«… ουδέν γαρ εδόκει μοι τοιούτον, οίον μύσαντα τας αισθήσεις, έξω σαρκός και κόσμου γενόμενον, και εις εαυτόν συστραφέντα μηδενός των ανθρωπίνων προσαπτόμενον…» Αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Εκπληρούντες υπόσχεσίν μας προς τους αναγνώστας των «Τριών Ιεραρχών», αρχόμεθα της δημοσιεύσεως σειράς άρθρων περί του αγίου Γρηγορίου και της Θεολογίας αυτού. Εκ προοιμίων δηλούμεν, ότι η παμμερής απεικόνισις του Παλαμά, ως Μυστικού και Δογματικού Θεολόγου, είναι ανέφικτος εις τον περιωρισμένον χώρον ενός περιοδικού και εις ολίγα μόνον άρθρα. Θα προσπαθήσωμεν να εμφανίσωμεν τα θέματα, τα οποία προέβαλε και τα οποία συνετάραξαν την εποχήν του, εις λιτάς και αδράς γραμμάς, ελπίζοντες λίαν προσεχώς να δώσωμεν ωλοκληρωμένον τον θείον Παλαμάν κατά την βίωσιν και την Θεολογίαν του. Τούτο είναι εκ των ων ουκ άνευ αιτημάτων της Ορθοδοξίας, διότι ως Δογματικός και Μυστικός Θεολόγος έθιξε ζητήματα, τα οποία δια πρώτην φοράν ενηρθρώθησαν εις Συνοδικάς αποφάσεις, δι’ ων η Εκκλησία οιονεί ανεκεφαλαίωσεν εν τω προσώπω του Παλαμά μέγα μέρος της δογματικής διδασκαλίας της και της εξ αυτής πηγαζούσης οικείας πνευματικότητος. Παρά ταύτα ουδείς των Πατέρων είναι τόσον παρεξηγημένος, και παρ’ αυτοίς τοις Ορθοδόξοις, όσον ο Παλαμάς, και ουδενός άλλου αγίου Πατρός δεν έχομεν τόσην ανάγκην σήμερον, εις την εποχήν του ψυχικού άγχους και της αγωνίας προς λύτρωσιν, όσον από τον μέγιστον τούτον Θεολόγον.
Κατ’ αρχήν είναι απαραίτητον να γνωρίζωμεν ότι ο Παλαμάς υπήρξε κυρίως Ησυχαστής, φορεύς δηλονότι ησυχαστικών εμπειριών. Η εσωτερική βίωσις κατ’ ουδένα λόγον πρέπει να ταυτίζεται προς τας συναισθηματικάς κενώσεις της καρδίας. Διότι η μυστική, η εσωτερική ζωή των ησυχαστών, αποτελεί «κυκλικήν» κίνησιν του νοός προς γνώσιν εαυτού. Είναι ένα είδος συνελίξεως «των νοερών δυνάμεων της ψυχής», εντός αυτής, και δι’ αυτής ανάβασις προς τον Θεόν. Η προς τα έσω αυτή στροφή δεν εχαλκεύθη υπό των ησυχαστών, αλλ’ αποτελεί οδόν πνευματικής ζωής ευρισκομένην εντός της Πατερικής παραδόσεως, όπως επιτύχουν την «θέαν» του Θεού.
Εν αντιθέσει προς τους «οδυνωμένους» και συναισθηματικούς μυστικιστάς της Δύσεως, του τύπου Φραγκίσκου της Ασσίζης, της Μαρίας Θηρεσίας, Ιωάννου του Σταυρού κ.α., οίτινες έζων εντός καταθλιπτικού συναισθηματικού συμπλέγματος, οι μυστικοί της Ανατολής επεδίωκον την εκ της εσωτερικής καθάρσεως επίλαμψιν του Παναγίου Πνεύματος. Εζήτουν, κλαίοντες, φως. Αλλ’ επιζητούντες το άκτιστον τούτο φως και Θεϊκόν, δεν εθεώρουν εαυτούς αξίους οιασδήποτε Θεοφανείας. Τούτο ήτο άντικρυς αντίθετον προς την ταπείνωσίν των, η οποία ερρύθμιζε τους λογισμούς και τας επιθυμίας των. Θρηνούντες δια την έλευσιν του φωτός, εφανέρωνον, ότι ωδυνώντο όπως απαλλαγούν του σκότους. Δια τούτο και ο Παλαμάς ικέτευε την Θεομήτορα με τας λέξεις: «Φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος». Εις τας θεωρητικάς ψυχάς, εις τας ψυχάς που «βλέπουν», το σκότος αυτό το πνευματικόν καθίσταται αισθητόν με τοιαύτην ενάργειαν, με όσην αγνοείται από τας αομμάτους ψυχάς. Άλλωστε, η θέα του πνευματικού φωτός, ως επαγγελία, έχει την προέλευσιν από του «σεπτού και σεβασμίου στόματος» του Κυρίου: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Ότι ο ησυχασμός, ως μέθοδος στροφής προς τα έσω και ως επιδίωξις του φωτός, δεν είναί τι νέον και ούτε έχει τινά σχέσιν με τον Νεοπλατωνισμόν – περί ου εντεύθεν δεν θα δυνηθώμεν ν’ αποφύγωμεν να κάμωμεν μνείαν – αποδεικνύεται και από τα κατωτέρω χωρία: «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθτηρίων διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την Θεού έννοιαν αναβαίνει, κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει…». (Μ. Βασίλειος). «… Ουδέν γαρ εδόκει μοι τοιούτον, οίον μύσαντα τας αισθήσεις, έξω σαρκός και κόσμου γενόμενον, και εις εαυτόν συστραφέντα, μηδενός των ανθρωπίνων προσαπτόμενον… εαυτώ προσλαλούντα και τω Θεώ ζην υπέρ τα ορώμενα, και τας θείας εμφάσεις καθαράς αεί εν εαυτώ φέρειν… όντως έσοπτρον ακηλίδωτον Θεού και των θείων και ον και αεί γενόμενον· φωτί προσλαμβάνοντα φως και τω αμαυροτέρω τρανότερον… ει τις υμών τούτω τω έρωτι κάτοχος, οίδεν ο λέγω». (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Ο Ησυχασμός, του οποίου ο Παλαμάς υπήρξεν ακαταγώνιστος προασπιστής, δεν αποτελεί προνομιούχόν τινα ζωήν έναντι των λοιπών εν κόσμω χριστιανών. Διότι ο Χριστός, παρών εν τη Εκκλησία Του, χορηγεί την Χάριν του εις τα μέλη του σώματός του μετά της αυτής δαψιλείας. Ο Παλαμάς υπήρξε μέγας Ησυχαστής, αλλά και ανήρ «εκκλησιαστικός», τιμών τα μυστήρια της Εκκλησίας, ως μέσα αγιασμού, εις μέγαν βαθμόν, ίσως όχι ολιγώτερον του Νικολάου Καβάσιλα, αφού άλλωστε εδέχθη να γίνη και Αρχιερεύς. «Ήνωσε – λέγει – τη καθ’ ημάς φύσει, -- ο Χριστός – και σώμα λαβών έμψυχον και ψυχήν έννουν, επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη… και αυταίς ταις ανθρωπίναις υποστάσεσιν ενούται των πιστευόντων εκάστω συνανακιρνών εαυτόν, δια της του αγίου σώματος αυτού μεταλήψεως και σύσσωμος ημίν γίνεται, και ναόν της όλης θεότητος ημάς απεργάζεται…».
Αλλά τότε προς τι ο Ησυχασμός; Πολλού γε και δει. Μας καθιστά δεκτικούς του αγιασμού. Διότι χωρίς καθαρότητα ο Χριστός δεν ενεργεί αγιαστικώς εις την ψυχήν. Τα πάθη, συσκοτίσαντα την ενοικούσαν ημίν δια του αγίου Βαπτίσματος χάριν, δεν αποβάλλονται ειμή δια βίας και αγώνος. Έχομεν ήδη λάβει το πνεύμα εν ταις καρδίαις ημών «κράζον αββά ο Πατήρ». Η αμαρτία όμως, δίκην πυκνού νέφους, κατεκάλυψε το φως της χάριτος, η οποία δεν φωτίζει τον νουν. Η προσευχή και λοιπή ασκητική αγωγή διαλύουν τα νέφη. Και ο Ησυχασμός αποτελεί θείαν επινόησιν προς επιτυχίαν της καθάρσεως εκ των ψεκτών παθών, δίδων το πλείστον εις την νοεράν προσευχήν, περί ης και των συνεπειών αυτής ο Παλαμάς αντεπεξήλθεν νικηφόρως κατά των διαβαλλόντων αυτήν. «Υπό της τοιαύτης και γαρ πνευματικής και επιστημονικής εργασίας μετά και της εφικτής των εντολών και των λοιπών ηθικών αρετών πράξεως, δια της εκ του Παναγίου ονόματος επικλήσεως εγγινομένης τη καρδία θέρμης και της κατ΄ αυτήν πνευματικής ενεργείας, τα μεν πάθη καταναλίσκονται· πυρ γαρ ο Θεός ημών και πυρ καταναλίσκον την μοχθηρίαν· ο τε νους και η καρδία κατ’ ολίγον καθαίρονται και προς εαυτά ενούνται· κεκαθαρμένων δε τούτων και προς εαυτά ηνωμένων, εντεύθεν αι σωτηριώδεις εντολαί ευχερέστερον κατορθούνται… εντεύθεν συντομωτέρως έξεστιν ημίν επαναδραμείν προς την εξ αρχής δωρηθείσαν εν τω Βαπτίσματι τελείαν χάριν του Πνεύματος εν ημίν μεν ούσαν, αλλά δίκην του εν αιθάλη σπινθήρος συγκεχωσμένην τοις πάθεσι και τηλαυγώς αναλάμψασαν αυτήν κατοπτεύσαι και φωτισθήναι νοερώς και επομένως τελειωθήναι και θεωθήναι…». Η αρχή, η μέθοδος και ο σκοπός δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν πληρέστερον από το ανωτέρω κείμενον. Ο Ησυχασμός φιλοδοξεί μεγάλα πράγματα. Δεν ανέχεται την χλιαράν ηθικιστικήν τακτοποίησιν του ανθρώπου. Ζητεί να υψώση την ψυχήν μέχρι θεώσεως, να την επαναφέρη εις το «αρχαίον απλούν», εις την μακαρίαν κατάστασιν του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Να δικαιώση την ενανθρώπησιν του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου