Συνέχεια από: Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ
Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.
2. Παλιγγενεσία και παλινόρθωση.
Περνώντας, στη συνέχεια, στη διερεύνηση του ρόλου και της σημασίας των μυστηρίων στη σκέψη του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, θα σταθούμε ενδεικτικά στο βάπτισμα, τη Θεία Ευχαριστία και το μυστήριο της εξομολόγησης, το τελευταίο σε σχέση πάντοτε προς την πνευματική πατρότητα. Ο ρόλος και η σημασία των μυστηρίων συνιστούν κομβικό σημείο για την κατανόηση της θεολογίας του αγίου μας, δεδομένου ότι ανατρέπουν άρδην, είτε υφέρπουσες επιφυλάξεις, είτε διακηρυγμένες επικρίσεις, για το πόσο ένας θεολόγος του «χριστιανικού μυστικισμού»1082, ένας θεολόγος της άσκησης, της προσευχής και της θεοπτίας, είναι δυνατό να έχει στα κείμενά του ανεπτυγμένη μυστηριολογία1083. Μάλιστα, η μυστηριολογία του είναι ανεπτυγμένη σε τέτοιο σημείο, ώστε να κατανοεί την Εκκλησία ως την ουσία και το περιεχόμενο της μυστηριακής ζωής και να εκφράζει, προμηθεϊκά, το μεταγενέστερο: «Σημαίνεται δε η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις, ουχ ως εν συμβόλοις, αλλ’ ως εν καρδία μέλη και ως εν ρίζη φυτού κλάδοι και…»1084.[ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΙΕΡΕΑΣ; ΔΕΝ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΛΟΙΠΟΝ ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΑΦΕΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟ ΖΩΗ].
Αυτή η ιδιαίτερη σημασία του ρόλου των μυστηρίων στη σκέψη του Νέου Θεολόγου, μας υποχρεώνει σε γενικότερες παρατηρήσεις για την εκθεολόγηση της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας στο έργο του, πριν την επιμέρους παρουσίασή τους.
Παρά το γεγονός ότι είναι δυνατό να συναντήσει κανείς, στο εύρος της πατερικής γραμματείας, πολυάριθμες αναφορές–ορισμούς σχετικές με το τι είναι τα μυστήρια, εν τούτοις δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτός ένας πλήρης και καθολικός ορισμός τους. Είναι, βέβαια, προφανές πως, κάθε προσπάθεια να ανιχνεύσει κανείς συγκεκριμένα στο έργο και τη διδασκαλία του αγίου Συμεών έναν ορισμό για τα μυστήρια, δεν μπορεί παρά να στεφθεί με αποτυχία. Καθώς παρατηρεί ο Alfeyev, η ανατολική παράδοση δεν γνωρίζει τον όρο μυστήρια υπό τη δυτική έννοια. Η λέξη μυστήριον η οποία είναι μεταφρασμένη και ως «mystery» και ως «sacrament», έχει μια πολύ ευρύτερη έννοια από το λατινικό «sacramentum»1085. Είναι, επίσης, εντελώς άσκοπη και ατελέσφορη η αναζήτηση στην πατερική γραμματεία, της διδασκαλίας για ένα σταθερό αριθμό μυστηρίων. Παρόλα αυτά, είναι δυνατό να συναντήσουμε στη νεώτερη θεολογική παραγωγή διατυπώσεις (οι οποίες, βέβαια, πόρρω απέχουν από το να θεωρηθούν ορισμοί εν στενή εννοία), στις οποίες καταβάλλεται προσπάθεια να συμπυκνωθεί το νόημα και η ουσία των μυστηρίων, με τρόπο που να αποδίδει το πνεύμα της πατερικής και εκκλησιαστικής παράδοσης1086.
Αποτελεί αξιοσημείωτο στοιχείο της μυστηριολογίας του αγίου Συμεών η αναγνώριση της Εκκλησίας ως του μόνου και του υπέρτατου μυστηρίου. Σε απόλυτη ταύτιση με την προ αυτού πατερική παράδοση ο Θεολόγος πατέρας θα τονίσει την αδιάρρηκτη καταγωγική εξάρτηση του μυστηρίου της Εκκλησίας, με το μυστήριο της θείας Οικονομίας και απολυτρώσεως: «Ἐγώ κτισμάτων πάντων γάρ εἰμί κεχωρισμένος˙/ἐπεί δέ κτίσμα γέγονα, τῶν ἁπάντων ὁ κτίστης,/σαρκί καί μόνον ὅμοιος ὑπῆρξα τοῖς ἀνθρώποις,/ψυχήν ἀναλαβόμενος καί νοῦν ὁμοίως τούτοις./Οὐδέ γάρ πάντας ἐν τἀυτῷ τότε θεούς ἀνθρώπους/πεποίηκα, ἀλλ᾿ ἄνθρωπος ἐγενόμην ἐγώ μέν˙/τῇ πίστει δέ καί τῶν ἐμῶν ἐντολῶν τῇ τηρήσει,/ἀλλά καί τῷ βαπτίσματι, ἐν θείᾳ μεταλήψει/τῶν φρικτῶν μυστηρίων μου πᾶσι ζωήν δωροῦμαι»1087. Η ανάληψη από τον σαρκωθέντα Λόγο της πλήρους και τέλειας ανθρώπινης φύσης και των συμπαρομαρτούντων της (του χρόνου και της ιστορίας, των ποικίλων υλικών στοιχείων που την συναποτελούν, της φθοράς και του θανάτου), αποτέλεσε αφενός την προϋπόθεση της ανακαίνισης και αναδημιουργίας του κτιστού, αφετέρου την μήτρα, μέσα από την οποία γεννήθηκε η πραγματικότητα της Εκκλησίας. Η παρουσία και δράση του Πνεύματος στους κόλπους της τελευταίας, Την καθιστά το «υπέρ νουν» μυστήριο της παρουσίας του Θεανθρώπου στην ιστορία. Εκφάνσεις και πραγματώσεις του μυστηρίου αυτού αποτελούν τα επιμέρους αποκαλούμενα μυστήρια.
Κατά συνέπεια, όχι μόνον η παρουσία και δράση του Πνεύματος στα μυστήρια είναι δεδομένη στη θεολογική σκέψη του Συμεών, αλλά και η κατανόησή τους –με την έννοια της ανακαινιστικής δεξίωσης της χάρης τους– απαιτεί την παρουσία και λειτουργία του Πνεύματος μαζί με την άκρα ταπείνωση του πιστού, που θα τον καταστήσει το κατάλληλο δοχείο του Πνεύματος: «Μηδείς ὑμᾶς πλανάτω κενοῖς καί σεσοφισμένοις λόγοις, ὅτι τά θεῖα τῆς πίστεως ἡμῶν μυστήρια δύναταί τις ὅλως καταλαβεῖν ἄνευ τοῦ μυσταγωγοῦντος καί φωτίζοντος Πνεύματος· ἀλλά γάρ οὐδέ πρᾳότητος καί ταπεινοφροσύνης χωρίς δύναται γενέσθαι δοχεῖον τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος»1088. Γι’ αυτό και δεν ανιχνεύεται πουθενά στο έργο του αγίου πατέρα η ιδέα της απουσίας της χάρης από οιοδήποτε εκκλησιαστικό μυστήριο, παρά την, ενίοτε, σφοδρή κριτική που θα ασκήσει σε μεγάλο μέρος του ιερατείου για την εκκοσμίκευση και την αναξιότητά του. Έτσι φαίνεται να συμφωνεί με την κεντρική ιδέα του ομωνύμου του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης: «ου πάντας μεν χειροτονεί το Πνεύμα το άγιον, δια πάντων δε ενεργεί»1089.
Για την πληρέστερη κατανόηση της θεολογίας των μυστηρίων του αγίου Συμεών είναι ανάγκη να παρατηρηθεί πως στην εποχή του η Εκκλησία αγνοούσε οποιαδήποτε διδασκαλία αρίθμησης των μυστηρίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζουν από τα έργα κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων προσπάθειες καταλογογράφησης των μυστηριακών τελετών. Την αρίθμηση των μυστηρίων στις γνωστές επτά μυστηριακές τελετές, πρότεινε η Σύνοδος της Λυώνος στη Δύση μόλις το 1274 και ο πάπας Κλήμης ο Δ΄ την καθιέρωσε με τη Σύνοδο του Τριδέντου το 1545-1563. Να σημειωθεί ότι στο Βυζάντιο γίνεται λόγος για επτά μυστήρια μόλις τον ΙΓ΄ αιώνα, ενώ η συλλογιστική αυτή απουσιάζει πλήρως από τα έργα και τη θεολογία του Γρηγορίου του Παλαμά1090. Παρόλη την προσπάθεια λειτουργικής και αγιολογικής «αναγέννησης» που συντελείται στην εποχή του Συμεών με το Μηνολόγιον, το οποίο δεν ήταν απλά έστω ένα πολλά υποσχόμενο πλήρες συναξάρι, αλλά ένα ολόκληρο θεολογικό και εκκλησιαστικό κίνημα κωδικοποίησης και παγίωσης των εκκλησιαστικών τύπων, των λειτουργικών μορφών, των εορτών και του ημερολογίου, δε φαίνεται ένα τέτοιο ζήτημα να απασχολεί τη σκέψη και τη γραφίδα του Νέου Θεολόγου. Γι’ αυτό και, για τον άγιο Συμεών, η αγάπη, η ταπείνωση, η προσευχή κ.α., έχουν εμφανή μυστηριακό χαρακτήρα, στο πλαίσιο πάντοτε της ενιαίας πνευματικής ζωής της Εκκλησίας.
Βασικό στοιχείο της μυστηριακής θεολογίας του αγίου μας που συγκεφαλαιώνει τα παραπάνω είναι πως η δεδομένη χάρη του Πνεύματος στα μυστήρια δε λειτουργεί μηχανικά ή μαγικά. Η ex opere operato κατανόηση της χάρης και της ενέργειας των μυστηρίων δεν έχει θέση στη θεολογία του Συμεών, ούτε άλλωστε στη θεολογία των πατέρων της Ανατολής1091. Η παρατήρηση αυτή, παράλληλα προς την ανωτέρω επισήμανση περί της αναγκαιότητος του Πνεύματος και της κατανόησής Του από τους πιστούς, για την τελεσφόρο αποτελεσματικότητα των μυστηρίων, καθιστά τη θέληση του ανθρώπου, την ελεύθερη συγκαταθεσή του στη σωτηριώδη επενέργεια της χάρης, εκ των ων ουκ άνευ παράγοντα της μυστηριολογίας του Συμεώνος:[ἀλλά γάρ οὐδέ πρᾳότητος καί ταπεινοφροσύνης χωρίς δύναται γενέσθαι δοχεῖον τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Θέληση η μετάνοια καί ταπεινοφροσύνη; Η συνέργεια δέν είναι θέληση] «Ἐμβαλών γάρ ἐν τῷ θανατηφόρῳ ἰῷ καί φαρμάκῳ τῆς ἁμαρτίας τήν ἄρρητον τῆς Θεότητος αὐτοῦ καί τῆς σαρκός ζωοποιόν ἐνέργειαν, ὅλως ὅλον τό γένος ἡμῶν τῆς ἐνεργείας τοῦ ἐχθροῦ ἐλυτρώσατο, διά δέ τοῦ ἁγίου βαπτίσμτος καί τῆς κοινωνίας τῶν ἀχράντων αὐτοῦ μυστηρίων, τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος αὐτοῦ τοῦ τιμίου, ἀποκαθαίρων ἡμᾶς καί ζωοποιῶν, ἁγίους καί ἀναμαρτήτους ἀποκαθίστησιν, ἀλλά καί εὐθύς τῷ αὐτεξουσίῳ τιμᾶσθαι ἀφίησιν, ἵνα μή βίᾳ ἀλλά προαιρέσει φανῶμεν τῷ Δεσπότῃ δουλεύοντες»1092.[Τό αυτεξούσιο είναι η θέληση; Αυτό νομίζεις;]
Η ελευθερία της συγκατάθεσης του ανθρώπου στη σωτηριώδη επενέργεια της χάρης των μυστηρίων [η μετάνοια και εγκατάλειψη όλων γιά νά ακολουθήσουμε τόν Σταυρό τού Κυρίου είναι συγκατάθεση; Κυρίων;, Σφίγγουν καί τά χέρια;], αναδεικνύει, πέρα από τον αντι-μαγικό και αντι-μηχανικό τους χαρακτήρα και την αξία της έμπρακτης πίστης, της πίστης εκείνης που οδηγείται μυστηριακά στη γνώση του Θεού. Είναι αξιοσημείωτο το πώς ο άγιος αντιλαμβάνεται τα μυστήρια ως πηγή ανακαινιστικής γνώσης, μακριά από θεωρητικολογίες και ακραίες νοησιαρχικές καταστάσεις: «Εἰ γάρ διά γραμμάτων καί μαθημάτων ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἀληθοῦς σοφίας καί τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως ἔμελλεν ἡμῖν, ἀδελφοί, δίδοσθαι, τίς ἦν ἄρα χρεία τῆς πίστεως ἤ τοῦ θείου βαπτίσματος ἤ τῆς τῶν μυστηρίων αὐτῶν μεταλήψεως; Οὐδεμία μενοῦν»1093. Όπως, προσφυώς, παρατηρεί ο Hatzopoulos, «Η μυστική γνώση είναι ένα προσωπικό προτέρημα αντλούμενο από την αυθεντικότητα και εκπλήρωση της Εκκλησίας δια της πίστεως και των μυστηρίων»1094. Και μάλιστα αυτό αποτελεί μια πηγή αισθητής, χειροπιαστής θεογνωσίας: «Ἀλλά τήν μέν νοεράν ἐξεῖπον/ἕνωσίν σοι διαφόρως/καί ποικίλως, αἰσθητήν δε/τήν τῶν μυστηρίων λέγω»1095.
Συνέπεια όλων των παραπάνω αποτελεί η διαπίστωση ότι, η μετοχή του πιστού στα μυστήρια είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την άσκηση. Στο σημείο αυτό κορυφώνεται και κατακλείει η μυστηριολογία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Η οικείωση της «αισθητής» και ρεαλιστικής χάρης των μυστηρίων, σύμφωνα και με το παραπάνω απόσπασμα, είναι προφανές ότι δεν είναι απροϋπόθετη. Απαιτεί την ακητική προετοιμασία, ως έμπρακτη εκδήλωση της ελευθερίας και συνέργειας του ανθρώπου1096.[Ούτε η άσκηση είναι δυνατή στηριζόμενη στήν ελευθερία καί τήν θέληση. ΧΩΡΙΣ ΕΜΕΝΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΙΠΟΤΕ] Την πραγματικότητα αυτή (πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται στη σκιά των θεολογικών συζητήσεων, παρόλη την ανάπτυξη της ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας και της θεολογίας των μυστηρίων εν γένει), θα παρουσιάσει ο άγιος Συμεών πληθωρική, αλλά και διάσπαρτη στο έργο του: «Οὕτω γάρ καί αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν καί Θεός ἀπεφθέγξατο· “Ὁ τρώγων μου τό σῶμα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ”….Ταῦτα γάρ καί οἱ ἅγιοι εἰδότες πατέρες ἡμῶν ἀναφανδόν ἔλεγον· “Δός αἷμα καί λάβε Πνεῦμα”, ὡς τοῦ Πνεύματος ἄλλως μή διδομένου ἡμῖν, εἰ μή διά τῆς ἑκουσίου πρός τόν κόσμον σταυρώσεως ὁμοῦ καί νεκρώσεως. Πνεῦμα γάρ ὤν ὁ Θεός κατά τήν θείαν φωνήν, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ βούλεται ἡμᾶς ἑνοῦσθαι αὐτῷ καί κολλᾶσθαι καί σύσσωμους εἶναι καί συγκληρονόμους αὐτοῦ, ὡς πᾶσα θεία Γραφή μαρτυρεῖ»1097.
Κατακλείοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι για την πνευματική εμπειρία και τη θεολογική σκέψη του Νέου Θεολόγου, τα μυστήρια αποτελούν όχι απλά θεμελιώδη θεωρητικό πυρήνα της, αλλά την απτή και ρεαλιστική προέκταση της εν Χριστώ παλιγγενεσίας και παλινόρθωσης, την απτή και ρεαλιστική προέκταση της σωτηριώδους Οκονομίας. Η ριζοσπαστική, όπως χαρακτηρίστηκε, προσπάθεια αναγέννησης της εν Χριστώ πνευματικής ζωής από τον Θεολόγο πατέρα, μέσα από την ενσυνείδητη προσωπική οικείωση της χάρης, την εμπειρία της θεοπτίας και θέωσης του ανθρώπου, περνά αναγκαία και απαράβατα μέσα από τη συμμετοχή στα μυστήρια και τη δεξίωση της χάρης τους;;;[ΕΣΥ ΦΙΛΕ ΕΤΣΙ ΤΗΝ ΑΠΕΚΤΗΣΕΣ;]. Η απαίτηση, από τον άγιο Συμεών, για ουσιαστική μετοχή στα μυστήρια και ενσυνείδητη δεξίωση της χάρης τους (που θα δούμε να αναπτύσσεται στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου), επ’ ουδενί δεν τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ούτε τη θεωρεί ως μια «παράλληλη διάσταση» της πνευματικής ζωής, προς εκείνη της προσευχής και της θεωρίας.[ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΣ]. Αντιθέτως, θεμελιώνει την Εκκλησιολογία στην ουσιαστική και ρεαλιστική τυτόχρονα, βάση της κοινωνίας του Πνεύματος, μέσα στην, κάθε φορά, ενιαία και αδιάσπαστη ιστορική πραγμάτωση του σώματος του Χριστού, την Εκκλησία. Γι’ αυτό, σύμφωνα με όσα παρατηρεί και ο Hatzopoulos, «…η Εκκλησία είναι το έσχατο κριτήριο της ισχύος και σπουδαιότητας των μυστηρίων και της εμπειρίας της χάρης που αυτά παρέχουν»1098.
Σημειώσεις
1082 Για τη σημασία του όρου «χριστιανικός μυστικισμός» και την κατανόηση και χρήση του στην παρούσα μελέτη βλ. τη σημ 92, σελ. 44 του πρώτου μέρους της εργασίας αυτής.
1083 KAZDAN A.P. –EPSTEIN W. A., Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, μετ. Ανδρέα Παππά και Δημήτρη Τσουγκαράκη, Αθήνα 1997, σελ. 44. Προκειμένου περί του βαπτίσματος ο HAUSHERR I., «La Méthode d’ oraison hésychaste», Orientalia Christiana, Vol. IX-2, Num.36, Iunio et Ioulio 1927, σελ.123, θα παρατηρήσει: «Que devient alors le baptême et la notion de la foi? C’ est de quoi le Nouveau Théologien ne se préoccupe guère. Tout entier à théorétiser ses propres expériences, et à en prouver la possibilité et la necessité universelles, il va, avec toute la hardiesse d’ un αγράμμα τος, à travers la théologie et la Sainte Ecriture, et prend à s. Paul lui-même les expressions adéquates de ses propres ravissements». Την εξάρτηση της σωτηρίας στη σκέψη του Συμεώνος από μόνη την πίστη και τα έργα (χωρίς, βέβαια, τη συμμετοχή των μυστηρίων) κατά προτύπωση του Προτεσταντισμού, θα υποργραμμίσει ο DARROUZES J., «Introduction» στο: Traités théologiques et éthiques, SC 122, σελ. 37, με έντονα μυωπική διάθεση απέναντι στον πλούτο και την ποικιλία των θεολογικών ιδεών και συγκεκριμένα της μυστηριακής θεολογίας, που περιλαμβάνεται στους Ηθικούς Λόγους του αγίου.
1084 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας, PG 150, 452CD.
1085 ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 202.
1086 Ενδεικτικά αναφέρουμε ελάχιστες από αυτές: «Εδώ τα μυστήρια, ως εκφάνσεις αυτής της σχέσης κτιστού και ακτίστου, φανερώνονται ως ενέργειες, λειτουργίες και έργα του σώματος, που τελειώνουν την προκοπή των μελών στα πλαίσια της μετοχής στη ζωή του Θεού, και άρα στα πλαίσια της θεογνωσίας»: ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄. Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 465 . «Κάθε μυστήριο είναι μια ένταξη στο σώμα της Εκκλησίας, μια προσωπική ενεργοποίηση της μετοχής στη θεανθρώπινη φύση της, μια αφθαρτοποίηση της φθαρτής χρονικότητος σε «διάρκεια» προσωπικής κοινωνίας»: ΓΙΑΝΝΑΡΑ Χ., Η Ελευθερία του ήθους, Αθήνα 1970, σελ. 118 . «Ο Χριστιανός της Δύσης έμαθε να στοχάζεται το μυστήριο (sacrament) σε αντίθεση με το λόγο και συνδέει με το Λόγο την αποστολή (mission) και όχι το μυστήριο. Έχει ακόμα συνηθίσει να θεωρεί το μυστήριο ως ένα ουσιαστικό, μπορεί, μα ωστόσο με σαφήνεια καθορισμένο κομμάτι ή θεσμό ή πράξη της Εκκλησίας και που περιέχεται μέσα στην Εκκλησία, αλλά όχι να θεωρεί την ίδια την Εκκλησία ως το μυστήριο (sacrament) της παρουσίας και της πράξης ή δράσης του Χριστού. Και τελικά ενδιαφέρεται πρωταρχικά για ορισμένα πολύ «μορφικά» ζητήματα σχετικά με τα μυστήρια: τον αριθμό, την «εγκυρότητα», το θεσμό τους κτλ. Σκοπός μας είναι να δείξομε πως υπάρχει και πως πάντα υπήρξε μια διαφορετική προοπτική, ένα διαφορετικό πλησίασμα του μυστηρίου (sacrament) και πως το πλησίασμα αυτό μπορεί να έχει σταυρική σημασία ακριβώς για το φλέγον ζήτημα της αποστολής (mission), για τη χριστιανική μαρτυρία μας στον κόσμο»: SCHMEMANN A., Για να ζήσει ο κόσμος, πρόλογος και μετάφραση: Ζήσιμος Λορεντζάτος, Αθήνα 1987, σσ. 29-30 . «Και τα σημεία εκείνα του χώρου και του χρόνου μέσα στα οποία η θεία ζωή συναντά την ανθρώπινη και την μεταμορφώνει –το γεγονός αυτό καθαυτό της συναντήσεως και μεταμορφώσεως, καθώς και οι πράξεις, δηλαδή οι τελετουργίες ή διαδιακσίες μέσα από τις οποίες πραγματοποιείται η μεταμόρφωση –ονομάζονται μυστήρια»: ΝΕΛΛΑ Π., Ζώον Θεούμενον. Προοπτικές για μια ορθόδοξη κατανόηση του ανθρώπου, Αθήνα 19812, σελ. 162.
1087 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, LV, SC 196, 138-146.
1088 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 5ος, SC 129, 448-453.
1089 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Απόκρισις προς Γαβριήλ Πενταπόλεως, ερώτ. ΙΓ΄, PG 155, 860. Την ίδια άποψη θα εκφράσει αιώνες νωρίτερα και ο Χρυσόστομος. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Υπόμνημα εις την Β΄ προς Τιμόθεον επιστολήν, PG 62, 610: «Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε Αυτός ενεργεί, ει και αυτοί είεν ανάξιοι, δια το σωθήναι τον λαόν». Πρβλ. και ΤΣΙΓΚΟΥ Β., Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. σελ. 194, σημ. 11.
1090 Για το ζήτημα αυτό βλ. ΦΕΙΔΑ Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος Β΄. Από την Εικονομαχία μέχρι την Μεταρρύθμιση, Αθήναι 1994, σελ. 645. Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 19562, σελ. 314, κατόρθωσε να βρεί δύο μαρτυρίες για τον αριθμό επτά των μυστηρίων. Η μία μάλιστα ενυπάρχει στην ομολογία πίστεως που είχε υποβάλει ο Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος στην προαναφερθείσα ενωτική σύνοδο της Λυών. Τις μαρτυρίες αυτές θα χαρικτηρίσει «ισχνές» ο αείμνηστος καθηγητής Ματσούκας. Βλ. ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄. Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 473 κ.εξ. Πέραν της ισχνότητος των μαρτυριών του ΙΓ΄ αιώνα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι μαρτυρίες αυτές δε συμφωνούν ούτε στο ποια είναι τα εν λόγω επτά μυστήρια. Πρβλ. και ΤΣΙΓΚΟΥ Β., Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 200, σημ. 25.
1091 CHIVU C. E., Θεολογία, Θεοπτία και Θέωση. Από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 121.
1092 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος V, SC 96, 432-441. Την ίδια πραγματικότητα θα εκφράσει και ο Παναγιώτης Νέλλας κατά τη διαπραγμάτευση της περί δικαιώσεως διδασκαλίας του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα: «Πράγματι, η ελευθέρα υπό των πιστών αποδοχή της κατακτηθείσης υπό του Χριστού ελευθερίας και η εν αγάπη και αφοσιώσει «σύνταξις» αυτών τω Χριστώ, είναι εκείνη, ήτις καθιστά αυτούς ελευθέρους. Ούτως, εάν το παν εν τοις μυστηρίοις έχη πραγματοποιήσει και πραγματοποιή ο Χριστός, το παν επίσης, εν σχέσει προς εαυτούς, πραγματοποιούν οι άνθρωποι». ΝΕΛΛΑ Π., Η περί δικαιώσεως διδασκαλία Νικολάου του Καβάσιλα, Αθήνα 1998, σελ. 173. Και λίγο παρακάτω (σελ. 187): «Όθεν τα μυστήρια δεν δύνανται να τελεστούν άνευ της ανθρωπίνης συνεργίας. Αλλά και τελούμενα δεν ενεργούν απροϋποθέτως επί των πιστών. Ουδόλως συνιστούν ταύτα πράξεις μαγικάς. Αντιθέτως, αποτελούν τον χώρον της ελευθέρας συναντήσεως και της αγαπητικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, γέννημα της οποίας αποτελεί ακριβώς η δικαίωσις. Τα μυστήρια αποτελούν έργον τόσον δια τον Θεών, όσον και δια τον άνθρωπον, συνιστούν κυριολεκτικώς τα έργα της πίστεως ημών».
1093 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 9ος, SC 129, 10-15.
1094 «Mystical knowledge is a personal asset deriving its authenticity and fulfiment from faith and the sacraments of the Church». Βλ. HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 129.
1095 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XXX, SC 174, 463-466.
1096 Για το εμπροϋπόθετο της συμετοχής στα μυστήρια βλ. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗ Θ., «Ευχαριστία και άσκηση, ευχαριστιακή και μοναστική πνευματικότητα», Θεολογία, τ. 80, τευχ. 4, Οκτώβριος –Δεκέμβριος 2009, σσ. 269-287.
1097 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 2ος, Κεφ. 7, SC 122, 188-208. Πρβλ. και: ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 3ος, SC 122, 432-441: «Ποῖα δή ταῦτα; Μετά τῶν ἀποκειμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθῶν, αὐτό τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἅ καθ᾿ ἑκάστην ὁρῶμεν καί ἐσθίομεν καί πίνομεν, ταῦτα ὁμολογουμένως τά ἀγαθά ἐκεῖνά εἰσι· ἐκτός δέ τούτων οὐδαμοῦ τῶν ῥηθέντων οὐδέ ἕν εὑρεῖν ἐξισχύσεις, κἄν πᾶσαν διαδράμῃς τήν κτίσιν. Εἰ βούλει δέ γνῶναι ὡς ἀληθῆ τά λεγόμενα, γενοῦ τῇ ἐργασίᾳ τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν ἅγιος καί οὕτω μετάλαβε τῶν ἁγίων· καί γνώσεις τηνικαῦτα τῶν λεγομένων σοι τήν δύναμιν ἀκριβῶς».
1098 «In virtue of her union with Good, the Church is the ultimate criterion of the validity and importance of the sacraments and of the experience of grace that these confer»: HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 130.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου