Σε μια ερημική και σχεδόν απρόσιτη περιοχή που βρίσκεται μεταξύ της Βίγλας και του «Αγίου Νείλου» υπάρχει κτισμένο το ερημικό κελί που λέγεται «Γιαννακόπουλα».
Τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι ακατοίκητο και ερειπωμένο. Ο τελευταίος Γέροντας λεγόταν Γαβριήλ.
Σ’ αυτό το κελί, όπως έλεγαν οι παλιότεροι ησυχαστές, εφτά άγνωστοι,που ασκήτευαν στην περιοχή ¨Ευωδία, ερημίτες ερχόντουσαν κατά καιρούς και μεταλάμβαναν τα Άχραντα Μυστήρια από τα χέρια ενός ευλαβούς και εναρέτου απλού Γέροντος, του παπα-Χριστοφόρου και κατόπιν αναχωρούσαν για τα αφανή καταφύγιά τους. Μάλιστα ήταν και ο Πνευματικός τους. Κάποτε που πήγε να τους κοινωνήσει, πέρασε μπροστά από τους Τούρκους και δεν τον είδαν, έγινε αόρατος.
Για τους αόρατους ασκητές υπάρχει η εξής μακραίωνη αγιορείτικη παράδοση:
«….Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά ( κατʼ άλλους δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν «άοικοι και γυμνοί» και να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.
..Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατʼ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων».
Ο ιερομόναχος Χριστοφόρος γεννήθηκε το 1789 στην Ελλάδα από γονείς ευλαβείς.. Αναζητώντας πνευματικό οδηγό σε ηλικά 48 ετών ήρθε στο Άγιο Όρος.
Έγινε υποτακτικός στον γέροντα Ζωσιμά, στα Καυσοκαλύβια. Για την τέλεια υπακοή του απέκτησε γρήγορα το χάρισμα της νοεράς Προσευχής. Χειροτονήθηκε ιερομόναχος και πνευματικός και ανέλαβε Δικαίος της Σκήτης, μετά την κοίμηση του Γέροντά του. Για περισσότερη ησυχία και απερίσπαστη προσευχή άφησε τα Καυσοκαλύβια και πήγε στο ησυχαστικό κελί «Γιαννακόπουλα» πέρα από την σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Απέκτησε τρεις Ρουμάνους υποτακτικούς τον Γρηγόριο, τον Νεόφυτο και τον Χρυσόστομο. Ακολουθούσαν ησυχαστικό τυπικό. Όλη την νύχτα αγρυπνούσαν και καθημερινά τελούσαν την Θεία Λειτουργία.
Πολλές φορές ο παπα-Ιωάσαφ ο Λαυριώτης, ο βιογράφος του, όταν είχε μεγάλους πειρασμούς επισκεπτόταν τον παπα-Χριστοφόρο και χωρίς να του πη τίποτε, ο Γέροντας κατανοούσε την κατάστασή του και με μία συμβουλή του κατάλληλη τον ανέπαυε και τον αλλοίωνε.
Συμβούλευε: «Ο αρχάριος μοναχός πρέπει να αρχίζη με πολύ ζήλο τη νοερά προσευχή. Να εργάζεται λίγο και να προσεύχεται πολύ».
Εκοιμήθη στις 22 Δεκεμβρίου 1862, σε ηλικία 73 ετών, εκ των οποίων τα 25 έζησε στο Άγιο Όρος. Μία εβδομάδα, πριν κοιμηθεί, ειδοποίησε τους πατέρες της Λαύρας. Τον επισκέφθηκαν, τους ζήτησε συγχώρεση και τους παρακάλεσε να κάνουν κομποσχοίνι.
Σε μια στιγμή το πρόσωπό του έλαμψε με φως άκτιστο και οι πατέρες έκθαμβοι έπεσαν πρηνείς λέγοντας το ¨Κύριε ελέησον». Μετά την ανακομιδή των λειψάνων του η κάρα του ευωδίαζε και έκανε θαύματα. Τον βίο του έγραψε ο παπα-Ιωάσαφ ο Λαυριώτης .
Απόσπασμα Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση», Άγιον Όρος, 2011. και από την εργασία : ‘Αγνωστες διηγήσεις για τους ασκητές της Αθωνίτικης Βίγλας»
Επιμέλεια έρευνας και κειμένων: πρωτ: Δημήτριος Αθανασίου.
Πηγη :hfdathanasiou
***
Ο γερο–Δανιήλ των Δανιηλαίων διηγήθηκε: «Πριν απο τριάντα χρόνια περίπου ένας λαϊκός πήγαινε από την Λαύρα προς την Αγία Αννα από το σύντομο μονοπάτι κατευθείαν, όχι από Κατουνακια και Μικρά Αγία Αννα. Σ᾽ αυτήν την διαδρομη κάπου χάθηκε. Καθώς προχωρούσε εκτός του κανονικού δρόμου, συνάντησε έναν καλόγηρο μισόγυμνο με σχισμένα ράσα να κάθεται. Τον ρώτησε: “Πάτερ, πάω για την Αγία Αννα και έχασα τον δρόμο. Μπορείς να μου τον δείξης;”. Αυτός σηκώθηκε και του έδειξε. Ο λαϊκός ήταν διψασμένος και ζήτησε λίγο νερό. Ο ασκητής του είπε: “Έλα, θα σου δώσω”. Ακολούθησε ο λαϊκός και τον οδήγησε σε μία σπηλιά. Εκεί ήταν άλλοι έξι πατέρες με την ίδια ενδυμασία και προσεύχονταν. Μόλις μπήκαν μέσα, κανείς δεν του μίλησε. Ο οδηγός του ασκητής τον οδήγησε σε μία στερνούλα, κούνησε την επιφάνεια του νερού, για να καθαρίση και να παρη από κάτω και του έδωσε και ήπιε.
»Κατόπιν έφυγε ο λαϊκός και πήγε στο Κυριακό της Αγίας Άννης. Ρώτησε τον Δικαίο: “Πάτερ, γιατί δεν δίνετε λίγο φαγητό σ᾽ εκείνους τους ασκητές πάνω στην σπηλιά; Δεν έχουν τίποτα”. Μόλις άκουσε αυτά ο Δικαίος, ρώτησε· “ποιά σπηλιά και ποιοί ασκητές;”. Και αφού του διηγήθηκε όσα είδε, τον ρώτησε ο Δικαίος, αν μπορεί να τον οδηγήση εκεί. “Βέβαια”, απάντησε, “αφού πριν από μία ωρα ήμουν εκεί”. Τότε ξεκίνησε μπροστά ο λαϊκός και πίσω ο Δικαίος με το σακκίδιο γεμάτο ασκητικές τροφές. Έφθασαν στο σημείο που υπήρχε η σπηλιά, αλλά στάθηκε αδύνατο να την βρούν. Έλεγε ο λαϊκός: “Μα αφού εδώ ήμουν πριν από λίγο και εδώ ήταν η σπηλιά, τώρα που είναι;”. Τους κάλυψε έτσι ο Θεός και έμειναν στην αφάνεια».
***
Ο γερο–Παύλος ο Γοβδελάς, όταν ήταν νεώτερος, συνάντησε πάνω στο βουνό έναν μισόγυμνο Ασκητή (ίσως ήταν ένας από τους επτά) και εντυπωσιάσθηκε από την εμφάνισή του. Άρχισε με ενδιαφέρον να τον ρωτά πως λέγεται, που μένει κ.α. Εκείνος του έκανε νεύμα να μη μιλά, προχώρησε και χάθηκε μέσα στο δάσος. Ήταν στην περιοχή του Διονυσίου, πάνω στο βουνό.
Αυτό το γεγονός το ανέφερε σε κάποιον γέροντα Ρουμάνο και εκείνος του είπε ότι κάθε Πάσχα πηγαίνει και αφήνει σ᾽ εκείνο το σημείο έξι αυγά κόκκινα και μετά πηγαίνει και δεν τα βρίσκει.
Κάποιοι Διονυσιάτες ανέφεραν στον γερω–Παύλο ότι κάθε χρόνο τη νύχτα των Αγιορειτών Πατέρων έβλεπαν σ᾽ εκείνο ακριβώς το σημείο να λάμπη φως. Αλλά τελευταία είναι αρκετά χρόνια που αυτό το φως χάθηκε.
***
Στα Καυσοκαλυβια πολύ παλαιά γινόταν συζήτηση για το αν υπάρχουν οι αόρατοι–γυμνοί Ασκητές. Άλλοι έλεγαν ότι υπάρχουν, άλλοι ότι δεν υπάρχουν. Πήρε τον λόγο ένας παπάς και είπε:
–Υπάρχουν, εγώ πάω και τους εξυπηρετώ.
–Όχι, λόγια λες, είπαν οι άλλοι.
–Σηκωθείτε να πάμε να τους βρούμε. Πήγαν και δεν κατόρθωσαν να βρούν ούτε το στόμιο της σπηλιάς που μένουν, αλλά ούτε όταν ξαναπήγε μόνος του, για να τους εξυπηρέτηση, τους ξαναβρήκε.
***
Παλαιότερα στη Νέα Σκήτη ήταν ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του. Κάποια ημέρα ο Γέροντας πήγε στο Κυριακο για την αγρυπνία και άφησε το καλογερι στο Κελλί. Τη νύχτα χτύπησε κάποιος την πόρτα. Άνοιξε το καλογερι και είδε έναν καλόγερο αδύνατο με τριμμένο ζωστικό που του είπε: «Εγώ έρχομαι για σένα. Εμείς είμαστε 12 καλόγεροι και μένουμε πάνω στο βουνό. Ένας από μας κοιμήθηκε και τώρα ψάχνουμε για άλλον να παρη την θέση του. Θέλεις να έρθης μαζί μας;». Αφού σκέφθηκε για λίγο είπε διστακτικά: «Δεν έχω πάρει ευλογία από τον Γέροντα». Ο ασκητής έφυγε. Και όταν ήρθε ο Γέροντας και το ανέφερε, του είπε «έχασες την ευκαιρία».
Διηγήθηκε Γέροντας Αγιαννανίτης: «Πριν 40 περίπου χρόνια ήμουν Δικαιος, και ένα βράδυ, μόλις σουρούπωνε, πηγαίνω και κλείνω την εξώθυρα. Μόλις έκλεισα, άκουσα απ’ έξω μία φωνή σοβαρή και συνάμα ειρηνική να μου λεη: “Μην ανοίγεις. Μέσα στον φούρνο σου έχεις παξιμάδια. Βάλε σ’ ένα τσουβάλι παξιμάδια, φέρτα και άφησε τα στο τάδε μέρος. Έχουμε ανάγκη. Είμαστε αρκετοί και προσευχόμαστε για σας. Μην έχης περιέργεια να με δης”. Έκανα όπως μου είπε το άγνωστο αυτό πρόσωπο. Είχα όμως την περιέργεια να δω ποιος είναι.
»Κάθε μήνα ερχόταν αυτός ο μοναχός, αλλά δεν τον έβλεπα. Άλλοτε άκουγα την φωνή του, ενώ ήμουν μέσα στην Εκκλησία ή στο υπόγειο. Κάθε φορά άφηνα το τσουβάλι με τα παξιμάδια νύχτα σε ορισμένο μέρος και έφευγα. Την επομένη έλειπε.
»Μία φορά όμως η περιέργειά μου κορυφώθηκε και θέλησα να δω ποιος ήταν. Έκανα όπως μου είπε, αλλά κρύφθηκα μέσα στο δάσος και περίμενα να δω ποιός θα πλησιάσει να τα πάρη. Ενώ περίμενα, ακούω φωνή πίσω μου (ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπα) να μου λεη: “Παρ’ όλο που σου είπα ότι δεν πρέπει να με δης και να μην έχης περιέργεια, αλλά να κάνης το καλό αυτό έργο δίνοντας μας τα παξιμάδια, εσύ δεν υπηκουσες. Άφησες την περιέργειά σου να σε νικήση. Γιατί είσαι περίεργος; Εσύ έχεις τον μισθό σου από τον Θεόν για την ελεημοσύνη που κάνεις. Προσέξτε. Γιατί οι μοναχοί σήμερα δεν προσέχουν να εξυγιάνουν και να θεραπεύσουν τον εσωτερικό άνθρωπο, αλλά μόνο το εξωτερικό σχήμα φέρουν. Επειδή άφησες την περιέργειά σου να σε νικήση, να το πάρης πίσω το παξιμάδι και άλλη φορά δεν θα φέρεις”.
»Έφυγα και γύρισα στο κελλί μου. Το πρωΐ βρήκα τα παξιμάδια, όπως τα άφησα. Έκτοτε δεν άκουσα άλλη φορά την φωνή εκείνη να μου ζητά παξιμάδια και να μου ορίζη το μέρος όπου να τ’ αφήσω».
***
Διήγηση γέροντα Παρθενίου Αγιοπαυλίτου: «Μία φορά που πήγαμε πάνω στο βουνό με τον μακαριστό παπα–Ανδρέα, ευρηκαμε δύο καλύβες, με ξυλαράκια, με μία εικόνα και ένα καντηλάκι, και μία γωνουλα, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν. Ψάξαμε από δω, από κεί, αλλά δεν τον βρήκαμε, ενώ ήταν εκεί ο άνθρωπος, γιατί και το καντηλάκι και ένα φαναράκι με λαδάκι ήταν αναμμένο και ένα βιβλίο που διάβαζε εκεί πέρα, αλλά δεν τον βρήκαμε.
»Άλλη φορά ξαναπήγαμε και βρήκαμε άλλη καλυβουλα εκεί πάνω. Εκεί που τελειώνουν τα απότομα βράχια και αρχίζουν τα δένδρα, βρήκαμε το Καλυβάκι και ένα ντορβαδάκια με λίγο παξιμάδι κρεμασμένο, εκεί όλα τα πραγματάκια του, αλλά αυτόν δεν τον βρήκαμε εκεί. Που εξαφανίστηκε; Και δεν μας άκουσε, όταν πήγαμε. Εξαφανίστηκε. Ψάξαμε εδώ, ψάξαμε εκεί, δεν τον βρήκαμε, και μπορεί να ήταν εκεί μπροστά μας και να μην τον βλέπαμε. Το Καλυβάκι όμως το βρήκαμε.
»Και άλλη φορά πήγαμε και βρήκαμε άλλο Καλυβάκι σε άλλη μεριά, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν. Αυτοί τίθενται σε αορασία να πούμε· τωρα πως; Είναι θεϊκά μυστήρια».
***
Διηγήθηκε ο γερω–Δαμασκηνός Αγιοβασιλειάτης ότι ο παπα–Σάββας ο Πνευματικός κοινωνούσε τους γυμνούς Ασκητές κάθε Μ. Πέμπτη. Του είχαν πεί να μην το φανερωση σε κανέναν. Και το τήρησε. Κάποτε όμως γινόταν συζήτηση στην Αγία Άννα και μερικοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των γυμνών Ασκητών. Ο παπα–Σάββας τότε αναγκάστηκε να μιληση και τους είπε ότι και υπάρχουν και τους κοινωνεί κάθε Μ. Πέμπτη. Είπε μάλιστα ότι, όταν θάρθουν να κοινωνήσουν, θα βάλει σημάδια, θα τους ακολουθήσει, για να δη που μένουν και να πάνε μετά μαζί με τους πατέρες να τους δείξη την σπηλιά τους.
»Όταν όμως ήρθαν την Μ. Πέμπτη του είπαν: ”Παπα–Σάββα, δεν θα ξαναρθούμε, γιατί παρεβης την συμφωνία μας”. Ελέγχθηκε βέβαια και είπε ”ευλόγησον”, αλλά δεν ήθελε να τους χάση και να μην τους ξαναδεί. Όταν έφευγαν, τους ακολούθησε βάζοντας σημάδια μέχρι την σπηλιά τους. Ύστερα ξαναπηγε με άλλους πατέρες και δεν εύρισκαν τον δρόμο, και τα σημάδια που είχε βάλει δεν υπήρχαν».
***
Κάποτε ο παπα–Ξενοφών ο Ρουμάνος, ο Καψαλιωτης μαζί με τον υποτακτικό του π. Δανιήλ πήγαιναν από την Λαύρα για τον Σταυρό. Κοντά στου κυρ–Ησαΐα είδαν δύο γυμνούς Ασκητές, οι οποίοι δεν τους μίλησαν και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Το διηγήθηκαν στον γερω–Δαμασκηνό τον Αγιοβασιλειατη και τους είπε ότι μάλλον θα ήταν από τους αόρατους. «Μα τους είδαμε και ήταν γυμνοί». «Ε, αυτοί ήταν», είπε.
***
Ο γερω–Βαρλαάμ ο Ξενοφωντινός διηγήθηκε ότι πολλές φορές συναντήθηκε με τους γυμνούς Ασκητές. Τον χειμώνα κατέβαιναν από τον Άθωνα για να ξεχειμωνιάσουν στα μέρη του Ξενοφώντος που έχει ηπιότερο κλίμα. Ο γερω–Βαρλαάμ γύριζε στα δάση και ο,τι χρειάζονταν τους το πήγαινε. Έλεγε ότι ήταν ρακένδυτες. Φορούσαν ράσα, αλλά ήταν παλαιά και σχισμένα.
1. Για τους Αόρατους και Γυμνούς Ασκητές βλέπε την υποσημείωση της σελ. 44.
iconandlight
Διαβάστε επίσης :ΟΙ ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
Δείτε επίσης :Από τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο στον π Αθανάσιο Σιμωνοπετρίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου