Για να κατανοήσουμε πληρέστερα την Δυτική Θεολογία του χρίσματος
Μπορούμε να ορίσουμε την Χριστολογία ή με όρους πιο παραδοσιακούς σαν έναν στοχασμό πάνω στο πρόσωπο ή στην Φύση του Χριστού (με στατική-οντολογική έννοια) ή με όρους πιο μοντέρνους, σαν μία ερμηνεία του προσώπου ή του σωτηριώδους έργου του Ιησού της Ναζαρέτ (με δυναμική λειτουργική έννοια).
Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει μόνο μία Χριστολογία αλλά διαφορετικές. Η ιστορία της Εκκλησίας και της Θεολογίας καταγράφει εξ’αρχής πολλές χριστολογίες. Ήδη στο εσωτερικό της Βίβλου υπάρχουν διάφορες: η Χριστολογία του Ματθαίου δεν είναι σαν του Ιωάννη. Μάλιστα ο ίδιος ο Παύλος ομιλεί διαφορετικά στις επιστολές προς τους Κορινθίους και στην επιστολή προς τους Κολοσσαείς. Οι εξηγητές όμως μιλούν επίσης και για ενότητα της ποικιλίας. Διότι τους έγινε κατανοητό πώς ναι μεν στην Κ.Δ. υπάρχουν διαφορετικές χριστολογίες, αναλόγως των διαφόρων γραπτών, οι οποίες όμως δεν διαφοροποιούνται απολύτως μεταξύ τους, συνιστώντας μάλιστα την ανάπτυξη του μοναδικού μυστηρίου τού Χριστού και μάλιστα σ’αυτή την ανάπτυξη, σχηματίζουν μία ενότητα.
Τα προβλήματα όμως στην συνέχεια αυξάνουν όταν ο λόγος επεκτείνεται στην συνέχεια ανάμεσα στις βιβλικές χριστολογίες και τις χριστολογίες των Συνόδων. Έχει συγκεντρωθεί πλέον μία τόσο μεγάλη ποσότητα υλικού που χάνεται σιγά-σιγά η βεβαιότης στην δυνατότητα μίας συνθέσεως και συστηματοποιήσεως των βιβλικών δεδομένων για τον Ιησού, τα διδάγματα των Συνόδων και τις θεωρίες των σχολαστικών δασκάλων. Σήμερα άμεση σύνθεση αυτών των χριστολογιών φαίνεται αδύνατη.
Έτσι μία θεωρία της Χριστολογικής παραδόσεως δεν είναι ακόμη δυνατή, διότι εκτός των άλλων η μελέτη της ιστορίας αυτής της παραδόσεως μόλις άρχισε.
Τι να πούμε όμως για την μοντέρνα Χριστολογία; Το κάδρο χρωματίζεται με ανταύγειες ακόμη πιο διαφορετικές και πολύ συχνά μάλιστα και αντιφατικές μεταξύ τους. Ιδιαιτέρως δε αν θέλουμε να αγκαλιάσουμε ταυτόχρονα και την καθολική Θεολογία και την Προτεσταντική. Μιλώντας για Θεολογία ή χριστολογία μοντέρνα, θέλουμε να αναφερθούμε στην περίοδο που ξεκινά μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή γύρω στο 1920. Θα μπορούσαμε να πούμε με συντομία: «Στις καθολικές διατριβές των πρώτων δεκαετιών αυτού του αιώνος, η Χριστολογία δεν υπέστη αλλαγές πολύ βασικές. Προσφάτως όμως σημειώθηκε μία πρόοδος στην έρευνα. Οι έρευνες των προτεσταντών όμως, ακόμη από το 1920 είχαν ανοίξει στις πιο αντιθετικές και αντιρρητικές δηλώσεις».
ΠΟΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ;
Τι σημαίνει η συνθετική μας πρόθεση τής μοντέρνας Χριστολογίας; Σημαίνει πώς δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε την ιδιαίτερη λειτουργία του Θεολόγου, ο οποίος χωρίς να προδώσει την εξηγητική και την ιστορία, πρέπει να προσπαθεί σταθερά να επαναφέρει την κίνησή του Θεολογικού στοχασμού στην ενότητα! Να συνεισφέρει άμεσα στον σχηματισμό ενός συστηματικού κριτηρίου.
Αυτή η σύνθεση μπορεί να εννοηθεί με διάφορους τρόπους: ή να εξετάσουμε όλους όσους ασχολήθηκαν με την Χριστολογία ή να φτιάξουμε έναν κατάλογο με τα χριστολογικά θέματα ή ερωτήματα και των απαντήσεων που δόθηκαν ή να ενοποιήσουμε τον λόγο μας, επαναφέροντας στην ρίζα τους τα συγκεκριμένα προβλήματα. Επιλέγουμε τον τρίτο τύπο συνθέσεως. Και αναρωτιόμαστε: υπάρχει και εάν υπάρχει ποιος είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η μοντέρνα Χριστολογική προοπτική; Με άλλα λόγια: υπάρχει και εάν υπάρχει ποιο είναι το αντικείμενο και η ιδιαίτερη μέθοδος της έρευνας της Χριστολογίας, τις τελευταίες δεκαετίες;
Μπορούμε να πούμε αμέσως πώς ξεχωρίσαμε το σημείο κλειδί για να εισέλθουμε με σιγουριά στο σύνθετο οικοδόμημα της Χριστολογίας των χρόνων μας, το οποίο είναι η εκπληκτική προσοχή με την οποία οι σύγχρονοι Θεολόγοι στράφηκαν προς τον άνθρωπο και στα προβλήματά του, σ’ ένα ιστορικό-υπαρξιακό πλαίσιο.
Αισθάνθηκαν έντονα το κάλεσμα της συγχρόνου κουλτούρας. Η οποία όμως από τον Καρτέσιο μέχρι τον Χάιντεγκερ και τον μαρξισμό, είναι επικεντρωμένη στον άνθρωπο. Είναι αλήθεια πώς η ανάγκη μίας ανθρωπολογικής έρευνας εμφανίζεται ήδη στους Πατέρες, στους πνευματικούς συγγραφείς, όπως και στους σχολαστικούς. Όμως ο μαρξισμός, έβγαλε τα συμπεράσματά τού μηδενισμού που σχεδιάστηκε από τον Χέγκελ και τον Νίτσε και μεταμόρφωσε την Θεολογία σε ανθρωπολογία. Απαιτώντας δικαιοσύνη για τον άνθρωπο ενάντια στον Θεό, ο οποίος τον αποξένωνε και επέτρεπε την εκμετάλλευση του.
Χριστολογία και ανθρωπολογία.
Δεν πρόκειται για μία εξωτερική σχέση, ίσως δευτερεύουσα, σαν να επρόκειτο για μία γειτνίαση ανάμεσα στην Χριστολογία και την ανθρωπολογία, θεωρημένες σαν δύο αυτόνομους λόγους και μάλιστα τέλειους κάθεαυτούς. Αλλά για μία εσωτερική και ουσιαστική εμπλοκή, τέτοια που μπορούμε να πούμε πώς η ομιλία για το ένα μέρος δεν γίνεται χωρίς να εμπλακεί αναγκαίως και το άλλο μέρος. Θέλουμε να πούμε πώς ο ένας όρος εισέρχεται εκ της φύσεως του και αμοιβαίως μάλιστα στον ορισμό τού άλλου όρου, καθότι η ανθρωπολογία και η χριστολογία εξαρτώνται και φωτίζονται η μία από την άλλη.
Η Χριστολογία δεν προστίθεται απ' έξω στην μεταβλητή ανθρωπολογία σαν μία δυνατή και πιο λεπτομερής διευκρίνηση της. Αλλά τα δύο πεδία επηρεάζονται και αλληλεπιδρούν: ότι υπάρχει ο άνθρωπος και ότι υπάρχει έτσι, αυτό είναι ήδη μία διάσταση της Χριστολογίας, καθότι η ύπαρξη και η ιστορία του ανθρώπου στο γεγονός-Χριστός αποκτούν εκείνη την πραγματοποίηση για την οποία υπάρχουν εν δυνάμει γενικώς. Η Χριστολογική ανθρωπολογία μπορεί και να μην εκληφθεί σαν ταυτολογία, σ’αυτή την περίπτωση όμως, αυτά τα δύο εννοιολογικά περιεχόμενα δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν προσθετικά, το ένα δίπλα στο άλλο. Διότι αυτό το εννοιολογικό σύνολο μας δείχνει πώς η κοσμική αυτοαποκάλυψη τού Θεού στον Ιησού Χριστό και η εκφραστική ικανότης της ανθρώπινης υπάρξεως είναι εσωτερικώς υποταγμένες σ’αυτή την αυτοαποκάλυψη.
Δηλώνοντας πώς συναντούμε στο ενδιαφέρον για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τον ιστορικά υπαρκτό, το αντικείμενο και την ιδιαίτερη μέθοδο της συγχρόνου Χριστολογικής έρευνας, βεβαιώνουμε την ταυτότητα ανάμεσα στην αντικειμενική αρχή (περιεχόμενο) και την τυπική αρχή, φορμάλε (μέθοδος) της νέας Χριστολογίας. Η μεθοδολογική αυτή αρχή, σε ένα Χριστοκεντρικό όραμα, βρίσκεται πλέον σε χρήση σε όλη την Θεολογία. Έτσι θα μιλήσουμε περισσότερο για θέματα μεθόδου.
Η ιδέα πώς ο στοχασμός σχετικά με τον Ιησού Χριστό είναι το κέντρο κάθε Χριστιανικής Θεολογίας κατακτά όλο και περισσότερο τις συνειδήσεις. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να ανοίξει ο δρόμος και στήν μεθοδολογική συνέπεια αυτής τής τόσο γόνιμης εμπνεύσεως, που μπορούμε να την εκφράσουμε μ’αυτόν τον τρόπο: η Χριστολογία υποβάλλει την μέθοδο αυτής της Θεολογίας. Δεν θέλουμε να πούμε πώς η πίστη στον Θεό, δεν μπορεί ή δεν πρέπει να προηγείται της πίστεως στον Ιησού Χριστό: λέμε μόνον πώς σαν Χριστιανοί, γνωρίζουμε τον Θεό στο μέτρο και με τον τρόπο με τον οποίο απεκαλύφθη στον Ιησού Χριστό! «Και είναι φανερό επίσης πώς εάν ο Χριστός είναι το κέντρο, το τέλος δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Θεό (1 Κορ 15, 28). [Ανύπαρκτος λόγος στην Κ.Δ. ο Παύλος λέει: Διότι επειδή διά μέσου ανθρώπου ήλθε ο θάνατος, διά μέσου ανθρώπου ήλθε καί η ανάστασις των νεκρών… Εν τω Χριστώ όλα θα ζωοποιηθούν. Έκαστος δε εν τω ιδίω τάγματι. Απαρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού. Έπειτα το τέλος, όταν παραδώση την βασιλείαν εις τον Θεόν και Πατέρα, όταν θα καταργήση κάθε αρχήν και κάθε εξουσίαν και δύναμιν… αλλοιώς τι θα κάνουν οι βαπτιζόμενοι υπέρ των νεκρών; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνται καθόλου, τι και βαπτίζονται υπέρ των νεκρών: …ει νεκροί ούκ εγείρονται, φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκομεν…(Αυτή είναι η ουσία του καπιταλισμού. Την οποία εξέφρασε τέλεια ο Χάιντεγκερ, γεννώντας τον υπαρξισμό. Ο άνθρωπος είναι προς τον θάνατον).] [Η ανθρωπότης έμαθε το μάθημά της από τον άφρονα πλούσιο, ο οποίος γεμάτος υλικά αγαθά είπε στην ψυχή του: Φάε, πίε, ευφραίνου. Και πέθανε. Χωρίς ίχνος μετανοίας η Δυτική ανθρωπότης λέει στην ψυχή της: Φάε, πίε, ευφραίνου γιατί αύριο πεθαίνουμε. Η Ανατολή δεν πεθαίνει, είναι αφασία].
Θα αρχίσουμε λοιπόν μέσω του Χριστού, με τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να γνωρίσουμε μέσω Αυτού: το τέλος είναι ο Θεός και η θέωσή μας (Y. CONGAR). Ο Ιησούς Χριστός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός παρά μόνον από την άποψη τής σχέσεως του με τον Θεό. Η ιδιαιτερότης της Χριστολογικής γλώσσας, γίνεται, εκ φύσεως, Θεολογία. «Σήμερα δεν μπορούμε να μιλήσουμε αληθινά πλέον για τον ίδιο τον Θεό, χωρίς να μιλήσουμε ταυτόχρονα, για τον Ιησού. Γι’αυτόν τον λόγο η Θεολογία, και η Χριστολογία, η Επιστήμη του Θεού και η επιστήμη του Ιησού λαμβανομένου σαν τον Χριστό, είναι στενά ενωμένες (W PANNENBERG).
Συνεχίζεται
Δεν μπορούμε να μιλήσουμε πλέον για κενοδοξία, αλλά για αεροδοξία. Νέος στίβος, στον οποίο αγωνιζόμενοι οι άνθρωποι γίνονται σκίτσα, σαν τον Μάικλ Τζάκσον. Σήμερα οι άνθρωποι, γεννιούνται άνθρωποι καί εκούσια πεθαίνουν σκίτσα.
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΟΥ
Η ορθόδοξη απάντηση στήν βιβλική επιστήμη πού θεμελίωσε στήν θεολογία ο Αγουρίδης
Άγιος Συμεών Λόγος όγδοος
Αμέθυστος
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΤΟΥ
Η ορθόδοξη απάντηση στήν βιβλική επιστήμη πού θεμελίωσε στήν θεολογία ο Αγουρίδης
Άγιος Συμεών Λόγος όγδοος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου