Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (6)

Συνέχεια από: Κυριακή, 31 Μαΐου 2020



13. Έτσι λοιπόν και εκείνη η σοφία (των έξω σοφών), επειδή αντιτάχθηκε στη σοφία του Θεού, έγινε μωρία. Εάν όμως αυτή η σοφία ήταν διορατική και εξαγγελτική της σοφίας του Θεού στα κτίσματα, ως φανέρωση του αφανούς (αοράτου), όργανο της αληθείας αφανιστικό της άγνοιας, όμοιο κατά μέθεξη με το εξαγγελλόμενο, πώς θα ήταν δυνατόν να εμωρανθεί, και μάλιστα από εκείνον που έβαλε μέσα στην κτίση αυτή τη σοφία; Και πώς δεν θα προξενούνταν η βλάβη αυτή στην ίδια τη Σοφία του Θεού που εμφανίζεται μέσα στο σύμπαν; Πώς δεν θα μαχόταν ολοκάθαρα εναντίον του εαυτού του αυτός που είναι το στήριγμα της ειρήνης, τόσο της γενικής, όσο και της ατομικής, τη στιγμή που από τη μια με τη σοφία που εμφύτευσε μέσα τον κόσμο δίνει σοφία, και από την άλλη με την προσωπική του παρουσία μωραίνει και τη σοφία που έχει δώσει και εκείνους που έχουν λάβει αυτήν; Έπρεπε να έρθει όχι για να μωράνει αυτήν, αλλά για να την συμπληρώσει, όπως και τον παλαιό νόμο, για τον οποίο φωνάζει ο Παύλος λέγοντας· «Καταργούμε λοιπόν τον νόμο; Μη γένοιτο, αλλ’ ανυψώνουμε τον νόμο». Αυτό προτρέπει και ο Κύριος να ερευνούμε επειδή έχει μέσα του θησαυρισμένη την αιώνια ζωή, και λέγει επίσης· «εάν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα». Βλέπεις υπερβολική συμφωνία του νόμου και της χάριτος; Γι’ αυτό, όταν φανερώθηκε το αληθινό φως, ο νόμος έγινε καλύτερος από ό,τι ήταν, αφού φανερώθηκε με σαφήνεια το κρυμμένο μέσα του κάλλος του. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τη σοφία των Ελλήνων. Αυτή, έχοντας κρυμμένη τη μωρία μέσα στην κομψότητα και ευγλωττία και πειστικότητα των λόγων, όταν φανερώθηκε το αίσχος, έγινε αισχρότερη και δίκαια έλαβε το όνομα της μωρίας, όχι εκείνης που υπερέχει, σαν να είναι υπέρ έννοιαν (γιατί αυτό είναι απόρρητη επωνυμία της σοφίας του Θεού), αλλά της γνώσεως εκείνης που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αλήθειας, αφού υστέρησε ως προς τον πρέποντα σκοπό της με την κατ’ άνθρωπον σοφία, και δεν υστέρησε μόνο, αλλά και αποπλανήθηκε στο ακριβώς αντίθετο, και αποδέχεται το ψεύδος ως αλήθεια, ενώ την αλήθεια επιχειρεί να τη μεταστρέψει σε ψεύδος, και ξεσήκωσε την κτίση εναντίον του Κτίστη της, και τώρα έργο της έχει να εξεγείρει τις γραφές του Πνεύματος εναντίον του Πνεύματος και των πνευματικών έργων και ανδρών.

14. Δεν είναι επομένως διορατική και εξαγγελτική της σοφίας του Θεού η σοφία των έξω σοφών που μωράνθηκε. Πώς θα ήταν δυνατόν να είναι τέτοια αυτή με την οποία ο κόσμος δεν γνώρισε τον Θεό; Αν όμως ο Παύλος λέγει άλλου, ότι «ενώ γνώρισαν τον Θεό, δεν τον δόξασαν ως Θεό», δεν μάχεται εναντίον του εαυτού του ο μαθητής της ειρήνης, αλλά παρουσιάζεται κληρονόμος της υπερκόσμιας ειρήνης, η οποία δίδεται σε εμάς από μόνον τον Χριστό. Έφτασαν βέβαια, λέγει, στην έννοια τού Θεού, όχι όμως την πρέπουσα στον Θεό· γιατί δεν τον δόξασαν ως παντουργό, παντοδύναμο, παντεπίσκοπο, μόνον άναρχο και άκτιστο. Γι’ αυτό οι σοφοί, αφού εγκαταλείφθηκαν από τον Θεό ήδη από την εποχή τους, όπως έδειξε ο Παύλος, παρεδόθησαν δε αδόκιμο νου, λατρεύοντας την κτίση αντί τον κτίστη, και κυλιόμενοι μέσα στον βούρκο των αισχρών και πονηρών παθών. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και θέσπισαν νόμους και σύνταξαν λόγους (αλλοίμονο για το πάθος, αλλοίμονο για την άπατη) σύμφωνα προς τις υπαγορεύσεις των δαιμόνων και των συνηγόρων των παθών. Βλέπεις ότι η φιλοσοφία των κοσμικών φιλοσόφων έχει από την αρχή και από τον ίδιο τον εαυτό της τη μωρία και δεν την έλαβε κατόπιν συγκρίσεως; Εκείνος λοιπόν που αποδοκίμασε αυτήν τότε ενώ βρισκόταν στον ουρανό, επειδή εξέπεσε από την αλήθεια, και ήρθε τώρα στη γη, δικαίως την εμώρανε, επειδή αντιτάσσεται στην απλότητα του ευαγγελικού κηρύγματος· γι’ αυτό, αν κανείς αφοσιώνεται (προσέχει τον νουν) πάλι σ’ αυτήν, σαν να πρόκειται να οδηγηθεί από αυτήν στη θεογνωσία ή να λάβει κάθαρση ψυχής, παθαίνει αυτό ακριβώς, μωραίνεται, ενώ είναι σοφός. Και δείγμα σαφές ότι παθαίνει αυτό είναι κατά πρώτον αυτό, το ότι δεν δέχεται με πίστη τις παραδόσεις τις όποιες παραλάβαμε με απλότητα από τους άγιους πατέρες, γνωρίζοντας ότι είναι αυτές ανώτερες και σοφότερες από την ανθρώπινη διερεύνηση και επινόηση, και φανερώνονται με έργα, αλλά δεν αποδεικνύονται με λόγους. Και αυτό το γνωρίζουν και θα το επιβεβαιώσουν όλοι όσοι δεν τις αποδέχθηκαν μόνον, αλλά και καρπώθηκαν οι ίδιοι με την πείρα την ωφέλεια από αυτές και γνώρισαν μέσω του ίδιου του εαυτού τους έμπρακτα, ότι το «μωρό τού Θεού, είναι σοφότερο από τους ανθρώπους».

Αρχαίο κείμενο


13. Οὕτω τοίνυν καί ἡ σοφία ἐκείνη, ἀντιταξαμένῃ τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ, μωρία γέγονεν. Εἰ δ᾿ ἦν διορατική καί ἐξαγγελτική τῆς τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς κτίσμασι σοφίας, φανέρωσις οὖσα τοῦ ἀφανοῦς, ὄργανον ἀληθείας ἀφανιστικόν ἀγνοίας, ἐκεῖνο κατά μέθεξιν ὅ κατ᾿ αἰτίαν τό ἀγγελλόμενον, πῶς ἀν ἐμωράνθη, καί ταῦθ᾿ ὑπό τοῦ τήν σοφίαν ταύτην ἐκβαλλόντος τῇ κτίσει; Πῶς δ᾿ οὐκ ἄν εἰς αὐτήν τήν ἐμφαινομένην τῷ παντί τοῦ Θεοῦ σοφίαν τό βλάβος ἀναφέρετο τοῦτο; Πῶς δ᾿ ἄν οὐχ ἑαυτῷ μάχοιτο σαφῶς ὁ τῆς εἰρήνης τῆς τε ὅλης καί τῆς καθ᾿ ἕκαστον ὑποστάτης, διά μέν τῆς ἐγκαταβληθείσης τῷ κόσμῳ σοφίας διδούς σοφίαν, διά δέ τῆς ἑαυτοῦ παρουσίας τούς τε εἰληφότας καί τήν δεδομένην ταύτην μωραίνων σοφίαν; Ἔδει δέ καί ταύτην, οὐκ εἰς τό μωράναι, ἀλλ᾿ εἰς τό πληρῶσαι παραγενέσθαι, καθάπερ εἰς τόν πάλαι νόμον, περί οὗ ὁ Παῦλος βοᾷ, «νόμον οὖν καταργοῦμεν; μή γένοιτο, ἀλλά νόμον ἱστῶμεν», ὅν καί ὁ Κύριος ἐρευνᾶν προτρέπεται, ὡς ἀντεθησαυρισμένην ἔχοντα τήν ζωήν τήν αἰώνιον, καί πάλιν «εἰ ἐπιστεύετε» φησί, «Μωσῇ, ἐπιστεύετε ἄν ἐμοί». Βλέπεις ὑπερβάλλουσαν ὁμολογίαν τοῦ νόμου καί τῆς χάριτος; Διά τοῦτο, τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπιφανέντος, βελτίων ἑαυτοῦ γέγονεν ὁ νόμος, τρανωθέντος αὐτῷ τοῦ ἀποθέτου κάλλους, ἀλλ᾿ οὐχ ἡ καθ᾿ Ἕλληνας σοφία˙ μωρίαν δ᾿ ὑποκαθεζομένην ἔχουσα κομψείᾳ τινί καί εὐεπείᾳ καί πιθανότητι λόγων, τοῦ αἴσχους ἀνακαλυφθέντος αἰσχίων ἐγένετο καί τῆς μωρίας δικαίως ἐπώνυμος, οὐ τῆς καθ᾿ ὑπεροχήν, ὡς ὑπέρ ἔννοιαν οὖσα (τοῦτο γάρ ἐπωνυμία τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἀπόρρητος), ἀλλά τῆς κατ᾿ ἔλλειψιν ἀληθείας ἐχομένης γνώσεως, ὡς καί τοῦ προσήκοντος ἀπολειφθεῖσα τῇ κατ᾿ ἄνθρωπον σοφίᾳ τέλους, οὐκ ἀπολειφθεῖσα καί τοῦ μέν ψεύδους ὡς ἀληθείας ἀντεχομένη, τῆς δ᾿ ἀληθείας ὡς ψεύδους καταψεύδεσθαι πειρωμένη, καί ἐπανιστᾶσα τήν κτίσιν κατά τοῦ κτίσαντος, ἧσπερ καί νῦν ἔργον ἐπανιστάναι κατά τε τοῦ Πνεύματος καί τῶν πνευματικῶν ἔργων καί ἀνδρῶν τάς τοῦ Πνεύματος γραφάς.

14. Οὔκουν διορατική καί ἐξαγγελτική ἐστι τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἡ τῶν ἔξω σοφῶν μεμωραμένη φιλοσοφία. Πῶς γάρ, δι᾿ ἧς οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος τόν Θεόν; Εἰ δ᾿ ἀλλαχοῦ φησιν ὁ Παῦλος ὅτι «γνόντες τόν Θεόν, οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν», οὐχ ἑαυτῷ μάχεται ὁ τῆς εἰρήνης μαθητής, τῆς δ᾿ ἐν ἡμῖν αὐτοῖς παρά Χριστοῦ μόνου διδομένης ὑπερκοσμίου εἰρήνης κληρονόμος. Ἀλλ᾿ ἦλθον μέν, φησίν, εἰς ἔννοιαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐχί τήν πρέπουσαν Θεῷ˙ οὐδέ γάρ πανουργόν, οὐ παντοδύναμον, οὐ παντεπίσκοπον, οὐ μόνον ἄναρχόν τε καί ἄκτιστον ἐδόξασαν αὐτόν. Διόπερ ἀπό τῶν κατ᾿ αὐτούς ἐκείνων χρόνων ἐγκαταλειφθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τοῦτ᾿ ἔδειξεν ὁ Παῦλος, εἰς ἀδόκιμον οἱ σοφοί παρεδόθησαν νοῦν, λατρεύοντες τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα καί τῷ βορβόρῳ τῶν αἰσχρῶν καί πονηρῶν ἐγκαλινδούμενοι παθῶν˙ οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί νόμους ἔθεντο καί λόγους συνεγράψαντο (φεῦ τοῦ πάθους, φεῦ τῆς ἀπάτης)  ὁμολόγους τοῖς δαίμοσι καί συνηγόρους τοῖς πάθεσιν. Ὁρᾷς ὡς ἀρχῆθεν ἔχει καί αὐτόθεν τήν  μωρίαν ἡ φιλοσοφία τῶν κοσμικῶν φιλοσόφων, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπό συγκρίσεως ἔλαβεν αὐτήν;  Ὁ τοίνυν ἀποδοκιμάσας αὐτήν ἐξ οὐρανοῦ τότε, τῆς ἀληθείας διαπεσοῦσαν, καί νῦν ἐλθών εἰς τήν γῆν, ὡς τῇ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀντιταττομένη ἁπλότητι δικαίως ἐμώρανε˙ διόπερ εἴ τις αὖθις ταύτῃ προσέχει τόν νοῦν, ὡς παρ᾿ αὐτῆς θεογνωσίαν ὁδηγεῖσθαι μέλλων ἡ ψυχῆς σχήσειν κάθαρσιν, τοῦτ᾿ αὐτό πάσχει καί μωραίνεται σοφός ὤν. Καί τοῦ παθεῖν τοῦτο δεῖγμα σαφές, ἕν μέν καί πρῶτον, τό μή προσίεσθαι πίστει τάς παραδόσεις ἅς παρά τῶν ἁγίων πατέρων ἐν ἁπλότητι παρειλήφαμεν, εἰδότες κρείττους οὔσας καί σοφωτέρας ἤ κατ᾿ ἀνθρωπίνην ἔτασιν καί ἐπίνοιαν, καί δι᾿ ἔργων φανερουμένας, ἀλλ᾿ οὐχί διά λόγων ἀποδεικνυμένας˙ καί τοῦτ᾿ ἴσασι καί συμμαρτυρήσουσι πάντες, οἱ μή προσέμενοι μόνον, ἀλλά καί πείρᾳ καρπωσάμενοι τήν ἐκ τούτων ὠφέλειαν καί παρ᾿ ἑαυτῶν ἔργῳ γνόντες ὅτι τό «μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστίν».


Δεν υπάρχουν σχόλια: