Συνέχεια από Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013
Η ΘΕΟΤΗΣ
RAIMON PANIKKAR
Η δομή της ανθρώπινης συνειδήσεως της θεότητος
Οι τόσο διαφορετικές προοπτικές με τις οποίες ο άνθρωπος
πλησιάζει την θεότητα, τις οποίες ξεχωρίσαμε μέχρι τώρα καταλήγουν σε ένα
πλούσιο πλήθος: η πραγματικότης είναι πολλαπλή καθ’ εαυτή. Δεν μπορούμε φυσικά,
να περικλείσουμε αυτή την πολλαπλότητα
σε ένα ενοποιητικό νοητικό σχήμα, που να ισχύει καθολικά. Παρ’ όλα αυτά όμως
εάν μείνουμε στην ιδιαίτερη θέση μας στον χρόνο και στον χώρο και στις διάφορες
απόψεις και προκαταλήψεις, μπορούμε να δοκιμάσουμε μερικές επιπλέον
αξιολογήσεις.
Το σημείο εκκινήσεώς μας είναι η χαμένη αθωότης της
συγχρόνου καταστάσεώς μας. Ο,τιδήποτε μπορεί να είναι η θεότης, ότι κι αν έχουν
αισθανθεί οι λαοί άλλων εποχών, αν έχουν σκεφτεί ή πιστέψει για την θεότητα,
ακόμη κι αν μας έχουν πει πως υπήρξε η ίδια η θεότης που τους μίλησε, παραμένει
πάντοτε η πεποίθηση του συγχρόνου ανθρώπου πως κάθε σχέση με την θεότητα
πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό της συνειδήσεως και μέσω αυτής. Αυτό δεν μειώνει
καθόλου βεβαίως την πραγματικότητα ή την αντικειμενικότητα της θεότητος.
Δηλώνει μόνον πως η συνείδηση μας συνοδεύει πάντοτε σε αυτή την διαδρομή. Εάν
θελήσουμε να συμβιβάσουμε μεταξύ τους τις τόσο διαφορετικές απόψεις γύρω από
την φύση της θεότητος, πρέπει τότε να επικαλεστούμε την δομή της δικής μας
συνειδήσεως, δεχόμενοι από το ένα μέρος πως η θεότης μπορεί να είναι πολύ
περισσότερο από μια πράξη ή από ένα περιεχόμενο της συνειδήσεως και ταυτοχρόνως
πως αυτή η συνείδηση μπορεί να αλλάξει μέσα στον χρόνο και στον χώρο και πως
μπορεί ακόμη και να διαπλασθεί από την δύναμη της θεότητος.
Απέναντι στις πολυπληθείς γνώμες για την θεότητα, πρέπει
αναγκαίως να εμπιστευθούμε τον μοναδικό κοινό παράγοντα όλων αυτών, δηλαδή την
ανθρώπινη συνείδηση, η οποία χρησιμοποιεί τον όρο θεότης ή κάποιον άλλον, ισάξιο.
Η θεότης διαθέτει, δηλαδή, αυτό το ιδιαίτερο συστατικό χαρακτηριστικό:
αποκαλύπτεται σε μας μέσω μιας ενέργειας της συνειδήσεως, η οποία, παρότι ο
σκοπός της είναι υπερβατικός, δεν διαθέτει άλλη εξωτερική αναφορά εξακρίβωσης
εκτός από την ίδια την συνείδηση. Αυτός ο εισηγητής του όρου θεότης λοιπόν, δεν
είναι ούτε ορατός ούτε νοητός,
παρότι κάθε κουλτούρα του κόσμου μαρτυρεί πως οι άνθρωποι ομιλούν σταθερά για
«κάτι» που υπερβαίνει όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους. Πρέπει να εμπιστευθούμε
λοιπόν τα κείμενα, του παρελθόντος και του παρόντος, που προσφέρουν την
μαρτυρία αυτού του «τρίτου» παράγοντος που ονομάζουμε θεότητα.
Εμπιστευόμαστε λοιπόν το γεγονός πως οι άνθρωποι,
χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο ή τους ισάξιούς τους, θέλησαν να σημάνουν κάτι. Η
ανάλυση της θεότητος στηρίζεται επομένως όχι στην εμπειρική παρουσία του
αντικειμένου, ούτε στην προφανή αμεσότητα της σκέψης, αλλά στην παράδοση, στην
συγκεκριμένη της ετυμολογική σημασία, δηλαδή πάνω σε ένα αγαθό πολιτισμικό που
μας μεταδίδεται. Μια εξαίρεση φαίνεται να αποτελούν οι Μύστες, οι οποίοι
βεβαιώνουν πως πειραματίστηκαν με άμεσο τρόπο αυτή την μετα-εμπειρική και
υπερνοητή πραγματικότητα! Παρ’ όλα αυτά, την στιγμή που ακόμη και οι Μύστες
ομιλούν, πρέπει και αυτοί να ανατρέξουν στην συνείδησή τους.
Η σκέψη και η συζήτηση πάνω στο θείο ανήκουν σε ένα
ιδιαίτερο πεδίο της ανθρώπινης συνειδήσεως της οποίας τα περιεχόμενα
φανερώνονται μόνον στην εμπειρία που τα περιλαμβάνει, που τα κατανοεί. Αυτό το
γεγονός ξεκαθαρίζει τον ασύλληπτο χαρακτήρα του θείου και εξηγεί επιπλέον γιατί
η ερώτηση αποκαλύπτεται πιο σημαντική από την απάντηση!
Η θεότης αποδεικνύεται ορατή μόνον στις φανερώσεις της, και δεν υπάρχει τρόπος να καταστήσουμε
ορατή την δύναμη που φανερώνεται πέραν αυτού που φανερώνεται . Ο Νικόλα Κουζάνο
δηλώνει καθαρά πως ο θεός είναι το αόρατο του ορατού κόσμου, έτσι όπως ο κόσμος
είναι η φανέρωση του θεού του αοράτου.
[Είναι φανερό πως ομιλούμε για το αιώνιο και το άπειρο, τα
οποία δεν ανήκουν στον θεό, αλλά υφίστανται του θεού ένεκεν].
Η θεότης δεν είναι νοητή (με την καντιανή έννοια). Θα έπαυε
να είναι θεότης εάν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την σημασία της, σαν κάτι που
ανήκει στην ανθρώπινη σφαίρα ή την κοσμική. Η θεότης δεν είναι αντικείμενο
παρατηρήσεως, ούτε και μπορεί να υπάρξει μια επιστήμη της θεότητος. Έτσι ο
Μάϊστερ Έκαρτ ισχυρίζεται πως πρέπει να
υπερβούμε όχι μόνον τους καρπούς της φαντασίας, αλλά και εκείνους της
κατανοήσεως.
Πολύ πριν τον Sankara, ο κόσμος των Ινδών προσέδωσε σπουδαιότητα αποφασιστικής
σημασίας στην διάκριση ανάμεσα στο φαινόμενο και την πραγματικότητα και
αναγνώρισε πως αυτή η τελευταία υπερβαίνει τόσο τις αισθήσεις όσο και τον νου.
Η σύντομη Kena Ουπανισάντ είναι ίσως ένα από τα καλύτερα ιερά κείμενα που
υπογραμμίζουν την υπερβατικότητα και ταυτόχρονα και την ενύπαρξη (immanenz) της θεότητος
(1.555.2.3):
Αυτό που δεν μπορεί να εκφραστεί από τις λέξεις,
αλλά από το οποίο η λέξη έρχεται στην έκφραση…
αυτό που δεν μπορεί να διαλογιστεί από τον νου
αλλά από το οποίο, λένε, ο νους διαλογίζεται…
αυτό που δεν μπορεί να γίνει ορατό από το μάτι,
αλλά από το οποίο τα μάτια δέχονται την όραση…
Δεν γίνεται κατανοητό από αυτούς που κατανοούν
γίνεται κατανοητό από αυτούς που δεν κατανοούν.
Καταλήγοντας, της θεότητος είναι μόνον ο λόγος (η λέξη), η
θεολογία. Αλλά είναι ένας λόγος που δεν μειώνεται σε νους: πρόκειται για μια λέξη φανερωμένη μόνον στην ίδια την
εμπειρία. Αυτό όμως δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως η θεότης είναι μόνον
μια υποκειμενική κατάσταση εμπειρίας, αλλά για όλα τα άλλα πράγματα έχουμε μια
αναφορικότητα που μπορεί να εκφραστεί. Μπορούμε να φτάσουμε στην res nominis, δηλαδή στο
ονομαζόμενο πράγμα. Αυτό όμως δεν ισχύει στην περίπτωση του θείου, διότι το
ονομαζόμενο πράγμα, βρίσκεται μέσα στο νόημα του ίδιου του ονόματος. Γι’ αυτόν
τον λόγο όλες οι θεολογικές διαμάχες είναι τόσο ανυποχώρητα σοβαρές. Το
μοναδικό πράγμα που διαθέτουμε είναι τα ονόματα του θεού. Να θεωρήσουμε τα
ονόματα σαν απλές ετικέτες που παραπέμπουν στα πράγματα (όπως στον νομιναλισμό)
είναι μια τυπική διαδικασία των μοντέρνων επιστημών, αλλά αυτή η μέθοδος δεν
είναι κατάλληλη στην περίπτωση της θεότητος. Χωρίς τα ονόματα, δεν θα είχαμε
καμμία δυνατότητα να βρούμε την έννοια, την σημασία.
Τα ονόματα της θεότητος είναι διαφορετικά από τα αφηρημένα
ονόματα, όπως είναι η δικαιοσύνη ή το κάλλος. Μπορούμε να συμπεράνουμε την
σημασία της δικαιοσύνης παρατηρώντας στα πρόσωπα ένα συγκεκριμένο σχήμα
συμπεριφοράς και να απαιτήσουμε μια κάποια αντίληψη της ομορφιάς συγκρίνοντας
τις εμπειρίες μας με τις εμπειρίες των άλλων προσώπων. Αλλά η ανθρώπινη
συμπεριφορά και τα αισθητά αντικείμενα ανήκουν στην κατηγορία των εμπειριών που
μοιράζονται όλοι. Με άλλα λόγια η έννοια, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις,
εξακριβώνεται έξω από την συνείδηση, παρότι δεν γίνεται δυνατή (η εξακρίβωση)
ανεξαρτήτως από αυτή. Είναι διαφορετική όμως η περίπτωση της θεότητος: δεν
μπορούμε να την εξακριβώσουμε σαν ένα αντικείμενο που βρίσκεται τοποθετημένο
έξω από το πεδίο της συνειδήσεώς μας, ούτε και μπορούμε να συγκρίνουμε τις
δικές μας καταστάσεις συνειδήσεως, όπως μπορούμε όμως να κάνουμε στην περίπτωση
όλων των άλλων αφηρημένων αντικειμένων. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση είμαστε
σε θέση να δείξουμε τα πράγματα ή τις πράξεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν,
φανερώνουν ή με κάποιο τρόπο καθορίζουν την σημασία που αποδίδουμε σε αυτές τις
λέξεις. Στην περίπτωση της θεότητος, οπωσδήποτε μπορούμε να συμπεράνουμε την
ιδέα που έχουν τα πρόσωπα από εκείνο που λένε και πράττουν, αλλά υπάρχει μία
διαφορά. Μία διάσταση υπερβατικότητος, απερίγραπτη, ουσιαστικότητος ή
μοναδικότητος, η οποία αφήνει αναγκαίως ένα ρήγμα ανάμεσα σε κείνο που
φανερώνεται και στην πηγή του. Γι' αυτόν τον λόγο μερικές παραδόσεις έθεσαν ως
αξίωμα μια ειδική "έβδομη" αίσθηση, σχετική με το θείο, που δεν
μειώνεται στις πέντε αισθήσεις, ούτε και στην "έκτη" αίσθηση της
διάνοιας.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου