Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Πρώτος - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (16)


Συνέχεια από: 2 Μαίου 2018

Επίλογος (συνέχεια)

24. Και από το ότι το Πνεύμα δεν λέγεται εκ της αρχής, αλλά μετά της αρχής, παρεστήσαμε ότι αρχή θεολογείται ο Υιός. (δείτε εδώ)

25. Και ότι ο λέγων ότι το Πνεύμα έχει ύπαρξιν δι᾿ Υιού και εκλαμβάνων την “διά” υπό την έννοια της “έκ” αμαρτάνει. Διότι όπως κατ’ ακολουθία του λόγου δι’ αυτού το Πνεύμα λέγεται και όχι εξ εκείνου, αλλά μαζί με εκείνον, γεννηθέντα εκ του Πατρός, και το Πνεύμα εκπορεύεται. (δείτε εδώ)

26. Πάλιν εκ του ότι θεολογείται έκαστον των τριών προσώπων ως μέσον των δύο άλλων καθ’ υπόστασιν. (δείτε εδώ)

27. Και εκ του ότι προς άλληλα έχουν όπως έκαστον προς εαυτό. (δείτε εδώ)

28. Και με το να λέγεται δεύτερον από του Πατρός και το Πνεύμα, καθώς και ο Υιός, αμέσως δεικνύεται ότι εκάτερον υπάρχει εκ Πατρός, καθώς δεν αρμόζει η θεολογική μεσότης εις τα τρία συνεχώς κείμενα σημεία, αλλά εις τα σημεία επί των γωνιών του τριγώνου. (δείτε εδώ)

29. Μετά τούτο, αφού εδείχθη φανερά ότι είναι διττή η πρόοδος του Πνεύματος, εδείχθη επίσης ότι και έκαστη των προόδων έχει το κατάλληλον τέρμα. Και με αυτό πάλιν ότι το Πνεύμα δεν έχει το είναι (την ύπαρξιν) και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

30. Πάλιν εκ του ότι λέγουν και τον Υιόν αρχήν του θείου Πνεύματος οι Λατινόφρονες απεδείχθησαν ότι συμπαρατάσσουν το θείον Πνεύμα μαζί με τα κτιστά. (δείτε εδώ)

31. Επίσης εκ του ότι ο Πατήρ και ο Υιός δεν έχουν κοινωνίαν κατά το θεογόνον παρίσταται ότι δεν είναι και εκ του Υιού το Πνεύμα. (δείτε εδώ)

32. Προς δε τούτοις, εκ του ότι τα κοινά της υψίστης Τριάδος ανήκουν επίσης εις εκάστην των θείων υποστάσεων, απεδείχθησαν οι Λατινόφρονες ότι δεν λέγουν εκ τού Πατρός ούτε τον Υιόν ούτε το Πνεύμα, και ότι δεν έχει υποστατικές διαφορές ο Θεός. (δείτε εδώ)


33. Έπειτα, ομιλούντες περί της εν Θεώ τάξεως, αποδείξαμε ότι δεν είναι γνωστόν στους αγίους, ποίαν σχέσιν και τάξιν έχουν μεταξύ τους ο Υιός και το άγιον Πνεύμα, παρεστήσαμε δε ότι και σε τούτο συμφωνούν οι μεγάλοι, Βασίλειος και Γρηγόριος και Ιωάννης ο χρυσούς θεολόγος, προσέτι δε παρεστήσαμε και διευκρινήσαμε την ευσεβή και παραδεδεγμένη τάξιν επί του Θεού. Και με αυτό ελέχθησαν οι λατινόφρονες, ότι την μεν ευσεβή αυτήν τάξιν αγνοούν, εκείνα δε τα οποία οι θεολόγοι ομολογούν ότι δεν γνωρίζουν ως ευρισκόμενα υπεράνω των δυνάμεών μας, αυτοί καυχώνται ότι τα γνωρίζουν με ακρίβεια και έτσι καινοφωνούν και βλασφημούν σχετικά με την εκπόρευσιν του παναγίου Πνεύματος. (δείτε εδώ)

34. Εμείς δε εδώσαμεν και λόγον (διδαχή), δεικνύοντες πολυειδώς για ποιον λόγον ως επί το πλείστον ο Υιός υμνείται από εμάς και παραδίδεται στους μυουμένους μετά τον Πατέρα, το δε Πνεύμα μετά τον Υιόν. (δείτε εδώ)


35. Δεικνύουμε ότι οι θεολόγοι ως επόμενοι ακολουθούντες καλώς τον λόγον της μυήσεως (της διδαχής), δι’ όλα τα κοινώς ενθεωρούμενα (παρατηρούμενα) στις τρεις υποστάσεις, λέγουν ότι το Πνεύμα έχει προς τον Υιόν ούτως, όπως ο Υιός προς τον Πατέρα. (δείτε εδώ)

36. Και ότι μη ακούσαντες συνετώς τούτο παλαιότερα ο Ευνόμιος και ύστερα οι Λατινόφρονες δογμάτισαν το άγιον Πνεύμα τρίτον από τον Πατέρα· και εν συνεχεία προσεδογμάτισαν ο μεν Ευνόμιος ότι είναι τρίτον και κατά την φύσιν, οι δε Λατίνοι ότι έχει το είναι (την ύπαρξιν) και εκ του Υιού. (δείτε εδώ)

37. Επίσης δεικνύουμε ότι όχι μόνον αμφότερα ο Υιός και το Πνεύμα, αλλά και εκάτερον αυτών χωριστά, αμέσως αναφέρεται προς τον Πατέρα, και ότι, αν τούτο δεν συνέβαινε έτσι, δεν θα ήτο καν εις Θεός.

38. Προς δε τούτοις εκ του ότι ο Θεός και Πατήρ κτίζει ως Θεός, αλλ' όχι ως Πατήρ, γεννά δε και εκπορεύει ως Πατήρ, δεικνύουμε ότι, αν κατά τους Λατίνους το Πνεύμα προέρχεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού ως εξ ενός, τότε δεν θα είναι ως εξ ενός Θεού, αλλ’ ως εξ ενός Πατρός, του Πατρός και του Υιού δηλαδή. Και έτσι το λατινικόν φρόνημα εξελέγχεται τελείως να θεώρει καθ’ ύπαρξιν το Πνεύμα και εξ αμφοτέρων αυτών δυσσεβώς και ως εξ ενός Θεού των αμφοτέρων.

39. Προσέτι (ακόμη) μετά τούτο ομιλούμε περί αρχής και επιβεβαιώνουμε ότι οι λατινόφρονες αποκρίνονται σοφιστικώς προς τούς ερωτώντες αυτούς, αν δέχονται δύο αρχές της θεότητος του Πνεύματος.


40. Εν συνεχεία πάλι αποδεικνύεται ότι οι λατινόφρονες, εκ του ότι ο Πατήρ θεολογείται υπό του αποστόλου Πατήρ των φώτων, από αυτό δέχονται Πατέρα και τον Υιόν· και αθετούντες σαφώς την μοναρχία και το καθ’ υπόστασιν ενιαίον του Πατρός.

41. Φανερώνουμε και από την αρχαϊκότητα ότι το δικό μας δόγμα έχει το σεβάσμιον και ότι δεν χρειάζεται προσθήκην αφού δεν έχει καμμίαν έλλειψιν.

42. Αφού έπειτα είπαμε ότι δεκτά πρέπει να γίνονται μάλλον τα δημοσία διακηρυχθέντα υπό των Πατέρων παρά τα ιδιαιτέρως λεχθέντα από μερικούς εξ αυτών, και ότι τα μη ευρισκόμενα σε κοινήν χρήσιν είναι ύποπτα, και μάλιστα όταν προβάλλονται από τους Λατίνους, οι οποίοι παραποιούν και τα φανερά, υπεσχέθημεν με την βοήθεια του Θεού σε δευτέρον λόγον (πραγματεία) να παραστήσουμε ότι συμφωνούν τα φαινόμενα ότι διαφωνούν.

Αυτά λοιπόν απεδείχθησαν ανωτέρω δια πολλών. Απεδείχθη επίσης ότι εμείς και η ομολογία μας είναι από παντού ασφαλισμένη και είναι δι’ εμάς στέφανος καυχήσεως και ακαταίσχυντος ελπίς. Αν δε συμβαίνει τούτο και εμείς είμεθα ως προς αυτήν ελλιπείς, πολύ περισσότερο θα ήσαν ελλιπείς οι παλαιοί, οι άνωθεν μυηθέντες (διδαχθέντες) και το γένος μας θεοκινήτως μυήσαντες (διδάξαντες) απόστολοι, προφήτες, σεπτές σύνοδοι πατέρων πολλές και πολυάριθμοι. Εάν δε εκείνοι εγνώριζαν κατ’ άλλον τρόπον, όπως τώρα ισχυρίζονται οι Λατίνοι, και δεν το εφανέρωσαν σε εμάς, και μάλιστα μολονότι ο Κύριος είπε, «όσα ακούσατε στο σκότος, κηρύξατε στο φώς», πώς δεν θα ήσαν αξιοκατάκριτοι; Αλλ’ ο Θεός τους εδικαίωσε και ως προς το θέμα τούτο διά μεγίστων έργων.

Διότι όχι μόνον δεν εφρόνουν όσα οι Λατίνοι, άπαγε, όπως απεδείχθη, αλλά και εγνώρισαν και παρέδωσαν σε εμάς μίαν μόνον αρχήν της θεότητος, ένα αγέννητον Πατέρα, ένα Υιόν προερχόμενον εξ αυτού γεννητώς, εν άγιον Πνεύμα συναΐδιον, εκπορευόμενον και αυτό εκ του Πατρός πρό αἰώνων καί εἰς αἰῶνας· και προσέτι συνδοξαζόμενον με τον Πατέρα και τον Υιόν τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΤΕΛΟΣ

Αρχαίο κείμενο

24. Καί ἀπό τοῦ μή ἐκ τῆς ἀρχῆς τό Πνεῦμα λέγεσθαι, ἀλλά μετά τῆς ἀρχῆς, ἀρχῆς εἶναι θεολογουμένου τοῦ Υἱοῦ.

25. Καί ὡς ὁ δι᾿ Υἱοῦ καθ᾿ ὕπαρξιν τό Πνεῦμα λέγων καί εἰς τήν "ἐκ" τήν "διά" μεταλαμβάνων ἁμαρτάνει. Ὡς γάρ συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ δι᾿ αὐτοῦ τό Πνεῦμα λέγεται καί οὐκ ἐξ ἐκείνου, ἀλλά σύν ἐκείνῳ, γεννηθέντι ἐκ τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται.

26. Αὖθις ἐκ τοῦ θεολογεῖσθαι τῶν τριῶν προσώπων ἕκαστον, τῶν καθ᾿ ὑπόστασιν ἑτέρων δύο μέσον.

27. Καί πρός ἄλληλα ἔχειν ὡς ἕκαστον πρός ἑαυτό.

28. Καί τῷ δεύτερον ἀπό τοῦ Πατρός καί τό Πνεῦμα λέγεσθαι, καθά καί ὁ Υἱός, ἀμέσως ἑκάτερον ὑπάρχον ἐκ Πατρός ἐδείχθη μή ἐοικυίας τῆς θεολογικῆς μεσότητος τοῖς κειμένοις ἐφεξῆς τρισί σημείοις, ἀλλά τοῖς ἐπί τῶν τοῦ τριγώνου γωνιῶν.

29. Μετά τοῦτο διττῆς φανερῶς δειχθείσης τῆς τοῦ Πνεύματος προόδου, προσεδείχθη καί τῶν προόδων ἑκατέραν κατάλληλον τήν παῦλαν ἔχειν. Κἀντεῦθεν πάλιν, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχει τό Πνεῦμα τό ἅγιον.

30. Πάλιν ἐκ τοῦ λέγειν καί τόν Υἱόν ἀρχήν τοῦ θείου Πνεύματος ἀναπεφήνασιν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες τοῖς κτιστοῖς συντάττοντες τό θεῖον Πνεῦμα.

31. Αὖθις ἐκ τοῦ μή ἔχειν κοινωνίαν κατά τό θεογόνον τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν παρίσταται μή εἶναι καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα.

32. Πρός δέ τούτοις, ἐκ τοῦ τά κοινά τῆς ἀνωτάτω Τριάδος ἐπίσης εἶναι τῶν θείων ὑποστάσεων ἑκάστῃ, ἀνεφάνησαν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες μήτε τόν Υἱόν μήτε τό Πνεῦμα λέγοντες ἐκ τοῦ Πατρός, μηδ᾿ ὑποστατικάς ἔχειν τόν Θεόν διαφοράς.

33. Εἶτα περί τῆς ἐν Θεῷ τάξεως ποιησάμενοι τόν λόγον προσαπεδείξαμεν μή γνωστόν εἶναι τοῖς ἁγίοις, ὅπως ἔχει πρός ἄλληλα σχέσεώς τε καί τάξεως ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον˙ καί συμφωνεῖν κἀν τούτῳ παρεστήσαμεν τούς μεγάλους, Βασίλειον καί Γρηγόριον καί Ἰωάννην τόν χρυθοῦν θεολόγον, πρός δέ καί τήν εὐσεβῆ καί ἀνωμολογημένην ἐπί τοῦ Θεοῦ τάξιν παρεστήσαμέν τε καί διευκρινήσαμεν. Κἀντεῦθεν ἀπηλέγχθησαν οἱ λατινικῶς φρονοῦντες τήν μέν εὐσεβῆ τάξιν ἀγνοοῦντες, ἅ δέ οἱ θεολόγοι μή εἰδέναι ὁμολογοῦσιν ὡς ὑπέρ ἡμᾶς, αὐτοί ταῦτα γινώσκειν ἀκριβῶς αὐχοῦντες καί οὕτω καινοφωνοῦντες, καί βλασφημοῦντες περί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ παναγίου Πνεύματος.

34. Ἡμεῖς δέ καί λόγον ἐκδεδώκαμεν πολυειδῶς δεικνύοντες τίνος ἕνεκεν ὡς ἐπί πλεῖστον ὁ μέν Υἱός μετά τόν Πατέρα, τό δέ Πνεῦμα μετά τόν Υἱόν ἡμῖν ὑμνεῖται καί τοῖς μυουμένοις παραδίδοται.

35. Καί ὡς ἑπόμενοι καλῶς οἱ θεολόγοι τῷ λόγῳ τῆς μυήσεως, ἐπί πάντων τῶν κοινῶς ἐνθεωρουμένων τοῖς τρισίν , οὕτω φασίν ἔχειν πρός τόν Υἱόν τό Πνεῦμα, ὡς πρός τόν Πατέρα ὁ Υἱός.

36. Καί ὅτι τοῦτο μή συνετῶς ἀκούσαντες Εὐνόμιός τε πρότερον καί οἱ λατινικῶς πεφρονηκότες ὕστερον, τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός ἐδογμάτισαν τόν Πνεῦμα τό ἅγιον˙ κἀντεῦθεν ὁ μέν Εὐνόμιος τρίτον καί τῇ φύσει, Λατῖνοι δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχειν προσεδογμάτισαν.

37. Ἔτι δείκνυμεν, ὡς οὐκ ἄμφω μόνον ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, ἀλλά καί ἑκάτερον αὐτῶν χωρίς, ἀμέσως ἀναφέρεται πρός τόν Πατέρα˙ καί ὡς, εἰ μή τοῦθ᾿ οὕτως ἔχει, οὐδέ Θεός εἷς ἔσται.

38. Πρός δέ τούτοις ἐκ τοῦ τόν Θεόν καί Πατέρα ὡς Θεόν ἀλλ᾿ οὐχ ὡς Πατέρα κτίζειν, γεννᾶν δέ καί ἐκπορεύειν ὡς Πατέρα, δείκνυμεν, ὡς εἰ κατά Λατίνους ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὡς ἐξ ἑνός τό Πνεῦμα, οὐχ ὡς ἐξ ἑνός ἔσται Πατρός, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. Καί οὕτω τό λατινικόν φρόνημα τελέως ἐξελέγχεται καί ὡς ἐξ ἀμφοτέρων αὐτῶν δυσσεβῶς καθ᾿ ὕπαρξιν τό Πνεῦμα λέγον καί ὡς ἐξ ἑνός Θεοῦ τῶν ἀμφοτέρων.

39. Ἔτι μετά τοῦτο περί ἀρχῆς φαμεν, καί ὡς οἱ λατινικῶς φρονοῦντες σοφιστικῶς ἀποκρίνονται πρός τούς ἐρωτῶντας αὐτούς, εἰ δύο λέγουσιν ἀρχάς τῆς θεότητος τοῦ Πνεύματος.

40. Ἐντεῦθεν πάλιν ἐκ τοῦ Πατέρα φώτων θεολογεῖσθαι παρά τοῦ ἀποστόλου τόν Πατέρα, καί τόν Υἱόν κἀντεῦθεν Πατέρα λέγοντες οἱ λατινικῶς φρονοῦντες ἀποδείκνυται˙ καί ἀθετοῦντες σαφῶς τήν μοναρχίαν καί τό καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνιαῖον τοῦ Πατρός.

41. Ἀναφαίνομεν τό αἰδέσιμον ἔχειν καί ἀπό τῆς ἀρχαιότητος τό καθ᾿ ἡμᾶς δόγμα, καί ὡς ἀνελλιπές μηδαμῶς προσθήκης δεῖσθαι.

42. Ἔπειτα καί τοῦτ᾿ εἰπόντες, ὅτι τά κοινῶς εἰρημένα παρά τῶν πατέρων στερκτέα μᾶλλον τῶν ἰδίως τισί τούτων εἰρημένων ἑκάστῳ, καί ὅτι τά μή καθωμιλημένα ὕποπτά ἐστι, καί μάλιστα παρά Λατίνων προαγόμενα τῶν καί τοῖς φανεροῖς παρεγχειρούντων, ὑπεσχέθημεν, σύν Θεῷ δ᾿ ὁ λόγος ἐν δευτέρῳ λόγῳ τά διαφωνεῖν δοκοῦντα συμφωνοῦντα παραστήσειν.

Ταῦτα μέν οὖν ἀνωτέρω διά πλειόνων ἀποδέδεικται˙ καί ὡς ἡμεῖς καί ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ὁμολογία πανταχόθεν ἔχει τό ἀσφαλές καί στέφανος ἡμῖν ἐστι καυχήσεως καί ἀκαταίσχυντος ἐλπίς. Εἰ γάρ μή οὕτω καί ἡμεῖς κατά ταύτην ἐλλιπεῖς, πολλῷ μᾶλλον οἱ ἐκ παλαιοῦ καί μυηθέντες ἄνωθεν καί τό καθ᾿ ἡμᾶς γένος θεοκινήτως μυήσαντες ἀπόστολοι, προφῆται, σεπταί σύνοδοι πατέρων πολλαί τε καί πολυάριθμοι. Εἰ δέ καί γινώσκοντες ἑτέρως, ὡς νῦν ἰσχυρίζονται τό τῶν Λατίνων γένος, οὐ πεφανερώκασιν ἡμῖν, καί ταῦτα τοῦ Κυρίου πρός αὐτούς εἰπόντος, «ἅ ἠκούσατε ἐν τῇ σκοτίᾳ, κηρύξατε ἐν τῷ φωτί», πῶς οὐκ ἄν τῶν ὑπευθύνων εἶεν; Ἀλλ᾿ ὁ Θεός αὐτούς δι᾿ἔργων κἀνταῦθα μεγίστων ἐδικαίωσεν.

Οὐ γάρ ἐφρόνουν κατά τούς Λατίνους, ἄπαγε, ὡς καί τοῦτο δέδεικται, ἀλλά καί ἐγνώκασι καί παραδεδώκασιν ἡμῖν μίαν καί μόνην ἀρχήν τῆς θεότητος, ἕνα Πατέρα ἀγέννητον, ἕνα Υἱόν ἐξ αὐτοῦ γεννητῶς προερχόμενον, ἕν Πνεῦμα ἅγιον συναΐδιον, ἐκ τοῦ Πατρός καί αὐτό ἐκπορευόμενον πρό αἰώνων καί εἰς αἰῶνας˙ καί ἔτι καί συνδοξαζόμενον τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

                             ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: