Συνέχεια από: Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021
ΤΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ
Η Ιεραρχικη δομή τού κόσμου σύμφωνα με τόν ψευδο Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
Του Rene Roques.
Κεφ. Τρίτο.
Η ιεραρχική δραστηριότης.
Η ιεραρχική δραστηριότης.
3. Οι νόμοι τής ιεραρχικής δραστηριότητος!
Μία καθολική θεωρία τού κόσμου εμπεριέχεται στον διονυσιακό όρο τής ιεραρχίας. Αυτή η θεωρία, έχουμε πεί, προέρχεται αμέσως από τον όψιμο νεοπλατωνισμό. Μία μοναδική αρχή, το Ένα, απλώνεται προοδευτικά και καθορίζει, σε διαφορετικές στιγμές τής απορροής του, μερικές νέες πραγματικότητες τών οποίων η οντολογική αξιοπρέπεια μετράται αμέσως μέσω τής γειτνίασής τους στο Ένα. Παρά τίς αρκετές ασάφειες στην έκφραση (όπως π.χ. στον όρο πρόοδος, ο οποίος όμως διευκρινίζεται πλήρως από το χωρίο: Θείων ονομάτων, IV, 693 B : ώσπερ ο καθ’ημάς ήλιος, ού λογιζόμενος ή προαιρούμενος, αλλ’αυτώ τώ είναι φωτίζει πάντα), χωρίς καμμία αμφιβολία δεν μπορούμε να πούμε ότι οι ιεραρχίες τού Διονυσίου είναι μία αναγκαία απορροή τού Ενός: η ελευθερία και η δωρεά των Θείων δώρων (Εκκλ. Ιεραρχία 440 C/441 Α, όπου περιγράφεται η εν χρόνω οικονομία τής σωτηρίας), καί το δόγμα τής δημιουργίας αντιτίθενται σε μία παρόμοια ταύτιση. Αλλά παρά τις διευκρινίσεις αυτές, το σύστημα τού Αρεοπαγίτη διατηρεί από τον νεοπλατωνισμό, όχι μόνον την θεωρία του στά επίπεδα τού κόσμου, αλλά και τήν θεωρία του τών αναγκαίων διαμεσολαβήσεων.
Μπορούμε να συλλάβουμε αυτές τίς μεσότητες με δύο αντίθετους τρόπους, τους οποίους έλαβε υπόψιν του ο Διονύσιος. Η πρώτη αντιστοιχεί στην πρόοδο, δηλαδή στο Θείο δώρο ή στην Θεία φανέρωση. Αυτή προοδεύει από το Ένα και απλώνεται βαθμιαίως σε όλες τις ιεραρχικές τάξεις, προσφέροντας τους την θεοποιό δραστηριότητα η οποία πρέπει να τις μεταμορφώσει. Αυτή είναι ουσιωδώς μεταφορά, παράδοσις. Εμείς θα την ονομάσουμε κατιούσα μετάδοση (καταγωγική διαπορθμεύσει, Ουρ. Ιερ. 340 Α. Στο ίδιο χωρίο συναντάται και ο όρος αναγωγή που είναι η επιστροφή στον Θεό μέσω της αναγωγικής μεσολαβήσεως). Η δεύτερη μεσολάβηση είναι αντίθετης σημασίας. Συνίσταται ουσιωδώς στην αναγωγή των νόων στην αρχή τους και αντιστοιχεί στην κίνηση τής επιστροφής τους. Αυτή η μεταστροφή είναι κατά κάποιο τρόπο το κατεξοχήν έργο τών νόων. Αλλά η προσπάθεια τους θα παρέμενε ανεπαρκής χωρίς την Θεία χάρη η οποία τούς μεταδίδει την κατιούσα μεσολάβηση καί η οποία εξαίφνης ανυψώνει αυτούς τούς νόες και γίνεται αναγωγή, επιστροφή. (Ιδέες όλες τους οι οποίες είναι ελεύθερες από κάθε ιδέα χώρου και υλικής έκτασης). Ας μελετήσουμε λοιπόν αυτή την διπλή κίνηση, την πρόοδό της και τούς νόμους της. Ξεκινάμε λοιπόν με την κατιούσα μεσολάβηση!
Κάθε θέωση έρχεται από ψηλά. Αλλά οι διάφορες τάξεις δεν μετέχουν στην θεαρχική δραστηριότητα παρά μόνον μέσω τών ανωτέρων τάξεων. Ο Θεός δεν αποκαλύπτεται ποτέ χωρίς διαμεσολαβητές στην ιεραρχία μας! (Ουρ. Ιέρ. 180 C, παραφράζοντας ελαφρώς το κατά Ιωάννην IV, 12, Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται, σε ουδείς εώρακεν ουδέ όψεται). Από τις ουράνιες Ιεραρχίες μόνον η πρώτη μπορεί να επικοινωνήσει άμεσα μ’Αυτόν. Μέσω αυτής η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελείωση η θεαρχική μεταφέρονται και αποκτώνται από την δεύτερη ιεραρχία η οποία τα μεταφέρει με την σειρά της στήν τρίτη! Και στους κόλπους κάθε Τριάδος, ο ίδιος νόμος οργανώνει την μετάδοση τών θεαρχικών δραστηριοτήτων: από την αρχή τις προσλαμβάνει ο πρώτος βαθμός, ο δεύτερος τις λαμβάνει από τον πρώτο και ο τρίτος από τον δεύτερο. Έτσι κάθε τάξις φανερώνει και μεταφέρει αυτά που λαμβάνει από την προηγούμενη (Ούρ. Ιερ. 273 Α: εκφαντορικοί δε πάντες είσι και άγγελοι των πρό αυτών οι μέν πρεσβύτατοι, Θεού τού κινούντος, αναλόγως δε οι λοιποί, των εκ Θεού κεκινημένων).
Οι ανθρώπινοι νόες δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον νόμο είτε πρόκειται για την νομική ιεραρχία ή για την εκκλησιαστική. Κάθε Θεία παρέμβαση πρώτα απ’όλα πρέπει να περάσει μέσω τής μεσολαβήσεως τών αγγέλων. Μέσω τών αγγέλων ανακοινώθηκε ο νόμος στον Μωυσή. Ένας άγγελος καθάρισε τα χείλη τού Ησαΐα. Ένας άγγελος οδήγησε τόν εβραϊκό λαό κατά μήκος όλης του τής Ιστορίας. Αλλά δεν είναι όλο. Ο νόμος τής ιεραρχικής μεταδόσεως ασκείται στην καρδιά την ίδια τής ιεραρχίας, τής ανθρώπινης, τής Νομικής ή τής Εκκλησιαστικής. Πρώτα λαμβάνει ο Επίσκοπος την κάθαρση, τον φωτισμό και την τελείωση τήν θεαρχική. Αυτός τήν μεταδίδει στην τάξη των ιερέων, η οποία τήν μεταδίδει στούς διακόνους. Η Θεαρχική δραστηριότης επεκτείνεται στην συνέχεια στους μοναχούς, μετά στον λαό τού Θεού, τέλος στις κεκαθαρμένες τάξεις. Η τάξις τής μεταδόσεως αντιστοιχεί ακριβώς στην κατιούσα αξία τών διαφορετικών βαθμών.
Από εδώ προέρχεται ένας νέος νόμος: στο μέτρο κατά το οποίο πολλαπλασιάζονται οι βαθμοί στήν απαγωγική μεσολάβηση, η κάθαρση, ο φωτισμός και η τελειότης χάνουν δύναμη και λάμψη. Η πρώτη ουράνια Ιεραρχία, η οποία είναι πολύ κοντά στην Θεαρχία και η οποία προσλαμβάνει εξ’αυτής αμέσως (χωρίς διάμεσο) τήν δραστηριότητά της είναι “κεκαθαρμένη, φωτισμένη και τέλεια δι’ενός δώρου φωτός και κρυφού και πιο λαμπερού (κρυφωτέρα και φανερωτέρα τής θεαρχίας φωτοδοσία). Πιο κρυφό, διότι πιο νοερό, πιο απλού και πιο ενοποιού (ώς νοητοτέρα και μάλλον απλωτική και ενοποιώ) πιο λαμπερό, διότι προσληφθέν στην πηγή (πρωτοδοτώ), στην πρώτη του εμφάνιση (πρωτοφανεί), διότι ολικώτερα (πιο πλήρες) και πιο οικείο στον εαυτό του εξ’αιτίας τής διαφάνειάς του (και μάλλον εις αυτήν ώς διειδή κεχυμένη)” (Ουρ, Ιερ, 272 D). Αλλά μετά την πρώτη ιεραρχία αρχίζει η σειρά τών διαμέσων. Όσο περισσότεροι τόσο μειώνεται η ακτίνα την οποία προσλαμβάνουν οι νόες από την θεαρχία. Οι αποκαλύψεις τής πρώτης ουράνιου Ιεραρχίας στην δεύτερη πρέπει να είναι για μάς το σύμβολον (ο Διονύσιος δεν εννοεί το σύμβολον σαν τό σημείο τής Θείας πραγματικότητος αλλά αυτή την ίδια) αυτής τής Θείας τελειότητος η οποία σκοτεινιάζει στην προοδευτική της κάθοδο από τον πρώτο στον δεύτερο βαθμό (σύμβολον ποιησώμεθα τής πόρρωθεν επιτελουμένης και διά την πρόοδον αμυδρουμένης εις δευτέρωσιν τελειώσεως). Εδώ ο Διονύσιος δεν μπορούσε να μην επαναλάβει τις ηλιακές μεταφορές τόσο αγαπητές στην πλατωνική παράδοση: “Η εξάπλωση τής ακτίνος τού ήλιου πραγματοποιείται εύκολα, μέσω τής πρώτης ύλης (εις πρώτην ύλην ευδιαδότως χωρεί), δηλαδή την πιο διαφανή όλων (την πασών διειδεστέραν) και μέσω αυτής ρίχνει την ζωηρότερη λάμψη της (και δι’αυτής εμφανέστερον αναλάμπει τας οικείας μαρμαρυγάς). Αλλά, όταν πέφτει σε φύσεις πιό παχείς, η λάμψη τής διαδόσεώς της σκουραίνει (προσβάλλουσα δε ταίς παχυτέραις ύλαις, αμυδροτέραν έχει τήν διαδοτικήν επιφάνειαν)” (ούρ. Ιερ. 301 Α/Β). [Χάρη σ’αυτόν τον νόμο εξηγείται πώς η ελικοειδής κίνηση, στην ανθρώπινη ψυχή, δεν είναι μία απολύτως καθαρή δραστηριότης. Προοδεύει λοιπόν, ού νοερώς και ενιαίως, αλλά λογικώς και διεξοδικώς, και οίον συμμίκτοις και μεταβατικαίς ενεργείαις. Θείων ονομ. 705 Β]. Πιο πλούσια ακόμη είναι η εικόνα τής φωτιάς: “Με τον ίδιο τρόπο, η θερμότης τής φωτιάς μεταφέρεται περισσότερη στα σώματα που είναι διεκτικώτερα, που παντρεύονται εύκολα τήν ομοιότητά της και υψώνονται σ’αυτή (και προς τήν αυτής αφομοίωσιν εύεικτα και ανάγωγα). Αλλά όταν συναντά ουσίες αντιτύπους ή εναντίας, η καυτή της δραστηριότητα αφήνει να φανεί μόνον αμυδρόν τί… ίχνος. Ενεργεί δε ακόμη και σε ουσίες οι οποίες δεν συγγενεύουν μαζί της διά τών οικείως προς αυτήν εχόντων έτσι ώστε μέσω αυτών τών σωμάτων να ζεστάνει το νερό ή κάποια άλλη ουσία η οποία αντιστέκεται στην φωτιά και όσο τής το επιτρέπει η φύση της (αναλόγως). Και ιδού η εξήγηση αυτών τών παραδειγμάτων: σύμφωνα με τον ίδιο νόμο ο οποίος κρατεί τήν τάξη τής φύσης, παρότι σε συνθήκες οι οποίες ξεπερνούν κάθε φύση (υπερφυώς), η αρχή κάθε τάξεως, ορατής και αοράτου, φανερώνει κατ’αρχάς, την λάμψη τού δικού της φωτός στις υψηλότερες ουσίες και μέσω αυτών, οι ουσίες που ακολουθούν μετέχουν στην Θεία ακτίνα (την τής οικείας φωτοδοσίας λαμπρότητα πρωτοφανώς… ταίς υπερτάταις ουσίαις αναφαίνει, και διά τούτων αί μετ’αυτάς ουσίαι τής Θείας ακτίνος μετέχουσιν)! (Ούρ. Ιερ. 301 B/C).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου