Συνέχεια από: Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
(Συνεχίζεται)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Η ορθή χρήση της αναλογίας με βάση το θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
2.2.1 Αναλογία και Λογική
Πραγματικός φιλόσοφος, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι εκείνος που προσπαθεί πάντοτε να εκτελεί το θέλημα του Θεού, έχοντας λόγο έμπρακτο και πράξη ελλόγιμη1. Διότι αποδεικνύει με τα ίδια τα πράγματα το απλάνευτο της μεταβατικής ιδιότητας των νοήσεών του, και όντας ήδη τελείως λογικός, μπορεί να ανάγεται από τα μεριστά ιερά σύμβολα της Εκκλησίας, στην «ενοείδια» των αρχετύπων2. Όντας τελείως λογικός, νοεί τα θεία αρχέτυπα διαμέσου του εαυτού του και τελειοποιεί τον εαυτό του διαμέσου αυτών κατά τρόπο μυστικό3. Συμβαίνει τότε πολλές φορές να οδηγείται στην υπερτέλεια θέα και ανάβαση, με την πνευματική προσευχή4. Λογικός, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι ο άνθρωπος που αναζητεί το θείο θέλημα, προσπαθώντας να γνωρίσει την αιτία ένεκα της οποίας ο Θεός δημιούργησε το καθένα από τα όντα, ούτως ώστε να διάκειται προς αυτά πάντοτε σύμφωνα με τη θεία βούληση5. Λογική συνεπώς, είναι η επιστήμη της αναζήτησης του θείου θελήματος και η συμμόρφωση του ανθρώπου προς αυτό6. Όπως θα αποδείξουμε αμέσως πιο κάτω, σ’ αυτή την προοπτική χρησιμοποιείται και η αναλογία από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ως μία λογική μέθοδος συλλογισμού, η οποία ωστόσο δε στηρίζεται στις διάφορες γνώμες (ένδοξα) αλλά στις αυτόδηλες προτάσεις της πίστεως7. Ο συλλογισμός με βάση την αναλογία, όπως θα δούμε από τα παραδείγματα που ακολουθούν, μπορεί να αποβεί χρήσιμος στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει το φυσικό δώρο της απλής σοφίας, η οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει από την αναγνώριση των λόγων μέσα στα όντα, στη δοξολογία του Θεού ο οποίος τα δημιούργησε.
2.2.1.1 Συλλογισμός με βάση την αναλογία: Η αναλογία ως λογική απόδειξη ότι κάθε ορθή γνώση που προέρχεται από τη έξω σοφία, αποτελεί δώρο της φύσεως και όχι της χάριτος.
Το έργο και ο σκοπός εκείνων που αναζητούν τη σοφία του Θεού μέσα στα όντα, είναι η εύρεση της αλήθειας και η δοξολογία του Δημιουργού8. Η δυνατότητα αυτή για δοξολογία του Θεού διαμέσου της αλήθειας των κτισμάτων, δίνεται από τον ίδιο το Θεό σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, διαμέσου της φύσεως, αν και πάλι χρειάζεται πολλή μελέτη για να την αποκτήσει κανείς και να την διατηρήσει9. Για να το αποδείξει αυτό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς προσάγει το εξής επιχείρημα με βάση την αναλογία: «Ὡς γὰρ ἡ ἐπὶ παιδοποιΐᾳ κατὰ τοὺς νομίμους τῶν γάμων ἡδονὴ θεῖον Θεοῦ δῶρον, ἥκιστ᾿ ἄν κληθείη, σαρκικὸν γὰρ καὶ φύσεως, ἀλλ᾿ οὐ χάριτος δῶρον, καίτοι τὴν φύσιν ὁ Θεὸς ἐποίησεν˙ οὕτω καὶ ἡ παρὰ τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις, εἰ καὶ καλῶς τις ταύτῃ χρῷτο, φύσεώς ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐ χάριτος τὸ δόμα, διὰ τῆς φύσεως παρὰ Θεοῦ κοινῇ πᾶσι δεδομένον»10. Όπως δηλαδή ελάχιστα θα μπορούσε να ονομασθεί δώρο του Θεού η σύμφωνα με τους νόμιμους γάμους ηδονή προς παιδοποιία, γιατί είναι σαρκικό και φυσικό δώρο και όχι δώρο της θείας χάριτος, αν και ο Θεός είναι εκείνος που έπλασε τη φύση, με ανάλογο τρόπο και η γνώση που προέρχεται από την έξω σοφία, ακόμη κι όταν την χρησιμοποιήσει κανείς σωστά, αποτελεί δώρο της φύσεως και όχι της χάριτος. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς συγκρίνει αναλογικά τη σαρκική ηδονή στα πλαίσια του νόμιμου γάμου, με τη νοητική γνώση στα πλαίσια της θύραθεν φιλοσοφίας, για να αποδείξει ότι όπως στην πρώτη έτσι και στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για φυσικά και όχι πνευματικά δώρα του Θεού11. Σαφής απόδειξη και τεκμήριο, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ότι είναι φυσικό και όχι πνευματικό δώρο η θύραθεν σοφία, είναι ότι χωρίς φροντίδα και μελέτη δεν αποκτάται από κανέναν απολύτως12. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί την αναλογία για να μεταφέρει τη βέβαιη γνώση που έχουμε για κάποια κατάσταση, σε μία άλλη κατάσταση για την οποία διακυβεύεται η βεβαιότητα της γνώσης μας, ούτως ώστε να διατρανώσει την ορθότητα της διδασκαλίας του και να αποδείξει την εγκυρότητα των συλλογισμών του13. Ο συλλογισμός με βάση την αναλογία μπορεί να αποβεί χρήσιμος στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει το φυσικό δώρο της απλής σοφίας, η οποία στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει από την αναγνώριση των λόγων μέσα στα όντα, κατευθείαν στη δοξολογία του Θεού ο οποίος τα δημιούργησε. Η αναλογία, αποτελεί λοιπόν, μία μέθοδο συλλογισμού, η οποία όταν χρησιμοποιείται σωστά οδηγεί στην κατανόηση των λόγων και στην απόκτηση της φυσικής σοφίας. Είναι χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια του ανθρώπου να οδηγηθεί, διαμέσου των κτισμάτων, στη δοξολογία του Δημιουργού. Σε καμία περίπτωση ωστόσο δε μπορεί, με βάση τη θεολογία του άγ. Γρηγορίου Παλαμά, να οδηγήσει από μόνη της τον άνθρωπο πίσω στο κατ’ εικόνα. Η αναλογία τελειώνει εκεί που τελειώνει και ο φυσικός λόγος. Αποτελεί ένα απλό φυσικό μέγεθος και σε καμία περίπτωση δεν είναι δώρο της χάριτος.
2.2.1.2 Η γεωμετρική αναλογία ως λογικός συμπερασμός:
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς προβαίνει στον εξής λογικό συμπερασμό: Όπως η φωτιά (Α), όταν καλυφθεί από αδιαφανή ύλη (Β) μπορεί να θερμάνει (Γ) αλλά δε μπορεί να φωτίσει (Δ), έτσι και ο νους (Α’), όταν έχει πάνω του το σκοτεινό κάλυμμα των παθών (Β’) μπορεί να παρέχει γνώση (Γ’) αλλά όχι φως (Δ’)14. Ισχύει δηλαδή ότι: αν (Α):(Β)=(Γ):(Δ), τότε θα είναι σωστό να πούμε ότι (Α’):(Β’)=(Γ’):(Δ’). Θα προσπαθήσουμε τώρα να παρακολουθήσουμε τα λογικά στάδια που οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Αρχικά παρατηρούμε ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς εκφέρει την ως άνω κρίση βασιζόμενος στις εξής παραδοχές:
α) ο νους(Α’) είναι ανάλογος της φωτιάς(Α),
β) το σκοτεινό κάλυμμα των παθών(Β’) είναι ανάλογο της αδιάφανης ύλης(Β),
γ) η παροχή γνώσης(Γ’) είναι ανάλογη της παροχής θερμότητας(Γ) και
δ) το νοητό φως(Δ’) είναι ανάλογο του αισθητού φωτισμού(Δ).
Ο λογικός συμπερασμός που προκύπτει συνεπώς είναι ο εξής: Επειδή το (Α’) είναι ανάλογο του (Α), το (Β’) είναι ανάλογο του (Β), το (Γ’) είναι ανάλογο του (Γ) και το (Δ’) είναι ανάλογο του (Δ), έπεται λογικά ότι το (Α’):(Β’) είναι ανάλογο του (Α):(Β), καθώς και ότι το (Γ’):(Δ’) είναι ανάλογο του (Γ):(Δ). Από αυτό το συμπέρασμα διαπιστώνουμε τότε ότι:
α) το (Α’):(Β’) είναι γεωμετρικά ανάλογο του(Α):(Β) και
β) το (Γ’):(Δ’) είναι γεωμετρικά ανάλογο του (Γ):(Δ).
Ο επόμενος λογικός συμπερασμός που προκύπτει τότε είναι ο εξής:
Επειδή το (Α’):(Β’) είναι ανάλογο του (Α):(Β), και το (Γ’):(Δ’) είναι ανάλογο του (Γ):(Δ), καταλήγουμε στο ζητούμενο που είναι ότι το (1){(Α’):(Β’) = (Γ’):(Δ’)} είναι ανάλογο του (2){(Α):(Β) = (Γ):(Δ)}. Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση (2) είναι γεωμετρικά ανάλογη της κατάστασης (1) 15. Εάν τώρα λάβουμε υπόψη μας ότι η κατάσταση (1) αποτελεί δεδομένο της αισθητηριακής αντίληψης, και ότι η κατάσταση (2) αποτελεί δεδομένο της νοητικής αντίληψης, οδηγούμαστε στα εξής συμπεράσματα:
(α) υπάρχει μεταφορά γνώσης από το (1) στο (2), με βάση τη γεωμετρική αναλογία16,
(β) η γεωμετρική αναλογία χρησιμοποιείται από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ως λογικός συμπερασμός, με βάση τον οποίον γίνεται μεταφορά γνώσης από τα δεδομένα της αισθητηριακής αντίληψης στα δεδομένα της νοητικής αντίληψης,
(γ) η χρήση της γεωμετρικής αναλογίας, καθιστά πιο λογικό και έγκυρο το συμπέρασμα, στο οποίο ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θέλει να καταλήξει: ότι ο νους, όταν έχει πάνω του το σκοτεινό κάλυμμα των παθών μπορεί να παρέχει γνώση αλλά όχι φως17.
2.2.1.3 Η αναλογία ως λογικός συμπερασμός: με βάση την αναλογία αποδεικνύεται ότι δεν είναι μόνο η θεία ουσία άναρχη αλλά και οι θείες δυνάμεις.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί την αναλογία με σκοπό να αποδείξει ότι οι θείες ενέργειες είναι κι αυτές άκτιστες όπως η θεία ουσία. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν είναι μόνο ένα το άναρχο, δηλαδή η ουσία του Θεού, αλλά υπάρχουν και οι θείες δυνάμεις της, οι οποίες είναι κι αυτές άναρχες18. Αυτό αποδεικνύεται και από τον εξής αναλογικό συμπερασμό: «ὡς μία ἄναρχος οὐσία, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, αἱ δὲ παρὰ ταύτην οὐσίαι γενητῆς εἰσι φύσεως, παρὰ τῆς μόνης ἀνάρχου καὶ μόνης οὐσιοποιοῦ οὐσίας γεγονυῖαι, τὸν ἴσον τρόπον καὶ μία προνοητική δύναμις ἄναρχος, ἡ τοῦ Θεοῦ, αἱ δὲ παρὰ ταύτην γενητῆς φύσεως ὑπάρχουσι, κἀπὶ τῶν ἄλλων ἁπασῶν τοῦ Θεοῦ φυσικῶν δυνάμεων ὡσαύτως»19. Όπως δηλαδή, μία είναι η άναρχη ουσία, η ουσία του Θεού, ενώ οι γύρω από αυτήν ουσίες είναι γενητής φύσεως και έχουν κτιστεί από αυτήν, κατά τον ίσον τρόπο μία είναι και η προνοητική δύναμη, η του Θεού, ενώ όλες οι άλλες προνοητικές δυνάμεις γύρω από αυτήν είναι γενητής φύσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες φυσικές δυνάμεις του Θεού. Από το γεγονός ότι, ενώ η άναρχη ουσία του Θεού είναι άκτιστη ωστόσο αποτελεί την ουσιοποιό αιτία όλων των κτιστών ουσιών, μπορούμε να συμπεράνουμε αναλογικά ότι και η θεία πρόνοια είναι κι αυτή άναρχη και άκτιστη, ενώ οι δυνάμεις που υπάρχουν γύρω της είναι κτιστές και έχουν λάβει αρχή μέσα στο χρόνο20. Το ίδιο συνεπώς ισχύει και για τις υπόλοιπες θείες δυνάμεις. Η σύγκριση ανάμεσα στην άναρχη θεία ουσία και στις κτιστές ουσίες χρησιμοποιείται κατ’ αυτό τον τρόπο ως παράδειγμα, με βάση το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε αναλογικά ότι και στην περίπτωση της σύγκρισης ανάμεσα στις άκτιστες και στις κτιστές δυνάμεις υπάρχει απόλυτη διάκριση, για να καταλήξουμε έτσι στην λογική παραδοχή ότι οι άκτιστες δυνάμεις είναι κι αυτές άναρχες, όπως ακριβώς είναι και η θεία ουσία.
2.2.1.4 Ο αναλογικός συλλογισμός ως «λόγος ἐπινοίας»: η αναλογία ως συλλογισμός με βάση τον οποίο αποδεικνύεται ότι οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και όχι κτιστές.
Ο Βαρλαάμ, θεωρεί ότι ένα άναρχο και άκτιστο υπάρχει, κι αυτό είναι η ουσία του Θεού, ενώ κάθε ενέργεια αυτού είναι κτιστή21. Δε λαμβάνει υπόψη του, λέει ο αγ. Γρηγόριος Παλαμάς, το λόγο του αγίου Μαξίμου, σύμφωνα με τον οποίο ούτε υπάρχει ούτε γνωρίζεται οποιαδήποτε φύση, χωρίς την ουσιώδη ενέργειά της22. Ή λοιπόν δεν υπάρχουν ουσιώδεις και φυσικές θείες ενέργειες και άρα δεν υπάρχει ούτε Θεός, ή αν υπάρχουν θείες ενέργειες, φυσικές και ουσιώδεις και αυτές είναι κτιστές, τότε θα είναι κτιστή και η ουσία του Θεού που έχει αυτές23. Χρησιμοποιώντας τον αναλογικό συλλογισμό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς αποδεικνύει ότι όπως τα ενεργήματα γύρω από την ενεργούσα κτιστή ουσία είναι κι αυτά κτιστά, έτσι και τα ενεργήματα γύρω από την άκτιστη ουσία είναι και αυτά άκτιστα: «τῷ λόγω τῆς ἐπινοίας ἐκ τῶν ἐνεργημάτων περὶ τὴν ἐνεργοῦσαν οὐσίαν καταλαμβάνεται, τῇ οὐσίᾳ ἧς ἐστι κατάλληλος, ὡς κτιστὴν μὲν εἶναι τῆς κτιστῆς οὐσίας τὴν ἐνέργειαν, ἄκτιστον δὲ τῆς ἀκτίστου»24. Ο λόγος της «ἐπινοίας» αποτελεί ένα δυναμικό συλλογισμό, ο οποίος στηρίζεται στην αναλογική σύγκριση ανάμεσα στη σχέση ουσίας-ενέργειας στα κτιστά και στη σχέση ουσίας-ενέργειας στα άκτιστα. Δεδομένου δηλαδή, ότι στα κτιστά η ενέργεια αρμόζει κατάλληλα προς τη κτιστή ουσία της, έπεται συνεπώς ότι και στα άκτιστα η ενέργεια πρέπει να αρμόζει κατάλληλα προς την άκτιστη ουσία της. Συμπερασματικά, αφού η ενέργεια που ταιριάζει στην κτιστή ουσία είναι κι αυτή κτιστή, έτσι και η ενέργεια που ταιριάζει στην άκτιστη ουσία είναι κι αυτή άκτιστη25. Η αναλογική αυτή σύγκριση δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε φυσική ή υπαρκτική ομοιότητα ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά, αλλά αποτελεί ένα τεκμήριο για το πόσο εσφαλμένες είναι οι θεωρίες του Βαρλαάμ, οι οποίες αποδεικνύουν κτιστή την ενέργεια της άκτιστης ουσίας του Θεού. Με τις θεωρίες του αυτές, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, υβρίζει περιφρονητικά όχι μόνο τη θεία φύση, αλλά και τον ερχομό του Σωτήρα στον κόσμο διά της σαρκός26. Διότι, η παραδοχή πως κάθε ενέργεια του Θεού είναι κτιστή, θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστός δεν είχε κατά φυσικό λόγο κτιστές και άκτιστες ενέργειες, αλλά μόνο κτιστές, και θα είχε έτσι μόνο μία ενέργεια, και αυτή κτιστή.
2.2.1.5 Η αναλογία ως σύγκριση με βάση την ομοιότητα και την ανομοιότητα: Η αναλογία ανάμεσα στη λειτουργία του νου και της όρασης, η οποία βασίζεται τόσο στην ομοιότητα όσο και στη διαφορά ανάμεσά τους.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς προσπαθεί να αποδείξει με βάση την αναλογία ότι η ουσία του νου είναι κάτι διαφορετικό από την ενέργειά του, με σκοπό να φανερώσει τις πλάνες στις οποίες οδηγείται ο άνθρωπος, όταν βασίζεται στη θύραθεν σοφία. Όσοι ακολουθούν τα ελληνικά διδάγματα, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αγνοούν ότι άλλο είναι η ουσία του νου και άλλο η ενέργειά του, ταυτίζοντας αυτά τα δύο μεταξύ τους εξαιτίας της ομωνυμίας27. Για να φανερώσει την πλάνη αυτής της αντίληψης, συγκρίνει αναλογικά τη λειτουργία του νου και της όρασης, βασιζόμενος τόσο στην ομοιότητα όσο και στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσά τους28. «Οὐ γὰρ δὴ τοῦτο λέληθεν αὐτούς, ὅτι οὐχ ὡς ἡ ὄψις τἄλλα μὲν ὁρᾷ τῶν ὁρατῶν, ἑαυτὴν δὲ οὐχ ὁρᾷ, οὕτω καὶ ὁ νοῦς, ἀλλ᾿ ἐνεργεῖ μὲν καὶ τἄλλα, ὧν ἄν δέοιτο περισκοπῶν, ὅ φησι κατ᾿ εὐθείαν κίνησιν τοῦ νοῦ Διονύσιος ὁ μέγας, εἰς ἑαυτὸν δ᾿ ἐπάνεισι καὶ ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτόν, ὅταν ἑαυτὸν ὁ νοῦς ὁρᾷ»29. Ο νους δεν είναι όπως η όραση η οποία ενώ βλέπει όλα τα ορατά, εντούτοις, αδυνατεί να δει τον εαυτό της, αλλά ο ίδιος έχει την ικανότητα να επανέρχεται στον εαυτό του, να τον βλέπει και να ενεργεί καθ’ εαυτόν. Η ομοιότητα ανάμεσα στο νου και στην όραση είναι ότι και τα δύο βλέπουν κάτι, ο μεν νους τα νοητά η δε όραση τα αισθητά. Η διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η όραση αδυνατεί από μόνη της να δει τον εαυτό της, ενώ ο νους μπορεί από μόνος του να επανέλθει στον εαυτό του, να τον δει και να ενεργήσει καθεαυτόν. Όσοι δεν αναγνωρίζουν αυτή τη διάκριση, υποπίπτουν στην πλάνη της ομωνυμίας: ταυτίζουν την ουσία με την ενέργεια του νου, όπως συμβαίνει με τη λειτουργία της όρασης, από την οποία ωστόσο λείπει παντελώς η γνώση του εαυτού της. Η αναλογία συνεπώς, αποτελεί ένα λογικό συμπερασμό, ο οποίος βασίζεται τόσο στην ομοιότητα όσο και στην ανομοιότητα ανάμεσα στους δύο συγκρινόμενους παράγοντες, από τους οποίους οι προκείμενες του ενός θεωρούνται δεδομένες (καθόσον βασίζονται στην αισθητηριακή αντίληψη) ενώ του άλλου άγνωστες (γιατί βασίζονται στη νοητική αντίληψη)30. Με βάση την αναλογία έτσι, υποστηρίζεται η εγκυρότητα μίας πολύ σημαντικής νοητικής διάκρισης, άνευ της οποίας δεν είναι δυνατή η επίτευξη της ανώτερης ενέργειας στην οποία μπορεί να φτάσει ο νους. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στην ενέργεια του νου, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της κυκλικής επαναφοράς του νου στον εαυτό του και την παραμονή του μέσα σ’ αυτόν, πράγμα το οποίο αποτελεί την πιο ιδιαίτερη και ανώτερη ενέργεια που μπορεί να επιτελέσει ο νους31. Διότι, μετά την επίτευξη αυτής της επαναφοράς και παραμονής στον εαυτό του, ο νους μπορεί με τη θεία χάρη να υπερβεί τον εαυτό του και να συναντήσει τον ίδιο το Θεό32.
2.2.1.6 Γεωμετρική αναλογία: Η αναλογία ως εικονιστική μέθοδος περιγραφής του θείου φωτισμού.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, στην προσπάθειά του να περιγράψει με ποιο τρόπο συμβαίνει στο νου ο θείος φωτισμός, καταφεύγει στη χρήση των εξής αναλογιών:
(α) Όπως η αισθητή όραση δε θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί χωρίς να λάμψει επάνω της το εξωτερικό φως, έτσι και ο νους δε θα μπορούσε να βλέπει με τη νοερή αίσθηση αν δεν τον περιλάμψει το θείο φως33. Η σχέση ανάμεσα στην αισθητή όραση και στο αισθητό φως είναι ανάλογη με τη σχέση ανάμεσα στο νου και στο θείο φως34. Πιο ειδικά, η έλλαμψη του νου από το θείο φως είναι ανάλογη με την ενεργοποίηση της αισθητής όρασης από το αισθητό φως. Η αναλογία αυτή, ωστόσο, δε βασίζεται σε κάποια ουσιαστική ή υπαρκτική ομοιότητα ανάμεσα στη θεία έλλαμψη και στην αισθητή όραση, αλλά στο γεγονός ότι υπάρχει εξωτερική ομοιότητα ανάμεσά τους. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι η αισθητή όραση δε μετέχει ως προς τη φύση στην ουσία ή στην ύπαρξη του θείου φωτός, αφού τότε θα ήταν περιττό να συμβαίνει ο θείος φωτισμός υπερ-φυσικά, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος35. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, θέλοντας να εξεικονίσει με ακόμη πιο μεγάλη ενάργεια το μυστήριο της έλλαμψης του νου από το θείο φως, επιχειρεί να το περιγράψει και με μία δεύτερη αναλογία.
(β) Όπως η όραση όταν ενεργεί γίνεται η ίδια φως και ενώνεται με το φως και πρώτα βλέπει αυτό το φως που περιχύνεται σε όλα τα ορώμενα, ανάλογα και ο νους όταν φθάσει στην «εντελέχεια» της νοερής αισθήσεως, αυτός ο ίδιος είναι όλος φως και βρίσκεται μαζί με το φως, και μαζί με το φως βλέπει αυτό το ίδιο το φως, που βρίσκεται πάνω από όλα τα αισθητά και τα νοητά όντα36. Η ενεργοποίηση της αισθητής όρασης από το αισθητό φως, αποτελεί μία φυσική λειτουργία κατά την οποία:
Α) η όραση βρίσκεται σε ενεργητική κατάσταση,
Β) η όραση ενώνεται με το φως,
Γ) η όραση βλέπει μέσα στο φως όλα τα αισθητώς ορώμενα.
Με ανάλογο τρόπο και η έλλαμψη του νου από το θείο φως είναι μία υπερ-φυσική κατάσταση, κατά την οποία:
Α’) ο νους φθάνει στην «εντελέχεια» της νοερής αισθήσεως,
Β’) ο νους γίνεται όλος φως,
Γ’) ο νους βλέπει μέσα στο φως εκείνα που είναι πάνω από όλα τα αισθητά και τα νοητά όντα.
Κατά συνέπεια, η αναλογία ανάμεσα στο Α και στο Α’, στο Β και στο Β’, στο Γ και στο Γ’, οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: Α:Β:Γ = Α’:Β’:Γ’ 37. Όπως στην προηγούμενη αναλογία έτσι και σ’ αυτήν, οι ομοιότητες ανάμεσά στους ανάλογους όρους δεν είναι κυριολεκτικές αλλά εξωτερικές. Καμία φυσική ομοιότητα ή αναλογία δεν είναι δυνατό να υπάρξει ανάμεσα σε μία κτιστή λειτουργία και σε ένα άκτιστο γεγονός, το οποίο συμβαίνει κατά χάριν μόνο σε όσους πιστεύουν και έχουν νου που είναι καθαρός από τα πάθη.
Αυτό που παρατηρούμε και στις δύο πιο πάνω γεωμετρικές αναλογίες, είναι ότι η σύνδεση ανάμεσα στους ανάλογους όρους δε βασίζεται σε κάποιου είδους ουσιαστική ή υπαρκτική μετοχή του ενός στον άλλο. Αντίθετα στηρίζεται σε κάποιες εξωτερικές ομοιότητες, οι οποίες δίνουν τη βάση για το σχηματισμό μίας σύγκρισης, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εξωτερική περιγραφή, ως παράδειγμα και ως εικονισμός, αυτού που στη βάση του συνεχίζει να αποτελεί ένα άβατο και απρόσιτο μυστήριο για τα ανθρώπινα δεδομένα.
2.2.1.7 Η αναλογία ως κοινός όρος της σύγκρισης
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, προειδοποιεί ότι όταν ακούμε ότι οι οφθαλμοί της ψυχής μπορούν να γνωρίσουν εκ πείρας τους επουράνιους θησαυρούς, δεν πρέπει να κατανοούμε ότι αυτό που εννοείται ως οφθαλμός της ψυχής είναι η διάνοια38. Διότι η διάνοια έχει την ιδιότητα να καθιστά «διανοητά» τόσο τα αισθητά όσο και τα νοητά39. Για να το καταλάβουμε καλύτερα αυτό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς παραθέτει δύο παρομοιώσεις που είναι κατάλληλες για να γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν τα όρια της σκέψης μας.
Α) Όπως όταν διανοούμαστε μία πόλη την οποία δεν είδαμε ακόμη, με το να τη σκεπτόμαστε δεν αποκτούμε πραγματική πείρα γι’ αυτήν, ανάλογα συμβαίνει και σχετικά με το Θεό και τα θεία, αφού δεν αποκτούμε καμία πραγματική πείρα γι’ αυτά με το να τα σκεφτόμαστε και να θεολογούμε χωρίς να τα έχουμε πρώτα ζήσει αληθινά40.
Β) Όπως τον χρυσό, εάν δεν τον αποκτήσουμε αισθητά, αν δεν τον ακουμπήσουμε αισθητά με τα χέρια μας και αν δεν τον δούμε αισθητά με τα μάτια μας, ακόμη κι αν συλλάβουμε στη διάνοιά μας χίλιες φορές την έννοια του χρυσού, καθόλου δεν κατέχουμε, ούτε βλέπουμε, ούτε έχουμε ακόμη αποκτήσει ποτέ χρυσό, ανάλογα, ακόμη κι αν χίλιες φορές διανοηθούμε τους θείους θησαυρούς, χωρίς να πάθουμε τα θεία και χωρίς να τα δούμε με τους νοερούς εκείνους οφθαλμούς που είναι πάνω από τη διάνοια, ούτε τους έχουμε δει ποτέ, ούτε έχουμε αποκτήσει αληθινά κάτι από τα θεία41.
Όταν ονομάζει νοερούς τους πνευματικούς οφθαλμούς που μπορούν να δουν τους θείους θησαυρούς, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς εννοεί ότι έχουν λάβει τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, η οποία τους καθιστά κατά χάριν ανώτερους από τους νοερούς οφθαλμούς που προσιδιάζουν κατά φύσιν στο νοερό μέρος της ανθρώπινης ψυχής42. Γι’ αυτό οι παρομοιώσεις αυτές φανερώνουν, σε όσους είναι αμύητοι ακόμη στην αληθινή θεολογία, ότι η φυσική διάνοια δεν μπορεί να πλησιάσει σε αξία την πνευματική όραση των θείων από τους νοερούς οφθαλμούς, που χαρίζει στους αξίους η χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό που παρατηρούμε και στις δύο αυτές παρομοιώσεις, είναι ότι συγκρίνονται αναλογικά δύο εντελώς ανόμοιες καταστάσεις μεταξύ τους, με βάση μία κοινή ιδιότητα που εφάπτεται σ’ αυτές μόνο εξωτερικά: ότι δηλαδή και οι δύο καταστάσεις γίνονται κατανοητές με τρόπο διανοητικό και όχι έτσι όπως πραγματικά είναι. Η διάνοια αποτελεί ανεπαρκές όργανο για την πραγματική κτήση εκείνου που διανοείται. Αυτό αποτελεί κοινό στοιχείο τόσο για τα αισθητά όσο και για τα θεία. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς ξεκινά από την εμπειρία που προσκομίζουν στις αντιλήψεις μας τα αισθητά, για να καταλήξει με βάση την αναλογία ότι και στα θεία ισχύει ακριβώς το ίδιο πράγμα43. Η σύγκριση άρα ανάμεσα στα αισθητά και στα θεία δε βασίζεται σε οποιαδήποτε φυσική ομοιότητα ή υπαρκτική αναλογία ανάμεσά τους, αλλά σε ένα εξωτερικό γεγονός ως προς αυτά, το οποίο μοιράζονται από κοινού: ότι δηλαδή η διάνοια αδυνατεί να κατανοήσει πραγματικά και να γνωρίσει στον άνθρωπο αληθινά και εκ πείρας αυτό που διανοείται. Η αναλογία συνεπώς, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μία λογική διαδικασία, δεν οδηγεί στη διεύρυνση της γνώσεως περί τα θεία, αλλά στην κατανόηση, στην ερμηνεία και στη διαφύλαξη των λόγων, των αντιλήψεων και των διανοημάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για να γίνει ο άνθρωπος τελείως λογικός, ικανός να αναχθεί διά της θείας χάριτος, στην ενοείδια των θείων αρχετύπων44.
2.2.1.8 Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, σ’ αυτό το κεφάλαιο δείξαμε ότι η αναλογία στο έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, αποτελεί μία μέθοδο συλλογισμού η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια απόκτησης της φυσικής σοφίας. Συγκεκριμένα διαπιστώσαμε ότι η γεωμετρική αναλογία χρησιμοποιείται από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά ως λογικός συμπερασμός ο οποίος στηρίζεται στα αισθητηριακά δεδομένα, ούτως ώστε να αποδειχθεί η εγκυρότητα του ζητούμενου αποτελέσματος. Η αναλογία αποτελεί ένα λογικό συμπερασμό ο οποίος βασίζεται τόσο στην ομοιότητα όσο και στην ανομοιότητα ανάμεσα σε δύο συγκρινόμενους παράγοντες, από τους οποίους οι προκείμενες του ενός θεωρούνται δεδομένες (καθόσον βασίζονται στην αισθητηριακή αντίληψη) ενώ του άλλου άγνωστες (γιατί βασίζονται στη νοητική αντίληψη). Όταν οι ανάλογοι όροι αναφέρονται στη σχέση του ακτίστου με το κτιστό, τότε οι ομοιότητες ανάμεσά στους δεν είναι κυριολεκτικές αλλά εξωτερικές. Η σύνδεση ανάμεσά τους δε βασίζεται σε κάποιου είδους ουσιαστική ή υπαρκτική μετοχή του ενός στον άλλο. Αντίθετα στηρίζεται σε εξωτερικές ομοιότητες οι οποίες δίνουν τη βάση για το σχηματισμό μίας σύγκρισης, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εξωτερική περιγραφή, ως παράδειγμα και ως εικονισμός, αυτού που στη βάση του συνεχίζει να αποτελεί ένα άβατο και απρόσιτο μυστήριο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Η αναλογία συνεπώς, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μία λογική διαδικασία, δεν οδηγεί στη διεύρυνση της γνώσεως περί τα θεία, αλλά στην κατανόηση, στην ερμηνεία και στη διαφύλαξη των λόγων, των αντιλήψεων και των διανοημάτων, τα οποία είναι απαραίτητα για να γίνει ο άνθρωπος τελείως λογικός, ικανός να αναχθεί διά της θείας χάριτος, στην ενοείδια των θείων αρχετύπων. Η αναλογία αποβαίνει ένα χρήσιμο όργανο στην προσπάθεια του ανθρώπου να οδηγηθεί, διαμέσου των κτισμάτων, στη δοξολογία του Δημιουργού. Σε καμία περίπτωση ωστόσο δε μπορεί, με βάση τη θεολογία του άγ. Γρηγορίου Παλαμά, να οδηγήσει από μόνη της τον άνθρωπο στο κατ’ εικόνα. Η αναλογία τελειώνει εκεί που τελειώνει και ο φυσικός λόγος. Αποτελεί ένα απλό φυσικό μέγεθος και σε καμία περίπτωση δεν είναι δώρο της θείας χάριτος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,9, ό.π., σελ. 473, «ὁ δὲ τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα ζητῶν καὶ ποιῶν ἐκεῖνος φιλόσοφος, λόγον ἔχων ἔμπρακτον καὶ πρᾶξιν ἐλλόγιμον».
2. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,9, ό.π., σελ. 473, «δι’ αὐτῶν τα τῶν πραγμάτων τὸ ἀπλανὲς τοῦ μεταβατικοῦ τῶν οἰκείων νοήσεων ἀποδείκνυσι καὶ ὡς λογικὸς ὤν ἤδη τελέως καὶ πρὸς τὸ ἑνοειδὲς τῶν αρχετύπων ἀπὸ τῶν μεριστῶν ἱερῶν συμβόλων ἀνάγεσθαι δύναται».
3. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,9, ό.π., σελ. 473, «τελειῶν δι’ ἑαυτοῦ νοητῶς τὰ προκείμενα καὶ αὐτὸς δι’ αὐτῶν μυστικῶς τελειούμενος».
4. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,9, ό.π., σελ. 473.
5. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,8, ό.π., σελ. 473, «ὁ δὲ ζητητικὸς τοῦ θείου θελήματος καὶ τοῦτ’ ἐγνωκὼς ἐφ’ ἐκάστου τῶν ὄντων, τίνος ἕνεκεν παρὰ τοῦ δημιουργοῦ τῶν ὅλων προήχθη, καὶ κατὰ τὴν θείαν ταυτηνὶ βούλησιν αὐτοῖς χρώμενος».
6. Σύμφωνα με τον Θ.Πελεγρίνη, Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 356, αν και όρος «λογική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στους κόλπους της στωικής φιλοσοφίας, ως πατέρας της λογικής θεωρείται ο Αριστοτέλης, ο οποίος της έδωσε το γενικότερο χαρακτηρισμό «όργανο προς γνώση». Στα λογικά συγγράμματα του Αριστοτέλη εξετάζεται η σημασία του ορισμού, της διαίρεσης, της απόδειξης, της κρίσεως, του συλλογισμού, της επαγωγής και της επιστημονικής μέθοδου εν γένει. Για μία πιο λεπτομερή περιγραφή της αριστοτελικής λογικής, Βλ. Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, ό.π., σελ 162-182. Βλ. επίσης W. D. ROSS, Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 37-94. Παρά το γεγονός ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς δεν ασχολείται συστηματικά με την αριστοτελική λογική, ωστόσο, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει την προτεραιότητα της αποδεικτικής μεθόδου ως απάντηση στον κίνδυνο του «βαρλααμικού» σκεπτικισμού και αγνωστικισμού, πραγματεύεται τις λογικές έννοιες του συλλογισμού, της απόδειξης, των αξιωμάτων, της επαγωγής, της κρίσης και της πρότασης. Για μία συστηματική μελέτη της λογικής πραγμάτευσης των εννοιών αυτών από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, βλ. ΧΡ.ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, Σπουδή στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 170-238.
7. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Ἀκίνδυνον, 9, εκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σελ. 213, «οὐκ ἐξ ἐνδόξων ἐπί τό θεολογεῖν ὁρμώμεθα ἀρχῶν, ἀλλ᾿ ἀμεταπείστως περί ταύτας ἔχομεν, θεοδιδάκτους οὔσας». Βλ. επίσης του ιδίου, Θεοφάνους διάλεξις, 4, εκδ. Π. Χρήσου, τόμ. Β’, σελ. 224, «ὡς γὰρ αἴσθησις ἐν τοῖς ὑπ’ αἴσθησιν λογικῆς οὐ δεῖται δείξεως, οὕτως οὐδὲ πίστις ἐν τοῖς τοιούτοις ἀποδείξεως».
8. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,2, ό.π., σελ. 383, «ἔργον τε καὶ τέλος τῶν ζητούντων τὴν ἐν τοῖς κτίσμασι Θεοῦ σοφίαν…ἡ τῆς ἀληθείας ἐμπορία και ἡ πρὸς τὸν κτίσαντα δοξολογία».
9. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ.385, «παρὰ Θεοῦ κοινῆ πᾶσι δεδομένον και μελέτη πρὸς ἐπίδοσιν ἀγόμενον».
10. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ.385.
11. Στη Λογική, η μεταφορά γνώσης από μία περισσότερο γνωστή κατάσταση, σε μία λιγότερο γνωστή αλλά κατά κάποιο τρόπο όμοια κατάσταση, ονομάζεται αναλογικός συλλογισμός ή απλώς αναλογία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεταφορά της γνώσης αφορά στη βεβαιότητα που έχουμε ότι η σαρκική ηδονή στα πλαίσια του νόμιμου γάμου, αποτελεί δώρο της φύσεως και όχι της χάριτος. Πρβλ. ST. VOSNIADOU, Similarity and Analogical Reasoning, Cambridge 1989, σελ. 6-7.
12. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, σελ.385, «ὅ καὶ τοῦτο τεκμήριον ἐναργὲς ὡς φυσικὸν ἀλλ᾿ οὐ πνευματικόν ἄρα δῶρον, τὸ μὴ σπουδῆς καὶ μελέτης ἄνευ μηδενὶ τῶν ἁπάντων παραγίνεσθαι».
13. Σύμφωνα με την L. SΜΙΤΗ, From global similarities to kinds of similarities, στο S. VOSNIADOU, Similarity and Analogical Reasoning, Cambridge 1989, σελ. 146, η ικανότητα να συλλαμβάνουμε τις ομοιότητες και τις αναλογίες μέσα στον κόσμο και την πραγματικότητα εν γένει, αποτελεί ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης σκέψης. Ο D. GENTNER, The mechanisms of analogical learning, στο S. VOSNIADOU, Similarity and Analogical Reasoning, ό.π., σελ. 201, υποστηρίζει ότι η αναλογική σκέψη στηρίζεται στην ομοιότητα ή στα κοινά στοιχεία δύο καταστάσεων, από τις οποίες ενώ η μία είναι γνωστή η άλλη είναι άγνωστη και αναζητείται το περιεχόμενο της. Η γνωστή κατάσταση λειτουργεί ως παράδειγμα, γι’ αυτό ονομάζεται πηγή ή βάση. Η άγνωστη κατάσταση η οποία πρόκειται να ερμηνευθεί ονομάζεται στόχος. Η αναλογία έγκειται στον εντοπισμό της ομοιότητας που υπάρχει ανάμεσα στην πηγή και το στόχο. Η ομοιότητα των δύο καταστάσεων μπορεί να είναι επιφανειακή, δηλαδή να αφορά εξωτερικά ή δευτερεύοντα στοιχεία των δύο καταστάσεων, ή να αφορά δομικά στοιχεία και βαθύτερες σχέσεις. Βλ. D. GENTNER, Psychology of Analogical Reasoning, Encyclopedia of Cognitive Science, τόμ. 1, London, σελ 106-110. Βλ. επίσης H. HOFFDING, On Analogy and its Philosophical Importance, Mind, New Series, 14:54 (1905), σελ. 199. Ο αναλογικός συλλογισμός, υποστηρίζει η S. VOSNIADOU, Similarity and Analogical Reasoning, ό.π., σελ. 415, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στην περίπτωση της κυριολεκτικής ομοιότητας, όσο και στην περίπτωση της μεταφορικής ομοιότητας ανάμεσα στα συγκρινόμενα. Σε κάθε περίπτωση, η αναλογική ομοιότητα ανάμεσα στα συγκρινόμενα πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις ή διαδικασίες, εντάσσεται στα πλαίσια κατανόησης του κτιστού κόσμου και της ανθρώπινης φύσης. Το παράδοξο, ωστόσο, όσον αφορά στη θεολογική χρήση του αναλογικού συλλογισμού, έγκειται στη ριζική διάκριση ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό, και στο αγεφύρωτο χάσμα που διαχωρίζει τη θεία από την ανθρώπινη φύση. Η χρήση του αναλογικού συλλογισμού από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, συνίσταται στην αναγνώριση των ήδη παραδεδομένων και αποκεκαλυμμένων μυστηρίων του Θεού, η οποία εντάσσεται στα πλαίσια της θείας οικονομίας προς τον άνθρωπο. Ο αναλογικός συλλογισμός δεν οδηγεί συνεπώς στη διεύρυνση της γνώσεως του ανθρώπου περί Θεού, αλλά στην κατανόηση, στην ερμηνεία και στη διαφύλαξη των λόγων, των δογμάτων και των μυστηρίων που μας παρέδωσε ο Κύριος για τη σωτηρία μας.
14. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,9, ό.π., σελ. 418.
15. Ο J. FETZER, Metaphor and Cognition, Kluwer Academic Publishers, Netherlands 1992, σελ. 30, θεωρεί ότι οι γεωμετρικές αναλογίες είναι συμμετρικές, καθόσον η εναλλαγή του δεύτερου και του τέταρτου όρου της σύγκρισης με τον πρώτο και το τρίτο αντίστοιχα, δεν επιφέρει οποιαδήποτε αλλαγή στο νόημα της αναλογίας.
16. Κατά τον Α. ΝΤΟΚΑ, Λεξικὸ Φιλοσοφικῶν Ὅρων, εκδ. Ἀστέρος, Αθήνα 1980, σελ. 18, στη Λογική η κατ’ αναλογίαν απόδειξη στηρίζεται στην εξής πρόταση: «ἐὰν μερικὰ ἀντικείμενα ἤ φαινόμενα εἶναι ὅμοια σε μερικὰ γνωρίσματά τους, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶναι ὅμοια καὶ σὲ ἄλλα, ἄγνωστα σὲ μᾶς γνωρίσματα». Ο ορισμός αυτός δεν ισχύει στην περίπτωση της θεολογίας, διότι το ζητούμενο είναι ήδη γνωστό. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί την κατ’ αναλογίαν απόδειξη, για να αποδώσει με μεγαλύτερη πειστικότητα αυτό που είναι ήδη γνωστό στον ίδιο, και μπορεί να βιωθεί εκ πίστεως.
17. Η αναλογία, σύμφωνα με τον D. GENTNER, The MIT Encyclopedia of Cognitive Science, edit. R. Wilson-Fr. Keil, MIT Press, σελ. 17, αποτελεί μία διαδικασία μεταφοράς εννοιών ή καταστάσεων σε διαφορετικά πεδία, με σκοπό την επεξήγηση άγνωστων ζητημάτων. Στην προκειμένη περίπτωση, η επεξήγηση αφορά σε ένα δεδομένο της νοερής αντίληψης το οποίο είναι ήδη γνωστό και αποδεκτό εκ πίστεως. Ο ρόλος της αναλογίας σ’ αυτή την περίπτωση είναι να καταστήσει και λογικά αποδεκτό αυτό που είναι ήδη δεδομένο εκ πίστεως.
18. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,2,5, ό.π., σελ. 660, «τοῦτό ἐστι τὸ φανερόν καὶ ἀσφαλές καὶ ἀνωμολογημένον δόγμα τῆς Ἐκκλησίας».
19. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,2,5, ό.π., σελ. 660.
20. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,2,6, ό.π., σελ. 661, «οὐ δυνάμεις μόνον, ἅς καὶ φυσικὰς ἐνεργεία εὑρήσεις πολλαχοῦ τοῖς ἁγίοις πατράσι καλουμένας, ἀλλά καί ἔργα τοῦ Θεοῦ ἄναρχα».
21. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,3,6, ό.π., σελ. 685, «ἓν γὰρ ἄκτιστόν τε καὶ ἄναρχον, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ· πᾶσα δὲ ἐνέργεια αὐτοῦ κτιστή».
22. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,3,6, ό.π., σελ. 685.
23. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,3,6, ό.π., σελ. 685. Το γεγονός ότι εφαρμόζουμε τη διάκριση ουσίας και ουσιώδους ενέργειας όχι μόνο στα κτιστά αλλά και στην περίπτωση του άκτιστου Θεού, δεν προϋποθέτει οποιαδήποτε αναλογία ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό. Αντίθετα, η διάκριση αυτή εφαρμόζεται από κοινού στα άκτιστα και στα κτιστά για να διαφυλαχθεί η απόλυτη διαφορετικότητά τους, και η παντελής απουσία κάθε αναλογίας ανάμεσά τους.
24. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 9, εκδ. Π. Χρήστου, τομ. Β’, σελ. 76.
25. Για να αποβεί επιτυχημένη μία αναλογική σκέψη, σύμφωνα με την καθηγήτρια Α. ΕΥΚΛΕΙΔΗ, Ψυχολογία της Σκέψης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997, σελ. 172, θα πρέπει πρώτα να αναγνωριστεί μία κατάσταση-βάση ως σχετική με την κατάσταση η οποία βρίσκεται υπό μελέτη. Δεύτερον, πρέπει να αφαιρεθεί η δομή, αρχή ή διαδικασία που είναι κοινή στις δύο καταστάσεις. Τρίτον, πρέπει να γίνει αντιστοίχηση των δύο καταστάσεων, μεταφορά και εφαρμογή της γνώσης από την κατάσταση-βάση στην κατάσταση-στόχο. Βλ. D. E. RUMELHART, Toward a microstructural account of reasoning, στο S. Vosniadou, Similarity and Analogical Reasoning, ό.π., σελ. 306-307).
26. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 3,3,7, σελ. 685.
27. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, ό.π., σελ. 398, «ἀγνοοῦσι ὅτι ἄλλο μὲν οὐσία νοῦ, ἄλλο δὲ ἐνέργεια…διὰ τῆς ὁμωνυμίας σοφιζόμενοι».
28. Η αναλογία αποτελεί μία ειδική κατηγορία της σκέψης, στην οποία ανήκουν οι όροι που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ούτε σύμφωνα με την ομωνυμία ούτε σύμφωνα με τη συνωνυμία. Για τη σύσταση μίας αναλογίας προαπαιτείται τόσο η ύπαρξη κάποιας ομοιότητας όσο και κάποιας ανομοιότητας ανάμεσα στα συγκρινόμενα. Βλ. P. LEE, Language About God and the Theory of Analogy, TNS, LVIII:1 (1984), σελ. 40. Βλ. W. F. BREWER, The activation and acquisition of knowledge, στο S. Vosniadou, Similarity and Analogical Reasoning, ό.π. σελ. 534-536. Πρβλ. R. SWINBURNE, Revelation – From Metaphor to Analogy, Clarendon Press, Oxford 1992, σελ. 40.
29. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, ό.π., σελ. 398.
30. Ο αναλογικός συλλογισμός, υποστηρίζει ο καθηγητής Θ.ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σελ. 57, «μοιάζει μεν με τον επαγωγικό συλλογισμό, καθόσον, όπως συμβαίνει με τον τελευταίο αυτόν, η νοητική λειτουργία του ανθρώπου ξεκινά από επιμέρους κρίσεις που βασίζονται στην εμπειρία, αλλά διαφέρει από τον επαγωγικό συλλογισμό, καθόσον στον αναλογικό συλλογισμό από τη διατύπωση επιμέρους κρίσεων η νοητική λειτουργία του ανθρώπου καταλήγει στη διατύπωση επιμέρους πάλι κρίσεων, εν αντιθέσει προς τον επαγωγικό συλλογισμό, όπου, ξεκινώντας ο νους από επιμέρους κρίσεις καταλήγει σε γενικές κρίσεις.
31. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, ό.π., σελ. 398, «τοῦτο δ᾿ αὖθις κυκλικήν εἶναι κίνησιν ὁ αὐτὸς αὐτοῦ φησιν. Αὕτη δ᾿ ἡ τοῦ νοῦ ἐστιν ἐνέργεια κρείττων καὶ ἰδιαιτάτη».
32. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, σελ. 398, «δι᾿ ἧς καὶ ὑπὲρ ἑαυτὸν γινόμενος ἔσθ᾿ ὅτε τῷ Θεῷ συγγίνεται».
33. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,9, ό.π., σελ. 418.
34. Σύμφωνα με τον R. MICHALSKI, Concept meaning, matching, and cohesiveness, στο S. VOSNIADOU, Similarity and Analogical Reasoning, ό.π., σελ. 125, η αναλογία αποτελεί συνδυασμό της επαγωγής και της απαγωγής, γεγονός το οποίο εξηγεί γιατί είναι πιο δύσκολο να παρατηρήσει κανείς μία αναλογία, από το να τη χρησιμοποιήσει αμέσως μόλις την κατανοήσει.
35. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,10, ό.π., σελ. 420, «Οὐκ ἀπὸ μιμήσεως ἢ φρονήσεως προσγινομένης, ἀλλ’ ἀποκαλύψει καὶ χάριτι τοῦ Πνεύματος».
36. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,9, ό.π., σελ. 418.
37. Σύμφωνα με τον P. HALL, Computational approaches to analogical reasoning, Artificial Intelligence, σελ. 39-120, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές φάσεις κατά τη διαδικασία του αναλογικού συλλογισμού: την πρόσβαση, το σχεδιασμό και την μεταφορά. Καθένα από τα τρία αυτά στάδια, υποστηρίζει ο E. STEINHART, The Logic of Metaphor, Analogous Parts of Possible Worlds, Kluwer Academic Publishers, Netherlands 2001, σελ. 84, έχει τη δικιά του επαγωγική λογική: δεδομένης μίας κατάστασης Α, με βάση τη λογική της αναλογικής πρόσβασης και τη λογική του αναλογικού σχεδιασμού, μπορεί να εντοπισθεί μία μορφολογικά όμοια κατάσταση Β, η οποία είναι πιο καλά γνωστή απ’ ότι η Α. Στη συνέχεια, με βάση τη λογική της αναλογικής μεταφοράς, μπορεί να διατυπωθεί μία καινούρια υπόθεση για την κατάσταση Α με βάση την κατάσταση Β, η οποία να είναι λογικά έγκυρη και δικαιολογημένη. Αυτή η προσέγγιση πλησιάζει περισσότερο τη θεολογική χρήση της αναλογίας, καθώς θεωρεί ως δεδομένη την κατάσταση την οποία επιχειρεί να αποδείξει, και στηρίζεται στην ομοιότητα ως προς τη μορφή και όχι ως προς την ουσία.
38. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,34, ό.π., σελ. 445, «Ὀφθαλμοὺς δὲ ψυχῆς ἀκούων αὐτῆ πείρα γινώσκοντας τοὺς ἐπουρανίους θησαυρούς, μὴ τὴν διάνοιαν νομίσης».
39. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,34, ό.π., σελ. 445, «αὕτη γὰρ καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ νοερὰ ἐπίσης διανοητὰ δι’ ἑαυτῆς ποιεῖ».
40. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,34, ό.π., σελ. 445, «καθάπερ δὲ ἥν οὔπω εἶδες πόλιν, εἰ διανοῆ περὶ αὐτῆς, οὐ τῶ διανοεῖσθαι ταύτην ἐν πείρα γέγονας αὐτῆς, οὕτω και περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων, οὐ τῶ διανοεῖσθαι ταῦτα καὶ θεολογεῖν ἐν πείρα τούτων γίνη».
41. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,34, ό.π., σελ. 445, «καθάπερ χρυσόν…κἄν μυριάκις νόημα χρυσοῦ ἐν διανοία λάβης, ἥκιστα κατέχεις…κἄν μυριάκις περὶ τῶν θείων θησαυρῶν διανοήση, μὴ πάθης δὲ τὰ θεία, μηδὲ ἴδης τοῖς νοεροῖς καὶ ὑπεράνω τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς…οὔτε κέκτησαί τι τῶν θείων ἀληθῶς».
42. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,34, ό.π., σελ. 445.
43. Η αναλογία, σύμφωνα με τον ορισμό του καθηγητή Θ. ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σελ. 57, είναι το είδος εκείνο του συλλογισμού κατά το οποίο από επιμέρους κρίσεις ή προτάσεις συμπεραίνεται μία άλλη επιμέρους κρίση ή πρόταση. Στην προκειμένη περίπτωση αντίθετα, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς ξεκινά από επιμέρους εμπειρίες που προσκομίζουν στις αντιλήψεις μας τα αισθητά, και καταλήγει με βάση την αναλογία σε μία γενική κρίση: ότι η διάνοια αποτελεί ανεπαρκές όργανο για την πραγματική κτήση εκείνου που διανοείται. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η χρήση της αναλογίας από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, συνίσταται στην αναγνώριση των αντιλήψεων, κρίσεων και διανοημάτων, τα οποία είναι δεδομένα εκ πίστεως και είναι απαραίτητα για τη σωτηρία μας.
44. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,9, ό.π., σελ. 473, «καὶ ὡς λογικὸς ὤν ἤδη τελέως καὶ πρὸς τὸ ἑνοειδὲς τῶν αρχετύπων ἀπὸ τῶν μεριστῶν ἱερῶν συμβόλων ἀνάγεσθαι δύναται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου