Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ - Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο (32)

 Συνέχεια από: Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ  - ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΟΦΙΛΟΣ Α. ΑΜΠΑΤΖΙΔΗΣ 

Η θέωση και οι προϋποθέσεις της κατά τον Συμεών το Νέο Θεολόγο.

ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΣΗ: ΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

Η ΠΕΡΙ ΘΕΩΣΕΩΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

1. Οι ασκητικές προϋποθέσεις της θέωσης. (συνέχεια)

στ) Κορυφή των αρετών η Αγάπη.

Προϋπόθεση κάθε ασκητικής προσπάθειας και κατάληξη του συνόλου των αρετών είναι η αγάπη. Η ποικιλία των πνευματικών οδών η εξαρτώμενη από τα επιμέρους χαρίσματα του Θεού στους ανθρώπους, τις ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες, τις συγκυρίες, τις πολιτισμικές συνθήκες κ.α., καταλήγουν στην οικοδόμηση της αγάπης, η οποία ταυτίζεται από τον άγιο Συμεών με την ουράνια πόλη, τη Βασιλεία των Ουρανών. Στο θεμέλιο της αγάπης ερίδεται η πίστη, οικοδομείται η ελπίδα και εδραιώνεται όλη η πνευματική πορεία του χριστιανού. Ο άγιος Συμεών θα τη θεωρήσει μυστήριο «πάντῃ πᾶσιν ἀπόρρητον» και για τους αγγέλους και για τους ανθρώπους, ως σχέση και βίωμα που εκφεύγει τη διανοητική επεξεργασία και νοείται χωρίς να καταλαμβάνεται, ως αιώνια και άχρονη κορωνίδα των αρετών1505.[ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΕΛΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟ;«Πόλιν οὖν ἐνταῦθα μίαν μοι νοήσεις καί οὐ πολλάς, τήν ἁγίαν καί ἀχώριστον τριάδα τῶν ἀρετῶν, μᾶλλον δέ τήν πρώτην τῶν λοιπῶν, ἥν καί λέγουσιν ἐσχάτην, ὡς τέλος τῶν καλῶν οὖσαν καί μείζω πασῶν τυγχάνουσαν, τήν ἀγάπην φημί, ἐξ ἧς καί ἐν ᾗ πίστις πᾶσα τεθεμελίωται καί ἐλπίς ᾠκοδόμηται, καί δίχα ταύτης συνέστη τῶν ὄντων οὐδέν, οὔτε μήν καθόλου συστήσεται.]

Σε μια επιπλέον απόδειξη του αντιηθικιστικού και αντικομφορμιστικού του πνεύματος, ο Νέος Θεολόγος θα τονίσει τη σχετικότητα και το ατελέσφορο κάθε ασκητικής προσπάθειας και κάθε ηθικής προκοπής, όταν δε θεμελιώνεται και δεν καταλήγει στην αγάπη. Τη θεωρεί το πλήρωμα των Κυριακών εντολών και το διακριτικό γνώρισμα της εν Χριστώ μαθητείας. Σε προφανή αντιδιαστολή με την ελληνική έννοια της θείας αγάπης, η οποία περιορίζονταν στα αυστηρά όρια του θείου είναι, ως αυτάρκεια και αυτοεπάρκειά Του, ο άγιος Συμεών κατανοεί, συνεπής προς τη χριστιανική αντίληψη, το σύνολο της θείας Οικονομίας ως αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου1506. Γνωρίζουμε, ήδη, ως βαπτισμένοι χριστιανοί την εκστατική αγάπη του Θεού στη σάρκωση του Λόγου, στην αγαπητική κένωση που Τον οδήγησε να μεταλάβει του χρόνου και της ιστορίας, των ατιμώσεων και των προσβολών, του πάθους και του θανάτου1507. Γνωρίζουμε την αγάπη ως χρεώστες και οφειλέτες της δωρεάς Του σε όλους τους ανθρώπους, μια συνείδηση που, κατά το παύλειο παράδειγμα, έφερε ο άγιος Συμεών κατά τη διαβεβαίωσή του: «Οὗτος τοίνυν ὁ τρόπος, ἀδελφοί, τῆς ἐμῆς, ὥς τινες οἴονται, μεγαλορρημοσύνης. Οὕτω με ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κινεῖ πρός ὑμᾶς τούς ἐμούς πατέρας καί ἀδελφούς ἀποκαλύψαι τήν ἄφατον πρός ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα καί ἀγάπην, δι᾿ ἥν οὕτω καί ἐν τηλικούτοις δοξάζει τούς εἰς αὐτόν ἠλπικότας ἀνεπιφθόνως»1508.

Όπως η απάθεια έτσι και η αγάπη αποτελεί για τον άγιο Συμεών ένα δυναμικό και εξελικτικό γεγονός. Αντιμετωπίζεται τόσο ως αφετηρία της πνευματικής ζωής, θεμελιώδης προϋπόθεση της πίστης, ασκητική επιδίωξη και ποθούμενη αρετή, όσο και ως το πλήρωμα της ενεργητικής φωτοφάνειας του Πνεύματος και τρόπος αποκάλυψης της ίδιας της Αγίας Τριάδος.[ΠΙΣΤΙΣ, ΕΛΠΙΣ, ΑΓΑΠΗ]

Για τον Θεολόγο πατέρα η πρωταρχή της πνευματικής ζωής στηρίζεται στον υπαρξιακό πόθο αναζήτησης του Θεού, ο οποίος εκφαίνεται ως από ψυχής αγάπη του Θεού.[ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ, Ο ΘΕΙΟΣ ΕΡΩΣ] Στο ορολογικό και νοηματικό πλαίσιο της συμεωνικής διατύπωσης αγάπη δεν αντιστοιχεί σε απλό συναίσθημα, ούτε εξαντλείται σε ψυχολογική κατάσταση πόθου και έλειψης. Χωρίς να επιμερίζει την ανθρώπινη οντολογία ή να ακυρώνει το ανθρώπινο θυμικό, καλείται να ενυλωθεί σε έμπρακτη αγάπη, σε απάρνηση, δηλαδή, του κόσμου και απόλυτη αφοσίωση στην τήρηση των εντολών: «Ἐξ ὧν δείκνυται φανερῶς ὅτι, ἐάν μή πρότερον ἐξ ὅλης αὐτοῦ τῆς ψυχῆς ἀγαπήση τις τόν Θεόν καί τήν πρός αὐτόν ἀγάπην ἐν τῇ ἀπαρνήσει ἑαυτοῦ καί τοῦ κόσμου παντός ἐπιδείξηται, τῆς αὐτοῦ ἐμφανείας ἐν ἀποκαλύψει Πνεύματος Ἁγίου μυστικῶς οὐκ ἀξιοῦται οὐδέ τήν κεφαλήν ἑαυτοῦ αὐτόν κέκτηται, ἀλλά σῶμά ἐστι νεκρόν ἐν τοῖς πνευματικοῖς ἔργοις, τήν ζωήν τῶν ἁπάντων ἐστερημένον, Χριστόν»1509. Η έμπρακτη αγάπη του Συμεών, ως ένα πρώτο στάδιο αγαπητικής κίνησης του ανθρώπου προς το Θεό, οδηγεί στο μυστήριο της αποκάλυψης του Αγίου Πνεύματος, κατάσταση διαφορετική από την υπερδιανοητική αγαπητική θεωρία του Ευαγρίου, η οποία αγνοεί ή δε χρειάζεται το θυμικό1510.[Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙ ΣΤΟ ΝΟΥ, ΟΧΙ ΣΤΟ ΘΥΜΙΚΟ]

Το πρώτο βήμα, η αγαπητική κλήση, πάντοτε αναφέρεται στο Θεό. Η τέτοια αγάπη εκχύνεται πλουσίως στην καρδιά του πιστού, αναμένοντας την ανταπόκρισή του. Και πάλι η αγάπη παρουσιάζεται ως η αφετηρία και το τέρμα της πνευματικής ζωής. Η ανταπόκριση του ανθρώπου στον πλούτο της θείας αγάπης ισοδυναμεί με την απάρνηση του εαυτού του, που συνιστά δείγμα κάθε γνήσιας αγάπης ακόμη και στο κοσμικό επίπεδο, προκειμένου να κινηθεί προς την αγάπη του Θεού. Το αποτέλεσμα της αμοιβαιότητας αυτής της αγάπης είναι η θεωρία και η γνώση. Ο άνθρωπος συναντά και γνωρίζει το Θεό, στο μέτρο που γνωρίζεται απ’ Αυτόν1511. Η αγάπη ορίζει το μέτρο της θεογνωσίας και θέωσης1512.

Ένα δεύτερο επίπεδο κατανόησης της αγάπης –και μάλιστα με τη μορφή της προσωπικής εμπειρίας –είναι αυτό του φωτισμού της ψυχής. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ἐπειδή, ἀγαπητοί μου πατέρες καί ἀδελφοί, ἐμνήσθην τοῦ κάλλους τῆς ἀμωμήτου ἀγάπης, καί αἴφνης τό φῶς αὐτῆς εὑρέθη ἐν τῇ καρδίᾳ μου καί τῇ γλυκύτητι αὐτῆς συνηρπάγην καί τάς ἔξωθεν αἰσθήσεις ἀπώλεσα, ἔκνους ὅλως τῷ βίῳ γενόμενος, καί τῶν ἐν χερσίν ἐπιλέλησμαι. Μακράν δέ, οὐκ οἶδ᾿ ὅπως εἰπεῖν, πάλιν ἀπέστη ἀπ᾿ ἐμοῦ καί τήν ἰδίαν με ἀφῆκε θρηνεῖν ἀσθένειαν»1513. Αξιοσημείωτη παραμένει η ένταση και το πάθος της αγάπης, η οποία τον οδηγεί, παρά την ενδεχόμενη φραστική υπερβολή, μέχρι την απώλεια των αισθήσεων και του νου. Για το φαινόμενο της έκστασης στον Συμεών θα γίνει ιδιαίτερος λόγος στην επόμενη παράγραφο. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι αλλαγές και μεταπτώσεις της πνευματικής κατάστασης που παρουσιάζονται, εφόσον η απομάκρυνση της «αγάπης-φωτός» τον επανέφερε στην προτεραία κατάσταση1514.

Ασφαλώς, μια τέτοια εμπειρία της αγάπης ως πλησμονής του θείου φωτός, συνιστά το τέλος κάθε νόμου, κάθε προστακτικής ηθικής και κάθε τυποποιημένης ευσέβειας: «Ὁ δέ καταλαβών σε ἤ καταληφθείς ὑπό σοῦ, πάντως βέβαιος, ἐπειδή τέλος νόμου σύ εἶ, ἡ ἐμέ περικυκλοῦσα, ἡ ἐμέ φλέγουσα καί ἐκ πόνου καρδίας εἰς πόθον ἄπειρόν με Θεοῦ καί τῶν ἐμῶν ἀδελφῶν καί πατέρων ἀνάπτουσα.(...) ἡ πάντων τῶν ἁγίων τελείωσις καί ἡ ἐμή νῦν πρός τήν παροῦσαν διακονίαν προχείρισις»1515. Το τέλος του νόμου, σύμφωνα με την παύλεια διδασκαλία, εγκαινιάζει την ελευθερία του Πνεύματος, όχι με τη μορφή της ηθικής ασυδοσίας, της εγκατάλειψης των εντολών, ή της πνευματικής παλινωδίας στην υπηρεσία του αυτόνομου εγωτικού θελήματος, αλλά με την έννοια της υπαρξιακής συγκατάθεσης και πνευματικής καταξίωσης του νόμου, της ολοκλήρωσής του ως απελευθέρωσης από τον τυπικό και προστακτικό χαρακτήρα του. Αυτή η τελείωση του νόμου σε χάρη, συνιστά και την προσωπική του «προχείριση πρός τήν παροῦσαν διακονίαν». Με τη φράση αυτή καταξιώνει την ποιμαντική και διδασκαλική του διακονία. Σύμφωνα με τον Krivochéine1516, η φράση αποτελεί έναν ακόμη υπαινιγμό στην από τον Συμεών ανάληψη της ηγουμενίας του Αγίου Μάμαντα.

Η υπερβολή της αγάπης του Θεού ως κατάληξη και ολοκλήρωση κάθε νόμου, συνιστά το υπέρλογο μυστήριο της προσωπικής σχέσης Θεού και ανθρώπου. Γι’ αυτό και περιγράφεται, κατά τον συνήθη τρόπο της πατερικής γραμματείας της Ανατολής, με όρους ερωτικού πάθους. Ο πόθος του Θεού συγκαλύπτει κάθε ανθρώπινη αγάπη και βρίσκει την ανταπόκρισή του στην πλησμονή της φωτοειδούς χάρης («φῶς δέ ὁ ἔρως ὁ πρός σέ καί ἡ ἀγάπη, Σῶτερ»), μεταποιώντας την ανθρώπινη συνθήκη στην κατάσταση της απάθειας1517.

Η «εμπλοκή» της αγάπης στη σημαντική της απάθειας, αποκαλύπτει την τελευταία υπερβάλουσα της απλής κατάργησης των παθών και αλλότρια της νέκρωσης του επιθυμητικού της ψυχής. Η εισαγωγή της πραγματικότητας του θείου πόθου στην απάθεια, την αποκαλύπτει ως προσωπική σχέση υπαρκτικής πληρότητας, ως υπέρβαση του πάθους από το πάθος, ως αποκάλυψη της οντολογίας του «κατά φύσιν», στην αναφορά του προς το μόνο εφετό.

Ο συμεωνικός πόθος είναι θείος έρως. και ο θείος έρως είναι έρως «πραγμάτων» και όχι ιδεών ή εννοιών, κατά τα πρότυπα της πλατωνικής παράδοσης1518. Το θείο φως ταυτίζεται –καθόσον την αποκαλύπτει– με την παρουσία του Πνεύματος, αποκαλυπτική με τη σειρά της όλης τής Αγίας Τριάδος1519. Γι’ αυτό και η έμπονη ασκητική προσπάθεια αναίρεσης της οντικής ατομικότητας και αυτοπαράδοσης στην αγάπη του άλλου/Άλλου, γι’ αυτό και οι ορατές μεταμορφώσεις της αγάπης στην ανθρώπινη οντολογία (σώμα και ψυχή), ως απάθεια, αγιασμός, φιλανθρωπία, δεξίωση του άλλου ως αδελφού, μέριμνα για την κτίση ως δημιουργία του Θεού.

Η αγαπητική υπέρβαση του νόμου είναι απολύτως φυσικό να «βάλει έξω τον φόβον». Στα όρια της αγαπητικής σχέσης δεν υπάρχει φόβος ως απειλή τιμωρίας, ή απώλειας της ατομικής κατασφάλισης από τη θεία εύνοια. Ήδη, η σχέση δούλου –Κυρίου, μεταμορφώθηκε σε υική. Ο καρπός της αγάπης, θα παρατηρήσει ο Συμεών, δεν ανέχεται να βασταχθεί από το δένδρο του φόβου. Αλλά ο καρπός αυτός, και εδώ βρίσκεται το υπέρλογο θαύμα, ξεριζώνει το δένδρο παραμένοντας μόνος1520. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Συμεών βεβαιώνει: «Φόβος γάρ ἐν τῇ ἀγάπῃ/οὐχ εὑρίσκεται οὐδ᾿ ὅλως,/οὐδέ πάλιν δίχα φόβου/ἐν ψυχῇ καρποφορεῖται»1521. Πρόκειται για συγνωστή αντινομία. Για την αντινομία που συνιστά το ίδιο το μυστήριο της σχέσης Θεού –ανθρώπου, το οποίο θεώνει μεν τον άνθρωπο, χωρίς να καταργεί τη μεταξύ τους οντολογική διαφορά. Πρόκειται για το δέος του ανθρώπου απέναντι στη θεία αγαπητική παρουσία και, ταυτόχρονα, για το φόβο τυχόν απώλειας του Αγαπημένου, εξαιτίας της όποιας αστοχίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, όπως έχει πολλές φορές επισημάνει ο άγιος Συμεών σε προφανή αντιμεσσαλιανική προοπτική, ακόμη και στην κατάσταση της αγαπητικής παρουσίας του Θεού, απαιτείται η διαρκής ταπείνωση και η δια βίου τήρηση των εντολών.

Για το Νέο Θεολόγο η αγάπη είναι η κορυφή των αρετών: «Ἄκουε δέ τῆς ἀγάπης,/ εἰ βούλει, τάς ἐνεργείας,/καί μαθήσῃ, πῶς ὑπάρχει/μείζων πάντων ἡ ἀγάπη!»1522. Αποτελεί το πλήρωμα της ενεργητικής φωτοφάνειας του Πνεύματος, όχι ως μία επιμέρους αρετή, αλλά ως ο περιεκτικός ορισμός και η επιγραμματική διατύπωση των ενεργειών του Θεού, της θείας χάρης.

Σε μια προσπάθεια να τονίσει το παραπάνω ο άγιος Συμεών θα απαριθμίσει, ακολουθώντας την ανάπτυξη του παύλειου ύμνου προς την αγάπη, «τάς ἐνεργείας τῆς ἀγάπης», αποκαλύπτοντάς την ως την κατάσταση της παρουσίας του Πνεύματος. Της απευθύνεται σε πρώτο πρόσωπο. Της ζητά να του αποκαλύψει τον ίδιο το Χριστό, το μυστήριο της θείας Οικονομίας Του, την παρακαλεί να κατοικίσει εντός του, να μεσιτεύσει στον Κύριο («συλλαλήσῃς περί ἡμῶν… καί πρεσβεύσῃς…») για την αποκατάσταση των σχέσεων μαζί Του και την άφεση των αμαρτιών1523, την ταυτίζει με το ίδιο το Άγιο Πνεύμα: «Ἀγάπην ἐνταῦθα τό τοῦ Θεοῦ Ἅγιον καλεῖ Πνεῦμα, δι᾿ οὗ καί τήν υἱοθεσίαν ἀπολαμβάνομεν»1524. Στη βάση της χριστιανικής παράδοσης περί ενδοτριαδικών σχέσεων, η παρουσία και αποκάλυψη του Πνεύματος συνεπιφέρει την παρουσία και αποκάλυψη της όλης θεότητος. Στοιχώντας προς την παραπάνω λογική και εκφράζοντας, για μια ακόμη φορά, τη σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο επίπεδο του ασκητικού βιώματος, ο άγιος Συμεών θα αναγνωρίσει στην ύπαρξη και παρουσία της αγάπης τον ίδιο το Χριστό: «Ἡ δέ ἀγάπη αὕτη, εἴτ᾿ οὖν ἡ κεφαλή [πάντων] τῶν ἀρετῶν ἐστίν ὁ Χριστός καί Θεός»1525, ο Οποίος, με την πραγμάτωση της σωτηριώδους Οικονομίας Του, μετέδωσε το πλήρωμα της αγαπητικής χάρης Του «οὐσιωδῶς ἡμῖν», και μας κατέστησε μετόχους της αφθαρσίας και αγιότητος1526.

Σημειώσεις


1505 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος I, SC 96, 53-69: «Πόλιν οὖν ἐνταῦθα μίαν μοι νοήσεις καί οὐ πολλάς, τήν ἁγίαν καί ἀχώριστον τριάδα τῶν ἀρετῶν, μᾶλλον δέ τήν πρώτην τῶν λοιπῶν, ἥν καί λέγουσιν ἐσχάτην, ὡς τέλος τῶν καλῶν οὖσαν καί μείζω πασῶν τυγχάνουσαν, τήν ἀγάπην φημί, ἐξ ἧς καί ἐν ᾗ πίστις πᾶσα τεθεμελίωται καί ἐλπίς ᾠκοδόμηται, καί δίχα ταύτης συνέστη τῶν ὄντων οὐδέν, οὔτε μήν καθόλου συστήσεται. Πολλά δέ ταύτης ὀνόματα, πολλαί αἱ πράξεις αὐτῆς, πλείονα τά γνωρίσματα, τά ἰδιώματα θεῖα καί πλεῖστα, ἡ φύσις δέ μία καί ἐπίσης πάντῃ πᾶσιν ἀπόρρητος, τοῖς τε ἀγγέλοις καί τοῖς ἀνθρώποις καί πάσῃ κτίσει ἑτέρᾳ, τῇ ἴσως ἀγνοουμένῃ ἡμῖν. Ἀκατάληπτος τόν λόγον, τῇ δόξῃ ἀπρόσιτος, ἀνεξιχνίαστος τοῖς βουλεύμασιν, αἰώνιος ὅτι καί ἄχρονος, ἀθεώρητος ὅτι νοεῖται μέν, οὐ καταλαμβάνεται δέ. Πολλά τά κάλλη ταύτης τῆς ἀχειροποιήτου καί καί ἁγίας Σιών, ἅ ὁ βλέπειν ἀρξάμενος οὐκέτι αἰσθηταῖς ἐπευφραίνεται θεωρίαις, οὐκέτι τοῦ κόσμου τούτου τῇ δόξῃ πρόσκειται».

1506 Για την αρχαιοελληνική αντίληψη, ο Θεός δεν αγαπά ούτε τον κόσμο, ούτε τους ανθρώπους παρά μόνο τον Εαυτό του, σε μια κίνηση αυτοαναφορικότητας που αντιστοιχεί στη μακαριότητά Του. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Φυσικά VIII, 5, 256A-260A. Πρβλ. και ŠPIDLIK T., Η πνευματικότητα του Ανατολικού Χριστιανισμού, μετ. Βασίλειος Ψευτογκάς, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 380-381. Από τη μεριά του ο άνθρωπος, τείνει και επιθυμεί το Θεό κατά φυσική αναγκαιότητα, ως αναγκαία έλξη του κατώτερου από το ανώτερο, του ατελούς από το τέλειο, του ενδεούς από το απροσδεές. Η αγάπη αυτή, που ο Σωκράτης στο Φαίδρο την παρομοιάζει με τα φτερά της ψυχής, οδηγεί την ψυχή στην Αλήθεια, τη Δικαιοσύνη, την Ωραιότητα, τη Γνώση, επισημαίνοντας το χαρακτήρα φυσικής υπεροχής του θείου. Βλ. ROBIN L., La théorie platonicienne de l’ amour, Paris, 1908, σελ. 228.

1507 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος I, SC 96,142-152: «Πᾶσα γάρ σπουδή καί πᾶσα ἄσκησις μετά καμάτων πολλῶν ἡ μή καταντῶσα εἰς τήν ἀγάπην ἐν συντετριμμένῳ τῷ πνεύματι, ματαία ἐστί καί εἰς οὐδέν καταλήγουσα χρήσιμον. Οὐδέ γάρ ἐν ἄλλῃ τινί ἀρετῇ ἤ καί πληρώσει κυριακῆς ἐντολῆς δύναταί τις γνωρίζεσθαι Χριστοῦ μαθητής· “Ἐν τούτῳ γάρ, φησί, γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγαπᾶτε ἀλλήλους “. Ταύτης ἕνεκα ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, δι᾿ ἥν ἐνανθρωπήσας, πάντα ὑπέμεινεν ἑκουσίως τά ζωοποιά πάθη, ἵνα τό οἰκεῖον πλάσμα, τόν ἄνθρωπον, τῶν δεσμῶν ἐλευθερώσῃ τοῦ ᾅδου καί ἀναλαβών εἰς οὐρανούς ἀναγάγῃ».

1508 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος XXXIV, SC 113, 97-102.

1509 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 4ος, SC 129, 579-585.

1510 Σύμφωνα με τον BECK H. –G., Η βυζαντινή χιλιετία, μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Αθήνα 1992, σελ. 267, η αγάπη είναι ένα παράξενο σημείο στο σύστημα του Ευαγρίου. Την ταυτίζει με την απάθεια, καθόσον η αναχώρηση από τα πάθη οδηγεί, περίπου νομοτελειακά, στην κατάσταση της αγάπης ως θεωρίας. Βλ. και GUILLAUMONT A., Un philosophe au désert. Euagre le Pontique, Paris 2009, σσ. 269-270. Ο Beck χαρακρηρίζει την ευαγριανή αγάπη ως αγάπη προς μια ανώτερη γνώση και όχι ως αγάπη του υπαρξιακού βάθους ενός Βασιλείου ή ενός Νύσσης. Ο ΡΑΜΦΟΣ Σ., Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού. Δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, Αθήνα 2010, σσ. 221 κ.εξ., παραπέμποντας στην ανακάλυψη των Κεφαλαίων των μαθητών του Ευαγρίου, στην συλλογή χειρογράφων του Μουσείου Μπενάκη, την κριτική έκδοση των οποίων παραγματοποίησε ο GEHIN P., Chapitres des disciples d’ Evagre, Paris 2007, συνδέει την ευαγριανή κατανόηση της αγάπης με τα Κεφάλαια περί αγάπης του Μαξίμου και με άλλους εκπροσώπους της ασκητικής και μοναχικής παράδοσης.

1511 Γαλ. 4:9.

1512 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 4ος, SC 129, 643-661: «Ταῦτα οὐδείς ποτε ἀνθρώπων ἐννοῆσαι ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἤ εἰπεῖν ἤ ἀκοῇ παραδέξασθαι, μἠ ὅτι γε ἔργῳ αὐτά διαπράξασθαι ἠδυνήθη, εἰ μή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρότερον ἐξεχύθη πλουσίως ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ καί ἔνοικον ἔσχε δι᾿ αὐτῆς τόν εἰπόντα· “Οὐ δύνασθε χωρίς ἐμοῦ ποιεῖν οὐδέν”. Ἀλλ᾿ οὐδέ τῆς τοιαύτης χάριτος καί δωρεᾶς ἔτυχέ τις, εἰ μή πρότερον ἑαυτόν ἀπηρνήσατο, καθώς ἐνετείλατο ὁ Σωτήρ καί ἡμεῖς λεπτότερον ἐδηλώσαμεν, τῷ Κυρίῳ δηλονότι ἐν ὅλῃ καρδίᾳ εὐπροθύμως δουλεύσας καί ἀγαπήσας αὐτόν. Εἰ δέ μή ταύτην ἀναφαίρετον εἴληφε, μηδείς ἑαυτόν ἀπατάτω, γινωσκέτω δέ τοῦτο, ὡς οὐδέ τῆς μετά Θεοῦ ἑνώσεως τῆς ἐν νοερᾷ αἰσθήσει καί γνώσει καί θεωρίᾳ γινομένης κατηξιώθη ἤ καταξιωθήσεται πώποτε. Οἱ γάρ χρηματίσαντες ἄνδρες τέλειοι ἐν τῇ μεθέξει τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος καί τήν πνευματικήν ἡλικίαν ἐν τῷ ῥηθέντι μέτρῳ τελείαν κτησάμενοι ὅλοι γίνονται μετά τοῦ Θεοῦ, ὁρῶντες αὐτόν τοσοῦτον ὅσον ὁρῶνται καί αὐτοί ὑπ᾿ αὐτοῦ. Μένει γάρ γνωστῶς ὁ Θεός ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί γνωστῶς ἐν τῷ Θεῷ μένουσιν ἀχωρίστως καί ἀδιαστάτως».

1513 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος I, SC 96, 72-78.

1514 Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με όσα διαπραγματευθήκαμε στην προηγούμενη ενότητα περί απάθειας, για τη δυνατότητα έκπτωσης της χάρης από τους φωτισμένους και θεωμένους και ενδεχόμενης επιστροφής στην αμαρτία.

1515 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος I, SC 96, 126-134.

1516 SC 96, σελ. 235, σημ. 1.

1517 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XXXIX, SC 174, 7-19: «Καθ᾿ ὅσον γάρ ὑπέρκεισαι τῶν ὁρωμένων, Σῶτερ,/κατά τοσοῦτον ὁ πρός σέ πόθος ὑπάρχει μείζων/καί συγκαλύπτει ἅπασαν ἀνθρωπίνην ἀγάπην/καί ἔρωτας τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν ἀποτρέπει,/ἐπιθυμίας πάσας δέ ἀποκρούεται τάχος˙/σκότος γάρ ὄντως τῶν παθῶν ἐπιθυμία πέλει/καί νύξ βαθεῖα τῶν αἰσχρῶν ἁμαρτιῶν ἡ πρᾶξις,/φῶς δέ ὁ ἔρως ὁ πρός σέ καί ἡ ἀγάπη, Σῶτερ./Διό ἐξανατέλλουσα ἐν ψυχαῖς φιλοθέοις/εὐθύς ἡμέραν ἐμποιεῖ ἀπαθείας, Θεέ μου,/ἀποδιώκουσα παθῶν καί ἡδονῶν τό σκότος˙/ὤ θαῦμα, ὤ παράδοξον ἔργον Θεοῦ ὑψίστου/καί μυστηρίων δύναμις τῶν κρυπτῶς τελουμένων!».

1518 Ο Σουηδός επίσκοπος NYGREN A., Eros et agapé, Paris 1944, σελ. 250 κ.εξ., θα αντιδιαστέλλει με πάθος την χριστιανική αγάπη από τον αρχαιοελληνικό έρωτα, προσπαθώντας να δείξει όχι απλά τη διαφορά τους, αλλά το ότι η μία είναι αναιρετική του άλλου και αντίστροφα. Σύμφωνα με το Λουθηρανό θεολόγο, η αρχαία θρησκεία, φιλοσοφία και ηθική, γνώριζε τη θεωρία ή ένωση με το θείο από μια καθαρά ατομική ή και ωφελιμιστική σκοπιά ως ευδαιμονία, στην απόρριψη του κόσμου και της ύλης και την απελευθέρωση της θείας ψυχής για τη συνάντησή της με το Όμοιο. Ο ατομικός και οφελιμιστικός αυτός έρωτας, παρά τη στωική οικουμενικότητα, έφτασε στα όριά του κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο, μέσα από την αδυναμία του να δεξιωθεί τον άλλο και να αποτιμήσει το κοινωνικό. Τη στιγμή αυτή αναδειχθηκε η χριστιανική αγάπη ως φιλανθρωπία και φιλευσπλαχνία του πανάγαθου Θεού, η οποία ανατίμησε τον άνθρωπο, παύοντας να αποτελεί μέριμνα ευδαιμονίας και βιωτικής ωφέλειας. Υπό τη μακρά επίδραση του αρχαιοελληνικού έρωτος, η χριστιανική αγάπη αφομοιώθηκε σε μυστικιστική έξαρση ατομικής ένωσης με το Θεό, μέσα από τις συγκεκριμένες ατραπούς της αλεξανδρινής θεολογίας, του Αρεοπαγίτη, εν μέρει του Αυγουστίνου, του Σκώτου Ερίγενα και όλων των μυστικών Ανατολής και Δύσης, μέχρι την κατάληξή της στα θεωρητικά (spéculatifs), μετακαντιανά συστήματα. Βλ. και: Lossky V., Η θέα του Θεού, μετ. Μελετίου Καλαμαρά, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 46-47, και: ΡΑΜΦΟΥ Σ., Φιλόσοφος και Θείος Έρως. Από το Συμπόσιον του Πλάτωνος στους Ύμνους θείων ερώτων του αγίου Συμεών, το επίκλην Νέου Θεολόγου, Αθήνα 1989, σσ. 148 κ. εξ. Δεν είναι εδώ ο χώρος για την κατάδειξη των παρανοήσεων του Nygren, ούτε της βαθειά μεταμορφωτικής διεργασίας στην οποία υποβλήθηκε η αρχαιοελληνική σημασία του έρωτος, προκειμένου να γίνει αποδεκτή από τους πατέρες, τουλάχιστον, της χριστιανικής Ανατολής. Αναφορικά προς τη σημαντική της στη σκέψη του Νέου Θεολόγου, να παρατηρηθεί εντελώς κωδικά, η παντελώς αλλότρια στάση του, τόσο ως προς την ωφελιμιστική διάσταση της θείας ένωσης, όσο και ως προς την ατομιστική διάσταση του θείου έρωτα. Ο συμεωνικός έρως –καθόσον θείος –συνιστά τον «τόπο» της παρουσίας τόσο του αδελφού, όσο και σύμπασας της κτίσης. Ταυτίζεται εννοιολογικά με την αγάπη. Καταξιώνει τη σωματικότητα και την ύλη, και συνιστά (η αγάπη που δηλώνει την ίδια την παρουσία του Πνεύματος), την κινητήρια δύναμη, όπως έχει ήδη επισημανθεί, της διδασκαλικής και ποιμαντικής του φροντίδος.

1519 Βλ. ΡΑΜΦΟΥ Σ., Φιλόσοφος και Θείος Έρως. Από το Συμπόσιον του Πλάτωνος στους Ύμνους θείων ερώτων του αγίου Συμεών, το επίκλην Νέου Θεολόγου, Αθήνα 1989, σελ. 289.

1520 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ύμνοι θείων Ερώτων, XVII, SC 174, 184-204: «Συχνοτέρως δέ τό ἄνθος/ἐπανθοῦν καί πρός ἐκεῖνο/ὅλον με τῷ πόθῳ ἕλκον/εἰς καρπόν ἀγάπης λήγει./Ὁ καρπός δέ οὗτος πάλιν/οὐκ ἀνέχεται τῷ δένδρῳ/τῷ τοῦ φόβου βασταχθῆναι,/ἀλλά μᾶλλον ὅτε πλήρης/ὡριμάσει, τότε μόνος/δίχα δένδρου καθορᾶται./…Ὄντως θαῦμα ὑπέρ λόγον,/ὑπέρ ἔννοιαν δέ πᾶσαν,/ὅτι δένδρον μετά κόπου/ἐξανθεῖ καί καρπόν φέρει˙/ὁ καρπός αὐτοῦ δέ πάλιν/ὅλον ἐκριζοῖ τό δένδρον,/μένει δ᾿ ὁ καρπός καί μόνος».

1521 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ο.π., 194-197.

1522 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ο.π., 289-292.

1523 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις, Λόγος I, SC 96, 94-120: «Ἐπαινετός ὁ καταδιώκων σε, ἐπαινετώτερος ὁ εὑρών σε, μακαριώτερος ὁ ἀγαπηθείς ὑπό σοῦ, ὁ εἰσδεχθείς παρά σοῦ, ὁ διδαχθείς ἀπό σοῦ, ὁ κατοικήσας ἐν σοί, ὁ τραφείς διά σοῦ τροφήν Χριστόν τόν ἀθάνατον, Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν. Ὦ ἀγάπη θεία, ποῦ Χριστόν περιέχεις; Ποῦ αὐτόν κατακρύπτεις; Τί τόν τοῦ κόσμου Σωτῆρα λαβοῦσα, μακράν γέγονας ἀφ᾿ἡμῶν; Ἄνοιξον καί ἡμῖν τοῖς ἀναξίοις μικράν σου θύραν, ἵνα καί ἡμεῖς ἴδωμεν τόν δι᾿ ἡμᾶς παθόντα Χριστόν καί πιστεύσωμεν τῷ ἐλέει αὐτοῦ ὡς οὐκέτι ἀποθανοῦμεν ἀφ᾿ οὐ αὐτόν θεασόμεθα. Ἄνοιξον ἡμῖν ἡ θύρα αὐτῷ γενομένη εἰς τήν διά σαρκός αὐτοῦ ἐπιφάνειαν, ἡ βιασαμένη τά ἄφθονα καί ἀβίαστα σπλάχνα τοῦ ἡμετέρου Δεσπότου εἰς τό βαστάσαι τάς ἁμαρτίας καί τάς νόσους ἁπάντων, καί μή ἀπορρίψῃς ἡμᾶς λέγουσα· “Οὐκ οἶδα ὑμᾶς “. Γενοῦ μεθ᾿ ἡμῶν, ἵνα γνωρίσῃς ἡμᾶς· ἀγνώριστοι γάρ σοι τυγχάνομεν. Ἐνοίκησον ἐν ἡμῖν, ἵνα διά σέ καί ἡμᾶς τούς ταπεινούς ὁ Δεσπότης ἐλθών ἐπισκέψηται προϋπαντώμενος παρά σοῦ - ἡμεῖς γάρ εἰς ἅπαν ἀνάξιοι -, ὡς ἄν προσμείνῃ μικρόν ὁμιλῶν σοι καί δέξηται καί ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς προσπεσεῖν τοῖς ἀχράντοις αὐτοῦ ποσί, καί συλλαλήσῃς περί ἡμῶν ἀγαθά καί πρεσβεύσῃς ἀφεθῆναι τό χρέος ἡμῖν τῶν κακῶν, ὅπως αὐτῷ τῷ Δεσπότῃ δουλεύειν διά σοῦ πάλιν ἐξιωθῶμεν καί ὑπ᾿ αὐτοῦ προνοώμεθα καί τρεφώμεθα· τό γάρ χρεωστεῖν μέν μηδέν, λιμῷ δέ πτωχείας ἀπόλλυσθαι, παρά μικρόν τῆς ἴσης ἐστί τιμωρίας καί κολάσεως πρόξενον».

1524 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 4ος, SC 129, 561-562.

1525 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ο.π., 548-549.

1526 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ηθικός 4ος, SC 129, 550-557: «ὅς διά τοῦτο κατῆλθεν ἐπί τῆς γῆς καί γέγονεν ἄνθρωπος, μεταλαβών τῆς ἡμετέρας γεώδους σαρκός, ἵνα μεταδῷ τῆς αὐτοῦ θεότητος οὐσιωδῶς ἡμῖν καί πνευματικούς ἡμᾶς ἐργασάμενος καί ἀφθάρτους ἀποτελέσας εἰς οὐρανούς ἀνενέγκῃ. Αὕτη ἐστίν ἡ ἀγάπη ἥν λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος ὅτι ἐκκέχυται πλουσίως ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ἤγουν ἡ μετουσία καί μέθεξις τῆς θεότητος αὐτοῦ, δι᾿ ἧς ἑνούμεθα τῷ Θεῷ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: