Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΚΑΙ ΕΥΤΕΛΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΕΩΣ (1)

                                            

Αν θα θέλαμε να χαρακτηρίσουμε τον Οικουμενισμό με μία μόνον έννοια, η οποία θα μπορούσε να συμπεριλάβει όλα του τα παρακλάδια, ιδιαιτέρως δέ την σύγχρονη Βιβλική επιστήμη και την Εσχατολογία, νομίζουμε πώς αυτή η έννοια της απομυθοποιήσεως είναι η καταλληλότερη.

Η απομυθοποίηση, η οποία είναι γνωστή σαν απομυθοποίηση των ευαγγελίων χάρη στην ιστορικότητα των, στηρίζεται στην άρνηση της σχολαστικής μεταφυσικής εκ μέρους της μοντέρνας φιλοσοφίας του υποκειμένου και την άρνηση κατά συνέπειαν του νοητού κόσμου ως της ουσίας του ανθρώπου, δηλαδή ώς τον τόπο της ανθρώπινης φύσεως. Με απλούστερα λόγια την άρνηση του Νού. Του δεύτερου πλού της φιλοσοφίας.

Είναι ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην Ιστορία του πνεύματος, ήδη στην Αρχαία φιλοσοφία. Η φιλοσοφία που κληρονόμησε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αρνήθηκε ριζικά την ύπαρξη ακριβώς του δευτέρου πλού και κάθε δυνατότητα εκ μέρους του ανθρώπου, έστω και άν ο νοητός κόσμος υπάρχει, πρόσβασης σ’αυτόν. Και βέβαια για το επέκεινα της ουσίας ούτε συζήτηση. Βεβαίως οι τρείς μεγάλες σχολές αυτής της περιόδου, ο Στωϊκισμός, ο κήπος του Επίκουρου και ο Σκεπτικισμός, χρησιμοποίησαν με τέχνη τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, οι οποίες θεμελιώνονται οντολογικά, και έτσι δέν έχασε η αρχαία πολιτεία, τον χαρακτήρα του ανθρώπου, τις αρετές. Ο κοσμικός λόγος διατήρησε μία κάποια επαφή με το ανθρώπινο πνεύμα, τον ΝΟΥ, το κέντρο του νοητού κόσμου. Ο νοητός κόσμος και ο ΝΟΥΣ, γνώρισαν μια ένδοξη επιστροφή με τον Νεοπλατωνισμό, λίγο πρίν τελειώσει ο Αρχαίος κόσμος και ξεκινήσει ο Χριστιανισμός.

Ο Βυζαντινός λεγόμενος κόσμος διατήρησε το νοητό ύψος του ανθρώπου και σ’άυτό ο ύψος έκτισε την θεολογία του και ρίζωσε την πίστη του. Ο λατινικός κόσμος, με την επιρροή του Αυγουστίνου, το αρνήθηκε. Αναβάθμισε την λογική και έκανε το τραγικό λάθος να ονομάσει το επέκεινα της ουσίας, το Ένα, Θεό, ταυτίζοντας το με τον αληθινό Θεό, δίνοντας τό δικαίωμα μ’αυτόν τον τρόπο στη λογική, λόγω του ότι το επέκεινα είχε ενσαρκωθεί και είχε αφήσει πίσω του το Αγιο Πνεύμα σαν βοηθό της λογικής, να υποκαταστήσει πλήρως τον ΝΟΥ.

Αυτή η ασέβεια έφτασε και ολοκληρώθηκε στον Κάντ και στον Χέγκελ. Ο Κάντ αρνήθηκε όπως και η ελληνιστική φιλοσοφία, την ύπαρξη του Νοός, βάζοντας στην θέση του νοητού κόσμου a’priori, αντικατέστησε τις κατηγορίες του Αριστοτέλη με κατηγορίες του αισθητού κόσμου και βοήθησε τον Χέγκελ να μειώσει το απόλυτο της φιλοσοφίας, την πρώτη Αρχή, στο πεπερασμένο. Αυτή την απολυτοποίηση του πεπερασμένου, του θανάτου, ζούμε σήμερα σαν υπαρξισμό και ιστορικισμό και στην Θεολογία σαν Βιβλική επιστήμη. Ζούμε τον θρίαμβο του υποκειμένου.

Η μεταφυσική λοιπόν, ο νοητός κόσμος, το επέκεινα στην φιλοσοφία, σκεπάστηκαν με τις ομίχλες του παρελθόντος και την αοριστία του μύθου. Όλοι οι όροι του νοητού μεταφράστηκαν σε όρους αισθητού, ο πνευματικός θάνατος ντύθηκε το ένδυμα της ζωής και ο ναρκισσισμός απορρόφησε γρήγορα τις αξίες, που αντικατέστησαν τις αρετές. Αξίες εκτεθειμένες στην λογική του υποκειμένου και στην τρεπτότητα του πεπερασμένου.

Η πίστη μειώθηκε σε βεβαιότητα (συνείδηση) και η βεβαιότητα χρειάζεται αποδείξεις. Και επειδή οι αποδείξεις της επιστήμης δέν αφορούν πλέον τον άνθρωπο, αυτή την μείωση της πίστεως σε βεβαιότητα, ανέλαβε η απομυθοποίηση. Τήν μετάλλαξη της πίστεως σε βεβαιότητα. Ένα συναίσθημα απαραίτητο στην τυφλή μας πορεία πρός τον θάνατο. Μία βεβαιότητα που θεμελιώνει την Βούληση για δύναμη, η οποία αντικατέστησε την θέληση και την απόφαση. Σήμερα το ανθρώπινο είδος που κυκλοφορεί στερείται κάθε δυνατότητος θελήσεως και αποφάσεως και ακολουθεί τυφλά τους τρόπους ζωής που επιβάλλουν οι μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας. 

Ο Άγιος Μάξιμος, στην πρός Μαρίνον επιστολή, περιγράφει ακριβώς τον άνθρωπο που χάθηκε αμετάκλητα : «Το φυσικό θέλημα, δηλαδή την θέλησι, την λένε δύναμι που ορέγεται το κατά φύσιν όν και συνέχει όλα τα ιδιώματα που ουσιωδώς ανήκουν στην Φύσι. Αυτή συνέχει φυσικώς την ουσία, ώστε να ορέγεται και να υπάρχη και να ζή και να κινήται σύμφωνα με την αίσθησί και τον νού, επειδή σφοδρώς επιθυμεί την δική της φυσική και πλήρη οντότητα. Η φύσις λοιπόν (η ανθρώπινη) είναι θελητική εαυτής και όσων φύσει την συνιστούν κατά τον ίδιο τον λόγο της υπάρξεώς της, ότι δηλαδή υπάρχει και δημιουργήθηκε για νά ορέγεται. Γι’αυτό άλλοι, όταν ορίζουν τούτο το φυσικό θέλημα, λένε ότι είναι όρεξις λογική και ζωτική, η δέ προαίρεσις κριτική διάθεσις της αυτεξουσιότητός μας. Η θέλησις λοιπόν δέν είναι προαίρεσις. Διότι η μέν θέλησις είναι ένα είδος απλής ορέξεως λογικής και ζωτικής, η δέ προαίρεσις είναι σύνοδος ορέξεως και βουλής και κρίσεως. Όταν ορεγώμεθα λοιπόν προηγουμένως σκεπτόμεθα (βουλευόμεθα) και όταν σκεφτούμε (βουλευσάμενοι) κρίνουμε, και αφού κρίνουμε προαιρούμεθα εκείνο που ανεδείχθη εκ της κρίσεως καλύτερο και όχι το χειρότερο. Και η μέν θέλησις εξαρτάται μόνο απο τα φυσικά, η προαίρεσις δέ μόνο απο τα εφ’ημίν και τα δυνάμενα να γίνωνται δι’ ημών.

Η προαίρεσις δέν είναι ούτε βούλησις. Γιατί η βούλησις είναι όρεξις ωρισμένης παραστάσεως (φανταστικής) πραγμάτων που εξαρτώνται απο εμάς ή δέν εξαρτώνται απο εμάς, δηλαδή όρεξις που παίρνει μορφή με την διάνοια μόνο. Η μόρφωσις της παραστάσεως είναι όρεξις μόνης της διανοητικής δυνάμεως άνευ του κρίνοντος και αποφασίζοντος δικού μας λόγου και μοιάζει κάπως με την φυσική θέλησι. Η προαίρεσις όμως είναι όρεξις που σκέπτεται για όσα εξαρτάται απο εμάς να πράττωμε. [Η δε όρεξις φανταστική, μόνης έστι της διανοητικής δυνάμεως άνευ του βουλευτικού λόγου των εφ’ημίν ή ποιά φυσική θέλησις (όχι της ανθρώπινης φύσεως). Η δέ προαίρεσις όρεξις βουλευτική των εφ ημίν πρακτών]».

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ. 


Στο ξεκίνημα του περασμένου αιώνος, εμφανίστηκαν οι εργασίες του Γερμανού Arthur Drews. Η σημαντικότερη έφερε τον τίτλο «The Christ Myth». Το 1910 γνώρισε ήδη την δεύτερη της έκδοση και την πρώτη μετάφραση στην Αγγλική γλώσσα, εκδοθείσα το 1910 ακριβώς, στο Σικάγο. Ο Arthur Drews (1865-1935), στην εισαγωγή του κειμένου του, διαγράφει το μονοπάτι της απομυθοποιήσεως, που σήμερα κατέστη η λεωφόρος των Εθνών. Και ετοιμάζει την αψίδα του θριάμβου της με την ένωση των Εκκλησιών και τον συγκρητισμό των θρησκειών. 

«Από την εποχή που ο David Frederick Strauss, στο βιβλίο του, «Η ζωή του Ιησού», προσπάθησε για πρώτη φορά να τοποθετήσει τις ιστορίες των Ευαγγελίων και την περιγραφή των θαυμάτων, πίσω, στην περιοχή του μύθου και των ευλαβών προσποιήσεων, οι αμφιβολίες γύρω απο την ύπαρξη του ιστορικού Ιησού παρέμειναν. Ο Bruno Bauer επίσης στο βιβλίο του, του 1841-42, «Κριτική των Ευαγγελίων» αμφισβήτησε την ιστορική ύπαρξη του Ιησού. Αργότερα δέ, στα 1877, προσπάθησε να δείξη πώς η ζωή του Ιησού ήταν μία απλή επινόηση του πρώτου Ευαγγελιστού Μάρκου, και να χρεώσει ολόκληρη την Χριστιανική θρησκεία στην Στοά και στην Αλεξανδρινή κουλτούρα του δευτέρου αιώνος, τονίζοντας μάλιστα την επιρροή του Σενέκα στην ανάπτυξη της Χριστιανικής οπτικής γωνίας.

Όμως η Κριτική θεολογία δέν έφτασε σε θετικά αποτελέσματα και έτσι εναπόμεινε στον καιρό μας να αναλάβει ενεργητικά το θέμα και να φτάσει σε σταθερά συμπεράσματα!

Στην Αγγλία ο John M.Robertson, στο «Χριστιανισμός και Μυθολογία» (1900) και ιδιαιτέρως στο βιβλίο του «ο παγανιστής Χριστός: Μελέτες στην συγκρητιστική Ιερολογία (1903)», μας παρουσίασε την εικόνα του Χριστού των ευαγγελίων σαν ένα μείγμα μυθολογικών στοιχείων Ιουδαϊσμού και εθνισμού.

Ακόμη νωρίτερα στην Γαλλία είχαν εμφανιστεί τα έργα του Dupuis (1795) και του Βολταίρου (1791). Και στην Ιταλία, ο Emilio Bossi στα 1904 είχε γράψει το βιβλίο «ο Ιησούς Χριστός δέν υπήρξε ποτέ».

Στην Γερμανία ο πάστορας Kalthoff, σκέφτηκε στα 1903, πώς η εμφάνιση της Χριστιανικής θρησκείας, δέν είχε την ανάγκη της βοήθειας του Ιστορικού Χριστού, αλλά μπορούσε να χρεωθεί απλώς σε ένα κοινωνικό κίνημα των χαμηλοτέρων τάξεων της Αυτοκρατορίας της εποχής.

Μάλιστα δέ ο Ανατολιστής (Orientalist) P. Jensen, στο βιβλίο του γύρω απο το έπος του Γκιλγκαμές, του 1906, σκέπτεται πώς μπορεί να δείξη πώς και οι δύο κύριες γραμμές της ιστορίας της Βίβλου και ολοκλήρου της διηγήσεως της ζωής του Ιησού που παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια, είναι απλώς παραλλαγές του Βαβυλωνιακού έπους του Γκιλγκαμές που εμφανίστηκε γύρω στο 2000 π.Χ.». 

Δυστυχώς για τον Arthur Drews και ευτυχώς για μάς, πρίν εργαστεί στον μύθο του Ιησού, είχε προσπαθήσει να αποδείξει τον μυθολογικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Πλωτίνου. Λέμε ευτυχώς διότι υπήρξε ένας σοβαρός μελετητής του Πλωτίνου, ο Γάλλος Rene Arnou, ο οποίος στην μελέτη του, «Η επιθυμία του Θεού στην φιλοσοφία του Πλωτίνου», αφιέρωσε μία κριτική των θέσεων του Drews. Επειδή κανείς θεολόγος, ούτε Ορθόδοξος, βρέθηκε να απογυμνώσει τις απομυθοποιήσεις, οι οποίες κατέκτησαν πλήρως και τις θεολογικές σχολές, όπως γνωρίζουμε, θα παρουσιάσουμε την κριτική του Arnou, για να πάρουμε μία ιδέα της Ευτέλειας του Γερμανικού ιδεαλισμού και του Αγγλικού ρεαλισμού, που βρίσκονται στα θεμέλια του υπαρξισμού και του Οικουμενισμού. 

Ας σημειώσουμε επίσης πώς ο Arthur Drews, επηρέασε σοβαρά και τον Γιούνγκ, ο οποίος υιοθετώντας τον συγκρητισμό που γεννά αναγκαίως η απομυθοποίηση, προσπάθησε να κατασκευάσει έναν μυθικό εαυτό! Για να σώσει το Εγώ-Θεός, του προπατορικού αμαρτήματος που τόσο έχει την ανάγκη του ο σύγχρονος πολιτισμός, η νεωτερικότης.

Όπως επίσης και το παράδοξο φαινόμενο του Λουδοβίκου, ο οποίος εμβαθύνοντας την ευτελέστατη θεολογία του Ζηζιούλα, τις αιρέσεις που περιέχει και την αλλαζονική του κενοδοξία να είναι ο συνεχιστής του Παλαμά, απο τις βιβλιοθήκες του Λονδίνου, σκοπεύει να επεξεργασθεί μία μοντέρνα και αυτός θεολογία και θεολογική ανθρωπολογία, σε σύνδεση με τα σύγχρονα υπαρξιακά ερωτήματα, διαβάζοντας διαφορετικά την ελληνική Πατερική παράδοση. Επιθυμώντας να συνδέσει την Ορθόδοξη Θεολογία με τις πιό ενδιαφέρουσες όψεις της νεώτερης πνευματικής αναζήτησης. Δηλαδή με την μετανεωτερική ανάδυση της οντολογική αξίας του σώματος, της κοινότητας, του ασυνειδήτου, της ψυχοσωματικής μετοχής, της σοφίας του φυσικού και βιολογικού. Ο Λουδοβίκος ο ΟΝΤΟΛΟΓΟΣ, θεωρείται από όλα σχεδόν τα σύγχρονα ανόητα γερόντια που υποδύονται τους ηγούμενους των μοναστηριών, "Ορθόδοξος". Και κατάντησε το μεγάλο αστέρι των Βίντεο του διαδικτύου.

Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος Λουδοβίκο, είναι ο δρόμος του Κυρίου, ο δρόμος των Αγίων. Ο δρομος του βιβλιοθηκάριου, που ακολουθείς είναι πολυπληθέστατος, γεμάτος διδακτορίσκους σαν και του λόγου σου. Είναι ο δρόμος που έστρωσε στο διάβα των αιώνων, ο όφις της κενοδοξίας.


(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΩΠΑ! ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΒΓΑΖΩ ΑΚΡΗ ΣΥΝΕΧΙΣΕ...