Συνέχεια από: Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021
ΤΟ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ
Η Ιεραρχικη δομή τού κόσμου σύμφωνα με τόν ψευδο Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
Του Rene Roques.
Κεφ. Τρίτο.
Η ιεραρχική δραστηριότης.
Η ιεραρχική δραστηριότης.
2. Οι ουσιώδεις όψεις τής ιεραρχικής δραστηριότητος!(συνέχεια)
Πώς να συμβιβάσουμε αυτή την τόσο κλειστή θεωρία με τήν διάκριση τών ιεραρχικών λειτουργιών και τον τριμερή χωρισμό τους ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις όπως αποκαλύφθηκαν στην Εκκλησιαστική ιεραρχία; Ο οποίος εφαρμόζεται και στα Μυστήρια, καθώς το βάπτισμα είναι το μυστήριο τής κάθαρσης, τού φωτισμού η ευχαριστία και το χρίσμα τής τελειότητος. (Εκκλ. Ιερ. Κεφ. ΙΙ, ΙΙΙ, IV).
Κατ’αρχάς ο Διονύσιος αναγνωρίζει ότι οι ανώτερες τάξεις τής Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κατέχουν τίς λειτουργίες τών κατώτερων τάξεων: ο επίσκοπος, ο ρόλος του οποίου είναι η χειροτονία και η τελειοποίηση, φωτίζει και καθαρίζει ταυτοχρόνως, ο ιερεύς, στον οποίον ανήκει η δύναμις τού φωτισμού, κατέχει και την κάθαρση! (Εκκλ. Ιερ. Κεφ. V).
Αλλά το αντίστροφο δεν παράγεται : ο διάκονος δεν μπορεί να φωτίσει, ούτε ο Ιερέας να τελειοποιήσει. Ο λόγος είναι ότι η ιεραρχία πρέπει να μεταφέρει, στην διαφορετικότητα τών τάξεών της και τών λειτουργημάτων της, την εικόνα τής τάξεως και τών ιδιαιτέρων διακρίσεων τών Θείων δραστηριοτήτων (ενεργειών). Και πράγματι κάθε τάξις τού κλήρου διατηρεί τις λειτουργίες της απολύτως καθορισμένες.
Παρ’όλα αυτά η ιδέα τής ιδιαίτερης λειτουργίας δεν μπορεί να αποκλείσει ριζικά το σύγχρονο τών πράξεων τής κάθαρσης, τού φωτισμού και τής θέωσης, σε κάθε τάξη, παρότι αυτή η τριπλή δραστηριότης οφείλει να κατανοηθεί με μία διαφορετική σημασία, σύμφωνα με την Θεία ικανότητα κάθε μιάς από αυτές. Ας δούμε αυτή την οπτική γωνία!
Αυτή λύνεται για την τάξη τών Επισκόπων, για την οποία γνωρίζουμε ήδη ότι κατέχει την τριπλή εξουσία τής τελειότητος, του φωτισμού και της κάθαρσης. Η τάξις των ιερέων διαθέτει την εξουσία τής κάθαρσης, πέραν τής δικής της δραστηριότητος τού φωτισμού. Μπορούμε να πούμε ότι μετέχει εξίσου και στην εξουσία τής τελειώσεως; Δύο λόγοι μάλλον μας επιτρέπουν να απαντήσουμε θετικά. Ο πρώτος είναι ότι η τελείωσις παρουσιάζεται συχνά σαν αδιαχώριστη από τον φωτισμό, την ενότητα και την θέωση! Τί πράγμα είναι όμως η ενότης και η θέωσις, παρά μόνον η ίδια η τελειότης τού νου; Επομένως, κάθαρση και φωτισμός; Σημαίνουν ταυτοχρόνως και σε κάποιο μέτρο τελείωση! Αντιστοίχως, αυτός που λαμβάνει τήν κάθαρση και τόν φωτισμό, λαμβάνει ταυτοχρόνως και την τελειότητα που τις συνοδεύει! Σ’ αυτόν τον λόγο προτίθεται ένας δεύτερος: ο Διονύσιος δεν δέχεται μία ασυνέχεια ανάμεσα στις πράξεις οι οποίες προέρχονται από το λειτούργημα τού Επισκόπου και εκείνες που ανήκουν στο αξίωμα των Ιερέων! (Η δε των Ιερέων φωταγωγική τάξις επί τας Θείας τών τελετών εποψίας χειραγωγεί τούς τελουμένους υπό τή τών ενθέων Ιεραρχών τάξει, και μετ’αυτής ιερουργούσα τάς οικείας ιερουργίας. Εκκ. Ιερ. 505 D).
Χωρίς αμφιβολία, σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις, οι λειτουργίες είναι διαφορετικές. Αλλά σ’αυτή την διαφορά τών λειτουργημάτων οφείλουμε να αναγνωρίσουμε μία κοινή βασική κατεύθυνση. Κάθε μία από αυτές τείνει προς μία θέωση πιο υψηλή, σε μία μεγαλύτερη μετοχή στην αρχή τού Θείου (θεαρχία) η οποία είναι αδιαχώριστα κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Ο Ιερέας σε έναν κατώτερο βαθμό τού Επισκόπου, αλλά μ’έναν τρόπο απολύτως πραγματικό, πράττει και ενεργεί τήν θέωση, τον φωτισμό και την κάθαρση τών νόων τής ιεραρχίας!
Θα έπρεπε να ξαναπάρουμε αυτούς τους δύο λόγους για να δείξουμε ότι οι διάκονοι, με την σειρά τους, επιτελούν και αυτοί αυτές τις τρείς θεοτικές πράξεις: από την στιγμή που είναι αδιαχώριστες, όποιος τελεί την μία, τις πραγματοποιεί όλες. Η θεαρχία είναι εξάλλου η κοινή αρχή αυτών των τριών δραστηριοτήτων. Η πρόοδος λοιπόν στην θεαρχική μετοχή, όποιος και αν είναι ο βαθμός, εξισώνεται λοιπόν με τήν ταυτόχρονη πρόοδο στήν κάθαρση, στον φωτισμό και την θέωση (τελειότητα).
Όταν ο Διονύσιος αποδίδει μία από αυτές τις λειτουργίες σ’αυτή την ιδιαίτερη τάξη, πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την φαινομενική αποκλειστικότητα με την σημασία ενός επικυρίαρχου χαρακτηριστικού και όχι σαν έναν συνεπή διαχωρισμό ο οποίος θα έθετε σε κίνδυνο την κινητικότητα της ιεραρχίας και την ενδοεπικοινωνία των διαφόρων τάξεων. Κάθε βαθμός θα διατηρήσει χωρίς αμφιβολία τα λειτουργήματά του και μόνον παραμένοντας στην θέση του (εν τάξει. Επιστ. VIII, 1092 C) και πράττοντας κατά την ευθύνη του (δραν τα εαυτού) θα μπορέσει στ’ αλήθεια να λάβει την Θεία πρόοδο και να την μεταφέρει στους κατώτερους βαθμούς. Αλλά αυτή η ίδια η πρόοδος, παρότι βαθμιαίως συσκοτισμένη στην κίνηση η οποία την μεταδίδει στις υφιστάμενες τάξεις, παραμένει πάντοτε εικόνα της Θεαρχίας, η οποία είναι ταυτοχρόνως κάθαρση, φωτισμός και θέωση.
Θα μπορούσαμε ίσως να φωτίσουμε την διπλή οπτική γωνία τού Διονυσίου παρατηρώντας ότι κατά τον Εκκλησιαστικό τύπο, οι εξουσίες διανέμονται ανάμεσα στις διαφορετικές τάξεις τής ιεραρχίας τού κλήρου (κάθαρση στους διακόνους, κάθαρση και φωτισμός στους ιερείς, κάθαρση, φωτισμός και θέωση στους επισκόπους), ενώ κατά τον τίτλο τού νου, κάθε μέλος της ανθρώπινης ιεραρχίας κατέχει τρείς δυνάμεις. Ανακαλύπτουμε έτσι μία ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στην ουράνια και την Εκκλησιαστική ιεραρχία. Για να είμαστε ακριβείς αυτή δεν είναι μία καθαρή και απλή συνέχεια με την αγγελική ιεραρχία. Αυτή είναι μόνον κατ’ εικόνα της σε μία άλλη τάξη τής πραγματικότητος. Καθότι εκκλησιαστική τάξις, αυτή υποτάσσεται στον διαχωρισμό των δυνάμεων τον οποίο δεν γνωρίζουν οι καθαροί νόες τής ουρανίου θεαρχίας. Και η συνέχεια ανάμεσα στις δύο ιεραρχίες μπορεί να επανεμφανισθεί μόνον κάτω από την σχέση τών νόων, διότι εμείς γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος νους, όπως και ο αγγελικός νους φέρει τις τρείς τάξεις τών δυνάμεων.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν αυτές τίς διευκρινίσεις, παραμένει ότι η ιεραρχική δραστηριότης, όπως επίσης και η δραστηριότης τού νου, φέρει μαζί της τρείς ουσιώδεις δραστηριότητες, δεμένες αναγκαίως μεταξύ τους και οι οποίες είναι τρείς πλευρές αναγκαίες τής θεώσεως! Αλλά αυτές οι διαφορετικές πράξεις έχουν έναν ρυθμό και μία τάξη, καθώς δεν αφήνεται τίποτε στην τύχη στην τέλεια οργάνωση τής ιεραρχίας. Αυτού τού ρυθμού και αυτής τής οργάνωσης θα προσπαθήσουμε τώρα να καθορίσουμε τούς νόμους.
Συνεχίζεται
Έτσι λοιπόν άν δέν λάβουμε υπ'όψιν αυτές τίς διευκρινίσεις μπορεί νά φτάσουμε στήν απόλυτη σύγχυση μεταξύ κτιστού καί ακτίστου, όπως καί ο Αδάμ στήν τραγική του πτώση. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
"Η αρχή τής θεραπείας του νοός, που λέγεται κάθαρσις, είναι η εκδίωξις από αυτόν όλων των λογισμών, καλών και κακών. Οταν η εκκένωσις αυτή συνδυάζεται με την κάθαρσιν των παθών και ορθήν περί Θεού Πίστιν, ο νους επιστρέφει εις την καρδίαν και δέχεται το Πνεύμα το Άγιον, αποστελλόμενον από τον Πατέρα και τον Υιόν και προσευχόμενον αδιαλείπτως. Τότε κατά τους πατέρας, γίνεται κανείς ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του σώματος του Χριστού. Η νοερά ευχή λέγεται μονολόγιστος, αφού ο μόνος λογισμός που κατέχει τον νούν είναι η αέναος μνήμη του Θεού" Ρωμανίδης.
Αδιαφορώντας γιά τήν διδασκαλία τού Ευαγγελίου περί Μετανοίας καί τού Αποστόλου Παύλου ότι τό Αγιο Πνεύμα κινείται πάντοτε έως Χριστού, τουτέστιν σ΄αυτούς πού ο "δικός" τους Χριστός έφτασε στήν ωριμότητα τής ηλικίας Χριστού, τής ηλικίας σταυρού.
Άγιος Μάξιμος ομολογητής, ambigua, 23: «Πώς εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου; Διά τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη!; Κινείται (απαντά ο Άγιος Μάξιμος) μέσα στον Νου που είναι άξιος να την κατανοήσει, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στην Μονάδα ολοκληρώνει κάθε έρευνα του σ’ αυτή ή για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της, την αλήθεια γύρω από την Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθεί χωρισμός στην πρώτη Αιτία. Μετά όμως προχωρά στην φανέρωση της θείας και απόρρητης Θεογονίας αυτής της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντας του Μυστικά και κρυφά ότι δεν πρέπει να σκεφτεί ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μην διατρέξει τον κίνδυνο, αυτός ο Νους, να εννοήσει πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών, ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύει δια της πίστεως ότι Αυτοί συνυπάρχουν, συναιωνίως. Λέγεται λοιπόν πως ο Θεός κινείται, καθώς είναι Αιτία της έρευνας του τρόπου με τον οποίον συνυπάρχει. Διότι είναι αδύνατον χωρίς θεϊκό φωτισμό να κατανοήσουμε κάτι από τον Θεό. Διότι ο Θεός που δεν έχει την ίδια φύση με τους ανθρώπους, έχει ασφαλώς και διάφορον τρόπον γεννήσεως.»
ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ, ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου