Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Παπα-Χριστοφόρος, ο άγνωστος ησυχαστής και Πνευματικός των αόρατων ασκητών

Προσευχή_PRAYER- Моление-41420351238_528408716_n

Σε μια ερημική και σχεδόν απρόσιτη περιοχή που βρίσκεται μεταξύ της Βίγλας και του «Αγίου Νείλου» υπάρχει κτισμένο το ερημικό κελί που λέγεται «Γιαννακόπουλα».
Τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια είναι ακατοίκητο και ερειπωμένο. Ο τελευταίος Γέροντας λεγόταν Γαβριήλ.

Σ’ αυτό το κελί, όπως έλεγαν οι παλιότεροι ησυχαστές, εφτά άγνωστοι,που ασκήτευαν στην περιοχή ¨Ευωδία, ερημίτες ερχόντουσαν κατά καιρούς και μεταλάμβαναν τα Άχραντα Μυστήρια από τα χέρια ενός ευλαβούς και εναρέτου απλού Γέροντος, του παπα-Χριστοφόρου και κατόπιν αναχωρούσαν για τα αφανή καταφύγιά τους. Μάλιστα ήταν και ο Πνευματικός τους. Κάποτε που πήγε να τους κοινωνήσει, πέρασε μπροστά από τους Τούρκους και δεν τον είδαν, έγινε αόρατος.
Για τους αόρατους ασκητές υπάρχει η εξής μακραίωνη αγιορείτικη παράδοση:
«….Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά ( κατʼ άλλους δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν «άοικοι και γυμνοί» και να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων.

..Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατʼ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων».

Ο ιερομόναχος Χριστοφόρος γεννήθηκε το 1789 στην Ελλάδα από γονείς ευλαβείς.. Αναζητώντας πνευματικό οδηγό σε ηλικά 48 ετών ήρθε στο Άγιο Όρος.
Έγινε υποτακτικός στον γέροντα Ζωσιμά, στα Καυσοκαλύβια. Για την τέλεια υπακοή του απέκτησε γρήγορα το χάρισμα της νοεράς Προσευχής. Χειροτονήθηκε ιερομόναχος και πνευματικός και ανέλαβε Δικαίος της Σκήτης, μετά την κοίμηση του Γέροντά του. Για περισσότερη ησυχία και απερίσπαστη προσευχή άφησε τα Καυσοκαλύβια και πήγε στο ησυχαστικό κελί «Γιαννακόπουλα» πέρα από την σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου. Απέκτησε τρεις Ρουμάνους υποτακτικούς τον Γρηγόριο, τον Νεόφυτο και τον Χρυσόστομο. Ακολουθούσαν ησυχαστικό τυπικό. Όλη την νύχτα αγρυπνούσαν και καθημερινά τελούσαν την Θεία Λειτουργία.

Πολλές φορές ο παπα-Ιωάσαφ ο Λαυριώτης, ο βιογράφος του, όταν είχε μεγάλους πειρασμούς επισκεπτόταν τον παπα-Χριστοφόρο και χωρίς να του πη τίποτε, ο Γέροντας κατανοούσε την κατάστασή του και με μία συμβουλή του κατάλληλη τον ανέπαυε και τον αλλοίωνε.
Συμβούλευε: «Ο αρχάριος μοναχός πρέπει να αρχίζη με πολύ ζήλο τη νοερά προσευχή. Να εργάζεται λίγο και να προσεύχεται πολύ».
Εκοιμήθη στις 22 Δεκεμβρίου 1862, σε ηλικία 73 ετών, εκ των οποίων τα 25 έζησε στο Άγιο Όρος. Μία εβδομάδα, πριν κοιμηθεί, ειδοποίησε τους πατέρες της Λαύρας. Τον επισκέφθηκαν, τους ζήτησε συγχώρεση και τους παρακάλεσε να κάνουν κομποσχοίνι.
Σε μια στιγμή το πρόσωπό του έλαμψε με φως άκτιστο και οι πατέρες έκθαμβοι έπεσαν πρηνείς λέγοντας το ¨Κύριε ελέησον». Μετά την ανακομιδή των λειψάνων του η κάρα του ευωδίαζε και έκανε θαύματα. Τον βίο του έγραψε ο παπα-Ιωάσαφ ο Λαυριώτης .
Απόσπασμα Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση», Άγιον Όρος, 2011. και από την εργασία : ‘Αγνωστες διηγήσεις για τους ασκητές της Αθωνίτικης Βίγλας»
Επιμέλεια έρευνας και κειμένων: πρωτ: Δημήτριος Αθανασίου.
Πηγη :hfdathanasiou

***

Ο γε­ρο–Δανιήλ των Δα­νι­η­λαί­ων διηγήθηκε: «Πριν α­πο τριά­ντα χρόνια περίπου ένας λαϊκός πήγαινε από την Λαύρα προς την Αγία Αν­να από το σύντομο μονοπάτι κα­τευ­θεί­αν, όχι από Κα­του­να­κια και Μικρά Αγία Αν­να. Σ᾽ αυτήν την δι­α­δρο­μη κάπου χάθηκε. Καθώς προ­χω­ρού­σε εκτός του κα­νο­νι­κού δρόμου, συνάντησε έναν κα­λό­γη­ρο μισόγυμνο με σχισμένα ράσα να κάθεται. Τον ρώτησε: “Πάτερ, πάω για την Αγία Αν­να και έ­χα­σα τον δρόμο. Μπο­ρείς να μου τον δεί­ξης;”. Αυ­τός σηκώθηκε και του έδειξε. Ο λαϊκός ήταν διψασμένος και ζήτησε λίγο νερό. Ο ασκητής του είπε: “Έλα, θα σου δώσω”. Α­κο­λού­θη­σε ο λαϊκός και τον οδήγησε σε μία σπη­λιά. Ε­κεί ήταν άλλοι έξι πα­τέ­ρες με την ίδια ενδυμασία και προ­σεύ­χον­ταν. Μόλις μπήκαν μέσα, κα­νείς δεν του μίλησε. Ο οδηγός του ασκητής τον οδήγησε σε μία στερ­νού­λα, κού­νη­σε την επιφάνεια του νε­ρού, για να κα­θα­ρίση και να πα­ρη από κάτω και του έδωσε και ή­πι­ε.

»Κατόπιν έφυγε ο λαϊκός και πήγε στο Κυ­ρια­κό της Αγίας Άν­νης. Ρώτησε τον Δι­καί­ο: “Πάτερ, γιατί δεν δίνετε λίγο φαγητό σ᾽ ε­κεί­νους τους ασκητές πάνω στην σπη­λιά; Δεν έχουν τίποτα”. Μόλις άκουσε αυτά ο Δι­καί­ος, ρώτησε· “ποι­ά σπη­λιά και ποι­οί α­σκη­τές;”. Και α­φού του διηγήθηκε όσα είδε, τον ρώτησε ο Δι­καί­ος, αν μπορεί να τον οδηγήση ε­κεί. “Βέβαια”, απάντησε, “α­φού πριν από μία ω­ρα ή­μουν ε­κεί”. Τότε ξεκίνησε μπροστά ο λαϊκός και πίσω ο Δι­καίος με το σακκίδιο γεμάτο ασκητικές τροφές. Έφθασαν στο ση­μεί­ο που υπήρχε η σπη­λιά, αλλά στάθηκε αδύνατο να την βρούν. Έλεγε ο λαϊκός: “Μα α­φού εδώ ή­μουν πριν από λίγο και εδώ ήταν η σπη­λιά, τώρα που είναι;”. Τους ­κάλυψε έτσι ο Θεός και έμειναν στην αφάνεια».

***

Ο γε­ρο–Παύ­λος ο Γο­βδε­λάς, όταν ήταν νεώτερος, συνάντησε πάνω στο βουνό έναν μισόγυμνο Ασκητή (ίσως ήταν ένας από τους επτά) και εντυπωσιάσθηκε από την εμφάνισή του. Άρχισε με ενδιαφέρον να τον ρωτά πως λέγεται, που μένει κ.α. Ε­κεί­νος του έκανε νεύ­μα να μη μιλά, προχώρησε και χάθηκε μέσα στο δάσος. Ήταν στην περιοχή του Διονυσίου, πάνω στο βουνό.

Αυτό το γεγονός το ανέφερε σε κάποιον γέροντα Ρου­μά­νο και ε­κεί­νος του είπε ότι κάθε Πάσχα πη­γαί­νει και αφήνει σ᾽ ε­κεί­νο το ση­μεί­ο έξι αυγά κόκκινα και μετά πη­γαί­νει και δεν τα βρίσκει.

Κάποιοι Δι­ο­νυ­σιά­τες ανέφεραν στον γε­ρω–Παύ­λο ότι κάθε χρόνο τη νύχτα των Αγιορειτών Πατέρων έβλεπαν σ᾽ ε­κεί­νο ακριβώς το ση­μεί­ο να λάμ­πη φως. Αλλά τε­λευ­ταί­α είναι αρκετά χρόνια που αυτό το φως χάθηκε.

***

Στα Καυ­σο­κα­λυ­βια πολύ πα­λαιά γινόταν συζήτηση για το αν υπάρχουν οι αόρατοι–γυ­μνοί Ασκητές. Άλλοι έλεγαν ότι υπάρχουν, άλλοι ότι δεν υπάρχουν. Πήρε τον λόγο ένας παπάς και είπε:

–Υπάρχουν, εγώ πάω και τους εξυπηρετώ.

–Όχι, λόγια λες, είπαν οι άλλοι.

–Σηκωθείτε να πάμε να τους βρού­με. Πήγαν και δεν κατόρθωσαν να βρούν ούτε το στόμιο της σπη­λιάς που μένουν, αλλά ούτε όταν ξαναπήγε μόνος του, για να τους εξυπηρέτηση, τους ξαναβρήκε.

***

Προσευχή_PRAYER- Моление-Иларион Великий Παλαιότερα στη Νέα Σκήτη ήταν ένας Γέροντας με τον υποτακτικό του. Κάποια ημέρα ο Γέροντας πήγε στο Κυ­ρια­κο για την αγρυπνία και άφησε το κα­λο­γε­ρι στο Κελ­λί. Τη νύχτα χτύπησε κάποιος την πόρτα. Άνοιξε το κα­λο­γε­ρι και είδε έναν καλόγερο αδύνατο με τριμμένο ζω­στι­κό που του είπε: «Εγώ έρχομαι για σένα. Ε­μείς είμαστε 12 καλόγεροι και μένουμε πάνω στο βουνό. Ένας από μας κοιμήθηκε και τώρα ψάχνουμε για άλλον να πα­ρη την θέση του. Θέλεις να έρθης μαζί μας;». Α­φού σκέφθηκε για λίγο είπε διστακτικά: «Δεν έχω πάρει ευλογία από τον Γέροντα». Ο ασκητής έφυγε. Και όταν ήρθε ο Γέροντας και το ανέφερε, του είπε «έχασες την ευκαιρία».

Διηγήθηκε Γέροντας Α­γι­αν­να­νίτης: «Πριν 40 περίπου χρόνια ή­μουν Δι­και­ος, και ένα βράδυ, μόλις σου­ρού­πω­νε, πη­γαί­νω και κλεί­νω την εξώθυρα. Μόλις έκλεισα, άκουσα απ’ έξω μία φωνή σοβαρή και συνάμα ειρηνική να μου λε­η: “Μην ανοίγεις. Μέσα στον φούρ­νο σου έχεις παξιμάδια. Βάλε σ’ ένα τσουβάλι παξιμάδια, φέρ­τα και άφησε τα στο τάδε μέρος. Έχουμε ανάγκη. Είμαστε αρ­κε­τοί και προσευχόμαστε για σας. Μην έ­χης περιέργεια να με δης”. Έκανα όπως μου είπε το άγνωστο αυτό πρόσωπο. Είχα όμως την περιέργεια να δω ποι­ος είναι.

»Κάθε μήνα ερχόταν αυτός ο μοναχός, αλλά δεν τον έβλεπα. Άλλοτε άκουγα την φωνή του, ενώ ή­μουν μέσα στην Εκκλησία ή στο υπόγειο. Κάθε φορά άφηνα το τσουβάλι με τα παξιμάδια νύχτα σε ορισμένο μέρος και έφευγα. Την επομένη έλειπε.

»Μία φορά όμως η περιέργειά μου κορυφώθηκε και θέλησα να δω ποι­ος ήταν. Έκανα όπως μου είπε, αλλά κρύφθηκα μέσα στο δάσος και περίμενα να δω ποι­ός θα πλη­σιά­σει να τα πά­ρη. Ενώ περίμενα, α­κού­ω φωνή πίσω μου (ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπα) να μου λε­η: “Παρ’ όλο που σου είπα ότι δεν πρέπει να με δης και να μην έ­χης περιέργεια, αλλά να κάνης το καλό αυτό έργο δίνοντας μας τα παξιμάδια, εσύ δεν υ­πη­κου­σες. Άφησες την περιέργειά σου να σε νι­κή­ση. Γιατί είσαι περίεργος; Εσύ έχεις τον μισθό σου από τον Θε­όν για την ελεημοσύνη που κάνεις. Προσέξτε. Γιατί οι μο­να­χοί σήμερα δεν προσέχουν να εξυγιάνουν και να θε­ρα­πεύ­σουν τον εσωτερικό άνθρωπο, αλλά μόνο το εξωτερικό σχήμα φέρουν. Επειδή άφησες την περιέργειά σου να σε νι­κή­ση, να το πά­ρης πίσω το παξιμάδι και άλλη φορά δεν θα φέρεις”.

»Έφυγα και γύρισα στο κελ­λί μου. Το πρωΐ βρήκα τα παξιμάδια, όπως τα άφησα. Έκτοτε δεν άκουσα άλλη φορά την φωνή ε­κεί­νη να μου ζητά παξιμάδια και να μου ο­ρί­ζη το μέρος όπου να τ’ αφήσω».

***

Ασκητης_asketes-Ερημίτης_Hermit_отшельник- еремит_i14f70ed7153d468236a2a739a2d1b51fd 

Διήγηση γέροντα Παρθενίου Α­γι­ο­παυ­λί­του: «Μία φορά που πήγαμε πάνω στο βουνό με τον μακαριστό πα­πα–Ανδρέα, ευ­ρη­κα­με δύο καλύβες, με ξυλαράκια, με μία εικόνα και ένα καντηλάκι, και μία γω­νο­υ­λα, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν. Ψάξαμε από δω, από κεί, αλλά δεν τον βρήκαμε, ενώ ήταν ε­κεί ο άνθρωπος, γιατί και το καντηλάκι και ένα φαναράκι με λαδάκι ήταν αναμμένο και ένα βιβλίο που διάβαζε ε­κεί πέρα, αλλά δεν τον βρήκαμε.

»Άλλη φορά ξαναπήγαμε και βρήκαμε άλλη κα­λυ­βο­υ­λα ε­κεί πάνω. Ε­κεί που τελειώνουν τα από­το­μα βράχια και αρχίζουν τα δένδρα, βρήκαμε το Καλυβάκι και ένα ντορβαδάκια με λίγο παξιμάδι κρεμασμένο, ε­κεί όλα τα πραγματάκια του, αλλά αυτόν δεν τον βρήκαμε ε­κεί. Που εξαφανίστηκε; Και δεν μας άκουσε, όταν πήγαμε. Εξαφανίστηκε. Ψάξαμε εδώ, ψάξαμε ε­κεί, δεν τον βρήκαμε, και μπο­ρεί να ήταν ε­κεί μπροστά μας και να μην τον βλέπαμε. Το Καλυβάκι όμως το βρήκαμε.

»Και άλλη φορά πήγαμε και βρήκαμε άλλο Καλυβάκι σε άλλη με­ριά, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν. Αυ­τοί τίθενται σε αο­ρα­σί­α να πούμε· τω­ρα πως; Είναι θεϊκά μυστήρια».

***

Διηγήθηκε ο γε­ρω–Δαμασκηνός Α­γι­ο­βα­σι­λει­ά­της ότι ο πα­πα–Σάββας ο Πνευματικός κοι­νω­νού­σε το­υς γυμνούς Ασκητές κάθε Μ. Πέμπτη. Του είχαν πεί να μην το φα­νε­ρω­ση σε κανέναν. Και το τήρησε. Κάποτε όμως γινόταν συζήτηση στην Αγί­α Άν­να και με­ρι­κοί αμφισβητούσαν την ύπαρξη των γυμνών Ασκητών. Ο πα­πα–Σάββας τότε αναγκάστηκε να μι­λη­ση και το­υς είπε ότι και υπάρχουν και το­υς κοι­νω­νεί κάθε Μ. Πέμπτη. Είπε μάλιστα ότι, όταν θάρ­θουν να κοινωνήσουν, θα βάλει σημάδια, θα το­υς ακολουθήσει, για να δη που μένουν και να πάνε μετά μαζί με το­υς πατέρες να το­υς δεί­ξη την σπη­λιά τους.

»Όταν όμως ήρθαν την Μ. Πέμπτη του είπαν: ”Παπα–Σάββα, δεν θα ξα­ναρ­θού­με, γιατί πα­ρε­βης την συμφωνία μα­ς”. Ελέγχθηκε βέβαια και είπε ”ευλόγησον”, αλλά δεν ή­θε­λε να το­υς χάση και να μην το­υς ξαναδεί. Όταν έφευγαν, το­υς ακολούθησε βάζοντας σημάδια μέχρι την σπη­λιά τους. Ύστερα ξα­να­πη­γε με άλλους πατέρες και δεν εύρισκαν τον δρόμο, και τα σημάδια που είχε βάλει δεν υπήρχαν».

***

Κάποτε ο πα­πα–Ξενοφών ο Ρουμάνος, ο Κα­ψα­λι­ω­της μαζί με τον υποτακτικό του π. Δανιήλ πήγαιναν από την Λαύρα για τον Σταυρό. Κοντά στου κυρ–Ησαΐα είδαν δύο γυμνούς Ασκητές, οι ο­ποί­οι δεν το­υς μίλησαν και απομακρύνθηκαν βιαστικά. Το διηγήθηκαν στον γε­ρω–Δαμασκηνό τον Α­γι­ο­βα­σι­λει­α­τη και το­υς είπε ότι μάλλον θα ήταν από το­υς αόρατους. «Μα το­υς είδαμε και ήταν γυ­μνοί». «Ε, αυ­τοί ήταν», είπε.

***

Ο γε­ρω–Βαρλαάμ ο Ξε­νο­φων­τι­νός διηγήθηκε ότι πολλές φορές συναντήθηκε με το­υς γυμνούς Ασκητές. Τον χειμώνα κατέβαιναν από τον Ά­θω­να για να ξεχειμωνιάσουν στα μέρη του Ξενοφώντος που έχει ηπιότερο κλίμα. Ο γε­ρω–Βαρ­λα­άμ γύριζε στα δάση και ο,τι χρειάζονταν το­υς το πήγαινε. Έλεγε ότι ήταν ρακένδυτες. Φο­ρού­σαν ράσα, αλλά ήταν πα­λαιά και σχισμένα.

1. Για το­υς Αόρατους και Γυμνούς Ασκητές βλέπε την υποσημείωση της σελ. 44.

 iconandlight

  Διαβάστε επίσης :ΟΙ ΑΟΡΑΤΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ 

Δείτε επίσης :Από τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο στον π Αθανάσιο Σιμωνοπετρίτη



Δεν υπάρχουν σχόλια: