Συνέχεια από: Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ
Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
2.3. Η ψυχή τού ανθρώπου
Η ψυχή του ανθρώπου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το άϋλο, το νοερό ‐όχι όμως και άκτιστο ή υπερφυές‐ μέρος του ανθρώπου. Ως νοερή είναι ασώματη, δεν βρίσκεται σε κάποιον τόπο, αλλά δεν βρίσκεται και παντού. Το λογικό της μέρος αποτελείται από τον νου, τον λόγο και το πνεύμα. Αυτό το πνεύμα –ή ψυχικό πνεύμα όπως αλλιώς ονομάζεται‐ είναι ζωοποιό71 και ζωοποιεί, δίνει ζωή και συνέχει το συνημμένο με την ψυχή σώμα. Εφόσον λοιπόν το ψυχικό πνεύμα ζωοποιεί και συνέχει το σώμα, δεν μπορεί η ψυχή να εντοπίζεται σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος, ούτε και να αφήνει κάτι εκτός αυτής. Επομένως βρίσκεται παντού, σε ολόκληρο το σώμα, όχι ως περιεχόμενη μέσα σ’ αυτό, αλλά μάλλον αυτή το περιέχει και το συγκρατεί72, φανερώνοντας ότι και σ’ αυτό είναι πλασμένη κατ’ εικόνα Θεού. Ο Θεός είναι πανταχού παρών κι όχι κάπου μέσα στο σύμπαν, διότι ζωοποιεί και συνέχει τα σύμπαντα.
I. Το τριμερές της ψυχής. Το λογικό και άλογο μέρος της
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διαίρεσαν την ψυχή σε τρία μέρη· στο αυξητικό, αισθητικό και λογικό οι Στωικοί, και στο επιθυμητικό, θυμικό και λογικό οι Πλατωνικοί. Το επιθυμητικό και το θυμικό μαζί αποτελούν το παθητικό μέρος της ψυχής73 που είναι και το άλογο μέρος της. Οι πατέρες αποδέχονται αυτές τις διαιρέσεις και τις χρησιμοποιούν προκειμένου να μιλήσουν για τον άνθρωπο, δεν σχετίζουν όμως ούτε τη μία ούτε την άλλη τριμερή διαίρεση με το κατ’ εικόνα και την τριαδικότητά του· αυτό το αποδίδουν κατ’ εξοχήν στο λογικό μέρος της ψυχής, δηλαδή στον νου. Την τριμερή διαίρεση την δέχονται προκειμένου αφενός να αποσαφηνίσουν ότι η ψυχή αποτελείται από ένα άλογο μέρος και από το λογικό της μέρος και αφετέρου να ερμηνεύσουν το πώς το λογικό μέρος της ψυχής συνδέεται, συνάπτεται, κοινωνεί με το άλογο μέρος και τελικά με το σώμα, που είναι το πλέον άλογο και υλικό μέρος επάνω του. Έτσι το επιθυμητικό και πάσης φύσης επιθυμίες που σχετίζονται με αυτό, όπως και το θυμικό και πάσης φύσης συναισθήματα που σχετίζονται με αυτό, αλλά και το αισθητικό δηλαδή οι αισθήσεις που συνδέουν – κοινωνούν τον αισθητό και υλικό κόσμο με τον νοερό και άϋλο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αναφέρονται στο άλογο μέρος της ψυχής του.
Ο άγιος Γρηγόριος δέχεται την Πλατωνική τριμερή διαίρεση στην φυσιολογία τής ψυχής εξηγώντας ότι αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν δυνάμεις τις ψυχής, δηλαδή φυσικά προσόντα της, δυνατότητές της που εμφυτεύτηκαν σ’ αυτήν κατά την δημιουργία του ανθρώπου74. Χαρακτηρίζει μάλιστα τον νου, το λογικό μέρος ως ηγεμονικό και αρχικό από τη φύση του, ενώ το άλογο μέρος ως φύσει δουλικό και υπήκοο, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές εξαιτίας της εμπαθούς χρήσης του, ο άνθρωπος επαναστατεί και εγκαταλείπει τα ηνία όχι μόνο από τον Θεό και παντοκράτορα, αλλά και από τον αυτοκράτορα που υπάρχει μέσα μας, τον νου75.
Για τον Άγιο υπάρχουν επιθυμίες σύμφυτες που συντελούν στο να ζούνε οι άνθρωποι κατά την φύση τους, σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους. Όπως όμως και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δια του αυτεξουσίου προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, προς το αγαθό ή προς το κακό, με αποτέλεσμα να γεννιούνται επιθυμίες που έχουν την αρχή τους στην προαίρεση κι όχι στην φύση76. Κατά τον τρόπο αυτό κι όταν γίνει παρά φύσιν χρήση των δυνάμεων αυτών μπορούμε να μιλάμε πλέον για την παθολογία τους. Η πτώση είχε ως αποτέλεσμα να νοσήσουν και τα τρία μέρη της ψυχής γι’ αυτό και είναι ανάγκη για τον άνθρωπο που εκουσίως επιστρέφει προς τον Θεό να προσφέρει προς καθαρισμό, θεραπεία και αγιασμό και τα τρία μέρη. Έτσι, κατά το βάπτισμα εξηγεί ο άγιος ότι η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο νερό εκτός των άλλων εικονίζουν και την ανάσταση του τριμερούς της ψυχής από την αμαρτία, αλλά και του όλου ανθρώπου δηλαδή του νου, της ψυχής και του σώματός του77.
Ο άγιος ιεραρχεί τις τρείς αυτές δυνάμεις της ψυχής από την λογική προς την αλογότερη, τοποθετώντας τελευταία την επιθυμία, ως πλησιέστερη στο τελείως άλογο σώμα και στα περί του σώματος. Θεωρεί τροφή του θυμικού την αποτυχία ικανοποίησης του επιθυμητικού, και νόσο του διανοητικού την διάσπασή του, τους μετεωρισμούς του, όταν τα δύο προηγούμενα –θυμικό, επιθυμητικό‐ ξεφύγουν από τον έλεγχο και αναλάβουν τα ηνία της ψυχής. Έτσι η θεραπεία του θυμού –θυμικού‐ προαπαιτεί την θεραπεία της επιθυμίας, και η θεραπεία του λογιστικού δηλαδή του νου προαπαιτεί την θεραπεία και των δύο· του θυμού και της επιθυμίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός ξεκίνησε τη θεραπεία από το τελευταίο δηλαδή την επιθυμία78.
II. Η ουσία, οι δυνάμεις και οι ενέργειες της ψυχής
Ο άγιος δέχεται και την Στωική τριμερή διαίρεση και την χρησιμοποιεί προκειμένου να εξηγήσει ότι ενώ η ουσία της ψυχής είναι αόρατη και ακατάληπτη από τις αισθήσεις, οι ενέργειές της και όσα αυτή δίνει στον άνθρωπο που την έχει, είναι αυτά που την φανερώνουν. Έτσι η αύξηση, η αίσθηση και η νόηση, ως πραγματικότητες ‐ δυνάμεις που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, φανερώνουν υποχρεωτικά την ουσία από την οποία προέρχονται, την ψυχή79.
Ως δυνάμεις της ψυχής αναφέρονται οι δυνατότητες που έχει αυτή βάσει των προδιαγραφών που έλαβε από τον δημιουργό της. Οι δυνατότητες αυτές ενυπάρχουν στην φύση της ψυχής και ενεργούν μέσω κάποιων οργάνων του σώματος. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αναφερθεί η όραση που είναι μία δύναμη της ψυχής, μία δυνατότητά της80. Ως δύναμη αυτή η αίσθηση υπάρχει ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται ή όχι. Μπορεί κάποιος να έχει κλειστά τα μάτια του ή να κοιμάται, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχει δυνατότητα να δει. Με τον τρόπο αυτό γίνεται διάκριση μεταξύ της δύναμης και της ενέργειας της ψυχής ή καλύτερα της ενέργειας του νου δια της δύναμης αυτής. Η δύναμη ενυπάρχει ως δυνατότητα και η ενέργεια σχετίζεται με το πότε η δυνατότητα αυτή ενεργοποιείται, μπαίνει σε λειτουργία από τον άνθρωπο. Για τον Άγιο η δύναμη ενυπάρχει στην ψυχή ακόμα κι όταν λόγω βλάβης του οργάνου, του ματιού ή του οπτικού νεύρου ο άνθρωπος δεν βλέπει81. Άλλωστε παραπέμποντας στον μέγα Βασίλειο αναφέρει ότι δεν ενεργεί μόνο ό,τι δεν υπάρχει κι ότι οι ενέργειες είναι αυτές που φανερώνουν τις δυνάμεις οποιασδήποτε ουσίας82.
Η λειτουργία της κάθε δύναμης είναι αμφίδρομη, δηλαδή αφενός ο άνθρωπος εξωτερικεύει την εσωτερική του διάθεση με την βοήθεια της δύναμης ενεργώντας μια συγκεκριμένη ενέργεια, αφετέρου μία εξωτερική ενέργεια δια της δύναμης εσωτερικοποιείται και ο άνθρωπος αποκτά εμπειρία, μετέχει στην ενέργεια αυτή, παθαίνει83.
Η ψυχή του ανθρώπου είναι πολυδύναμη σε αντίθεση με τον Θεό που είναι παντοδύναμος. Παρόλα αυτά όμως η ουσία της παραμένει μία, απλή και ασύνθετη, χωρίς καθόλου να πολλαπλασιάζεται ή να συντίθεται εξαιτίας των δυνάμεων που υπάρχουν σ’ αυτήν και πηγάζουν από αυτήν. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Θεό, ο οποίος ενώ είναι παντοδύναμος δεν απομακρύνεται από το ενιαίο και την απλότητα εξαιτίας των δυνάμεων που υπάρχουν σ’ αυτόν84. Παρόλα αυτά και ενώ η ουσία της ψυχής είναι πράγματι απλή και ασύνθετη, είναι ταυτόχρονα δεκτική των εναντίων ποιοτήτων, της αρετής ή της κακίας. Έτσι κάθε λογική ψυχή αποκτά κάποια μορφή σύνθεσης από τις επιλογές που κάνει στην ζωή της· έχει ως ουσία της τη ζωή όχι όμως και την αγαθότητα ή την κακία. Μπορεί να γίνει αγαθή αυτεξουσίως, δεν θα γίνει όμως ποτέ η αγαθότητα ουσία της, όπως συμβαίνει στον Θεό. Ο Θεός είναι αγαθός αλλά και αγαθότητα στην ουσία του85. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος δια του αυτεξουσίου του επιλέγει την αγαθότητα ή την κακία και την προσαρτά στην ψυχή του σαν ποιότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργεί κάποια μορφή σύνθεσης. Η ψυχή πλέον αποτελείται από την απλή ουσία της και από μία από τις δύο αντίθετες ποιότητες· την αρετή ή την πονηρία86.
Πάνω στο ενιαίο της ψυχής βασίζεται και το γεγονός ότι όταν νοσεί ένα μέρος της ψυχής ή μία από τις δυνάμεις της, τότε αυτή νοσεί ολόκληρη. Εξηγεί χαρακτηριστικά ο Άγιος ότι εξαιτίας του ενιαίου της ψυχής κοινωνούν όλες οι δυνάμεις μεταξύ τους και μολύνεται ολόκληρη όταν και μία μόνο δύναμή της προκαλέσει κάτι κακό. Ακόμη κι όταν με συστηματική προσπάθεια και επιμέλεια καθαριστεί μία συγκεκριμένη ενέργεια του νου, δεν σημαίνει πως καθαρίστηκε η αντίστοιχη δύναμη δια της οποίας ενεργείται η ενέργεια αυτή, διότι κοινωνώντας με τις άλλες δυνάμεις μολύνεται εύκολα και αυτή87.
Σημειώσεις
I. Το τριμερές της ψυχής. Το λογικό και άλογο μέρος της
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι διαίρεσαν την ψυχή σε τρία μέρη· στο αυξητικό, αισθητικό και λογικό οι Στωικοί, και στο επιθυμητικό, θυμικό και λογικό οι Πλατωνικοί. Το επιθυμητικό και το θυμικό μαζί αποτελούν το παθητικό μέρος της ψυχής73 που είναι και το άλογο μέρος της. Οι πατέρες αποδέχονται αυτές τις διαιρέσεις και τις χρησιμοποιούν προκειμένου να μιλήσουν για τον άνθρωπο, δεν σχετίζουν όμως ούτε τη μία ούτε την άλλη τριμερή διαίρεση με το κατ’ εικόνα και την τριαδικότητά του· αυτό το αποδίδουν κατ’ εξοχήν στο λογικό μέρος της ψυχής, δηλαδή στον νου. Την τριμερή διαίρεση την δέχονται προκειμένου αφενός να αποσαφηνίσουν ότι η ψυχή αποτελείται από ένα άλογο μέρος και από το λογικό της μέρος και αφετέρου να ερμηνεύσουν το πώς το λογικό μέρος της ψυχής συνδέεται, συνάπτεται, κοινωνεί με το άλογο μέρος και τελικά με το σώμα, που είναι το πλέον άλογο και υλικό μέρος επάνω του. Έτσι το επιθυμητικό και πάσης φύσης επιθυμίες που σχετίζονται με αυτό, όπως και το θυμικό και πάσης φύσης συναισθήματα που σχετίζονται με αυτό, αλλά και το αισθητικό δηλαδή οι αισθήσεις που συνδέουν – κοινωνούν τον αισθητό και υλικό κόσμο με τον νοερό και άϋλο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αναφέρονται στο άλογο μέρος της ψυχής του.
Ο άγιος Γρηγόριος δέχεται την Πλατωνική τριμερή διαίρεση στην φυσιολογία τής ψυχής εξηγώντας ότι αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν δυνάμεις τις ψυχής, δηλαδή φυσικά προσόντα της, δυνατότητές της που εμφυτεύτηκαν σ’ αυτήν κατά την δημιουργία του ανθρώπου74. Χαρακτηρίζει μάλιστα τον νου, το λογικό μέρος ως ηγεμονικό και αρχικό από τη φύση του, ενώ το άλογο μέρος ως φύσει δουλικό και υπήκοο, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές εξαιτίας της εμπαθούς χρήσης του, ο άνθρωπος επαναστατεί και εγκαταλείπει τα ηνία όχι μόνο από τον Θεό και παντοκράτορα, αλλά και από τον αυτοκράτορα που υπάρχει μέσα μας, τον νου75.
Για τον Άγιο υπάρχουν επιθυμίες σύμφυτες που συντελούν στο να ζούνε οι άνθρωποι κατά την φύση τους, σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους. Όπως όμως και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δια του αυτεξουσίου προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση, προς το αγαθό ή προς το κακό, με αποτέλεσμα να γεννιούνται επιθυμίες που έχουν την αρχή τους στην προαίρεση κι όχι στην φύση76. Κατά τον τρόπο αυτό κι όταν γίνει παρά φύσιν χρήση των δυνάμεων αυτών μπορούμε να μιλάμε πλέον για την παθολογία τους. Η πτώση είχε ως αποτέλεσμα να νοσήσουν και τα τρία μέρη της ψυχής γι’ αυτό και είναι ανάγκη για τον άνθρωπο που εκουσίως επιστρέφει προς τον Θεό να προσφέρει προς καθαρισμό, θεραπεία και αγιασμό και τα τρία μέρη. Έτσι, κατά το βάπτισμα εξηγεί ο άγιος ότι η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο νερό εκτός των άλλων εικονίζουν και την ανάσταση του τριμερούς της ψυχής από την αμαρτία, αλλά και του όλου ανθρώπου δηλαδή του νου, της ψυχής και του σώματός του77.
Ο άγιος ιεραρχεί τις τρείς αυτές δυνάμεις της ψυχής από την λογική προς την αλογότερη, τοποθετώντας τελευταία την επιθυμία, ως πλησιέστερη στο τελείως άλογο σώμα και στα περί του σώματος. Θεωρεί τροφή του θυμικού την αποτυχία ικανοποίησης του επιθυμητικού, και νόσο του διανοητικού την διάσπασή του, τους μετεωρισμούς του, όταν τα δύο προηγούμενα –θυμικό, επιθυμητικό‐ ξεφύγουν από τον έλεγχο και αναλάβουν τα ηνία της ψυχής. Έτσι η θεραπεία του θυμού –θυμικού‐ προαπαιτεί την θεραπεία της επιθυμίας, και η θεραπεία του λογιστικού δηλαδή του νου προαπαιτεί την θεραπεία και των δύο· του θυμού και της επιθυμίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός ξεκίνησε τη θεραπεία από το τελευταίο δηλαδή την επιθυμία78.
II. Η ουσία, οι δυνάμεις και οι ενέργειες της ψυχής
Ο άγιος δέχεται και την Στωική τριμερή διαίρεση και την χρησιμοποιεί προκειμένου να εξηγήσει ότι ενώ η ουσία της ψυχής είναι αόρατη και ακατάληπτη από τις αισθήσεις, οι ενέργειές της και όσα αυτή δίνει στον άνθρωπο που την έχει, είναι αυτά που την φανερώνουν. Έτσι η αύξηση, η αίσθηση και η νόηση, ως πραγματικότητες ‐ δυνάμεις που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, φανερώνουν υποχρεωτικά την ουσία από την οποία προέρχονται, την ψυχή79.
Ως δυνάμεις της ψυχής αναφέρονται οι δυνατότητες που έχει αυτή βάσει των προδιαγραφών που έλαβε από τον δημιουργό της. Οι δυνατότητες αυτές ενυπάρχουν στην φύση της ψυχής και ενεργούν μέσω κάποιων οργάνων του σώματος. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αναφερθεί η όραση που είναι μία δύναμη της ψυχής, μία δυνατότητά της80. Ως δύναμη αυτή η αίσθηση υπάρχει ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται ή όχι. Μπορεί κάποιος να έχει κλειστά τα μάτια του ή να κοιμάται, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχει δυνατότητα να δει. Με τον τρόπο αυτό γίνεται διάκριση μεταξύ της δύναμης και της ενέργειας της ψυχής ή καλύτερα της ενέργειας του νου δια της δύναμης αυτής. Η δύναμη ενυπάρχει ως δυνατότητα και η ενέργεια σχετίζεται με το πότε η δυνατότητα αυτή ενεργοποιείται, μπαίνει σε λειτουργία από τον άνθρωπο. Για τον Άγιο η δύναμη ενυπάρχει στην ψυχή ακόμα κι όταν λόγω βλάβης του οργάνου, του ματιού ή του οπτικού νεύρου ο άνθρωπος δεν βλέπει81. Άλλωστε παραπέμποντας στον μέγα Βασίλειο αναφέρει ότι δεν ενεργεί μόνο ό,τι δεν υπάρχει κι ότι οι ενέργειες είναι αυτές που φανερώνουν τις δυνάμεις οποιασδήποτε ουσίας82.
Η λειτουργία της κάθε δύναμης είναι αμφίδρομη, δηλαδή αφενός ο άνθρωπος εξωτερικεύει την εσωτερική του διάθεση με την βοήθεια της δύναμης ενεργώντας μια συγκεκριμένη ενέργεια, αφετέρου μία εξωτερική ενέργεια δια της δύναμης εσωτερικοποιείται και ο άνθρωπος αποκτά εμπειρία, μετέχει στην ενέργεια αυτή, παθαίνει83.
Η ψυχή του ανθρώπου είναι πολυδύναμη σε αντίθεση με τον Θεό που είναι παντοδύναμος. Παρόλα αυτά όμως η ουσία της παραμένει μία, απλή και ασύνθετη, χωρίς καθόλου να πολλαπλασιάζεται ή να συντίθεται εξαιτίας των δυνάμεων που υπάρχουν σ’ αυτήν και πηγάζουν από αυτήν. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Θεό, ο οποίος ενώ είναι παντοδύναμος δεν απομακρύνεται από το ενιαίο και την απλότητα εξαιτίας των δυνάμεων που υπάρχουν σ’ αυτόν84. Παρόλα αυτά και ενώ η ουσία της ψυχής είναι πράγματι απλή και ασύνθετη, είναι ταυτόχρονα δεκτική των εναντίων ποιοτήτων, της αρετής ή της κακίας. Έτσι κάθε λογική ψυχή αποκτά κάποια μορφή σύνθεσης από τις επιλογές που κάνει στην ζωή της· έχει ως ουσία της τη ζωή όχι όμως και την αγαθότητα ή την κακία. Μπορεί να γίνει αγαθή αυτεξουσίως, δεν θα γίνει όμως ποτέ η αγαθότητα ουσία της, όπως συμβαίνει στον Θεό. Ο Θεός είναι αγαθός αλλά και αγαθότητα στην ουσία του85. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος δια του αυτεξουσίου του επιλέγει την αγαθότητα ή την κακία και την προσαρτά στην ψυχή του σαν ποιότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργεί κάποια μορφή σύνθεσης. Η ψυχή πλέον αποτελείται από την απλή ουσία της και από μία από τις δύο αντίθετες ποιότητες· την αρετή ή την πονηρία86.
Πάνω στο ενιαίο της ψυχής βασίζεται και το γεγονός ότι όταν νοσεί ένα μέρος της ψυχής ή μία από τις δυνάμεις της, τότε αυτή νοσεί ολόκληρη. Εξηγεί χαρακτηριστικά ο Άγιος ότι εξαιτίας του ενιαίου της ψυχής κοινωνούν όλες οι δυνάμεις μεταξύ τους και μολύνεται ολόκληρη όταν και μία μόνο δύναμή της προκαλέσει κάτι κακό. Ακόμη κι όταν με συστηματική προσπάθεια και επιμέλεια καθαριστεί μία συγκεκριμένη ενέργεια του νου, δεν σημαίνει πως καθαρίστηκε η αντίστοιχη δύναμη δια της οποίας ενεργείται η ενέργεια αυτή, διότι κοινωνώντας με τις άλλες δυνάμεις μολύνεται εύκολα και αυτή87.
Σημειώσεις
71. «Ἡ νοερὰ καὶ λογικὴ φύσις τῆς ψυχῆς, μόνη νοῦν ἔχουσα καὶ λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιόν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 39, PG 150, 1148Β, λθ΄, ΕΠΕ 8, 118.
72. «Ἡ μέντοι ψυχή, συνέχουσα τὸ σῶμα ᾧ καὶ συνεκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματός ἐστιν, οὐχ ὡς ἐν τόπῳ, οὐδ’ ὡς περιεχομένη, ἀλλ’ ὡς συνέχουσὰ τε καὶ περιέχουσα τὸ σῶμα, κατ’ εἰκόνα καὶ τοῦτ’ ἔχουσα Θεοῦ». Ομιλία ΙΘ΄, Εις το κατά την Σαμαρείτιδα…, 14, PG 151, 260A, ΕΠΕ 9, 562.
73. «… τὸ θυμικόν τε καὶ ἐπιθυμητικόν, ἃ συναμφότερά ἐστι τὸ τῆς ψυχῆς παθητικόν…». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,2, 19, Π. Χρήστου 1, 527, ΕΠΕ 2, 328, 22 – 23.
74. «Τριμεροῦς δὲ οὔσης τῆς ψυχῆς καὶ ἐν τρισὶ δυνάμεσι θεωρουμένης, λογιστικῷ θυμικῷ τε καὶ ἐπιθυμητικῷ, καὶ νοσούσης κατὰ ταῦτα πάντα…». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 29, PG, 150, 1061Α, ΕΠΕ 8, 380, 11 – 13.
75. «Ἔστι γὰρ ἐν τῇ τῆς καθ’ ἡμᾶς ψυχῆς φύσει τὸ μὲν ἡγεμονικὸν τε καὶ ἀρχικόν, τὸ δὲ φύσει δουλεῦον τε καὶ ὑπήκοον, θέλησις, ὄρεξις, αἴσθησις καὶ ἁπλῶς ὅσα μετὰ τὸν νοῦν τῷ νῷ συνεκτίσθη παρὰ Θεοῦ, κἄν ἡμεῖς, ἔστιν ἐφ’ ὧν φιλαμαρτήμονι γνώμῃ, μὴ τοῦ Θεοῦ καὶ παντοκράτορος μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῦ προσόντος ἡμῖν ἐμφύτως αὐτοκράτορος ἀφηνιάζωμεν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 62, PG, 150, 1165Α, ξβ΄, ΕΠΕ 8, 152, 9 – 15.
76. «Τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ πρῶτον πονηρὸν γέννημα τὴν φιλοκτημοσύνην ἐξετάσας εὕροις ἄν. Αἱ γὰρ πρὸς τὸ ζῆν συντελοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις ἐπιθυμίαι οὐχ ὑπαίτιοι· διὸ καὶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων συμπεφύκασιν ἡμῖν. Ἡ δὲ φιλαργυρία μικρὸν ὕστερον προσφύεται, παισὶν ἔτ’ οὖσιν· ὅθεν φαίνεται ὡς οὐκ ἐκ φύσεως ἀλλ’ ἐκ προαιρέσεως ἔχειν τὴν ἀρχήν». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 30, PG, 150, 1061Α, Β, ΕΠΕ 8, 380, 20 – 25.
77. «Αἱ δὲ τρεῖς ἐπὶ τοῦ ὕδατος καταδύσεις γίνονται μὲν καὶ πρὸς τὴν σωστικὴν τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος ἐπίκλησιν, εἰκονίζουσι δὲ τὴν τριήμερον τοῦ Κυρίου ταφήν. Αἱ δὲ ἰσάριθμοι ἀναδύσεις…, δηλοῦσι δὲ ὅμως καὶ τὴν ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἀνάστασιν τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς καὶ τὴν τῶν τριῶν, νοῦ, ψυχῆς ὁμοῦ τε καὶ σώματος πρὸς ἀφθαρσίαν ἐπάνοδον…». Ομιλία ΝΘ΄, Περί των τελουμένων κατά το βάπτισμα, 7, ΕΠΕ 11, 488.
78. «… ὁ τὴν ψυχὴν ἰώμενος Χριστός, ἀπὸ τοῦ ἐσχάτου, τῆς ἐπιθυμίας, ἤρξατο τῆς θεραπείας. Ὕλη μὲν γὰρ θυμοῦ ἐπιθυμία ἀποτυγχάνουσα· τοῦ δὲ μετεωρισμοῦ τῆς διανοίας, ἄμφω ταῦτα διακείμενα κακῶς· καὶ οὐκ ἂν ποθ’ ὑγιὲς ὀφθείη, οὔτε τὸ τῆς ψυχῆς θυμούμενον, μὴ τῆς ἐπιθυμίας προτέρας ἰαθείσης, οὔτε τὸ λογιζόμενον, μὴ ἄμφω τούτων προτεθεραπευμένων». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 29, PG, 150, 1061Α, Β, ΕΠΕ 8, 380, 13 – 19.
79. «Καθάπερ δ’ ἡ ψυχὴ οὐχ ὁρατὸν οὐδὲ καταληπτὸν αἰσθήσει, ἃ δὲ δίδωσι τοῖς ἔχουσι ταῦτα ταύτην ἐμφανίζει, τὰ δέ ἐστιν ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, αὔξησις, αἴσθησις, νόησις…». Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους, 4, Π. Χρήστου 5, 233, ΕΠΕ 8, 438, 23 ‐25.
80. Η όραση μαζί με τις υπόλοιπες τέσσερις αισθήσεις ακοή, όσφρηση, αφή και γεύση εντάσσονται στην αισθητική δύναμη της ψυχής και επομένως αποτελούν επιμέρους συνιστώσες δυνάμεις της.
81. «… ἡ ψυχὴ ἔχει μονοειδῶς ἐν ἑαυτῇ πάσας τὰς προνοητικὰς τοῦ σώματος δυνάμεις. Ὡς οὖν ἡ ψυχὴ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐκκεκομμένων ἤ τῶν ὤτων ἐκκεκωφημένων ἐν ἑαυτῇ ἔχει κατ’ οὐδέν ἧττον τὰς προνοητικὰς τοῦ σώματος δυνάμεις, οὕτω καὶ τοῦ κόσμου μήπω ὄντος τὰς προνοητικὰς τοῦ κόσμου δυνάμεις εἶχεν ὁ Θεός· καὶ ὡς ἡ ψυχὴ οὔκ ἔστιν ἁπλῶς αἱ προνοητικαὶ δυνάμεις, ἀλλὰ δυνάμεις ἔχει, οὕτω δὴ καὶ ὁ Θεός·». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2, 22, Π. Χρήστου 1, 673, ΕΠΕ 2, 574, 23 ‐ 28.
82. «ἐνέργειά ἐστιν ἡ δηλωτικὴ πάσης οὐσίας δύναμις, ἧς μόνον ἐστέρηται τὸ μὴ ὄν». Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου, 52, Π. Χρήστου 2, 214, ΕΠΕ, 3, 354, 21 – 22.
83. «Ἔχουσι δυνάμεις, ἃς δήποτ’ ἔχουσιν, ἄγγελοὶ τε καὶ ψυχαί, ἀλλ’ οὐχὶ διὰ ταύτας σύνθετοι πεφύκασιν, ἀλλ’ ὅτι κατὰ ταύτας μᾶλλον πάσχουσιν ἤ ἐνεργοῦσι». Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου, 54, Π. Χρήστου 2, 215, ΕΠΕ, 3, 358, 7 – 10.
84. «.... καὶ ὡς ἡ ψυχὴ μία καὶ ἁπλῆ καὶ ἀσύνθετὸς ἐστι, μηδαμῶς διὰ τὰς ἐν αὐτῇ καὶ ἐξ αὐτῆς δυνάμεις πολλαπλασιαζομένη ἤ συντιθεμένη, οὕτω καὶ ὁ Θεός, οὐ πολυδύναμος μόνον ἀλλὰ καὶ παντοδύναμος ὑπάρχων, διὰ τάς ἐν αὐτῷ δυνάμεις τοῦ ἑνιαίου καὶ τῆς ἁπλότητος οὐκ ἐκχωρεῖ». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2, 22, Π. Χρήστου 1, 673, ΕΠΕ 2, 574, 28 – 33.
85. «… ἡ ὑπέρζωος καὶ ὑπέρθεος φύσις, πάντη τε καὶ πάντως ἀνεπίδεκτος οὖσα τῶν ἐναντίων, φανερῶς οὐ ποιότητα ἀλλ’ οὐσίαν ἔχει τὴν ἀγαθότητα». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 34, PG 150, 1141C, λδ΄, ΕΠΕ 8, 110, 12 ‐ 14.
86. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 33 PG 150, 1141Β,C, λγ΄, ΕΠΕ 8, 110, 1 ‐ 11.
87. Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, 3, PG 150, 1120C‐D, ΕΠΕ 8, 268, 17 – 23.
72. «Ἡ μέντοι ψυχή, συνέχουσα τὸ σῶμα ᾧ καὶ συνεκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματός ἐστιν, οὐχ ὡς ἐν τόπῳ, οὐδ’ ὡς περιεχομένη, ἀλλ’ ὡς συνέχουσὰ τε καὶ περιέχουσα τὸ σῶμα, κατ’ εἰκόνα καὶ τοῦτ’ ἔχουσα Θεοῦ». Ομιλία ΙΘ΄, Εις το κατά την Σαμαρείτιδα…, 14, PG 151, 260A, ΕΠΕ 9, 562.
73. «… τὸ θυμικόν τε καὶ ἐπιθυμητικόν, ἃ συναμφότερά ἐστι τὸ τῆς ψυχῆς παθητικόν…». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 2,2, 19, Π. Χρήστου 1, 527, ΕΠΕ 2, 328, 22 – 23.
74. «Τριμεροῦς δὲ οὔσης τῆς ψυχῆς καὶ ἐν τρισὶ δυνάμεσι θεωρουμένης, λογιστικῷ θυμικῷ τε καὶ ἐπιθυμητικῷ, καὶ νοσούσης κατὰ ταῦτα πάντα…». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 29, PG, 150, 1061Α, ΕΠΕ 8, 380, 11 – 13.
75. «Ἔστι γὰρ ἐν τῇ τῆς καθ’ ἡμᾶς ψυχῆς φύσει τὸ μὲν ἡγεμονικὸν τε καὶ ἀρχικόν, τὸ δὲ φύσει δουλεῦον τε καὶ ὑπήκοον, θέλησις, ὄρεξις, αἴσθησις καὶ ἁπλῶς ὅσα μετὰ τὸν νοῦν τῷ νῷ συνεκτίσθη παρὰ Θεοῦ, κἄν ἡμεῖς, ἔστιν ἐφ’ ὧν φιλαμαρτήμονι γνώμῃ, μὴ τοῦ Θεοῦ καὶ παντοκράτορος μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῦ προσόντος ἡμῖν ἐμφύτως αὐτοκράτορος ἀφηνιάζωμεν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 62, PG, 150, 1165Α, ξβ΄, ΕΠΕ 8, 152, 9 – 15.
76. «Τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ πρῶτον πονηρὸν γέννημα τὴν φιλοκτημοσύνην ἐξετάσας εὕροις ἄν. Αἱ γὰρ πρὸς τὸ ζῆν συντελοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις ἐπιθυμίαι οὐχ ὑπαίτιοι· διὸ καὶ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων συμπεφύκασιν ἡμῖν. Ἡ δὲ φιλαργυρία μικρὸν ὕστερον προσφύεται, παισὶν ἔτ’ οὖσιν· ὅθεν φαίνεται ὡς οὐκ ἐκ φύσεως ἀλλ’ ἐκ προαιρέσεως ἔχειν τὴν ἀρχήν». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 30, PG, 150, 1061Α, Β, ΕΠΕ 8, 380, 20 – 25.
77. «Αἱ δὲ τρεῖς ἐπὶ τοῦ ὕδατος καταδύσεις γίνονται μὲν καὶ πρὸς τὴν σωστικὴν τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος ἐπίκλησιν, εἰκονίζουσι δὲ τὴν τριήμερον τοῦ Κυρίου ταφήν. Αἱ δὲ ἰσάριθμοι ἀναδύσεις…, δηλοῦσι δὲ ὅμως καὶ τὴν ἐκ τῆς ἁμαρτίας ἀνάστασιν τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς καὶ τὴν τῶν τριῶν, νοῦ, ψυχῆς ὁμοῦ τε καὶ σώματος πρὸς ἀφθαρσίαν ἐπάνοδον…». Ομιλία ΝΘ΄, Περί των τελουμένων κατά το βάπτισμα, 7, ΕΠΕ 11, 488.
78. «… ὁ τὴν ψυχὴν ἰώμενος Χριστός, ἀπὸ τοῦ ἐσχάτου, τῆς ἐπιθυμίας, ἤρξατο τῆς θεραπείας. Ὕλη μὲν γὰρ θυμοῦ ἐπιθυμία ἀποτυγχάνουσα· τοῦ δὲ μετεωρισμοῦ τῆς διανοίας, ἄμφω ταῦτα διακείμενα κακῶς· καὶ οὐκ ἂν ποθ’ ὑγιὲς ὀφθείη, οὔτε τὸ τῆς ψυχῆς θυμούμενον, μὴ τῆς ἐπιθυμίας προτέρας ἰαθείσης, οὔτε τὸ λογιζόμενον, μὴ ἄμφω τούτων προτεθεραπευμένων». Προς μοναχήν Ξένην, Περί παθών και αρετών, 29, PG, 150, 1061Α, Β, ΕΠΕ 8, 380, 13 – 19.
79. «Καθάπερ δ’ ἡ ψυχὴ οὐχ ὁρατὸν οὐδὲ καταληπτὸν αἰσθήσει, ἃ δὲ δίδωσι τοῖς ἔχουσι ταῦτα ταύτην ἐμφανίζει, τὰ δέ ἐστιν ὡς ἐν κεφαλαίῳ φάναι, αὔξησις, αἴσθησις, νόησις…». Προς Ιωάννην και Θεόδωρον τους φιλοσόφους, 4, Π. Χρήστου 5, 233, ΕΠΕ 8, 438, 23 ‐25.
80. Η όραση μαζί με τις υπόλοιπες τέσσερις αισθήσεις ακοή, όσφρηση, αφή και γεύση εντάσσονται στην αισθητική δύναμη της ψυχής και επομένως αποτελούν επιμέρους συνιστώσες δυνάμεις της.
81. «… ἡ ψυχὴ ἔχει μονοειδῶς ἐν ἑαυτῇ πάσας τὰς προνοητικὰς τοῦ σώματος δυνάμεις. Ὡς οὖν ἡ ψυχὴ καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἐκκεκομμένων ἤ τῶν ὤτων ἐκκεκωφημένων ἐν ἑαυτῇ ἔχει κατ’ οὐδέν ἧττον τὰς προνοητικὰς τοῦ σώματος δυνάμεις, οὕτω καὶ τοῦ κόσμου μήπω ὄντος τὰς προνοητικὰς τοῦ κόσμου δυνάμεις εἶχεν ὁ Θεός· καὶ ὡς ἡ ψυχὴ οὔκ ἔστιν ἁπλῶς αἱ προνοητικαὶ δυνάμεις, ἀλλὰ δυνάμεις ἔχει, οὕτω δὴ καὶ ὁ Θεός·». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2, 22, Π. Χρήστου 1, 673, ΕΠΕ 2, 574, 23 ‐ 28.
82. «ἐνέργειά ἐστιν ἡ δηλωτικὴ πάσης οὐσίας δύναμις, ἧς μόνον ἐστέρηται τὸ μὴ ὄν». Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου, 52, Π. Χρήστου 2, 214, ΕΠΕ, 3, 354, 21 – 22.
83. «Ἔχουσι δυνάμεις, ἃς δήποτ’ ἔχουσιν, ἄγγελοὶ τε καὶ ψυχαί, ἀλλ’ οὐχὶ διὰ ταύτας σύνθετοι πεφύκασιν, ἀλλ’ ὅτι κατὰ ταύτας μᾶλλον πάσχουσιν ἤ ἐνεργοῦσι». Διάλογος Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου, 54, Π. Χρήστου 2, 215, ΕΠΕ, 3, 358, 7 – 10.
84. «.... καὶ ὡς ἡ ψυχὴ μία καὶ ἁπλῆ καὶ ἀσύνθετὸς ἐστι, μηδαμῶς διὰ τὰς ἐν αὐτῇ καὶ ἐξ αὐτῆς δυνάμεις πολλαπλασιαζομένη ἤ συντιθεμένη, οὕτω καὶ ὁ Θεός, οὐ πολυδύναμος μόνον ἀλλὰ καὶ παντοδύναμος ὑπάρχων, διὰ τάς ἐν αὐτῷ δυνάμεις τοῦ ἑνιαίου καὶ τῆς ἁπλότητος οὐκ ἐκχωρεῖ». Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος 3,2, 22, Π. Χρήστου 1, 673, ΕΠΕ 2, 574, 28 – 33.
85. «… ἡ ὑπέρζωος καὶ ὑπέρθεος φύσις, πάντη τε καὶ πάντως ἀνεπίδεκτος οὖσα τῶν ἐναντίων, φανερῶς οὐ ποιότητα ἀλλ’ οὐσίαν ἔχει τὴν ἀγαθότητα». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 34, PG 150, 1141C, λδ΄, ΕΠΕ 8, 110, 12 ‐ 14.
86. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 33 PG 150, 1141Β,C, λγ΄, ΕΠΕ 8, 110, 1 ‐ 11.
87. Περί προσευχής και καθαρότητος καρδίας, 3, PG 150, 1120C‐D, ΕΠΕ 8, 268, 17 – 23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου