ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου 2022
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 2ος
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -16
Μιαν εντελώς ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει το γήρας σ’ αυτή την απαισιόδοξη αντιμετώπιση του επίγειου βίου. Η αλήθεια είναι ότι φημισμένοι Έλληνες έζησαν σε προχωρημένη ηλικία μια ζωή γεμάτη σθένος, και στη συνομιλία του Σωκράτη με τον Κέφαλο, στην Πολιτεία του Πλάτωνος, ο Κέφαλος βεβαιώνει ότι για τους γέροντες με σωστή παιδεία και διάθεση, το γήρας συνεπάγεται ελάχιστα δεινά. Σχετικά με αυτή την άποψη ο Στοβαίος συνέταξε μια σύντομη συλλογή αποσπασμάτων που υμνούν το γήρας, αποτελούμενα κυρίως από έργα δραματουργών, οι οποίοι ανάλογα με το πρόσωπο στο οποίο παραχωρούσαν το λόγο ήσαν αναγκασμένοι να προβάλουν το σεβασμό και την οφειλόμενη τιμή προς το γήρας. Μόλις όμως το συναίσθημα αποκτούσε το προβάδισμα τη σκηνή πλημμύριζαν ασυγκράτητες και σκληρές καταγγελίες σχετικά με τα γηρατειά. Θα πρέπει να διακρίνουμε δύο καταστάσεις: αφ’ ενός το φόβο του ίδιου του γήρατος, εξ αιτίας των βασάνων που το συνοδεύουν και της φανερής έλλειψης σεβασμού των Ελλήνων της ύστερης εποχής· και αφ’ ετέρου την εξαιρετικά μεγάλη αξία που αποδιδόταν στην νεότητα. Παρότι ένα λαμπρό πνεύμα όπως ο Σοφοκλής, σε ένα διάσημο χορικό (στον Οιδίποδα επί Κολονώ), αναδεικνύει την νεανική τρέλα και τις επικίνδυνες εμπειρίες της, οι περισσότεροι ποιητές εξύμνησαν τα νιάτα, και συμπορεύτηκαν με όλες εκείνες τις κραυγές των ώριμων ανθρώπων που αναπολούσαν την απολεσθείσα ευτυχία. Οι ενδείξεις αυτές οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η νεότητα είναι η μοναδική ηλικία που αξίζει για τον Έλληνα, και όλες οι υπόλοιπες συνιστούν ένα ιδιαίτερα προβληματικό παρόν.
Κανένα έθνος δεν διαπραγματεύτηκε τόσο επίμονα τα όρια αυτής της πολύτιμης νεότητας με την πρόθεση να τα παρατείνει όσο το δυνατόν περισσότερο· αφού ένας άνθρωπος είχε διαβεί την παιδική την εφηβική και την ηλικία του νεανία, κατακτούσε τον τίτλο του άνδρα, ακολουθούμενο από τον ηλικιωμένο άνδρα και κατόπιν τον γέροντα. Για τον προσδιορισμό του άνδρα υπήρχε επίσης η αυτάρεσκη έκφραση ο ακμάζων, που συνάδει με την ωριμότητα, και ο Αριστοτέλης τοποθετούσε αυτή την ηλικία εν σχέσει προς το σώμα μεταξύ των 30 και 35 ετών, ενώ θα μπορούσε ίσως να παραταθεί ανάλογα με την φυσική κατάσταση του ανθρώπου, ως τα 49 έτη. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ήδη την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου κάποιοι γκριζομάλληδες κατέφευγαν στις βαφές, και ότι αργότερα ο Αγαθοκλής, όταν ήταν πλέον φαλακρός φόρεσε ένα στεφάνι από μυρτιά.
Η ελεγεία ήταν κυρίως αυτή που από τις απαρχές της με τον Μίμνερμο, ύμνησε την αποκλειστική αξία της νεότητας. Και ενδεχομένως ο Κολοφώνιος ποιητής να ευχόταν να φτάσει στα εξήντα του χρόνια χωρίς ασθένειες και οδυνηρές φροντίδες· μαζί όμως με τη νεότητα παρέρχονται και οι έντονες συγκινήσεις, και αυτή η νεότητα που έχει μόνο «μήκος μιας οργιάς», είναι φευγαλέα όπως το όνειρο, και όταν παρέλθει ο χρόνος της, ο θάνατος είναι προτιμότερος από τη ζωή· διότι η καρδιά μας κατακλύζεται από οδύνες: σε κάποιον συμβαδίζει με την καταστροφή της περιουσίας του και τις δοκιμασίες της πενίας· κάποιος άλλος δεν έχει αποκτήσει απογόνους, ένας τρίτος υποφέρει από ασθένειες που συντρίβουν την καρδιά· τέλος δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να ξεφύγει τα δεινά που μοιράζει ο Ζευς. Ο Σιμωνίδης ο Αμοργίνος, αναφέρεται αρχικά στις ελπίδες της νεότητας που πιστεύει ότι θα ανταμώσει την ευτυχία την επαύριο, ή τον επόμενο χρόνο· αλλά τα αξιοθρήνητα γηρατειά καταλαμβάνουν με ταχύτητα τον άνθρωπο πριν προλάβει να ολοκληρώσει τους σκοπούς του· κάποιοι εξολοθρεύονται από θανατηφόρες ασθένειες, κάποιους ισοπεδώνει ο Άδης· ορισμένοι θανατώνονται από κάποια καταιγίδα, και μερικοί εγκαταλείπουν με τη θέλησή τους το φως της μέρας. Στον Θέογνη, το λαμπερό άνθος της νεότητας συνυπάρχει με τις ευγενείς φιλοδοξίες· εντυπωσιάζεται από το θέαμα της χάρητος και του κάλλους, που θα έπρεπε να διαρκούν περισσότερο αλλά σβήνουν όπως το όνειρο· ανόητοι και άμυαλοι είναι όσοι θρηνούν τους νεκρούς, αντί να θρηνούν τα νιάτα τους που φεύγουν !
Εκεί που σταματά η ελεγεία αναλαμβάνει η τραγωδία να πείσει τους πατέρες και της μητέρες των νεκρών ποια θα μπορούσε να είναι η μοίρα τους αν είχαν επιζήσει. «Σταμάτησε να θρηνείς, κοίταξε όλους αυτούς τους δυστυχισμένους που σε περιβάλουν και παρηγορήσου βλέποντας πόσοι θνητοί υπομένουν τις αλυσίδες τους, πόσοι, έχοντας στερηθεί τα τέκνα τους αναγκάζονται να ζήσουν σε προχωρημένη ηλικία, πόσοι, αφού έφτασαν στο απόγειο της ευδαιμονία και της δόξας, κατέληξαν στο μηδέν· αυτά θα πρέπει να ατενίσεις !» Αργότερα, ο Λουκιανός, σε έναν ειρωνικό μονόλογο, τον οποίο ο νεκρός γυιός απευθύνει στον πατέρα του συγκεντρώνει όλα όσα σχετίζονται με αυτού του είδους τις σκέψεις, ενώ το συμπέρασμα εκφράζει απόλυτα τον εμπνευστή του: «Είναι αλήθεια, λέει ο νεκρός, ότι εδώ και πολύ καιρό, τα λόγια και τα έργα σου θα με είχαν κάνει να σκάσω από τα γέλια, αν δεν μου είχατε φασκιώσει τα μάγουλα με αυτούς τους επιδέσμους !»
Σχεδόν όλες αυτές οι δηλώσεις αναμιγνύουν την εξύμνηση της νεότητας με τους θρήνους των Ελλήνων για τα γηρατειά, και εδώ προστίθενται πολλές άλλες οδύνες. Αν εκτιμούμε ότι τα λόγια των ποιητών δεν είναι αρκετά πειστικά, ας ξαναδιαβάσουμε τον αδιάλλακτο παραλληλισμό νεότητας και γήρατος στον Αριστοτέλη· δεν πρόκειται εδώ μόνο για τη διαφορετική μοίρα που συνοδεύει κάθε ηλικία, αλλά και για την ποιότητά των νέων και των γέρων, και οι μεν πρώτοι είναι προικισμένοι από τη φύση τους, ενώ οι δεύτεροι είναι χωρίς ελπίδα, διότι είναι γεμάτοι εμπειρίες, και ότι τους συμβαίνει είναι δυσάρεστο, ενώ ότι αναμένεται προοιωνίζει ένα κακό τέλος. Στους γέροντες γενικά δεν αποδιδόταν ο πρέπων σεβασμός, σύμφωνα με τον γηραιό Κρόνο, τον γηραιό Ιαπετό, τον γηραιό Τιθώνιο, αλλά σπάνια τους μεταχειρίστηκαν τόσο σκληρά όσο εδώ. Για παράδειγμα, ο Σοφοκλής, λέει για τα γηρατειά: «Η λογική έχει σβήσει, η δράση είναι ανώφελη, ενώ προστίθενται μάταιες φροντίδες». Στον Ευριπίδη ένας γέροντας μονολογεί: «Εμείς εδώ οι γέροι είμαστε ένα τσούρμο, μια σκιά, και περιπλανιόμαστε σαν εικόνες από όνειρα, αλλά χωρίς να κατέχουμε πλέον τη λογική, όσο κι αν πιστεύουμε στην ευφυΐα μας». Πολύ νωρίτερα ήδη, στον Ύμνο στην Αφροδίτη, η θεά αναφωνεί: «Οι ίδιοι οι θεοί αποστρέφονται το γήρας».
Στη συνομιλία του με το Σωκράτη, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, ο γηραιός Κέφαλος περιγράφει το περιεχόμενο των παραπόνων που εκφράζουν συνήθως οι συνομήλικοί του: θλίβονται επειδή δεν μπορούν πλέον να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της νεότητας, τα πάθη της, τα συμπόσια κ.τ.λ., πιστεύοντας ότι αυτά είναι η αληθινή ζωή, και ότι η δική τους δεν αξίζει πλέον· μερικοί παραπονούνται επίσης ότι δεν τους σέβονται οι δικοί τους άνθρωποι. Αντίθετα ο Κέφαλος θεωρεί απόδειξη «ειρήνευσης και απελευθέρωσης» το γεγονός ότι οι γέροντες δεν υπόκεινται σε ταραχώδη πάθη, και υποστηρίζει επίσης ότι και ο Σοφοκλής με τον οποίο συνομίλησε γι αυτό το ζήτημα θεωρεί τον εαυτό του ευτυχή «που απαλλάχτηκε από έναν βάρβαρο και θυμώδη τύραννο». Αλλά συχνά οι ίδιοι οι γέροντες εύχονταν να ζήσουν, και ο γηραιός Επίχαρμος, όταν άκουγε τους συνομηλίκους τους να λένε, ένας ότι θα ήταν ευχαριστημένος με πέντε ακόμη έτη ζωής, άλλος με τρία ή τέσσερα, τους απαντούσε ότι όλη αυτή η συζήτηση είναι παρανοϊκή: «Όλους εμάς εδώ οι μοίρα μας οδηγεί προς τα κάτω, και είναι καιρός να αποφασίσουμε να αναχωρήσουμε το συντομότερο, πριν βρεθούμε στην ανάγκη να υπομείνουμε μιαν ακόμη οδυνηρή συνέπεια της ηλικίας μας». Το να επιθυμούν άνθρωποι υπέργηροι να παραμείνουν στη ζωή ήταν ασυνήθιστο, και ο εκατονταετής Γοργίας αναγκάστηκε να απαντήσει σε μιαν αδιάκριτη παρατήρηση αυτού του είδους ότι το γήρας δεν του είχε δώσει μέχρι στιγμής καμίαν αφορμή να παραπονείται.
Μια τέτοια αξιολόγηση του βίου θα μπορούσε λογικά να οδηγήσει ορισμένους στην επιλογή της ατεκνίας. Εκτός από τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι γενικά συναισθάνονται την αξία της οικογένειας, οι Έλληνες είχαν επιπλέον λόγους να την επιζητούν: κατ’ αρχάς επειδή επιθυμούσαν να αφήσουν απογόνους που θα αναλάμβαναν να αποδίδουν τιμές στους νεκρούς τους, και επίσης η οικογένεια να έχει τέκνα που θα την προστάτευαν. Ο Ορέστης του Ευριπίδη ικετεύει τον Μενέλαο να τον προστατέψει και να του σώσει τη ζωή, όχι γι αυτόν τον ίδιο αλλά για τον νεκρό Αγαμέμνονα, του οποίο ο οίκος θα απέμενε χωρίς τέκνα. Και το σημαντικότερο, από την ημέρα που η πόλη κατέστη το επίκεντρο του ελληνικού βίου, η επιβίωσή και η ευημερία της βασίστηκε στην αύξηση του πληθυσμού της. Ο Θαλής όμως δηλώνει ότι θα παραμείνει εργένης επειδή αγαπά υπερβολικά τα παιδιά (δια φιλοτεκνίαν), και ο Δημόκριτος αποθαρρύνει από τον γάμο για διάφορους λόγους, και όχι μόνο χάριν της ανεξαρτησίας του φιλοσόφου· εισηγείται όμως αντιθέτως την υιοθεσία, επειδή προσφέρει τη δυνατότητα επιλογής.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου