Συνέχεια από: Τρίτη 21 Ιουνίου 2022
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
Τού HANS JONAS.
Φιλοσοφικοί στοχασμοί στό έβδομο κεφάλαιο τής προς Ρωμαίους Επιστολής τού Αποστόλου Παύλου!
18. Η Άβυσσος τής θελήσεως (συνέχεια).
Ρωμαίους 7,7: “Τί θα πούμε λοιπόν; Ότι ο νόμος είναι αμαρτία; Μη γένοιτο, αλλά τήν αμαρτίαν δεν θα την είχα γνωρίσει παρά διά τού νόμου. Ούτε θα είχα γνωρίσει την φιληδονία, εάν ο νόμος δεν έλεγε: ούκ επιθυμήσεις. Διά της εντολής εκείνης βρήκε την ευκαιρία η αμαρτία και ξύπνησε μέσα μου κάθε κακή επιθυμία διότι χωρίς νόμο η αμαρτία είναι νεκρή. Εγώ δε ζούσα κάποτε χωρίς νόμον, έλθούσης δε τής εντολής η αμαρτία ανέζησε, εγώ δε απέθανον και έτσι ο νόμος που έπρεπε να χρησιμεύσει για την ζωή, σ’εμένα έφερε θάνατον. Η γάρ αμαρτία αφορμήν λαβούσα διά τής εντολής με εξαπάτησε και δι’αυτής με θανάτωσε. Ώστε ο νόμος μεν άγιος και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή αλλά το αγαθόν έγινε για μένα θάνατος; Μη γένοιτο. Αλλά η αμαρτία για να φανερωθεί σαν αμαρτία χρησιμοποίησε το αγαθόν για να μου προξενήσει θάνατον και έτσι να γίνει η αμαρτία υπερβολικά αμαρτωλή διά της εντολής! Γνωρίζουμε ότι ο νόμος είναι πνευματικός αλλά εγώ είμαι σαρκικός πουλημένος στην αμαρτία. Δεν μπορώ να εννοήσω ούτε αυτό που κάνω (κατεργάζομαι), διότι δεν κάνω εκείνο που θέλω, αλλά αυτό που μισώ αυτό ποιώ. Αλλά εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω τότε συμφωνώ ότι ο νόμος είναι αγαθός. Επομένως δεν κατεργάζομαι εγώ αυτό που μισώ (δεν θέλω) αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου. Διότι ξέρω ότι δεν κατοικεί τίποτε αγαθό μέσα μου, δηλαδή στην σάρκα μου. Η θέλησις να κάνω το καλό υπάρχει αλλά δεν έχω την δύναμιν να το κάνω, διότι δεν κάνω το καλό που θέλω αλλά το κακό που δεν θέλω, τούτο πράσσω.
Ο άνθρωπος είναι εκείνο το όν το οποίο όχι μόνον αναφέρεται στον κόσμο με πράξει τις οποίες αντιλαμβάνεται (cogitationes) αλλά κάνοντας τοιουτοτρόπως, γνωρίζει τις πράξεις του και τον εαυτό του ενώ τις πραγματοποιεί. Η σκέψη είναι πάντοτε και ταυτοχρόνως μία “σκέψη τής σκέψης” (cogito me cogitare). Είναι λοιπόν ένα όν το οποίο ουσιωδώς και συστατικώς αναφέρεται στον εαυτό του, καθότι μόνον σ’αυτή την σχέση και χάρη σ’αυτή, συστήνεται καθότι Εγώ!
Έτσι λοιπόν βάσει αυτού τού υψηλότατα τυπικού χαρακτηριστικού, η “συνείδηση” είναι πάντοτε αυτοσυνειδησία, είναι δηλαδή ουσιωδώς αυτοστοχασμός, διαλογισμός και προσφέρει ήδη την δυνατότητα τόσο της ανθρώπινης ελευθερίας όσο και την συμπληρωματική αναγκαιότητα της αυτοάρνησης της. Και οι δύο αυτές δυνατότητες απορρέουν από την ίδια ρίζα στην ίδια τήν ενέργεια της πραγματοποιήσεως. Οπωσδήποτε όχι από την αγαθή αλληλεπίδραση ενός cogito me cogitare περιορισμένου ουδέτερα στην αναπαράσταση. Το Cogito (η σκέψη) καθότι απλή σκέψη, στοχασμός τής αναπαραστάσεως στον εαυτό της δεν είναι το καταγωγικό θεμέλιο τής αυτοσυνειδήσεως και τής ελευθερίας.
Μάλλον στο πλαίσιο τής θελήσεως λαμβάνει χώρα η στοχαστική πρόοδος, τόσο αποφασιστική για την ελευθερία. Στην αφαιρετική τυπική σημασία τού cogito me cogitare αντιστοιχεί όχι μόνον το “Εγώ θέλω” αλλά ταυτοχρόνως και το “θέλω να θελήσω”, (volo me velle). Κάθε θέληση θέλει τον εαυτό της και σε κάθε στιγμή επιλέγει τον εαυτό της. Η θέληση έχει λοιπόν στον εαυτό της μία ενδόμυχη στοχαστικότητα περίσκεψη. Σ’αυτή οικοδομεί πρωταρχικώς τον εαυτό της σαν αυτό που είναι και χάρις σ’αυτό είναι ριζικά διακεκριμένη από κάθε απλή επιθυμία ή ώθηση, ένστικτο (appetitus κάθε τύπου). Η ώθηση στοχεύει απλώς σε κάτι, δεν είναι αυτοστοχαζόμενη, η όρεξη δεν είναι appetite me appetere, με τον ίδιο τρόπο κατά τον οποίο η θέληση είναι θέλω να θελήσω. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η περίσκεψη τής θελήσεως είναι καθαυτή μία βούληση: η θέληση είναι μαζί θέλω κάτι και βεβαίωση του εαυτού της. Η διατύπωση λοιπόν δεν εκφράζεται μόνον σαν cogito me velle-σκέφτομαι να θελήσω- (σύμφωνα με το Καρτεσιανό μοντέλο) αλλά θέλω να θελήσω.
Έτσι εννοημένη η θέληση δεν είναι μία επιπλέον και ιδιαίτερη φυσική λειτουργία ανάμεσα στις τόσες, καθορισμένη σαν όρεξη, ώθηση, επιθυμία, τάση κ.τ.λ. Ούτε συμπίπτει με μία καθαρή λύση, ούτε γενικώς είναι κάτι που εμφανίζεται και εξαφανίζεται, ώστε μερικές φορές να είναι παρούσα και μερικές νά απουσιάζει. Η “θέληση” είναι πάντοτε ένα “a priori” υποκείμενο στις ξεχωριστές ενέργειες της ψυχής, ικανή να καταστήσει δυνατά, καθότι ιδιαίτερα φαινόμενα τής διάνοιας, το “θέλω” όπως και το αντίθετό του-απουσία τής θελήσεως ή απαίτηση από αυτή. Η θέληση προηγείται από κάθε ξεκάθαρη λύση, κάθε ιδιαίτερη απόφαση, παρότι είναι καθαυτή, στην ουσιώδη της φύση, μία απόφαση πάνω στον εαυτό της συνεχώς σε ενέργεια-εκείνη η μόνιμη αυτό-αποφασιστικότητα από την οποία το υποκείμενο δεν μπορεί να κάνει χωρίς καταφεύγοντας στο άλλοθι κάποιας ελλείψεως τής θελήσεως, μίας ουδέτερης καταστάσεως ή αδιάφορης : και πράγματι η πρωτογενής απόφαση τής θελήσεως είναι καθαυτή σαν συνθήκη για την δυνατότητα αυτών των καταστάσεων, όσο και αν είναι αδιάφορες ή αντίθετες στην θέληση.
Η “θέληση" η οποία λαμβάνει αυτή την μόνιμη απόφαση ή μάλλον η οποία υπάρχει σαν δυνατότης να ληφθεί, δεν είναι τίποτε άλλο από τον θεμελιώδη τρόπο υπάρξεως του Dasein γενικώς, και η λέξη σημαίνει απλώς το τυπικό-συστατικό γεγονός ότι το Είναι τού Dasein είναι τέτοιο ώστε σε κάθε μία από τις φανερώσεις του αποκαλύπτεται ένα ενδιαφέρον γι’αυτό ή για κείνο και ότι το τελικό ενδιαφέρον, ανάμεσα σε όλα τα δυνατά ενδιαφέροντα, είναι το δικό μου Είναι σαν τελευταίος σκοπός του ιδίου του Είναι. Εν συντομία, “θέληση” σημαίνει αυτό που εξηγεί ο Χάιντεγκερ με τον όρο “Μέριμνα”, φροντίδα. Η διατύπωση “είναι πρόβλημα(εκπόρευση) στον εαυτό του” υπογραμμίζει αυτό που εννοούμε με στοχαστικό χαρακτήρα τής θελήσεως.
Αυτή η στοχαστική δραστηριότης τής θελήσεως είναι η πρωταρχική ενέργεια τού Εγώ, το οποίο θεμελιώνεται στον εαυτό του. Σ’αυτή την πρόοδο εμπλέκεται η συνεχής αυτό-σύσταση του ηθικού, του ήθους του προσώπου, που αναπτύσσεται σαν σύνθεση-στο έργο τής κάθε στιγμής, σε μία συνεχή συγχώνευση-τής ηθικής αυτό-ταυτοποιήσεως τού Εγώ. Μόνον μέσω τής αυτό-συστάσεως στον στοχασμό τού ενδιαφέροντος-έστω και στον τρόπο τής αυτό-απόκρυψης-μπορεί να υπάρξει ένα ταυτόσημο υποκείμενο ικανό για την ευθύνη. Όλα τα ηθικά φαινόμενα-ελευθερία, επιλογή, υπευθυνότης, συνείδηση, ενοχή, ριζώνουν στην πρωτογενή στοχαστικότητα. Η παρουσία της apriori είναι το οντολογικό θεμέλιο τής ελευθερίας.
Αλλά πώς κατανοείται το γεγονός ότι αυτή η ταυτοτική σκέψη μπορεί επίσης να εξηγήσει το αναγκαίο αδιέξοδο τής ελευθερίας, την αναπόφευκτη αυτοπαγίδευση της στον εαυτό της; Κάθε συμπέρασμα τής “ανεπάρκειας” με όρους ενοχής και ευθύνης οφείλει να την εννοήσει σαν μία αναγκαία ενέργεια, αλλά παρ’όλα αυτά απελευθερωτική, τής ίδιας τής ελευθερίας, όσο και αν φαίνεται παράδοξο. Η σκέψη και ο διαλογισμός (βούληση) τής θελήσεως είναι η έδρα τής θελήσεως. Η κυριαρχία γενικώς τής θελήσεως είναι και εκείνη τής ανελευθερίας. Πρέπει να υπάρχει επομένως ένας τρόπος σκέψης με τον οποίο γεννιέται η ανελευθερία-και ένας αναπόφευκτος τρόπος, εάν η θέση τού Παύλου, η Χριστιανική θέση τής ανεπάρκειας, δεν είναι μία απλή συκοφάντηση τού ανθρώπου (Νίτσε).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου