Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ - Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (22)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ  - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ 

Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.

2. Παλιγγενεσία και παλινόρθωση.

β) Το βάπτισμα της μετάνοιας και των δακρύων.

Η τέλεση, βέβαια, του μυστηρίου του βαπτίσματος και η de facto επενέργεια της βαπτισματικής χάρης, δεν είναι ικανές από μόνες τους να καταστήσουν κάποιον χριστιανό, κατά την κυριολεκτική και απόλυτη της έννοιας σημασία, όταν δε συνοδεύονται από τα έργα, θα παρατηρήσει ο άγιος, σε μια υπερβολή της θεολογικής του εκφραστικής. Από το σημείο αυτό εκκινεί η ιδιαίτερη συνεισφορά του αγίου Συμεών στην κατανόηση και εκθεολόγηση του μυστηρίου του βαπτίσματος1156.

Για το Θεολόγο πατέρα, η απλώς λεγόμενη πίστη, αλλά και αυτή ακόμη η τριαδική ομολογία, δεν είναι αρκετές για την πιστοποίηση της μεταμορφωτικής και θεοποιού λειτουργίας της μυστηριακής (εν προκειμένω βαπτισματικής) χάρης, όταν δε συνοδεύονται από έργα ικανά να καταδείξουν, ότι κάποιος πολιτογραφείται ως «δοῦλος Θεοῦ». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ἐπειδήπερ ὅσον ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος χριστιανούς ἡμᾶς ἑαυτούς δίχα τῶν ἔργων καί πιστούς λογιζόμεθα, εἰς τήν ὁμοούσιον καί ἀδιαίρετον Τριάδα πιστεύοντες καί εἰς τόν ἕνα ταύτης τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί Θεόν, καί δούλους ἑαυτούς ἐκ συνηθείας οὕτω πως ἁπλῶς ἐπιγραφόμεθα τοῦ Θεοῦ καί καλοῦμεν, καί γράφοντες πρός ἑτέρους τοῦτο αὐτοί ἑαυτούς ἄνωθεν γράφοντες ὀνομάζομεν, μή εἰδότες ἴσως αὐτό τοῦτο, τί ἐστι δουλεία Θεοῦ καί τίς ὁ ἀκούειν ἄξιος καί εἶναι δοῦλος Θεοῦ, τόν λόγον ὑπό τοῦ Λόγου κινοῦμαι γυμνάσαι καί εἰπεῖν ἐπείγομαι περί τῶν δουλευόντων Θεῷ τίνες τε εἶεν καί ὁποῖοι καί ποταποί, καί τίνα τά παρά τῶν τοιούτων διά Κύριον γινόμενα ἔργα, ὡς ἄν ἀπό τῶν ἑαυτοῦ πράξεων ἕκαστος γνώσεται ἑαυτόν, καί τίνα θεραπεύει διά τῶν ἑαυτοῦ ἐγχειρήσεων καί τίνι δουλεύει, ἤ τίνα ποτέ ἐθεράπευσε καί τίνι ἐδούλευσεν, εἴσεται, ἵνα μή ἑαυτῷ τις χαριζόμενος δοκῇ τῷ Κυρίῳ δουλεύειν καί οὐχ ἑαυτῷ»1157.

Η ανωτέρω συλλογιστική εδράζεται στην πιστοποίηση ότι η αθέτηση της βαπτισματικής χάρης είναι το πλέον σύνηθες φαινόμενο, προσιδιάζον στην ανθρώπινη αδυναμία και τρεπτότητα. Γι’ αυτό και, όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω, απαιτείται η επαναζήτηση της ένδυσης του Χριστού, την οποία απεκδυθήκαμε μετά το βάπτισμα, με το πλήθος των αμαρτιών και της αθέτησης των εντολών1158.

Στο σημείο αυτό ο άγιος Συμεών είναι σαφέστατος. Σ’ ένα απόσπασμα των Κατηχήσεών του, στο οποίο ο άγιος μνημονεύει τον Ιωάννη της Κλίμακος1159, αναφέρει ρητά πως αν δεν υπήρχε η αμαύρωση της βαπτισματικής χάρης από την αμαρτία, δε θα υπήρχε καμια ανάγκη και λογική για την κάθαρση και τους ασκητικούς αγώνες: «Ὁ μέν γάρ ἑαυτόν φυλάξας μετά τό βάπτισμα ἄσπιλον τῷ Θεῷ καί τό κατ᾿ εἰκόνα διατηρήσας τῷ ποιήσαντι καί πλάσαντι ἄχραντον, οὐδενός ἑτέρου πρός ἀνάκλησιν ἐπιδεηθῇ τῶν ἱσταμένων, τυγχάνων ἐν τῷ Θεῷ. Ὁ δέ μολύνας ἑαυτόν μετά τοῦτο πράξεσιν ἀτόποις καί ἀνομίαις καί τόν ναόν τοῦ σώματος αὐτοῦ, τόν οἶκόν φημι τοῦ Θεοῦ, οἶκον ἡδονῶν καί παθῶν καί δαιμόνων ἀσώτως ἀπεργασάμενος, οὐ μόνον οὗ μέλλω εἰπεῖν σοι καί συμβουλεύσασθαι τρόπου πρός μετάνοιαν χρῄζει, ἀλλά καί ἑτέρων μεθόδων πολλῶν καί ἐπινοῶν μετανοίας εἰς τό ἐξιλεώσασθαι τόν Θεόν καί ἀνακαλέσασθαι πρός ἑαυτόν, ὅπερ διά τῆς ἐφαμάρτου ζωῆς ἀπώλεσε, θεῖον ἀξίωμα. Καί πειθέτω σε τοιαῦτα πολλά περιέχων ὁ “Περί μετανοίας” λόγος τῆς Κλίμακος Ἰωάννου, τοῦ θείου πατρός»1160. Κατά συνέπεια, ο άγιος, όπως άλλωστε έχει παρατηρηθεί πολλές φορές, δεν αρνείται στο παραμικρό την αποτελεσματικότητα του βαπτίσματος, ούτε θέτει εν αμφιβόλω την de facto οικείωση της βαπτισματικής χάρης εκ μέρους του βαπτισθέντος: «Ὡς γάρ οὐκ ἔστι τόν μή βαπτισθέντα δι᾿ ὕδατος καί Πνεύματος σωθῆναί ποτε, οὕτως οὐδέ τόν μετά τό βάπτισμα ἁμαρτήσαντα, ἐάν μή βαπτισθῇ ἄνωθεν καί ἀναγεννηθῇ, καθώς ὁ Κύριος τοῦτο βεβαιῶν πρός τόν Νικόδημον ἔφη·…»1161. Το μόνο που παρατηρεί είναι η ανάγκη διατήρησης και αξιοποίησης της χάρης του μυστηρίου, ή η επανενεργοποίησή του δια μέσου της μετάνοιας.[Τό μόνο. Απλά πράγματα]

Ο Συμεών, αναφερόμενος στην έκφραση «δι᾿ ὕδατος καί Πνεύματος», κατανοεί αλληλένδετα και αδιαχώριστα τα δυο αυτά στοιχεία, παρατηρώντας πως ο Χριστός, παραγγέλοντας στους μαθητές του το βάπτισμα, τους μιλά ταυτόχρονα και για τη γέννηση εν Άγιω Πνεύματι. Άλλωστε, δε θα είχε κανένα νόημα η ιδέα της αμαύρωσης της βαπτισματικής χάρης (κυρίως στο νηπιοβαπτισμό), εάν ήδη δεν παρέχονταν η χάρη στο πρώτο βάπτισμα. Στο σημείο αυτό, η σκέψη του αγίου είναι ξεκάθαρη: «Ὁ οὖν ἀγνοῶν καί ὅπερ νήπιος ἐβαπτίσατο βάπτισμα καί μηδέ ὅτι ἐβαπτίσατο ἐπιστάμενος, ἀλλά πίστει μόνῃ τοῦτο ἀποσμηξάμενος, τό δεύτερόν τε – τό διά Πνεύματος λέγω, ἄνωθεν φιλανθρωπίᾳ Θεοῦ διδόμενον τοῖς διά μετανοίας αὐτό ἐκζητοῦσιν - ἀπαρνούμενος, πῶς ποτε ἄλλως σωτηρίας τυχεῖν δυνήσεται; Οὐδαμῶς»1162.

Αναφορικά με το ζήτημα του νηπιοβαπτισμού, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σε κανένα σημείο του έργου του αγίου Συμεών δεν υπάρχει η άποψη περί νηπιοβαπτισμού, ανεπτυγμένη και αρτιωμένη, με τη μορφή μιας ιδιαίτερης διδασκαλίας. Εντούτοις, σε πολλά σημεία των κειμένων του, διάσπαρτα σε όλο το έργο του, βρίσκουμε μια επιφυλακτική, αν όχι αρνητική, στάση απέναντι στο νηπιοβαπτισμό, συνδεδεμένη πάντοτε με την άποψη περί ενσυνείδητης κατοχής της χάρης, μαρτυρούμενης από τα έργα και την, εν γένει, πνευματική πορεία του χριστιανού. Το πρόβλημα, όπως παρουσιάζεται στα αποσπάσματα που ήδη παρατέθηκαν, αφορά στη μη ύπαρξη συνειδητής χάρης στα νήπια, γεγονός που οδηγεί, με τρόπο πιο ασφαλή και βέβαιο, στην αμαύρωσή της. Παρόλη, όμως, την επιφυλακτική και κριτική στάση του, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την παρεχόμενη χάρη του Πνεύματος, κατά την τέλεση του βαπτίσματος των νηπίων, ούτε, βέβαια, αντιπροτείνεται η επανεισαγωγή της βάπτισης των ενηλίκων, ως η αρχαία πρακτική της Εκκλησίας.[Προηγείται η μετάνοια καί η άσκηση τής δεύτερης βάπτισης, όπως καί στήν πρώτη εκκλησία διά τού κηρύγματος τών Αποστόλων]

Έχοντας ως αφετηρία της σκέψης του την προσδοκώμενη αμαύρωση της βαπτισματικής χάρης, αποτέλεσμα της ανθρώπινης τρεπτότητας;;;, ο άγιος Συμεών προτείνει το φάρμακο της μετανοίας. Επικεντρώνει, όμως, την κριτική του στον νηπιοβαπτισμό1163, την κυρίαρχη βαπτισματική πρακτική της εποχής του, με το επιπλέον επιχείρημα ότι, στο βάπτισμα των νηπίων, απουσιάζει, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, κάθε συνείδηση της χάρης που ο νεοφώτιστος λαμβάνει με το βάπτισμα1164. Η θέση αυτή, όπως αρκούντως τονίστηκε, δεν επηρεάζει καθόλου την πεποίθηση του Νέου Θεολόγου περί της αποτελεσματικότητας του νηπιοβαπτισμού και της παροχής από αυτόν της βαπτισματικής χάρης: «Ἐπεί οὖν βεβαπτίσμεθα παῖδες ἀναισθητοῦντες,/ὡς ἀτελεῖς καί ἀτελῶς δεχόμεθα τήν χάριν,/τῆς πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες τήν λύσιν˙/καί τούτου μόνου, ὡς δοκῶ, ἕνεκα καί τελεῖσθαι/προσέταξας, ὦ Δέσποτα, λουτρόν τοῦτο τό θεῖον,/ ὅπερ οἱ βαπτιζόμενοι ἐντός τοῦ ἀμπελῶνος/εἰσέρχονται λυτρούμενοι τοῦ σκότους καί τοῦ ᾅδου,/καί τοῦ θανάτου καί φθορᾶς ὅλως ἐλευθεροῦνται/- ὁ ἀμπελών παράδεισος νοεῖταί μοι καί ἔστιν,/ἐξ οὗπερ ἐκπεπτώκαμεν πάλιν ἀνακληθέντες…»1165.

Βέβαια η πραγματικότητα της ανθρώπινης τεπτότητας και ο κίνδυνος, που ενίοτε προσεγγίζει τη βεβαιότητα, αμαύρωσης της χάρης του βαπτίσματος, δεν αφορά μόνον στα νήπια [Ποιά τρεπτότητα ρέ φίλε. Ο κύριος μάς ακούει νά αρνούμαστε τά έργα τής πίστεως καί νά τού λέμε: αγρόν ηγόρασα, βιβλίο γράφω, σάν βόδι δουλεύω]. Συνιστά την υπαρκτική δομή του κάθε ανθρώπου και προσδιορίζει τόσο την τραγωδία της ιστορίας, όσο και την ανάγκη της σωτηριώδους Οικονομίας1166. Την υπαρκτική αυτή δομή εβίωσε προσωπικά ο άγιος Συμεών, αφενός σύμφωνα με όσα μας διηγείται ο μαθητής και βιογράφος του Νικήτας ο Στηθάτος1167, αφετέρου με όσα αποκαλύπτουν οι αυτοβιογραφικές αναφορές του ίδιου του αγίου Συμεών, όπως η ακόλουθη: «Οἶδας γάρ, ὡς βεβάπτισαι καί σύ, ἀλλ᾿ ἐμολύνθης/καί ὡς παιδίον ἥμαρτες, ὡς ἄφρων ἐπλανήθης,/καί οἶδας, πόσα ἔκλαυσας, πόσα δέ συνετρίβῃς,/πῶς τε τόν κόσμον ἅπαντα ἀπηρνήσω καί μόλις/δυσωπηθείς ταῖς προσευχαῖς Συμεών τοῦ πατρός σου,/ἀρχῆθεν μόνῳ τῷ νοΐ, ἐν νοερᾷ αἰσθήσει,/φωνῆς τε κατηξίωσα, ἔπειτα καί ἀκτῖνος,/καί μετά τοῦτο αἴγλη σοι ἐφάνην φιλανθρώπως»1168.

Εν τέλει, για τον άγιο Συμεών, παρά τις ενδεχόμενες φραστικές υπερβολές, το ερώτημα που τίθεται στο βαπτισμένο χριστιανό δεν είναι αν έλαβε το Πνεύμα ή τον Χριστό εν Πνεύματι, αλλά αν έχει επίγνωση, αν είναι ενήμερος ότι Το έλαβε. Η επίγνωση της παρουσίας και δράσης του Πνεύματος, το Οποίο εν ταυτώ αποκαλύπτει τον Χριστό, είναι μεταμορφωτική της ύπαρξης, θεοποιός και αγιαστική και δεν εξαντλείται σε μια de facto λήψη Του στα μυστήρια της Εκκλησίας, αμάρτυρη στα έργα του ανθρώπου και αφανή στην πνευματική του ζωή. Γι’ αυτό και το κάθε εκκλησιαστικό μυστήριο δεν τελειώνει με το πέρας της τέλεσής του, τη στιγμή της απόλυσης, αλλά συνεχίζει την ευδοκία του στη ζωή του πιστού, μεταμορφώνοντας και εξαγιάζοντάς τη, στην πρακτική της καθημερινής του βιοτής. Υπό την έννοια αυτή τα μυστήρια δεν είναι «εξ έργου ειργασμένα». Όχι διότι δεν προσφέρουν, ούτως ή άλλως, στο πλαίσιο πάντοτε της κανονικής τέλεσής τους εν τη Εκκλησία, τη θεία χάρη, αλλά διότι η τελευταία παραμένει αδρανής και αναξιοποίητη –και κατά τούτο ατελέσφορη– όταν δεν ενεργοποιηθεί από την πνευματική ζωή του πιστού1169.

Η ενσυνείδητη αποδοχή της χάρης δεν είναι προαπαιτούμενο του βαπτίσματος1170, αλλά η ενσυνείδητη αποδοχή της χάρης δεν είναι και προαπαιτούμενο της ενύπαρξής της στον πιστό, όπως το είδαμε να το διατυπώνει ο άγιος Συμεών, προκειμένου για τα νήπια και τους αρχάριους μοναχούς, στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας μελέτης. Για την κατοχύρωση της παραπάνω άποψης, ο Νέος Θεολόγος, επικαλείται την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα την περίπτωση των αποστόλων που στέλνουν τον Πέτρο και τον Ιωάννη στη Σαμάρεια1171, για να προσευχηθούν και να θέσουν τα χέρια τους στους εκεί βαπτισμένους χριστιανούς προκειμένου να λάβουν Πνεύμα Άγιο1172. Στο σημείο αυτό ο άγιος Συμεών είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός: «Μηδέ εἴπῃ τις· «Ἐγώ ἀπό τοῦ ἁγίου βαπτίσματος τόν Χριστόν λαβών ἔχω», ἀλλά μανθανέτω ὅτι οὐχί πάντες οἱ βαπτιζόμενοι λαμβάνουσι διά τοῦ βαπτίσματος τόν Χριστόν, μόνοι δέ οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐν γνώσει τελείᾳ ἤ καί προκαθάρσει ἑαυτούς εὐτρεπίσαντες καί οὕτως ἐλθόντες ἐπί τό βάπτισμα. Καί τοῦτο εἴσεται ὁ ἐρευνῶν τάς Γραφάς ἀπό τῶν ἀποστολικῶν λόγων καί πράξεων· γέγραπται γάρ· «Ἀκούσαντες δέ οἱ ἐν Ἱερουσαλύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρός αὐτούς τόν Πέτρον καί Ἰωάννην, οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περί αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον· οὔπω γάρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενί αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δέ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τότε ἐπετίθουν τάς χεῖρας ἐπ᾿ αύτούς καί ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον». Εἶδες πῶς οὐ πάντες οἱ βαπτιζόμενοι εὐθύς τό Ἅγιον Πνεῦμα λαμβάνουσιν; Ἔμαθες παρά τῶν ἀποστόλων ὅτι, καί πιστεύσαντές τινες καί βαπτισθέντες, τόν Χριστόν διά τοῦ βαπτίσματος οὐκ ἐνεδύσαντο; Εἰ γάρ τοῦτο ἐγένετο, οὐκ ἄν μετά ταῦτα εὐχῆς καί τῆς τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐδεήθησαν ἐπιθέσεως· λαμβάνοντες γάρ Πνεῦμα Ἅγιον, τόν Κύριον Ἰησοῦν ἐλάμβανον. Οὐ γάρ ἄλλο ὁ Χριστός καί ἄλλο τό Πνεῦμα· καί τίς τοῦτο φησίν; Αὐτός ὁ Θεός Λόγος τῇ Σαμαρείτιδι προσειπών· «Πνεῦμα ὁ Θεός». Εἰ οὖν ὁ Χριστός Θεός, πνεῦμα κατά τήν τῆς θεότητος φύσιν ἐστίν καί ὁ ἔχων αὐτόν, Πνεῦμα Ἅγιον ἔχει· ὁ δέ τό Πνεῦμα ἔχων, αὐτόν πάλιν ἔχει τόν Κύριον, καθώς καί ὁ Παῦλός φησι· «Τό δέ Πνεῦμα ὁ Κύριος ἐστι»1173.

Το απόσπασμα αυτό από τον 10ο Ηθικό Λόγο του αγίου είναι ιδιαζόντως σημαντικό για τα ζητήματα που εξετάζουμε. Ο Θεολόγος πατέρας φαίνεται να αρνείται τη «λήψη του Χριστού», δηλαδή του Αγίου Πνεύματος;(Πνεύματος Αγίου), όπως ο ίδιος θα εξηγήσει («λαμβάνοντες γάρ Πνεῦμα Ἅγιον, τόν Κύριον Ἰησοῦν ἐλάμβανον. Οὐ γάρ ἄλλο ὁ Χριστός καί ἄλλο τό Πνεῦμα·…»), από τον καθένα που βαπτίζεται, όταν λείπουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, οι οποίες δεν είναι άλλες από την πίστη και την «προκάθαρση» (ασκητική προετοιμασία) και οι οποίες ανευρίσκονται σ’ αυτούς που ο άγιος θα ονομάσει «βεβαιόπιστους». Έτσι, για το Θεολόγο της συνειδητής εμπειρίας, «οὐχί πάντες οἱ βαπτιζόμενοι λαμβάνουσι διά τοῦ βαπτίσματος τόν Χριστόν, μόνοι δέ οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐν γνώσει τελείᾳ ἤ καί προκαθάρσει ἑαυτούς εὐτρεπίσαντες καί οὕτως ἐλθόντες ἐπί τό βάπτισμα».

Το σημείο αυτό είναι από τα πιο δυσερμήνευτα και, κατά τούτο, από τα πλέον προβληματικά σημεία της σκέψης του οσίου πατρός. Συνιστά δε, σε πρώτη ανάγνωση, καταφανή αντινομία της σκέψης του σε σχέση πάντοτε με άλλες αναφορές και διατυπώσεις του, οι οποίες παρουσιάζουν την de facto αποτελεσματικότητα του βαπτίσματος, τη δεδομένη παροχή της χάρης από το μυστήριο1174.

Πράγματι, εάν δεν λαμβάνουν όλοι τη χάρη του Πνεύματος παρά μόνον οι βεβαιόπιστοι, τότε, εμμέσως πλην σαφώς, το μυστήριο του βαπτίσματος δεν έχει την καθολική αποτελεσματικότητα που του αποδίδεται και, στις περιπτώσεις των μη βεβαιοπίστων, αποτελεί απλώς και μόνον ένα συμβολισμό. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «λουτρό παλιγγενεσίας», ανεξάρτητα από τις ασκητικοπνευματικές προϋποθέσεις αυτού που το προσεγγίζει, ούτε θα μπορούσε να υποστηριχθεί με πειστικότητα ότι, ούτως ή άλλως, απαλλάσει από το προπατορικό αμάρτημα, εφόσον μια τέτοια απαλλαγή προϋποθέτει αδιαπραγμάτευτα τη συνειδητή και έμπρακτη δράση και επενέργεια του Πνεύματος. Στη δε περίπτωση του νηπιοβαπτισμού, κατά την οποία δεν είναι δυνατό να έχουμε βεβαιόπιστους «ἐν γνώσει τελείᾳ ἤ καί προκαθάρσει», δεν μπορεί να γίνει διόλου κατανοητή η θεολογική θέση της απαλλαγής του νηπίου από το προπατορικό αμάρτημα. Κατά την έννοια αυτή το βάπτισμά τους θα μπορούσε να θεωρηθεί και να χαρακτηριστεί άκυρο [ΞΕΧΑΣΘΗΚΕ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ]. Εν τούτοις, η σαφήνεια της εκφραστικής του αγίου οδήγησε πολλούς μελετητές στην αποδοχή της θέσης ότι το βάπτισμα δεν παρέχει, ούτως ή άλλως, τη χάρη του Πνεύματος στο νεοφώτιστο, αλλά εξαρτάται από τους ανθρωπογενείς παράγοντες της ασκητικοπνευματικής του κατάστασης1175.

Όμως, στον ίδιο 10ο Ηθικό Λόγο του, λίγες γραμμές παρακάτω, ο άγιος φαίνεται να υποστηρίζει τα εντελώς αντίθετα από το ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα, εφόσον θεωρεί ότι το βάπτισμα ελευθερώνει από την τυρρανίδα του διαβόλου και φωτίζει τον πιστό με το φως της παρουσίας του Πνεύματος: «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, φησί, διά τῆς πίστεως δηλονότι Θεόν αὐτόν καί οὐκ ἄνθρωπον μόνον ὁμολογήσαντες, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν διά τοῦ βαπτίσματος τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἐλευθερώσας αὐτούς, ὥστε μή μόνον εἶναι πιστούς, ἀλλ᾿ εἰ βούλοιντο πορεύεσθαι ταῖς αὐτοῦ ἐντολαῖς, καί τήν ἁγιότητα τῇ τῶν ἐντολῶν ἐργασίᾳ προσεπικτῶνται, ὡς ἐν ἑτέρῳ φησί·… Γέννησιν ἐνταῦθα τήν πνευματικήν καλεῖ ἀλλοίωσιν, ἥτις ἐνεργεῖται και καθορᾶται ἐν τῷ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βαπτισμῷ, καθώς αὐτός ὁ ἀψευδής Κύριος οὕτω φησίν· «Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Ἐν τούτῳ τοίνυν οἱ βαπτιζόμενοι ὡς ἐν φωτί φῶς γίνονται καί τόν γεγεννηκότα γνωρίζουσι· καί γάρ ὁρῶσιν αὐτόν»1176. Ο πειρασμός της υιοθέτησης προφανούς αντινομίας στη σκέψη του Συμεών– και μάλιστα σε ένα τόσο κρίσιμο θεολογικό ζήτημα– είναι προφανής, εάν δεν αναζητηθούν άλλες ερμηνευτικές μέθοδοι.

Για την πληρέστερη ερμηνεία του, ούτως ή άλλως, δυσερμήνευτου αυτού σημείου της συμεωνικής σκέψης θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: Καταρχήν, η συνάφεια του επίμαχου αποσπάσματος στο οποίο εμπεριέχεται η έκφραση «οὐχί πάντες οἱ βαπτιζόμενοι λαμβάνουσι διά τοῦ βαπτίσματος τόν Χριστόν, μόνοι δέ οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐν γνώσει τελείᾳ ἤ καί προκαθάρσει ἑαυτούς εὐτρεπίσαντες καί οὕτως ἐλθόντες ἐπί τό βάπτισμα» αναφέρεται στην αρχαία πρακτική της ξεχωριστής τέλεσης των δύο μυστηρίων, του βαπτίσματος, δηλαδή, και του χρίσματος. Παρά το γεγονός ότι το μυστήριο του χρίσματος ακολουθούσε πάντοτε αμέσως εκείνο του βαπτίσματος, όπως τεκμαίρεται τόσο από τις αρχαίες πατερικές μαρτυρίες, όσο και από τις νεώτερες θεολογικές επισημάνσεις1177, η καινοδιαθηκική διήγηση, στην οποία ο Συμεών παραπέμπει, μαρτυρεί τη διακριτότητα των δύο μυστηρίων. Και η διάκριση αυτή αποτελεί το κύριο επιχείρημα του αγίου στο επίμαχο απόσπασμα. Εάν τα δώρα της αγιοπνευματικής χάρης, υπονοεί ο Συμεών, δίδονται από το μυστήριο του χρίσματος, ενίοτε σε χρονική απόσταση από αυτό του βαπτίσματος, τότε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το βάπτισμα καθαυτό, παρά το γεγονός ότι εξαλείφει –ούτως ή άλλως– το προπατορικό αμάρτημα, απαιτεί μια ξεχωριστή (και κατά τούτο συνειδητή) μυστηριακή πράξη μετάδοσης των χαρισμάτων του Πνεύματος, για την ολοκλήρωσή του. Άλλωστε, προκειμένου περί της αρχαίας βαπτισματικής πρακτικής, στην οποία αναφέρεται στο απόσπασμα αυτό ο Συμεών, «η προκάθαρση» και ο «εὐτρεπισμός» αποτελούσαν τη στοχοθεσία της περιόδου της Κατήχησης και συνιστούσαν το εχέγγυο της συνειδητής προσέλευσης στο βάπτισμα.[ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΑΠΕΣΤΕΙΛΑΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝ ΤΟ ΠΝΕΎΜΑ ΤΌ ΑΓΙΟ;]

Κατά συνέπεια, αν δεν θέλουμε να δεχθούμε αντιφάσεις και σύγχυση στη σκέψη του Νέου Θεολόγου, οφείλουμε να αποδώσουμε σχετική, ιστορική σημασία στο επίμαχο απόσπασμα, αναγνωρίζοντας την πρόθεση του Θεολόγου πατέρα να καταδείξει την ανάγκη της παρουσίας του Πνεύματος στο βάπτισμα και της συνειδητής οικείωσης των χαρισμάτων Του1178. [ΑΣ ΤΟΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΟΥΜΕ ΦΙΛΕ. ΜΟΝΟ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΑΘΗΤΗ].

Ο αγιοπνευματικός αυτός βαπτισμός («ἐν τῷ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βαπτισμῷ»), αποτελεί αξεχώριστη και αδιαπραγμάτευτη συνιστώσα του μυστηρίου του βαπτίσματος, κατά την αψευδή δήλωση του ίδιου του Κυρίου: «Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ»1179. [ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΑ, ΑΦΟΥ ΕΥΘΕΙΑΣ ΠΟΙΗΣΑΜΕ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΔΕΧΘΟΥΝ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ]. Και στις περιπτώσεις που είτε δεν έχουμε συνείδηση του γεγονότος, λόγω του νηπιοβαπτισμού, είτε έχουμε αμαύρωση της χάρης του βαπτίσματος, λόγω της αμαρτίας, αναζητούμε το ισοδύναμο της μετάνοιας για την αναπλήρωσή του. Κατά την έννοια αυτή, το βάπτισμα της μετανοίας ταυτίζεται με το βάπτισμα του Πνεύματος, τόσο στη σκέψη όσο και στην εκφραστική του αγίου Συμεών.[Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΦΙΛΕ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ. ΑΣ ΜΗΝ ΤΗΝ ΣΥΓΧΕΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ]

Η μετάνοια, όπως αυτή εκφράζεται έμπρακτα μέσα από την τήρηση των εντολών, το πένθος και τα δάκρυα, συνιστά το δεύτερο βάπτισμα του Πνεύματος. Το βάπτισμα της μετανοίας είναι το σωτήριο φάρμακο για κάθε χριστιανό, ο οποίος, περίπου νομοτελειακά, εξαιτίας της ανθρώπινης αδυναμίας και τρεπτότητας, θα απωλέσει τη βαπτισματική χάρη, με αποτέλεσμα να εκπέσει «πάντων ἐκείνων τῶν ἐκ Θεοῦ διά τοῦ βαπτίσματος δοθέντων ἡμῖν ἀγαθῶν». Αυτή η απώλεια και πτώση ισοδυναμεί με απέκδυση του Χριστού, τον Οποίο ενδυθήκαμε στο βάπτισμα και ουσιαστικά μας απομονώνει και μας χωρίζει από την Εκκλησία, της Οποίας ο Κύριος είναι η κεφαλή. Κατά συνέπεια στερούμεθα του αγιασμού και της υιοθεσίας. Δηλαδή στερούμεθα των χαρισμάτων εκείνων που συνιστούν το αποτέλεσμα;;; του βαπτίσματος. Έτσι, «εἰ μή διά τῆς μετανοίας ἡ ἀνάκλησις ἡμῖν ἀπεδίδοτο, οὐδείς ἄν ἐσώθη ποτέ»1180.

Κριτήριο της αποτελεσματικότητας του βαπτίσματος για το Νέο Θεολόγο, αποτελεί και πάλι «τό συνειδός» του κάθε χριστιανού, ο έλεγχος του οποίου πρέπει να συνιστά καθημερινή του φροντίδα και οδοδείκτη της πνευματικής του πορείας1181. Στο πλαίσιο του ελέγχου για την πιστοποίηση ή μη της αποτελεσματικότητας της βαπτισματικής χάρης εντάσσει ο άγιος Συμεών την μετάνοια, το πένθος και τα δάκρυα, τα οποία αναβαπτίζουν τον πιστό, στο δεύτερο βάπτισμα του Πνεύματος: «Καί τότε αἴφνης ἀναβλέπων ὁ ἄνθρωπος καί θεωρῶν τήν φύσιν τῶν ὄντων[ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ], ὡς οὔποτε αὐτήν ἐθεάσατο, ἐκπλήττεται καί ἀνωδύνως αὐτόματα προχέει τά δάκρυα, δι᾿ ὧν καθαίρεται καί βαπτίζεται τό δεύτερον βάπτισμα, βάπτισμα ἐκεῖνο, ὅ λέγει διά τῶν εὐαγγελίων ὁ Κύριος «Ἐάν μή τις γεννηθῇ δι᾿ ὕδατος καί πνεύματος, οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Καί πάλιν «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν», ἄνωθεν δέ εἰπών, τήν ἐκ τοῦ πνεύματος ᾐνίξατο γέννησιν»1182. Με την έννοια αυτή τα δάκρυα της μετανοίας είναι ακατάπαυστα, όπως ακατάπαυστος παραμένει ο κίνδυνος της πτώσης στην αμαρτία. Όμως ταυτόχρονα με τα δάκρυα της μετανοίας, ό άγιος Συμεών πιστοποιεί και περιγράφει την εμπειρία ενός άλλου είδους δακρύων, των ανώδυνων δακρύων της θεωρίας, τα οποία θα έχουν ως τέρμα τους τη Βασιλεία1183.

Η εμπειρία της πραγματικότητας αυτής παραμένει για το Νέο Θεολόγο τόσο καταλυτική, που θα του επιτρέψει την πρόσκληση σε διαρκή και ακατάπαυστα δάκρυα της μετανοίας: «Ἀλλ᾿, ὦ πατέρες, φθάσατε, πρίν ἤ τό τέλος φθάσει,/ καί σύν ἐμοί θρηνήσατε καί κλαύσατε οἱ πάντες,/ὅτι ἐν τῷ βαπτίσματι μικροί Θεόν λαβόντες,/μᾶλλον δέ υἱοί Θεοῦ νήπιοι γεγονότες,/ἔξω οἱ ἁμαρτήσαντες ἐβλήθημεν εὐθέως/ἀπό τοῦ οἴκου τοῦ Δαυίδ καί τοῦτο ἀναισθήτως/πεπόνθαμεν, καί δράμωμεν διά τῆς μετανοίας!»[ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΙΚΟΥ ΟΡΟΥ ΑΝΑΙΣΘΗΤΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ]1184. Το ανωτέρω απόσπασμα συνιστά ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά σημεία της οντολογικής και μυστηριοκεντρικής κατανόησης του μυστηρίου της μετανοίας και των δακρύων.[ΟΠΩΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΜΠΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΜΑΤΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΒΙΩΜΑ]. Για τον Θεολόγο πατέρα, η μετάνοια και τα δάκρυα, μακρυά από το να θεωρούνται ως ευσεβής ναρκισισμός, δεν κατανοούνται στο πλαίσιο της ατομικής ενοχής, ως αποτέλεσμα μιας, ατομικής και πάλι, παράβασης δεδομένων θείων παραγγελιών. Θεραπεύουν την αποκοπή από το Κυριακό σώμα, ως συνέπεια της αμαύρωσης της βαπτισματικής χάρης, και κατανοούνται ως το μυστήριο της επανενεργοποίησής της. Με την έννοια αυτή το μυστήριο των δακρύων και της μετανοίας συνιστά δεύτερο βάπτισμα, ως έμπρακτη αξιοποίηση της αμαυρωμένης– και κατά τούτο ανενεργούς –χάρης του βαπτίσματος, ως συνειδητή πια οικείωση του Πνεύματος, ως ενεργητικός εγκεντρισμός στο σώμα της Εκκλησίας.

Στο πλαίσιο αυτό είναι αξιοσημείωτη η θέση των μελετητών ότι, το περιβόητο και εύκολα παρεξηγήσιμο δεύτερο βάπτισμα της μετανοίας και των δακρύων, δεν αποτελεί πρωτοτυπία ή ιδιαιτερότητα της θεολογικής σκέψης του αγίου μας, αλλά συνιστά κοινό τόπο σε πολλούς των πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων1185. Από τον Κλήμεντα, τον Ωριγένη και την παράδοση της σχολής της Αλεξάνδρειας1186, τον Ευάγριο1187, μέχρι και τους μεγάλους Καππαδόκες, τον Μακάριο τον Αιγύπτιο1188, τον Ισαάκ τον Σύρο και τον Ιωάννη της Κλίμακος, η θεολογική θέση για την αναγεννητική αξία της μετάνοιας, των δακρύων και του πυρός του Πνεύματος, περιγράφεται ως ένα δεύτερο βάπτισμα, ως μια συνειδητή, αυτή τη φορά, επανεκκίνηση της πνευματικής ζωής και επανεύρεση της απωλεσθείσας βαπτισματικής χάρης. Ιδιαίτερα ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος όχι μόνο θα ονομάσει τη μετάνοια δεύτερο βάπτισμα, αλλά και θα τη χαρακτηρίσει παράτολμα;;; ως βάπτισμα ανώτερο από το πρώτο1189.

Αναφορικά προς τους Καππαδόκες, πέρα από τη γνωστή θέση του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού περί των πέντε βαπτισμάτων, ένα εκ των οποίων είναι και το βάπτισμα των δακρύων1190, ουσιώδη σημασία για το ζήτημα που εξετάζεται έχουν και οι απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Προσπαθώντας να παροτρύνει στο βάπτισμα τους βραδύνοντας, ο επίσκοπος Νύσσης, δεν τους υπόσχεται μια μαγική ή μηχανική εξάλειψη των αμαρτημάτων, αλλά συμπλέκοντας το της παλιγγενεσίας λουτρό με την ασκητική των δακρύων, εγγυάται μεν τη θεραπεία δια του λουτρού του βαπτίσματος, αξεδιάλυτα, όμως, ενωμένη με τα δάκρυα, τα οποία ενεργούν βαθύτερα εξαλείφοντας και την αιτία της νόσου1191.

Η προηγούμενη παράθεση των πατερικών θέσεων περί της κατανοήσεως της μετάνοιας και των δακρύων ως προϋπόθεση, αλλά και προέκταση του μυστηρίου του βαπτίσματος –ενίοτε και ως δεύτερο βάπτισμα –δεν αποσκοπεί σε μια απολογητική για την κατοχύρωση ανάλογων απόψεων του Νέου Θεολόγου, που παρατέθηκαν και αναλύθηκαν ανωτέρω. Επιχειρεί απλώς να καταδείξει τη διαχρονία της πνευματικής εμπειρίας –και ως εκ τούτου και της θεολογικής θέσεως– ότι η αποτελεσματικότητα του μυστηρίου του βαπτίσματος, ενώ θεωρείται δεδομένη, δεν κατανοείται μηχανικά ή μαγικά, αλλά συνδέεται προϋποθετικά με τη μετάνοια και την ασκητική προσπάθεια. Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αμαύρωσης της βαπτισματικής χάρης από την αμαρτία, περιπτώσεις περίπου δεδομένες στην πνευματική πορεία των πιστών λόγω του ευόλισθου της ανθρωπίνης φύσεως, η μετάνοια και τα δάκρυα κατανοούνται ως το δεύτερο βάπτισμα του Πνεύματος1192, ως η επανεκκίνηση, δηλαδή, της ανενεργού βαπτισματικής χάρης.

Η τεράστια σημασία που αποδίδει ο άγιος Συμεών στην «δευτέρα κάθαρσιν», τον οδηγεί, κάποιες φορές, σε παρεξηγήσιμες υπερβολές της θεολογικής του εκφραστικής. Έτσι, σε απόσπασμα του έργου του, ο Θεολόγος πατέρας θα αναφερθεί στο βάπτισμα του ύδατος χαρακτηρίζοντάς το τύπο του δευτέρου βαπτίσματος. Συγκεκριμένα, στα πρακτικά και θεολογικά του Κεφάλαια, στο τριακοστό έκτο Κεφάλαιο, γράφει χαρακτηριστικά: «Τό πρότερον βάπτισμα ἔχει τό ὕδωρ προϋπογράφον τά δάκρυα, ἔχει τό μύρον τοῦ χρίσματος προσημαῖνον τό νοητόν μύρον τοῦ Πνεύματος. Τό δέ δεύτερον οὐκέτι τύπος τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ αὐτή ἐστιν ἡ ἀλήθεια»1193. Το απόσπασμα αυτό αντιπροσωπεύει, όντως, μια χαρακτηριστική περίπτωση υπερβολής της θεολογικής εκφραστικής του αγίου, εις τρόπον ώστε να θεωρηθεί από τον Darrouzès, ως το σημείο, στο οποίο μπορούμε να ανιχνεύσουμε στον Συμεών, μια «αμφισβητήσιμη ορθοδοξία»1194.[ΕΛΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ ΦΙΛΕ ΜΕ ΤΑ CAROUSEL ΣΟΥ]

Αυτή όμως η, ενδεχόμενη, φραστική υπερβολή δεν εξαντλείται στην ορολογία του αγίου Συμεών, αλλά, όπως έχει ήδη επισημανθεί1195, ανιχνεύεται –έμμεσα ή άμεσα– σε ικανό αριθμό πατέρων. Έχει ήδη αναφερθεί το απόσπασμα του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, στο οποίο το βάπτισμα των δακρύων χαρακτηρίζεται ανώτερο από το πρώτο βάπτισμα του ύδατος1196. Στην ίδια γραμμή σκέψης και ο Μ. Βασίλειος, στο περίφημο έργο του Περί Αγίου Πνεύματος, θα χαρακτηρίσει ξεκάθαρα το βάπτισμα τύπο – προτύπωση πολλών πνευματικών αληθειών όπως: της απόθεσης των έργων της σαρκός, του θανάτου του κοσμικού φρονήματος, αλλά και της εκ νεκρών αναστάσεως κ.α., οι οποίες αναμένεται, δια της χάρης του βαπτίσματος και της ασκητικής προσπάθειας, να πραγματοποιηθούν από τον πιστό1197.

Αναμφίβολα, η παραπάνω πλαισίωση της εκφραστικής αυτής του Συμεών με ανάλογη προγενεστέρων του θεολόγων της πατερικής παράδοσης, δε συνιστά και εκθεολόγησή της. Το πρόβλημα παραμένει ανοιχτό. Πώς θα μπορούσε να κατανοηθεί το βάπτισμα ως τύπος και προτύπωση του δευτέρου βαπτίσματος της μετανοίας και των δακρύων, χωρίς να υποβιβαστεί σε μία συμβολική και άνευ θεολογικής σημασίας και αγιαστικής δυνάμεως πρακτική; [ΜΕ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ ΤΖΑΜΠΑ]Ποια η διαλεκτική σχέση μεταξύ τύπου και αληθείας στη σκέψη του Συμεών και κατά πόσον ο τύπος μετέχει της αληθείας αυτής;

Στην προσπάθεια για την εκθεολόγηση της διαλεκτικής τύπου και ουσίας μεταξύ του βαπτίσματος του ύδατος και των δακρύων στη σκέψη του Νέου Θεολόγου, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: Από την προηγουμένη ανάλυση του κεφαλαίου αυτού έγινε αρκούντως σαφές ότι το μυστήριο του βαπτίσματος εξαλείφει το προπατορικό αμάρτημα και τα λοιπά αμαρτήματα [ΜΟΝΟ ΤΑ ΛΟΙΠΑ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΗΤΑ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ. Η ΕΚΡΙΖΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ ΣΑΣ] και εξοπλίζει τον χριστιανό με τη δύναμη της αγιοπνευματικής χάρης, προκειμένου να διεξέλθει τον πνευματικό του αγώνα. Η θέση αυτή παραμένει έντονη και στο συγκεκριμένο έργο των πρακτικών και θεολογικών Κεφαλαίων, όπου εντοπίζεται και το συγκεκριμένο, υπό ερμηνείαν, απόσπασμα. Μάλιστα, λίγα Κεφάλαια παρακάτω –και συγκεκριμένα στο Κεφάλαιο με΄ -ο άγιος πατέρας θα εκφράσει με κάθε σαφήνεια τη θέση αυτή: «Ἀπό μέν τοῦ θείου βαπτίσματος τήν τῶν ἡμαρτημένων λαμβάνομεν ἄφεσιν καί τῆς πρώην κατάρας ἐλευθερούμεθα καί τῇ παρουσίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιαζόμεθα, τήν δέ τελείαν χάριν κατά τό˙ «Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω», οὐ τότε˙ τοῦτο γάρ τῶν βεβαιοπίστων καί ἐκ τῶν ἔργων ταύτην ἐπιδεικνύντων ἐστί. Μετά γάρ τό βαπτισθῆναι ἡμᾶς πρός πονηράς καί αἰσχράς πράξεις ἐκκλίνοντες καί αὐτόν τόν ἁγιασμόν εἰς ἅπαν ἀποβαλλόμεθα, μετανοίᾳ δέ καί ἐξομολογήσει καί δάκρυσι κατά ἀναλογίαν τήν ἄφεσιν πρότερον τῶν ἡμαρτημένων λαμβάνομεν καί οὕτω τόν ἁγιασμόν μετά τῆς ἄνωθεν χάριτος»1198. Για τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο ο νεοφώτιστος δεν είναι ο «ιδιώτης» της νεώτερης θεολογικής ερμηνευτικής «μη εισελθών ακόμη εις την κατάστασιν του φωτισμού, δηλαδή εις το βάπτισμα του Πνεύματος, και ως εκ τούτου ουχί ακόμη μέλος του σώματος του Χριστού και του βασιλείου ιερατεύματος. Δια τούτο και λέγεται ιδιώτης, αφού ιδιωτεύει»1199. Μια τέτοια αντίληψη αποτελεί, όντως, «περίεργη αχρήστευση του βαπτίσματος»1200, αφού κατανοεί διαλεκτικά, δηλαδή διαζευκτικά, το πρώτο και το δεύτερο βάπτισμα, στη σκέψη του αγίου Συμεών1201.[ΜΕΓΑΛΟ ΑΓΚΑΘΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Ο ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΜΕΝΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΩΚΕΤΑΙ ΧΑΡΙΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ ΑΣ ΘΗΜΗΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙ ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΤΟΥ].

Για το Θεολόγο πατέρα –σύμφωνα με τη διήκουσα ερμηνευτική του παρόντος κεφαλαίου –η σχέση μεταξύ πρώτου και δευτέρου βαπτίσματος δεν είναι διαλεκτική ή διαζευκτική, αλλά σχέση αλληλοσυμπλήρωσης και δυναμικής αξιοποίησης του βαπτίσματος, με μοναδικό στόχο την επίτευξη της θέωσης. Αφορμώντας από όσα παρατηρεί ο Fraigneau –Julien1202, αν ο προπτωτικός Αδάμ είναι ο τύπος του σαρκωθέντος Κυρίου και εάν ο βαπτισθείς πιστός ανέρχεται στην προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, η ίδια αδυναμία που κατέστησε αναγκαία τη σάρκωση, δηλαδή η αμαρτία, καθιστά αναγκαίο και το δεύτερο βάπτισμα της μετάνοιας και των δακρύων, καθιστώντας το πρώτο βάπτισμα τύπο του δευτέρου, με την έννοια της δυναμικής επανενεργοποίησης και ολοκλήρωσής του.

Στο πλαίσιο αυτό κατανοείται και η απαίτηση του αγίου Συμεών για ενσυνείδητη κατοχή της (βαπτισματικής) χάρης: όχι, δηλαδή, ως πρόσθεση μιας αγιοπνευματικής και θεοποιού εμπειρίας, που δεν έχει και δεν παρέχει το βάπτισμα, αλλά ως η διαρκής ετοιμότητα του πιστού για την αξιοποίηση της βαπτισματικής χάρης στην προσπάθεια επίτευξης της θεώσεως. [Ο ησυχασμός λοιπόν δεν δίνει κάτι παραπάνω, το ζητούμενο. Όπως ακριβώς το τετελεσται σήμανε την απελευθέρωση του ανθρώπου από την δουλεία και την δυνατότητά του να φάει να πιει να ευφρανθεί σαν αγιος, στην καθημερινότητά του]. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο περιλαμβάνεται και η αναγκαιότητα της ασκητικής, όπως την κατανοεί και την εκθεολογεί ο Νέος Θεολόγος. Ως αναγκαία, δηλαδή, προϋπόθεση για την ενεργή παρουσία της χάρης του Πνεύματος στον πιστό. Μιας χάρης που δόθηκε άπαξ. στο βάπτισμα. Με την έννοια αυτή, όλη η ασκητική της μετάνοιας και των δακρύων, δεν αναζητά μια «δεύτερη» χάρη, ούτε επικαλείται μια «ανώτερη» αγιοπνευματική εμπειρία, διαφορετική από αυτή που παρέχεται στο μυστήριο του βαπτίσματος. Αποσκοπεί μόνον στο να θέσει σε λειτουργία τα ήδη υπάρχοντα, αλλά ανενεργή, χαρίσματα του βαπτίσματος1203. [ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΚΕΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΧΑΡΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ, ΑΛΛΑ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΕΙ ΕΝΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ]

Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, στοιχώντας προς το ερμηνευτικό αξίωμα της μη υιοθέτησης αντιφάσεων στη σκέψη του αγίου, ο μόνος τρόπος εκθεολόγησης της απόψης ότι το βάπτισμα αποτελεί τύπο του δευτέρου βαπτίσματος της μετάνοιας και των δακρύων, απομένει να κατανοηθεί ως η διαρκής επανενεργποίηση της αμαυρωθείσης χάρης του πρώτου βαπτίσματος και η δυναμική ολοκλήρωσή του.[ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΟΙΠΟΝ,ΑΡΚΟΥΝ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ. ΟΛΕΣ ΟΙ ΣΥΚΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΦΟΡΕΣ, ΟΠΩΣ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ]  Θεωρώντας ο άγιος αναπόφευκτη την αμαύρωση αυτή, λόγω του ευόλισθου [ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΣΑΝ ΑΝΤΙΟΛΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΛΥΣΣΙΔΕΣ. ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ] της ανθρωπίνης φύσεως, ιδιαιτέρως στην περίπτωση του νηπιοβαπτισμού όπου η βαπτισματική χάρη παραμένει ασυνείδητη, θεωρεί και τη χάρη του βαπτίσματος ανενεργή. Χωρίς τη μεταβολή του νου, τη μετάνοια, την οποία αντιλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό ως το δεύτερο βάπτισμα του Πνεύματος, ο πιστός αδυνατεί να περάσει από τον τύπο στην ουσία, στο μέτρο που αδυνατεί να πιστοποιήσει, εμπειρικά και έμπρακτα, τη μεταμορφωτική και θεοποιό χάρη του βαπτίσματος.

Συνοψίζοντας την περί του βαπτίσματος ενότητα οφείλουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αποδέχεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, την αξία και την αποτελεσματικότητα του βαπτίσματος. Η βαπτισματική χάρη του Πνεύματος παρέχεται αφειδώλευτα σε κάθε νεοφώτιστο, ακόμα και στα νήπια, και συνιστά τη μοναδική μεταμορφωτική και θεοποιό χάρη την οποία λαμβάνει ο χριστιανός. Για τον άγιο Συμεών όχι μόνον δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση εκτός του βαπτίσματος για την είσοδο ενός νέου μέλους στην Εκκλησία, αλλά και δεν υπάρχει καμία άλλη χάρη εκτός από εκείνην που παραχωρείται στο άγιο βάπτισμα.[ΚΑΙ Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ]. Ο Νέος Θεολόγος δεν εισηγείται, σε καμία περίπτωση, μια ανώτερη «τάξη» πιστών (μεσσαλιανικού τύπου), η οποία θα αποτελούσε το αποτέλεσμα της εμπειρίας της θεωρίας, ως καρπού μιας χωριστής από τα μυστήρια ασκητικής. Η απαίτηση από τον άγιο για ενσυνείδητη κατοχή της βαπτισματικής χάρης, αντανακλά την πεποίθησή του για την έμπρακτα μεταμορφωτική και θεοποιό λειτουργία της τελευταίας, ταυτόχρονα με την πιστοποίηση ενός είδους «απενεργοποίησής» της, εξαιτίας της μεταβαπτισματικής αμαρτίας. Στο πλαίσιο αυτό, στοιχώντας προς την προγενέστερή του πατερική παράδοση εισηγείται το μυστήριο της μετανοίας και των δακρύων, ως το δεύτερο βάπτισμα του Πνεύματος, ως την επανενεργοποίηση της χάρης του βαπτίσματος. Μπορούμε να παρατηρήσουμε –σε συμφωνία με την άποψη που εκφράζει και ο Hatzopoulos1204 –ότι η διδασκαλία του αγίου Συμεών για το βάπτισμα συνίσταται σε μια αναβάθμιση, από το εξωτερικό τελετουργικό στην αληθή πνευματική ζωή, στη ζωή εν Πνεύματι και όχι σε μια αντικατάσταση του ενός από το άλλο.

Σημειώσεις

1156 Ιδιαίτερη, όχι με την έννοια της καινοφανούς και αμάρτυρης στην πατερική θεολογία άποψης, αλλά με την έννοια της μεγάλης βαρύτητας και της κεντρικής θέσης που αυτή κατέχει στη θεολογία του αγίου Συμεώνος. Καθώς παρατηρεί και ο HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 152, το πρόβλημα δε βρίσκεται στην, δήθεν, υποτίμηση του βαπτίσματος ή στη μη αναγνώριση σ’ αυτό της ύπαρξης της θεοποιού χάρης. Αυτό, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο στον Συμεών και αποτελεί ένα από τα πλέον διακριτικά του γνωρίσματα σε σχέση με τους Μεσσαλιανούς. Η παρεξήγηση των ερμηνευτών βρίσκεται στον υπερτονισμό ή την προτεραιότητα, κατ’ άλλους, της μετάνοιας και των δακρύων, έναντι του μυστηρίου του βαπτίσματος. Ο Hatzopoulos θεωρεί απολύτως φυσικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μυστικούς και ασκητικούς συγγραφείς. Χωρίς να διαφωνούμε με την άποψη αυτή θεωρούμε –και θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε στη συνέχεια –πως, παρά τις πιθανές φραστικές υπερβολές, δεν τίθεται θέμα προτεραιότητας. Ο άγιος Συμεών θεωρεί το μυστήριο του βαπτίσματος σε αναγκαία συνέχεια και αμοιβαία αλληλεπίδραση μ’ αυτό που αποκαλούμε βάπτισμα της μετανοίας και των δακρύων.

1157 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 7ος, SC 129, 1-23.

1158 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος II, SC 96, 139-154: «Ζητήσωμεν τοιγαροῦν τόν Χριστόν, ὅν διά τοῦ θείου βαπτίσματος ἐνδυθέντες, διά τῶν πονηρῶν ἐξεδύθημεν πράξεων, ἐπειδή ἀναισθήτως ἁγιασθέντες ἔτι νήπιοι ὄντες καί ταῖς φρεσί καί τῇ ἡλικίᾳ, ἑαυτούς ἐμολύναμεν ἐν νεότητι, ἵνα μή λέγω ὅτι καθ᾿ ἑκάστην τῇ τῶν ἐντολῶν παραβάσει μολύνομεν τάς ψυχάς ἡμῶν καί τά σώματα. Διά τοῦτο οὖν πάλιν ἑαυτούς διά τῆς σωτηρίου μετανοίας ἀνακαλεσώμεθα, πάντα ποιοῦντες καί πράττοντες ὅσα Χριστῷ ὑπάρχει εὐάρεστα, ἵνα καί παρ᾿ αὐτοῦ σφραγισθέντες τοῦ λοιποῦ ἄφοβοι βιωσώμεθα· οὐ μόνον δέ ἀλλά καί ἐκ χειρός αὐτοῦ λάβωμεν ἔλεος καί ἄξιοι γενέσθαι ἀξιωθῶμεν τῆς γνώσεως τῶν μυστηρίων Χριστοῦ, γνώσεως δέ λέγω οὐ τῆς ἐν λόγῳ μόνῳ καί ἀκοῇ παραδιδομένης, ἀλλά τῆς ἔργῳ καί πράξει θεωρουμένης». Την ανανέωση της βαπτισματικής χάρης θα χαρακτηρίσει ο Alfeyev ως δεύτερο βάπτισμα: «Consequently, repentance is needed, by means of which man “recovers that divine dignity which he has lost through his sinful life”. This leads Symeon to his concept of the “second Baptism”, which is thw renewal of baptismal grace in those who have lost it». Βλ. ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 203-204.

1159 Scala Paradisi, Λόγος V, PG 88, 764B: «Μετάνοιά εστιν ανάκλησις βαπτίσματος. Μετάνοια, εστί συνθήκη προς Θεόν δευτέρου βίου. Μετάνοια εστι ταπεινώσεως αγοραστής». Ολόκληρος ο πέμπτος λόγος περί μετανοίας του οσίου Ιωάννου, στον οποίο γενικά αναφέρεται ο άγιος Συμεών καταλαμβάνει τις στήλες: 764Β-781Α, της Ελληνικής Πατρολογίας.

1160 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX, SC 113, 129-142.

1161 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX II, SC 113, 59-62. Αντίθετη άποψη φαίνεται να έχει ο Maloney, ο οποίος αναφέρει πως ο Συμεών δεν αρνείται φανερά το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως οι Μεσσαλιανοί: «Thus Symeon does not deny the efficacy of Baptism as the Messalian heretics professed, but…» (σελ. 56)sic. Για τον εν λόγω μελετητή, όπως ήδη έχει επισημανθεί, τα δύο βαπτίσματα δεν κατανοούνται σε συνέχεια και αλληλοσυμπλήρωση, αλλά ιεραρχούνται και διακρίνονται. Παρόλα, όμως, αυτά, θα συμφωνήσει και ο Maloney ότι, αν κανείς δεχθεί το βάπτισμα ενήλικας και κατόπιν κατάλληλης προετοιμασίας, θα μπορούσαν να συμπέσουν το μυστήριο του βαπτίσματος με το βάπτισμα της μετανοίας και των δακρύων. Πρβλ. MALONEY G., The mystic of fire and light. St. Symeon the New Theologian, Denville, New Jersey, 1975, σσ. 56-57.

1162 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXX II, SC 113, 66-72.

1163 Η κριτική στο νηπιοβαπτισμό, μακρυά από το να αποτελεί αμφισβήτηση της εγγυρότητας του μυστηρίου, της εξάλειψης του προπατορικού αμαρτήματος και της παροχής από αυτό της χάρης του Πνεύματος, συναντάται και στη σύγχρονη εκθεολόγηση της εν λόγω εκκλησιαστικής πρακτικής. Ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας με την έντονη –αν όχι καθολική– εκκοσμίκευσή της και τις «ευαισθησίες» της σχετικά με την έκφραση της ελεύθερης βούλησης κάθε ανθρώπου. Μια τέτοια περιεκτική και σύγχρονη εκθεολόγηση του νηπιοβαπτισμού μεταγράφουμε από τη μελέτη του ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΥ Σ., Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Στάδια πνευματικών μεθηλικιώσεων κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 51-52: «Ότι ο νηπιοβαπτισμός ευνοεί τη συμβατικοποίηση της ιδιότητας του χριστιανού, παρά τα πλεονεκτήματά του, δεν μπορεί να παραθεωρείται, ιδιαίτερα μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας, όπου η Εκκλησία δεν επηρεάζει την κοινωνική ζωή, όπως παλαιότερα, και όπου ο ρόλος των αναδόχων είναι εξασθενημένος. Σήμερα το πρόβλημα είναι οξύτατο, γιατί δεν λειτουργούν οι αρχές της πρώτης Εκκλησίας, όπου τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας, ως ανάδοχοι, εγγυούνταν για τις σοβαρές προθέσεις του ενήλικα υποψηφίου και για το γνήσιο χαρακτήρα της μεταστροφής του. Αν υπολογίσουμε και το νόημα της προετοιμασίας που βιώνονταν από τους κατηχουμένους… σήμερα η επικράτηση του νηπιοβαπτισμού και ο τρόπος που λειτουργεί φαίνεται ότι έχει μεταβάλει σε άσχετους αναχρονισμούς μερικές από τις προπαρασκευαστικές τελετές». Τις ίδιες απόψεις θα εκφράσει, μερικά χρόνια νωρίτερα και ο καθηγητής ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ Γ., Χριστιανική ηθική, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 200-201: «Στο σημείο αυτό δεν μπορεί βέβαια να αγνοηθεί και το πρόβλημα του νηπιοβαπτισμού, που παρά τα πλεονεκτήματά του ευνοεί οπωσδήποτε και τη συμβατικοποίηση της ιδιότητας του χριστιανού. Το πρόβλημα αυτό γίνεται οξύτερο με την επιπόλαια τοποθέτηση των αναδόχων απέναντι στη σοβαρότητα της ευθύνης που αναλαμβάνουν με την ιδιότητά τους και στις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν. Έτσι θριαμβεύει το καθεστώς των κατά συνθήκη Χριστιανών, που ζουν χωρίς πραγματική σχέση ή ακόμα και με αντίθεση προς την πίστη τους».

1164 Βλ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, LV, SC 196, 28-35: «Οἱ γάρ τό βάπτισμα τό σόν λαβόντες ἐκ νηπίων/καί ἀναξίως ζήσαντες τούτου κατά τόν βίον/ἕξουσι τό κατάκριμα πλεῖον τῶν ἀβαπτίστων,/ὡς εἶπας, ἐνυβρίσαντες στολήν σου τήν ἁγίαν˙/καί τοῦτο, Σῶτερ, βέβαιον καί ἀληθές γινώσκων,/δέδωκας τήν μετάνοιαν εἰς κάθαρσιν δευτέραν/καί ὁρον ταύτης τέθηκας τοῦ Πνεύματος τήν χάριν,/ἥνπερ ἐν τῷ βαπτίσματι ἐλάβομεν τό πρῶτον˙…»

1165 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, LV, SC 196, 38-47.

1166 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, LV, SC 196, 61-70: «Οἱ οὖν ἐν ἀμπελῶνί σου εἴτ᾿ οὖν ἐν παραδείσῳ/διά βαπτίσματος τοῦ σοῦ ἀνακληθέντες ἅμα/καί ὅλως ἀναμάρτητοι ἤ καί ἁγιασμένοι/εἰσελθόντες, ἐγένοντο ὥσπερ Ἀδάμ ὁ πρῶτος˙/εἶτα προσαμελήσαντες τοσαύτης σωτηρίας/καί τηλικαύτης σου, Χριστέ, ἀφάτου προμηθείας/χείρονα ὑπέρ τόν Ἀδάμ ἔργα πεποιηκότες,/καταφρονήσαντες ὁμοῦ καί σῆς φιλανθρωπίας,/μή ἔργον λογισάμενοι φρικτῆς οἰκονομίαςτό λουτρόν τοῦ βαπτίσματος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

1167 Βλ. τα οικεία σημεία της παραγράφου με τίτλο: «Βίος και πολιτεία του εν αγίοις πατρός ημών Συμεών του Νέου Θεολόγου», στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας.

1168 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, LV, SC 196, 78-85.

1169 Δεν έχει μεγάλη απόκλιση από τα παραπάνω η εξήγηση, η οποία ανευρίσκεται στα κείμενα και προτείνεται από τον FRAIGNEAU –JULIEN B., Les sens spirituels et la vision de Dieu selon Syméon le Nouveau Théologien, Paris 1985, σελ 131, ότι το βάπτισμα εξαλείφει το προπατορικό αμάρτημα των νηπίων και το προπατορικό αμάρτημα μαζί με τα υπόλοιπα αμαρτήματα των ενηλίκων, αμαρτήματα που διεπράχθησαν, μέχρι τη στιγμή της τέλεσής του. Η εξάλειψη αυτή του προπατορικού αμαρτήματος απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και τον επαναφέρει στην προπτωτική του κατάσταση. Πρβλ. Ηθ. 1, Κεφ. 2. 22/ Υμν. 53, 160-164 και 230-232 κ.α.. Άλλωστε, οι ανωτέρω παρατηρήσεις, συνιστούν κοινά αποδεκτούς τόπους για τους χριστιανούς. Προϋποθέτουν ή συνεπάγονται, όμως, αφενός την de facto υπάρξη της χάρης στο μυστήριο του βαπτίσματος, αφετέτου την αδήριτη αναγκαιότητα της διατήρησης ή και της επανενεργοποίησής της, δια του μυστηρίου της μετανοίας και των δακρύων. Πρβλ. και KRIVOCHEINE B., Catéchèses, I, SC 96, σελ. 391, σημ. 3 και 395, σημ. 1. Ο Krivochéine, μάλιστα, παρατηρεί ότι, παρόλη την αρχαία παράδοση που συναντούμε, ήδη, στον Ειρηναίο, πως ο Αδάμ μετανόησε για την πτώση του ευθύς μετά την έξοδό του από τον παράδεισο, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος φαίνεται να ασπάζεται μεταγενέστερη παράδοση του 6ου αιώνα, την οποία συναντούμε στον Δωρόθεο Γάζης, η οποία πρεσβεύει πως ο Αδάμ αρνήθηκε να μετανοήσει.

1170 Βλ. και HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 152.

1171 Πρξ. 8:14-18.

1172 Πρβλ. και MALONEY G., The mystic of fire and light. St. Symeon the New Theologian, Denville, New Jersey, 1975, σελ. 57.

1173 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 10ος, SC 129, 323-349.

1174 Αποσπάσματα του έργου του αγίου Συμεώνος με τις θέσεις αυτές παρατίθενται σε όλη την έκταση των δύο παραγράφων, των σχετικών με το βάπτισμα.

1175 Την άποψη αυτή φαίνεται να αποδέχονται τόσο ο ΠΟΡΤΕΛΑΝΟΣ Σ., Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Στάδια πνευματικών μεθηλικιώσεων κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, Θεσσαλονίκη 1998, σσ.47-48, ο οποίος τη συνδέει ερμηνευτικά με τον νηπιοβαπτισμό, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το βάπτισμα των νηπίων παρουσιάζει έλλειμμα αποτελεσματικότητας, εφόσον στα νήπια είναι αδύνατο να εφαρμοστεί η διαπίστωση του βεβαιόπιστου, όσο και ο ΤΣΙΓΚΟΣ Β., Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 208, ο οποίος, ενώ ορθά επισημαίνει τη σύνδεση του μυστηρίου με πράξη της εργασίας των εντολών και τα έργα της πίστεως, δεν ξεκαθαρίζει αν η αναποτελεσματικότητα του μυστηρίου συνίσταται στη μη παροχή της βαπτισματικής χάρης στο νεοφώτιστο, ή στη μη ενεργητική και ενσυνείδητη αξιοποίησή της από αυτόν.

1176 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 10ος, SC 129, 430-447.

1177 Για τον χρόνο τελέσεως του χρίσματος και τις πατερικές μαρτυρίες περί αυτού βλ. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ, Επισκόπου Φαναρίου, Η θεολογική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας της Ελλάδος περί του καθαγιασμού, της παραλαβής και της λατρευτικής χρίσεως του Αγίου Μύρου κατά τον ΙΘ΄ και Κ΄ αιώνα, Αθήνα 2012, σσ. 50-56. Πρβλ. ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄. Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 483-484, και: ΣΚΑΛΤΣΗ Π., Λειτουργικές Μελέτες Ι, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 69-71.

1178 Σύμφωνα με τον Hatzopoulo, ο Συμεών, δεν αμφισβητεί την μυστηριακή αξία του βαπτίσματος, στρέφει, όμως την προσοχή του στην ανεπάρκεια (και όχι στην απουσία) της χάρης που δεν γίνεται προφανής στον κάθε πιστό, χωρίς την πίστη και την τήρηση των εντολών: «Without disputing the sacramental value of the rite, he calls attention to the inadequacy (not to the absence) of a grace which is not made manifest in relation to the person baptized. Thus grace remains a dynamically true constituent of water-Baptism; but it is faith and observance of the commandments which can promote its active presence in a person». Βλ. HATZOPOULOS A., Two outstanding cases in the byzantine spirituality: The Macarian Homilies and Symeon the New Theologian, Ανάλεκτα Βλατάδων 54, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 140.

1179 Πρξ. 1:5.

1180 Βλ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 13ος, SC 129, 193-235: «...εἰ δέ τῶν ἁγίων καί ζωοποιῶν αὐτοῦ ἐντολῶν καταφρονήσαντες, ἀποστῶμεν διά ἀμελείας καί ἐναντίον τι τῶν αὐτοῦ προσταγμάτων ἐνεργήσομεν, πεπραχότες ἅ μή ποιῆσαι ἡμῖν ἐνετείλατο, εὐθύς πάντων ἐκείνων τῶν ἐκ Θεοῦ διά τοῦ βαπτίσματος δοθέντων ἡμῖν ἀγαθῶν ἐκπίπτομεν. Καί ὥσπερ ὁ Ἀδάμ μετά τήν παράβασιν τοῦ παραδείσου καί τῆς τρυφῆς καί τῆς μετ᾿ ἀγγέλων διαγωγῆς ἐκβάλλεται καί γυμνοῦται καί ἀπό ὄψεως γίνεται τοῦ Θεοῦ, οὕτω καί ἡμεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων δούλων αὐτοῦ χωριζόμεθα ἁμαρτάνοντες καί τῆς θείας καταστολῆς ἥν ἐνεδυσάμεθα οἱ βαπτιζόμενοι, αὐτόν δηλαδή τόν Χριστόν, ὡς πιστεύομεν, τοῦτον διά τῆς ἁμαρτίας ἀποδυόμεθα· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς καί αὐτοῦ τοῦ ἀδύτου φωτός, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς υἱοθεσίας στερούμεθα. Καί οὕτως γινόμεθα πάλιν χοϊκοί, ὡς ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί χοϊκός, ἀντί ἐπουρανίων καί αὐτοῦ τοῦ δευτέρου ἀνθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά πάντων ὁμοίων· καί γινόμεθα ἔτι πρός τούτοις ὑπόδικοι τῷ θανάτῳ καί τῷ σκότει, καί τῷ πυρί τῷ ἀσβέστῳ παραπεμπόμεθα, ἐν μεγάλῳ κλαυθμῷ καί τῷ βρυγμῷ τῶν ὀδόντων βασανιζόμενοι. Οὐ γάρ ἀπό αἰσθητοῦ παραδείσου, ὡς ὁ Ἀδάμ τότε, καί νῦν ἡμεῖς ἐκβαλλόμεθα, οὐδέ τήν γῆν ἐργάζεσθαι καθά κἀκεῖνος κατακρινόμεθα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας καί τῶν ἀγαθῶν ἐκείνων περί ὧν γέγραπται· «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» ἡμᾶς ἐκβάλλομεν ἑαυτούς καί τῆς γεέννης ὑπευθύνους ποιοῦμεν· καί εἰ μή διά τῆς μετανοίας ἡ ἀνάκλησις ἡμῖν ἀπεδίδοτο, οὐδείς ἄν ἐσώθη ποτέ. Διά δή τοῦτο, φιλάνθρωπος ὤν ὁ Θεός καί οἰκτίρμων καί θέλων τήν σωτηρίαν ἡμῶν, τέθεικε σοφῶς ἀνά μέσον ἡμῶν καί ἀνά μέσον ἐκείνου τήν ἐξομολόγησιν καί τήν μετάνοιαν, καί ἐξουσίαν δέδωκε παντί τῷ βουλομένῳ τοῦ πτώματος ἀνακαλέσθαι ἑαυτόν καί διά ταύτης εἰς τήν προτέραν εἰσελθεῖν οἰκειότητά τε καί δόξαν καί παρρησίαν τήν πρός τόν Θεόν, καί οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλά καί τῶν εἰρημένων ἐκείνων ἁπάντων ἀγαθῶν, εἰ βουληθείη θερμήν τήν μετάνοιαν ἐπιδείξασθαι, ἤ καί μειζόνων κληρονόμον και αὖθις γενέσθαι αὐτόν. Κατά γάρ τήν ἀναλογίαν τῆς μετανοίας ἀναλογοῦσαν εὑρίσκει τήν πρός Θεόν παρρησίαν καί οἰκειότητα πᾶς ἄνθρωπος, καί ταύτην γνωστῶς καί ἐναργῶς καί ὡς εἴ τις φίλος πρός φίλον, καί προσομιλεῖ αὐτῷ προσώπῳ πρός πρόσωπον καί ὁρᾷ αὐτόν νοεροῖς ὀφθαλμοῖς καθαρῶς».

1181 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 13ος, SC 129, 236-250: «Οἱ οὖν μετά τό βάπτισμα τήν τοιαύτην οἰκειότητα καί παρρησίαν καί τήν τῶν εἰρημένων ἀγαθῶν μετοχήν μή ἐν πάσῃ ἔχοντες πληροφορίᾳ, μηδέ ὅτι Χριστόν ἐνδεδυμένοι εἰσί γινώσκοντες, μηδέ καθορῶσιν ἐν τῷ τοῦ Πνεύματος φωτί τό τῆς θεότητος αὐτοῦ φῶς, ἐγκυψάτωσαν εἰς τό συνειδός ἑαυτῶν· καί τοῦτο ἀκριβῶς ἐξερευνήσαντες, εὑρήσουσιν ἑαυτούς τάς ἐπί τοῦ βαπτίσματος συνθήκας ἐκ παντός ἀθετήσαντας ἤ μερικῶς ἤ καί καθόλου, εἰ δ᾿ οὖν, ἀλλά τό δοθέν αὐτοῖς τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς υἱοθεσίας τάλαντον κατορύξαντας καί μή ὑπεξεργασαμένους αὐτό καί διά τοῦτο τῆς τοῦ Δεσπότου θέας ἀπεστερημένους, ἐπεί ἀψευδής ἐστιν ἐκεῖνος καί ἀμεταμέλητος ἐν τοῖς χαρίσμασιν αὐτοῦ· ἔφη γάρ· «Ὁ ἀγαπῶν με τάς ἐντολάς μου τηρήσει καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν».

1182 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ρ΄, λε΄, SC 51bis, σελ. 60.

1183 1183 HAUSHERR I., Un grand mystique byzantin: Vie de Syméon le Nouveau Théologien (949-1022), par Nikétas Stéthatos. Texte grec inédit publiè avec introduction et notes critiques, Orientalia Christiana 12, Roma 1928, 69-70 . 93-97. Πρβλ. και HAUSHERR I., Το Πένθος. Η διδασκαλία της κατάνυξης στην χριστιανική Ανατολή, μετ. Στέλλα Μιχαηλίδου, Θήρα 2004, σσ. 244-247. Στο έργο του αυτό, ο γνωστός μελετητής του Συμεώνος, σχολιάζοντας ένα απόσπασμα του αββά Ποιμένα (ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τομ. 2, σελ. 104), θα παρατηρήσει λανθασμένα ότι το πένθος, η κατάνυξη και τα δάκρυα, δε συνδέονται με κανένα μυστήριο (HAUSHERR I., ο.π. σελ. 200). Το επιχείρημα αυτό καταρρέει μέσα στις ίδιες τις σελίδες του έργου του εν λόγω ερευνητή, από το πλήθος των πατερικών αναφορών που δημοσιεύει, στις οποίες το πένθος αποτελεί την αναγκαία συνέπεια της απώλειας της μυστηριακής χάρης. Στη δε περίπτωση του αγίου Συμεώνος, το γεγονός αυτό έχει, ήδη, αποδειχθεί περίτρανα. Η θέση αυτή του Hausherr απηχεί τη γενικότερη προκατάληψη των, παλαιοτέρων τουλάχιστον, δυτικών ερευνητών γύρω από την άσκηση της χριστιανικής Ανατολής, στην οποία, πάντοτε, εντόπιζαν ευαγριανές και νεοπλατωνίζουσες παρεκτροπές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άποψη του HOLL K., Enthusiasmus und Bussgewalt beim griechischen Mönchtum, Leipzig, 1898, σελ. 61, κατά την οποία αντιμετωπίζει την χριστιανική άσκηση ως μαλθακότητα των μοναχών, «mönchische weichheit». Στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση βρίσκονται οι παρατηρήσεις του ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ π. Ν., Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, Αθήνα 1999, σελ. 130. Στη μελέτη του αυτή ο συγγραφέας, αφού διακρίνει τον εκκλησιαστικό τρόπο της μετάνοιας από κάθε «ευσεβή ναρκισσισμό», θα τη θεμελιώσει στην «υπαρξιακή σύνθεση της πνευματολογίας με την χριστολογία, στο οντολογικό έδαφος της εκκλησιαστικής μυστηριολογίας» sic. Με την έννοια αυτή η θεωρία δεν ακυρώνει ή αχρηστεύει την μετάνοια αλλά «αυτή η θεοπτία είναι, κατά τους πατέρες και τον Νέο Θεολόγο, η αρχή της μετάνοιας ήδη και όχι η θέα και μόνον του ακτίστου φωτός…» sic.

1184 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XV, SC 156, 251-257.

1185 Βλ. FRAIGNEAU –JULIEN B., Les sens spirituels et la vision de Dieu selon Syméon le Nouveau Théologien, Paris 1985, σελ. 95 . ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 205 . KRIVOCHEINE B., Μέσα στο φώς του Χριστού. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949-1022). Βίος –Πνευματικότητα -Διδασκαλία, μετ. Πίτσα Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 191-192.

1186 ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Τις ο σωζώμενος πλούσιος, ΜΒ΄, PG 9, 649C, όπου ο μεγάλος Αλεξανδρινός περιγράφει την μετάνοια του στρατιωτικού ως δεύτερη βάπτιση: «Προσελθόντα δε τον γέροντα, περιέλαβε απολογούμενος ταις οιμωγαίς ως εδύνατο και τοις δάκρυσι βαπτιζόμενος εκ δευτέρου…». Βλ. και ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Σχόλια εις το κατά Ιωάννην, 6, PG 14, 276A-C, όπου ο Ωριγένης μιλά για το βάπτισμα του ύδατος του Πνεύματος αλλά και της φωτιάς, ως πράξη που δηλώνει την είσοδο του χριστιανού σε μια ανώτερη και τελειότερη ζωή.

1187 ΕΥΑΓΡΙΟΥ, De oratione, 5-8, PG 79, 1168D- 1169B.

1188 ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Ομιλίαι, 26, 216, ΒΕΠΕΣ 41, σελ. 281 . Ομιλίαι, 47, 1, 304, ΒΕΠΕΣ 41, σελ. 341.

1189 ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Scala Paradisi, Λόγος VII, PG 88, 801-818.

1190 Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός θα επισημάνει πέντε βαπτίσματα στην ιστορία της σωτηρίας, με ιεραρχικό τρόπο καθοριστικά για τη σωτηρία του ανθρώπου. α) Το βάπτισμα του Μωϋσή που είναι καθαρά αλληγορικό, β) το βάπτισμα του Ιωάννη του Προδρόμου που είναι βάπτισμα μετανοίας, αλλά δεν τελείται εν Αγίω Πνεύματι, γ) τα βάπτισμα του Ιησού που είναι εν Πνεύματι, δ) το βάπτισμα του μαρτυρίου που έχει το προνόμιο να μη μολύνεται από μεταγενέστερα αμαρτήματα, και ε) το βάπτισμα των δακρύων, το οποίο είναι πιο επίπονο, αφού απαιτεί διαρκή μετάνοια και ετοιμότητα επανάκαμψης στη χάρη του Πνεύματος. Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ, Λόγος ΛΘ΄, Εις τα άγια Φώτα, 17, PG 36, 356. Στο δε Λόγο του Εις το άγιον Βάπτισμα, ο Θεολόγος της Εκκλησίας θα αναρωτηθεί για το πόσο δάκρυ πρέπει να προσφέρουμε ώστε να ισοδυναμεί με το νερό του βαπτίσματος. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ, Λόγος Μ΄, Εις το άγιον Βάπτισμα, PG 36, 369. Πρβλ. και HAUSHERR I., Το Πένθος. Η διδασκαλία της κατάνυξης στην χριστιανική Ανατολή, μετ. Στέλλα Μιχαηλίδου, Θήρα 2004, σσ. 200-202.

1191 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Προς τους βραδύνοντας εις το βάπτισμα, PG 46, 417B: «Ίνα δε μη νομιση τις πολυδάπανον την θεραπείαν, αυτά προλέγω τα φάρμακα οις εξιώμαι τους κάμνοντας. Τοις μεν γαρ δι' ύδατος και λουτρού εγγυώμαι την υγείαν, των δε δι' ολίγων δακρύων εξαλείφω την νόσον. Απλή γαρ η μεταχείρησις, και θεόπεμπτος».

1192 Καθώς παρατηρεί και ο KRIVOCHEINE B., Μέσα στο φώς του Χριστού. Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (949-1022). Βίος –Πνευματικότητα -Διδασκαλία, μετ. Πίτσα Σκουτέρη, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 193, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δεν μιλά απευθείας για βάπτισμα του Πνεύματος παρά μόνον ελάχιστες φορές. Σε ένα απόσπασμα από τον 10ο Ηθικό του Λόγο (Ηθικός 10ος, SC 129, 430-447), και σε ένα κεφάλαιο, συγκεκριμένα στο λε΄, του έργου του Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ρ΄, λε΄, SC 51bis, σελ. 60. Τα δύο αυτά παραθέματα εντοπίστηκαν από την παρούσα έρευνα στο σύνολο του έργου του, όπου ο άγιος Συμεών μιλά ρητά για βάπτισμα του Πνεύματος, συμπληρώνοντας τον Krivochéine ο οποίος αναφέρεται μόνον στον 10ο Ηθικό Λόγο. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, ο Νέος Θεολόγος, αναφέρεται έμμεσα σε πλήθος σημείων του έργου του, τόσο στην ανάγκη της συνειδητής αγιοπνευματικής τελείωσης του πίστου ως προέκταση του βαπτίσματος, όσο και στην κατανόηση της μετάνοιας και των δακρύων ως ισάξιων του βαπτίσματος μέσων για την επανενεργοποίηση της αμαυρωθείσης βαπτισματικής χάρης.

1193 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ρ΄, λστ΄, SC 51bis, σελ. 60.

1194 Darrouzès J., «Introduction», Chapitres Théologique, Gnostiques et Pratiques, SC 51bis, σσ. 30-31: «Si les grâces extraodinaires sont le critère de toute sainteté et non point le privilège gratuit de quelques âmes, si le sentiment de la grâce est requis pour avoir la grâce, on est tout près de conclusions aussi dangereuses que celle-ci: “ Le premier baptême a l’ eau qui préfigure les larmes, il a l’ huile qui préfigure l’ onction intériere de l’ Esprit; le second, au contraire (le baptême des larmes) n’ est plus le type de la vérité, c’ est la vérité même”. On peut évidemment interpréter, mais ces formules restent d’ une orthodoxie douteuse». Πρβλ. και ALFEYEV H., St. Symeon the New Theologian and orthodox tradition, New York 2000, σελ. 205.

1195 Βλ. τη σελ. 432 της παρούσης παραγράφου.

1196 ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Scala Paradisi, Λόγος VII, PG 88, 801-818. Πρβλ. και σημ. 1345 στη σελ. 432 της παρούσης παραγράφου.

1197 Βασιλείου Καισαρείας, Περί του Αγίου Πνεύματος. Προς τον εν αγίοις Αμφιλόχιον επίσκοπον Ικονίου, PG 32, 129B -132A. Λόγω της σπουδαιότητός του μεταγράφουμε το κείμενο: Πώς oυν κατορθούμεν την εις άδου κάθοδον; Μιμούμενοι την ταφήν του Χριστού δια του βαπτίσματος. Οιονεί γάρ ενθάπτεται τω ύδατι των βαπτιζομένων τα σώματα. Απόθεσιν ουν των έργων σαρκός συμβολικώς υποφαίνει το βάπτισμα, κατά τον Απόστολον λέγοντα, ότι «Περιετμήθητε περιτομή αχειροποιήτω εν τη απεκδύσει του σώματος της σαρκός εν τη περιτομή του Χριστού, συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι». Και οιονεί καθάρσιον εστι ψυχής του από του σαρκικού φρονήματος αυτή προσγενομένου ρύπου, κατά το γεγραμμένον ότι «Πλυνείς με και υπέρ λευκανθήσομαι». Διά τούτο ουχί Ιουδαϊκώς εφ’ εκάστω μολύσματι απολουόμεθα αλλ’ εν οίδαμεν το σωτήριο βάπτισμα∙ επειδή εις εστιν ο υπέρ του κόσμου θάνατος και μία η εκ νεκρών εξανάστασις, ων τύπος εστί το βάπτισμα. Τούτου χάριν ο την ζωήν ημών οικονομών Κύριος την του βαπτίσματος ημίν έθετο διαθήκην, θανάτου τύπου και ζωής περιέχουσαν∙ τήν μέν του θανάτου εικόνα του ύδατος εκπληρούντος, τον δε της ζωής αρραβώνα παρεχομένου του Πνεύματος. Ώστε σαφές ημίν εντεύθεν γέγονε το ζητούμενον διά τι τω Πνεύματι το ύδωρ συμπαρελήφθη. Ότι δύο σκοπών εν τω βαπτίσματι προκειμένων, καταργήσαι μεν το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι αυτό καρποφορείν τω θανάτω, ζήν δε το Πνεύματι, και τον καρπόν έχειν εν αγιασμώ∙ το μεν ύδωρ, του θανάτου την εικόνα παρέχει, ώσπερ εν ταφή το σώμα παραδεχόμενον∙ το δε Πνεύμα την ζωοποιόν ενίησι δύναμιν από της κατά την αμαρτίαν νεκρότητος εις την εξ αρχής ζωήν τας ψυχάς ημών ανακαινίζον. Τούτο ούν εστι το άνωθεν γεννηθήναι εξ ύδατος και Πνεύματος∙ ως της μέν νεκρώσεως εν τω ύδατι τελουμένης∙ της δε ζωής ημών ενεργουμένης δια του Πνεύματος. Εν τρισιν ουν καταδύσεσι και ισαρίθμοις ταις επικλήσεσι, το μέγα μυστήριον του βαπτίσματος τελειούται, ίνα και ο του θανάτου τύπος εξεικονισθή και τη παραδόσει της θεογνωσίας τας ψυχάς φωτισθώσιν οι βαπτιζόμενοι. Ωστε ει τις εστιν εν τω ύδατι χάρις, ουκ εκ της φύσεώς εστι του ύδατος, αλλ’ εκ της του Πνεύματος παρουσίας. Ου γαρ εστι το βάπτισμα «ρύπου σαρκός απόθεσις, αλλά συνειδήσεως αγαθής επερώτημα εις Θεόν». Προς ουν τον εξ αναστάσεως βίον καταρτίζων ημάς ο Κύριος, την ευαγγελικήν πάσαν εκτίθεται πολιτείαν το αόργητον το ανεξίκακον το φιληδονίας αρρύπωτον, το αφιλάργυρον του τρόπου νομοθετών∙ ώστε άπερ ο αιών εκείνος κατά την φύσιν κέκτηται, ταύτα προλαβόντας ημάς εκ προαιρέσεως κατορθούν».

1198 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά ρ΄, με΄, SC 51bis, σελ. 146.

1199 ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ Ι., «Εκκλησιαστικοί σύνοδοι και πολιτισμός», Θεολογία 66, 4, (1955), σελ. 586.

1200 ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ π. Ν., Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού. Ο μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, Αθήνα 1999, σελ. 140. Πρβλ. και ΤΣΙΓΚΟΣ Β., Ο ανακαινισμός του ανθρώπου κατά τη δογματική διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 213, σημ. 86.

1201 Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η ερμηνεία του αποστόλου Παύλου από τον πατέρα Ιωάννη Ρωμανίδη, ανιχνεύει την προνομιακή πατερική της θεμελίωση στον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, θεωρώντας τον, εντελώς βεβιασμένα και μεροληπτικά, ως τον εισηγητή και μέντορα της θέσεως αυτής.

1202 Βλ. FRAIGNEAU –JULIEN B., Les sens spirituels et la vision de Dieu selon Syméon le Nouveau Théologien, Paris 1985, σσ. 134-135.

1203 «…η μετάνοια είναι ο καρπός της χάριτος του βαπτίσματος, αυτή αύτη η χάρις αλλά κτηθείσα, οικειωθείσα υπό του προσώπου, η οποία έχει γίνει εν αυτώ δωρεά δακρύων, βέβαιον σημείον περί του ότι η καρδία προσελήφθη υπό της θείας αγάπης»: LOSSKY V., Η μυστική θεολογία της ανατολικής Εκκλησίας, μετ. Στέλλα Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 243. Βλ. και ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ Ι., Η μετάνοια κατά την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, Αθήναι 1995, σσ. 94-95. Για την κατανόηση της μετάνοιας και των δακρύων ως καρπό, προέκταση και ολοκλήρωση του μυστηρίου του βαπτίσματος, πρβλ. και LOT-BORODINE M., «Le Mystère du don des larmes dans l’ Orient Chrétien, dans la vie spirituelle», Etudes et documents 48, 3, (1936), σσ. 65-110.

Δεν υπάρχουν σχόλια: