Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Tα πειράματα στο CERN και το σωματίδιο Higgs : Θεωρίες της Φυσικής και Βιβλική Κοσμολογία σε θέση αντίθεση και σύνθεση - Τακαρίδης Γεώργιος (18)

Συνέχεια από Τετάρτη, 5 Αυγούστου 2020

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

3. Η ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ 

3.1.  Η Παλαιά Διαθήκη – Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της


Πριν από την επιμέρους εξέταση του τμήματος εκείνου της Βιβλικής διήγησης, που σχετίζεται με το θέμα της παρούσας εργασίας, είναι απαραίτητο να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις που θεωρούνται αναγκαίες, ώστε να καταστεί σαφές σε ποιο επίπεδο είναι δυνατό να αντληθούν στοιχεία από την Βίβλο και να δοθούν απαντήσεις στο ερώτημα που τέθηκε στην μελέτη μας. Αυτό θα βοηθήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος, εφόσον θα έχουν καταστεί σαφή τα όρια μέσα στα οποία κινείται η βιβλική διήγηση και επομένως σαφείς θα οφείλουν να είναι και οι απαιτήσεις του όποιου ερευνητή για το είδος των πληροφοριών που θέλει να αντλήσει. Η Παλαιά Διαθήκη λοιπόν είναι ένα σύνολο βιβλίων που έχει στόχο αποκλειστικά θεολογικό. Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται σε στοιχεία ιστορικά και επιστημονικά, τα οποία παρουσιάζονται με λογοτεχνικό ύφος είτε πεζού είτε ποιητικού λόγου, δεν αποτελεί ένα ακραιφνώς λογοτεχνικό, ή ιστορικό, ή πολύ περισσότερο επιστημονικό κείμενο. Οι βιβλικοί ιστορικοί συγγραφείς γράφουν ιστορία χωρίς να έχουν ως πρωταρχικό στόχο τους την συγγραφή ιστορίας. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να καλλιεργήσουν το θρησκευτικό συναίσθημα και, μέσα από τις ιστορικές κατά τα άλλα διηγήσεις τους170, να μιλήσουν για την αλήθεια του ενός και μόνου Θεού, τη σχέση του με τον κόσμο και τον άνθρωπο μέσα στην ιστορία και να αποκαλύψουν μέσω αυτών την ιστορία της σωτηρίας των ανθρώπων171. Ως εκ τούτου οι διηγήσεις τους παρουσιάζουν κενά, αν ιδωθούν με τα κριτήρια και τις τεχνικές της σύγχρονης ιστοριογραφικής έρευνας. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι τα γεγονότα που παρουσιάζονται είναι απολύτως ιστορικά, χωρίς να αλλοιώνονται αλλά και χωρίς να παρουσιάζονται όλες οι λεπτομέρειές τους, παρά μόνον αυτές που εξυπηρετούν τον κύριο στόχο τους: την ανάδειξη της θείας συμμετοχής μέσα στην ιστορία του λαού του Ισραήλ, που επηρέασε την πορεία του προς όφελος όλου του κόσμου. Χωρίς να παραβλέπεται το γεγονός ότι και σε διηγήσεις άλλων λαών διακρίνεται η θεία δραστηριότητα μέσα στην ιστορία τους, ο Ισραήλ ήταν ο μόνος λαός που είδε την δράση του Θεού μέσα στην ιστορία ως την σταδιακή εκπλήρωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για τον κόσμο και τον άνθρωπο· του σχεδίου της «θείας οικονομίας».

Σύμφωνα με τις Βιβλικές και τις Πατερικές θέσεις, ο κόσμος ολόκληρος, υλικός και πνευματικός, είναι δημιουργημένος από τον Θεό εκ του μη όντος, δηλαδή από κάτι που δεν προϋπάρχει, από το μηδέν172, ως αποτέλεσμα της άπειρης αγάπης του Θεού που δημιουργεί τα πλάσματά Του με σκοπό, μέσα από την κοινωνία και την σχέση αγάπης που θα αναπτύξουν μαζί Του, να ζήσουν και να μετάσχουν στην άπειρη μακαριότητά Του173. Ολόκληρη η δημιουργία αποτελεί μια αυθόρμητη πράξη του Θεού, είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησής Του και της άκρας αγαθότητάς Του174. Το κάθε τι δημιουργείται από τον Θεό Πατέρα με τη συνεργασία του Λόγου και του Πνεύματος175. Η κακή χρήση της ελευθερίας που κάνει ο άνθρωπος, μετά την προσβολή του Διαβόλου, τον απομακρύνουν από τον Θεό και την σχέση άμεσης κοινωνίας μαζί Του. Η απομάκρυνση αυτή του ανθρώπου από τον Θεό σηματοδοτεί αρχικά τον ψυχικό του θάνατο και τελικά την παράδοσή του στην φθορά και στον σωματικό θάνατο176. Η προαιώνια βουλή του Θεού όμως για τα πλάσματά Του είναι να μπορούν να μετέχουν ελεύθερα στην μακαριότητά Του και το σχέδιο της θείας οικονομίας αφορά στην ελεύθερη επιστροφή του ανθρώπου σε μία ζωή κοινωνίας μαζί Του177. Γι’ αυτό ο Θεός Γιαχβέ συνάπτει ένα συμβόλαιο – συμφωνία με τον άνθρωπο δια του ιστορικού Ισραήλ, την Διαθήκη. Η συμφωνία αυτή εκφράζει από την πλευρά του Θεού την επιθυμία του να σώσει τον άνθρωπο, όχι με κάποιον αναγκαστικό τρόπο, αλλά εν ελευθερία. Καλείται επομένως ο άνθρωπος από τη δική του πλευρά απολύτως ελεύθερα, με την προσωπική του συνδρομή να τηρήσει την συμφωνία, εκδηλώνοντας στην πράξη την επιθυμία του ώστε να καταστεί εκ νέου κοινωνός της ζωής και μέτοχος της αιώνιας μακαριότητας του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι καλείται ο άνθρωπος να ακολουθήσει ελεύθερα τις οδηγίες, τις αρχές, τους «όρους» της συμφωνίας, ώστε να ισχύσει η Διαθήκη και ο Θεός ως πατέρας να διαθέσει το περιουσιακό αγαθό της σωτηρίας Του στον πρωτότοκο υιό Του, τον Ισραήλ, και δι’ αυτού σ’ ολόκληρο τον κόσμο178. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συμφωνία για την διάθεση της περιουσίας του Πατρός δεν αποτελεί μία νομικής φύσης συμφωνία, όσο και αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αυτό συμβαίνει διότι τα προς διάθεση περιουσιακά στοιχεία δεν είναι υλικά ούτε και πνευματικά αγαθά – δώρα, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Τον εαυτό Του δεσμεύεται να διαθέσει ο Θεός όχι προς χρήση, όπως συμβαίνει όταν κάποιος κληρονομεί από τον πατέρα του χρήματα ή κτήματα, αλλά προς σχέση μέσα από την οποία ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως ύπαρξη, χαριτώνεται, σώζεται, γίνεται «σώος». Επομένως οι όροι που τίθενται από την πλευρά του Θεού προς το πλάσμα Του στην Διαθήκη δεν είναι όροι υποταγής και υποτέλειας, αλλά υποδείξεις για το πώς ο άνθρωπος από την πλευρά του μπορεί εν ελευθερία να προπαρασκευάσει τον εαυτό του για την συνάντηση με τον Δημιουργό του και για την κοινωνία αγάπης μαζί Του179· όλα τα υπόλοιπα έπονται και είναι καρποί της αγαπητικής σχέσης μαζί Του και όχι προϋποθέσεις της μορφής «δούναι και λαβείν» για να προχωρήσει η σχέση. Δε θα μπορούσε η συνάντηση Θεού – ανθρώπου και η ουσιαστική σχέση μεταξύ τους να πραγματωθεί απροϋπόθετα· στην πραγματικότητα μπορούμε να πούμε πως ο Θεός δεν θέτει όρους στο πλάσμα Του, αλλά του υποδεικνύει τον τρόπο δια του οποίου θα μπορέσει να Του μοιάσει, ώστε η σχέση να γίνει πράξη και ο άνθρωπος δια της σχέσης να γίνει σώος επί της ουσίας. Δεν θα μπορούσε κανείς να σωθεί μαζί με την αμαρτία του, με την κακία του παρά μόνον αποβάλλοντάς την. Η σχέση αγάπης του ανθρώπου με τον Δημιουργό του λειτουργεί θεραπευτικά και τον καθιστά σώο, τον σώζει. Επομένως το σχέδιο της θείας οικονομίας για την σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου δεν έχει αναγκαστικό χαρακτήρα, αλλά βασίζεται στην ελευθερία του ανθρώπου· δεν αποτελεί επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς του ανθρώπου η απόδοση των συμφωνημένων της Διαθήκης, αλλά καρπό της ελεύθερης επιλογής του να επιθυμήσει μία προσωπική σχέση με τον Δημιουργό του. Το ίδιο ισχύει και στην αντίθετη περίπτωση· δεν αποτελεί ποινή για τον άνθρωπο ο,τιδήποτε ακολουθεί την μη τήρηση των όρων της Διαθήκης αλλά και πάλι καρπό της ελεύθερης επιλογής του να ζήσει μία ζωή που δεν βασίζεται στην προσωπική σχέση αγάπης με τον Δημιουργό του. Ο τελευταίος βέβαια τρόπος ζωής αντιστοιχεί σε μία ζωή που ισοδυναμεί με θάνατο180.

Κάτω από αυτό το πρίσμα ιδωμένη η Παλαιά Διαθήκη μπορεί να αναγνωριστεί ως θεόπνευστο κείμενο· ως κείμενο δηλαδή που είναι ανθρώπινο πνευματικό δημιούργημα το οποίο όμως συνέχεται από την φώτιση του Αγίου Πνεύματος. Τα όσα περιγράφονται σ’ αυτήν είναι πραγματικά, είναι ιστορικά, αλλά ταυτόχρονα συνέχονται και από την υπέρ φύσιν αποκάλυψη του Θεού μέσα σ’ αυτά τα ιστορικά γεγονότα, με σκοπό την σωτηρία του ανθρώπου181, δηλαδή την ολοκλήρωση, την τελείωσή του.

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις
170. Η ιστορικότητα των διηγήσεων αμφισβητήθηκε έντονα κατά το παρελθόν. Σήμερα οι αρχαιολογικές έρευνες ανακάλυψαν πολλές τοποθεσίες που η αρνητική κριτική θεωρούσε αποκύημα της μεταιχμαλωσιακής φαντασίας των Ισραηλιτών. Βλ. Χαστούπη Αθανασίου, ΜΕΛΕΤΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ, Αθήνα 1973, σελ. 93 – 95.

171. Βλ. Καϊμάκης Δημήτρης, ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΛΑΙΟΔΙΑΘΗΚΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, Εκδόσεις SIMBO, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 47. Καλαντζάκης Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 47 – 49. Χαστούπης Αθανάσιος, όπ. παρ., σελ. 79.

172. Στην Π. Διαθήκη η έκφραση «εκ του μη όντος» ή «εκ του μηδενός» δεν αναφέρεται αυτολεξεί, παρά μόνον στο βιβλίο Β΄ Μακκαβαίων συναντάται η φράση «ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ Θεός». Παρά ταύτα ως έννοια εμπεριέχεται σε πληθώρα αναφορών που αφορούν στην παντοδυναμία ή στην υπερβατικότητα του Θεού. Το ίδιο μαρτυρείται και στην Καινή Διαθήκη και επιβεβαιώνεται περίτρανα σε πληθώρα πατερικών αναφορών. Βλ. Καλαντζάκη, Σταύρου, «ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΠΟΙΗΣΕΝ Ο ΘΕΟΣ», Ερμηνευτική Ανάλυση των περί Δημιουργίας Διηγήσεων της Γενέσεως, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 53. Ο Α. Παπαρνάκης σε σχόλιά του στη Γένεση τονίζει ότι η Δημιουργία του κόσμου δεν γίνεται μόνο εκ του μη όντος αλλά και από το απόλυτο μηδέν, παραπέμποντας στον Μ. Αθανάσιο που λέει: «οὔτε γὰρ αὐτομάτως, διὰ τὸ μὴ ἀπρονόητα εἶναι, οὔτε ἐκ προϋποκειμένης ὕλης, διὰ τὸ μὴ ἀσθενῆ εἶναι τὸνΘεόν· ἀλλ’ ἐξ οὐκ ὄντων καὶ μηδαμῶς ὑπάρχοντα τὰ ὅλα εἰς τὸ εἶναι πεποιηκέναι τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Λόγου οἶδεν, ᾗ φησι διὰ μὲν Μωϋσέως· Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν…» (Περί Ενανθρωπήσεως 3, PG 25b, 101A), βλ. Παπαρνάκης Αθανάσιος, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 29.

173. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που συνοψίζει την εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος στο παρακάτω κείμενο: «Ἐπεὶ οὖν ὁ ἀγαθὸς καὶ ὑπεράγαθος Θεὸς οὐκ ἠρκέσθη τῇ ἑαυτοῦ θεωρίᾳ, ἀλλ᾿ ὑπερβολῇ ἀγαθότητος εὐδόκησε γενέσθαι τινὰ τὰ εὐεργετηθησόμενα καὶ μεθέξοντα τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει καὶ δημιουργεῖ τὰ σύμπαντα, ἀόρατά τε καὶ ὁρατά, καὶ τὸν ἐξ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου συγκείμενον ἄνθρωπον. Κτίζει δὲ ἐννοῶν, καὶ τὸ ἐννόημα ἔργον ὑφίσταται Λόγῳ συμπληρούμενον καὶ Πνεύματι τελειούμενον». Ιωάννου Δαμασκηνού, ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 98.

174. Η σύγχρονη βιβλική βιβλιογραφία υπογραμμίζει την παραπάνω πατερική θέση τονίζοντας την άκοπη και προπαντός ελεύθερη δημιουργία, η οποία δεν προήλθε από κάποια ανάγκη ούτε ήταν ένα αναπόφευκτο έργο. Βλ. Καλαντζάκης Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, όπ. παρ., σελ. 295. Κωνσταντίνου Μιλτιάδης, Ρῆμα Κυρίου κραταιὸν, Αφηγηματικά κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 74.

175. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει την Βιβλική και πατερική αυτή θέση λέγοντας: «…”Ἡμῖν δὲ εἷς Θεὸς, ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς ἐξ αὐτοῦ, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι᾿ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι᾿ αὐτοῦ”(A΄ Κορ.8:6). Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸν θεολόγον Γρηγόριον, ὧδέ πῃ λέγοντα· “Ἡμῖν δὲ εἷς Θεὸς ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι᾿ οὗ τὰ πάντα, καὶ ἓν Πνεῦμα Ἅγιον, ἐν ᾧ τὰ πάντα”. (Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τα Άγια Φώτα, ΙΒ΄, PG 36, 348 Α)». Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σελ. 244.

Ο Μ. Βασίλειος στον περί Αγίου Πνεύματος λόγο του εξηγεί ότι ο Πατήρ είναι η αρχή όλων των όντων, τα οποία δημιουργούνται δια του Υιού και τελειώνονται από το Άγιο Πνεύμα. «Ἐν δὲ τῇ τούτων κτίσει ἐννόησόν μοι τὴν προκαταρτικὴν αἰτίαν τῶν γινομένων, τὸν Πατέρα· τὴν δημιουργικὴν, τὸν Υἱόν· τὴν τελειωτικὴν, τὸ Πνεῦμα· …Ἀρχὴ γὰρ τῶν ὄντων μία, δι’ Υἱοῦ δημιουργοῦσα, καὶ τελειοῦσα ἐν Πνεύματι». Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου. Πνεύματος 16, 38, PG 32, 136 Α,Β, ΕΠΕ 10, 378, 11 – 19.

176. Και αυτές οι θέσεις είναι Βιβλικές, αλλά καταγράφονται και στην γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος συγκεφαλαιώνει στη θεολογία του όλη την θεολογία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Τοῦτο γὰρ ὁ τῆς ψυχῆς θάνατος, ἡ τῆς ἐν Θεῶ ζωῆς ἀλλοτρίωσις. Καὶ οὗτος ὄντως δεινὸς θάνατος· ὁ δὲ μετ᾿ αὐτόν, δηλαδὴ τοῦ σώματος, μετ᾿ αὐτὸν εὐκταιότατος· φιλανθρωπία γάρ ἐστι θεία …». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί μεθέξεως, 8, Π. Χρήστου 2, 144, 13 –16, ΕΠΕ 3, 224, 33 –226, 3.

«Ὁμονοήσαντες δὲ τῷ Σατὰν οἱ τοῦ γένους προπάτορες, παρὰ γνώμην τοῦ κτίσαντος, γυμνωθέντες τῶν ἐκ τῆς ἄνωθεν αἴγλης φωτεινῶν καὶ ζωτικῶν ἐνδυμάτων, νεκροί, φεῦ, ὡς ὁ Σατὰν καὶ αὐτοὶ κατὰ πνεῦμα γεγόνασιν». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία ΛΑ΄ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 13, PG 151, 396D, ΕΠΕ 10, 292 – 294.

«Καθάπερ γὰρ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος θάνατός ἐστι τοῦ σώματος, οὕτως ὁ χωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς ψυχῆς θάνατός ἐστι τῆς ψυχῆς, καὶ οὗτός ἐστι κυρίως θάνατος, ὁ τῆς ψυχῆς. Τοῦτον γὰρ ἐδήλου καὶ διὰ τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ ἐντολῆς, ὅτε ἔλεγεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀδάμ· “ἣ δ᾿ ἂν ἡμέρα φάγῃς ἀπὸ τοῦ ἀπαγορευμένου ξύλου, θανάτῳ ἀποθανῇ (Γεν. 2, 17)”. Τότε γὰρ ἐθανατώθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, διὰ τῆς παραβάσεως χωρισθεῖσα τοῦ Θεοῦ». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 9, PG, 150, 1048C, ΕΠΕ 8, 356, 10 – 17.

177. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, όπ. παρ., σελ. 56 – 57.

178. Όπ. παρ., σελ. 17 – 20.

179. Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ η κτίση ως ετερούσια του Θεού αποτελεί μια δεύτερη «φύση» που η θεία ελευθερία όχι μόνο την «ηθέλησεν» αλλά και την οδήγησε εκ του μηδενός στην ελευθερία και γι’ αυτό δια της ελευθερίας την καλεί να γίνει «σύμμορφος» προς το δημιουργικό εκείνο πρότυπο χάρις στο οποίο κινείται και υπάρχει. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 50.

180. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συγκεφαλαιώνοντας την Πατερική θεολογία σχετικά με το θέμα αυτό ορίζει ως πραγματική ζωή, την ζωή του ανθρώπου που βρίσκεται σε κοινωνία, σε προσωπική σχέση με τον Θεό, ενώ ως θάνατο την χωρίς Θεό ζωή. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 11, PG, 150, 1049Α.

Η ποιότητα της ζωής του καθενός, είτε στην εδώ ζωή του είτε στην μελλοντική, είναι κάτι που καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο αυτεξουσίως, εφόσον ο καθένας επιλέγει τον τρόπο, τον δρόμο και την ζωή που αγαπάει. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, όπ. παρ. 17, PG, 150, 1053Α.

Για την Ορθόδοξη θεολογία επομένως αληθινή ζωή είναι η «κεχαριτωμένη θείως», δηλαδή αυτή η ζωή που σχετίζεται με την όντως ζωή, την μόνη αληθινή ζωή, διότι μόνον αυτή είναι αυτοζωή που ζωοποιεί και τους μετέχοντες σ’ Αυτήν. Η ζωή δεν είναι κάτι που δωρίζεται με μαγικό τρόπο, αλλά κάτι που βεβαίως δωρίζεται σ’ αυτούς που την ποθούν και συνεργούν προς την κατεύθυνση αυτή. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγοι αποδεικτικοί Β΄, 8, Π. Χρήστου 1, 85, 10.

Η ελευθερία επιλογής του ανθρώπου τον οδηγεί να ζει είτε ως συζευγμένος, ως ένα πνεύμα με τον Θεό, είτε ως διαζευγμένος με αυτόν. Και αυτός είναι ο κυρίως θάνατος, «ο δεύτερος και αδιάδοχος θάνατος» (Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 15, PG, 150, 1052B), «το να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη» (όπ. παρ. 12, PG, 150, 1049B).

181. Βλ. Καλαντζάκης, Σταύρος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, όπ. παρ. σελ. 35.

ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΤΟΣΕΣ ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ.

Ευάγριος ο Ποντικός
Κεφάλαια περί διακρίσεως παθών και λογισμών

7. Οι διαφορές μεταξύ των αγγελικών, των ανθρωπίνων και των δαιμονικών λογισμών, αφού μελετήσαμε πολύ και παρατηρήσαμε, καταλάβαμε ότι είναι οι εξής: Οι αγγελικοί εξετάζουν τις φύσεις των πραγμάτων και ερευνούν και εξιχνιάζουν τους πνευματικούς λόγους τους. Για παράδειγμα• για ποιο λόγο έγινε ο χρυσός και γιατί είναι σπαρμένος σαν άμμος βαθιά μέσα στη γη και βρίσκεται με πολύ κόπο. Και πως, αφού βρεθεί πλένεται με νερό, μπαίνει στη φωτιά και τότε παραδίνεται στους τεχνίτες για να κατασκευάσουν τη λυχνία της σκηνής του μαρτυρίου και το θυμιατήριο και τα μικρά θυμιατήρια και τις κούπες, από τις όποιες μετά τη χάρη του Σωτήρα σ' εμάς, δεν πίνει πλέον ο βασιλιάς της Βαβυλώνας. Ενώ του Κλεόπα η καρδιά καίγεται από αυτά τα μυστήρια.
Ο δαιμονικός λογισμός ούτε τα γνωρίζει αυτά, ούτε τα καταλαβαίνει. Φέρνει με αναίδεια στο νου μόνη την απόκτηση του χρυσού και προλέγει την τροφή και τη δόξα που θα προκύψει από αυτόν. Ο ανθρώπινος πάλι λογισμός ούτε την απόκτηση του χρυσού ζητάει, ούτε εξετάζει τίνος σύμβολο είναι ο χρυσός, αλλά απλώς φέρνει στο νου τη μορφή του, χωρίς πάθος και πλεονεξία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα πράγματα, όπου το λογικό, σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, γυμνάζεται μυστικά.




Δεν υπάρχουν σχόλια: