Συνέχεια από: Πέμπτη, 3 Ιουνίου 2021
Με τον χριστιανισμό πλέον να κυριαρχή, αλλάζει η
εποχή και μαζί της ο άνθρωπος. Ένας οικουμενικός θεσμός, η Εκκλησία, από κοινού
με τον ουρανοπολίτη χριστιανό, φιλοδοξούν να αναγεννήσουν;;; στην Ανατολή την
ρωμαϊκή αυτοκρατορία, Στο μέτρο που το μήνυμα άγγιζε τις ψυχές και τις
επιθυμίες, που η αβεβαιότητα έδινε χώρο στην προσδοκία, επηρεάζονταν και τα
όνειρα. Το φωτεινό μέλλον σκέπαζε ένα
πνιγηρό παρόν άγχους, φυγής, φθόνου, εισέδυε δε στα όνειρα του
Γρηγορίου σαν γενικώτερη ψυχική διάθεσι η οποία ανέθετε το μέλλον στην υπέρβασι
των σαρκικών παθών που φτωχαίνουν αθεράπευτα τον άνθρωπο. Οι καιροί
διεκδικούσαν την ελπίδα με μία καθαρότητα, έναν αγώνα για την αγνότητα που έδειχνε περισσότερο πίστι
παρά ανασφάλεια. Αυτό το κλίμα απηχούν (πρβλ. Εις εαυτόν, Α', στ. 194-214)
τα ουράνια φωτεινά νοήματα στα οποία ο Γρηγόριος απέβλεπε, όσο και η ύπαρξι
ζωντανού νεκρού (νέκυς εμπνοός ειμή)
την οποία επέλεξε προκειμένου να ζήση το «αλλού», ενώ στέναζε κάτω από την παχυλή σάρκα (στενάχω δ’ υπό σαρκι παχείη). Στην αντοψία
της ελπίδος με την καθαρότητα τον λόγο έπαιρναν τα όνειρα, όνειρα αυτοβιογραφικά
συνυφασμένα όμως κατοπτρικά με την βαθύτερη εικόνα του εαυτού του και με
επιλογές του κρίσιμες. Τέτοιο ήταν ένα όνειρο προορισμού που τον έσπρωξε στον
θείο έρωτα του πνευματικού βίου (έπειτα
δε θείον έρωτα / φάσμασιν εννυχίοις σώφρονος ήκε βίου). Αυτό το όνειρο
(ένθ’ αν., ΜΕ', στ. 231-264)
που τράβηξε τον Ναζιανζηνό στον πόθο της παρθενίας (εις πόθον αφθορίης) κάνει αποκαλυπτήρια τής εσωτερικής
του ορμής.
«Είδα να στέκωνται κοντά μου δύο συνομήλικες
παρθένες», γράφει, «ωραίες και οι δυο με ασημένια φορέματα. Η ατημέλεια ήταν το
στολίδι τους, το κάλλος της γυναίκας. Τον λαιμό τους δεν στόλιζαν χρυσάφι και
πετράδια, δεν φορούσαν αιθέρια μεταξωτά πέπλα, δεν τις τύλιγαν χιτώνες από μαλακό
λινό, μήτε βαμμένα βλέφαρα τούς τόνιζαν τα μάτια, ούτε όσα διεγερτικά φτιασίδια
σκέφτηκαν επιτήδειοι καλλωπιστές να βάλουν στο πρόσωπο της γυναίκας· στον τράχηλο δεν ξεχύνονταν ολόξανθες
πλεξούδες, να παίζουν με το φύσημα του απαλού αέρα. Ζώνη έσφιγγε τον ωραίο
μανδύα τους, που έφθανε στα πόδια ως τους αστραγάλους· μαντήλι σκέπαζε την
κεφαλή και έκρυβε το πρόσωπο, ενώ είχαν τα μάτια τους στραμμένα προς την γη.
Διέκρινες και στις δύο το όμορφο ερύθημα της ντροπής, όσο φαινόταν πίσω από τα
καλοφτιαγμένα υφάσματα. Και οι δύο σιωπούσαν με τα χείλη τους κλειστά, σαν ρόδο
στους δροσερούς του κάλυκες.
Τις έβλεπα κι είχα χαρά μεγάλη. Έλεγα ότι αυτές ήταν πολύ καλύτερες από τις
θνητές που τα χείλη τους μου έδιναν τόση ευχαρίστησι καθώς με φιλούσαν σαν να
ήμουν ο αγαπημένος τους γιος. Όταν τις ρώτησα λοιπόν ποιες ήταν και από που ήρθαν, η μία είπε είμαι η αγνότητα και η
άλλη η σωφροσύνη, που στεκόμαστε πλάι στο βασιλέα Χριστό και απολαμβάνουμε τις
ομορφιές των ουρανίων αζεύκτων. Όμως, νέε, εμπρός, έλα να ενώσης τον νου σου με
την σκέψι μας, την φλόγα σου με τις δικές μας, για να σε πάμε ολόφωτο ψηλά, μεσ’
από τον αιθέρα και να σε βάλωμε κοντά στο φως της αιώνιας Τριάδος. Έτσι είπαν και πέταξαν ψηλά, ενώ η ματιά
μου τις ακολουθούσε στην πτήσι τους». Ωστόσο η υπόθεσι δεν σταματά εδώ. Το όνειρο
τούτο σχολιάζει ο ίδιος ο Γρηγόριος στους
αμέσως επομένους δώδεκα στίχους (στ. 264-276) με τα έξης: «Ήταν όνειρο, μα για
πολύ χαιρόμουν με τις ιερές μορφές της νύχτας και εικόνες της φωτεινής
παρθενικότητος. Ο λόγος τους έδενε με την ψυχή μου, οπότε ωρίμασε στέρεα μέσα
μου την έννοια των καλών και των κακών. Ο νους ωδηγούσε τον πόθο και η αμυδρή
ομορφιά του ονείρου της νύχτας έλαμπε τώρα ολοκάθαρη. Και όπως όταν αόρατη
σπίθα που καίει τις ξερές καλαμιές αστράφτη αιφνίδια, από μικρή δε φωτιά πετάγεται
φλόγα ασυγκράτητη, έτσι κι εγώ, καθώς μ’ έκαιγαν οι εικόνες του ονείρου, απεκάλυψα
γρήγορα τον μυστικό μου έρωτα και οι πάντες έτσι γνώρισαν το φως που δεν
κρυβόταν πια στα βάθη της ψυχής».
Το όνειρο, είπαμε, είναι αυτοβιογραφικό. Θα προσέθετα
μάλιστα, έχει παραινετικό τον χαρακτήρα. «Προτρέπει» τον Θεολόγο στην μεγάλη επιλογή
της υπαρκτικής καθαρότητας. Έτσι εξηγείται η δεσπόζουσα παρουσία των φωτεινών
παρθένων - της Αγνότητας και της Σωφροσύνης. Η συμβολική παράστασή των δύο
ψυχικών αρετών αποδίδει υποβλητικά το πνευματικό της περιεχόμενο και μπορεί να
διαδραματίση αποφασιστικό ρόλο όσον αφορά την εσωτερική αλλαγή ενός πιστού σαν
τον Γρηγόριο, ο οποίος λαχταρά να κοινωνήση του φωτός της Τριάδος. Η μεν αγνότης
δηλώνει προφανώς το οντολογικώς καθαρό και ηθικώς αμίαντο· η σωφροσύνη πάλι, για
ένα διανοητή πλατωνικής και νεοπλατωνικής παιδείας όπως ο Ναζιανζηνός, εκφράζει
κάτι διαφορετικό από την στωική σύνεσι και μετριοπάθεια στις επιλογές του
ανθρώπου, κάτι αντίστοιχο με την λαμπρότητα των εικόνων του ονείρου, πιο ταιριαστό
με την ιεραρχική εναρμόνισι των άλογων στοιχείων της ψυχής με τα έλλογα, στο
τέταρτο βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας (431d-432a). Σημαίνει το προβάδισμα
του πνευματικού στοιχείου επί του υλικού στην συναίρεσί τους, την αναγωγή της
μερικότητος των όντων στο καθολικό, την εξυψωτική συνύπαρξι των αντιθέτων. Οι
δύο φωτεινές υπάρξεις αποτελούν στο όνειρο συμπληρωματικά μεγέθη και ο
αναγνώστης οφείλει να τις λάβη ως τέτοια υπ’ όψιν του προκειμένου να διαβή
σταθερά το κατώφλι του ονείρου.
Ειδικώτερα η κατανόησι του ονείρου απαιτεί να
προσεγγίσωμε τα στοιχεία του στα πλαίσια του προορισμού ζωής, της μεγάλης
επιλογής στην οποία καλεί τον Γρηγόριο η ίδια η αφήγησι του ονείρου. Μη μας
διαφεύγη ότι ερμηνεύουμε την αφήγησι του ονείρου και όχι τις εικόνες που
βλέπουμε στον ύπνο μας. Ένα όνειρο αποκτά σημασία μόλις το αρθρώσουμε. Έως τότε
υπάρχει ασυνάρτητα καθ’ εαυτό, όχι όμως για εμάς ώστε να παίρνη θέσι στην ζωή
μας. Το όνειρο αρχίζει να «μιλά» όταν βάλουμε τις φαντασιώσεις του σε λόγια, κι
ας απλώνουν τις ρίζες τους σε σκοτεινά ψυχικά βάθη. Αφ’ ης στιγμής το νόημα διαπερνά
τις εικόνες του, αφ’ ης στιγμής οι εικόνες χρειάζονται την «μεταγλώττισι» του ονειρευόμενου
προκειμένου να «μιλήσουν», η σημασία τους προκύπτει από την ανακοίνωσι και όχι
από τον εαυτό τους, μετατίθενται δηλαδή αυτόματα στην σφαίρα του συμβόλου, μιας
οντότητας πνευματικής η οποία σημαίνει κάτι άλλο από την φυσική της παρουσία.
Αίφνης η αντικειμενική υπόστασι της ζυγαριάς έχει να κάνη με το εργαλείο που
σταθμίζει τα βάρη, ενώ η συμβολική της πραγματικότητα παραπέμπει στην απονομή
της δικαιοσύνης. Η αφηρημένη έννοια παίρνει σάρκα και οστά μεταφορικά σε μία
λειτουργική παράστασι της ισορροπίας. Αυτό το «μεταφορικά» στα όνειρα γίνεται, ως
γνωστόν, μετάθεσι κατά μήκος μιας συνειρμικής γλωσσικής αλυσίδας πού οδηγεί
στον φαντασιακό πυρήνα των ονείρων.
Η επίμονη απήχησι που είχε στην ψυχή του Γρηγορίου το
όνειρο δεν μπορεί να μείνη για τον αναγνώστη του αδιάφορη. Στον σχολιασμό του ο
Θεολόγος υπογραμμίζει την χαρά που ένοιωθε αναθυμούμενος την προσωποποιημένη εννύχια
παρουσία της αγνότητος και της σωφροσύνης, τα κριτήρια διακρίσεως του καλού και
του κακού που η «συνάντησι» μαζί τους του προσέφερε, την κυριαρχία του νου επί
των παθών που είχε ως αποτέλεσμα και το φως που έρριχνε στην ζωή του. Η διαύγασι
του ονείρου τον έκανε να συνειδητοποιήση ο ίδιος και να αποκαλύψη σε όλους την
λαχτάρα του να αφιερωθή στον Θεό: άρχισε να συναναστρέφεται εκείνους οι οποίοι
λύθηκαν από την κοσμική συνθήκη των συζυγικών δεσμών, για να ακολουθήσουν τον
Χριστό ελεύθεροι από την βαρύτητα της ύλης, τους είχε οδηγούς στην ουράνια
ελπίδα (ελπίδος ηγεμόνας,
ΜΕ', στ. 282) για μια ανώτερη, απαθή ζωή και έμεινε ο ίδιος άγαμος. Το μήνυμα
του ονείρου τον κατέλαβε μεταμορφωτικά σαν μυστική εμπειρία. Μέσω της αγνότητος
και της αρμονίας του εσωτερικού του κόσμου, θα ήταν εις θέσιν, πίστευε, να μεταλάβη
της Τριάδος. Οι μυχιαίτερες επιθυμίες του αποτυπώνονταν στην εικόνα και στα
λόγια του ονείρου, ένα τόπο αληθινής ζωής πέρα του αισθητού χώρου και του
φυσικού είτε του ιστορικού χρόνου. Πλέον η ανατροπή στην οποία προσβλέπει ο Ναζιανζηνός
ανάγεται νεοπλατωνικά στην μεταϊστορία, την εσχατολογική μ’ άλλα λόγια συνθήκη
του ανθρώπου ως όντος φωτεινού, πνευματικού, ευγενικής ψυχής που πορεύεται
χωρίς την ολέθρια σάρκα (Σαρξ ολοή, ΜΣΤ', στ. 1-4).
Σ’ αυτό το άυλο φως στρέφει την ελπίδα του ο Γρηγόριος. Όμως την ώρα που ώμνυε στο όνομά της, την ίδια εκείνη ώρα την αποζητούσε εναγώνια σαν διέξοδο στο εσωτερικό έλλειμμα που του έφερνε αστάθεια (ενθ’ αν., στ. 314-31). Θρηνούσε για τα πάθη της ψυχής του και η δίψα του για ηθική τελείωσι θύμιζε τους τελευταίους Στωικούς. Υπό τέτοιες προϋποθέσεις το όνειρο δεν του μαθαίνει τον δρόμο της αρετής ούτε την φύσι της ως ανθρώπινης εκλεπτύνσεως· το όνειρο προσθέτει στην γνώσι του την ελπίδα και κάνει το αίτημα της πτήσεως προς τα άνω κατεπείγον. Αλλά η εσωτερική αστάθεια η οποία τον ταλανίζει δεν είναι απλώς ατομική. Προς τα τέλη του 4ου αιώνος το νεοπλατωνίζον πνευματικό κλίμα, που συνδέει το σώμα και τις απολαύσεις του με την ανθρώπινη ατέλεια, επηρεάζει την χριστιανική θεολογία και εμπνέει τον ηθικό ιδεαλισμό του Γρηγορίου. Αντί να τον πλουτίζη μέσα του, η Ανάστασι τον δοκιμάζει. Η ελπίδα αφήνει πίσω το σώμα και την ζωή του ως αντίπαλο της ουρανίου βιοτής, για να εγκατασταθή στην θεωρία, ώστε οι δυνάμεις του Ναζιανζηνού να βρίσκωνται εγκλωβισμένες στις αδυναμίες του. Η παρότρυνσι των αρετών του ονείρου σ’ αυτή την δυσκολία μάλλον αναφέρεται: του ζητούν να βγη από το αδιέξοδο ενώνοντας την θέλησί του με την βοήθεια του Θεού. Το ψυχολογικό στοιχείο στους λόγους του εντείνεται από την αγχώδη παραζάλη την οποία βιώνει σαν ταραχή του πνεύματος, προϊόν ενός διαλυτικού φόβου εν είδει πανικού. Υποφέρει μία ζωή εν τάφω και το ομολογεί ευθαρσώς (πρβλ. Εις εαυτόν, ΜΗ', στ. 1: Ζω και τέθνηκα), όπως δεν χάνει ευκαιρία να το διακηρύξη με επιτάφια επιγράμματα για τον ίδιο και άλλους (ενθ’ αν. ϟ, ϟΑ', ϟΒ', ϟΣΤ', ϟΖ', ϟΗ', ϟΘ').
Θα μπορούσε κανείς να πη ότι το θέμα είναι αυστηρά
προσωπικό και αφορά την ψυχολογία του. Μήπως όμως ο Θεολόγος εκφράζει ασύνειδα και
κάτι πλατύτερο, μόλις τότε κυοφορούμενο στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και
των κοινωνιών τις οποίες εποίμαινε,
για να εξελιχθή συν τω χρόνω μοιραία; Μήπως δεν είναι αθέμιτο να διαβάσουμε σαν
κραυγή αγωνίας του ένδον Χρίστου (ενθ’
αν, ΝΘ', στ. 3), σαν προφητικές μαρτυρίες για ένα επερχόμενο κίνδυνο, τα
ποιητικά του ξεσπάσματα; Η γέφυρα που αυτός, ο Βασίλειος και ο Νύσσης, έρριξαν
μεταξύ ελληνισμού και χριστιανισμού ήταν εκτεθειμένη σε ρηγματώσεις, αφ’ ης
στιγμής η πίστι από δημιουργία εσωτερικής αλήθειας γινόταν πεποίθησι σε ωρισμένη
δογματική αλήθεια, από πνεύμα ενότητος γινόταν εξωτερικός τόπος επιβεβαιώσεως
ταυτότητος, παράδοσι σε ανάγκες αυτοδικαιώσεως, πεδίο αντιθέσεων και αλύτων
διαφορών. Αυτά εις βάρος της υπαρξιακής διαλεκτικής σωτηρίας και απώλειας και
υπέρ του πολεμικού αποκλεισμού της δεύτερης. Δεν πρέπει να ήταν τυχαία η
συμπληρωματική σχέσι θεωρίας και αυτοβιογραφίας είτε αυτοσχολιασμού στο έργο
του Ναζιανζηνού. Σαν να
ήθελε να πατά ταυτόχρονα στην εμπειρία της πίστεως και στην θεολογία, αλλά
δημιουργούσε μέσα του ασφυκτικό κενό, το οποίο προβάλλει τόσο στα ποιήματα όσο και
στα όνειρά του. Τα ποιήματα του διακρίνει σπαρακτικός διχασμός, ενώ τα όνειρά
του υποδηλώνουν συμβιβαστική απώθησι ενός φοβικού εαυτού, με όλες τις διαταραχές
που τούτο συνεπάγεται για την ύπαρξι ατόμων του είδους αυτού με ιδιαίτερα
πνευματικά χαρίσματα. Τις σκέψεις του μαγνήτιζε τόσο πολύ η θεότης του Χρίστου,
ώστε να την διαβάζη ακόμη και στον πόνο του σταυρού του. Γι’ αυτό και το έσχατο της ταυτότητος αφήνει
στην σκέψι του το εγχρονικό παρόν εν
ονόματι του αχρονικού αιωνίου «άλλοθι».
Εδώ κερδίζει ο Πλωτίνος:
Εκ σέλαος αμυδρού έρως φωτός μεγάλου.
ΣΧΟΛΙΟ: ΕΙΝΑΙ ΕΞΟΧΩΣ ΠΙΕΣΤΙΚΗ Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΑΝΤΟΧΗ. Ο ΡΑΜΦΟΣ ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΟΥΤΕ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΑΛΛΑ ΜΙΑ ΘΟΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΦΕΡΕΙ ΒΑΡΕΙΑ ΦΡΟΥΔΙΚΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΕΙ ΟΤΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΚΑΙ ΔΙΔΑΞΕ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. Σ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΗΡΙΧΘΗΚΕ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΝΟΥ, ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΚΛΗΘΗ ΣΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Η ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΖΕΡΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΤΡΟΦΗΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΝΕΤΑΙ Σ΄ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ. Αντί να τον πλουτίζη μέσα του, η Ανάστασι τον δοκιμάζει. ΤΟ ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ.
2 σχόλια:
Ψυχανάλυση, Πλωτίνος, Θεολογία, Όνειρα, ο Ράμφος αναμειγνύοντας όλα αυτά προσπαθεί να δημιουργήσει μια ΠΝΕΥΜΑΤΟΑΝΑΛΥΣΗ, δηλαδή, μια ''εξευγενισμένη'' , ''εξυψωμένη'' ψυχανάλυση. Και στο βάθος το τίποτα ενός βερμπαλισμού.
Ψυχολογία. Η τέχνη τών καιροσκόπων. Εχουν καί τόν Βασιληά τους, τόν Χάιντεγκερ. Ο Ράμφος αισθάνεται πλησιέστερος στήν φιλοσοφία τών συμβολικών μορφών τού Κασσίρερ.
Δημοσίευση σχολίου