Συνέχεια από: Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021
1. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
1.1. Η οντολογία τής ζωής
Τι είναι η ζωή; Τι ζωή έχει ο Θεός και τι ζωή ο άνθρωπος, οι άγγελοι, τα ζώα; Ερωτήσεις βαθύτατα υπαρξιακές που σχετίζονται άμεσα με την οντολογία μας και την οντολογία του νου που πραγματευόμαστε στην μελέτη αυτή.
Ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί ότι ζωή είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός τόσο κατά την φύση του, όσο και κατά την ενέργειά του. Είναι και έχουν ζωή κατά φυσικό τρόπο, στην ουσία τους τόσο ο Πατήρ, όσο και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα εφόσον την έχουν όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά εντελώς ελεύθερα και απόλυτα ο καθένας καθεαυτόν. Είναι δηλαδή ζωή και έχουν ζωή χωρίς να την οφείλουν σε κάποια άλλη αιτία, αλλά μόνο στον εαυτό τους. Είναι η μία και μόνη άκτιστη αυτοζωή4. Έχει όμως η τρισυπόστατη Θεότητα την ζωή και ως ενέργειά της, διότι μας ζωοποιεί και είναι η ζωή όλων των ζώντων υπάρξεων. Η ζωή επομένως κάθε κτιστής λογικής φύσης είναι αποτέλεσμα της κατά φύσιν άκτιστης ενέργειας του Θεού κι όχι της μετάδοσης της ουσίας του, διότι την ουσία κανείς δε μπορεί να τη λάβει5 σύμφωνα με τον άγιο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «εμείς ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού είναι και ζωή μας κατ᾿ αιτία και κατ᾿ ενέργεια και ότι αυτός καθ᾿ εαυτόν είναι ζωή ασχέτως και εντελώς απολύτως, και δεχόμαστε ότι αυτός έχει και τα δύο ακτίστως, όπως επίσης και ο Πατήρ και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως και η ζωή μας αυτή από την οποία, ως αιτία των ζώντων, ζωοποιούμαστε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα»6.
Καμία άλλη ζωή δεν είναι άκτιστη αυτοζωή. Κάθε άλλη ζωή είναι κτιστή κι έχει την αιτία της στην τρισυπόστατη Θεότητα· έχει αρχή, δεν είναι άχρονη και αΐδια, όπως είναι η ζωή του Θεού. Παρόλα αυτά όμως κατά τον άγιο κάθε λογική και νοερή φύση είτε αγγελική είναι αυτή είτε ανθρώπινη έχει ως ουσία της τη ζωή7. Το αποτέλεσμα της ζωοποιού ενέργειας του Θεού είναι η δημιουργία ζώντων λογικών υπάρξεων, που έχουν τη ζωή πλέον ως ουσία τους και εξαιτίας αυτού αδυνατούν να πεθάνουν. Επομένως οι λογικές και νοερές φύσεις διαμένουν κατά την ύπαρξή τους εξίσου αθάνατες χωρίς να επιδέχονται διαφθορά8. Έχουν ζωή καθεαυτές, εφόσον η ζωή δεν θα μπορούσε να λέγεται ουσία καθεαυτήν αναφορικά με ο,τιδήποτε άλλο9.
Συνεχίζοντας ο Άγιος στην ίδια πραγματεία του εξηγεί πως η ανθρώπινη νοερή και λογική φύση έχει και ως ουσία της τη ζωή, αλλά και ως ενέργεια, εφόσον ζωοποιεί και το συνημμένο σ᾿ αυτήν σώμα, σε αντίθεση με τους αγγέλους που έχουν ως ουσία τους τη ζωή αλλά όχι και ως ενέργεια, εφόσον δεν έχουν σώμα για να το ζωοποιήσουν10.
Όσο για τα άλογα ζώα εξηγεί πως δεν έχουν ως ουσία τους την ζωή αλλά μόνο ως ενέργεια, εφόσον αυτή δεν υφίσταται καθεαυτήν αλλά μόνο σε σχέση με κάτι άλλο. Έτσι η ψυχή τους συνδιαλύεται, όταν λύεται το σώμα τους, διότι δεν είναι λιγότερο θνητή από το σώμα, εφόσον δεν έχει ως ουσία της την ζωή. Φαίνεται η ψυχή αυτή να μην έχει τίποτε άλλο εκτός από τα ενεργούμενα δια του σώματος· τίποτε πέρα από την βιολογική του ζωή θα λέγαμε11.
Απεναντίας η ψυχή του ανθρώπου έχει με σαφήνεια και άλλη ζωή πέραν της σωματικής, βιολογικής ζωής. Πρόκειται για την εσωτερική ζωή της ψυχής, τη νοερή και λογική ζωή που είναι ανεξάρτητη σε μεγάλο βαθμό από την βιολογική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση η μία με την άλλη, εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι ούτε μόνον υλικός ούτε μόνον άϋλος, αλλά το συναμφότερον, σώμα και ψυχή. Έτσι, όταν το σώμα λύεται, πεθαίνει, αυτή δεν συνδιαλύεται αλλά παραμένει αθάνατη, εφόσον έχει ως ουσία της την ζωή12.
Τι είδους ζωή είναι όμως αυτή; Διότι δεν παύει να είναι κτιστή άρα και εξαρτημένη από την αιτία της παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει καθεαυτήν. Και τι είναι τότε ο θάνατος; Γιατί το σώμα πεθαίνει; Υπάρχει θάνατος της ψυχής κι αν ναι, τι είναι αυτός; Σπεύδοντας σε καταφατική δήλωση ότι δηλαδή ναι, υπάρχει και ψυχικός θάνατος, τι σημαίνει αυτό που λέει ο άγιος ότι η ψυχή παραμένει αθάνατη μετά τον σωματικό θάνατο και θα παραμείνει αθάνατη στους αιώνες, εφόσον έχει ως ουσία της τη ζωή;
1.2. Το φαινόμενο του θανάτου
Ο θάνατος κατά τον Άγιο δεν υπάρχει με την έννοια του αφανισμού, της μετάβασης σε κατάσταση ανυπαρξίας. Εφόσον η ψυχή έχει στην ουσία της την ζωή, είναι κατά μετοχή τής ζωής αθάνατη. Έτσι δεν τον προβληματίζει ιδιαίτερα ο θάνατος του σώματος. Αυτόν τον ονομάζει φυσικό θάνατο, τον θεωρεί φυσικό επακόλουθο της πτώσης και μάλιστα καρπό της φιλανθρωπίας του Θεού13. Η αιτία όμως του σωματικού θανάτου τον απασχολεί ιδιαίτερα. Κι η αιτία αυτή δεν είναι άλλη από τον ψυχικό θάνατο που επήλθε μετά την παράβαση της ζωτικής εντολής στον παράδεισο. Τι είναι όμως αυτός ο ψυχικός θάνατος;
Ο Άγιος ορίζει τον ψυχικό θάνατο ως αλλοτρίωση της εν Θεώ ζωής14 την οποία ζούσε ο άνθρωπος πριν από την παράβαση της «ζωούσης ἐντολῆς»15. Η ζωή που ζει μετά την πτώση δεν αποτελεί πλέον αληθινή ζωή, εφόσον απουσιάζει από αυτήν η όντως ζωή, ο Θεός. Η απουσία αυτή δεν είναι λεκτικού, συμβολικού ή ακόμα και τοπικού χαρακτήρα· δεν νοείται μόνο ως μία απλή απομάκρυνση του Αδάμ από τον παράδεισο, οπότε έχασε την ευκαιρία να συναντιέται και να συνομιλεί με τον Θεό, αλλά έχει βαθύτατα υπαρξιακό, οντολογικό χαρακτήρα. Έχασε ο άνθρωπος την άκτιστη Χάρη του Τριαδικού Θεού με την οποία ήταν ντυμένος. Έχασε την δόξα της τρισυπόστατης Θεότητας, που την φορούσε ως φωτεινό ένδυμα και του επλήρωνε και του καταξίωνε την ύπαρξη. Έχασε τον φωτεινό, χαριτωμένο χιτώνα του και τότε μόνον αισθάνθηκε την γύμνια του. Μήπως μέχρι τότε φορούσε ενδύματα στο σώμα του; Όχι βέβαια. Τότε όμως αντιλήφθηκε πως ήταν γυμνός και κρύφτηκε, όταν απώλεσε το ένδυμα της Θεότητας, το ένδυμα της πραγματικής ζωής16. Αυτήν την απώλεια της Θείας δόξας από το είναι του ανθρώπου αποκαλεί ο Άγιος ψυχικό θάνατο ή νέκρωση του πνεύματος και αυτός είναι ο λόγος που τον αποκαλεί δεινό θάνατο. Επομένως ζωή έχει και θα έχει χωρίς τέλος, χωρίς λήξη κάθε λογική φύση που δημιουργήθηκε εκ του μη όντος, ανθρώπινη ή αγγελική. Όμως αληθινή ζωή είναι μόνον η ένθεη, η χαριτωμένη από την άκτιστη Θεία Χάρη, «ἡ κεχαριτωμένη θείως»17.
Στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη, της γράφει: «Γνώριζε αγία γερόντισσα ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής που είναι από την φύση της αθάνατη»18. Της εξηγεί ότι, όπως ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα ορίζει τον θάνατο του σώματος, έτσι και ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή ορίζει τον θάνατο της ψυχής. Κι αυτόν θεωρεί ως τον κυρίως θάνατο, τον ψυχικό. Αυτόν τον θάνατο εξηγεί πως εννοούσε ο Θεός στον παράδεισο, όταν παράγγειλε στον Αδάμ να μη φάει από τον απαγορευμένο καρπό, διότι θα πεθάνει. Κι έτσι τελικά θανατώθηκε η ψυχή του, όταν αυτός παρέβη την εντολή και χωρίστηκε από τον Θεό19.
Στον λόγο του περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος θέτει την ερώτηση τι ήταν η πνοή ζωής που ενεφύσησε ο Δημιουργός στον πρώτο άνθρωπο. Κι απαντάει ότι ήταν αυτή που έδωσε στον άνθρωπο ζωντανή ψυχή, αείζωη, αθάνατη, που την ταυτίζει με την λογική ψυχή, αλλά ταυτόχρονα την κατέστησε και χαριτωμένη από τη Θεία Χάρη. Αυτό είναι το κατ᾿ εικόνα ή ακόμη και το καθ᾿ ομοίωσιν20. Τονίζει λοιπόν ο άγιος ότι η λογικότητα της ψυχής ως απόρροια του κατ᾿ εικόνα εξασφαλίζει την αθανασία της· αυτό όμως αποτελεί το κατά φύσιν της λογικής ψυχής. Γι᾿ αυτό συνεχίζοντας λέει ότι η πνοή της ζωής δεν έδωσε στην ψυχή μόνο τη λογικότητα και την αθανασία, αλλά την επλήρωσε με την Θεία Χάρη, γεγονός που την κατέστησε ὄντως ζῶσα. Η όντως ζωή επομένως είναι η εμφορούμενη την άκτιστη Χάρη, τη δόξα της Τριαδικής Θεότητας. Αυτής της δόξας εξέπεσε ο άνθρωπος με την πτώση και ακολούθησε μια ζωή άχαρις, χωρίς την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, μια ζωή χωρίς τη Ζωή, μια ζωή που είναι θάνατος. Γι᾿ αυτό και ο Άγιος αυτή την ζωή την ονομάζει όντως δεινό θάνατο και κυρίως θάνατο και πονάει και μας ελεεινολογεί για τη ζημία που πάθαμε, από ποια κατάσταση σε ποια μεταβληθήκαμε.
Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι αυτοζωή και αιτία κάθε είδους ζωής, τόσο της εν χρόνω που ζούμε τώρα όσο και της δικής του αϊδίου αλλά και της δικής μας επίσης αϊδίου ζωής που μπορούμε να ζήσουμε με χαρισματικό τρόπο, κατά μέθεξη, ως πρόγευση από τώρα με τη μορφή του αρραβώνα και στο μέλλοντα αιώνα με πληρότητα. Αυτός ο Θεός δεν έκανε τον θάνατο αλλά ούτε και τον παρήγγειλε να γίνει. Αρχικά ο Σατανάς κάνοντας κακή χρήση του αυτεξουσίου του εγκατέλειψε την αληθινή ζωή, έχασε το άκτιστο ζωοποιό φως που τον καθιστούσε Εωσφόρο, νεκρώθηκε το πνεύμα του και στη συνέχεια παρέσυρε και τον άνθρωπο σε κοινωνία της νέκρωσής του. Έτσι κατέληξε κι ο άνθρωπος στη νέκρωση αρχικά του πνεύματός του καθιστώντας το και νεκροποιό, το οποίο μετέδωσε στη συνέχεια την νέκρωση αυτή και στο σώμα του21. Η γύμνωση από τα φωτεινά και ζωτικά ενδύματα που προέρχονται από τη θεϊκή δόξα, την άκτιστη Θεία Χάρη ορίζει και την ζωή που είναι συνυφασμένη με το θάνατο· αντίθετα η ένδυση της θεϊκής δόξας, η κοινωνία Θεού – ανθρώπου δια της ακτίστου Χάριτος, της ακτίστου ενεργείας, της θείας δόξας ορίζει την όντως ζωή.
Πάνω στην διάκριση αυτή ερμηνεύει ο άγιος την κατάσταση που θα επικρατεί και στον μέλλοντα αιώνα. Ζωή θα ονομάζεται η ζωή της απόλαυσης της αιώνιας βασιλείας του Θεού και η κοινωνία μαζί Του, ενώ θάνατος θα είναι εκείνη η χωρίς Θεό ζωή, δηλαδή η αιώνια κόλαση22. Η ποιότητα της ζωής του καθενός στον μέλλοντα αιώνα είναι κάτι που καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο και από την εδώ ζωή του, εφόσον αυτεξουσίως23 ο καθένας επιλέγει τον τρόπο, τον δρόμο και την ζωή που αγαπάει. Για τον άγιο εάν κάποιος δεν σπεύδει να αποκτήσει την αληθινή ζωή, την «κεχαριτωμένην θείως»24 εδώ στην επίγεια πορεία του, δεν πρέπει να απατά τον εαυτό του με κενές ελπίδες ότι θα την λάβει εκεί, ελπίζοντας στην φιλανθρωπία του Θεού25. Διότι η αληθινή ζωή δεν είναι κάτι που δωρίζεται με μαγικό τρόπο, αλλά κάτι που βεβαίως δωρίζεται σ’ αυτούς που την ποθούν και συνεργούν προς την κατεύθυνση αυτή.
Με τις παραπάνω τοποθετήσεις του αγίου περί ζωής και θανάτου αίρεται η αρχική φαινομενική αντίφαση από την θέση του ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αθάνατος εφόσον έχει ως ουσία του την ζωή26. Πράγματι ο άνθρωπος είναι φύσει αθάνατος αλλά στην ατελεύτητη ζωή του θα ζει είτε ως συζευγμένος, ως ένα πνεύμα με τον Θεό, είτε ως διαζευγμένος με αυτόν. Κι αυτός είναι ο κυρίως θάνατος, «ο δεύτερος και αδιάδοχος θάνατος»27, «το να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη»28.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
4. «… ὁ Θεός, αὐτοζωὴ ὤν καὶ ὅλως ζωὴ καὶ ζωῆς παντοίας αἴτιος, τῆς τε ἐν χρόνῳ καὶ τῆς ἐν αἰῶνι, καὶ μάλιστα τῆς ἀϊδίου καὶ θεοειδοῦς». Ομιλία ΛΑ΄ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 12, PG 151, 396B, ΕΠΕ 10, 292.
5. Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 6, Π. Χρήστου 4, 106, 17, ΕΠΕ 7, 156, 3. Τα υπόλοιπα που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή αποτελούν μία σύνοψη των γραφομένων από τον άγιο στα κεφάλαια 5, 6 του ιδίου έργου.
6. Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 7, Π. Χρήστου 4, 106, 27 – 107, 1, ΕΠΕ 7, 156, 13 – 19. Επαναλαμβάνονται ακριβώς τα ίδια στο έργο Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, PG, 150, 1200 A – B, ΕΠΕ 8, 212, 21 – 27.
7. «πᾶσα λογικὴ καὶ νοερὰ φύσις, εἲτ᾿ ἀγγελικὴν εἴποι τὶς εἲτ᾿ ἀνθρωπίνην, οὐσία ἔχει τὴν ζωήν…». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ΄, ΕΠΕ 8, 106, 24 – 25.
8. «… δι᾿ ἥν καὶ διαμένει ἐπίσης καθ᾿ ὕπαρξιν ἀθάνατος, διαφθορὰν οὐκ ἐπιδεχομένη». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ΄, ΕΠΕ 8, 106, 25 – 26.
9. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ΄, ΕΠΕ 8, 108, 2.
10. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 30, PG, 150, 1140D, λ΄, ΕΠΕ 8, 106, 28 – 108, 5.
11. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 31, PG, 150, 1140D, λα΄, ΕΠΕ 8, 108, 12 – 19.
12. «ὁρᾶται ἔχουσα τὴν λογικὴν καὶ νοερὰν ζωήν, φανερῶς ἑτέραν οὖσαν παρὰ τήν τοῦ σώματος καὶ τῶν ὅσα διὰ τοῦ σώματος· δι᾿ ὃ καὶ λυομένου τοῦ σώματος αὕτη οὐ συνδιαλύεται· πρὸς δὲ τῷ μὴ συνδιαλύεσθαι καὶ ἀθάνατος διαμένει, ὡς μὴ πρὸς ἕτερον ὁρωμένην, ἀλλ᾿ οὐσίαν ἔχουσα τὴν καθ᾿ αὑτὴν ζωήν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 32, PG, 150, 1140D, λβ΄, ΕΠΕ 8, 108, 24 – 29.
13. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ΄ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 69.
14. «Τοῦτο γὰρ ὁ τῆς ψυχῆς θάνατος, ἡ τῆς ἐν Θεῶ ζωῆς ἀλλοτρίωσις. Καὶ οὗτος ὄντως δεινὸς θάνατος· ὁ δὲ μετ᾿ αὐτόν, δηλαδὴ τοῦ σώματος, μετ᾿ αὐτὸν εὐκταιότατος· φιλανθρωπία γάρ ἐστι θεία …». Περί μεθέξεως, 8, Π. Χρήστου 2, 13 ‐16, ΕΠΕ 3, 224, 33 ‐226, 3.
15. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 47, PG, 150, 1152Β, μζ΄, ΕΠΕ 8, 132, 13.
16. «Ὁμονοήσαντες δὲ τῷ Σατὰν οἱ τοῦ γένους προπάτορες, παρὰ γνώμην τοῦ κτίσαντος, γυμνωθέντες τῶν ἐκ τῆς ἄνωθεν αἴγλης φωτεινῶν καὶ ζωτικῶν ἐνδυμάτων, νεκροί, φεῦ, ὡς ὁ Σατὰν καὶ αὐτοὶ κατὰ πνεῦμα γεγόνασιν». Ομιλία ΛΑ΄ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 13, PG 151, 396D, ΕΠΕ 10, 292 ‐ 294.
17. Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Β΄, 8, Π. Χρήστου 1, 85, 10, ΕΠΕ, 1, 196, 26.
18. «Ἴσθι τοίνοιν, ἱερὰ πρεσβύτις, … ὅτι καὶ ψυχῆς ἐστι θάνατος τῆς ἀθανάτου φύσει». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 8, PG, 150, 1048Α, ΕΠΕ 8, 354, 20 – 22.
19. «καθάπερ γὰρ ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος θάνατός ἐστι τοῦ σώματος, οὕτως ὁ χωρισμὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς ψυχῆς θάνατός ἐστι τῆς ψυχῆς, καὶ οὗτός ἐστι κυρίως θάνατος, ὁ τῆς ψυχῆς. Τοῦτον γὰρ ἐδήλου καὶ διὰ τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ ἐντολῆς, ὅτε ἔλεγεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἀδάμ· “ἣ δ᾿ ἂν ἡμέρα φάγῃς ἀπὸ τοῦ ἀπαγορευμένου ξύλου, θανάτῳ ἀποθανῇ (Γεν. 2, 17)”. Τότε γὰρ ἐθανατώθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, διὰ τῆς παραβάσεως χωρισθεῖσα τοῦ Θεοῦ». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 9, PG, 150, 1048C, ΕΠΕ 8, 356, 10 – 17. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ΄ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 67.
20. «Τὶ δὲ ἐνεφύσησε; Πνοὴν ζωῆς. Τί ἐστι πνοὴν ζωῆς; Ψυχὴν ζῶσαν (Γεν. 2, 7). Διδασκέτω σε Παῦλος· “ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν (Α΄ Κορ. 15, 45)”. Τὶ δέ ἐστι ζῶσαν; Ἀείζωον, ἀθάνατον, ταὐτὸν δ᾿ εἰπεῖν λογικὴν –ἡ γὰρ ἀθάνατος λογική‐ καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ κεχαριτωμένην θείως. Τοιαύτη γὰρ ἡ ὄντως ζῶσα ψυχή. Τοῦτο δὲ τῷ κατ᾿ εἰκόνα ταὐτόν, εἰ δὲ βούλει καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Ὢ τῆς ζημίας, ἐκ τίνος εἰς τὶ μετεβάλομεν». Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 8, Π. Χρήστου 1, 85, Β΄ ΕΠΕ, 1, 196, 22 – 28.
21. «καὶ τοῦτον τοίνυν τόν τοῦ σώματος θάνατον, ὁ Θεὸς οὔτε ἔδωκεν, οὔτε ἐποίησεν οὔτε προσέταξε γενέσθαι… Ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, ἐπεὶ τὴν ἀρχὴν πρὸς τὴν κακίαν ἀπηυτομόλησε, στερεῖται τῆς ἀγαθῆς καὶ ὄντως ζωῆς, ἀπωσθεὶς ταύτης δικαίως ἧς ἀπέδρα φθάσας αὐτός, καὶ νεκρὸν γίνεται πνεῦμα, οὐ κατ᾿ οὐσίαν, οὐ γάρ ἐστιν οὐσία νεκρότητος, ἀλλὰ κατὰ ἀποβολὴν τῆς ὄντως ζωῆς… Ἐπεὶ δ᾿ ὁ Σατᾶν οὐ νεκρόν ἐστι πνεῦμα μόνον, ἀλλὰ καὶ νεκροῦν τοὺς ἐγγίζοντας, τοῖς δὲ μετασχοῦσι τῆς ἐκείνου νεκρώσεως καὶ σῶμα παρῆν ἑκατέρῳ, δι᾿ οὗ καὶ συνεπεράνθη πρὸς ἔργον ἐλθοῦσα ἡ νεκροποιὸς συμβουλή, μεταδιδόασι καὶ τοῖς οἰκείοις σώμασι τὰ νεκρὰ καὶ νεκροποιὰ γεγονότα πνεύματα τῆς νεκρώσεως…». Ομιλία ΛΑ΄ Ἐκφωνηθεῖσα ἐν Λιτῇ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Αὐγούστου, 12, 13, PG 151, 396C,D, ΕΠΕ 10, 292 – 294.
22. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 11, PG, 150, 1049Α, ΕΠΕ 8, 358, 12 ‐ 15.
23. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 17, PG, 150, 1053Α, ΕΠΕ 8, 364, 27 – 28.
24. Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος, 8, Π. Χρήστου 1, 85, 10, ΕΠΕ, 1, 196, 26.
25. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 16, PG, 150, 1052C, ΕΠΕ 8, 364, 6 – 8.
26. Σε άλλη συνάφεια και σε απάντηση προς κατηγόρους του ότι οι διατυπώσεις του για το ίδιο θέμα είναι αντιφατικές, ο άγιος απαντάει: «Διότι το να λέγει πότε τούτο και πότε εκείνο, όταν και τα δύο είναι αληθινά, είναι γνώρισμα κάθε ανθρώπου που θεολογεί με ευσέβεια». Εις την ρήσιν Κυρίλλου, 6, Π. Χρήστου 4, 12 – 13, ΕΠΕ 7, 154, 27 – 28.
27. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 15, PG, 150, 1052B, ΕΠΕ 8, 362, 24 – 25. Πρβλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ιδ΄ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 68.
28. Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 12, PG, 150, 1049B, ΕΠΕ 8, 358, 19 – 20.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου