Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (109)

Συνέχεια από Πέμπτη,27 Αυγούστου 2020
                                        
                                       PAUL FRIEDLȀNDER
                                                  ΠΛΑΤΩΝ
                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                 ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
                                             21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ
                                              (14η συνέχεια)

                                             Η καταστροφή


      Ο Θρασύμαχος παρουσίασε τη βασική διάσταση ανάμεσα στο «δίκαιο» και το «άδικο». Ο Γοργίας φανέρωσε τήν διάσταση αυτή μετά τον αγώνα τής φιλοσοφίας ενάντια στη ρητορική, όπου  γίνεται βαθύτερη. Το πεδίο ισχύος τής προσωποποιημένης στη ρητορική «αδικίας» μειώνεται βήμα το βήμα, ενώ αυξάνει με κάθε βήμα ο αντίστοιχος «χώρος» τής παρουσιαζόμενης ως φιλοσοφία «δικαιοσύνης». Στη δε Πολιτεία εμφανίζεται η παλαιά, βασική διάσταση ως το αντίθετο της ιδανικής πολιτείας – Βιβλία ΙΙ έως VII – και των αποτυχημένων πολιτευμάτων – Βιβλία VIII και ΙΧ. Οι δυό αντίθετες δυνάμεις έχουν λοιπόν αλλάξει αναμεταξύ τους θέση, «ενσαρκωμένες» στις πολιτειακές  μορφές. Κάτι που μπόρεσε να συμβή, επειδή ο Θρασύμαχος χρησίμευσε ως προετοιμασία, ώστε να έχη ήδη καταπολεμηθή η «αδικία», την ώρα που ξεκινά να οικοδομείται η πόλη. Και το οποίο έπρεπε να έχη συμβή, επειδή τα «αποτυχημένα πολιτεύματα» μπορούν να κατανοηθούν μόνον απ’ την πλευρά τού ενός και καθαρού πολιτεύματος. Μια άνοδος αντίθετα απ’ τα «αποτυχημένα» προς το επιτυχημένο πολίτευμα δεν θα ήταν καν νοητή. Γιατί δεν υπάρχει καμμιά συνεχής κλίμακα που να οδηγή, ακόμα κι απ’ το καλύτερο εκείνων τών πραγματοποιημένων πολιτευμάτων, στην ιδανική πολιτεία, τής οποίας η ουσία είναι εντελώς ιδιαιτέρου είδους.   

      Ο Πλάτων επέτρεψε – με μεγάλη σοβαρότητα, ωστόσο «παίζοντας» ταυτόχρονα – να αναπτυχθή από φυσικά δεδομένα η τέλεια πόλη, καθιστώντας σαφές μ’ αυτό το λειτουργικό «γίγνεσθαι», ότι το πολιτικό του οικοδόμημα ταιριάζει, όσο κι αν είναι ιδανικό, στους φυσικούς επίσης νόμους τής ύπαρξης. Ακριβώς αντίστοιχη βλέπει τώρα τη σχέση όλων τών εμπειρικών πολιτειών προς την τέλεια πολιτεία και στον καιρό τής παρακμής. Η πολλαπλότητα εκείνων τών πολιτειών εντάσσεται για τον Πλάτωνα σε τέσσερις βασικές μορφές τής πόλης και του ανθρώπου, ενώ η μεγαλύτερη ή μικρότερη απόστασή τους απ’ τη φιλοσοφική πόλη και τους φιλοσόφους-άρχοντες εμφανίζεται στα μάτια του ως μια εκφυλιστική διαδικασία, που τις υποβιβάζει βαθμιαία απ’ τη δικαιοσύνη στην ακρότατη αδικία. Γιατί «δεν συγκρίνονται εδώ οι μορφές τών ιστορικών πολιτευμάτων, αλλά φανερώνονται οι δυνάμεις που διαμορφώνουν και οι δυνάμεις που καταστρέφουν την πόλη». 

     Το γίγνεσθαι της τέλειας πολιτείας προεικονίστηκε, όπως θυμόμαστε, σε κείνον τον μύθο τού διαλόγου Πρωταγόρας (322 Α κ.ε.) που αφηγείται ο σοφιστής για τη δημιουργία τού ανθρώπου· παρόμοια προτυπώνεται τώρα και το φαινόμενο του εκφυλισμού, όσο μεγάλη και «πλούσια» κι αν είναι η εμπειρία όλων - ακόμα και η δική μας σήμερα! – , στον μύθο τού Ησιόδου για τα πέντε αλληλοδιαδεχόμενα «γένη» ή «περιόδους»   (( Έργα και ημέραι, 109-201 )) . Στον μύθο αυτόν είχε ήδη αναφερθή πολύ πρωτύτερα ο Πλάτων, όταν ανέμειξε στην ανθρώπινη ουσία τα διάφορα μέταλλα (415 Α). Ανατρέχει λοιπόν τώρα πάλι εκεί, και κατονομάζει ως δημιουργό τού μύθου τον Ησίοδο (546 Ε). Ξεκινά δε αυτήν την ιστορία τής παρακμής με μιαν πανηγυρική επίκληση στις Μούσες, «όπως ο Όμηρος» (545 D) –ή σωστότερα: ο Ησίοδος-, «κατασκευάζοντας» αμέσως μετά, με τον ίδιον πανηγυρικό τόνο, τον αριθμό τών γάμων, με τον οποίον και ασχολούνται ακόμα και σήμερα οι μαθηματικοί. Ο Ησίοδος ήταν ταυτόχρονα ποιητής και στοχαστής, ο δε Πλάτων συνενώνει εδώ τον μύθο με τα μαθηματικά και με την πολιτική εμπειρία.   

     Σε κάθε μια απ’ τις τέσσερις βαθμίδες τής παρακμής περιγράφεται η μεταβολή κατ’ αρχάς τού πολιτεύματος και του κάθε πολίτη ξεχωριστά  σ’ έναν καινούργιο «τύπο», και η μορφή κατόπιν με την οποίαν «υφίσταται» αυτός ο «τύπος», έτσι ώστε να διαιρείται σε τέσσερα πάλι μέρη η κάθε βαθμίδα. Αποτελεί δε πραγματική έκπληξη το ότι επεκτείνεται αυτό το αυστηρά διαφυλαγμένο σε τρεις προηγούμενες βαθμίδες «σχήμα», με το ερώτημα περί ευδαιμονίας στην τελευταία βαθμίδα, την τυραννία (556 D κ.ε. 571 Α. 576 Β κ.ε.). Για να ξεκινήση από εδώ ο «δρόμος» προς εκείνη την έρευνα που καταλαμβάνει το μέσον τού ΙΧ Βιβλίου (576 Β – 588 Α): για να υπολογισθή η ευδαιμονία τού βασιλικού αλλά και του τυραννικού ανθρώπου, στο οποίο και σκόπευαν όλα τα προηγούμενα. Κι όταν καθίσταται αυτός ο «υπολογισμός» το πραγματικό θέμα τού διαλόγου, ο Πλάτων δείχνει τη σημασία τής στιγμής, «καλώντας» τον Γλαύκωνα να πάρη πάλι μέρος, αντί για τον αδελφό του, στη συζήτηση. Θυμόμαστε δε κι εμείς, ότι ο Γλαύκων «ζητούσε» να υπολογισθή αυτή ακριβώς η ευδαιμονίας στο τέλος τού μεγάλου του λόγου, στην αρχή τού ΙΙ  Βιβλίου (361 D). Καθίσταται έτσι σαφές το πώς επεκτάθηκε μέχρι την τυραννία και τον τύραννο η βαθμιαία  παρακμή, από μιαν απλή, βασική μορφή που υπήρχε εξαρχής στο «πνεύμα» τού Πλάτωνα, στην οποία και προσαρμόζει εδώ την «κλιμάκωση» απ’ τον μύθο τού Ησίοδου για τα πέντε «γένη» ή «περιόδους». Στο τέλος τού Θρασύμαχου «υπολογίζεται» το πόσο  ευδαίμων είναι εκείνος που αδικεί· στη «βαθμίδα» τού Πόλου και κατόπιν τού Καλλικλή στον Γοργία, έχουμε μιαν «επέκταση» με το ερώτημα για την ευδαιμονία τού πολιτικού ρήτορα, που αντιπροσωπεύει την αδικία, όντας  ένας τύραννος τρόπον τινά, χωρίς το τυραννικό πολίτευμα. Απ’ την αντίθεση των αρχών τής ζωής προκύπτει μια αντίθεση των μορφών τής ζωής στον Γοργία, και μια αντίθεση των μορφών τής πολιτείας ή τών πολιτευμάτων στην Πολιτεία. Κι απ’ την ακραία αντίθεση που υπήρχε αρχικά, εμφανίζεται μια «κλίμακα» στην Πολιτεία, μ’ έναν τέτοιον ωστόσο τρόπο, ώστε στο τέλος να επικρατή πάλι η ακραία εκείνη αντίθεση. 

     Η δυστυχία και αθλιότητα του τυράννου παρουσιάζεται με τρεις τρόπους. Η πρώτη απόδειξη προέρχεται (576 C – 580 A) απ’ την περιγραφή τού ίδιου του τυραννικού «τύπου» ή «αρχέτυπου». Η τυραννική ψυχή είναι γεμάτη, όπως και η τυραννική πόλη, από πάθη και γι’ αυτό παντελώς ανελεύθερη. Δεν κάνουν λοιπόν, τόσο η πόλη όσο και η ψυχή, με όλη την αυθαιρεσία τους, κατά κανέναν τρόπο «αυτό που θέλουν» (ήκιστα ποιήσει ά άν βουληθή – 557 Ε), και ο αληθινός τύραννος είναι στην πραγματικότητα ένας αληθινός δούλος. Ξανακούγεται εδώ, σχεδόν κατά γράμμα, μια βασική σκέψη απ’ τον διάλογο με τον Πόλο στον Γοργία (ουδέν γάρ ποιείν ών βούλονται – 466 Ε). Η αντίθεση ανάμεσα στην αυθαιρεσία (ά δοκεί) και τη γνήσια θέληση ήταν μάλιστα εκεί ακόμα πιο χαρακτηριστική. Εδώ είναι βέβαια μεγαλύτερη η πληρότητα του «αντικειμένου» μας, ενώ ο παραλληλισμός πόλης και ιδιαίτερης ψυχής κυριαρχεί παντού στη δομή, οξύνοντας έτσι όλα τα μεμονωμένα χαρακτηριστικά.    

     Ενώ η πρώτη απόδειξη προέρχεται άμεσα απ’ την παρατηρούμενη εικόνα, η δεύτερη και η τρίτη απόδειξη θα βασιστούν σε μιαν «αντιπαράθεση» με την αρχή τής «απόλαυσης» ή «ηδονής». Επανεμφανίζεται και μ’ αυτό μια άποψη που είχαμε συναντήσει στον Γοργία, καθώς αντιλαμβανόμαστε, καθόλου συμπτωματικά, ακριβώς εδώ στην Πολιτεία την εικόνα τού κόσκινου ή τού χιλιοτρυπημένου αγγείου ως συμβόλου για την κατεστραμμένη απ’ την ηδονή ψυχή ή για την απληστία και φιληδονία της. Ο απόηχος απ’ τον Γοργία καθιστά σαφέστερο, ότι η άποψη εκείνη μετατράπηκε τώρα επί το βαθύτατο. Ο ριζοσπαστικός αγώνας ενάντια στην «απόλαυση» ή «ηδονή» - όπου η διάκριση ανάμεσα σε «καλύτερες» και «χειρότερες» χαρές και τέρψεις ήταν ήδη βέβαια σημαντική – αντικαθίσταται εδώ από μιαν επισκόπηση στην κλίμακα των τέρψεων, που δεν καταπολεμούνται πλέον μόνον, αλλά τακτοποιούνται – όπως «ενεργεί» άλλωστε όλο και περισσότερο ο «γηράσκων» Πλάτων – και κατατάσσονται σ’ ένα «σύστημα».  

     H τρίτη απόδειξη (580 D – 583 B) προέρχεται απ’ τις τρεις «μορφές» (είδη, γένη, μέρη), απ’ τα οποία αποτελείται η πόλη (Polis) και η ψυχή. Σε κάθε μορφή ή μέρος αντιστοιχεί μια ιδιαίτερη επιδίωξη: για χρήμα και κέρδος, για νίκη και τιμή, για γνώση. Τη γνωρίζουμε αυτήν τη διαβάθμιση (ή «ιεραρχία») απ’ τον Φαίδωνα (68 C. 82 C). Μας καθοδήγησε κατόπιν στη διδασκαλία για τη φθορά τών πολιτευμάτων, για να κατανοήσουμε την παρακμή τής τέλειας πολιτείας σε «τιμοκρατία» και μετά σε «ολιγαρχία». Εδώ όμως, σε κάθε τέτοια «επιδίωξη», αντιστοιχεί όχι μόνον ένας ιδιαίτερος «τύπος» εξουσίας και μια ιδιαίτερη ανθρώπινη «φύση», αλλά και μια ιδιαίτερη – κι αυτό είναι εδώ το καινούργιο – «τέρψη» ή «ηδονή». Η φιλοσοφική «επιδίωξη» δεν αντιτίθεται άρα απολύτως, όπως στον Φαίδωνα και τον Γοργία, στην ηδονή, αλλά αναγνωρίζεται τώρα εδώ μια ηδονή, που ανήκει ακριβώς στη φιλοσοφική «επιδίωξη». Ως προς την υπεροχή δε αυτής τής ηδονής  μπροστά στις δυό άλλες, μπορεί να αποφασίση γι’ αυτό μόνον ο φιλόσοφος. Γιατί μόνον αυτός τις γνωρίζει όλες, και μόνον αυτός διαθέτει το «όργανο» γι’ αυτήν την απόφαση: τον λόγο.

     Η πιο «βαθειά» και θεμελιακή απόδειξη είναι ωστόσο η τρίτη (583 Β – 588 Α), που χρησιμοποιεί εκπλήσσοντάς μας – προλαμβάνοντας γνώσεις που θα συναντήσουμε στον Φίληβο την έννοια της «αλήθειας» για την ουσία τής ηδονής. Η οποία φαινόταν να «φυγαδεύεται» απολύτως στον Γοργία από κάθε αλήθεια και να αντιτίθεται, εχθρικά ακόμα, σε κάθε αγαθό. Για να «αντιπαρατεθή» τώρα η γνήσια ηδονή ως κάτι θετικό στη φαινομενική ηδονή, που αν την εξετάσουμε σωστά θα δούμε πως δεν είναι παρά ένας «εξηρμένος» πόνος. Η φαινομενική ηδονή ανέρχεται – όπως σε μια σκάλα – από κάτω μέχρι τη μέση, στο σημείο αδιαφορίας, η γνήσια απ’ τη μέση κι επάνω, ενώ το λάθος τής συνηθισμένης ερμηνείας συνίσταται στη σύγχυση ανάμεσα σε ένα προκαθορισμένο και ένα απεριόριστο και ανεπιφύλακτο «Άνω».  

     Ακόμα πιο σημαντική είναι ωστόσο μια δεύτερη παρατήρηση. Κάθε επιθυμία προέρχεται από ένα «κενό», αφορά άρα σε μιαν εκπλήρωση. Και κάθε εκπλήρωση προκαλεί τέρψη και ηδονή. Αυτό όμως που εκπληρώνεται κι αυτό το οποίο εκπληρώνει δεν έχουν όλα τον ίδιο βαθμό «ουσίας καί αλήθειας»· η ψυχή είναι «ανώτερη» απ’ το σώμα, κι η γνώση «ανώτερη» απ’ το φαγητό και το πιοτό. Διαφορετικό βαθμό αλήθειας και πραγματικότητας έχει και η αντίστοιχη σε κάθε τέτοια εκπλήρωση ηδονή. Δεν αντιτίθενται πια η αλήθεια και το αγαθό σε κάθε ηδονή, όπως στον Γοργία και τον Φαίδωνα. Ακόμα και η ηδονή τού σώματος έχει εδώ τα δικαιώματα και τη θέση της. Οπότε αποστολή μας δεν είναι να καταστρέψουμε γενικά την  επιθυμία, αλλά να την υποτάξουμε στον λόγο και τη λογική. Μ’ αυτόν τον τρόπο και η ψυχή τού φιλοσόφου γνωρίζει όλες τις μορφές τής ηδονής. Όπως όμως δεν υπάρχει, απ’ τη μια, κανένας εσωτερικός εχθρός και κανένας εμφύλιος πόλεμος (στάσις) στην «ταξινομημένη πολιτεία» αυτής τής ψυχής, έτσι απ’ την άλλη, επικρατεί σ’ αυτήν, και μια ιεραρχία τών απολαύσεων, διαβαθμισμένων κατά το περιεχόμενό τους ως προς την «αλήθεια».   

     Στην παρακμή τών διαφόρων πολιτευμάτων και των αντιστοίχων ανθρωπίνων προτύπων αναλογεί άρα και μια «κάθοδος» τών γνησίων τέρψεων. Και καθώς η απόσταση ανάμεσα στη χαρά τού «βασιλέως» και τη «χαρά» τού «τυράννου» προσδιορίζεται στο τέλος μ’ ένα αριθμητικό «παιχνίδι» – 729 προς 1 ή 3 εις την έκτην προς 1! –, συνειδητοποιείται για άλλη μια φορά η ιεραρχημένη τάξη τών διαφόρων μορφών πολιτείας και ανθρώπων, που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δυό ακραία αντίθετους «τύπους».

     ( συνεχίζεται με το επόμενο υποκεφάλαιο: «Η τελευταία άνοδος» )

Η ΤΙΤΑΝΟΜΑΧΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: