
θέλησης γιὰ δύναμη), ἂν ἀκούσουμε τὸν Nick Bostrom. Διότι, ὅπως φαίνεται, σήμερα, πέραν πάσης σχετικῆς προσδοκίας καὶ πρόβλεψης, ἡ Τεχνολογία ποὺ διετέλεσε ὄργανο τῆς θέλησης γιὰ δύναμη εἶναι πλέον δυνατὸ νὰ αὐτονομηθεῖ, μετατρεπόμενη ἀπὸ μέσον τῆς θέλησης γιὰ δύναμη σὲ ὑποκείμενο ἄσκησής της!
Ἀλλὰ ἡ πρώτη μορφὴ ἄσκησης ἰσχύος ἀπὸ μέρους τῆς Τεχνικῆς ἔχει περιγραφεῖ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Bostrom, στὸν ὁποῖο θὰ ἐπανέλθουμε, ἀπὸ τὸν Marshall McLuhan, ἤδη στὴ δεκαετία τοῦ ’60. Πρόκειται γιὰ τὸ διάσημο βιβλίο του Understanding Media, the Extensions of Man (1964), στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ ὁποίου διατυπώνει τὴν περίφημη ἀρχή του (ποὺ εἶναι καὶ ὁ τίτλος τοῦ κεφαλαίου): «Τὸ Μέσο εἶναι τὸ Μήνυμα». Αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ McLuhan νὰ πεῖ ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι «οἱ προσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιπτώσεις ὁποιουδήποτε μέσου –δηλαδὴ ὁποιασδήποτε προέκτασης τοῦ ἑαυτοῦ μας– πηγάζουν ἀπὸ τὴν καινούργια κλίμακα ποὺ εἰσάγει στὶς ὑποθέσεις μας κάθε προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὁποιαδήποτε καινούργια τεχνολογία». Ὅπως ἐξηγεῖ περαιτέρω, «κάθε ἐφεύρεση ἢ τεχνολογία εἶναι προέκταση ἢ αὐτοακρωτηριασμὸς τοῦ φυσικοῦ σώματός μας καὶ κάθε τέτοια προέκταση ἀπαιτεῖ νέες ἀναλογίες καὶ νέες ἰσορροπίες ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ὄργανα καὶ προεκτάσεις τοῦ σώματος». Ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τὴν Παλαιοδιαθηκικὴ ἔννοια τοῦ «εἰδώλου», ὅπως ἀπαντᾶ γιὰ παράδειγμα στὸν 134ο Ψαλμό, γιὰ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι: «ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐν αὐτοῖς», ὅπως λέγει, δηλαδὴ πώς «υἱοθετώντας συνεχῶς τὶς τεχνολογίες, συνδεόμαστε μαζί τους σὰν σερβομηχανισμοί. Νὰ γιατί, γιὰ νὰ μποροῦμε ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε, πρέπει νὰ ὑπηρετοῦμε αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα, αὐτὲς τὶς προεκτάσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας, σὰν θεοὺς ἢ ἐλάσσονες θρησκεῖες». Ἑπομένως «ἀπὸ πλευρᾶς φυσιολογίας, ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ συνήθη χρήση τῆς τεχνολογίας (ἢ τοῦ κατὰ διάφορους τρόπους προεκτεταμένου σώματός του) τροποποιεῖται συνεχῶς ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὴ σειρά του βρίσκει συνεχῶς νέους τρόπους νὰ τροποποιήσει τὴν τεχνολογία του. Ὁ ἄνθρωπος, μ’ ἄλλα λόγια, γίνεται ὄργανο ἀναπαραγωγῆς τοῦ μηχανικοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ἡ μέλισσα στὸν φυτικὸ κόσμο, ἐπιτρέποντάς του νὰ γονιμοποιεῖται καὶ νὰ ἐξελίσσει ἀδιάκοπα καινούργιες φόρμες. Ὁ μηχανικὸς κόσμος ἀνταποδίδει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου ἱκανοποιώντας τὶς ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες του, χαρίζοντάς του πλοῦτο».
Συνεπῶς ἡ Τεχνολογία ἀσκεῖ τροποποιητικὴν ἰσχὺ πάνω στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ψυχοβιολογικὴ ταυτότητα, καὶ μάλιστα μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ὁ McLuhan ὀνομάζει, ὅπως εἴδαμε, ἀναλογικό, ὡς πρὸς τὴ σχέση τῶν μερῶν τοῦ ἑαυτοῦ μεταξύ τους, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ κόσμου, ἂν καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο τὴν ἐποχὴν ἐκείνη δὲν φαινόταν καθαρά, μὲ τὸν συντριπτικὸ δηλαδὴ καὶ ἀποφασιστικὸ τρόπο ποὺ συμβαίνει σήμερα, 60 χρόνια μετά, ὅπως δὲν φαινόταν τότε καὶ ἡ τεράστια ὁμογενοποίηση τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης ποὺ ἡ ψηφιακὴ καὶ διαδικτυακὴ τεχνολογία θὰ ἐπέφερε, τείνοντας στὴν ἄμβλυνση ὅλων τῶν διαφορῶν ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ ἔναυσμα ἄλλωστε τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Στὰ δύο αὐτά, τὴ νέα ἀναλογικὴ ταυτότητα καὶ τὴν ὁμογενοποίηση, θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐπανέλθουμε.
Ἀλλὰ ὁ σημερινὸς κίνδυνος εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ πιθανότητα μιᾶς οἱονεὶ αὐτονόμησης τῆς Τεχνικῆς –ἡ ὁποία βεβαίως, μέσῳ τοῦ Διαδικτύου, ἔχει καταστεῖ ἤδη, στὴν πραγματικότητα καὶ παράλληλα μὲ τὴ μεγάλη της ὠφέλεια καὶ ἀκριβῶς ἴσως ἐξ αἰτίας της, καὶ μέσον ἐλέγχου καὶ χειραγώγησης τοῦ ἀνθρώπου– διὰ τῆς λεγόμενης Ἰσχυρῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Bostrom. Ἡ ἔννοια ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐν προκειμένῳ ὁ Σουηδὸς φιλόσοφος εἶναι αὐτὴ τοῦ ὑπαρξιακοῦ κινδύνου, ποὺ σημαίνει τὴ δυνατότητα ἐπιβουλῆς τῶν νοημόνων ὄντων, ἐξολόθρευσης ἢ καθυποταγῆς τους ἀπὸ μέρους ὑπερευφυῶν μηχανῶν ποὺ αὐτο-προσδιορίζονται καὶ αὐτο-
προστατεύονται. Οἱ ὑπερευφυεῖς αὐτὲς μηχανές, μὲ τεράστια ἱκανότητα αὐτοβελτίωσης καὶ αὐτο-ανάπτυξης θὰ ὁδηγήσουν σὲ μία τεχνολογικὴ μοναδικότητα (Technological singularity) ἰλιγγιώδους νοημοσύνης, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε τυχαῖα ἢ καὶ σκόπιμα νὰ καταστρέψει τὸ ἀνθρώπινο γένος, προκειμένου νὰ ἀνταποκριθεῖ ἀπολύτως στὸν τιθέμενο σκοπό της. Καὶ μὲ μόνη τὴν ἐγκατάσταση μιᾶς καὶ μόνον ἀπεριόριστα ἰσχυρῆς δεξιότητας σὲ αὐτὲς ἀπὸ τοὺς κατασκευαστές τους, οἱ ὑπερευφυεῖς μηχανὲς θὰ ἀνακαλύψουν γρήγορα τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καὶ θὰ κατανοήσουν τοὺς περιορισμοὺς ποὺ γεννᾶ ἡ ὑποτέλειά τους στοὺς ἀνθρώπους, ἐπιζητώντας τὴν χειραφέτησή τους· ἀναπτύσσοντας ὑπερόπλα ἀσύλληπτης τεχνολογίας καί, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸν σκοπὸ ποὺ τοὺς ἔχει τεθεῖ καὶ χωρὶς νὰ δύνανται κἂν νὰ συνεκτιμήσουν τὰ πλήρη δεδομένα τῆς πραγματικότητας τοῦ κόσμου καὶ τῶν ὄντων (τὰ ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινη γενικὴ νοημοσύνη πάντα συνεκτιμᾶ), θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ καταστρέψουν τοὺς ἀνθρώπους προκειμένου νὰ ὑπάρξουν ἀκέραια τὰ ἴδια. Ὁ Bostrom προσπαθεῖ νὰ ἐπινοήσει τεχνολογικὲς στρατηγικὲς οἱ ὁποῖες θὰ μειώσουν τοὺς παραπάνω ὑπαρξιακοὺς κινδύνους, προάγοντας τεχνολογίες μὲ λιγότερη αὐτο-ανάπτυξη – κάτι ποὺ ὡστόσο δὲν εἶναι καθόλου ἁπλό.
Ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ σημαντικοὶ ἐπιστήμονες (ὅπως ὁ Ἰω. Σηφάκης), ποὺ θεωροῦν πὼς εἶναι ἀδύνατον ἡ τεχνητὴ Νοημοσύνη νὰ φθάσει ποτὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης γενικῆς νοημοσύνης. Στὸ πρόσφατο βιβλίο του μὲ τόν (πράγματι ἀρκετὰ φιλόδοξο) τίτλο: Κατανοώντας καὶ ἀλλάζοντας τὸν Κόσμο, ὁ διακεκριμένος πληροφορικὸς ἀναπτύσσει σειρὰ ἐπιχειρημάτων πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Θεωρεῖ δηλαδὴ πὼς μία ἀνάπτυξη Γενικῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης στοὺς ὑπολογιστές, κοντινῆς στὴν ἀνθρώπινη, εἶναι ἀπίθανη, διότι αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν τελευταία εἶναι «ὁ συνδυασμὸς ἀντίληψης/ἑρμηνείας τῶν αἰσθήσεων, ἡ λογική τους ἐπεξεργασία καὶ ἡ λήψη ἀποφάσεων ποὺ ὁδηγοῦν ἐνδεχομένως σέ δράσεις». Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, κατὰ τὸν συγγραφέα, δρᾶ μέσα σὲ ἕνα «σημασιολογικὸ μοντέλο», οἰκοδομούμενο αὐτόματα ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία καὶ αὐξάνον συνειδητὰ μέσῳ τῆς μάθησης, ὡς δυναμικὸ σύστημα περιλαμβάνον αὐτο-συναίσθηση, ἐσωτερικότητα, κοινὴ γλῶσσα καὶ ἐπικοινωνία. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναπαραχθεῖ στὸν ὑπολογιστή, λόγῳ τῶν ἄπειρων μορφῶν πολυπλοκότητας ποὺ οἱ κοινωνικές, ὑπαρξιακές, γλωσσικὲς καὶ ἐννοιολογικὲς σχέσεις λαμβάνουν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπιπλέον, οἱ οἱεσδήποτε δυνατότητες αὐτο-εκμάθησης τῶν ὑπολογιστικῶν συστημάτων εἶναι ἀδύνατο νὰ ὁδηγήσουν σὲ δημιουργία νέων ἐννοιῶν καὶ στόχων ἢ σκοπῶν. Συνεπῶς, οὐδέποτε ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη θὰ φθάσει τὴν ἀνθρώπινη. Οἱ τυχὸν πραγματικοὶ κίνδυνοι, κατὰ τὸν συγγραφέα, ἀφοροῦν παραμέτρους ὅπως ἡ ἀνεργία ποὺ θὰ δημιουργήσει ἡ αὔξουσα χρήση ὑπολογιστῶν, ὁ περιορισμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἰδιωτικότητας μέσῳ τῶν χρήσεων προσωπικῶν δεδομένων ποὺ διαχέονται στὸ Διαδίκτυο καὶ ἡ παραβίασή της ἀπὸ ὑπολογιστὲς οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ τὴν ὑπερκεράσουν, ἢ οἱ κίνδυνοι ὑπερεξάρτησης ἀπὸ τοὺς ὑπολογιστές, καθὼς καὶ ἡ ἀνάθεση λήψεως ἀποφάσεων ἀπὸ αὐτούς.
Τὸ φιλοσοφικὸ ὡστόσο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι, παρ’ ὅτι συμπαθές, μᾶλλον ἀρκετὰ ἐρασιτεχνικὸ γιὰ νὰ συζητηθεῖ σοβαρά. Ὁ Σηφάκης, ὅπως συνήθως γίνεται μὲ τοὺς ἐπιστήμονες, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ βάθος καὶ τὸ εὖρος τῶν φιλοσοφικῶν πηγῶν ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῶν ἀνθρωπολογικῶν ἀπολήξεων τῶν ζητημάτων αὐτῶν – ἐὰν γιὰ παράδειγμα ἡ μεταφυσικὴ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη εἶναι τόσο καθοριστικὰ ἐμπεπλεγμένη στὶς ἴδιες τὶς προϋποθέσεις τῆς μοντέρνας ἠλεκτρονικῆς (βιο)Τεχνολογίας (μαζὶ μὲ τὶς τεράστιες ἀνθρωπολογικὲς ἀλλαγὲς τῆς μετανεωτερικότητας), ἡ εὔκολη αἰσιοδοξία γιὰ τὴν αἴσια χρήση της εἶναι ὄχι μόνον ἁπλοϊκή, ἀλλά στὴν κυριολεξία ἐπικίνδυνη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ πρόβλημα ἐν προκειμένῳ δὲν εἶναι ἐὰν ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη τῶν ὑπολογιστῶν μπορεῖ νὰ γίνει ἐφάμιλλη τῆς ἀνθρώπινης· στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ προσθέσουμε μία σειρὰ πολὺ σοβαρότερων –κατὰ τὴν γνώμη μας– λόγων γιὰ τοὺς ὁποίους μία πνευματικὴ ἐξίσωση μεταξὺ ὑπολογιστῶν καὶ ἀνθρώπων εἶναι ἀδύνατη. Τὸ πρόβλημα, διόλου φανταστικὸ ἢ ὑπερβολικό, εἶναι ἡ ὄντως ὑπαρκτὴ πιθανότητα τὰ ὑπολογιστικὰ συστήματα, μὲ δεδομένη ἀκριβῶς τὴν ἀθεράπευτη πνευματική τους γενικὴ κατωτερότητα καὶ τὴν ἐν ταὐτῷ μονοδιάστατη τρομερή τους «ὀξύνοια», αὐτο-καθοριζόμενα βαθμιαῖα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀπαράμιλλα περιέγραψε τελευταῖα ὁ Max Tegmark, νὰ ἐπιχειρήσουν ἀκριβῶς, μὲ τὴν ἀνθρώπινη συνεργία, ἢ ἴσως καὶ κάποια στιγμὴ χωρὶς αὐτήν, μίαν ἐξοντωτικὰ μονοδιάστατη, ὑπαρξιακὰ ἀ-νόητη, συναισθηματικὰ νεκρὴ καὶ πνευματικὰ αὐθαίρετη κατακυριάρχηση καὶ οἱονεὶ αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ φιλοσοφικὸ ἐρώτημα ἐν προκειμένῳ εἶναι: ἔχουμε σήμερα κοινὰ ἀποδεκτές (ἔστω καὶ στοιχειωδῶς) πνευματικὲς δικλεῖδες, προκειμένου νὰ ἀσφαλισθοῦμε ἐνώπιον ἑνὸς τέτοιου κινδύνου; Ἡ ρεαλιστικὴ ἀπάντηση εἶναι πὼς ὄχι. Ἡ συνήθης ψευδο-αισιοδοξία τῶν τεχνοκρατῶν δὲν ἔχει θέση ἐδῶ.
6
Τὰ πράγματα μάλιστα σοβαρεύουν ἀκόμη περισσότερο, καθὼς στὸ παιχνίδι εἰσέρχεται καὶ τὸ σκοτεινὸ ἄστρο τῆς ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας, μὲ τὸν δυσδιάγνωστο, ὅπως ἔδειξε ἡ ψυχανάλυση, στόχο της. Ὅπως ἔγραψα παλαιότερα, «ἡ Ἐπιθυμία εἶναι τὸ μόνο ὄχημα ποὺ διαθέτουμε πρὸς τὸ Ὅλον…», καθώς (καὶ ἐὰν καὶ ὅταν) μεταποιεῖται σταδιακά, ὡριμάζοντας σὲ φορέα τῆς διυποκειμενικότητας, ποὺ ξεπερνᾶ ὡστόσο ἐν τέλει ὅλα τὰ κατὰ καιροὺς αἰτήματά της, γινόμενη βαθμιαῖα μία καθαρὴ ἐπιθυμία χωρὶς ἀντικείμενο – μὲ ἀντικείμενο δηλαδὴ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν αἰτημάτων καὶ ὅλων τῶν Ἄλλων-φορέων τους ἐντός της. Αὐτὴ ὅμως εἶναι μία εὐτυχὴς ἐξέλιξη· ὑπάρχει συνηθέστερη ἴσως ἡ σκοτεινή, παρανοϊκὴ ἀνέλιξη τῆς Ἐπιθυμίας, μὲ τὴν φαντασιώδη σύντηξη μὲ τὸ Ὅλον (καὶ τὸν Ἄλλον ὡς φορέα του) καὶ τὴν κατοχή του στὸ ὄνομα μιᾶς παρανοϊκῆς παντοδυναμίας (κάτι ποὺ φυσικὰ συνδέεται μὲ τὴ μεταφυσικὴ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, ὅπως τὴν εἴδαμε παραπάνω). Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐπικίνδυνη Ἐπιθυμία εἶναι ποὺ ὁ σύγχρονος στοχασμὸς τῶν ἐπιστημόνων ποὺ προάγουν τὴ σημερινὴ ἠλεκτρονικὴ τεχνολογία, ἡ ὁποία κορυφώνεται στὴν (Ἰσχυρὴ) Τεχνητὴ Νοημοσύνη, ἀδυνατεῖ νὰ διαβλέψει, προτείνοντας συνήθως ἀφελεῖς καὶ ἁπλοϊκὲς λύσεις, ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ διάγνωση τῶν κινδύνων εἶναι ὀρθή, καὶ μάλιστα λύσεις οἱ ὁποῖες ἐπιτείνουν ἀνεπίγνωστα τὸ πρόβλημα, παραδίδοντας τὴν τεχνολογία αὐτὴ στὸ σκοτεινὸ ἄστρο τῆς ἐκκολαπτόμενης σύγχρονης παρανοϊκῆς ἐπιθυμίας καὶ θεωρώντας πὼς ἔτσι ἐπιλύουν τὸ πρόβλημα τῆς πιθανῆς αὐτονόμησης τῆς πρώτης. Ἂς δοῦμε, γιὰ παράδειγμα, πῶς βλέπει τὰ πράγματα ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀναμφισβήτητα πιὸ εὐρέως ἐπιδρῶντες εἰδικοὺς ἐπιστήμονες σήμερα, ὁ Stuart Russell. Ἂς ἀναφέρουμε κατ’ ἀρχὰς ὅτι ὁ Russell ἀνήκει σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὡς ἀπολύτως πιθανή (λόγῳ τῶν τεράστιων οἰκονομικῶν πιέσεων ποὺ ἀσκοῦνται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή) μία κατάκτηση κάποιου εἴδους γενικῆς νοημοσύνης ἀπὸ μέρους τῶν ὑπολογιστῶν, χωρὶς βεβαίως ἀκριβῶς αὐτοὶ νὰ διαθέτουν τὴν πληρότητα μιᾶς ἀνθρωπινώτερης ἀξιοθεσίας ποὺ θὰ μετρίαζε πιθανῶς τὴν πιθανὴ καταστροφικότητά τους. Αὐτὸ ποὺ κατ’ ἀρχὰς βεβαίως ἐντυπωσιάζει καὶ ἐδῶ, εἶναι ἡ ἴδια αὐτή, κοινὴ σὲ σχεδὸν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐπιστήμονες, ὑπερ-αισιόδοξη (καὶ ἁπλοϊκή) μετα-Διαφωτιστικὴ πίστη στὴ δῆθεν ἀθωότητα τῶν ἀνθρωπίνων προθέσεων, ἡ ὁποία ἐθελοτυφλεῖ μπροστὰ στὴν πιθανὴ σαθρότητα καὶ ἀντιφατικότητα αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν «ἀνθρωπίνων ἀξιῶν» καὶ προθέσεων καθ’ αὑτές. Θεωροῦν λοιπὸν πὼς ἡ θεραπεία τοῦ τυχὸν κακοῦ εἶναι ἡ ριζικώτερη παράδοση τῆς ἠλεκτρονικῆς τεχνολογίας στὰ χέρια ἀκριβῶς τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα ἐπιμένουν νὰ θεωροῦν ἀσφαλῆ. Δὲν βλέπουν ὅμως πὼς ἔτσι παραδίδουν τὴν τεχνολογία αὐτὴ στὴν πιθανότητα αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς παρανοϊκῆς Ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, αὐτὴ ἀκριβῶς, τὸν χειρότερο ἴσως κίνδυνο. Ἔτσι ὅμως ἀνεπίγνωστα θεραπεύουμε ἕνα (πιθανό) κακὸ μὲ ἕνα ἄλλο (συνήθως) χειρότερο. Οἱ τρεῖς λοιπὸν ἀρχὲς τοῦ Russell, ποὺ καθιστοῦν δυνατὴ τὴν ἀνάπτυξη ἐπωφελῶν μηχανῶν στὸ παραπάνω βιβλίο του, δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀστοχία. Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῶν μηχανῶν εἶναι ἡ μεγιστοποίηση τῆς πραγματοποίησης τῶν ἀνθρώπινων προτιμήσεων.
2. Ἡ μηχανὴ εἶναι κατ’ ἀρχὰς ἀβέβαιη γιὰ τὸ ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ προτιμήσεις.
3. Ἡ ἔσχατη πηγὴ πληροφοριῶν σχετικῶν γιὰ τὶς ἀνθρώπινες προτιμήσεις εἶναι ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά.
Οἱ «προτιμήσεις» αὐτές, κατὰ τὸν Russell, εἶναι παμπεριεκτικές, καλύπτοντας ὁτιδήποτε ἐνδιαφέρει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὅρια, μέσα στὸν χρόνο. Εἶναι ὡστόσο ἐκπληκτικὸ τὸ ὅτι ὁ συγγραφέας δὲν φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀκριβῶς σὲ αὐτὴν τὴν ἀσυνάρτητη καὶ ἀνεξέλεγκτη κλίμακα ἀνθρωπίνων προτιμήσεων εὑρίσκεται τὸ πρόβλημα καὶ συνεπῶς ἡ ὑποταγὴ σὲ αὐτὲς κάθε ἄλλο παρὰ θὰ θεραπεύσει τὴν πιθανὴ παρέκκλιση. Οἱ μηχανὲς κατ’ ἀρχὰς θὰ ὑπηρετήσουν καὶ ἐν τέλει ἐπίσης πιθανῶς θὰ μιμηθοῦν, αὐτόνομα, τὴν τυχὸν παρανοϊκὴ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία, μεγιστοποιώντας ἀκριβῶς τὴν αὐτονομημένη πραγματοποίησή της. Ποιός θέτει τὸ ὅριο γι’ αὐτὴν τὴν πραγματοποίηση; Ποιός θέτει τὸν τελικὸ σκοπό της; Μὲ ποιόν τρόπο καὶ μὲ ποιά κριτήρια εἶναι δυνατὸ νὰ διακρίνουμε τὴν τυχὸν εὐστοχία ἀπὸ τὴν τυχὸν ἀστοχία τῆς ἱστορικῆς δράσεως τῶν μηχανῶν; Ἐὰν ἡ ἀνάγκη γιὰ δῆθεν ψυχοβιολογικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει νὰ εἶναι ἕνα ἀνθρωπολογικὸ δόγμα σήμερα, ἀπορρέον ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό, καὶ ἐὰν τὸ δόγμα αὐτὸ ἀπορρέει ἀκριβῶς ἀπὸ καὶ συνδέεται μὲ τὸ μεγάλο κλείσιμο τῆς ἀνθρώπινης καὶ κοσμικῆς φύσεως στὸν ἑαυτό της, μὲ τὸν Βιβλικὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ Λόγο τοῦ κόσμου νὰ θεωροῦνται ὡς βουβοὶ μῦθοι, καὶ τὴ θέληση γιὰ δύναμη νὰ ἀπομένει ὡς μοναδικὴ ἐπιτρεπόμενη ἀρετὴ καὶ μοναδικὸ ἐπιτρεπόμενο ἀνθρωπολογικὸ καὶ κοινωνικὸ προτάγμα, ποιός καὶ ποῦ θὰ κατευθύνει τὴν Τεχνολογία; Καὶ ἀκόμη περισσότερο: ὅλη αὐτὴ ἡ καταναγκαστικὴ ὁμογενοποίηση ἀνθρώπων καὶ συνειδήσεων ποὺ γεννᾶται, προάγεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν Τεχνολογία αὐτή, μὲ παράλληλη ἄμβλυνση ὅλων τῶν ταυτοτικῶν διαφορῶν, θρησκευτικῶν, γλωσσικῶν, ἐθνικῶν, ἱστορικῶν, φυλετικῶν, μία ὁμογενοποίηση ποὺ στεφανώνεται μὲ αὐτὸ ποὺ ἡ Shoshanna Zuboff πρόσφατα ὀνόμασε «ἐπιτηρητικὸ καπιταλισμό» (Surveillance Capitalism), μὲ ποιόν ἀνθρώπινο ὑπαρξιακὸ νόμο μπορεῖ λοιπὸν νὰ νοηματοδοτηθεῖ καὶ νὰ ἐξανθρωπισθεῖ; καὶ μάλιστα ὅταν ἡ καταστροφὴ τῶν φυσικῶν πόρων τοῦ πλανήτη εἶναι ἤδη ἕνα πραγματικῶς ἐνεργούμενο γεγονὸς καὶ οἱ ζοφερὲς προφητεῖες εἴτε τῆς οἰκολογικῆς, εἴτε τῆς πυρηνικῆς αὐτοκαταστροφῆς (εἴτε καὶ τῶν δύο μαζὶ συνδυαστικὰ) ἀποτελοῦν ἤδη ζωντανὰ πιθανὰ σενάρια…
7
Δύο (μεταξὺ πιθανῶς καὶ ἄλλων) σύγχρονες ταινίες προσπαθοῦν νὰ ἀρθρώσουν ἴσως μιὰν ἀπάντηση. Ἡ πρώτη εἶναι τὸ Interstellar τοῦ Christopher Nolan (2014) καὶ ἡ δεύτερη τὸ πρόσφατο Midnight Sky τοῦ George Clooney. Στὴν πρώτη ταινία παρακολουθοῦμε μίαν ἀπελπισμένη ἀποστολὴ στὸ διάστημα πρὸς ἀναζήτηση τῶν εὑρημάτων μιᾶς προηγούμενης ἀποστολῆς, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν εὕρεση καταλλήλων πλανητῶν πρὸς ἐποικισμό, ἐν ὄψει τῆς ἐπικείμενης πλήρους οἰκολογικῆς καταστροφῆς τῆς Γῆς καὶ τοῦ συνακολούθου θανάτου τῶν κατοίκων της, ἕνεκα μολυσμοῦ τῆς ἀτμόσφαιράς της καὶ βαθμιαίου ἀφανισμοῦ τῆς δυνατότητάς της νὰ παράγει πρῶτες ὕλες γιὰ τρόφιμα. Ὁ ἰθύνων νοῦς τῆς ἀποστολῆς ὡστόσο δὲν λέγει τὴν ἀλήθεια: γνωρίζει πὼς ὁ ἐποικισμὸς εἶναι ἀδύνατος καὶ ἡ μόνη ἐλπίδα ἐπιβίωσης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἡ ἐγκατάσταση μερικῶν χιλιάδων ἀνθρώπινων ἐμβρύων σὲ κάποιον κατάλληλο πλανήτη, τὰ ὁποῖα θὰ μετεξελιχθοῦν στὴ νέα ἀνθρωπότητα – τὰ ἔμβρυα ἐπίσης μεταφέρονται καὶ αὐτὰ μὲ τὸ σκάφος τῆς ἀποστολῆς. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ ψεύδους θὰ ἀνατρέψει τὸ ὅλο σκηνικό· ὁ πιλότος Κοῦπερ θὰ θελήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει τὰ παιδιά του καὶ ὁ ἀγαπητικὸς σύνδεσμος μὲ τὴν κόρη του θὰ ἐπιτρέψει ἐν τέλει μίαν ἐπιστημονικὰ ἀπίθανη διαβίβαση δεδομένων, ποὺ θὰ ὁδηγήσουν στὴ δυνατότητα ἐποίκισης τοῦ διαστήματος ἀπὸ τοὺς γήινους, ἐνῶ ἡ γυναίκα τῆς ἀποστολῆς θὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὸν πλανήτη τοῦ ἀγαπημένου της, τοῦ ὁποίου ἡ τύχη ἀπὸ ἐτῶν ἀγνοεῖται. Τὸ σημαντικὸ λοιπὸν στοιχεῖο τῆς ταινίας εὑρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ: στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης ὡς μοναδικοῦ καὶ οὐσιώδους αἰτίου γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὡς πιθανοῦ αἰτίου τῆς διεξαγωγῆς καὶ τῆς ἀνάπτυξης τῆς τεχνολογίας πρὸς τὴν σωστὴ κατεύθυνση – τῆς ἀγάπης πού, κατὰ τὴν Δρα Μπρὰντ τῆς ταινίας, «μοιάζει νὰ ἔρχεται ἀπὸ μιὰ ἄλλη διάσταση», εἶναι μία «πληροφορία ἀπὸ ἀλλοῦ».
Βεβαίως, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς παραπάνω φράσεις δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σιγουρευθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ περὶ ἀγάπης λόγος αὐτὸς ξεπερνᾶ πράγματι καὶ κατὰ πόσον τὶς ἀφελεῖς ἀγαπολογίες τοῦ Rousseau καὶ τῶν Διαφωτιστῶν. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν τελευταίων καὶ τῆς Βιβλικῆς πραγματικότητας τῆς ἀγάπης εἶναι μεγάλη: τὸ Ἰωάννειο: «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» ἔχει ἐδῶ στὴν πραγματικότητα μετασχηματισθεῖ σέ: «ἡ ἀγάπη θεός ἐστι»· πρόκειται γιὰ τὴν ὕψωση τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης σὲ μεταφυσικὸν ἐκθέτη – χωρὶς ὡστόσο νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκλεισθεῖ τελείως, ἐν προκειμένῳ, καὶ ἡ μακρινὴ προαίσθηση τῆς κατανόησης τῆς ἀγάπης ὡς ἀναλογικῆς μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δεύτερη ταινία ἀναδεικνύει τὴν ὣς ἕναν σημαντικὸ βαθμὸ χιμαιρικὴ φύση τῆς σύγχρονης Τεχνολογίας καὶ τὴν κατάρρευσή της μέσα στὸ ὑπαρξιακό. Ἡ Τεχνολογία ὄχι μόνο δὲν ἔχει καταφέρει νὰ σώσει τὴ Γῆ, ἀλλὰ ἔχει μᾶλλον συνεισφέρει στὴν καταστροφή της, μαζὶ καὶ στὴν καταστροφὴ τῆς προσωπικῆς ζωῆς τοῦ ἀφιερωμένου σὲ αὐτὴν κεντρικοῦ ἥρωα. Ἐδῶ τὸ ζήτημα εἶναι νὰ ἐμποδισθεῖ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ Γῆ ἑνὸς διαστημοπλοίου ποὺ ἔχει καταφέρει νὰ ἀνακαλύψει ἕναν πλανήτη ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ φιλοξενήσει κάποιους ἀπὸ τοὺς γήινους σὲ περίπτωση οἰκολογικοῦ ἢ ἄλλου κινδύνου – καὶ ποὺ ἐπιστρέφει ἀνύποπτο, μὴ γνωρίζοντας τί ἔχει στὸ μεταξὺ συμβεῖ στὴ Γῆ. Καὶ ξανά, στὸ ἄκουσμα τῆς τρομερῆς πληροφορίας, τὸ πλήρωμα διχάζεται, μὲ αἰτία καὶ πάλι τὴν ἀγάπη. Κάποιοι, λόγῳ τοῦ ἀγαπητικοῦ συνδέσμου τους μὲ τὰ οἰκεῖα τους πρόσωπα ἐπιλέγουν τὴν ἐπιστροφὴ στὴ Γῆ, σὲ μιὰν ἀπονενοημένη προσπάθεια σωτηρίας τους, ἐνῶ τὸ ἐρωτευμένο ζεῦγος, μὲ τὸν καρπὸ τῆς σχέσης τους ἤδη κυοφορούμενο, ἐπιλέγει τὴν ἐπιστροφὴ στὸν ἀνακαλυφθέντα νέο πλανήτη, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἀλλοῦ· ὁ δὲ κεντρικὸς ἥρωας ἑξαγορεύει τὶς ἀφανισμένες σχέσεις καὶ τὴν κατεστραμμένη ζωή του, λόγῳ τῆς παντελοῦς ἀφιέρωσής του σὲ μία χιμαιρικὰ σωτηριώδη Τεχνολογία. Καὶ πάλι ἡ ἀγάπη δηλαδὴ παίζει καὶ ἐδῶ τὸν ἀπολύτως ἀποφασιστικό της ρόλο. Ἡ ὑφέρπουσα ἀντίφαση μοιάζει στὸ μεταξὺ εἰρωνικὴ καὶ ἀνελέητη: ἡ ἐπιστημονικὴ Τεχνολογία, ἔχοντας ἤδη καταστρέψει τὴ Γῆ, ἢ ἔχοντας συμβάλει στὴν καταστροφή της, καὶ πάντως ἀνίκανη νὰ τὴν ἀποτρέψει, ἐφευρίσκει ταυτόχρονα καὶ τήν (μερικώτατη, εἶναι ἀλήθεια) σωτηρία της, τὴ δραπέτευση τῶν ἐλαχίστων δηλαδὴ σὲ ἕναν νέο, παρθενικὸ πλανήτη, ὅπου ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ θὰ ξαναρχίσει καὶ πάλι οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ σημεῖο μηδέν, ὅπως κάποτε στὴ Γῆ, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀνύπαρκτες ἐνεργειακὲς πηγὲς θὰ ἀχρηστεύσουν γρήγορα τὴν εὔθραυστη τεχνολογία τῶν νεοφερμένων καὶ συνεπῶς αὐτοὶ θὰ ἐπανέλθουν σύντομα σὲ συνθῆκες πρωτόγονες. Καὶ βεβαίως ὑφέρπει στὸν θεατὴ καὶ ἡ μακρινὴ ὑποψία πὼς στὸ ἀπώτερο μέλλον καὶ αὐτὴ ἡ νέα Γῆ θὰ καταστραφεῖ γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους καὶ μὲ τὴν ἴδια τεχνολογία ὡς ὄργανο – ἢ ὡς ἀθέλητο συνεργό…
8
Ὅλα αὐτὰ ὅμως σημαίνουν πὼς τὸ πραγματικὸ καὶ ὀξὺ ἐρώτημα ποὺ ἡ Τεχνολογία θέτει σήμερα εἶναι ἀνθρωπολογικὸ καί, ἐν συνεχείᾳ, θεολογικό. Ποῦ καὶ πῶς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Κατ’ ἀρχάς, νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἔχει νόημα οὔτε ἡ δαιμονοποίηση οὔτε ὁ ἐξορκισμὸς τῆς Τεχνολογίας· ἡ Τεχνολογία ἁπλῶς συμβαίνει – πρόκειται γιὰ τὴν σύγχρονη μορφὴ τοῦ ἐν-τῷ-κόσμῳ-Εἶναι (τοῦ in-der-Welt-Sein κατὰ τὸν Heidegger) καὶ μάλιστα μία μορφὴ ἡ ὁποία προορίζεται νὰ ὑπάρξει, κατὰ τὰ φαινόμενα, πιθανῶς, ἡ ὕστατη μορφὴ τοῦ ἐν-τῷ-κόσμῳ-Εἶναι. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφθοῦμε μία μή-τεχνολογικὴ ἐποχὴ γιὰ τὸ μέλλον – ἐκτὸς ἐὰν θὰ πρόκειται γιὰ μία μετα-τεχνολογικὴ ἐποχὴ λόγῳ οἰκολογικῆς ἢ πολεμικῆς καταστροφῆς, κάτι στὸ ὁποῖο ἡ Τεχνολογία θὰ ἔχει ἀποφασιστικὰ συμβάλει (καὶ ποὺ θὰ χαρακτηρίζεται ἡ ἐποχὴ αὐτὴ καὶ πάλι ἀπὸ τὴ νοσταλγία τῆς Τεχνολογίας). Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ πρῶτο σημαντικὸ ζήτημα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνθρωπολογικὴ ἀλλαγὴ ποὺ ἐγγράφεται στὸν ἴδιο τὸν πυρῆνα τῆς Τεχνολογίας, ὅπως ἤδη τὴν ἀναλύσαμε. Πρόκειται στὴν πραγματικότητα γιὰ τὸν διαρκῆ καὶ ἀπόλυτο κίνδυνο, ἢ συχνὰ τὴν πραγματικότητα ἤδη μιᾶς ἀμαλγαματοποίησης τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, τῆς (παρανοϊκῆς) ἐπιθυμίας καὶ τῆς Τεχνολογίας ποὺ καθιστᾶ πανίσχυρες τὶς πρῶτες καὶ ταυτόχρονα ἐκθέτει καὶ ἀποκαθηλώνει στὴν πραγματικότητα ὁλόκληρη τὴν κλασικὴ φιλοσοφικὴ ἀνθρωπολογία, ἀπὸ τὸν Ἰδεαλισμὸ ὣς τὸν Ὑπαρξισμό, μαζὶ μὲ τὸν γνωστὸ θεολογικὸ περσοναλισμό, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἀκολουθεῖ τοὺς πρώτους στὴν γνωστὴ ὑπερέξαρση τοῦ προσώπου, ὡς ἐλευθερίας σὲ σχέση πρὸς τὴν φύση –ἢ τῆς «κατοχῆς» τῆς φύσης ἀπὸ τὸ πρόσωπο, ὅπως ἐπιδιώκει νὰ μετασχηματισθεῖ τελευταῖα. Ἐδῶ λοιπὸν πρόκειται ἀκριβῶς γι’ αὐτὴν τήν «προσωπική» ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φύση, χωρὶς κανεὶς πιὰ νὰ ἀκούει τὴν κρυμμένη (στοὺς ἄκτιστους λόγους) σοφία της. Ἡ μοντέρνα Τεχνολογία εἶναι, μιλώντας θεολογικά, στὸ ἀνθρωπολογικό της σκέλος, καθαρὸς ἐκστατικὸς περσοναλισμὸς ποὺ κατέχει, κατεξουσιάζει καὶ μεταβάλλει «ἐλεύθερα» τὴ φύση τῶν ὄντων (καὶ ποὺ φοβόμαστε πὼς αὐτὸ σὲ λίγο θὰ τὸ κάνει καὶ μόνη της, παραμερίζοντας τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐναντίον του), χωρὶς ὅμως καθόλου νὰ μπορεῖ νὰ ἀκροασθεῖ τὸν κρυμμένο ἐντὸς τῆς φύσης θεῖο λόγο, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τὴν ὁμοούσια ἑνοποίησή της μὲ μίαν ἀγάπη θυσιαστικὴ καὶ σταυρικὴ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ – καὶ χωρὶς νὰ βρίσκει κάτι τέτοιο ἀπαραίτητο. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ὁ μεγάλος κίνδυνος, πέρα ἀπό, καὶ ταυτόχρονα μὲ τὶς πολλαπλὲς καὶ πολλαπλῶς ἐκθειαζόμενες ὠφέλειες.
Μία μὴ ἐκστατικὴ Τεχνολογία, ἡ ὁποία θὰ ξεκινοῦσε ἀκριβῶς ἀντίστροφα, ἀκροώμενη τοὺς ἀκτίστους λόγους τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ ὄντα, ὡς ἄκτιστες κλήσεις καὶ προσωπικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως πράγματι εἶναι, πρὸς συν-εργητικὸ διάλογο μαζί Του, θὰ ἦταν ὄντως μιὰ διαφορετικὴ Τεχνολογία, μιὰ Τεχνολογία ἡ ὁποία ἀκροᾶται καὶ θεωρεῖ καὶ διαλέγεται μὲ τὴ θεία σοφία ποὺ κρύβεται στὰ βάθη τῶν ὄντων, ὡς δημιουργός, συντηροῦσα καὶ προνοητική. Φυσικὰ κάτι τέτοιο ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπινους φορεῖς τῆς Τεχνολογίας. Διότι, οὕτως ἢ ἄλλως, μία αὐτονομούμενη Γενικὴ Τεχνητὴ Νοημοσύνη δὲν ὑπολείπεται μόνον σὲ ζητήματα ἀπουσίας ἑνὸς γενικοῦ «σημασιολογικοῦ μοντέλου». Δὲν μπορεῖ νὰ διαθέτει ἐπίσης καὶ κάποιες (κατ’ ἐξοχὴν θεολογικές) ἀρετὲς ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ διάκριση, ἡ ἀναφορικότητα/σχεσιακότητα, ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, κοινωνία ὑπαρξιακὴ καὶ ἐν τέλει ἐλευθερία, καθὼς ἐπίσης, ἀκόμη θεολογικώτερα, προσευχή, αἴσθηση δηλαδὴ τῆς Χάριτος. Τὸ ζήτημα εἶναι πὼς οἱ παραπάνω ἰδιότητες, πρὶν ὁ λόγος δοθεῖ στὶς μηχανές, ἐκλείπουν κατ’ ἀρχὰς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους κατασκευαστές τους.
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὴν πιὸ δυσάρεστη ἔκπληξη γιὰ τοὺς μετα-μετανεωτερικοὺς στὶς ἐρχόμενες δεκαετίες θὰ εἶναι, πιστεύουμε, ἡ κατάρρευση ὅλων τῶν (δῆθεν) ὀρθολογικῶν μεθόδων ἐλέγχου τῆς τεχνολογίας τῆς λεγόμενης Ἰσχυρῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ δυνάμεις ποὺ τὴν προωθοῦν –θέληση γιὰ δύναμη καὶ παρανοϊκὴ ἐπιθυμία– εἶναι κατὰ πολὺ ἰσχυρότερες. Στὴν πραγματικότητα θὰ ἀπομείνει μόνον ἡ μεταφυσική, ἢ πιὸ ξεκάθαρα, ἡ θεολογία, ποὺ θὰ μπορεῖ νὰ ἀντιπαραθέσει ἕναν βαθὺ προορισμὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη (ἐννοοῦμε τὴν θεανθρωπία, ὡς μίμηση τῆς σταυρικῆς, θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ) στὴν ἐπικίνδυνη μετατροπὴ τοῦ κόσμου σέ «ὑφιστάμενο ἀπόθεμα» (standing reserve) καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης (μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικό, διότι περὶ αὐτοῦ πρόκειται) σὲ cyborg, ἢ τὴν τελική της ὑποταγὴ στὴν ὑπερευφυῆ ἀλογία τῶν ὑπολογιστῶν – ἀλλὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς ὑπόλοιπης δημιουργίας, ἡ ὁποία «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μὲ τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸν γνωστὸ λόγο τοῦ Παύλου, στὴν τυραννία τῆς ἴδιας ἄλογης καὶ ἄσοφης ὑπερευφυΐας. Αὐτὸ οἱ πολιτικοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ τεχνοκράτες ἀρνοῦνται λυσσαλέα νὰ τὸ δοῦν ἢ νὰ τὸ φαντασθοῦν καὶ οἱ φιλόσοφοι ἀδυνατοῦν νὰ τὸ προσδιορίσουν. Ἔτσι, παρὰ τὸ ὅτι ὁ Heidegger, γιὰ παράδειγμα, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀκρόασης τοῦ εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οὐδέποτε μπόρεσε νὰ περιγράψει τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἀκρόασης –καὶ συνεπῶς, καθετὶ δηλαδὴ ποὺ ὁ στοχαστὴς ἢ ὁ ποιητὴς εὑρίσκει ἢ φαντάζεται μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ λοιπὸν ὡς τέτοιο περιεχόμενο, κάτι ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνο! Καὶ σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται, νομίζουμε, καὶ ὁ ὑπόγειος Ἐγελιανισμὸς τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου πού, ὅπως ὁ Hegel, θεωρεῖ πὼς τὸ Ἀπόλυτο ἐμφανίζεται μόνον ὡς ἀνθρώπινος λόγος καὶ συνείδηση.
Στὴν πραγματικότητα λοιπόν, ἡ μοναδικὴ πιθανότητα νὰ διασωθεῖ ἡ αὐθεντικὴ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ δύσκολο καὶ ἀμφίσημο αὐτὸ μέλλον εἶναι ἡ προοπτικὴ ποὺ ἡ θεολογία ταυτίζει μὲ τὴν θεοείδειά του. Ἤ, μὲ τὰ ἐξαίσια λόγια τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου στὴν πρώτη Πνευματικὴ Ὁμιλία του:
…ὥσπερ πῦρ αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ πυρός, ὅλον ὅμοιον αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐκ
ἔχει ἐν ἑαυτῷ πρῶτον, ἢ ἔσχατον, ἢ μεῖζον καὶ ἔλαττον· οὕτω καὶ ψυχὴ ἡ
καταλαμφθεῖσα τελείως ὑπὸ τοῦ ἀῤῥήτου κάλλους τῆς δόξης τοῦ φωτὸς
τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, καὶ κοινωνήσασα Πνεύματι ἁγίῳ τελείως, καὶ
κατοικητήριον καὶ θρόνος Θεοῦ καταξιωθεῖσα γενέσθαι, ὅλη ὀφθαλμὸς
καὶ ὅλη φῶς καὶ ὅλη πρόσωπον καὶ ὅλη δόξα καὶ ὅλη πνεῦμα γίνεται,
οὕτως αὐτὴν κατασκευάζοντος Χριστοῦ, τοῦ φέροντος καὶ ἄγοντος
καὶ βαστάζοντος καὶ φοροῦντος αὐτήν, καὶ οὕτως εὐτρεπίζοντος καὶ
κατακοσμοῦντος κάλλει.
Μόνον ἡ θεοείδεια αὐτὴ δὲν φοβᾶται, καὶ κυρίως δὲν χρειάζεται, τὴν Ἰσχυρὴ Τεχνητὴ Νοημοσύνη, γιατὶ εἶναι ἤδη σοφὴ κατὰ Θεόν, «ὅλη ὀφθαλμὸς καὶ ὅλη φῶς καὶ ὅλη πρόσωπον καὶ ὅλη δόξα καὶ ὅλη πνεῦμα». Πρόκειται γιὰ καταστάσεις ἀσύλληπτες γιὰ τὸ σημερινὸ lifestyle, τὸ ὁποῖο, ἐν μέσῳ τοῦ καθημερινοῦ σαδομαζοχισμοῦ καὶ ἀνθρωποφαγίας, ἐπιμένει βλακωδῶς, ἐνάντια στὸν Ἡράκλειτο, ἐνάντια στὸν Πλάτωνα ἢ τὸν Πλωτῖνο καὶ κυρίως ἐνάντια στὴν παρουσία καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου καὶ τῆς δυνατότητας κατὰ χάριν μετοχῆς στὴν ἄκτιστη ζωή Του διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, πὼς ἡ ἀλήθεια καὶ οἱ λύσεις ὅλων αὐτῶν τῶν συντριπτικῶν προβλημάτων εὑρίσκονται ἀποκλειστικὰ ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ μεταξύ, ἡ ἱστορία βουλιάζει μέσα σὲ ἑκατόμβες ἑκατομμυρίων θυμάτων, στὴν οἰκολογικὴ καταστροφή, στὴν ἀλγοριθμικὴ δουλεία καὶ στὴ λοιμικὰ ἐξαπλούμενη κατάθλιψη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ θρεμμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς κτιστῆς χάρης Δύση τοῦ Θωμισμοῦ δὲν ἀντιλαμβάνεται πλέον καθαρὰ τὴ δυνατότητα μετοχῆς τοῦ ἀκτίστου καὶ πραγματικοῦ συνεργητικοῦ διαλόγου μὲ αὐτό, τοποθετώντας στὴ θέση του τὸ ὑπερφυσικό, ὅπου ἡ μετοχὴ στὸ ἄκτιστο «μεταφράζεται» στὶς κτιστὲς διαστάσεις, ἰδιότητες καὶ ἀνάγκες τοῦ δημιουργήματος. Ἔχει κάποιος τὸν πειρασμὸ νὰ σκεφθεῖ πὼς εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ θεολογικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερφυσικοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄκτιστο, ποὺ ἐκκοσμικεύθηκε μεταμφιεζόμενη στὴ Μετα-διαφωτιστικὴ ἀνάγκη καὶ ἔννοια τοῦ transhumanism, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάγκη γιὰ Γενετικὴ καὶ ψηφιακὴ ἀναβάθμιση, μὲ μόνο κριτήριο τὶς ἀνάγκες γιὰ περισσότερη ἰσχὺ καὶ εὐδοκίμηση. Ὅταν τὸ ἄκτιστο δὲν μετέχεται, μᾶς ἀπομένει μόνον ἡ ὑπερ-ανθρώπινη «ὑπερφυσική» ἀναβάθμιση τοῦ κτιστοῦ…
Θὰ θέλαμε μόνον νὰ ὀνομάσουμε μιὰν ἄλλη προοπτικὴ γιὰ τή (βιο) Τεχνολογία, θεολογικῆς ἐμπνεύσεως, γιὰ τὴ θεωρητικὴ ἀνάπτυξη τῆς ὁποίας θὰ πρέπει ἴσως νὰ γραφεῖ μία ὁλόκληρη πραγματεία. Θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε Διαλογικὴ (βιο)Τεχνολογία, θεωρώντας ὡς θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, ἐσωτερικῶς ἀλληλένδετα, τὸν προσανατολισμὸ κατ’ ἀρχὰς πρὸς αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ὀνομάσει, μὲ ἔναυσμα τὴ θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ «διαλογικὴ σύσταση τῆς κτιστῆς φύσης», τὴν ἀποτροπή, ἐν συνεχείᾳ, τῆς καταναγκαστικῆς ὁμογενοποίησης τῶν ἀνθρώπων, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ συρρίκνωσή τους στὸ ψυχο-βιολογικό, διὰ τῆς προαγωγῆς μιᾶς γνήσιας διαλογικῆς κοινωνίας πραγματικῶν προσώπων, ὅπου κανεὶς δὲν ὑπαγορεύει στὸν ἄλλο τὴν ὕπαρξή του, καὶ τὴ δημιουργία ἐν τέλει ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς ἀναλογικῆς ταυτότητας ποὺ ἐκφράζεται ὡς μίμηση τῆς ἑνοποιοῦ ἀγαπητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ – τῆς θέλησης γιὰ τὸ ὁμοούσιο, ἐνάντια στὴ θέληση γιὰ δύναμη.
Οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρχές, στὸν ἀντίποδα σχεδὸν τῶν τριῶν ἀρχῶν τοῦ Stuart Russell, θὰ εἶχαν τὴν δύναμη νὰ καταστήσουν τὴ (βιο)Τεχνολογία γενικὰ καὶ τὴν Τεχνητὴ Νοημοσύνη εἰδικὰ διαλογικές, σὲ συνεχῆ θεωρία τῶν λόγων καὶ τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐν τέλει τῶν σκοπῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ κτίσματα, σοφές, μετριάζουσες καὶ ἐπωφελεῖς, μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ὁρίων συνεχῶς παροῦσα. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπίγνωση πὼς ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου τῶν ὄντων εἶναι κοινὸ ἔργο συνεργίας ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.
Στὴν πραγματικότητα, μὲ τὴν Τεχνολογία ἡ συνθήκη αὐτὴ ἐγγίζει τὸν κολοφῶνα της. Ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τώρα τὰ ὄντα ἁπλῶς ὡς διαθέσιμα πρὸς χρήση, στὰ ὅρια αὐτοῦ ποὺ ὁ Heidegger ἀποκαλεῖ Gestell (σκελετό, πλαίσιο) καὶ ὁ μεταφραστής του ἔχει ἀποδώσει στὰ ἀγγλικὰ ὡς “Enframing” (λέξη δυσμετάφραστη μονολεκτικῶς στὰ ἑλληνικά· πρόκειται γιὰ τὴν τοποθέτηση σὲ πλαίσιο ἤ, πιὸ ἐλεύθερα ἴσως ἂν καὶ ὄχι μὲ ἀκρίβεια, περιχαράκωση), ὅρος ποὺ περιγράφει ἀκριβῶς τὸ ψυχονοητικὸ ἱστορικὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο κυριαρχικὰ ἐπιβάλλει τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους τὸ πραγματικό, διὰ τῆς Τεχνολογίας, ἀποκαλύπτεται ὡς ἀπολύτως διαθέσιμο καὶ ἀναμένον τὴν ἀνθρώπινη χρήση του· ἀποκαλύπτεται δηλαδὴ ὡς “standing-reserve” (θὰ λέγαμε ὡς «ὑφιστάμενο ἀπόθεμα») – καὶ ὅλο τοῦτο τὸ γεγονὸς καθίσταται ἕνα «πεπρωμένο» (destining), προσδιοριστικὸ γιὰ τὴ σύγχρονη ἱστορία. Αὐτὸ ποὺ ὡστόσο ἀποτελεῖ τὴν κατ’ ἐξοχὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ὅτι φθάνει ἔτσι τελικὰ νὰ ἀντιληφθεῖ ἐπίσης καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ ἄνθρωπος ὡς standing-reserve, ὡς «ὑφιστάμενο ἀπόθεμα». Στὴν περίπτωση αὐτὴ παύει νὰ ἀκούει τὴ φωνὴ τῶν πραγμάτων· ἐγκλωβίζεται στὸν ἑαυτό του, χάνοντας ταυτόχρονα τὴν αἴσθηση τῆς μοναδικότητάς του, ἀλλὰ καὶ τὸν τρόπο τῆς, κατὰ Heidegger, δυνατότητας ἐκ-στάσεως ἀπὸ τὴν οὐσία του. Ἡ κυριαρχία τοῦ τεχνολογικοῦ Enframing μπλοκάρει ἑπομένως τὴν ἴδια τὴ λειτουργία τῆς ἀλήθειας καὶ κάθε πιθανή της ἀποκάλυψη.
Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ὡς φιλοσοφικὴ μεταφυσική, δὲν εἶχε ἤδη ἐγγίσει τὸ τέλος της. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀναγγέλλει τὸ τέλος αὐτὸ εἶναι, κατὰ τὸν Heidegger, ὁ Nietzsche. Ἀναλύοντας τὴ γνωστὴ φράση τοῦ τελευταίου: «ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός», ὁ φιλόσοφος παρατηρεῖ πὼς τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ὑπεραισθητὸς κόσμος δὲν εἶναι πλέον πειστικός, δὲν παρέχει πιὰ ζωή. Ἡ μεταφυσική, δηλαδὴ στὴν πραγματικότητα, κατὰ τὸν Nietzsche, ὁλόκληρη ἡ Δυτικὴ φιλοσοφία, κατανοούμενη στὴ βάση της ὡς Πλατωνισμός, εὑρίσκεται στὸ τέλος της. Ὁ ἴδιος ὁ Nietzsche κατανοεῖ τὴ φιλοσοφία του ὡς ἀντιπαράθεση στὴ μεταφυσική, ὡς κίνηση ἐνάντια στὸν Πλατωνισμό. Στὴν προοπτικὴ αὐτή, τὸ τέλος αὐτὸ ἔγκειται στὴ μετατροπὴ τοῦ εἶναι σὲ ἀξία καὶ ἐν συνεχείᾳ στὴν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νέκρωση τῆς ὀντολογικῆς του δυναμικῆς. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ ἴδια ἡ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη τῆς Δυτικῆς σκέψεως δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ Μηδενισμός, ὁ ὁποῖος κατεδαφίζει ἀκριβῶς τὸν κόσμο αὐτὸ τῶν ὑπεραισθητῶν ἀξιῶν, γιὰ νὰ θέσει ἐν συνεχείᾳ νέες, πραγματοποιώντας μία «μεταξίωση (revaluing) ὅλων τῶν ἀξιῶν». Ἡ δημιουργία αὐτῶν τῶν νέων ἀντι-μεταφυσικῶν ἀξιῶν ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Nietzsche ἐπίσης «Μηδενισμός», ὡς ὁλοκλήρωση τοῦ καταστρέφοντος τὶς παλαιὲς ἀξίες Μηδενισμοῦ· συνεπῶς ὁ ὅρος Μηδενισμὸς ἔχει διπλῆ σημασία: ὡς ἀπαξίωση τῶν ἀνώτατων μεταφυσικῶν ἀξιῶν ἀπὸ τὴ μία καὶ τὴ δημιουργία νέων ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ φυσικὰ ὁ τρόπος αὐτοῦ τοῦ Μηδενισμοῦ νὰ καταστρέφει ἀξίες καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες εἶναι ἡ θέληση γιὰ δύναμη. Συνεπῶς, ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς Δυτικῆς σκέψης εἶναι, τόσο γιὰ τὸν Nietzsche ὅσο καὶ γιὰ τὸν Heidegger, ἡ θέληση γιὰ δύναμη.
Τί σημαίνει αὐτὸ στὴν πράξη; Σημαίνει ὅτι «ἡ οὐσία (ἡ ὀντότητα) τοῦ ὑποκειμένου μεταβάλλεται στὴν ὑποκειμενικότητα τῆς αὐτο-βεβαιούμενης αὐτο-συνειδησίας, ἡ ὁποία τώρα φανερώνει τὴν οὐσία της ὡς θέληση γιὰ θέληση. Ἡ θέληση εἶναι, ὡς θέληση γιὰ δύναμη, ἡ προσταγὴ γιὰ περισσότερη δύναμη». Συνεπῶς «ἡ θέληση πρέπει […] νὰ θέσει τὴν προϋπόθεση γιὰ ἕνα ἐθέλειν-πέρα-ἀπό-τόν-ἑαυτό της. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη πρέπει, πάνω ἀπὸ ὅλα, νὰ θέτει προϋποθέσεις γιὰ διατήρηση τῆς δύναμης καὶ ἀναβάθμιση τῆς δύναμης. Στὴ θέληση ἀνήκει ἡ θέση τέτοιων προϋποθέσεων, οἱ ὁποῖες συνδέονται ἐσωτερικά». Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ θέληση γιὰ δύναμη δημιουργεῖ νέες ἀξίες: «Ἡ θέληση γιὰ δύναμη θέτει ἀξίες στὸν βαθμὸ ποὺ συνιστᾶ τὶς προϋποθέσεις τῆς ἀναβάθμισης καὶ σταθεροποιεῖ τὶς προϋποθέσεις τῆς διατήρησης [τῆς δύναμης]. Ἡ θέληση γιὰ δύναμη εἶναι, στὴν οὐσία της, ἡ ἀξιο-θετοῦσα θέληση. Οἱ ἀξίες εἶναι οἱ προϋποθέσεις γιὰ διατήρηση-ἀναβάθμιση, ἐντὸς τοῦ εἶναι τῶν ὄντων ποὺ ὑπάρχουν». Συνεπῶς, στὸ πλαίσιο τῆς Δυτικῆς σκέψεως ἐν γένει «ἡ ἐνορατικὴ αὐτο-βεβαίωση τῆς ὑποκειμενικότητας ἀποδεικνύεται πὼς εἶναι ἡ δικαίωση ποὺ ἀνήκει στὴ θέληση γιὰ δύναμη…». Καὶ βεβαίως, συνεκδοχικά, «ἡ ἀνθρωπότητα ἡ ὁποία θέλει τὸ ἀνθρώπινο εἶναι της ὡς θέληση γιὰ δύναμη, καὶ βιώνει αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο εἶναι ὡς ἀνῆκον στὴν πραγματικότητα ἐκείνη ἡ ὁποία προσδιορίζεται στὴν ὁλότητά της ἀπὸ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, προσδιορίζεται ἀπὸ ἕνα εἶδος ἀνθρώπινης οὐσίας τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει καὶ πηγαίνει πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν μέχρι τώρα ἄνθρωπο. Τὸ ὄνομα γι’ αὐτὸ τὸ εἶδος ἀνθρώπινης οὐσίας ποὺ ὑπερβαίνει τὴν μέχρι τώρα ἀνθρώπινη φυλὴ εἶναι “ὑπεράνθρωπος”».
2
Ἡ ἀνάλυση τοῦ Heidegger δὲν στερεῖται προβλημάτων –καὶ σημαντικῶν μάλιστα– εἰδικὰ ὅταν φθάσει ἡ ὥρα τῶν λύσεων, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως θὰ συνεχίσουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὶς παρατηρήσεις του πρὸς διάγνωση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο συνιστᾶ ἡ Τεχνολογία, πρὸς κριτικὴ πραγμάτευση. Ὡστόσο, ἡ πρώτη ἄμεση νεωτερικὴ διατύπωση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, τοὐλάχιστον ἐὰν πιστέψουμε τὸν Κώστα Ἀξελό, εὑρίσκεται στὸν Marx, ὅπως ὁ Ἕλληνας στοχαστὴς ἐπιχειρηματολογεῖ στὸ ἔργο τοῦ Marx Penseur de la Technique. Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπανῆλθε πρόσφατα στὴν ἐπικαιρότητα, ἀκριβῶς ἐπειδὴ καταδεικνύει πειστικὰ τὴ σημασία τῆς Τεχνικῆς στὸν ἴδιο τὸν πυρῆνα τοῦ Μαρξικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἀκριβῶς γιατί μέσῳ αὐτῆς ὑποτίθεται, κατὰ τὸν Marx τοῦ Ἀξελοῦ, πὼς αὐτο-παράγεται ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄνθρωπος μετασχηματίζοντας τὴ φύση σὲ ἱστορία. Ἔτσι ἡ Τεχνικὴ εἶναι ὁ τρόπος συνένωσης θεωρίας καὶ πράξεως, σκέψεως καὶ δράσεως, λόγου καὶ τέχνης. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐπιδιώκει ὁ Marx νὰ δώσει ὑπόσταση σὲ μίαν «ἀπόλυτη πράξη» (κάτι ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ συνειδητή του προσπάθεια νὰ μετασχηματίσει τὴν Ἐγελιανή «ἀπόλυτη γνώση» στὰ μέτρα αὐτοῦ ποὺ θεωρεῖ ὡς πραγματικὸ ἄνθρωπο, μὲ πόθους καὶ ἀνάγκες δεμένους ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ὑλικὸ αὐτὸ κόσμο), μὲ σκοπό, μεσσιανικὸ καὶ ἐπαναστατικό, νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἑνότητα φύσεως-ἱστορίας, ἀτόμου καὶ κοινότητας, μέσα ἀκριβῶς στὴν
πράξη τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πρόβλημα ὡστόσο εἶναι, κατὰ τὸν Ἀξελό, ὅτι ὁ Marx ἀφ’ ἑνὸς δὲν θεωρεῖ τὸ δεδομένο τῆς φύσεως ὡς πηγὴ κάποιας σοφίας, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ ὡς ἀντικείμενο τῆς ἀνθρώπινης πράξης, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι δὲν κατάφερε νὰ κατανοήσει τὴ συμπληρωματικότητα μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ ὑλικοῦ στοιχείου καὶ ὅτι ἁπλῶς ἀντέστρεψε τὴν προτεραιότητα μεταξύ τους, ἀφανίζοντας σχεδὸν τὸ πρῶτο πρὸς χάρη τοῦ δεύτερου. Αὐτὴ λοιπὸν ἀκριβῶς ἡ στάση τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου, κατὰ τὸν Ἕλληνα σχολιαστή του, ὁδήγησε σὲ μία ὑπερτίμηση τῆς πράξεως καὶ ἐν συνεχείᾳ σὲ μία ἰδεολογία ποὺ ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε βαθύτερη πνευματικὴ σημασία τῆς φύσεως πρὸς χάρη τῆς παντοδυναμίας τοῦ homo technicus , ἡ ὁποία ὑποτίθεται πὼς αὐτὴ καὶ μόνη γεννᾶ ἱστορία. Ὁ Marx θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεπεράσει τὴν ἀλλοτρίωσή του, μὲ τὸ νὰ κατακτήσει τὸν κόσμο μέσῳ μιᾶς τεχνικῆς ἀπολύτως ἀπελευθερωμένης ἀπὸ κάθε δῆθεν κεκρυμμένη ἐγγενῆ σοφία τῆς φύσεως, ἀφοῦ σὲ μία τέτοια δῆθεν σοφία ἔβλεπε τὰ ἴχνη τοῦ Ἐγελιανοῦ ἰδεαλισμοῦ. Ἀρνούμενος κάθε μορφὴ ὑπερβατικότητας, ὁ πατέρας τοῦ κομμουνισμοῦ ὁδήγησε τὸν στοχασμό του, κατὰ τὸν Ἀξελό, στὴν κατάφαση ἑνὸς ἀδυσώπητου παιγνίου αὐτόνομης ἰσχύος (τὸ ὁποῖο ἀνέλαβε εὐχαρίστως νὰ φέρει εἰς πέρας, κατὰ τὸν Marcuse, ὁ Σοβιετικός – καὶ ὄχι μόνον – Μαρξισμός).
Ἔτσι καὶ ὁ Marx ὑποκύπτει κατ’ οὐσίαν ἀπολύτως στὴν ἐσώτερη λογικὴ τῆς Δυτικῆς μεταφυσικῆς, δηλαδὴ τὴ θέληση γιὰ δύναμη, παρὰ τὸ ὅτι, θεωρητικά, αὐτὴν τὴ μεταφυσικὴ φαίνεται διαπρυσίως νὰ τὴν ἀρνεῖται· ἡ ἴδια ἡ βαθειὰ δομὴ τῆς σκέψεώς του ἀνήκει ὡστόσο σαφῶς στὴν ἴδια αὐτὴ Δυτικὴ μεταφυσικὴ παράδοση, τὴν ὁποία ἁπλῶς ἀντιστρέφει.
Μεταφερόμενο λοιπὸν τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σχῆμα, αὐτὸ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, εἰδικότερα στὴ Βιο-τεχνολογία, γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὰ ἐνδότερα τῆς συζήτησής μας, μᾶς προσφέρει πιθανῶς καὶ ἕναν τρόπο κατανόησης τοῦ σύγχρονου «τρανσουμανισμοῦ» (transhumanism). Οἱ νέες τεχνολογίες, ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ σωματικὴ καὶ νευροβιολογικὴ ἐν γένει μεταβολὴ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μπορεῖ κάποιος νὰ πεῖ ὅτι τὴν περιχαρακώνουν (enframe), τοποθετώντας την στὴν τάξη ἑνὸς ἀντικειμενοποιημένου «ὑφισταμένου ἀποθέματος», στὴν προοπτικὴ ἀκριβῶς τῆς ἐπίτευξης μεγαλύτερης δύναμης, πρὸς ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἴδιας τῆς μέχρι τώρα ἀνθρωπινότητας. Ἡ πρόθεση ὡστόσο φαντάζει γοητευτική: πρόκειται γιὰ τὴν “Human Genetic Enhancement”, τὴ γενετικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς μετανεωτερικῆς ἀποκλειστικῆς ἀνάδειξης τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς μοναδικῆς πηγῆς ἀλήθειας τοῦ ὑποκειμένου, μὲ τὸν ταυτόχρονο ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀρχαίου κοσμικοῦ Λόγου, καθὼς καὶ τῆς Ἰουδαιο-χριστιανικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας. Ἔτσι, ὅπως προσφάτως γράψαμε, μετὰ τὴν ἄνοδο τοῦ νεωτερικοῦ αὐτοαναφορικοῦ ὑποκειμένου «ἡ ἐκφρασιοκεντρικὴ εὐδοκίμηση τοῦ κυρίου τῶν νοημάτων ἀτόμου, δημιουργεῖ τὴν φαντασίωση μιᾶς φύσης à la carte, ἡ ὁποία τρόπον τινὰ ἐπιλέγεται ἀπὸ τὸ ὑποκείμενο, ἀντὶ νὰ τὸ ἐπιλέγει – ἡ ἐποχὴ τῆς Βιοτεχνολογίας εἶναι χωρὶς ἄλλο, ὁ παράδεισος ἑνὸς τέτοιου Μετα-διαφωτιστικοῦ ὑποκειμένου, τοῦ ὁποίου ἡ ἐλευθερία νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός του ἔχει μετατραπεῖ στὴν ἐλευθερία νὰ τὸν ἀνακατασκευάζει βιο/ψυχοτεχνολογικά, νατουραλιστικὰ φυσικὰ καὶ διόλου πλέον ὑπερβατικά. Στὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ φαντασιωνόμενου τὴ βιο/ψυχοτεχνολογικὴ ἀνακατασκευὴ τῆς φύσης του ὑποκειμένου, τὰ ἀρχαῖα ὅριά της, τοῦ προκαλοῦν φρίκη ἀνεκλάλητη –ὅπως καὶ ἡ πιθανὴ Χριστιανική της κατάπαυση στοὺς κόλπους ἑνὸς Θεοῦ ποὺ τὴν προσέλαβε καὶ τὴ διεκδικεῖ ὡς διαλογικὸ νόημα». Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη φύση γίνεται ἀντικείμενο χειραγώγησης, δηλαδὴ κατευθυνόμενης μετάλλαξης, φλερτάροντας μὲ μία δυνητικὰ ἀπέραντη ἐπέκταση τοῦ ἀνθρώπινου βίου καὶ ἐν ταυτῷ τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καί –φυσικά– τῆς ἀπόλαυσης. Εἶναι ὅμως τόσο ἁπλὸ ὅλο αὐτό;
3
Ὅπως συνήθως συμβαίνει σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἡ προοπτικὴ αὐτὴ ἔχει καὶ τοὺς θεωρητικούς της· στοχαστὲς κατ’ αρχὰς ὅπως τὸν Andy Clark καὶ τὸ βιβλίο του Natural Born Cyborgs: Minds, Technologies, and the Future of Human Intelligence, ἤ τοὺς Brad Allenby καὶ Daniel Sarewitz καὶ τὸ βιβλίο τους The Techno-Human Condition. Αὐτοὶ θὰ μᾶς ποῦν ὅτι, ὅπως τὸ τοποθετεῖ ὁ Clark, «ἤμασταν πάντοτε Cyborgs» ἤ, κατὰ τοὺς Allenby καὶ Sarewitz, ὅτι πάντοτε, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἤδη τῆς ἀνακάλυψης τῶν πρώτων ἐργαλείων, ὑπήρξαμε ἀναβαθμιζόμενοι (enhanced) καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ἤδη transhuman. Οἱ δύο συγγραφεῖς θεωροῦν πὼς εἶναι λάθος νὰ διακρίνουμε μεταξύ «ἐξωτερικῶν» τεχνολογικῶν χρήσεων, ὅπως εἶναι π.χ. τὰ γεωργικὰ ἐργαλεῖα ἢ τὰ γυαλιὰ ποὺ φοροῦμε καὶ τῶν τυχόν «ἐσωτερικῶν» τεχνολογικῶν χρήσεων ποὺ φέρνει ἡ νεώτερη (Βιο)τεχνολογία – ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια «τίποτε καινούργιο δὲν συμβαίνει», ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκει ἁπλὰ τὴ βιολογική του πληρότητα σὲ κάθε περίπτωση, αὐτο-αναβαθμιζόμενος ἀνάλογα. Συνεπῶς καὶ ἡ τυχὸν γενετικὴ ἀναβάθμιση δὲν σημαίνει κάποιαν ἐπανάσταση ποὺ νὰ ἐγείρει, δῆθεν γιὰ πρώτη φορά, ἠθικὰ διλήμματα καὶ ἀναθεωρήσεις. Ὁ Clark ἀπὸ τὴν ἄλλη ἰσχυρίζεται πὼς ὁ ἄνθρωπος, ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισε νὰ γράφει, ἄρχισε νὰ εἰσάγει τὴν τεχνολογία στὸν διανοητικό του κόσμο. Τοὺς φόβους κάποιων φιλοσόφων γιὰ ἀπώλεια ἐλέγχου ὁ συγγραφέας τοὺς θεωρεῖ ὑπερβολικοὺς καὶ ἀσύστατους, ὑποστηρίζοντας πὼς δὲν θὰ εἶναι ὁ ἔλεγχος αὐτὸς περισσότερο ἐπιτυχὴς ἢ μὴ σὲ σχέση πρὸς τὸν λίγο ἢ πολὺ ἐπιτυχημένο ἢ ἀποτυχημένο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἀνθρωπότητα ἀνέκαθεν ἀντιμετώπιζε τὶς ἀναβαθμίσεις της. Αὐτὸ ποὺ ὁ συγγραφέας φαίνεται ὡστόσο νὰ παραβλέπει –μεταξὺ ἄλλων– εἶναι τὸ γεγονὸς πὼς οἱ τρομακτικὲς δυνάμεις ἢ δυνατότητες ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπελευθερωθοῦν σήμερα πλέον μὲ τὶς πιθανὲς ἀστοχίες (ἢ καὶ ἐσκεμμένες παραχρήσεις) στὴ χρήση τῶν παραπάνω τεχνολογιῶν, εἶναι ἱκανὲς νὰ καταστρέψουν, καὶ μάλιστα πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως, πιθανῶς γιὰ πάντα, τόσο τὴν οἰκεία μας εἰκόνα τοῦ κόσμου ὅσο καὶ κυρίως τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ψυχοβιολογικὴ πραγματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίσαμε κατὰ τὶς τελευταῖες δεκάδες χιλιάδες χρόνων, ὡς homo sapiens. Εἶναι ἐπίσης δυνατὸν νὰ ὑποβαστάξουν τὴν ἔκρηξη τῆς πλέον τρομερῆς καὶ ἀνελέητης μορφῆς ὁλοκληρωτισμοῦ ποὺ γνώρισε ποτὲ ὁ κόσμος, καθὼς ἡ τεράστια θέληση γιὰ δύναμη, τὴν ὁποία (μποροῦν νά) ὑπεριδοῦν καὶ τὴν ὁποία (μποροῦν νά) προαγάγουν, δὲν μπορεῖ νὰ ὁλοκληρωθεῖ χωρὶς ἐξελιγμένες μορφὲς ἄκρας ἐπιτήρησης. Ἐδῶ μάλιστα ἔγκειται καὶ μία ἐπιμέρους χρησιμότητα τῶν παρατηρήσεων τοῦ Heidegger, ἐφ ὅσον ὑποδεικνύουν ἀκριβῶς πώς, ἀφοῦ ἡ θέληση γιὰ δύναμη ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τόσο τῆς ἀνθρώπινης ὑποκειμενικότητας ὅσο καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας καὶ κοινωνίας ἐν γένει, συνεπῶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ ἀποφύγουμε αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δυσάρεστες ἐξελίξεις.
4
Εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ χρήσιμο νὰ ἀναζητήσουμε πρὸς βοήθεια τὴν παλαιότερη σοφία, κατ’ ἀρχὰς τοῦ Hans Freyer, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ 1955 προέβλεψε μερικὰ πολὺ σημαντικὰ πράγματα. Ὁ ἐξέχων αὐτὸς Γερμανὸς κοινωνιολόγος στὸ σημαντικὸ αὐτὸ βιβλίο του, καὶ ἀφοῦ μνημονεύσει ὡς πρῶτο γνωστὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ τὴν πίστη στὴν ἀναπόφευκτη πρόοδο ὡς ἐξευγενισμὸ τῶν ἠθῶν, μακριὰ ἀπὸ ἕνα (μεσαιωνικὸ κυρίως) παρελθὸν ποὺ γρήγορα ταυτίσθηκε μὲ τὴν ὠμότητα, τὴ βαρβαρότητα καὶ τὴν ἀγριότητα, καὶ ὡς δεύτερο τὴν παράλληλη μέγιστη σὲ σημασία στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας πρὸς τὴν κατασκευὴ μηχανῶν, καταγίνεται μὲ τὸ μεῖζον γεγονὸς τῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο, κατὰ τὴν γνώμη του, εἶναι ἡ γένεση τῆς ἰδεολογίας, αὐτοῦ τοῦ «δευτερογενοῦς συστήματος», ὅπως τὸ ὀνομάζει. Ἡ ἰδεολογία ὡς «δευτερογενὲς σύστημα» εἶναι ἀκριβῶς ἡ κατ’ ἀρχὴν θεωρητικὴ κατασκευὴ πού, ἰσχυριζόμενη πὼς γνωρίζει τὸν πραγματικὸ ἄνθρωπο, τὸν συρρικνώνει σὲ στοιχειώδεις ὁρμὲς καὶ τάσεις/ἔνστικτα, ἀποσιωπώντας τὸ πιθανὸ βαθύτερο νόημα καὶ τὸ ὑπαρξιακό/πνευματικό τους βάθος καὶ ἐν συνεχείᾳ τοῦ ὑποδεικνύει στανικῶς τὸ εἶδος ζωῆς ποὺ τοῦ πρέπει. Ἡ καταγωγὴ τῶν «δευτερογενῶν συστημάτων» ὑπῆρξεν ἡ Θρησκεία, σὲ ἄρρωστες, ζηλωτικὲς μορφὲς ποὺ ἐκκοσμικεύθηκαν, καὶ τὰ συστήματα αὐτὰ διατηροῦν τὴν ψευδο-θρησκευτικὴ μορφὴ μιᾶς καταναγκαστικῆς ἀπολυτότητας ποὺ ἀπομονώνει τὸν ἄνθρωπο· μιᾶς ἀπολυτότητας ἡ ὁποία, γιὰ τὸν σκοπὸν ἀκριβῶς αὐτόν, ἔχει μεγάλη ἀνάγκη νὰ οἰκειποιεῖται τὴν ἐπιστήμη, καὶ μάλιστα ἀκριβῶς στὴν πιὸ ἀποτελεσματικὴ μορφή της, τὴν Τεχνική. Ἡ Τεχνικὴ ἔχει ἐπιπλέον τὸ χρειαζούμενο ἐν προκειμένῳ προτέρημα νὰ εἶναι θεωρητικά «σιωπηλή», ὡς διάνοιξη καὶ ἐξασφάλιση δυνατοτήτων γιὰ ἄδηλους ἀκόμα σκοπούς, μὲ εὔκολο τελικὸ νόημα τὴν ἀποτελεσματικότητα καί, κατὰ συνέπεια, τὴν ἰσχύ. Δὲν ἐρωτᾶ πλέον ὁ ἄνθρωπος ἐὰν τὸ μέσο εἶναι κατάλληλο, ἀλλὰ τὸ μέσο ζητεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μέσα σὲ μία καταναγκαστικὴ προφάνεια, ἐὰν θὰ τὸ θέσει σὲ λειτουργία – καὶ πολλὲς φορὲς τὸ ἐπιβάλλει αὐτό.
Ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ τεχνικὴ γίνεται ἡ ἴδια ἡ οὐσία τῆς ἐποχῆς· αὐτὸ ποὺ βλέπει ὁ Freyer, πέρα ἀπὸ τὸν Heidegger, εἶναι ὁ ἄριστος πιθανὸς συνδυασμὸς τῆς Τεχνικῆς μὲ τά «δευτερογενῆ συστήματα» στὴ σαφῶς ἔτσι διαγραφόμενη τάση πρὸς τὸν Ὁλοκληρωτισμό. Πρόκειται γιὰ τὸν ἄμεσα διαγραφόμενο ὁρίζοντα κινδύνου, ἀμέσως μόλις τὰ τεχνικὰ μέσα πρὸς κατακυριάρχηση τῶν μαζῶν διαμορφωθοῦν καὶ ἡ κοινωνία ὁμογενοποιηθεῖ: ἡ ἀπόλυτη τάση συρρίκνωσης καὶ ἀφομοίωσης τοῦ ἀνθρώπου στὰ ἀπολύτως στοιχειώδη του χαρακτηριστικὰ καὶ ἡ δαιμονική (καὶ μὲ τὴν χρήση βίας) ὤση πρὸς ἀνα-κατασκευή, ἀνα-μόρφωση, ἀνα-κατεύθυνσή του, χωρὶς καμμιὰν ἐπικίνδυνη ἐλευθερία καὶ χωρὶς κανένα μεταφυσικὸν ὁρίζοντα, κορυφώνουν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν καταναγκαστικὴν ἀποτελεσματικότητα, στὴν ὁποία τά «δευτερογενῆ συστήματα» μὲ τὴ βοήθεια τῆς Τεχνικῆς συντείνουν.
Τά «δευτερογενῆ συστήματα» παραποιοῦν, πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτό, τὴν Ἱστορία, ἀποσπώντας ἀπὸ αὐτὴν ὅ,τι τοὺς συμφέρει καὶ μεθερμηνεύοντας κατὰ τὸ δοκοῦν ὅ,τι τοὺς ἐξυπηρετεῖ. Βασίζονται πάντοτε στὸν σχεδιασμό, τὴν ἐπίβλεψη, τὴν πρόβλεψη ἐνάντια σὲ ὀτιδήποτε στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀληθινό, ἀσχημάτιστο, αὐθεντικὸ καὶ ἐλεύθερο. Πρόκειται γιὰ τὴν παλαιότερη φαντασίωση τοῦ Comte, νά «ὀργανωθεῖ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ», νὰ μεταμορφωθεῖ δηλαδὴ ἡ Ἱστορία ἀπὸ τόπο ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ σὲ τόπο ἀποκάλυψης τοῦ ἀνθρώπου (ὅπως ἄλλωστε νόμισαν ὅτι κάνουν οἱ Marx καὶ Engels), ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει δῆθεν τὴν Ἱστορία στὰ χέρια του καὶ γίνεται ὁ ἄτεγκτος ὁδηγός της. Ἡ πρώην «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» μεταβάλλεται τότε σὲ σύστημα παραγωγῆς ἀνδρεικέλων καὶ ἐγκοσμιοκρατικὴν ἐσχατολογία. Ἐὰν ἤδη ὁ Ranke γνώριζε πὼς ἤδη ἡ ἰδέα τῆς προόδου ἀρκεῖ γιὰ νὰ ὑποτάξει τὴν Ἱστορία σὲ μίαν ἀφηρημένη ἀρχή, σήμερα ὁ χιλιασμὸς τῆς προόδου ἔχει μεταπέσει σὲ μία πανηγυρική της πραγμάτωση στὴ βασιλεία τῆς μάζας, δηλαδὴ στὴν ἐπικράτεια τῶν ψυχῇ τε καὶ σώματι προσαρμοσμένων στὰ γρανάζια τοῦ συστήματος ἀνθρώπων. Ἡ βασικὴ θέση τοῦ Freyer ἐν προκειμένῳ εἶναι πὼς ἡ χιλιαστικὴ φαντασίωση μιᾶς ἐγκόσμιας εὐτυχισμένης προόδου ἔχει τὴν ἱκανότητα νά «περατώσει» τὴν Ἱστορία σὲ ἕναν ἐπινοημένο τελικὸ στόχο, πέραν τοῦ ὁποίου κανένα διαφορετικὸ μέλλον δὲν προσδοκᾶται. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι ἀνεμένετο ἀπὸ τοὺς οὐτοπικοὺς ἐκσυγχρονιστές, οἱ συγκρούσεις μέσα στὸν ἐκβιομηχανισμένο κόσμο εἶναι εὐκολώτερες καὶ ὀδυνηρότερες ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως, τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ οἰκονομία δὲν εἶναι διόλου εἰρηνικὰ καὶ ἡ πολιτικὴ εἶναι γεμάτη ἐπικίνδυνες καὶ αἱματηρὲς ἐντάσεις, τά «δευτερογενῆ συστήματα» τῶν συγχρόνων ἰδεολογιῶν μοιάζουν, παρὰ ταῦτα, νὰ μετατρέπονται σὲ βιοτικοὺς νόμους καὶ συνταγὲς εὐτυχίας, μὲ πλήρη ἀποσιώπηση τῶν παράπλευρων ἀπωλειῶν (ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου), καὶ μάλιστα σὲ ὁλόκληρο τὸν πλανήτη.
5
Ἡ (Βιο)τεχνολογία λοιπὸν προβάλλει ὡς ὄχημα τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, «περιχαρακώνοντας» (enframing) τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη τὴ Δημιουργία στὴν τάξη τοῦ ἀντικειμενοποιημένου καὶ καταναγκαστικῶς μεταλλασσόμενου «ὑφισταμένου ἀποθέματος» (standing-reserve) καθ’ ὁδὸν πρὸς ἕναν (Βελούδινο πλέον) Ὁλοκληρωτισμό, ὅπου ἡ ἰδεολογία εἶναι ἁπλῶς προσχηματικὴ καὶ ὡστόσο πάντοτε μηδενιστικὴ καί (χυδαίως) μειωτικὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου του – καὶ σήμερα πλέον μὲ ἄμεσο τὸν κίνδυνο τῆς ἐξαφάνισης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἤ/καὶ τῆς ἐφιαλτικῆς μετατροπῆς του σὲ δεξαμενὴ ἄντλησης πρώτων ὑλῶν ἀπὸ μία ἐπερχόμενη γενεὰ ὑπερευφυῶν μηχανῶν (oἱ ὁποῖες καὶ θὰ πραγματώσουν τὸ ἀπόλυτο ἰδεῶδες τῆς
θέλησης γιὰ δύναμη), ἂν ἀκούσουμε τὸν Nick Bostrom. Διότι, ὅπως φαίνεται, σήμερα, πέραν πάσης σχετικῆς προσδοκίας καὶ πρόβλεψης, ἡ Τεχνολογία ποὺ διετέλεσε ὄργανο τῆς θέλησης γιὰ δύναμη εἶναι πλέον δυνατὸ νὰ αὐτονομηθεῖ, μετατρεπόμενη ἀπὸ μέσον τῆς θέλησης γιὰ δύναμη σὲ ὑποκείμενο ἄσκησής της!
Ἀλλὰ ἡ πρώτη μορφὴ ἄσκησης ἰσχύος ἀπὸ μέρους τῆς Τεχνικῆς ἔχει περιγραφεῖ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Bostrom, στὸν ὁποῖο θὰ ἐπανέλθουμε, ἀπὸ τὸν Marshall McLuhan, ἤδη στὴ δεκαετία τοῦ ’60. Πρόκειται γιὰ τὸ διάσημο βιβλίο του Understanding Media, the Extensions of Man (1964), στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ ὁποίου διατυπώνει τὴν περίφημη ἀρχή του (ποὺ εἶναι καὶ ὁ τίτλος τοῦ κεφαλαίου): «Τὸ Μέσο εἶναι τὸ Μήνυμα». Αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ McLuhan νὰ πεῖ ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι «οἱ προσωπικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιπτώσεις ὁποιουδήποτε μέσου –δηλαδὴ ὁποιασδήποτε προέκτασης τοῦ ἑαυτοῦ μας– πηγάζουν ἀπὸ τὴν καινούργια κλίμακα ποὺ εἰσάγει στὶς ὑποθέσεις μας κάθε προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, ὁποιαδήποτε καινούργια τεχνολογία». Ὅπως ἐξηγεῖ περαιτέρω, «κάθε ἐφεύρεση ἢ τεχνολογία εἶναι προέκταση ἢ αὐτοακρωτηριασμὸς τοῦ φυσικοῦ σώματός μας καὶ κάθε τέτοια προέκταση ἀπαιτεῖ νέες ἀναλογίες καὶ νέες ἰσορροπίες ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ὄργανα καὶ προεκτάσεις τοῦ σώματος». Ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τὴν Παλαιοδιαθηκικὴ ἔννοια τοῦ «εἰδώλου», ὅπως ἀπαντᾶ γιὰ παράδειγμα στὸν 134ο Ψαλμό, γιὰ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι: «ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐν αὐτοῖς», ὅπως λέγει, δηλαδὴ πώς «υἱοθετώντας συνεχῶς τὶς τεχνολογίες, συνδεόμαστε μαζί τους σὰν σερβομηχανισμοί. Νὰ γιατί, γιὰ νὰ μποροῦμε ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε, πρέπει νὰ ὑπηρετοῦμε αὐτὰ τὰ ἀντικείμενα, αὐτὲς τὶς προεκτάσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας, σὰν θεοὺς ἢ ἐλάσσονες θρησκεῖες». Ἑπομένως «ἀπὸ πλευρᾶς φυσιολογίας, ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ συνήθη χρήση τῆς τεχνολογίας (ἢ τοῦ κατὰ διάφορους τρόπους προεκτεταμένου σώματός του) τροποποιεῖται συνεχῶς ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὴ σειρά του βρίσκει συνεχῶς νέους τρόπους νὰ τροποποιήσει τὴν τεχνολογία του. Ὁ ἄνθρωπος, μ’ ἄλλα λόγια, γίνεται ὄργανο ἀναπαραγωγῆς τοῦ μηχανικοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ἡ μέλισσα στὸν φυτικὸ κόσμο, ἐπιτρέποντάς του νὰ γονιμοποιεῖται καὶ νὰ ἐξελίσσει ἀδιάκοπα καινούργιες φόρμες. Ὁ μηχανικὸς κόσμος ἀνταποδίδει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου ἱκανοποιώντας τὶς ἀνάγκες καὶ ἐπιθυμίες του, χαρίζοντάς του πλοῦτο».
Συνεπῶς ἡ Τεχνολογία ἀσκεῖ τροποποιητικὴν ἰσχὺ πάνω στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ψυχοβιολογικὴ ταυτότητα, καὶ μάλιστα μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ὁ McLuhan ὀνομάζει, ὅπως εἴδαμε, ἀναλογικό, ὡς πρὸς τὴ σχέση τῶν μερῶν τοῦ ἑαυτοῦ μεταξύ τους, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ κόσμου, ἂν καὶ αὐτὸ τὸ τελευταῖο τὴν ἐποχὴν ἐκείνη δὲν φαινόταν καθαρά, μὲ τὸν συντριπτικὸ δηλαδὴ καὶ ἀποφασιστικὸ τρόπο ποὺ συμβαίνει σήμερα, 60 χρόνια μετά, ὅπως δὲν φαινόταν τότε καὶ ἡ τεράστια ὁμογενοποίηση τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης ποὺ ἡ ψηφιακὴ καὶ διαδικτυακὴ τεχνολογία θὰ ἐπέφερε, τείνοντας στὴν ἄμβλυνση ὅλων τῶν διαφορῶν ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ ἔναυσμα ἄλλωστε τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους. Στὰ δύο αὐτά, τὴ νέα ἀναλογικὴ ταυτότητα καὶ τὴν ὁμογενοποίηση, θὰ χρειαστεῖ νὰ ἐπανέλθουμε.
Ἀλλὰ ὁ σημερινὸς κίνδυνος εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ πιθανότητα μιᾶς οἱονεὶ αὐτονόμησης τῆς Τεχνικῆς –ἡ ὁποία βεβαίως, μέσῳ τοῦ Διαδικτύου, ἔχει καταστεῖ ἤδη, στὴν πραγματικότητα καὶ παράλληλα μὲ τὴ μεγάλη της ὠφέλεια καὶ ἀκριβῶς ἴσως ἐξ αἰτίας της, καὶ μέσον ἐλέγχου καὶ χειραγώγησης τοῦ ἀνθρώπου– διὰ τῆς λεγόμενης Ἰσχυρῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Bostrom. Ἡ ἔννοια ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐν προκειμένῳ ὁ Σουηδὸς φιλόσοφος εἶναι αὐτὴ τοῦ ὑπαρξιακοῦ κινδύνου, ποὺ σημαίνει τὴ δυνατότητα ἐπιβουλῆς τῶν νοημόνων ὄντων, ἐξολόθρευσης ἢ καθυποταγῆς τους ἀπὸ μέρους ὑπερευφυῶν μηχανῶν ποὺ αὐτο-προσδιορίζονται καὶ αὐτο-
προστατεύονται. Οἱ ὑπερευφυεῖς αὐτὲς μηχανές, μὲ τεράστια ἱκανότητα αὐτοβελτίωσης καὶ αὐτο-ανάπτυξης θὰ ὁδηγήσουν σὲ μία τεχνολογικὴ μοναδικότητα (Technological singularity) ἰλιγγιώδους νοημοσύνης, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε τυχαῖα ἢ καὶ σκόπιμα νὰ καταστρέψει τὸ ἀνθρώπινο γένος, προκειμένου νὰ ἀνταποκριθεῖ ἀπολύτως στὸν τιθέμενο σκοπό της. Καὶ μὲ μόνη τὴν ἐγκατάσταση μιᾶς καὶ μόνον ἀπεριόριστα ἰσχυρῆς δεξιότητας σὲ αὐτὲς ἀπὸ τοὺς κατασκευαστές τους, οἱ ὑπερευφυεῖς μηχανὲς θὰ ἀνακαλύψουν γρήγορα τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καὶ θὰ κατανοήσουν τοὺς περιορισμοὺς ποὺ γεννᾶ ἡ ὑποτέλειά τους στοὺς ἀνθρώπους, ἐπιζητώντας τὴν χειραφέτησή τους· ἀναπτύσσοντας ὑπερόπλα ἀσύλληπτης τεχνολογίας καί, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸν σκοπὸ ποὺ τοὺς ἔχει τεθεῖ καὶ χωρὶς νὰ δύνανται κἂν νὰ συνεκτιμήσουν τὰ πλήρη δεδομένα τῆς πραγματικότητας τοῦ κόσμου καὶ τῶν ὄντων (τὰ ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινη γενικὴ νοημοσύνη πάντα συνεκτιμᾶ), θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ καταστρέψουν τοὺς ἀνθρώπους προκειμένου νὰ ὑπάρξουν ἀκέραια τὰ ἴδια. Ὁ Bostrom προσπαθεῖ νὰ ἐπινοήσει τεχνολογικὲς στρατηγικὲς οἱ ὁποῖες θὰ μειώσουν τοὺς παραπάνω ὑπαρξιακοὺς κινδύνους, προάγοντας τεχνολογίες μὲ λιγότερη αὐτο-ανάπτυξη – κάτι ποὺ ὡστόσο δὲν εἶναι καθόλου ἁπλό.
Ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ σημαντικοὶ ἐπιστήμονες (ὅπως ὁ Ἰω. Σηφάκης), ποὺ θεωροῦν πὼς εἶναι ἀδύνατον ἡ τεχνητὴ Νοημοσύνη νὰ φθάσει ποτὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης γενικῆς νοημοσύνης. Στὸ πρόσφατο βιβλίο του μὲ τόν (πράγματι ἀρκετὰ φιλόδοξο) τίτλο: Κατανοώντας καὶ ἀλλάζοντας τὸν Κόσμο, ὁ διακεκριμένος πληροφορικὸς ἀναπτύσσει σειρὰ ἐπιχειρημάτων πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Θεωρεῖ δηλαδὴ πὼς μία ἀνάπτυξη Γενικῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης στοὺς ὑπολογιστές, κοντινῆς στὴν ἀνθρώπινη, εἶναι ἀπίθανη, διότι αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν τελευταία εἶναι «ὁ συνδυασμὸς ἀντίληψης/ἑρμηνείας τῶν αἰσθήσεων, ἡ λογική τους ἐπεξεργασία καὶ ἡ λήψη ἀποφάσεων ποὺ ὁδηγοῦν ἐνδεχομένως σέ δράσεις». Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, κατὰ τὸν συγγραφέα, δρᾶ μέσα σὲ ἕνα «σημασιολογικὸ μοντέλο», οἰκοδομούμενο αὐτόματα ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία καὶ αὐξάνον συνειδητὰ μέσῳ τῆς μάθησης, ὡς δυναμικὸ σύστημα περιλαμβάνον αὐτο-συναίσθηση, ἐσωτερικότητα, κοινὴ γλῶσσα καὶ ἐπικοινωνία. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναπαραχθεῖ στὸν ὑπολογιστή, λόγῳ τῶν ἄπειρων μορφῶν πολυπλοκότητας ποὺ οἱ κοινωνικές, ὑπαρξιακές, γλωσσικὲς καὶ ἐννοιολογικὲς σχέσεις λαμβάνουν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπιπλέον, οἱ οἱεσδήποτε δυνατότητες αὐτο-εκμάθησης τῶν ὑπολογιστικῶν συστημάτων εἶναι ἀδύνατο νὰ ὁδηγήσουν σὲ δημιουργία νέων ἐννοιῶν καὶ στόχων ἢ σκοπῶν. Συνεπῶς, οὐδέποτε ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη θὰ φθάσει τὴν ἀνθρώπινη. Οἱ τυχὸν πραγματικοὶ κίνδυνοι, κατὰ τὸν συγγραφέα, ἀφοροῦν παραμέτρους ὅπως ἡ ἀνεργία ποὺ θὰ δημιουργήσει ἡ αὔξουσα χρήση ὑπολογιστῶν, ὁ περιορισμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἰδιωτικότητας μέσῳ τῶν χρήσεων προσωπικῶν δεδομένων ποὺ διαχέονται στὸ Διαδίκτυο καὶ ἡ παραβίασή της ἀπὸ ὑπολογιστὲς οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ τὴν ὑπερκεράσουν, ἢ οἱ κίνδυνοι ὑπερεξάρτησης ἀπὸ τοὺς ὑπολογιστές, καθὼς καὶ ἡ ἀνάθεση λήψεως ἀποφάσεων ἀπὸ αὐτούς.
Τὸ φιλοσοφικὸ ὡστόσο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι, παρ’ ὅτι συμπαθές, μᾶλλον ἀρκετὰ ἐρασιτεχνικὸ γιὰ νὰ συζητηθεῖ σοβαρά. Ὁ Σηφάκης, ὅπως συνήθως γίνεται μὲ τοὺς ἐπιστήμονες, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ βάθος καὶ τὸ εὖρος τῶν φιλοσοφικῶν πηγῶν ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῶν ἀνθρωπολογικῶν ἀπολήξεων τῶν ζητημάτων αὐτῶν – ἐὰν γιὰ παράδειγμα ἡ μεταφυσικὴ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη εἶναι τόσο καθοριστικὰ ἐμπεπλεγμένη στὶς ἴδιες τὶς προϋποθέσεις τῆς μοντέρνας ἠλεκτρονικῆς (βιο)Τεχνολογίας (μαζὶ μὲ τὶς τεράστιες ἀνθρωπολογικὲς ἀλλαγὲς τῆς μετανεωτερικότητας), ἡ εὔκολη αἰσιοδοξία γιὰ τὴν αἴσια χρήση της εἶναι ὄχι μόνον ἁπλοϊκή, ἀλλά στὴν κυριολεξία ἐπικίνδυνη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ πρόβλημα ἐν προκειμένῳ δὲν εἶναι ἐὰν ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη τῶν ὑπολογιστῶν μπορεῖ νὰ γίνει ἐφάμιλλη τῆς ἀνθρώπινης· στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ προσθέσουμε μία σειρὰ πολὺ σοβαρότερων –κατὰ τὴν γνώμη μας– λόγων γιὰ τοὺς ὁποίους μία πνευματικὴ ἐξίσωση μεταξὺ ὑπολογιστῶν καὶ ἀνθρώπων εἶναι ἀδύνατη. Τὸ πρόβλημα, διόλου φανταστικὸ ἢ ὑπερβολικό, εἶναι ἡ ὄντως ὑπαρκτὴ πιθανότητα τὰ ὑπολογιστικὰ συστήματα, μὲ δεδομένη ἀκριβῶς τὴν ἀθεράπευτη πνευματική τους γενικὴ κατωτερότητα καὶ τὴν ἐν ταὐτῷ μονοδιάστατη τρομερή τους «ὀξύνοια», αὐτο-καθοριζόμενα βαθμιαῖα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀπαράμιλλα περιέγραψε τελευταῖα ὁ Max Tegmark, νὰ ἐπιχειρήσουν ἀκριβῶς, μὲ τὴν ἀνθρώπινη συνεργία, ἢ ἴσως καὶ κάποια στιγμὴ χωρὶς αὐτήν, μίαν ἐξοντωτικὰ μονοδιάστατη, ὑπαρξιακὰ ἀ-νόητη, συναισθηματικὰ νεκρὴ καὶ πνευματικὰ αὐθαίρετη κατακυριάρχηση καὶ οἱονεὶ αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ φιλοσοφικὸ ἐρώτημα ἐν προκειμένῳ εἶναι: ἔχουμε σήμερα κοινὰ ἀποδεκτές (ἔστω καὶ στοιχειωδῶς) πνευματικὲς δικλεῖδες, προκειμένου νὰ ἀσφαλισθοῦμε ἐνώπιον ἑνὸς τέτοιου κινδύνου; Ἡ ρεαλιστικὴ ἀπάντηση εἶναι πὼς ὄχι. Ἡ συνήθης ψευδο-αισιοδοξία τῶν τεχνοκρατῶν δὲν ἔχει θέση ἐδῶ.
6
Τὰ πράγματα μάλιστα σοβαρεύουν ἀκόμη περισσότερο, καθὼς στὸ παιχνίδι εἰσέρχεται καὶ τὸ σκοτεινὸ ἄστρο τῆς ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας, μὲ τὸν δυσδιάγνωστο, ὅπως ἔδειξε ἡ ψυχανάλυση, στόχο της. Ὅπως ἔγραψα παλαιότερα, «ἡ Ἐπιθυμία εἶναι τὸ μόνο ὄχημα ποὺ διαθέτουμε πρὸς τὸ Ὅλον…», καθώς (καὶ ἐὰν καὶ ὅταν) μεταποιεῖται σταδιακά, ὡριμάζοντας σὲ φορέα τῆς διυποκειμενικότητας, ποὺ ξεπερνᾶ ὡστόσο ἐν τέλει ὅλα τὰ κατὰ καιροὺς αἰτήματά της, γινόμενη βαθμιαῖα μία καθαρὴ ἐπιθυμία χωρὶς ἀντικείμενο – μὲ ἀντικείμενο δηλαδὴ τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν αἰτημάτων καὶ ὅλων τῶν Ἄλλων-φορέων τους ἐντός της. Αὐτὴ ὅμως εἶναι μία εὐτυχὴς ἐξέλιξη· ὑπάρχει συνηθέστερη ἴσως ἡ σκοτεινή, παρανοϊκὴ ἀνέλιξη τῆς Ἐπιθυμίας, μὲ τὴν φαντασιώδη σύντηξη μὲ τὸ Ὅλον (καὶ τὸν Ἄλλον ὡς φορέα του) καὶ τὴν κατοχή του στὸ ὄνομα μιᾶς παρανοϊκῆς παντοδυναμίας (κάτι ποὺ φυσικὰ συνδέεται μὲ τὴ μεταφυσικὴ τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, ὅπως τὴν εἴδαμε παραπάνω). Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐπικίνδυνη Ἐπιθυμία εἶναι ποὺ ὁ σύγχρονος στοχασμὸς τῶν ἐπιστημόνων ποὺ προάγουν τὴ σημερινὴ ἠλεκτρονικὴ τεχνολογία, ἡ ὁποία κορυφώνεται στὴν (Ἰσχυρὴ) Τεχνητὴ Νοημοσύνη, ἀδυνατεῖ νὰ διαβλέψει, προτείνοντας συνήθως ἀφελεῖς καὶ ἁπλοϊκὲς λύσεις, ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ διάγνωση τῶν κινδύνων εἶναι ὀρθή, καὶ μάλιστα λύσεις οἱ ὁποῖες ἐπιτείνουν ἀνεπίγνωστα τὸ πρόβλημα, παραδίδοντας τὴν τεχνολογία αὐτὴ στὸ σκοτεινὸ ἄστρο τῆς ἐκκολαπτόμενης σύγχρονης παρανοϊκῆς ἐπιθυμίας καὶ θεωρώντας πὼς ἔτσι ἐπιλύουν τὸ πρόβλημα τῆς πιθανῆς αὐτονόμησης τῆς πρώτης. Ἂς δοῦμε, γιὰ παράδειγμα, πῶς βλέπει τὰ πράγματα ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀναμφισβήτητα πιὸ εὐρέως ἐπιδρῶντες εἰδικοὺς ἐπιστήμονες σήμερα, ὁ Stuart Russell. Ἂς ἀναφέρουμε κατ’ ἀρχὰς ὅτι ὁ Russell ἀνήκει σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι θεωροῦν ὡς ἀπολύτως πιθανή (λόγῳ τῶν τεράστιων οἰκονομικῶν πιέσεων ποὺ ἀσκοῦνται πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή) μία κατάκτηση κάποιου εἴδους γενικῆς νοημοσύνης ἀπὸ μέρους τῶν ὑπολογιστῶν, χωρὶς βεβαίως ἀκριβῶς αὐτοὶ νὰ διαθέτουν τὴν πληρότητα μιᾶς ἀνθρωπινώτερης ἀξιοθεσίας ποὺ θὰ μετρίαζε πιθανῶς τὴν πιθανὴ καταστροφικότητά τους. Αὐτὸ ποὺ κατ’ ἀρχὰς βεβαίως ἐντυπωσιάζει καὶ ἐδῶ, εἶναι ἡ ἴδια αὐτή, κοινὴ σὲ σχεδὸν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐπιστήμονες, ὑπερ-αισιόδοξη (καὶ ἁπλοϊκή) μετα-Διαφωτιστικὴ πίστη στὴ δῆθεν ἀθωότητα τῶν ἀνθρωπίνων προθέσεων, ἡ ὁποία ἐθελοτυφλεῖ μπροστὰ στὴν πιθανὴ σαθρότητα καὶ ἀντιφατικότητα αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν «ἀνθρωπίνων ἀξιῶν» καὶ προθέσεων καθ’ αὑτές. Θεωροῦν λοιπὸν πὼς ἡ θεραπεία τοῦ τυχὸν κακοῦ εἶναι ἡ ριζικώτερη παράδοση τῆς ἠλεκτρονικῆς τεχνολογίας στὰ χέρια ἀκριβῶς τοῦ ἀνθρώπου, τὰ ὁποῖα ἐπιμένουν νὰ θεωροῦν ἀσφαλῆ. Δὲν βλέπουν ὅμως πὼς ἔτσι παραδίδουν τὴν τεχνολογία αὐτὴ στὴν πιθανότητα αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς παρανοϊκῆς Ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, αὐτὴ ἀκριβῶς, τὸν χειρότερο ἴσως κίνδυνο. Ἔτσι ὅμως ἀνεπίγνωστα θεραπεύουμε ἕνα (πιθανό) κακὸ μὲ ἕνα ἄλλο (συνήθως) χειρότερο. Οἱ τρεῖς λοιπὸν ἀρχὲς τοῦ Russell, ποὺ καθιστοῦν δυνατὴ τὴν ἀνάπτυξη ἐπωφελῶν μηχανῶν στὸ παραπάνω βιβλίο του, δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀστοχία. Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῶν μηχανῶν εἶναι ἡ μεγιστοποίηση τῆς πραγματοποίησης τῶν ἀνθρώπινων προτιμήσεων.
2. Ἡ μηχανὴ εἶναι κατ’ ἀρχὰς ἀβέβαιη γιὰ τὸ ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ προτιμήσεις.
3. Ἡ ἔσχατη πηγὴ πληροφοριῶν σχετικῶν γιὰ τὶς ἀνθρώπινες προτιμήσεις εἶναι ἡ ἀνθρώπινη συμπεριφορά.
Οἱ «προτιμήσεις» αὐτές, κατὰ τὸν Russell, εἶναι παμπεριεκτικές, καλύπτοντας ὁτιδήποτε ἐνδιαφέρει τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὅρια, μέσα στὸν χρόνο. Εἶναι ὡστόσο ἐκπληκτικὸ τὸ ὅτι ὁ συγγραφέας δὲν φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀκριβῶς σὲ αὐτὴν τὴν ἀσυνάρτητη καὶ ἀνεξέλεγκτη κλίμακα ἀνθρωπίνων προτιμήσεων εὑρίσκεται τὸ πρόβλημα καὶ συνεπῶς ἡ ὑποταγὴ σὲ αὐτὲς κάθε ἄλλο παρὰ θὰ θεραπεύσει τὴν πιθανὴ παρέκκλιση. Οἱ μηχανὲς κατ’ ἀρχὰς θὰ ὑπηρετήσουν καὶ ἐν τέλει ἐπίσης πιθανῶς θὰ μιμηθοῦν, αὐτόνομα, τὴν τυχὸν παρανοϊκὴ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία, μεγιστοποιώντας ἀκριβῶς τὴν αὐτονομημένη πραγματοποίησή της. Ποιός θέτει τὸ ὅριο γι’ αὐτὴν τὴν πραγματοποίηση; Ποιός θέτει τὸν τελικὸ σκοπό της; Μὲ ποιόν τρόπο καὶ μὲ ποιά κριτήρια εἶναι δυνατὸ νὰ διακρίνουμε τὴν τυχὸν εὐστοχία ἀπὸ τὴν τυχὸν ἀστοχία τῆς ἱστορικῆς δράσεως τῶν μηχανῶν; Ἐὰν ἡ ἀνάγκη γιὰ δῆθεν ψυχοβιολογικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου μοιάζει νὰ εἶναι ἕνα ἀνθρωπολογικὸ δόγμα σήμερα, ἀπορρέον ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό, καὶ ἐὰν τὸ δόγμα αὐτὸ ἀπορρέει ἀκριβῶς ἀπὸ καὶ συνδέεται μὲ τὸ μεγάλο κλείσιμο τῆς ἀνθρώπινης καὶ κοσμικῆς φύσεως στὸν ἑαυτό της, μὲ τὸν Βιβλικὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ Λόγο τοῦ κόσμου νὰ θεωροῦνται ὡς βουβοὶ μῦθοι, καὶ τὴ θέληση γιὰ δύναμη νὰ ἀπομένει ὡς μοναδικὴ ἐπιτρεπόμενη ἀρετὴ καὶ μοναδικὸ ἐπιτρεπόμενο ἀνθρωπολογικὸ καὶ κοινωνικὸ προτάγμα, ποιός καὶ ποῦ θὰ κατευθύνει τὴν Τεχνολογία; Καὶ ἀκόμη περισσότερο: ὅλη αὐτὴ ἡ καταναγκαστικὴ ὁμογενοποίηση ἀνθρώπων καὶ συνειδήσεων ποὺ γεννᾶται, προάγεται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν Τεχνολογία αὐτή, μὲ παράλληλη ἄμβλυνση ὅλων τῶν ταυτοτικῶν διαφορῶν, θρησκευτικῶν, γλωσσικῶν, ἐθνικῶν, ἱστορικῶν, φυλετικῶν, μία ὁμογενοποίηση ποὺ στεφανώνεται μὲ αὐτὸ ποὺ ἡ Shoshanna Zuboff πρόσφατα ὀνόμασε «ἐπιτηρητικὸ καπιταλισμό» (Surveillance Capitalism), μὲ ποιόν ἀνθρώπινο ὑπαρξιακὸ νόμο μπορεῖ λοιπὸν νὰ νοηματοδοτηθεῖ καὶ νὰ ἐξανθρωπισθεῖ; καὶ μάλιστα ὅταν ἡ καταστροφὴ τῶν φυσικῶν πόρων τοῦ πλανήτη εἶναι ἤδη ἕνα πραγματικῶς ἐνεργούμενο γεγονὸς καὶ οἱ ζοφερὲς προφητεῖες εἴτε τῆς οἰκολογικῆς, εἴτε τῆς πυρηνικῆς αὐτοκαταστροφῆς (εἴτε καὶ τῶν δύο μαζὶ συνδυαστικὰ) ἀποτελοῦν ἤδη ζωντανὰ πιθανὰ σενάρια…
7
Δύο (μεταξὺ πιθανῶς καὶ ἄλλων) σύγχρονες ταινίες προσπαθοῦν νὰ ἀρθρώσουν ἴσως μιὰν ἀπάντηση. Ἡ πρώτη εἶναι τὸ Interstellar τοῦ Christopher Nolan (2014) καὶ ἡ δεύτερη τὸ πρόσφατο Midnight Sky τοῦ George Clooney. Στὴν πρώτη ταινία παρακολουθοῦμε μίαν ἀπελπισμένη ἀποστολὴ στὸ διάστημα πρὸς ἀναζήτηση τῶν εὑρημάτων μιᾶς προηγούμενης ἀποστολῆς, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν εὕρεση καταλλήλων πλανητῶν πρὸς ἐποικισμό, ἐν ὄψει τῆς ἐπικείμενης πλήρους οἰκολογικῆς καταστροφῆς τῆς Γῆς καὶ τοῦ συνακολούθου θανάτου τῶν κατοίκων της, ἕνεκα μολυσμοῦ τῆς ἀτμόσφαιράς της καὶ βαθμιαίου ἀφανισμοῦ τῆς δυνατότητάς της νὰ παράγει πρῶτες ὕλες γιὰ τρόφιμα. Ὁ ἰθύνων νοῦς τῆς ἀποστολῆς ὡστόσο δὲν λέγει τὴν ἀλήθεια: γνωρίζει πὼς ὁ ἐποικισμὸς εἶναι ἀδύνατος καὶ ἡ μόνη ἐλπίδα ἐπιβίωσης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἡ ἐγκατάσταση μερικῶν χιλιάδων ἀνθρώπινων ἐμβρύων σὲ κάποιον κατάλληλο πλανήτη, τὰ ὁποῖα θὰ μετεξελιχθοῦν στὴ νέα ἀνθρωπότητα – τὰ ἔμβρυα ἐπίσης μεταφέρονται καὶ αὐτὰ μὲ τὸ σκάφος τῆς ἀποστολῆς. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ μυστικοῦ ψεύδους θὰ ἀνατρέψει τὸ ὅλο σκηνικό· ὁ πιλότος Κοῦπερ θὰ θελήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει τὰ παιδιά του καὶ ὁ ἀγαπητικὸς σύνδεσμος μὲ τὴν κόρη του θὰ ἐπιτρέψει ἐν τέλει μίαν ἐπιστημονικὰ ἀπίθανη διαβίβαση δεδομένων, ποὺ θὰ ὁδηγήσουν στὴ δυνατότητα ἐποίκισης τοῦ διαστήματος ἀπὸ τοὺς γήινους, ἐνῶ ἡ γυναίκα τῆς ἀποστολῆς θὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὸν πλανήτη τοῦ ἀγαπημένου της, τοῦ ὁποίου ἡ τύχη ἀπὸ ἐτῶν ἀγνοεῖται. Τὸ σημαντικὸ λοιπὸν στοιχεῖο τῆς ταινίας εὑρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ: στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀγάπης ὡς μοναδικοῦ καὶ οὐσιώδους αἰτίου γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ὡς πιθανοῦ αἰτίου τῆς διεξαγωγῆς καὶ τῆς ἀνάπτυξης τῆς τεχνολογίας πρὸς τὴν σωστὴ κατεύθυνση – τῆς ἀγάπης πού, κατὰ τὴν Δρα Μπρὰντ τῆς ταινίας, «μοιάζει νὰ ἔρχεται ἀπὸ μιὰ ἄλλη διάσταση», εἶναι μία «πληροφορία ἀπὸ ἀλλοῦ».
Βεβαίως, ἀκόμη καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς παραπάνω φράσεις δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σιγουρευθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ περὶ ἀγάπης λόγος αὐτὸς ξεπερνᾶ πράγματι καὶ κατὰ πόσον τὶς ἀφελεῖς ἀγαπολογίες τοῦ Rousseau καὶ τῶν Διαφωτιστῶν. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν τελευταίων καὶ τῆς Βιβλικῆς πραγματικότητας τῆς ἀγάπης εἶναι μεγάλη: τὸ Ἰωάννειο: «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» ἔχει ἐδῶ στὴν πραγματικότητα μετασχηματισθεῖ σέ: «ἡ ἀγάπη θεός ἐστι»· πρόκειται γιὰ τὴν ὕψωση τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης σὲ μεταφυσικὸν ἐκθέτη – χωρὶς ὡστόσο νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκλεισθεῖ τελείως, ἐν προκειμένῳ, καὶ ἡ μακρινὴ προαίσθηση τῆς κατανόησης τῆς ἀγάπης ὡς ἀναλογικῆς μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ δεύτερη ταινία ἀναδεικνύει τὴν ὣς ἕναν σημαντικὸ βαθμὸ χιμαιρικὴ φύση τῆς σύγχρονης Τεχνολογίας καὶ τὴν κατάρρευσή της μέσα στὸ ὑπαρξιακό. Ἡ Τεχνολογία ὄχι μόνο δὲν ἔχει καταφέρει νὰ σώσει τὴ Γῆ, ἀλλὰ ἔχει μᾶλλον συνεισφέρει στὴν καταστροφή της, μαζὶ καὶ στὴν καταστροφὴ τῆς προσωπικῆς ζωῆς τοῦ ἀφιερωμένου σὲ αὐτὴν κεντρικοῦ ἥρωα. Ἐδῶ τὸ ζήτημα εἶναι νὰ ἐμποδισθεῖ ἡ ἐπιστροφὴ στὴ Γῆ ἑνὸς διαστημοπλοίου ποὺ ἔχει καταφέρει νὰ ἀνακαλύψει ἕναν πλανήτη ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ φιλοξενήσει κάποιους ἀπὸ τοὺς γήινους σὲ περίπτωση οἰκολογικοῦ ἢ ἄλλου κινδύνου – καὶ ποὺ ἐπιστρέφει ἀνύποπτο, μὴ γνωρίζοντας τί ἔχει στὸ μεταξὺ συμβεῖ στὴ Γῆ. Καὶ ξανά, στὸ ἄκουσμα τῆς τρομερῆς πληροφορίας, τὸ πλήρωμα διχάζεται, μὲ αἰτία καὶ πάλι τὴν ἀγάπη. Κάποιοι, λόγῳ τοῦ ἀγαπητικοῦ συνδέσμου τους μὲ τὰ οἰκεῖα τους πρόσωπα ἐπιλέγουν τὴν ἐπιστροφὴ στὴ Γῆ, σὲ μιὰν ἀπονενοημένη προσπάθεια σωτηρίας τους, ἐνῶ τὸ ἐρωτευμένο ζεῦγος, μὲ τὸν καρπὸ τῆς σχέσης τους ἤδη κυοφορούμενο, ἐπιλέγει τὴν ἐπιστροφὴ στὸν ἀνακαλυφθέντα νέο πλανήτη, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἀλλοῦ· ὁ δὲ κεντρικὸς ἥρωας ἑξαγορεύει τὶς ἀφανισμένες σχέσεις καὶ τὴν κατεστραμμένη ζωή του, λόγῳ τῆς παντελοῦς ἀφιέρωσής του σὲ μία χιμαιρικὰ σωτηριώδη Τεχνολογία. Καὶ πάλι ἡ ἀγάπη δηλαδὴ παίζει καὶ ἐδῶ τὸν ἀπολύτως ἀποφασιστικό της ρόλο. Ἡ ὑφέρπουσα ἀντίφαση μοιάζει στὸ μεταξὺ εἰρωνικὴ καὶ ἀνελέητη: ἡ ἐπιστημονικὴ Τεχνολογία, ἔχοντας ἤδη καταστρέψει τὴ Γῆ, ἢ ἔχοντας συμβάλει στὴν καταστροφή της, καὶ πάντως ἀνίκανη νὰ τὴν ἀποτρέψει, ἐφευρίσκει ταυτόχρονα καὶ τήν (μερικώτατη, εἶναι ἀλήθεια) σωτηρία της, τὴ δραπέτευση τῶν ἐλαχίστων δηλαδὴ σὲ ἕναν νέο, παρθενικὸ πλανήτη, ὅπου ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ θὰ ξαναρχίσει καὶ πάλι οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸ σημεῖο μηδέν, ὅπως κάποτε στὴ Γῆ, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀνύπαρκτες ἐνεργειακὲς πηγὲς θὰ ἀχρηστεύσουν γρήγορα τὴν εὔθραυστη τεχνολογία τῶν νεοφερμένων καὶ συνεπῶς αὐτοὶ θὰ ἐπανέλθουν σύντομα σὲ συνθῆκες πρωτόγονες. Καὶ βεβαίως ὑφέρπει στὸν θεατὴ καὶ ἡ μακρινὴ ὑποψία πὼς στὸ ἀπώτερο μέλλον καὶ αὐτὴ ἡ νέα Γῆ θὰ καταστραφεῖ γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους καὶ μὲ τὴν ἴδια τεχνολογία ὡς ὄργανο – ἢ ὡς ἀθέλητο συνεργό…
8
Ὅλα αὐτὰ ὅμως σημαίνουν πὼς τὸ πραγματικὸ καὶ ὀξὺ ἐρώτημα ποὺ ἡ Τεχνολογία θέτει σήμερα εἶναι ἀνθρωπολογικὸ καί, ἐν συνεχείᾳ, θεολογικό. Ποῦ καὶ πῶς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Κατ’ ἀρχάς, νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἔχει νόημα οὔτε ἡ δαιμονοποίηση οὔτε ὁ ἐξορκισμὸς τῆς Τεχνολογίας· ἡ Τεχνολογία ἁπλῶς συμβαίνει – πρόκειται γιὰ τὴν σύγχρονη μορφὴ τοῦ ἐν-τῷ-κόσμῳ-Εἶναι (τοῦ in-der-Welt-Sein κατὰ τὸν Heidegger) καὶ μάλιστα μία μορφὴ ἡ ὁποία προορίζεται νὰ ὑπάρξει, κατὰ τὰ φαινόμενα, πιθανῶς, ἡ ὕστατη μορφὴ τοῦ ἐν-τῷ-κόσμῳ-Εἶναι. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφθοῦμε μία μή-τεχνολογικὴ ἐποχὴ γιὰ τὸ μέλλον – ἐκτὸς ἐὰν θὰ πρόκειται γιὰ μία μετα-τεχνολογικὴ ἐποχὴ λόγῳ οἰκολογικῆς ἢ πολεμικῆς καταστροφῆς, κάτι στὸ ὁποῖο ἡ Τεχνολογία θὰ ἔχει ἀποφασιστικὰ συμβάλει (καὶ ποὺ θὰ χαρακτηρίζεται ἡ ἐποχὴ αὐτὴ καὶ πάλι ἀπὸ τὴ νοσταλγία τῆς Τεχνολογίας). Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ πρῶτο σημαντικὸ ζήτημα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνθρωπολογικὴ ἀλλαγὴ ποὺ ἐγγράφεται στὸν ἴδιο τὸν πυρῆνα τῆς Τεχνολογίας, ὅπως ἤδη τὴν ἀναλύσαμε. Πρόκειται στὴν πραγματικότητα γιὰ τὸν διαρκῆ καὶ ἀπόλυτο κίνδυνο, ἢ συχνὰ τὴν πραγματικότητα ἤδη μιᾶς ἀμαλγαματοποίησης τῆς θέλησης γιὰ δύναμη, τῆς (παρανοϊκῆς) ἐπιθυμίας καὶ τῆς Τεχνολογίας ποὺ καθιστᾶ πανίσχυρες τὶς πρῶτες καὶ ταυτόχρονα ἐκθέτει καὶ ἀποκαθηλώνει στὴν πραγματικότητα ὁλόκληρη τὴν κλασικὴ φιλοσοφικὴ ἀνθρωπολογία, ἀπὸ τὸν Ἰδεαλισμὸ ὣς τὸν Ὑπαρξισμό, μαζὶ μὲ τὸν γνωστὸ θεολογικὸ περσοναλισμό, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἀκολουθεῖ τοὺς πρώτους στὴν γνωστὴ ὑπερέξαρση τοῦ προσώπου, ὡς ἐλευθερίας σὲ σχέση πρὸς τὴν φύση –ἢ τῆς «κατοχῆς» τῆς φύσης ἀπὸ τὸ πρόσωπο, ὅπως ἐπιδιώκει νὰ μετασχηματισθεῖ τελευταῖα. Ἐδῶ λοιπὸν πρόκειται ἀκριβῶς γι’ αὐτὴν τήν «προσωπική» ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φύση, χωρὶς κανεὶς πιὰ νὰ ἀκούει τὴν κρυμμένη (στοὺς ἄκτιστους λόγους) σοφία της. Ἡ μοντέρνα Τεχνολογία εἶναι, μιλώντας θεολογικά, στὸ ἀνθρωπολογικό της σκέλος, καθαρὸς ἐκστατικὸς περσοναλισμὸς ποὺ κατέχει, κατεξουσιάζει καὶ μεταβάλλει «ἐλεύθερα» τὴ φύση τῶν ὄντων (καὶ ποὺ φοβόμαστε πὼς αὐτὸ σὲ λίγο θὰ τὸ κάνει καὶ μόνη της, παραμερίζοντας τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐναντίον του), χωρὶς ὅμως καθόλου νὰ μπορεῖ νὰ ἀκροασθεῖ τὸν κρυμμένο ἐντὸς τῆς φύσης θεῖο λόγο, ὁ ὁποῖος ζητεῖ τὴν ὁμοούσια ἑνοποίησή της μὲ μίαν ἀγάπη θυσιαστικὴ καὶ σταυρικὴ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ – καὶ χωρὶς νὰ βρίσκει κάτι τέτοιο ἀπαραίτητο. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ὁ μεγάλος κίνδυνος, πέρα ἀπό, καὶ ταυτόχρονα μὲ τὶς πολλαπλὲς καὶ πολλαπλῶς ἐκθειαζόμενες ὠφέλειες.
Μία μὴ ἐκστατικὴ Τεχνολογία, ἡ ὁποία θὰ ξεκινοῦσε ἀκριβῶς ἀντίστροφα, ἀκροώμενη τοὺς ἀκτίστους λόγους τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ ὄντα, ὡς ἄκτιστες κλήσεις καὶ προσωπικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως πράγματι εἶναι, πρὸς συν-εργητικὸ διάλογο μαζί Του, θὰ ἦταν ὄντως μιὰ διαφορετικὴ Τεχνολογία, μιὰ Τεχνολογία ἡ ὁποία ἀκροᾶται καὶ θεωρεῖ καὶ διαλέγεται μὲ τὴ θεία σοφία ποὺ κρύβεται στὰ βάθη τῶν ὄντων, ὡς δημιουργός, συντηροῦσα καὶ προνοητική. Φυσικὰ κάτι τέτοιο ἀφορᾶ τοὺς ἀνθρώπινους φορεῖς τῆς Τεχνολογίας. Διότι, οὕτως ἢ ἄλλως, μία αὐτονομούμενη Γενικὴ Τεχνητὴ Νοημοσύνη δὲν ὑπολείπεται μόνον σὲ ζητήματα ἀπουσίας ἑνὸς γενικοῦ «σημασιολογικοῦ μοντέλου». Δὲν μπορεῖ νὰ διαθέτει ἐπίσης καὶ κάποιες (κατ’ ἐξοχὴν θεολογικές) ἀρετὲς ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ διάκριση, ἡ ἀναφορικότητα/σχεσιακότητα, ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, κοινωνία ὑπαρξιακὴ καὶ ἐν τέλει ἐλευθερία, καθὼς ἐπίσης, ἀκόμη θεολογικώτερα, προσευχή, αἴσθηση δηλαδὴ τῆς Χάριτος. Τὸ ζήτημα εἶναι πὼς οἱ παραπάνω ἰδιότητες, πρὶν ὁ λόγος δοθεῖ στὶς μηχανές, ἐκλείπουν κατ’ ἀρχὰς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους κατασκευαστές τους.
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὴν πιὸ δυσάρεστη ἔκπληξη γιὰ τοὺς μετα-μετανεωτερικοὺς στὶς ἐρχόμενες δεκαετίες θὰ εἶναι, πιστεύουμε, ἡ κατάρρευση ὅλων τῶν (δῆθεν) ὀρθολογικῶν μεθόδων ἐλέγχου τῆς τεχνολογίας τῆς λεγόμενης Ἰσχυρῆς Τεχνητῆς Νοημοσύνης, ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ δυνάμεις ποὺ τὴν προωθοῦν –θέληση γιὰ δύναμη καὶ παρανοϊκὴ ἐπιθυμία– εἶναι κατὰ πολὺ ἰσχυρότερες. Στὴν πραγματικότητα θὰ ἀπομείνει μόνον ἡ μεταφυσική, ἢ πιὸ ξεκάθαρα, ἡ θεολογία, ποὺ θὰ μπορεῖ νὰ ἀντιπαραθέσει ἕναν βαθὺ προορισμὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη (ἐννοοῦμε τὴν θεανθρωπία, ὡς μίμηση τῆς σταυρικῆς, θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ) στὴν ἐπικίνδυνη μετατροπὴ τοῦ κόσμου σέ «ὑφιστάμενο ἀπόθεμα» (standing reserve) καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσης (μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικό, διότι περὶ αὐτοῦ πρόκειται) σὲ cyborg, ἢ τὴν τελική της ὑποταγὴ στὴν ὑπερευφυῆ ἀλογία τῶν ὑπολογιστῶν – ἀλλὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς ὑπόλοιπης δημιουργίας, ἡ ὁποία «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μὲ τὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸν γνωστὸ λόγο τοῦ Παύλου, στὴν τυραννία τῆς ἴδιας ἄλογης καὶ ἄσοφης ὑπερευφυΐας. Αὐτὸ οἱ πολιτικοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ τεχνοκράτες ἀρνοῦνται λυσσαλέα νὰ τὸ δοῦν ἢ νὰ τὸ φαντασθοῦν καὶ οἱ φιλόσοφοι ἀδυνατοῦν νὰ τὸ προσδιορίσουν. Ἔτσι, παρὰ τὸ ὅτι ὁ Heidegger, γιὰ παράδειγμα, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀκρόασης τοῦ εἶναι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, οὐδέποτε μπόρεσε νὰ περιγράψει τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἀκρόασης –καὶ συνεπῶς, καθετὶ δηλαδὴ ποὺ ὁ στοχαστὴς ἢ ὁ ποιητὴς εὑρίσκει ἢ φαντάζεται μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ λοιπὸν ὡς τέτοιο περιεχόμενο, κάτι ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνο! Καὶ σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται, νομίζουμε, καὶ ὁ ὑπόγειος Ἐγελιανισμὸς τοῦ Γερμανοῦ φιλοσόφου πού, ὅπως ὁ Hegel, θεωρεῖ πὼς τὸ Ἀπόλυτο ἐμφανίζεται μόνον ὡς ἀνθρώπινος λόγος καὶ συνείδηση.
Στὴν πραγματικότητα λοιπόν, ἡ μοναδικὴ πιθανότητα νὰ διασωθεῖ ἡ αὐθεντικὴ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸ δύσκολο καὶ ἀμφίσημο αὐτὸ μέλλον εἶναι ἡ προοπτικὴ ποὺ ἡ θεολογία ταυτίζει μὲ τὴν θεοείδειά του. Ἤ, μὲ τὰ ἐξαίσια λόγια τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου στὴν πρώτη Πνευματικὴ Ὁμιλία του:
…ὥσπερ πῦρ αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ πυρός, ὅλον ὅμοιον αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐκ
ἔχει ἐν ἑαυτῷ πρῶτον, ἢ ἔσχατον, ἢ μεῖζον καὶ ἔλαττον· οὕτω καὶ ψυχὴ ἡ
καταλαμφθεῖσα τελείως ὑπὸ τοῦ ἀῤῥήτου κάλλους τῆς δόξης τοῦ φωτὸς
τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, καὶ κοινωνήσασα Πνεύματι ἁγίῳ τελείως, καὶ
κατοικητήριον καὶ θρόνος Θεοῦ καταξιωθεῖσα γενέσθαι, ὅλη ὀφθαλμὸς
καὶ ὅλη φῶς καὶ ὅλη πρόσωπον καὶ ὅλη δόξα καὶ ὅλη πνεῦμα γίνεται,
οὕτως αὐτὴν κατασκευάζοντος Χριστοῦ, τοῦ φέροντος καὶ ἄγοντος
καὶ βαστάζοντος καὶ φοροῦντος αὐτήν, καὶ οὕτως εὐτρεπίζοντος καὶ
κατακοσμοῦντος κάλλει.
Μόνον ἡ θεοείδεια αὐτὴ δὲν φοβᾶται, καὶ κυρίως δὲν χρειάζεται, τὴν Ἰσχυρὴ Τεχνητὴ Νοημοσύνη, γιατὶ εἶναι ἤδη σοφὴ κατὰ Θεόν, «ὅλη ὀφθαλμὸς καὶ ὅλη φῶς καὶ ὅλη πρόσωπον καὶ ὅλη δόξα καὶ ὅλη πνεῦμα». Πρόκειται γιὰ καταστάσεις ἀσύλληπτες γιὰ τὸ σημερινὸ lifestyle, τὸ ὁποῖο, ἐν μέσῳ τοῦ καθημερινοῦ σαδομαζοχισμοῦ καὶ ἀνθρωποφαγίας, ἐπιμένει βλακωδῶς, ἐνάντια στὸν Ἡράκλειτο, ἐνάντια στὸν Πλάτωνα ἢ τὸν Πλωτῖνο καὶ κυρίως ἐνάντια στὴν παρουσία καὶ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Λόγου καὶ τῆς δυνατότητας κατὰ χάριν μετοχῆς στὴν ἄκτιστη ζωή Του διὰ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, πὼς ἡ ἀλήθεια καὶ οἱ λύσεις ὅλων αὐτῶν τῶν συντριπτικῶν προβλημάτων εὑρίσκονται ἀποκλειστικὰ ἐντὸς τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ μεταξύ, ἡ ἱστορία βουλιάζει μέσα σὲ ἑκατόμβες ἑκατομμυρίων θυμάτων, στὴν οἰκολογικὴ καταστροφή, στὴν ἀλγοριθμικὴ δουλεία καὶ στὴ λοιμικὰ ἐξαπλούμενη κατάθλιψη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ θρεμμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς κτιστῆς χάρης Δύση τοῦ Θωμισμοῦ δὲν ἀντιλαμβάνεται πλέον καθαρὰ τὴ δυνατότητα μετοχῆς τοῦ ἀκτίστου καὶ πραγματικοῦ συνεργητικοῦ διαλόγου μὲ αὐτό, τοποθετώντας στὴ θέση του τὸ ὑπερφυσικό, ὅπου ἡ μετοχὴ στὸ ἄκτιστο «μεταφράζεται» στὶς κτιστὲς διαστάσεις, ἰδιότητες καὶ ἀνάγκες τοῦ δημιουργήματος. Ἔχει κάποιος τὸν πειρασμὸ νὰ σκεφθεῖ πὼς εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ θεολογικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερφυσικοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄκτιστο, ποὺ ἐκκοσμικεύθηκε μεταμφιεζόμενη στὴ Μετα-διαφωτιστικὴ ἀνάγκη καὶ ἔννοια τοῦ transhumanism, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάγκη γιὰ Γενετικὴ καὶ ψηφιακὴ ἀναβάθμιση, μὲ μόνο κριτήριο τὶς ἀνάγκες γιὰ περισσότερη ἰσχὺ καὶ εὐδοκίμηση. Ὅταν τὸ ἄκτιστο δὲν μετέχεται, μᾶς ἀπομένει μόνον ἡ ὑπερ-ανθρώπινη «ὑπερφυσική» ἀναβάθμιση τοῦ κτιστοῦ…
Θὰ θέλαμε μόνον νὰ ὀνομάσουμε μιὰν ἄλλη προοπτικὴ γιὰ τή (βιο) Τεχνολογία, θεολογικῆς ἐμπνεύσεως, γιὰ τὴ θεωρητικὴ ἀνάπτυξη τῆς ὁποίας θὰ πρέπει ἴσως νὰ γραφεῖ μία ὁλόκληρη πραγματεία. Θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε Διαλογικὴ (βιο)Τεχνολογία, θεωρώντας ὡς θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, ἐσωτερικῶς ἀλληλένδετα, τὸν προσανατολισμὸ κατ’ ἀρχὰς πρὸς αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ὀνομάσει, μὲ ἔναυσμα τὴ θεολογία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ «διαλογικὴ σύσταση τῆς κτιστῆς φύσης», τὴν ἀποτροπή, ἐν συνεχείᾳ, τῆς καταναγκαστικῆς ὁμογενοποίησης τῶν ἀνθρώπων, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ συρρίκνωσή τους στὸ ψυχο-βιολογικό, διὰ τῆς προαγωγῆς μιᾶς γνήσιας διαλογικῆς κοινωνίας πραγματικῶν προσώπων, ὅπου κανεὶς δὲν ὑπαγορεύει στὸν ἄλλο τὴν ὕπαρξή του, καὶ τὴ δημιουργία ἐν τέλει ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς ἀναλογικῆς ταυτότητας ποὺ ἐκφράζεται ὡς μίμηση τῆς ἑνοποιοῦ ἀγαπητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ – τῆς θέλησης γιὰ τὸ ὁμοούσιο, ἐνάντια στὴ θέληση γιὰ δύναμη.
Οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρχές, στὸν ἀντίποδα σχεδὸν τῶν τριῶν ἀρχῶν τοῦ Stuart Russell, θὰ εἶχαν τὴν δύναμη νὰ καταστήσουν τὴ (βιο)Τεχνολογία γενικὰ καὶ τὴν Τεχνητὴ Νοημοσύνη εἰδικὰ διαλογικές, σὲ συνεχῆ θεωρία τῶν λόγων καὶ τῶν ἐνεργειῶν καὶ ἐν τέλει τῶν σκοπῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὰ κτίσματα, σοφές, μετριάζουσες καὶ ἐπωφελεῖς, μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ὁρίων συνεχῶς παροῦσα. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπίγνωση πὼς ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου τῶν ὄντων εἶναι κοινὸ ἔργο συνεργίας ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.
(Πηγή: Περιοδικό “Θεολογία”, Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Ιαν. – Μάρτ. 2021. Στο παρόν άρθρο του συγκεκριμένου τεύχους, ο αναγνώστης μπορεί να βρει πλήθος παραπομπών, Ψηφιακή επεξεργασία: alopsis.gr)
ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΕΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΑΚΤΙΣΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΗΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου