Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Ἡ οὐσίωση τῶν ὄντων καὶ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς (1)


Περιοδικό Θεολογία

Ἀνδρέα Καρατζᾶ (δρ. Ἐπιστημῶν ἀγωγῆς καὶ δρ. Θεολογίας καὶ μέλος Σ.Ε.Π. τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου.)

1. Εἰσαγωγὴ

Δὲν ἔχει περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὴ συζήτηση ποὺ εἴχαμε μὲ Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔθεσε τὸ ἐρώτημα περὶ τῆς ἐξαφάνισης ἢ μὴ τῆς ψυχῆς μετὰ ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἀρχὴ ὁμολογοῦμε ὅτι ξαφνιαστήκαμε. Θεωρήσαμε ὅτι ἦταν μία μορφὴ διερεύνησης ἐκ μέρους του τῶν θεολογικῶν μας πεποιθήσεων καὶ τοποθετήσεων ἔναντι λυμένων ἀπὸ αἰώνων θεμάτων. Στὴν ἐξέλιξη ὅμως τῆς συζήτησης διαπιστώσαμε ὅτι τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔχει ἐπανέλθει στὸ ἐπίκεντρο θεολογικῶν συζητήσεων στὸ πλαίσιο μιᾶς προσπάθειας ἀπομάκρυνσης –ἢ καλύτερα κάθαρσης– τοῦ θεολογικοῦ λόγου ἀπὸ πλατωνικὲς καὶ νεοπλατωνικὲς ἀντιλήψεις. Μόλις εἴχαμε καταθέσει τὴ διδακτορική μας διατριβὴ γιὰ τὴ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος στὴν περὶ σωτηρίας διδασκαλία Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ ἦταν προφανὲς ὅτι ὁ ἀγαπητὸς συνομιλητής μας ἀναζητοῦσε ἐναγωνίως ὄχι μία ἀπάντηση, τὴν ὁποία εἶχε ἄλλωστε, ἀλλὰ τὴ θεολογικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἁγίου Συμεών, ἡ ὁποία δὲν θὰ στηριζόταν στὰ πλατωνικὰ καὶ νεοπλατωνικὰ ἐπιχειρήματα ἀλλὰ στὸν θεολογικὸ λόγο ἑνὸς θεωμένου ἀνθρώπου. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ μᾶς ὤθησε νὰ διερευνήσουμε περαιτέρω τὴν ἀντίληψη καὶ πίστη τοῦ ἁγίου Συμεὼν γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ τοὺς ἄξονες πάνω στοὺς ὁποίους ἑδράζει τὴν πεποίθησή του αὐτή. Ἀναπόφευκτα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου ἔρχεται ὡς μέτρο ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθολογίας τόσο τῶν πλατωνικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὴν ψυχὴ ὅσο καὶ διάφορων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι διατείνονται ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀθάνατη, ἀλλὰ θνητή.

Στὴν προσπάθειά του ὁ ἄνθρωπος νὰ κατανοήσει τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό του διήνυσε μία μεγάλη πορεία ἀπὸ τὴν προομηρικὴ ἐποχὴ μέχρι καὶ σήμερα. Ἡ βασικὴ ἐρώτηση ποὺ συνεχῶς θέτει καὶ ἀποτελεῖ τὸν ἄξονα τῆς σκέψης του ἀφορᾶ τὴν οὐσία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικώτερα, μπροστὰ στὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, προσπάθησε νὰ προσδιορίσει τί εἶναι αὐτὸ ποὺ παρέχει ζωὴ στὰ ὑλικὰ σώματα· ἂν ἡ ζωοποιὸς αὐτὴ δύναμη ἀποτελεῖ ξεχωριστὴ ἀπὸ τὸ σῶμα οὐσία, ἂν ἔχει ὑλικὴ προέλευση ἢ ἀποτελεῖ μιὰ ἄλλης φύσεως οὐσία, διαφορετικὴ τῆς ὕλης. Καὶ ἂν πράγματι ἀποτελεῖ μία ἄλλη οὐσία, τί γίνεται αὐτὴ μετὰ ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατο καὶ τὴν κατάληξη τῆς ζωῆς;

Ἡ ἀπάντηση ὡστόσο στὸ ἐρώτημα περὶ τῆς ἐξαφάνισης ἢ μὴ τῆς ψυχῆς μετὰ ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου σχετίζεται μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό, γιὰ τὴ φύση καὶ τὴν οὐσία του, γιὰ τὸ πρόσωπό του ὡς ψυχοσωματικὴ ἑνότητα. Ἀνεξαρτήτως τοῦ τρόπου διαμόρφωσης αὐτῆς τῆς ἀντίληψης, εἴτε εἶναι δηλαδὴ προϊὸν λογικῶν συλλογισμῶν εἴτε ἀποτέλεσμα πίστεως, εἶναι αὐτὴ ἡ ἰδέα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν ὕπαρξή του, γιὰ τὸ τί εἶναι ὀντολογικά (ὡς οὐσία) καὶ ὑπαρξιακά (ὡς ὕπαρξη), ποὺ καθορίζει τὴν ἀπάντηση ποὺ δίνει ἢ ποὺ ἐνστερνίζεται γιὰ τὴν ἐξαφάνιση ἢ ὄχι τῆς ψυχῆς. Ἀναπόφευκτα ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά μας σχετίζεται μὲ ἀπαντήσεις ποὺ κατὰ καιροὺς ἔδωσε ὁ ἄνθρωπος στὰ ἐρωτήματα: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Πῶς δημιουργήθηκε; Τί συνιστᾶ τὴν ἀνθρώπινη οὐσία; Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ποιά ἡ σχέση τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς; Τί συνιστᾶ τὸ φαινόμενο τῆς ζωῆς, τὸ σῶμα, ἡ ψυχή, ἢ καὶ τὰ δύο μαζί; Τί εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου; Σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἡ ἀνθρωπότητα ἔδωσε διάφορες ἀπαντήσεις καὶ συνεπῶς διαμόρφωσε διαφορετικὲς τοποθετήσεις ἔναντι τοῦ ἐρωτήματος περὶ ἐξαφάνισης ἢ ὄχι τῆς ψυχῆς μετὰ ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.

Εἰδικώτερα, ὁ χριστιανισμὸς ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια διαμόρφωσε τὴ δική του ἀντίληψη γιὰ τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ’ ἐπέκταση γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς συνδέεται ἄρρηκτα τόσο μὲ τὸν τρόπο δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὅσο καὶ μὲ τὸ εὐαγγέλιο περὶ τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν, τὸ ὁποῖο παρουσίασε ἔμπρακτα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν ἀνάστασή Του. Στὸν διάλογο περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ὡστόσο, κάθε φορὰ ποὺ γίνεται ἀναφορὰ στὴ δημιουργία τῆς Κτίσεως καὶ εἰδικώτερα στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ ἔμφαση δίνεται στήν «ἐκ τοῦ μηδενός» (ex nihilo) δημιουργία τῶν ὄντων καὶ ὄχι στὴ θέληση καὶ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία προσδιορίζει τὸν τρόπο οὐσίωσής τους καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς οὐσίας τους. Ἔτσι, δημιουργεῖται ἡ πλασματικὴ ἄποψη πὼς ὅλα τὰ κτιστά (ἐνέργεια, ὕλη, ὑλικὰ σώματα, φυτά, ζῶα, ἀκόμη καὶ ὁ ἄνθρωπος) ἔχουν κτιστὴ οὐσία μὲ τὸ ἴδιο κοινὸ χαρακτηριστικό, αὐτὸ τῆς «φυσικῆς» τάσεως πρὸς τὴν ἀνυπαρξία, στὸ τίποτε. Ἡ τάση αὐτὴ ἐκλαμβάνεται ὡς ἰδιότητα τῆς φύσεως τῶν κτιστῶν ὄντων. Κάθε ὂν δηλαδή, ἐπειδὴ προέρχεται «ἐκ τοῦ μηδενός», ὁδεύει πρὸς τὸ μηδὲν κινούμενο ἀπὸ μία ἐσωτερικὴ τῆς φύσης του δύναμη. Μὲ ἄλλα λόγια, ἐφ’ ὅσον ὅλα τὰ κτιστὰ προέρχονται στὸ εἶναι «ἐξ οὐκ ὄντων», τότε μὲ τὸν θάνατό τους ἢ τὴν ἀποδόμησή τους ἐπανέρχονται ἐκ φύσεως στὸ nihilo, στὴν ἀνυπαρξία τῆς οὐσίας τους, στὸ τίποτε.

Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ φαίνεται νὰ στηρίζεται στὴν κατανόηση τῆς οὐσίας ὅλων τῶν κτιστῶν ὄντων ὡς αὐθύπαρκτης, ἀνεξάρτητης, αὐτόνομης οὐσίας, ἡ ὁποία ὑπόκειται μόνο στοὺς ἐνυπάρχοντες φυσικούς της νόμους. Ἡ οὐσία των ὄντων, μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτή θεωρεῖται ἀνεξαρτήτως τοῦ τρόπου δημιουργίας της μὲ ἀποτέλεσμα ἡ κατανόησή μας νὰ ἑστιάζει στὸ ἀποτέλεσμα «οὐσία» καὶ νὰ παραθεωρεῖ τόσο τὴν αἰτία, δηλαδὴ τὴ θέληση καὶ τὴ δημιουργικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ τὸν συνεκτικὸ δεσμὸ κάθε κτιστῆς οὐσίας μὲ τὴ δημιουργικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια ὑπάρξεως τοῦ ὄντος. Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε ἕναν «καλὸν λίαν» κόσμο, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι ἐδημιούργησε ἐναντιώνεται «κατὰ φύση» στὴ θέληση τοῦ Θεοῦ καὶ τείνει στὴν ἐξαφάνιση, στὸ τίποτε, ἀκυρώνοντας τὴ δημιουργική Του θέληση! Ἡ θέση αὐτὴ προϋποθέτει ἐπιπλέον τὴν ἔνταξη τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο τῆς κτίσεως καὶ ὑποβάλλει τὴ θεότητα σὲ μία ἀνυπέρβλητη ἀνάγκη ὑποταγῆς στὸν χρόνο. Ἡ ἐξαφάνιση τῆς οὐσίας κάθε ὄντος, ὡς ἀποτέλεσμα ἐσωτερικῆς κίνησης τῆς οὐσίας του χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τοῦ δημιουργοῦ της σὲ αὐτή, ἀκυρώνει τὴ δημιουργική ἐνέργεια του Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ θέση ὅτι, γιὰ νὰ συνεχίσει ἡ ψυχὴ ἑνὸς συγκεκριμένου ἀνθρώπου νὰ ὑπάρχει ὡς οὐσία δημιουργημένη «ἐξ οὐκ ὄντων» μετὰ ἀπὸ τὸν βιολογικὸ θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, γεγονὸς ποὺ καθιστᾶ ἐφικτὴ τὴν ἀνάσταση τοῦ προσώπου αὐτοῦ, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Χριστό, νὰ ἔχει δηλαδὴ ἀπολάβει πρὶν τὸν χωρισμό της ἀπὸ τὸ σῶμα τὴν κατὰ χάριν ἀθανασία, δημιουργεῖ σοβαρά θεολογικὰ προβλήματα. Ἂν ἡ ἀνυπαρξία ἢ ὄχι τῆς ψυχῆς ὡς οὐσίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Χριστό, τότε οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν ἑνωθεῖ μαζί Του πρὶν ἀπὸ τὸν βιολογικό τους θάνατο, θὰ ὁδηγηθοῦν πάραυτα στὴν ἀνυπαρξία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκυρώνεται ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ψυχοσωματικῶν προσώπων καὶ νὰ μὴν ὑφίστανται τῶν συνεπειῶν τῶν πράξεων ποὺ ἐπιτέλεσαν καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ βίου τους. Ἔτσι, ἡ διδασκαλία περὶ τῆς αἰώνιας τιμωρίας τῶν ἁμαρτωλῶν ἀναιρεῖται ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση κλονίζεται σοβαρὰ μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὴν ἐγκόσμια διαβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, ἂν ἡ ψυχὴ ὑπάρχει ὡς οὐσία μόνον ὅταν εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸ σῶμα ἢ τὸν Χριστό, τότε βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μία θεολογικὴ ἀντίφαση, ἐφ’ ὅσον τὸ ὑλικὸ σῶμα παρουσιάζεται νὰ ἔχει τὴν ἴδια ἱκανότητα μὲ τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Χριστό, νὰ συντηρεῖ δηλαδὴ τὴν ψυχὴ στὴν κατηγορία τοῦ ὄντος.

Ἔτσι, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ διερεύνηση τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ποὺ θέσαμε, εἶναι τὸ ἐρώτημα περὶ τῆς σχέσεως τῆς κτιστῆς οὐσίας καὶ τῆς δημιουργικῆς δύναμης, θέλησης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸν Συμεών, δημιούργησε κάθε κτιστὴ οὐσία, γιατὶ ἦταν ὁ μόνος ποὺ μποροῦσε νὰ οὐσιώσει τὰ πάντα ἀπὸ τὸ τίποτε. Πῶς ὅμως οὐσίωσε κάθε ὂν καὶ πῶς ὑπάρχει κάθε οὐσία; Στὴ μελέτη μας αὐτὴ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀναδείξουμε τὴ σκέψη τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν οὐσίωση τῶν κτιστῶν ὄντων καὶ πῶς μὲ αὐτὴν ὁδηγοῦνται στὴν παραδοχὴ τῆς φυσικῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ στὴ διάκρισή της ἀπὸ τὴν ἀίδια ἀθανασία, στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ μετέχει ὄχι κατ’ οὐσίαν ἀλλὰ κατὰ χάριν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ θέωση ὅλου τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου.

2. Ἡ ἐξ οὐκ ὄντων οὐσίωση καὶ ὕπαρξη τῶν κτιστῶν ὄντων

2.1. Ἡ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση καὶ ἡ μεταποίηση

Ἡ κτίση δημιουργήθηκε, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἔφερε στὸ εἶναι ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὸ τίποτα, κάθε ὄν. Στοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βρίσκουμε δύο τρόπους κατανόησης τῆς ποίησης, τῆς δημιουργίας τῶν κτιστῶν ὄντων ἀπὸ τὸν ἄκτιστο Θεό, τήν «ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση» καὶ τή «μεταποίηση» ἤ «διακόσμηση». Κατὰ τὸν Προκόπιο Γαζαῖο ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως ὡς ὅρος ἀναφέρεται τόσο στὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση τῶν ὄντων ὅσο καὶ στὴ δημιουργία ὀντοτήτων μέσῳ τῆς μεταποίησης ἄλλων στοιχείων: «Ποίησις δὲ κτίσις καὶ ἐπὶ μεταποιήσεως λέγεται χωρὶς τῆς ἐξ ἀρχῆς οὐσιώσεως»1 . Στὴν ἴδια προοπτικὴ ὁ Εὐσέβειος Καισαρείας κάνει λόγο γιὰ διακόσμηση τοῦ παντός2. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση, τὰ ὄντα ἀπέκτησαν μὲ τὴ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ οὐσία, ἡ ὁποία δὲν προϋπῆρχε. Ἡ οὐσία τους δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ τίποτε, ex nihilo, ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἀντίθετα, μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης ἢ διακόσμησης, ὁ Θεὸς δημιούργησε πολλὰ ὄντα, ὅπως τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα, δημιουργώντας τὴν οὐσία τους ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ εἶχαν ἤδη δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἴδιο. Ἡ μεταποίηση δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴ σύνδεση ἢ σύνθεση πολλῶν πρωτογενῶς δημιουργημένων οὐσιῶν, ποὺ εἶχαν προηγουμένως δημιουργηθεῖ μὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς νέας οὐσίας, ἑνὸς νέου ὄντος3 . Στὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση, γιὰ παράδειγμα, ἐντάσσεται ἡ δημιουργία τῆς ὕλης4 καὶ στὴ μεταποίηση ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.

Ἡ ἀρχὴ οὐσίωσης, ἡ ἀπόκτηση οὐσίας ἀπὸ τὸ τίποτε, ἀπὸ τὸ ὀντολογικὰ ἀπόλυτο μηδέν5 , εἶναι γιὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηριστικὸ μόνο τῶν κτιστῶν ὄντων. Ὁ Δίδυμος Ἀλεξανδρείας διακρίνει μεταξὺ γένεσης τῆς θεότητας καὶ τοῦ ἐρχομοῦ στὸ εἶναι κάθε κτιστοῦ, ἀποδίδοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ ἰδίωμα τῆς ἐξ ἀρχῆς οὐσίωσης μόνο στὰ κτιστὰ ὄντα. Ἡ θεότητα, ἡ Ἁγία Τριάδα, γεννήθηκε μὲ θεϊκὸ τρόπο· δὲν ἔγινε ἐξ οὐκ ὄντων, καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔφερε στὸ εἶναι ἐξ οὐκ ὄντων κάθε κτιστό. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀίδιος καὶ αἰώνιος καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἔχει ἀρχὴ οὐσιώσεως, ὅπως ἡ κτιστὴ δημιουργία6. Ἡ ἀρχὴ οὐσίωσης δὲν ἀποτελεῖ θεῖο ἰδίωμα, ἀλλὰ ἰδίωμα τῶν κτιστῶν. Τὰ κτιστὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀρχὴ οὐσίωσης, γιατὶ προέρχονται ἐξ οὐκ ὄντων, δὲν ὑπῆρχαν δηλαδὴ ἀιδίως καὶ αἰωνίως. Ἡ ὀντολογικὴ διαφορὰ Θεοῦ καὶ κτίσεως, ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, ἔγκειται καὶ κατὰ τὸν Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο στὸ γεγονὸς ὅτι: «μόνος δὲ ὁ τούτων ποιητὴς καὶ κτίστης Θεὸς ἄκτιστος, ἄναρχος, καὶ ἀεὶ ὢν καὶ πρὸ πάντων ὤν»7 . Ὁ Θεὸς διαφέρει ἀπὸ τὴν κτίση, γιατὶ εἶναι ἀίδιος καὶ αἰώνιος καὶ δὲν ἔχει ἀρχὴ οὐσίωσης, εἶναι δηλαδὴ ἄκτιστος, ἄχρονος, ἀίδιος καὶ προϋπάρχει τῶν πάντων. Συνεπῶς, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζουν ὡς ἰδίωμα της κτιστῆς δημιουργίας τὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση, ἰδίωμα ποὺ τὴ διακρίνει ἀπὸ τὸν Θεό.

2.2. Ἡ ὕπαρξη τῶν κτιστῶν ὄντων ὡς σχέση μὲ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ

Ἡ σκέψη τῶν πατέρων της Ἐκκλησίας ὡστόσο δὲν ἐπικεντρώνεται μόνο στὴν ἐξ οὐκ ὄντων δημιουργία τῶν πάντων, στὴν οὐσίωσή τους, ἀλλὰ διευρύνεται καὶ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διατηροῦνται στὸ εἶναι, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχουν. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα ἐξ οὐκ ὄντων καὶ τὰ πάντα ὑπάρχουν δι' αὐτοῦ, «δι’ ὃν τὰ πάντα ἐστίν». Ἡ ζωή, ἡ κίνηση καὶ ἡ ὕπαρξη ὅλων γίνεται «ἐν αὐτῷ». Ἡ οὐσίωση καὶ ἡ ὕπαρξη τῶν πάντων ἔχει αἴτιο τὴν θέληση τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ. Τὰ πάντα ὑπάρχουν, ἔρχονται στὴν ὕπαρξη καὶ ὑπάρχουν, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει: «…αὐτὸς ὢν ὁ εἷς καὶ μόνος Θεός, ἐξ οὗ τὰ πάντα, δι' ὃν τὰ πάντα ἐστίν· ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν. Ὅ τι δὴ θέλει, τοῦτο γοῦν καὶ εἴη ἂν τὸ μόνον τῆς τῶν γενητῶν ἁπάντων οὐσιώσεώς τε καὶ ὑπάρξεως αἴτιον· θέλοντος γάρ ἐστι»8 . Τὰ πάντα εἶναι, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἡ θέλησή Του εἶναι ἡ αἰτία τόσο τῆς οὐσίωσής τους ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ὅσο καὶ τῆς ὕπαρξής τους στὸ εἶναι ἐκ τοῦ μὴ εἶναι. Ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἰτία τόσο τῆς δημιουργίας τῶν ὄντων ὅσο καὶ τῆς ὑπάρξεώς τους στὸ εἶναι. Τὰ πάντα οὐσιώνονται καὶ ὑπάρχουν, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει. Καὶ γιὰ τὸν Συμεών, ὅλη ἡ κτίση, ἡ ὁρατὴ καὶ ἡ ἀόρατη, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀποτέλεσμα τῆς βούλησής Του9 , «ὅτε δὲ ἠβουλήθη», καὶ δὲν ἔχει τὶς ἰδιότητες τοῦ ἄκτιστου, τοῦ ἄναρχου, τοῦ πάντοτε καὶ πρὸ πάντων ὑπάρχοντος, τὶς ὁποῖες ἔχει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ὁ Θεός. Κατὰ συνέπεια, ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ προσδώσει διὰ τῆς θελήσεώς Του οὐσία ἐκ τοῦ μὴ ὄντος στὰ πάντα10, νὰ τὰ στερεώνει καὶ νὰ τὰ δυναμώνει, δηλαδὴ νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ διατηρεῖ τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη11.

Παράλληλα, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, ὡς ἰδίωμα τῆς τριαδικῆς ὑπάρξεώς Του, δὲν γίνεται κατανοητὴ ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ μέτρα τῆς κτιστῆς δημιουργίας. Ἄλλο εἶναι ἡ θέληση τοῦ ἀίδιου καὶ αἰώνιου Θεοῦ καὶ ἄλλο ἡ θέληση ἑνός κτιστοῦ λογικοῦ ὄντος. Ἡ θέληση ἑνὸς κτιστοῦ λογικοῦ ὄντος, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, εἶναι κτιστὸ ἰδίωμα, ἰδίωμα κτιστοῦ ὄντος, καὶ ὑπάρχει ἡ ἴδια μὲ ἀρχὴ καὶ τέλος μέσα στὸ χωροχρονικὸ κτιστὸ πλαίσιο. Ἀντίθετα, ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπόκειται σὲ χωροχρονικὸ πλαίσιο καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ νοεῖται ὡς αἰώνια καὶ ἀίδια. Ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἡ θέλησή Του εἶναι ἡ αἰώνια καὶ ἀίδια δημιουργικὴ δύναμη ποὺ οὐσιώνει τὰ πάντα καὶ διατηρεῖ στὴν ὕπαρξη τὰ ὄντα. Ἡ ὕπαρξη τῶν πάντων (τὸ εἶναι τους) ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, «θέλοντος γάρ ἐστι».

2.3. Ἡ οὐσίωση καὶ ὕπαρξη τῶν κτιστῶν ἄβιων ὄντων

Ἄν ξαναδιαβάσουμε τὴ Γένεση, μένοντας πιστοὶ στὴν ἀνθρωπομορφικὴ ἀναλογία ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφέας, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὴ σχέση τῆς ἐξ ἀρχῆς οὐσίωσης καὶ ὕπαρξης τῶν κτιστῶν ὄντων μὲ τὴ θέληση καὶ τὴ δημιουργικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος»12. Μὲ τὸν πρῶτο στίχο τῆς Γενέσεως ὁ συγγραφέας δηλώνει τὴ δημιουργία ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χωροχρονικοῦ πλαισίου τῆς ὁρατῆς κτίσεως καὶ τῆς ὕλης. Ἀναφέροντας τὰ δύο ὁρατὰ διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ ἄκρα τῆς ὑλικῆς φύσεως, τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, παρουσιάζει τὸν Θεὸ νὰ δημιουργεῖ ἐν ἀρχῇ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα. Ἡ ὕλη, καὶ κατὰ συνέπεια ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος, εἶναι τὰ πρῶτα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν συγγραφέα τῆς Γενέσεως εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὴν ὕλη καὶ τὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο τῆς κτίσεως. Ἡ χρήση ἐδῶ τοῦ ἐποίησεν παραπέμπει στὴν ἀρχὴ τῆς οὐσίωσης τῶν ὑλικῶν στοιχείων. Κάθε ὑλικὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ διακρίνει κάποιος στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ δημιουργεῖται ἐξ οὐκ ὄντων, ποιεῖται, οὐσιώνεται, μὲ συνέπεια νὰ ἔχει ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση. Ἡ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση τῆς ὕλης ἔγινε μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ («ἐποίησεν») καὶ παραμένει ὡς τὸ ἀρχικὸ ἀδιαμόρφωτο στοιχεῖο τῆς κτίσεως. Σὲ αὐτὸ τὸ στάδιο τῆς δημιουργίας ἡ γῆ, ἂν καὶ ἔχει δημιουργηθεῖ, δὲν ἔχει ἐμφανισθεῖ: «ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος». Αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὸ εἶναι τὸ σκότος πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα. Στὸ χωροχρονικὸ αὐτὸ πλαίσιο μπορεῖ κανείς νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι τὰ πάντα εἶναι βυθισμένα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, στὰ ὕδατα. Ταυτόχρονα, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιφέρεται πάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα. Ἐνῶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς κτιστῆς σκοτεινῆς καὶ ἀκατέργαστης κτιστῆς δημιουργίας, παρουσιάζεται ὡστόσο νὰ παρευρίσκεται πλησίον, «ἐπάνω» αὐτῆς13. Ἔχοντας περάσει ἀπὸ τὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση τῆς ὑλικῆς κτίσεως στὴν παρουσίαση τῆς ὕπαρξής της, ὁ συγγραφέας τῆς Γενέσεως συνδέει ἄμεσα τὴν ὕπαρξη τῆς ὑλικῆς κτιστῆς δημιουργίας (κτιστό) μὲ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ἄκτιστο). Γιὰ τὸν Συμεών, κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὡς ἄυλο φῶς, δὲν διαχωρίζεται ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ κόσμο τοπικά, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴ δόξα καὶ τὴ θεότητά του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀχώριστος ἀπὸ τὰ πάντα καὶ πανταχοῦ παρών14.

Χρησιμοποιῶντας ἐπίσης ὡς ἀνάλογο τὸν ἄνθρωπο καὶ συγκεκριμένα τὸν ἔναρθρο λόγο (εἶπεν), ὁ συγγραφέας τῆς Γενέσεως παρουσιάζει στὴ συνέχεια τὸν Θεὸ νὰ δημιουργεῖ τὸ φῶς: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς»15. Ὀ Θεὸς δημιουργεῖ δηλαδὴ μὲ τὸν λόγο Του τὴν οὐσία τοῦ φωτός, οὐσιώνει τὸ φῶς καὶ τὸ φέρνει στὴν ὕπαρξη. Ἡ δημιουργικὴ βούληση καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, κατ’ ἀναλογία τοῦ ἔναρθρου λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα Του, ἐκφράζεται ἀχρόνως ἀπὸ τὸν ἄχρονο Θεὸ καὶ οὐσιώνει τὸ φῶς ὡς ὑπαρκτὸ ὂν μέσα στὸν χωροχρονικὸ κτιστὸ κόσμο. Ὁ ἀχρόνως ἐκφερόμενος αὐτὸς λόγος ἐκφράζει τὴν ἀίδια καὶ αἰώνια βούλησή Του («γενηθήτω φῶς») μέσα στὸν χωροχρονικὰ πεπερασμένο κτιστὸ κόσμο.

Ἡ σύνδεση, ποὺ παρουσιάζει ὁ συγγραφέας τῆς Γενέσεως, τῆς οὐσίας τοῦ κάθε ἔνυλου καὶ μὴ ἔμβιου ὄντος (τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς, τοῦ φωτός), μὲ τὴν ἄχρονη καὶ ἀίδια δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται εἴτε ὡς ποίηση εἴτε ὡς γένηση (ἐκ τοῦ γίγνομαι) μὲ τὴν ἐκφορὰ τοῦ λόγου Του, ὑπερβαίνει κάθε φιλοσοφικὴ κατανόηση τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἀποδεχθοῦμε ὡς ἰσχύουσες τὶς παρακάτω συνέπειες:

Πρῶτον, ἡ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς αἴτιο (ἐποίησεν, εἶπεν), δημιουργώντας τὰ κτιστὰ ὑλικὰ στοιχεῖα καὶ τὸν χωροχρονικὸ ὁρίζοντα τῆς κτίσεως, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπόκειται στὰ χωροχρονικὰ χαρακτηριστικά τους. Ἡ ἄχρονη ποιητικὴ ἐνέργεια καὶ ἐκφορὰ τοῦ δημιουργικοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι ἐκτὸς τῆς κτιστῆς δημιουργίας, ὑπάρχει ἀσυγχύτως αὐτῆς στερεώνοντας καὶ δυναμώνοντας κάθε κτιστὸ ὄν, γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει χρονικὴ ἀρχὴ καὶ χρονικὸ τέλος. Ἡ βούληση δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως μὲ τὴν κτίση16. Ἡ ἐκφορά, γιὰ παράδειγμα, τοῦ λόγου «γενηθήτω φῶς» ἀπὸ τὸν ἄχρονο Θεὸ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο, ἐκφράζει τὴ βούλησή Του γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ φωτὸς καὶ θὰ ἐκφέρεται ἀχρόνως, ὅσο ἡ βούληση αὐτὴ δὲν ἀλλάζει. Τὸ φῶς ὡς κτιστὴ οὐσία ὑπάρχει, γιατὶ ἐκφέρεται ἀχρόνως ὁ λόγος τῆς δημιουργίας του.

Δεύτερον, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καὶ τὸ φῶς δὲν προϋπῆρχαν. Μετὰ ἀπὸ τὴν οὐσίωσή τους ὑπάρχουν μέσα στὴν κτιστὴ δημιουργία. Ἡ δυνατότητα ἐπιστροφῆς τους στὸ τίποτε, στὴν ἀνυπαρξία, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ καθορίζει, ποὺ προσδιορίζει τὴν ὕπαρξη ἐξ οὐκ ὄντων ἑνὸς ὄντος μέσα στὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο, εἶναι ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκφέρεται ἀχρόνως ἐκτὸς τοῦ χωροχρονικοῦ πλαισίου καὶ συνάμα ὑπάρχει ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως μὲ τὴν κτίση. Καθετὶ ὑπάρχει συνδεδεμένο –σὲ σχέση– μὲ τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Τὰ κτιστὰ ἄβια ὄντα συνεπῶς ὑπάρχουν στὸ εἶναι λόγῳ τῆς ἄχρονης δημιουργικῆς θέλησης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὑπόκεινται ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ στὴ δυνατότητα ἀλλαγῆς τῆς θείας βούλησης καὶ στὴν ἀποουσίωσή τους, στὴν ἐπάνοδό τους στὴν ἀνυπαρξία, στὸ nihilo, στὸ τίποτε. Ἔτσι, τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα καὶ τὸ φῶς ὡς οὐσίες συνδέονται ἀδιαιρέτως καὶ ἀσυγχύτως μὲ τὴν ἄχρονη καὶ ἀίδια ἔκφραση τῆς βούλησης τοῦ Θεοῦ («ἐποίησεν», «γενηθήτω φῶς»). Ἡ ὕπαρξή τους μέσα στὴν κτίση, ὡς ὄντων δηλαδή, δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς φυσικές τους ἰδιότητες ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀχρόνως καὶ ἀιδίως ἐκφραζόμενη βούληση τοῦ Θεοῦ.

Τρίτον, τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα καὶ τὸ φῶς, ἐνῶ ἔχουν προσδιορίσιμη χρονικὴ ἀρχὴ λόγῳ τῆς ἐμφάνισής τους ὡς κτιστῶν οὐσιῶν ἐξ οὐκ ὄντων μέσα στὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο κατὰ τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν προσδιορίσιμο χρονικὸ τέλος, χρονικὸ σημεῖο ἐξαφάνισης, ἐπιστροφῆς στὸ nihilo, στὸ μηδέν, γιατὶ τὸ τέλος τους ἢ ἡ ἀνυπαρξία τους ταυτίζεται μὲ τὸ τέλος ὅλης τῆς κτιστῆς δημιουργίας καὶ προϋποθέτει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἄχρονης βούλησης τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ δημιούργησε. Τὸ φῶς, γιὰ παράδειγμα, θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ὡς κτιστὸ ὄν, ὡς κτιστὴ οὐσία, μόνο ἂν καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τὸ θελήσει. Δὲν συμπεριλαμβάνεται στὴν οὐσία τοῦ φωτὸς καὶ κάθε ἄβιου κτιστοῦ ὄντος οὔτε μία ἐγγενής, φυσικὴ κίνηση πρὸς τὴν ὕπαρξη, ἐφ’ ὅσον δημιουργήθηκε ἐξ οὐκ ὄντων ἀπὸ τὸν Θεό, οὔτε μία ἐγγενὴς κίνηση πρὸς διατήρησή του στὴν ὕπαρξη, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει μέσα στὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο ὡς διαρκὲς ἀποτέλεσμα τῆς ἄχρονης βούλησης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οὔτε καὶ μία ἐγγενὴς κίνηση πρὸς τὴν ἀνυπαρξία17, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνυπαρξία του ὡς δυνατότητα συνδέεται μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἄχρονης θέλησης τοῦ Θεοῦ. Οἱ οὐσίες τῶν ὑλικῶν στοιχείων καὶ τοῦ φωτὸς συγκρατοῦνται στὴν ὕπαρξη λόγῳ τῆς ἄχρονης ἐκφορᾶς τῆς βούλησης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιστρέψει τὴν οὐσίωση κάθε ὑλικοῦ στοιχείου ἢ τοῦ φωτὸς καὶ νὰ τὰ ὁδηγήσει στὴν ἀνυπαρξία, στὸ μὴ εἶναι, στὸ nihilo, στὸ τίποτε, ἀντιστρέφοντας τὴ βούλησή Του.

Μὲ βάση αὐτὴν τὴν ἀνάγνωση τῶν πρώτων στίχων τῆς Γενέσεως γίνεται κατανοητὸ πὼς γιὰ τὰ κτιστὰ ἄβια ὄντα ἡ ὕπαρξή τους ὑπόκειται διαρκῶς στὴ δυνατότητα ἐπιστροφῆς στὴν ἀνυπαρξία, ὄχι λόγῳ μιᾶς φυσικῆς ἰδιότητάς τους, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἀπόλυτης ἐξάρτησής τους ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ.

(συνεχίζεται)

Σημειώσεις
1. Προκοπίου Γαζαίου, Ὑπομνήματα εἰς τὸ Δευτερονόμιον, 32, 6, PG 87, 956D. 
2. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ι, 2, 4, PG 20, 56Α: ὁ Μωυσῆς «τὴν τοῦ παντὸς οὐσίωσίν τε καὶ διακόσμησιν ἀπογράφων». 
3. Κατὰ τὴ δημιουργία ὄντων μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης ὑφίσταται ὡς ἀρχὴ καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση μὲ εἰδικώτερο νόημα. Κάθε ὂν ποὺ ἀποκτᾶ οὐσία ἔρχεται στὸ εἶναι ἐκ τοῦ μηδενός, γιατὶ δὲν προϋπῆρχε τῆς οὐσίωσής του. Κάθε κτιστὸ ὂν ἔχει ἔτσι ἀρχὴ μέσα στὴν κτίση, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν ἡ οὐσίωσή του ἔγινε πρωτογενῶς μὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς οὐσίωση ἢ δευτερογενῶς μὲ τὴ διαδικασία τῆς μεταποίησης. 
4. Στὰ ὄντα ποὺ ἔχουν ἀρχὴ οὐσίωσης, σύμφωνα μὲ τὶς σύγχρονες γνώσεις μας, ἐντάσσονται τὰ στοιχεῖα τοῦ Περιοδικοῦ Πίνακα τῶν Στοιχείων (π.χ. ὑδρογόνο, ὀξυγόνο, σίδηρος) ἢ τὰ ὑποατομικὰ σωματίδια.
5. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰω. Ζηζιούλα, ἡ ἔννοια τοῦ μηδενὸς ὡς ὀντολογικὰ ἀπόλυτου σημαίνει ὅτι δὲν ἔχει κανένα ὀντολογικὸ περιεχόμενο, βλ. Ἰω. Ζηζιούλας, «Χριστολογία καὶ Ὕπαρξη: Ἡ διαλεκτικὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου καὶ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος», Σύναξη, τ. 2 (1982), σσ. 9-20, ἐδῶ σ. 19. 
6. Διδύμου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις εἰς Ψαλμούς, 117, 14, PG 39, 1560C: « -“Γινόμενος εἰς σωτηρίαν” ὁ Κύριος, οὐκ ἀρχὴν οὐσιώσεως δέχεται, ἀΐδιος γὰρ καὶ αἰώνιός ἐστι». 
7. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Θεολογικὸς 1, 168-170, SC 122, σ. 108
8. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἀπολογητικά, 4, 1, PG 22, 252C. 
9. Πρβλ. καὶ Ἐπισκόπου Ἀχελώου Εὐθυμίου (Κ. Στυλιοῦ), Ἄνθρωπος: ἄρσεν καὶ θῆλυ. Μελέτη Χριστιανικῆς Ἀνθρωπολογίας, Ἀθήνα 1990, σσ. 51 κ.ἑ. 
10. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Θεολογικὸς 1, 83, SC 122, σ. 102. Πρβλ. καὶ ὅ.π., 27, σ. 98. 
11. Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Ὕμνος 51, 70-74, SC 196, σ. 190: «Πῶς ὅλως ἔσται σύγκρισις σκιᾶς καὶ ἀληθείας, / ἢ πνεύματος λειτουργικοῦ καὶ δουλικοῦ, εἰπέ μοι, / πρὸς πνεῦμα τὸ δεσποτικὸν καὶ παντουργὸν καὶ θεῖον, / τὸ στερεοῦν καὶ δυναμοῦν πᾶσαν κτιστὴν οὐσίαν;».
12. Γεν. 1, 1-2.
13. Ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους στίχους τῆς Γενέσεως ἐμφανίζεται ἡ διαλεκτικὴ σχέση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, μὲ τὴν ἀδιαίρετη καὶ ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κτίση. Γιὰ τὴ διαλεκτικὴ σχέση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου βλ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, «Χριστολογία καὶ Ὕπαρξη…», ὅ.π., σσ. 9-20. 
14. Ἀν. Καρατζᾶς, Ἡ σχέση ψυχῆς καὶ σώματος στὴν περὶ σωτηρίας διδασκαλία Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Διδακτορικὴ Διατριβή, Θεολογικὴ Σχολὴ ΕΚΠΑ, Αθήνα 2020, σ. 42 κ.ἐ. 
15. Γεν. 1, 3.
16. Πρβλ. τὴ διδασκαλία τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιὰ τοὺς λόγους τῶν ὄντων, οἱ ὁποῖοι ταυτίζονται μὲ τὰ ἀίδια θελήματα τοῦ Θεοῦ στό: πρεσβ. Νικολάου Λουδοβίκου, Ἡ εὐχαριστιακὴ ὀντολογία στὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ, Διδακτορικὴ διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1989.
17. Ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς ἐγγενοῦς φυσικῆς κίνησης τῶν ὄντων πρὸς τὴν ἀνυπαρξία, στὸ τίποτε, στὸ μηδέν, θὰ ἀντιστρατευόταν τὴ θεία δημιουργικὴ βούληση θέτοντας τὴν κτιστὴ φύση τῶν ὄντων ὑπεράνω τῆς ἄκτιστης δημιουργικῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἀκύρωνε τὸ λίαν καλὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον θὰ παρουσίαζε τὸν Θεὸ ὡς δημιουργὸ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀπώλειας, τῆς καταστροφῆς.


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αμέθυστε, η διατριβή του συγκεκριμένου συγγραφέα για την σχέση ψυχής και σώματος κατά την διδασκαλία του αγίου Συμεώνος γνωρίζεις αν είναι καλή;

amethystos είπε...

Είναι λίγο κουραστική αλλά χρήσιμη στήν καίρια χρήση πού εφαρμόζει τής διαφοράς κτιστού καί ακτίστου.Μπορούμε νά ωφεληθούμε πέρα από τήν πρόθεση τών μεταπατερικών.

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστώ!