Τρίτη 2 Μαΐου 2023

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (1)

                                                           ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

Εἰσαγωγή - Περίληψη

Ὁ λόγος αὐτὸς γράφτηκε τὸ φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπισκέφθηκε τὴν ἀδελφή του Ὁσία Μακρίνα στὸν Πόντο, γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ γιὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ τους Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ Μακρίνα ἦταν ἄρρωστη, λίγο πρὶν τὸ τέλος της, ἀλλὰ εἶχε μαζί του ἕναν ἐνδιαφέροντα διάλογο ποὺ ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ γραφτεῖ ὁ παρὼν λόγος. Τὰ κυριώτερα σημεῖα του εἶναι τὰ ἑξῆς:

Ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα· ὅταν τὸ σῶμα ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή, τότε ἀποσυντίθεται στὰ στοιχεῖα ποὺ πρὶν τὸ ἀποτελοῦσαν. Καθένα στοιχεῖο τοῦ σώματος ἐπιστρέφει στὸ φυσικό του στοιχεῖο, ἔτσι ὥστε κανένα ἐπιμέρους στοιχεῖο δὲν καταστρέφεται πλήρως ἢ δὲν ἐπιστρέφει στὴν ἀνυπαρξία, καὶ τὸ σῶμα παραμένει μέσα στὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κόσμου (στὸ νερό, τὸν ἀέρα, τὸ χῶμα καὶ τὸ πῦρ). Αὐτὸ εἶναι ἡ φθορά, δηλαδὴ ἀποσύνθεση καὶ ὄχι καταστροφὴ ἢ μετάπτωση σὲ κατάσταση ἀνυπαρξίας.

Ἡ ψυχὴ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀποσύνθεση, γιατὶ εἶναι ἁπλὴ καὶ ἀσύνθετη καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ διασπαστεῖ. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη καὶ ἐκτείνεται στὴν αἰωνιότητα. Τὸ μόνο ποὺ ἀλλάζει σ᾿ αὐτὴν κατὰ τὸ θάνατο εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεώς της. Ἀκόμη καὶ τότε ἡ σχέση της μὲ τὸ φθειρόμενο σῶμα δὲν διακόπτεται, καὶ ἡ ψυχὴ θὰ μπορέσει νὰ βρεῖ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ λόγω τῆς γνωστικῆς της δυνάμεως. Οὔτε ὁ χῶρος (ἀπόσταση) οὔτε ὁ χρόνος ἐμποδίζει τὴν ψυχὴ νὰ βρεῖ τὰ στοιχεῖα τοῦ σώματος κατὰ τὴν ἀνάσταση.

Αὐτὸ ποὺ περιμένει τοὺς ἀνθρώπους μετὰ θάνατον εἶναι ἡ κάθαρση, ἡ ἀνανέωση καὶ ἀποκατάσταση τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀνάσταση ὅλων. Ὁ Δημιουργὸς δὲν θέλει νὰ μείνουμε ἁπλὰ ἔμβρυα. Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς φύσεώς μας δὲν εἶναι ἡ κατάσταση τῆς νηπιακῆς ἡλικίας οὔτε οἱ ἑπόμενες ἡλικίες οὔτε ἀκόμη ἡ καταστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ ἔρχεται μὲ τὸ θάνατο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι μέρος τῆς ὁδοῦ ποὺ διανύουμε. Τὸ ἔσχατο τέρμα αὐτῆς τῆς κινήσεως εἶναι ἡ ἀποκατάστασή μας στὴν ἀρχέγονη κατάστασή μας. Ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ἀνάσταση θὰ ἐπιστρέψει στὸ σῶμα. Οἱ δίκαιες ψυχὲς θὰ δοξασθοῦν, ἀλλὰ οἱ ἁμαρτωλὲς θὰ τιμωρηθοῦν. Ἡ καθαρὴ ψυχὴ θ᾿ ἀπολαύσει τὴ θέα τοῦ Θεοῦ.

Στὴν ἐποχή μας ἀξίζει νὰ μελετηθεῖ ἰδιαίτερα ὁ λόγος, διότι θέτει τὸ θέμα τοῦ θανάτου, τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἡ ὅλη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη σὲ πρακτικὰ συμπεράσματα, ποὺ ἔχουν ἀντίκτυπο στὴν προσαρμογὴ τῆς καθημερινῆς του ζωῆς στὴν προοπτική της αἰώνιας ζωῆς, δηλαδὴ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως 

1. Όταν ο μεγάλος μεταξύ των Αγίων Βασίλειος έφυγε από την παρούσα ζωή προς το Θεό, αποτέλεσε ο θάνατός του την αφορμή για γενικό πένθος στις Εκκλησίες. Ζούσε τότε ακόμη η αδελφή και δασκάλα μου (Μακρίνα) και πήγα κοντά της για να μετάσχω μαζί της στη συμφορά του θανάτου του αδελφού μας. Η ψυχή μου ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή πονούσε γι’ αυτή τη μεγάλη απώλεια· ζητούσα κάποιον που θα έχυνε δάκρυα μαζί μου και θα σήκωνε το ίδιο βάρος της θλίψεως. Μόλις συναντηθήκαμε, η παρουσία της δασκάλας μου αναζωπύρωσε τη θλίψη μου· διότι ήδη και εκείνη υπέφερε από θανατηφόρα ασθένεια.

Εκείνη τότε, αφού υποχώρησε, μιμούμενη τους δασκάλους της ιππικής τέχνης, και παραδόθηκε μαζί μου στο πάθος της θλίψεως, στη συνέχεια προσπάθησε με το λόγο της να με σταματήσει· σαν χαλινάρι χρησιμοποίησε τη σκέψη της, για να ηρεμήσει την ταραγμένη ψυχή μου. Ανέφερε το λόγο του Αποστόλου, ότι δεν πρέπει να λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους· διότι αυτό το πάθος (της λύπης) χαρακτηρίζει μόνον όσους δεν έχουν ελπίδα (στον Κύριο).

2. ΓΡΗΓ. Εγώ τότε, επειδή η θλίψη πλάκωνε την καρδιά μου, είπα: «Πώς είναι δυνατόν να το πετύχουν αυτό (να μην λυπούνται) οι άνθρωποι, αφού όλοι αισθάνονται φυσική απέχθεια προς το θάνατο; Και δεν μπορούν ν’ αντέξουν εύκολα στη θέα αυτών που είναι ετοιμοθάνατοι· αλλά, και όσοι συμβαίνει να τους πλησιάζει ο θάνατος, τον αποφεύγουν όσο μπορούν. Ακόμη και οι ισχύοντες νόμοι θεωρούν το θάνατο ως τη μεγαλύτερη αδικία και την έσχατη τιμωρία. Με ποιό τρόπο, λοιπόν, όταν έλθει ο θάνατος, θα θεωρήσουμε την αναχώρηση από την παρούσα ζωή ως ένα τίποτε, έστω και για ένα ξένο πρόσωπο; Και πολύ περισσότερο για συγγενικό μας πρόσωπο;

Και συνέχισα: «Παρατηρούμε άλλωστε ότι όλος ο ανθρώπινος μόχθος αποβλέπει σ᾿ αυτό, πώς δηλαδή θα διατηρηθούμε στη ζωή. Γι᾿ αυτό το λόγο έχουμε επινοήσει και τα σπίτια για διαμονή, για να μην καταπονείται το σώμα είτε από την ψύχρα είτε από τη ζέστη.

Η γεωργία τί άλλο είναι παρά η μέριμνα για τη ζωή; Και η φροντίδα πάλι για τη ζωή γίνεται σίγουρα από φόβο για το θάνατο. Εξάλλου, για ποιό λόγο εκτιμούν οι άνθρωποι την ιατρική επιστήμη; Δεν είναι επειδή καταπολεμεί με τις μεθόδους της το θάνατο;

Και για ποιό λόγο χρησιμοποιούμε τους θώρακες, τους θυρεούς, τις κνημίδες, τα κράνη και τα αμυντικά όπλα; Για ποιό λόγο γίνονται τα τείχη γύρω από τις πόλεις, οι σιδερόφρακτες πόρτες, οι ασφαλείς τάφροι και τα παρόμοια; Για τί άλλο γίνονται, αν όχι για το φόβο του θανάτου; Έτσι, λοιπόν, ενώ είναι από τη φύση του φοβερός ο θάνατος, πώς είναι εύκολο να μας πείσει εκείνος που μας προτρέπει να μη λυπούνται οι επιζώντες για τους πεθαμένους;».

3. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα απάντησε: «Γιατί σου φαίνεται ιδιαίτερα λυπηρό αυτό καθ᾿ αυτό το γεγονός του θανάτου; Διότι δεν μπορεί η συνήθεια των χαμηλής νοημοσύνης ανθρώπων ν᾿ αποτελεί κριτήριο για τη στάση απέναντι στο θάνατο».

ΓΡΗΓ. Και εγώ είπα προς αυτήν: «Πώς δεν είναι άξιο λύπης, όταν βλέπουμε αυτόν που προηγουμένως ήταν ζωντανός και μιλούσε, να μένει ξαφνικά χωρίς πνοή, άφωνος και ακίνητος; Να σταματούν οι φυσικές του αισθήσεις; Να μην ενεργεί ούτε η όραση ούτε η ακοή ούτε τίποτε άλλο απ᾿ αυτά που αντιλαμβάνονται τα αισθητήρια;

Κι αν αγγίξεις το σώμα του με φωτιά ή με σίδερο ή αν το κόψεις με το ξίφος ή το ρίξεις σε σαρκοφάγα θηρία, ακόμη κι αν το παραχώσεις στο χώμα, απέναντι σ᾿ όλα αυτά ο νεκρός αντιδρά το ίδιο (μένει αναίσθητος).

Όταν, λοιπόν, παρουσιάζεται σ’ αυτά τέτοια αλλαγή, και το αίτιο της ζωής –ο,τιδήποτε είναι αυτό– φτάσει απότομα στην αφάνεια και την εξαφάνιση, όπως συμβαίνει με σβησμένο λυχνάρι που η φλόγα του, που άναβε πριν, τώρα ούτε στο φυτίλι δεν διατηρείται ούτε αλλού βρίσκεται, αλλά παντελώς χάνεται, πώς είναι δυνατόν μια τέτοια μεταβολή να μην προκαλέσει καθόλου λύπη σε κανέναν, που δεν έχει προφανώς και που να στηριχθεί;

Διότι ακούσαμε να βγαίνει η ψυχή από το σώμα και βλέπουμε να μένει το πτώμα· δεν γνωρίζουμε αυτό που έφυγε, ούτε τί ήταν στη φύση του ούτε πού πήγε. Και κανένα από τα στοιχεία του κόσμου μας –ούτε η γη ούτε ο αέρας ούτε το νερό– δείχνει να δέχτηκε μέσα του τη δύναμη που έφυγε από το σώμα· αυτήν, που με την έξοδό της άφησε νεκρό το υπόλοιπο μέρος του ανθρώπου (το σώμα) και έτοιμο να διαλυθεί».

Ενώ έλεγα αυτά, η δασκάλα κούνησε το χέρι της και μου είπε:

4
. ΜΑΚΡ. «Μήπως σε τρομάζει και κυριαρχεί στη σκέψη σου ένας τέτοιος φόβος, ότι η ψυχή δεν ζει αιώνια, αλλά διαλύεται μαζί με το σώμα;».

ΓΡΗΓ. Εγώ τότε, επειδή ο λογισμός ήταν βυθισμένος στο πάθος της θλίψεως, απάντησα με κάποια θρασύτητα, χωρίς να σκεφτώ τι λέω. Είπα ότι οι θείες φωνές μοιάζουν σαν διαταγές που μας αναγκάζουν να πιστέψουμε ότι η ψυχή ζει πάντοτε· σ’ αυτή την πίστη όμως δεν καταλήξαμε με τη λογική. Αντίθετα, φαίνεται ότι ο νους δέχεται την άποψη αυτή από μέσα του, επειδή φοβάται σαν δούλος· δεν συγκατατίθεται στα λεγόμενα με τη θέλησή του. Γι’ αυτό το λόγο και η λύπη μας για τους νεκρούς γίνεται πιο βαρειά, επειδή δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, εάν εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη αυτή η αιτία της ζωής (η ψυχή), και πού είναι, και πώς είναι· ούτε πάλι, αν δεν υπάρχει πουθενά καθόλου. Η αβεβαιότητα αυτή για την πραγματική κατάσταση εξισώνει τις αντιλήψεις για την κάθε άποψη (αν υπάρχει ή δεν υπάρχει η ψυχή). Άλλοι πιστεύουν τη μία άποψη κι άλλοι την άλλη. Και μερικοί Έλληνες, που έχουν μεγάλη φήμη στη φιλοσοφία, είναι που τα σκέφτηκαν και εξέφρασαν άποψη γι’ αυτά.

5. ΜΑΚΡ. «Άφησε, μου είπε, τις ανοησίες των εχθρών (ειδωλολατρών), με τις οποίες πολύ πιθανά ο εφευρέτης του ψεύδους (διάβολος) επινοεί τις απατηλές φιλοσοφίες, για να προσβάλλει την αλήθεια. Συ πρόσεξε το εξής, ότι μια τέτοια άποψη για την ψυχή δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά απομάκρυνση από την αρετή και προσκόλληση στην ηδονή του παρόντος· σημαίνει απόρριψη της ελπίδας για την αιώνια ζωή, στην οποία κυριαρχεί μόνον η αρετή».

ΓΡΗΓ. «Και πώς, απάντησα, θα έχουμε σταθερή και αμετάβλητη πίστη ότι η ψυχή παραμένει και μετά το θάνατο; Διότι αντιλαμβάνομαι κι εγώ ο ίδιος ότι, εάν δεν κυριαρχήσει μέσα μας χωρίς αμφιβολία η πίστη γι’ αυτό (αιωνιότητα ψυχής), τότε ο βίος των ανθρώπων χάνει το καλύτερό του στη ζωή, την αρετή. Διότι, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει αρετή εκεί που η ύπαρξη περιορίζεται μόνον στην παρούσα ζωή, και μετά απ’ αυτήν δεν ελπίζουμε σε τίποτε;».

Πηγή

Αρχαίο κείμενο

1. Ἐπειδὴ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου πρὸς Θεὸν μετέστη ὁ πολὺς ἐν ἁγίοις Βασίλειος, καὶ κοινὴ πένθους ἀφορμὴ ταῖς Ἐκκλησίαις ἐγένετο, περιῆν δὲ ἔτι τῷ βίῳ ἡ ἀδελφὴ καὶ διδάσκαλος, ἐγὼ μὲν ᾔειν κατὰ σπουδὴν κοινωνήσων ἐκείνῃ τῆς ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ συμφορᾶς. Καί μοι περιώδυνος ἦν ἡ ψυχὴ, πρὸς τοιαύτην ζημίαν ὑπεραλγοῦσα, καί τινα τῶν δακρύων κοινωνὸν ἐπεζήτουν τὸν ἶσον ἔχοντά μοι τῆς λύπης ἄχθος. Ὡς δὲ ἐν ὀφθαλμοῖς ἦμεν ἀλλήλων, ἐμοὶ μὲν ἀνεκίνει τὸ πάθος προφανεῖσα τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡ διδάσκαλος· καὶ γὰρ ἤδη καὶ αὐτὴ τῇ πρὸς θάνατον ἀῤῥωστίᾳ συνείχετο.

Ἡ δὲ κατὰ τοὺς τῆς ἱππικῆς ἐπιστήμονας ἐνδοῦσά μοι πρὸς ὀλίγον παρενεχθῆναι τῇ ῥύμῃ τοῦ πάθους, ἀναστομοῦν ἐπεχείρει μετὰ ταῦτα τῷ λόγῳ, καθάπερ χαλινῷ τινι τῷ ἰδίῳ λογισμῷ τὸ ἀτακτοῦν τῆς ψυχῆς ἀπευθύνουσα, καὶ ἦν αὐτῇ τὸ ἀποστολικὸν λόγιον προφερόμενον, τὸ μὴ δεῖν ἐπὶ τῶν κεκοιμημένων λυπεῖσθαι· μόνων γὰρ τοῦτο τῶν οὐκ ἐχόντων ἐλπίδα τὸ πάθος εἶναι.

2. ΓΡΗΓ. Κἀγὼ περιζεούσης ἔτι μοι τῆς καρδίας τῇ λύπῃ, «Πῶς ἔστιν, εἶπον, ἐν ἀνθρώποις τοῦτο κατορθωθῆναι, οὕτως ἐν ἑκάστῳ φυσικοῦ τινος πρὸς τὸν θάνατον τῆς διαβολῆς ὑπαρχούσης, καὶ οὔτε τῶν ὁρώντων τοὺς ἀποθνήσκοντας εὐκόλως καταδεχομένων τὴν θέαν, οἷς τε ἂν προσίῃ ὁ θάνατος ἀποφευγόντων ἐφ᾿ ὅσον οἷόν τε; Ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπικρατούντων νόμον ἔσχατον ἐν ἀδικίαις καὶ ἔσχατον ἐν τιμωρίαις τοῦτο κρινόντων, τίς μηχανὴ τὸ μηδὲν ἡγεῖσθαι τὴν τοῦ ζῆν ἀναχώρησιν, καὶ ἐπὶ τῶν ἔξω τινὸς μὴ ὅτι γε τῶν ἐπιτηδείων, ὅταν τοῦ βίου λήγωσιν;

Ὁρῶμεν δὲ, εἶπον, καὶ πᾶσαν τὴν ἀνθρωπίνην σπουδὴν πρὸς τοῦτο βλέπουσαν, ὅπως ἂν ἐν τῷ ζῆν διαμένοιμεν. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ οἶκοι πρὸς διαγωγὴν ἡμῖν ἐπινενόηνται, ὡς ἂν μὴ τῷ περιέχοντι διὰ ψύξεως ἢ θερμότητος καταπονοῖτο τὰ σώματα.

Γεωπονία δὲ τί ἄλλο καὶ οὐχὶ τοῦ ζῆν ἐστι παρασκευή; Ἡ δὲ τῆς ζωῆς φροντὶς πάντως διὰ τὸν τοῦ θανάτου φόβον γίνεται. Ἡ δὲ ἰατρικὴ πόθεν τιμία τοῖς ἀνθρώποις ἐστίν; Οὐκ ἐπειδὴ μάχεσθαί πως διὰ τῆς τέχνης δοκεῖ πρὸς τὸν θάνατον;

Θώρακες δὲ, καὶ θυρεοὶ, καὶ κνημῖδες, καὶ κράνη, καὶ τὰ ἀμυντήρια τῶν ὅπλων, καὶ αἱ τῶν τειχῶν περιβολαὶ καὶ σιδηρόδετοι πύλαι, καὶ ἡ τῶν τάφρων ἀσφάλεια καὶ τὰ τοιαῦτα, τί ἄλλο πλὴν διὰ τὸν τοῦ θανάτου γίνεται φόβον; Οὕτως οὖν ὄντος φοβεροῦ φυσικῶς τοῦ θανάτου, πῶς ἔστι ῥᾳδίως πεισθῆναι τῷ κελεύοντι ἄλυπον διαμένειν ἐπὶ τοῦ κατοιχομένου τὸν περιόντα;».

3. ΜΑΚΡ. «Τί δὲ, φησὶν ἡ διδάσκαλος, τί σοι μάλιστα λυπηρὸν αὐτὸ ἐφ᾿ἑαυτοῦ, τὸ τοῦ θανάτου δοκεῖ; οὐ γὰρ ἱκανὸν εἰς διαβολὴν ἡ τῶν ἀλογωτέρων συνήθεια».

ΓΡΗΓ. «Τί μὲν οὖν οὐκ ἔστι λύπης ἄξιον, πρὸς αὐτὴν εἶπον ἐγώ, ὅταν βλέπωμεν τὸν τέως ζῶντά τε καὶ φθεγγόμενον, ἄπνουν καὶ ἄναυδον καὶ ἀκίνητον ἀθρόως γενόμενον, καὶ πάντα αὐτῶν σβεσθέντα τὰ φυσικὰ αἰσθητήρια, οὐκ ὄψεως, οὐκ ἀκοῆς ἐνεργούσης, οὐκ ἄλλου τινὸς ὧν ἡ αἴσθησις τὴν ἀντίληψιν ἔχει;

Ὧ κἂν πῦρ προσενέγκῃς, κἂν σίδηρον, κἂν ἀνατέμῃς διὰ ξίφους τὸ σῶμα, κἂν τοῖς σαρκοβόροις προθῇς, κἂν ἐγκρύψῃς χώματι, πρὸς ἅπαντα ὁμοίως ὁ κείμενος ἔχει.

Ὅταν οὖν ἐν τούτοις βλέπηται ἡ μεταβολὴ, τὸ δὲ ζωτικὸν ἐκεῖνο αἴτιον, ὅ τί ποτε ἦν, ἀφανές τε καὶ ἄδηλον ἀθρόως γένηται, καθάπερ ἐπὶ λύχνου σβεσθέντος τῆς τέως ἐξαπτομένης ἐφ᾿ ἑαυτοῦ φλογὸς οὔτε ἐπὶ τῆς θρυαλλίδος μενούσης, οὔτε ἑτέρωθί που μεθισταμένης, ἀλλ᾿ εἰς ἀφανισμὸν παντελῆ μεταχωρούσης, πῶς ἂν γένοιτο τὴν τοσαύτην μεταβολὴν ἐνεγκεῖν ἀλύπως μηδενὶ, προδήλως ἐπερειδόμενον;

Ἔξοδον γὰρ ψυχῆς ἀκούσαντες, τὸ μὲν ὑπολειφθὲν ὁρῶμεν, τὸ δὲ χωρισθὲν ἀγνοοῦμεν, αὐτό τε ὅ τί ποτε κατὰ τὴν φύσιν ἐστὶ, καὶ εἰς ὅ τι μετακεχώρηκεν, οὐ γῆς, οὐκ ἀέρος, οὐχ ὕδατος, οὐκ ἄλλου τινὸς τῶν στοιχείων ἐν ἑαυτῷ δεικνύντος ἐκείνην τὴν δύναμιν τὴν τοῦ σώματος ἐκχωρήσασαν· ἧς ὑπεξελθούσης νεκρόν ἐστι τὸ ὑπολειφθὲν καὶ πρὸς διαφθορὰν ἤδη ἐκκείμενον».

Ταῦτα δέ μου διεξιόντος μεταξὺ κατασείσασα τῇ χειρὶ ἡ διδάσκαλος.

4. ΜΑΚΡ. «Μή τίς σε τοιοῦτος, φησὶ, φόβος ὑποταράσσει καὶ συνέχει τὴν διάνοιαν, ὡς οὐ διαμενούσης εἰς ἀεὶ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ συγκαταληγούσης τῇ διαλύσει τοῦ σώματος;».

ΓΡΗΓ. Ἐγὼ δὲ καὶ γὰρ οὔπω τοῦ πάθους τὸν λογισμὸν ἀνεδεξάμην θρασύτερόν πως ἀπεκρινάμην, οὐ πάνυ περισκεψάμενος τὸ λεγόμενον. Εἶπον γὰρ ἐπιτάγμασιν ἐοικέναι τὰς θείας φωνάς, δι᾿ ὧν τὸ μὲν δεῖν πεπεῖσθαι τὴν ψυχὴν εἰσαεὶ διαμένειν ἀναγκαζόμεθα, οὐ μὴν λόγῳ τινὶ τῷ τοιούτῳ προσήχθημεν δόγματι. Ἀλλ᾿ ἔοικεν ἡμῖν δουλικῶς ἔνδοθεν ὁ νοῦς φόβῳ τὸ κελευόμενον δέχεσθαι, οὐχ ἑκουσίᾳ τινὶ ὁρμῇ τοῖς λεγομένοις συντίθεσθαι. Ὅθεν καὶ βαρύτεραι ἡμῖν ἐπὶ τῶν κατοιχουμένων αἱ λύπαι γίνονται οὐκ ἀκριβῶς ἐπισταμένων ἡμῶν, εἴτ᾿ ἔτι ἐστὶ καθ᾿ αὑτὸ τοῦτο τὸ ζωοποιὸν αἴτιον, καὶ ὅπη, καὶ ὅπως, εἴτε οὐκ ἔστιν οὐδαμῆ οὐδαμῶς. Ἴσας γὰρ ποιεῖ τοῦ ἀληθῶς ὄντος ἀδηλία τὰς ἐφ᾿ ἑκάτερον ὑπολείψεις. Καὶ πολλοῖς μὲν τοῦτο, πολλοῖς δὲ τὸ ἐναντίον δοκεῖ. Καὶ εἰσί γέ τινες παρὰ τοῖς Ἕλλησιν οὐ μικρὰν ἔχοντες ἐπὶ φιλοσοφίᾳ τὴν δόξαν, οἳ ταῦτα ᾠήθησάν τε καὶ ἀπεφήναντο.

5. ΜΑΚΡ. «Ἔα, φησὶ, τοὺς ἔξωθεν λήρους, ἐν οἷς ὁ τοῦ ψεύδους εὑρέτης ἐπὶ βλάβῃ τῆς ἀληθείας πιθανῶς τὰς ἠπατημένας ὑπολήψεις συντίθησιν· σὺ δὲ πρὸς τοῦτο βλέπε, ὅτι τὸ οὕτως περὶ ψυχῆς ἔχειν, οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ ἀλλότριον πρὸς τὴν ἀρετὴν ἔχειν, καὶ πρὸς τὸ παρὸν ἡδὺ μόνον βλέπειν· τὴν δὲ τοῖς αἰῶσιν ἐνθεωρουμένην ζωὴν ἀπ᾿ ἐλπίδος ποιεῖσθαι, καθ᾿ ἣν μόνη ἡ ἀρετὴ τὸ πλεῖον ἔχει».

ΓΡΗΓ. «Καὶ πῶς, ἔφην, γένοιτ᾿ ἂν ἡμῖν παγία τις καὶ ἀμετάθετος ἡ περὶ τοῦ διαμένειν τὴν ψυχὴν δόξα; Αἰσθάνομαι γὰρ καὶ αὐτὸς, ὅτι τοῦ καλλίστου τῶν κατὰ τὴν ζωὴν τῆς ἀρετῆς λέγω ὁ τῶν ἀνθρώπων χηρεύσει βίος, εἰ μή τις ἀναμφίβολος ἡ περὶ τούτου πίστις ἐν ἡμῖν κρατυνθείη. Πῶς γὰρ ἔστι τὴν ἀρετὴν χώραν ἔχειν ἐφ᾿ ὧν ἡ παροῦσα ζωὴ περιγράφειν τὸ εἶναι ὑπείληπται, καὶ πλέον ἐλπίζεται μετὰ ταύτην οὐδέν;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: