Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (7)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 5 Ιουνίου 2020


15. Αυτό είναι η πρώτη ισχυρή απόδειξη για τους σοφούς που μωράνθηκαν (το ότι δεν δέχονται με πίστη τις παραδόσεις τις οποίες παραλάβαμε με απλότητα από τους άγιους πατέρες). Δεύτερη και μεγαλύτερη από αυτήν απόδειξη είναι το ότι (οι έξω σοφοί) επιστρατεύουν τη δύναμη τού μωραμένου και παραλογισμένου λόγου εναντίον εκείνων που παραδέχονται τις παραδόσεις με απλότητα καρδιάς και ότι παραθεωρούν -σύμφωνα με εκείνους που παρέβλεψαν και εξήγειραν την κτίση εναντίον του κτίστη- τα λόγια του Πνεύματος και επιτίθενται μέσω αυτών εναντίον των μυστικών ενεργειών του Πνεύματος, οι οποίες σε εκείνους που ζουν σύμφωνα με το Πνεύμα ενεργούν κατά τρόπο που υπερβαίνει τη λογική. Τρίτη και σαφέστερη απόδειξη είναι το ότι λέγουν (υπονοεί τον Βαρλαάμ και τους γύρω από αυτόν) ότι οι άσοφοι εκείνοι σοφοί (οι έξω σοφοί) έχουν λάβει τη σοφία από τον Θεό όπως και οι προφήτες, αν και βέβαια ο Πλάτων σαφώς, επαινώντας τους διακεκριμένους μεταξύ αυτών, θεωρεί μέγιστο εγκώμιο να δείξει ότι κατέχονται από μανία. «Και όποιος», λέγει (ο Πλάτων στον Φαίδρο), «φθάσει σε ποιητικούς λόγους χωρίς έμπνευση δαιμόνων, είναι ατελής και αυτός και η ποίηση του, και η ποίηση του σώφρονα αφανίζεται από την ποίηση των μαινομένων». Αλλά και ο ίδιος, θέλοντας να φιλοσοφήσει σχετικά με τη φύση του κόσμου στο έργο του Τίμαιος, εύχεται να μην πει τίποτε το οποίο δεν θα είναι αγαπητό στους θεούς. Και πως η αγαπητή στους δαίμονες φιλοσοφία θα ήταν του Θεού και θα προερχόταν από τον Θεό; Με τον Σωκράτη επίσης συνυπήρχε δαιμόνιο, από το οποίο φυσικά μυήθηκε, και ίσως από αυτό έχει μαρτυρηθεί ως άριστος κατά τη σοφία. Ο Όμηρος πάλι μέσω αυτού προτρέπει τη θεά να ψάλλει την ανδροφόνο οργή του Αχιλλέα, προσφέροντας τον εαυτό του να χρησιμοποιηθεί σαν όργανο από τον δαίμονα και αποδίδοντας σ’ αυτήν την αιτία της σοφίας και ευγλωττίας του. Και στον Ησίοδο επίσης δεν ήταν αρκετό να ενεργείται από ένα δαίμονα, αφού ήταν ποιητής της Θεογονίας· γι’ αυτό προσελκύει στον εαυτό του εννέα, άλλοτε από την Πιερία, και άλλοτε από τον Ελικώνα, και πάρα πολύ δίκαια· γιατί, ενώ έβοσκε στο όρος χοίρους, έφαγε δάφνη ελικωνίτιδα, που του δόθηκε από αυτές, και γέμισε από κάθε είδους σοφία. Σε άλλον πάλι άλλος θεός «μετέδωσε τη δύναμή του». Άλλος επίσης δίνει μαρτυρία ο ίδιος για τον εαυτό του, λέγοντας, «όλα τα διδάχθηκα από την θεοφραδή μούσα». Και άλλος πάλι εύχεται να χορέψει επάνω στην ψυχή του όλος, αλλοίμονο, ο χορός των μουσών, ώστε από την Επτάπορη του Πιέρου να μπορέσει να μάθει τις επτά ζώνες και τους επτά πλανήτες αστέρες και τα σχετικά με αυτούς, από την Ουρανία του Δία όλη την άλλη αστρολογία, και από τις υπόλοιπες, που εποπτεύουν τα κάτω και κατά την άποψη αυτών, τα επίγεια.

16. Τί θα πεις λοιπόν; Ότι έχουν σοφία Θεού αυτοί που λένε φανερά τέτοια για τον εαυτό τους;  Όχι, εφόσον είμαστε στα λογικά μας και υπηρέτες της πραγματικής σοφίας, η οποία δεν εισέρχεται σε ψυχή κακότεχνη και φίλη των δαιμόνων, και αν κατορθώσει να εισέλθει, όταν αυτή γίνει χειρότερη, απομακρύνεται. Γιατί «το άγιο Πνεύμα της παιδείας απομακρύνεται από τους ασύνετους λογισμούς», σύμφωνα με τον Σολομώντα, ο οποίος δέχθηκε με αφθονία τη θεία σοφία και έγραψε γι’ αυτήν. Και τί υπάρχει πιο ανόητο από εκείνους που καυχώνται ότι ενεργούνται από δαίμονες και αποδίδουν σ’ αυτούς τη χορηγία της σοφίας τους; Γιατί εμείς όσα λέμε τώρα δεν τα λέμε γενικά για τη φιλοσοφία, αλλά για τη φιλοσοφία των ανθρώπων αυτού του είδους. Εάν πράγματι σύμφωνα με τον Παύλο δεν μπορεί κανείς «να πίνει το ποτήριον του Κυρίου και το ποτήριον των δαιμονίων», πως θα μπορούσε να έχει σοφία Θεού και να δέχεται εμπνεύσεις από δαίμονες; Δεν είναι δυνατόν αυτό, δεν είναι. Γιατί, αν και ο Παύλος είναι αυτός που λέγει ότι «κατά τη σοφία του Θεού δεν γνώρισε ο κόσμος τον Θεό», δεν κάλεσε «σοφία Θεού» εκείνη που υπάρχει στους άσοφους εκείνους σοφούς (έξω σοφούς), μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά τη σοφία που έχει φυτευθεί από τον κτίστη στα κτίσματα, και εκείνος που γνωρίζει ότι αυτή είναι αγγελιοφόρος του Θεού, γνωρίζει τον Θεό που διακηρύττεται μέσω αυτής και έχει αληθή γνώση των όντων και κατ’ άλλον τρόπο σοφία Θεού, αφού έγινε γνώστης της σοφίας του Θεού. Γιατί λέγει ο μέγας Διονύσιος· «οι αληθινοί φιλόσοφοι πρέπει μέσω της γνώσεως των όντων να οδηγούνται προς τον Αίτιο των όντων».

17. Εάν λοιπόν ο αληθινός φιλόσοφος ανάγεται προς τον Αίτιον, εκείνος που δεν ανάγεται προς αυτόν δεν είναι αληθινός φιλόσοφος ούτε έχει σοφία, αλλά κάποιο απατηλό είδωλο αληθινής σοφίας και στέρηση σοφίας, αλλ’ όχι σοφία. Τη στέρηση λοιπόν της σοφίας πώς θα ήταν δυνατόν να την ονομάσουμε «σοφία Θεού»; Άλλωστε και ο δαιμόνιος νους, σαν νους που είναι, είναι καλό, εφόσον όμως χρησιμοποιεί τον εαυτό του κακώς, είναι κακό· αν και βέβαια γνωρίζει καλύτερα από εμάς τα μέτρα του κόσμου, τις περιόδους και τις συζυγίες και τις διαστολές των κινουμένων, επειδή όμως δεν χρησιμοποιεί τη γνώση με τρόπο θεοφιλή, είναι νους ανόητος (άνους) και σκοτισμένος. Με τον ίδιο άρα τρόπο πρέπει να δούμε και την ελληνική σοφία, η οποία μέσω της σοφίας του Θεού που υπάρχει στα κτίσματα, κατά την οποία τη φθορά του ενός την έκαμε γένεση του άλλου, προσπαθεί να δείξει τον Θεό όχι Κύριο των όλων, ούτε κτίστη του παντός, και με το να μη κατανοεί ότι τίποτε δεν γίνεται από το μηδέν, έχοντας αποβάλει έτσι τον σεβασμό προς τον αληθινό Θεό και, σύμφωνα με τον μέγα Διονύσιο, επειδή δεν χρησιμοποίησε σωστά τα θεία έναντι των θείων και εξαιτίας αυτού έγινε μωρή και άσοφη, πώς θα μπορούσε να είναι σοφία του Θεού; Γι’ αυτό και ο Παύλος, θέλοντας να μας δείξει εδώ ότι είναι διπλό το είδος της σοφίας, λέγει, «κατά τη σοφία του Θεού, δεν γνώρισε ο κόσμος τον Θεό». Βλέπεις ότι τη μία την είπε σοφία του Θεού, ενώ την άλλη απλή σοφία και αιτία το να μη γνωρίσει κανείς τον Θεό; Και αυτή είναι εκείνη που βρέθηκε από τους Έλληνες, είναι διαφορετική από τη σοφία του Θεού, και φανερώθηκε με τον διπλασιασμό του ονόματος της «σοφίας». Και τί λέγει ο θεόσοφος αυτός στη συνέχεια; «Εμείς μιλούμε με σοφία του Θεού». Άρα λοιπόν ή εκείνοι συμφωνούν με αυτόν, ή αυτός με εκείνους; Καθόλου· γι’ αυτό και αυτός αποκλείοντας αυτό, λέγει· «μιλούμε με σοφία του Θεού στους τέλειους, με σοφία όχι του κόσμου τούτου, ούτε των αρχόντων του κόσμου τούτου που καταργούνται» και «την οποία κανένας από τους άρχοντες του κόσμου τούτου δεν τη γνώρισε». Αυτή η σοφία βέβαια βρίσκεται μέσα μας με τη χάρη του Ιησού Χριστού, «ο οποίος έγινε για εμάς σοφία του Θεού». Εκείνη όμως δεν υπήρχε σε εκείνους, αλλά μέσα στα κτίσματα που ερευνώνται από εκείνους· αυτοί εξετάζοντας σε όλη τη ζωή τους τούς λόγους των κτισμάτων έφθασαν βέβαια σε κάποια έννοια του Θεού, αφού η φύση και η κτίση παρέχει όχι λίγες αφορμές, ενώ οι δαίμονες με δαιμονική δολιότητα δεν εμποδίζουν· πώς δηλαδή θα θεωρούνταν θεοί, αν δεν έφθανε καθόλου η έννοια του Θεού στην ανθρώπινη διάνοια;

18. Επομένως έφθασαν βέβαια εκείνοι σε έννοια τού Θεού, αφού ερεύνησαν τη φύση των αισθητών, αλλ’ όχι έννοια άξια και που αρμόζει στη μακάρια φύση· «γιατί σκοτίσθηκε η ασύνετη καρδιά αυτών» από τους πονηρούς δαίμονες, οι οποίοι μυούν στην κακοήθεια. Και πράγματι πώς θα θεωρούνταν αυτοί θεοί, και πώς θα πιστεύονταν διδάσκοντας πολυθεΐα, αν στη διάνοια παρουσιαζόταν άξια έννοια του Θεού; Γι’ αυτό εκείνοι που επιδίδονται στην ανόητη και μωρή εκείνη σοφία και απαίδευτη παιδεία ψευδολογούν εναντίον του Θεού και της φύσεως, αφού ανύψωσαν τη φύση σε εξουσία, ενώ τον Θεό όσο τους ήταν δυνατό τον κατέβασαν από την εξουσία, απέδωσαν το θείο όνομα στους δαίμονες, και τόσο πολύ άστοχη σαν στο να βρουν τη γνώση των όντων, πράγμα το οποίο αποτελούσε σκοπό και μέλημά τους, ώστε να ονομάσουν έμψυχα τα άψυχα, και ακόμα ότι είναι μέτοχα ψυχής που είναι ανώτερη από τη δικής μας, ότι είναι λογικά τα άλογα, γιατί είναι δεκτικά της ανθρώπινης ψυχής, ανώτερους τους δαίμονες από εμάς, και, τί ασέβεια αλήθεια, κτίστες μας, συναιώνια με τον Θεό και άκτιστα και άναρχα, όχι μόνο την ύλη και την ψυχή του κόσμου παντός, όπως λένε αυτοί, και από τα νοερά εκείνα που δεν έχουν πάχος σώματος, αλλά και τις δικές μας ψυχές. Τί λοιπόν; Θα πούμε ότι έχουν σοφία Θεού αυτοί που φιλοσόφησαν αυτά με τέτοιο τρόπο, ή γενικά ανθρώπινη σοφία; Ας μην αποδειχθεί ποτέ κανένας δικός μας τόσο μανιακός. Γιατί, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, «δένδρο καλό δεν παράγει κακούς καρπούς». Εγώ μάλιστα, σκεπτόμενος καθ’ εαυτόν, νομίζω ότι η σοφία εκείνη δεν είναι σωστό να ονομασθεί ούτε ανθρώπινη, γιατί είναι τόσο πολύ ασυνεπής προς τον εαυτό της, ώστε να θεωρεί ταυτόσημα έμψυχα και άψυχα, λογικά και άλογα, και εκείνα που δεν έχουν παραχθεί ως αισθητά και δεν διαθέτουν γενικά όργανο τέτοιας δυνάμεως να λέγει ότι δέχονται μέσα τους τις δικές μας ψυχές. Εάν ο Παύλος ονομάζει αυτήν σε κάποιες περιπτώσεις ανθρώπινη σοφία (γιατί λέγει, «το κήρυγμά μου δεν γίνεται με πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας» και πάλι, «μιλούμε όχι με λόγους γεμάτους από ανθρώπινη σοφία»), αλλά απαιτεί και να καλούμε σοφούς κατά σάρκα, σοφούς που μωράνθηκαν, συζητητές του κόσμου αυτού εκείνους που κατέχουν αυτήν, και τη σοφία αυτών παρόμοια με τις ονομασίες, σοφία και αυτήν μωραμένη, σοφία καταργούμενη και κενή απάτη, σοφία του κόσμου τούτου και των αρχόντων του κόσμου τούτου που καταργούνται.

Συνεχίζεται

Αρχαίο κείμενο



15. Ἀλλ᾿ ἕν μέν δή τοῦτο καί πρῶτον ἱκανόν τεκμήριον τῶν μεμωραμένων σοφῶν. Δεύτερον δέ καί μεῖζον, κατά τῶν ἐν ἀφελότητι καρδίας παραδεχομένων ἐκείνας ἐπιστρατεύειν τοῦ μεμωραμένου καί κατηλογημένου λόγου τήν δύναμιν καί κατά τούς παραθεωρήσαντας ἐκείνους καί τῷ κτίστῃ τήν κτίσιν ἐπαναστήσαντας παραθεωρεῖν τά τοῦ Πνεύματος λόγια καί ταῖς μυστικαῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας, κρεῖττον ἤ λόγος ἐν τοῖς κατά πνεῦμα ζῶσιν ἐνεργουμέναις δι᾿ αὐτῶν ἐπιτίθεσθαι. Τρίτον δέ καί σαφέστερον, ἐκ θεοῦ καθάπερ καί τούς προφήτας σεσοφίσθαι λέγειν τούς ἀσόφους ἐκείνους σοφούς, καίτοι σαφῶς ὁ Πλάτων, τούς κατ᾿ αὐτούς διαφέροντας ἐπαινῶν, ἐν ἐγκωμίου μεγίστη μοίρᾳ τίθεται δεῖξαι μεμηνότας αὐτούς. «Καί ὅς ἄν», φησίν, «ἄνευ δαιμόνων ἐπιπνοίας ἐπί ποιητικούς λόγους ἀφίκηται, ἀτελής αὐτός τε καί ἡ ποίησις, καί ὑπό τῆς τῶν μαινομένων ἡ τοῦ σωφρονοῦντος ἠφανίσθη». Καί αὐτός δέ διά Τιμαίου μέλλων περί κόσμου φύσεως φιλοσοφεῖν, εὔχεται μηδέν εἰπεῖν ὅ τι μή τοῖς θεοῖς φίλον. Ἡ δέ τοῖς δαίμοσι φίλη φιλοσοφία, πῶς ἄν εἴη Θεοῦ τε καί ἐκ Θεοῦ; Τῷ δέ Σωκράτει συνῆν δαιμόνιον, ᾧ δήπου καί μεμύηται, τάχα δέ καί τήν σοφίαν ἄριστος ὑπ᾿ αὐτοῦ μεμαρτύρηται. Θεόν δ᾿ Ὅμηρος ἄδειν δι᾿ αὐτοῦ τήν Ἀχιλλέως ἀνδροφόνον μῆνιν προτρέπεται, παρέχων ἑαυτόν ὡς ὀργάνῳ χρῆσθαι τῷ δαίμονι καί τῆς αὐτοῦ σοφίας καί εὐεπείας τήν αἰτίαν ἐπ᾿ αὐτήν ἀναφέρων. Ἡσιόδῳ δ᾿ οὐκ ἀπέχρησεν ὑφ᾿ ἑνός ἐνεργεῖσθαι δαίμονος, ἅτε τῆς θεογνωσίας ὄντι ποιητῇ, διόπερ ἐννέα κατά τἀυτό πρός ἑαυτόν ἐπισπᾶται, νῦν μέν ἐκ Πιερίας νῦν δ᾿ ἐξ Ἑλικῶνος, δικαιότατα˙ καί γάρ ὑπ᾿ αὐτῶν αὐτῷ δοθείσης, ὕας βόσκοντι κατ᾿ οὖρος, δάφνης φαγῶν ἑλικωνίτιδος, σοφίης ἐμπέπληστο παντοίης. Ἄλλῳ δ᾿ ἄλλος θεῶν «ἑῆς ἐνεκάρπισεν ἀλκῆς». Ἕτερος δ᾿ ἑαυτοῦ μάρτυς γίνεται, «πάντ᾿ ἐδάην» λέγων «μούσᾳ θεόφραδι». Ἄλλος δ᾿ ἐπί τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς, πάντα φεῦ χορεῦσαι τόν μουσῶν ἐπεύχεται χορόν, ὡς ὑπό μέν Ἑπταπόρης τάχα τῆς Πιέρου τάς ἑπτά μάθοι ζώνας καί τούς ἑπτά ἀστέρας τούς πλανήτας καί ὅσα κατ᾿ αὐτούς, ὑπό δ᾿ Οὐρανίας τῆς Διός τήν ἄλλην πᾶσαν ἀστρολογίαν, ὑπό δέ τῶν ὑπολοίπων καί κατ᾿ αὐτούς ἐφόρων τῶν κάτω τά ἐπί γῆς. 
16. Τί δή φῄς, σοφίαν ἐροῦμεν ἔχειν Θεοῦ τούς τοιαῦτα περί σφῶν αὐτῶν λέγοντας ἀριδήλως; Οὐχ, ἕως ἄν ἡμῶν αὐτῶν ὦμεν καί τῆς ὄντως σοφίας θεραπευταί, ἥτις εἰς κακότεχνον καί δαίμοσι φίλην οὐκ εἰσέρχεται ψυχήν˙ κἄν εἰσελθοῦσα φθάσῃ, μεταβαλούσης ἐπί τό χεῖρον ἀφίπταται. «Πνεῦμα γάρ ἅγιον παιδείας ἐπαναστήσεται ἀπό λογισμῶν ἀσυνέτων», κατά Σολομῶντα τόν Θεοῦ σοφίας εὐμοιρηκότα καί περί αὐτῆς συγγραψάμενον. Τί δέ ἀσυνετώτερον τῶν μέγα φρονούντων ἐπί τῷ δαίμοσι τελεῖσθαι καί προσμαρτυρούντων ἐκείνοις τήν χορηγίαν τῆς σφετέρας σοφίας; Οὐ γάρ περί φιλοσοφίας ἡμεῖς ἁπλῶς λέγομεν ἅττα λέγομεν νῦν, ἀλλά περί τῆς τῶν τοιούτων φιλοσοφίας. Εἰ γάρ καί κατά Παῦλον οὐ δύναταί τις «ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον δαιμονίων», πῶς ἄν δυνηθείη τις Θεοῦ σοφίαν ἔχειν καί ὑπό δαιμόνων ἐμπνεῖσθαι; Οὐκ ἔστι τοῦτο, οὐκ ἔστιν. Εἰ γάρ καί Παῦλος ἔστιν οὗ φησιν ὡς «ἐν σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν», οὐ τήν ἐν τοῖς ἀσόφοις ἐκείνοις ἐγγεγενημένην σοφοῖς «Θεοῦ σοφίαν» ἐκάλεσεν, ἄπαγε, τήν δ᾿ ἐγκαταβεβλημένην ὑπό τοῦ κτίστου τοῖς κτίσμασιν, ἥν ὁ γνούς ἄγγελον οὖσαν Θεοῦ, Θεόν ἐπέγνω τόν δι᾿ αὐτῆς ἀγγελλόμενον καί γνῶσιν ἔχει τῶν ὄντων ἀληθῆ καί Θεοῦ σοφίαν τρόπον ἕτερον, Θεοῦ σοφίας ἐπιγνώμων γενόμενος. «Ἐχρῆν γάρ», φησίν ὁ μέγας Διονύσιος, «διά τῆς γνώσεως τῶν ὄντων πρός τόν αἴτιον τῶν ὄντων ἀνάγεσθαι τούς γε ἀληθεῖς φιλοσόφους». 
17. Εἰ γοῦν ὁ ἀληθής φιλόσοφος ἀνάγεται πρός τόν αἴτιον, ὁ μή ἀναγόμενος οὐκ ἀληθής, οὐδ᾿ ἔχων σοφίαν, ἀλλ᾿ οἷον σοφίας ἀληθινῆς ἀπατηλόν εἴδωλον καί στέρησιν σοφίας, ἀλλ᾿ οὐ σοφίαν. Τήν γοῦν τῆς σοφίας στέρησιν, πῶς ἄν εἴη «Θεοῦ σοφίαν» προσεπεῖν; Ἄλλως τε καί ὁ δαιμόνιος νοῦς, ᾗ νοῦς, καλόν, ᾗ δ᾿ ἑαυτῷ κακῶς χρῆται, πονηρόν˙ καίτοι μέτρα κόσμου, διεξόδους τε καί συνόδους καί διορισμούς τῶν κινουμένων κρεῖττον οἶδεν ἠ καθ᾿ ἡμᾶς, μή θεοφιλῶς δέ τῇ γνώσει χρώμενος, νοῦς ἐστιν ἄνους καί ἐσκοτισμένος. Τόν ἴσον ἄρα τρόπον καί ἡ καθ᾿ Ἕλληνας σοφία διά τῆς ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίας, καθ᾿ ἥν τήν ἑτέρου φθοράν γένεσιν ἐποίησεν ἑτέρου, πειρωμένη δεῖξαι τόν Θεόν οὐ τῶν ὅλων Κύριον, οὐδέ κτίστην τοῦ παντός, τῷ μή συνορᾶν μηδέν ἐκ μηδαμῇ μηδαμῶς γινόμενον καί οὕτω τό τοῦ ὄντως Θεοῦ ἀποσαμένη σέβας καί τοῖς θείοις οὐχ ὁσίως, κατ᾿ αὐτόν τόν μέγαν Διονύσιον ἐπί τά θεῖα χρησαμένη καί παρά τοῦτο μωρά καί ἄσοφος γεγονυῖα, πῶς ἄν εἴη Θεοῦ σοφία. Διό καί ὁ Παῦλος διττόν ἡμῖν ἐνταυθοῖ δεικνύς τό τῆς σοφίας εἶδος, «ἐν σοφίᾳ», φησί, «Θεοῦ, διά τῆς σοφίας οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν». Ὁρᾷς ὅτι τήν μέν σοφίαν εἶπε τοῦ Θεοῦ, τήν δέ ψιλήν σοφίαν καί αἰτίαν τοῦ μή γνῶναι τόν Θεόν; Αὕτη δέ ἐστιν ἡ τοῖς Ἕλλησιν ἐξευρημένη, παρά τήν τοῦ Θεοῦ ἑτέρα, τῷ διπλασιασμῷ τοῦ τῆς «σοφίας» ὀνόματος φανερωθεῖσα. Τί γάρ καί προϊών φησιν οὗτος ὁ θεόσοφος; «Ἡμεῖς δέ λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν»˙ ἄρ᾿ οὖν ἤ ἐκεῖνοι κατά τοῦτον ἤ οὗτος κατ᾿ αὐτούς; Οὐμενοῦν˙ διό καί αὐτός τοῦτ᾿ ἀπαγορεύων, «σοφίαν» φησίν, «Θεοῦ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείος, σοφίαν δέ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδέ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων» καί «ἥν οὐδείς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν». Αὕτη δ᾿ ἡ σοφία ἐν ἡμῖν ἐστινἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, «ὅς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπό Θεοῦ». Ἐκείνη δ᾿ ἐν ἐκείνοις οὐκ ἦν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς ὑπ᾿ ἐκείνων ἐρευνωμένοις κτίσμασιν, ὧν τούς λόγους ἐζητηκότες διά βίου, ἦλθον μέν πως εἰς ἔννοιαν Θεοῦ, τῆς μέν φύσεως καί τῆς κτίσεως ἀφορμάς χορηγούσης οὐ μικράς, τῶν δέ δαιμόνων δαιμονίως οὐκ ἀπειργόντων˙ πῶς γάρ ἄν θεοί ἐνομίσθησαν μηδαμῶς Θεοῦ ἐννοίας τήν ἀνθρωπίνην εἰσελθούσης διάνοιαν; 
18. Οὐκοῦν ἦλθον μέν εἰς ἔννοιαν ἐκεῖνοι Θεοῦ τήν τῶν αἰσθητῶν φύσιν ἐξητακότες, ἀλλ᾿ οὐχί τήν ἀξίαν καί τῇ μακαρίᾳ φύσει προσήκουσαν˙ «ἐσκοτίσθη γάρ ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία» ὑπό τῶν κακομηχάνως μυούντων πονηρῶν δαιμόνων˙ πῶς γάρ ἄν οὗτοι θεοί ἐνομίσθησαν, πῶς δ᾿ ἄν ἐπιστεύθησαν πολυθεΐαν διδάσκοντες, ἀξίας Θεοῦ ἐννοίας ἐπιφαινομένης τῇ διανοίᾳ; Διά τοῦτο οἱ τῆς ἀνοήτου καί μωρᾶς σοφίας ἐκείνης καί ἀπαιδεύτου παιδείας ἐπειλημμένοι καί Θεοῦ καί φύσεως κατεψεύσαντο, τήν μέν εἰς δεσποτείαν ἀναγαγόντες, τόν δέ τῆς δεσποτείας, τό γε εἰς αὐτούς ἧκον, κατενεγκόντες, δαίμοσί τε τό θεῖον ἐπιφημίσαντες ὄνομα καί τήν τῶν ὄντων γνῶσιν εὑρεῖν, ὅ προὔργου καί διά σπουδῆς ἦν αὐτοῖς, τοσούτου δεήσαντες, ὡς ἔμψυχα μέν εἰπεῖν τά ἄψυχα, πρός δέ καί κρείττονος ἤ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς μετειληχέναι ψυχῆς, λογικά δέ τά ἄλογα, τῆς γάρ ἀνθρωπίνης δεκτικά ψυχῆς, κρείττους δ᾿ ἤ καθ᾿ ἡμᾶς τούς δαίμονας καί κτίστας, ὤ τῆς ἀσεβείας ἡμῶν, συναΐδια δέ τῷ Θεῷ καί ἄκτιστά τε καί ἄναρχα, οὐ τήν ὕλην μόνον καί τήν τοῦ κόσμου παντός, ὡς αὐτοί λέγουσι, ψυχήν, καί τά τῶν νοερῶν μή ἐνημμένα πάχος σώματος, ἀλλά καί αὐτάς τάς ἡμετέρας ψυχάς. Τί οὖν; Θεοῦ σοφίαν ἔχειν τούς ταῦτα τύτῃ φιλοσοφήσαντας ἐροῦμεν; Ἤ σοφίαν ὅλως ἀνθρωπίνην γοῦν; Μή ποθ᾿ οὕτω μανείη τις τῶν καθ᾿ ἡμᾶς. «Δένδρον γάρ ἀγαθόν καρπούς πονηρούς οὐ ποιεῖ», κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον. Ἐγώ γάρ ἐπ᾿ ἐμαυτοῦ λογιζόμενος, οὐδ᾿ ἀνθρωπίνην δικαίαν εἶναι προσειρῆσθαι νομίζω τήν σοφίαν ἐκείνην, ἐπί τοσοῦτον οὖσαν ἑαυτῇ ἀνακόλουθον ὡς τά αὐτά λέγειν ἔμψυχά τε καί ἄψυχα, λογικά τε καί ἄλογα καί τά μηδέ πρός αἴσθησιν ὁπωσοῦν πεφυκότα, μηδ᾿ ὄργανον ὅλως ἐσχηκότα τοιαύτης δυνάμεως, χωρητικά λέγειν τῶν ἡμετέρων ψυχῶν. Εἰ δέ ὁ Παῦλος ἀνθρωπίνην σοφίαν ἔστιν οὗ λέγει ταύτην («τό γάρ κήρυγμά μου», φησίν, «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης˙ σοφίας λόγοις», καί πάλιν «λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις») ἀλλά καί σοφούς κατά σάρκα, μωρανθέντας, συζητητάς τοῦ αἰῶνος τούτου τούς κεκτημένους ταύτην ἀξιοῖ καλεῖν καί τήν σοφίαν αὐτῶν παραπλησίως τῶν προσρημάτων, σοφίαν γάρ καί ταύτην μεμωραμένην, σοφίαν καταργουμένην καί κενήν ἀπάτην, σοφίαν τοῦ αἰῶνος τούτου καί τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: