Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (34)

Συνέχεια από Τετάρτη, 24 Νοεμβρίου 2021

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

     6.  ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»

                                       14.  Πειράματα σε ασθενείς

Μέχρι τώρα θεωρήσαμε σιωπηλά, ότι τα πειραματικά «υποκείμενα» λαμβάνονται από τις τάξεις τών υγιών. Στο δε ερώτημα: «Ποιος μπορεί να στρατολογείται;», η αυθόρμητη απάντηση θα ήταν, λιγότερο και τελευταία απ’ όλους οι ασθενείς – οι οποίοι είναι ωστόσο και οι πιο «διαθέσιμοι», εφ’ όσον βρίσκονται ήδη υπό ιατρική φροντίδα και παρακολούθηση. Το ότι δεν θά ’πρεπε να απαιτούνται επιπλέον βάρη και «ρίσκα» από ήδη ταλαιπωρημένους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται υπό την ιδιαίτερη μάλιστα προστασία τής κοινωνίας και την ακόμα πιο ιδιαίτερη των ιατρών-επιστημόνων – αυτό μάς το λέει το στοιχειώδες ηθικό μας αίσθημα. Ο ίδιος όμως ο σκοπός τής ιατρικής προόδου, η κατανίκηση δηλ. μιας ασθένειας, απαιτεί σ’ ένα αποφασιστικό στάδιο της όλης διαδρομής μια δοκιμή επαλήθευσης σε ασθενείς λόγω τής ίδιας ακριβώς τής ασθένειας, και η εξαίρεσή τους θα ματαίωνε την επίτευξη του σκοπού. Αναγνωρίζοντας αυτήν την αναπόφευκτη αναγκαιότητα, εισερχόμαστε στην πιο ευαίσθητη περιοχή τού όλου συμπλέγματος, γιατί ό,τι συμβαίνει εδώ αγγίζει τον πυρήνα τής σχέσης γιατρού και ασθενούς, δοκιμάζοντας τις βασικότερες  υποχρεώσεις της. Δεν έχω τίποτα καινούργιο να πω ως προς την ηθική (πλευρά) αυτής τής σχέσης, αλλά για να «αντιπαραθέσουμε» τη σχέση στο πειραματικό ζητούμενο, πρέπει να ξαναθυμηθούμε κάποιες από τις παλαιότερες αλήθειες της ανθρωπότητας.

                     15.  Το βασικό «προνόμιο» του ασθενούς

    Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, ο γιατρός είναι υποχρεωμένος απέναντι στον ασθενή και σε κανέναν άλλον. Δεν «εκπροσωπεί» ούτε την κοινωνία, ούτε την ιατρική επιστήμη, ούτε την οικογένεια του ασθενούς, ούτε όσους περνούν τα ίδια «βάσανα», ούτε όσους θα περάσουν μελλοντικά την ίδια ασθένεια. Απ’ τη στιγμή που τον έχει «αναλάβει», ο μόνος που «μετράει» για τον γιατρό είναι ο ασθενής. Ο γιατρός είναι υποχρεωμένος, ακόμα και σύμφωνα με τον απλό νόμο μιας διμερούς συμφωνίας (ανάλογα με τη σχέση τού δικηγόρου π.χ. προς τον εντολέα του, με την επαγγελματικά ηθική έννοια της «σύγκρουσης συμφερόντων»), να μην επιτρέψη να «ανταγωνιστή» κανένα άλλο συμφέρον το συμφέρον τού ασθενούς προς θεραπεία. Εμπλέκονται ωστόσο προφανώς, καθαρά συμβατικά, και πιο δυσδιάκριτοι κανόνες σ’ αυτό το θέμα. Μπορούμε να μιλήσουμε για μιαν ιερή σχέση πίστεως. Ο γιατρός είναι, αυστηρά εννοούμενος, μόνος ούτως ειπείν με τον ασθενή του και με τον Θεό.

    Υπάρχει μια (και μόνο) φυσιολογική εξαίρεση απ’ τον κανόνα, ότι ο γιατρός δεν είναι «αντίκλητος» της κοινωνίας απέναντι στον ασθενή, αλλά αποκλειστικά ο θεματοφύλακας των συμφερόντων του: η απομόνωση ενός μεταδοτικού ασθενούς. Η οποία επιλέγεται προφανώς, όχι για το συμφέρον τού ασθενούς αλλά για το συμφέρον τών άλλων, που απειλούνται απ’ την ασθένειά του. (Στον υποχρεωτικό εμβολιασμό συνδυάζονται (ωστόσο) και τα δυό συμφέροντα: η προστασία τού ατόμου και η προστασία τών άλλων)  Δεν είναι όμως το ίδιο, να εμποδίζης τον ασθενή να βλάψη άλλους, με το να τον χρησιμοποιής προς όφελος άλλων. Όπου υφίσταται βέβαια ακόμα μια εξαίρεση: εκείνη τής συλλογικής καταστροφής, αναλογικά προς μιαν κατάσταση πολέμου. Ο γιατρός, που αγωνίζεται απελπισμένα ενάντια στη «μανία» μιας επιδημίας, βρίσκεται σε καθεστώς μιας ιδιόμορφης «απαλλαγής», που καταργεί μ’ έναν ακαθόριστο (γενικά) τρόπο κάποιες απ’ τις «επιταγές» τής φυσιολογικής ιατρικής πράξης, ανάμεσά τους ίσως και την «επιταγή» που του απαγορεύει να έχη πειραματικά «προνόμια» απέναντι στους ασθενείς του. Μη μπορώντας μάλιστα να θέσουμε κανέναν κανόνα στην αναίρεση κανόνων σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις. Συμβαίνει δε ό,τι και στο περίφημο «παράδειγμα του ναυαγίου» στην ηθική θεωρία: όσο λιγότερα λέγονται γι’ αυτό, τόσο το καλύτερο. Αυτό που καθίσταται ωστόσο προσωρινά αποδεκτό, για να καλυφθή αργότερα κάτω από μια «συγχωρητική» σιωπή, δεν επιτρέπεται να θεωρηθή ως «προηγούμενο». Στη δική μας εδώ έρευνα ασχοληθήκαμε με μη ακραίες, καθόλου «έκτακτες» περιστάσεις, όπου μπορούν και «ακούγονται» κάποιες αρχές, και μπορούν επίσης να «ζυγισθούν» αιτήματα που δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε «εξαναγκασμό». Έχουμε δε παραδεχθή, ότι υπάρχουν τέτοια αιτήματα, πέρα  από τη θεραπεία, κι ότι δεν μπορεί να διατηρηθή εντελώς άθικτο, αν πρέπη να υπάρχη γενικώς ιατρική πρόοδος, ούτε καν το «υπερέχον» προνόμιο του πάσχοντος απέναντι στην «εμφάνιση» τέτοιων αιτημάτων. Πάνω σ’ αυτό το επισφαλές και πιο ανησυχητικό απ’ όλα μέρος τού ζητήματός μας δεν έχω να προσφέρω παρά κάποιες «ψηλαφητές» και μόνο, και όχι εντελώς οριστικές παρατηρήσεις.

          16.  Η «αρχή τής ταυτότητας» στην περίπτωση των ασθενών

     Συνολικά φαίνεται να ισχύουν εδώ οι ίδιες «αρχές», τις οποίες διαπιστώσαμε για τα φυσιολογικά πειραματικά «αντικείμενα»: ταυτότητα (ταύτιση!), ώθηση-κίνητρο, κατανόηση εκ μέρους τού υποκειμένου. Είναι όμως σαφές, ότι αυτές οι προϋποθέσεις εκπληρώνονται ιδιαιτέρως δύσκολα στην περίπτωση ενός ασθενούς. Η σωματική του κατάσταση, η ψυχική του «ανικανότητα», η εξαρτημένη σχέση προς τον γιατρό, η προκύπτουσα απ’ τη θεραπευτική αγωγή στάση ευπείθειας και κηδεμόνευσης – όλα όσα συναρτώνται με τη διάθεση και την κατάστασή του, καθιστούν τον ασθενή ένα πρόσωπο λιγότερο κυρίαρχο από τον υγιή. Ενώ πρέπει να αναλογιστούμε και τον τρόπον τινά «αυτισμό» τής προσκόλλησης στην ασθένεια, καθώς και την προσμονή τής ανάρρωσης. Μπορούμε λοιπόν να αποκλείσουμε σχεδόν τον αυθορμητισμό μιας αυτοπροσφοράς, ενώ και η συγκατάθεση «βλάπτεται» από μειωμένη ελευθερία. Στην πραγματικότητα, όλοι οι παράγοντες που καθιστούν την «τάξη» τών ασθενών τόσο εξαιρετικά προσβάσιμη και ευπρόσδεκτη για πειράματα, «εκθέτουν» ταυτόχρονα την ποιότητα μιας απαντητικής κατάφασης, που είναι (ωστόσο) απαραίτητη, ώστε να δικαιολογηθή ηθικά η χρησιμοποίησή τους. Συνδεόμενο αυτό με την πρωτοκαθεδρία τού ιατρικού έργου, καθιστά αυτόν που συνενώνει στο πρόσωπό του γιατρό και ερευνητή σε μεγαλύτερο βαθμό υποχρεωμένο, να χρησιμοποιή μόνο για τους πιο καταξιωμένους ερευνητικούς σκοπούς την αθέμιτη ισχύ του, μεταχειριζόμενος φυσικά, έστω και στον ελάχιστο βαθμό, την πειθώ. 

      Μπορούμε ωστόσο να λάβουμε, παρ’ όλους αυτούς τούς περιορισμούς, και στην περίπτωση των ασθενών υπ’ όψιν την «κατερχόμενη κλίμακα αποδοχής», που θέσαμε ως «αξίωμα». Πρώτοι σ’ αυτήν την κλίμακα τίθενται λοιπόν εκείνοι οι ασθενείς, που μπορούν να «ταυτιστούν» στον μέγιστο βαθμό με την υπόθεση της έρευνας και να την κατανοήσουν καλύτερα – μέλη τού ιατρικού επαγγέλματος και του φυσικοεπιστημονικού περιβάλλοντός του, που ασθενούν κι αυτοί βέβαια κάποιες φορές· αμέσως μετά, τίθενται εκείνοι οι μη «εξειδικευμένοι» ασθενείς, που μπορούν να αιτιολογήσουν σε μεγάλο βαθμό, και να κατανοήσουν λόγω τής μορφώσεώς τους τις περιστάσεις, όντας ταυτόχρονα και οι πιο «ανεξάρτητοι»· και ούτω καθεξής, προς τα κάτω. Έναν πρόσθετο λόγο αποτελεί εδώ η σοβαρότητα της κατάστασης, επενεργώντας πάλι αμφίδρομα: ο «επαγγελματισμός» πρέπει να αντιστέκεται στην παραπλανητική «σοφιστεία», ότι μια απελπιστική περίπτωση είναι και περισσότερο «αναλώσιμη» («ξεγραμμένη» ήδη εκ των προτέρων), και ιδιαιτέρως άρα  «διαθέσιμη»· να αντιστέκεται μάλιστα γενικώς στη «στάση», ότι όσο πιο «άσχημες» είναι οι προοπτικές τού ασθενούς, τόσο πιο μεγαλύτερη η εξουσιοδότηση να «στρατολογηθή» για πειραματικούς σκοπούς, που δεν αποβλέπουν άμεσα στο δικό του καλό. Το (ακριβώς) αντίθετο είναι το αληθές.

( συνεχίζεται )    

Δεν υπάρχουν σχόλια: