Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (88)

Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.     
                                               Κεφάλαιο ΙΙΙ.
ΜΕΤΟΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΚΑΙ “ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΑ” ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΓΕΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ (συνέχεια)  
    
                                   Η καταστροφή καί η ερήμωση

Αυτή την δυσκολία να κρατήσει μαζί όλα τα πράγματα ο Λένιν μοιάζει να την αντιλαμβάνεται στο αμέσως επόμενο κείμενο το οποίο είναι ένα συμπίλημα και μία ανακεφαλαίωση τής Μεταφυσικής του Αριστοτέλη μεταφρασμένης από τον Α. Schwegler. Αυτός ορίζει το αριστοτελικό έργο : “μία μάζα από πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, ζωντανά, φρέσκα και αγνά, τα οποία εισάγουν στην φιλοσοφία και τα οποία στις εκθέσεις αντικαθίστανται από την Σχολαστική, από το αποτέλεσμα χωρίς την κίνηση”. Και προσθέτει : “η παπαδίστικη νοοτροπία σκότωσε στον Αριστοτέλη αυτό που ήταν ζωντανό και αθανάτισε αυτό που ήταν νεκρό” (Φιλοσοφικά τετράδια, σ. 369). Ας δούμε τί ήταν ζωντανό : η ενύπαρξη τού καθόλου στο ιδιαίτερο, στο μερικό η έννοια τής ύλης, η πολεμική εναντίον τού Πλάτωνος, η λογική σαν “τάση, έρευνα, πλησίασμα στην λογική τού Χέγκελ (διότι παντού θέτει το πρόβλημα τής διαλεκτικής) , οι διαλεκτικές μέθοδοι σαν “συστήματα απόδειξης” (η ασυμφωνία τών γνωμών), η σύλληψη τών μαθηματικών αντικειμένων σαν “αφηρημένων” από εκείνους τούς φυσικούς, η ταυτότης τών τύπων τής σκέψης και τών μορφών τού Είναι. Τί πράγμα όμως είναι “νεκρό”; Η κριτική στον Ηράκλειτο, δηλαδή ενάντια στην ταυτότητα τού Είναι και τού μή-Είναι, σχετικά με την οποία γράφει ο Λένιν: “Οι Έλληνες φιλόσοφοι πλησίασαν στην διαλεκτική, αλλά χωρίς να την ολοκληρώσουν”. Έπειτα η αγαθή σύγχυση, μία σύγχυση ανίκανη και μίζερη, αφορούσα την διαλεκτική τού καθόλου και ατομικού, έννοιας και αίσθησης, ουσίας και φαινομένου. Γεννάται η εντύπωση ότι η σύγχυση για την οποία μιλά ο Λένιν οφείλεται στην σύγχρονη πίστη και εμπιστοσύνη τού Αριστοτέλη στην α.τ.μ.α. και στην κίνηση, δηλαδή στο γεγονός ότι παρουσιάζει την σχέση ανάμεσα στο ατομικό και το καθολικό, όντα ακίνητα και σε κίνηση και την κίνηση γενικώς σαν πραγματικότητες μη αντιφατικές. Ο Λένιν δηλαδή αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες να συμβιβαστεί η Εγελιανή διαλεκτική με τον Αριστοτέλη, αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωρίζει στον Έλληνα φιλόσοφο μία δυναμική εννοιολόγηση και μ’αυτή την έννοια “διαλεκτική” τής πραγματικότητος.
          Το πρόβλημα εκρήγνυται στο έργο με τον τίτλο Βάσεις τής μαρξιστικής φιλοσοφίας, το οποίο συντάχθηκε από το Ινστιτούτο τής φιλοσοφίας τής Ακαδημίας τών Επιστημών τής URSS. Εδώ πρώτα απ’όλα τονίζεται η “θεωρία τής αντανάκλασης” την οποία επηγγέλθη ο Engels και ο Λένιν, σύμφωνα με την οποία “η γνώση είναι μία αντανάκλαση τής πραγματικότητος” όπως επίσης και η διάκριση του Engels ανάμεσα σε υποκειμενική διαλεκτική και αντικειμενική διαλεκτική, σύμφωνα με την οποία η πρώτη είναι η αντανάκλαση τής δεύτερης, με την έννοια ότι αντανακλά στο επίπεδο της σκέψης, τις αντιφάσεις οι οποίες υπάρχουν στην πραγματικότητα! Στην συνέχεια όμως θέλησαν να λογαριαστούν με την “τυπική λογική” και φανερώνεται ότι δεν είναι μόνον η διαλεκτική η οποία μελετά τούς νόμους και τούς τύπους τής σκέψης, αλλά και η τυπική λογική. Γι’αυτό γεννιέται το πρόβλημα τής σχέσης τής διαλεκτικής με την τυπική λογική και τής διαφοράς τους στην πρόσβαση τής μελέτης τής σκέψης! Οι νόμοι οι οποίοι ορίσθηκαν από την τυπική λογική είναι ο νόμος τής ταυτότητος, τής αντιφάσεως (της α.τ.μ.α.), τού τρίτου αποκλειομένου,, τής επαρκούς λογικής, νόμοι οι οποίοι διατυπώνουν τις συνθήκες για τον καθορισμό τού αποτελέσματος και την αποδεικτική δυνατότητα τής σκέψης. Αυτές οι τελευταίες αναφέρονται μ’έναν τρόπο ουσιαστικώς σωστό. Μάλιστα προστίθεται: είναι απαραίτητο να τηρηθούν όλοι αυτοί οι νόμοι τής τυπικής λογικής στην σκέψη κάθε αντικειμένου. Η διάσπαση τους οδηγεί σε λάθος και καθιστά παράλογη και αστήρικτη την σκέψη μας! Ιδιαιτέρως η διάσπαση τού νόμου της αντιφάσεως οδηγεί στο μπέρδεμα, στην συσκότιση, στην ασυνέπεια της σκέψης!
          Τότε, πώς να συμφιλιωθεί ο νόμος τής αντιφάσεως ο οποίος απαγορεύει στην σκέψη τήν αντίφαση, με την διαλεκτική, η οποία πρέπει να φέρει στην σκέψη τήν αντανάκλαση τών αντιφάσεων τής πραγματικότητος; Ο λογικός νόμος τής αντιφάσεως-γράφουν οι φιλόσοφοι τής Ακαδημίας-εάν κατανοηθεί ορθώς, είναι πλήρως συμβιβάσιμος με την ύπαρξη τών αντιφάσεων στον κόσμο τών αντικειμένων και στην ανάπτυξη τής σκέψης μας! Αυτός είναι νόμος των ήδη σχηματισμένων σκέψεων, και είναι αφηρημένος ως προς το γίγνεσθαί τους και ως προς τήν ανάπτυξή τους. Στην πρόοδο τής αναπτύξεως τής γνώσεως η έννοια μπορεί να μεταλλάξει το περιεχόμενό της, βαθαίνοντας καθώς εξελίσσεται….αυτό δεν μπορεί να έλθει σε αντίφαση με τον εαυτό του! Μέχρις αυτού τού σημείου η λύση μοιάζει εφικτή: είναι δυνατόν πράγματι, στην πρόοδο τής μορφοποιήσεώς της η σκέψη να περάσει μέσω αντιφάσεως αλλά από την στιγμή που θα ολοκληρωθεί μία τέτοια πρόοδος, οι αντιφάσεις καταργούνται και γι’αυτό δεν παρίστανται στην έκθεση τής τυποποιημένης σκέψης! Όλο αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί εάν η διαλεκτική σκέψη δεν ήταν αντανάκλαση, η απεικόνιση, το καθρέφτισμα μίας διαλεκτικής τής πραγματικότητος και επομένως τών αντιφάσεων που περιέχονται σ’αυτή. Πράγματι, εάν οι αντιφάσεις οι καθρεφτισμένες από την σκέψη ή στην σκέψη είναι οι υπαρκτές στην πραγματικότητα, δεν γίνεται κατανοητό γιατί πρέπει να αφαιρεθούν από την σκέψη, καθότι είναι ακριβώς η εγγύηση τής αλήθειας της. Εάν όμως πρέπει να διαγραφούν καθότι αιτία συγχύσεως και σκοτισμού, δηλαδή λάθους, σημαίνει ότι αυτές δεν καθρεφτίζουν την πραγματικότητα, η οποία δεν μπορεί να είναι “εσφαλμένη”!

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: