Του Erik Peterson
Ο Erik Peterson, θεολόγος και ιστορικός της θρησκείας, γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1890 και πέθανε στην ίδια πόλη το 1960. Αφού δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Ιστορία της αρχαίας Εκκλησίας, επιστρέφει στον Καθολικισμό το 1930 και από το 1934 διδάσκει στην Ρώμη, Λειτουργία της αρχαίας Εκκλησίας και Ιστορία της Θρησκείας.
Στο κείμενο που παρουσιάζουμε, γραμμένο το 1935, ένα κλασσικό πια της Ιστορίας της θρησκείας και της πολιτικής θεολογίας, αποδεικνύεται ότι η συνύπαρξη ανάμεσα στην θρησκεία και την εξουσία, είναι δυνατή μόνον πάνω στην βάση μιας «μονοθεϊστικής» συλλήψεως του Θεού. Ενώ η πίστη στον Τριαδικό Θεό, τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια σε κάθε προσπάθεια θρησκευτικής δικαιώσεως της Εξουσίας, με μια «υπέρτατη εξουσία».
Αντικρούοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την θέση που εξέφρασε ο Carl Schmitt, ο οποίος το 1922, με το γραπτό του «πολιτική θεολογία, τέσσερα κεφάλαια στο δόγμα της μοναρχίας» είχε δηλώσει πως όλες οι έννοιες της μοντέρνας θεωρίας του κράτους είναι θεολογικές εκκοσμικευμένες έννοιες.
Ο προβληματισμός είναι αρχαίος και ξεκινά από τον Ευσέβιο Καισαρείας ο οποίος είχε ερμηνεύσει την Ειρήνη του Χριστού ταυτίζοντάς την με την Pax Romana, σαν μια συναίνεση, στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου, του Χριστού στην ανθρώπινη προσπάθεια για την πολιτική, παγκόσμια ειρήνη, σαν μια συγκατάθεση του Χριστού στην πολιτική συνέργεια του ανθρώπου για την σωτηρία του. Σε μια αντικειμενική, εσχατολογική διάσταση της σωτηρίας και της οικονομίας, μακρυά από το μαρτύριο, την μετάνοια και την ομολογία πίστεως, που είναι η Ορθόδοξη εσχατολογία! Διότι η «πολιτική θεολογία» ακριβώς δημιουργεί, το είδωλο, την εκάστοτε ιδεολογία που μεταστρέφει τις υποχρεώσεις του ανθρώπου σε δικαιώματα. Η «πολιτική θεολογία» απεργάζεται σύμφωνα με τα συμφέροντά της το δόγμα, την έκφραση της αλήθειας. Μεταλλάσσοντας ακριβώς το δόγμα σε Εργαλείο της Εξουσίας, της Κοσμικής Αυθεντίας. Καταστρέφοντας την αυθεντία της αποκαλύψεως του αληθινού Θεού η οποία εξασφαλίζει και προστατεύει από την μείωση της θεολογίας σε εργαλείο εξουσίας.
Και ποιος είναι ο τελικός σκοπός της πολιτικής θεολογίας; Η θρησκευτική δικαίωση του υπαρκτού! Η ιδεολογική χρήση της χριστιανικής πίστης. Μια ειδωλολατρία! Η σχετικοποίηση και ο κατακερματισμός της αλήθειας που δίνει την δυνατότητα τής συμφεροντολογικής της χρήσεως. Διότι η ιδεολογία δεν λειτουργεί για την αλήθεια, για την πιστή γνώση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου αλλά για την δικαίωση μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς [του ΝΕΟΥ].
Η Ιδεολογία είναι ο όρος που μεταφράζει την ικανότητα του ανθρώπου να οικοδομήσει ένα σύνολο σημασιών το οποίο βασίζεται μόνον στο ίδιο συμφέρον [ού ποιήσεις σεαυτόν είδωλον]. Βιβλικά η Ιδεολογία σημαίνει την ικανότητα και την δυνατότητα να ανταλλάξουμε τον Θεό για το είδωλο. [ειδωλολογία]. Και το είδωλο οικοδομείται σήμερα όχι μόνον με τα υλικά των εθνικών, αλλά και με τις ευλογημένες πέτρες του Ναού του Θεού. Ακόμη και με τον νόμο που μας έδωσε, όταν οδηγεί μακρυά από την σχέση της πίστεως με τον Θεό.
Το καταφύγιο λοιπόν στην αυθεντία της αποκαλύψεως του Θεού, που εκφράζεται στο δόγμα ή στις Γραφές δεν είναι αρκετό για να μας προστατέψει από τον Ιδεολογικό υποκειμενισμό. Και η ορθόδοξη θεολογία των Πατέρων, [όχι του Τρεμπέλα και του Ρώσση] στηριγμένη στις άκτιστες ενέργειες, όπως τελευταίως τις εξέφρασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς περιέχει την σωτήριο αλήθεια που σώζει από κάθε ιδεολογικό καταφύγιο. Την αγνωσία και το άρρητο της Ουσίας του Θεού.
Δεν είναι λοιπόν το δόγμα καθαυτό, αλλά η Ομολογία και το μαρτύριο, η μαρτυρία στην ιστορία, της δυνάμεως της Βασιλείας, αυτά που συνιστούν την υπέρβαση από την θρησκευτική ιδεολογία.
Διότι δεν είναι ο ανθρώπινος ζήλος για την πίστη που γεννά τους μάρτυρες της Βασιλείας. Ο ίδιος ο Χριστός μας καλεί στο μαρτύριο και καθιστά το μαρτύριο μια ιδιαίτερη Χάρη. Διότι αυτός ο Χριστός δεν κοινωνείται στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας, αλλά προσφέρεται στον βωμό της θυσίας, είναι ο Σταυρός του μαρτυρίου και αυτός ακριβώς ο Χριστός ομολογείται συνειδητά, δημοσίως, από όσους έχουν βαπτισθεί στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Η ομολογία του μάρτυρος είναι λοιπόν ο τόπος όπου το Ευαγγέλιο καθίσταται διάφανο. Και επειδή ακριβώς το μαρτύριο αντιτίθεται στην ειδωλολατρική δύναμη, αυτή ακριβώς ο Ομολογία και η μαρτυρία συνιστούν την μορφή της αντιστάσεως τής αλήθειας απέναντι στην κοσμική εξουσία. Δεν είναι λοιπόν ο θρησκευτικός ζήλος το σημείο τής μαρτυρίας τής αλήθειας, το σημείο του δόγματος, αλλά εκείνη η ομολογία που φανερώνει την εσχατολογική απόσταση από τούτον τον κόσμο.
Η Ομολογία πίστεως είναι λοιπόν ο μόνος τόπος στον οποίο η αλήθεια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμφεροντολογικά. Για το ίδιον συμφέρον. Διότι στην ομολογία η αλήθεια δεν είναι πλέον αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο. Η ομολογία είναι η μόνη δυνατή σχέση με την καθαυτή αλήθεια. Και η αλήθεια, όπως και ο Θεός, μπορεί να υπάρξει μόνον στην επίκληση του ανθρώπου, στην προσευχή του. Η Τριάδα είναι ο τόπος στον οποίο ο πιστός εισάγεται από την επίκληση αυτή, η οποία δεν γεννάται από αυτόν: «Όσοι γαρ πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού. Ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ὧ κράζομεν αββά, ο πατήρ· αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού· ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν. (Ρωμαίους 8, 14-17)».
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
«Το υπαρκτό δεν θέλει να κυβερνάται άσχημα: δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί αρχηγοί, ένας μόνον πρέπει να είναι ο αρχηγός». Με αυτό το διάσημο χωρίο της Ιλιάδος (ΙΙ, 204), ο Αριστοτέλης κλείνει το δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής, δηλαδή εκείνης της πραγματείας που ονομάζεται συνήθως η θεολογία τού Αριστοτέλη. (Τα δε όντα ού βούλεται πολιτεύεσθαι κακώς, «ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη, εἷς κοίρανος έστω» Μετ. Α 10, 1076 α 3…)
Ο Werner Jaeger στο βιβλίο του για τον Αριστοτέλη έδειξε πως το δωδέκατο βιβλίο της Μεταφυσικής αποτελεί μια πραγματεία η οποία γράφτηκε για μια συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως παρατηρεί ο Jaeger, δεν είχε την πρόθεση να εκθέσει ερμηνείες σχολαστικού τύπου, αλλά να οδηγήσει τους ακροατές του, μέσω της μεγάλης δυνάμεως της εικόνος του Ομήρου, στην καθολικότητά της. Το κλείσιμο της πραγματείας λοιπόν είναι ενθουσιώδες, καθώς απευθύνεται στους δυαλιστές πλατωνικούς με τα λόγια του Αγαμέμνονος: «Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη, εἷς κοίρανος έστω». Ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς ερμηνεύει ως εξής: πολυαρχία είναι αταξία! Τα εφ’ ημίν υπ’ αλλήλων συνεργούμενα ου κακώς πολυτεύεται αλλ’ αρίστως, ουκ αν είεν αρχαί πολλαί. Ου γαρ αγαθόν πολυκοιρανίη, αλλ’ εἷς κοίρανος, μια αρχή, εἷς Θεός εστί!
Το γεγονός πως το κλείσιμο του δωδέκατου αυτού βιβλίου βρίσκει αντιστοιχία στο δέκατο τέταρτο βιβλίο (Ν 3, 1090 b 13…) έχει επισημανθεί ήδη με πειστικό τρόπο από τον Jaeger. Απέναντι στον Σπεύσιππο που ισχυριζόταν μια πληθώρα αρχών, οι οποίες μάλιστα δεν συσχετιζόταν περαιτέρω, ο Αριστοτέλης θέλει να αποδείξει και στα δύο σημεία, πως η Φύση δεν συνίσταται, όπως σε μια βάρβαρη τραγωδία, από μια σειρά επεισοδίων [μη επεισοδιώδες το παν].
Εάν στην κατάληξη του δωδέκατου βιβλίου επανεμφανίζεται ακόμη μια αναφορά στην Ιλιάδα, σύμφωνα με το μοντέλλο τής τραγωδίας, δεν είναι αλήθεια πως τοποθετείται απλώς ένα καινούργιο μοντέλο δίπλα στο παλιό, αλλά δείχνει αντιθέτως πως η τελευταία, πιο ορατή και χειροπιαστή αναπαράσταση τής μεταφυσικής ενότητος βρίσκεται στην πολιτική έννοια μιας ενότητος η οποία υπερβαίνει ακόμη και την αισθητική. Η θεολογική έκθεση του δωδέκατου βιβλίου, κλείνει επομένως λόγω εσωτερικής αναγκαιότητος, στην προοπτική της πολιτικής σφαίρας και όχι της αισθητικής.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου