Συνέχεια από Παρασκευή 5 Μαίου 2023
Πρώτο κεφάλαιο
Η μεταλλαγμένη φύση τής ανθρώπινης πράξης
Η μεταλλαγμένη φύση τής ανθρώπινης πράξης
Οι νέου είδους δυνατότητες στις οποίες και αναφέρομαι, είναι φυσικά οι δυνατότητες της σύγχρονης τεχνικής. Και οφείλω άρα να αναρωτηθώ κατ’ αρχάς, με ποιον τρόπο ‘προσβάλλει’ τη φύση τής πράξης μας αυτή η τεχνική, και κατά πόσον καθιστά διαφορετική, απ’ ό,τι υπήρξε πάντοτε και σε όλες τις εποχές, την ανθρώπινη πράξη. Εφ’ όσον διέθετε δε σε όλες τις εποχές τεχνική ο άνθρωπος, το ερώτημά μου στοχεύει στην ‘ανθρώπινη’ διαφορά τής σύγχρονης από κάθε προγενέστερη τεχνική.
Ι. Το αρχαίο παράδειγμα
Ας ξεκινήσουμε με μιαν ‘αρχαία’ φωνή για την ανθρώπινη δύναμη και πράξη, που μιλά ήδη αρχετυπικά για κάποια τεχνολογικά τρόπον τινά ‘χαρακτηριστικά’ – με το περίφημο δηλ. χορικό απ’ την
Ας ξεκινήσουμε με μιαν ‘αρχαία’ φωνή για την ανθρώπινη δύναμη και πράξη, που μιλά ήδη αρχετυπικά για κάποια τεχνολογικά τρόπον τινά ‘χαρακτηριστικά’ – με το περίφημο δηλ. χορικό απ’ την
«Αντιγόνη» τού Σοφοκλή:
«Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει…
Πολλά γεννούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά· περνά τον αφρισμένο πόντο με τις φουρτούνες τού νοτιά, στη μέση σκάβει το βαθύ και φουσκωμένο κύμα· και την υπέρτατη θεά, τη Γη, την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη οργώνοντας με τα καματερά χρόνο τον χρόνο φιδοσέρνοντας τ’ αλέτρι.
Και των αστόχαστων (κουφονόων…) πτηνών τις φυλές κυνηγά με τα βρόχια, των αγρίων θηρίων τα έθνη, των βυθών την υδρόβια φύτρα με δίχτυα πλεγμένα στριφτά, ο τετραπέρατος· τ’ αγρίμι τής βουνοκορφής δαμάζει με τεχνάσματα· φορεί στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.
Ένας τον άλλον δίδαξε λαλιά, τη σκέψη, σαν το πνεύμα τών ανέμων (ανεμόεν φρόνημα…), την όρεξη να ζει σε πολιτείες· πώς να γλιτώνει το χαλάζι μες στ’ αγιάζι, την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο, ο πολυμήχανος (παντοπόρος…)· αμήχανος δεν θ’ αντικρίσει τα μελλούμενα· τον χάρο μόνο να ξεφύγει δεν μπορεί· μόλο που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες.
Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε που δεν τις βάζει ο νους, κι όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει· όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός, πολίτης (υψίπολις…)· αλήτης και φυγάς (άπολις…), όποιος κλωσάει τ’ άδικο, μακάρι και μ’ αποκοτιά (τόλμας χάριν…), ποτέ σε τράπεζα κοινή ποτέ μου βούληση κοινή με κείνον που τέτοια τολμάει».
( Μεταφορά στα νέα ελληνικά απ’ τον Κ. Γεωργουσόπουλο… )
1. Άνθρωπος και φύση
Aυτή η ‘στενάχωρη’ έκφραση σεβασμού στη ‘στενάχωρη’ και ‘πιεστική’ ισχύ τού ανθρώπου, αφηγείται τη ‘βίαιη’ εισβολή του στην κοσμική τάξη, την παράτολμη επιδρομή του, με την ακαταπόνητη ευφυία του, στις διάφορες περιοχές τής φύσης· αφηγείται όμως ταυτόχρονα και το ότι οικοδομεί, με την αυτοδίδακτη δυνατότητα τής ομιλίας, τής σκέψης και του κοινωνικού αισθήματος, έναν ‘οίκο’ για την πραγματική του ανθρώπινη ύπαρξη – το ‘τεχνικό’ δηλ. δημιούργημα της πόλης. Ο ‘βιασμός’ τής φύσης και ο ‘εκπολιτισμός’ του πηγαίνουν χέρι-χέρι. Εναντιούμενα και τα δυό στα ‘στοιχεία’, επικρατώντας απέναντί τους και κατανικώντας τα ‘δημιουργήματά’ τους (τα ‘πλάσματά’ τους…) το ένα, και αναγείροντας έναν περίκλειστο χώρο, το ‘καταφύγιο’ της πόλης και των νόμων της το άλλο. Είναι ο δημιουργός τής ζωής του, ως ανθρώπινης ζωής, ο άνθρωπος, προσαρμόζοντας στη ‘θέληση’ και την ανάγκη του τις περιστάσεις, και μένοντας μόνον απέναντι στον θάνατο αμήχανος.
Ακούγεται παρ’ όλ’ αυτά ένας συγκρατημένος, ίσως και φοβισμένος ‘τόνος’ σ’ αυτόν τον έπαινο στο ανθρώπινο θαύμα, και δεν μπορούμε κατά κανέναν τρόπο να τον εκλάβουμε ως αδιάκριτη κομπορρημοσύνη. Γιατί αυτό που υπάρχει, άρρητο, αλλά και αυτονόητο πίσω απ’ αυτόν τον έπαινο εκείνην την εποχή, είναι η γνώση πως μένει πάντοτε, παρ’ όλο το μέγεθος της απεριόριστης εφευρετικότητάς του, μικρός, αναμετρούμενος προς τα στοιχεία ο άνθρωπος: κι είναι αυτό ακριβώς που καθιστά τόσο παράτολμες τις ‘εξόδους’ του προς αυτά, αλλά και που επιτρέπει να ‘υπομένουν’ την προπέτειά του τα ‘στοιχεία’. Όλες ωστόσο οι ελευθερίες, τις οποίες και ‘αποτολμά’ μαζί με τους ‘κατοίκους’ τής γης, της θάλασσας και του αέρα, δεν μεταβάλλουν την περιβάλλουσα φύση αυτών τών ‘περιοχών’, και δεν μειώνουν τις γεννητικές τους δυνάμεις. Τις οποίες και δεν τις βλάπτει, ΄κατακτώντας’ ένα μικρό, μέσα στο μεγάλο δικό τους βασίλειο. Οι δυνάμεις αυτές παραμένουν, ακόμα κι όταν ‘διακόπτη’ με τις ‘επιχειρήσεις’ του τη σύντομη διαδρομή τής ζωής τους. Όπως ακριβώς ‘βασανίζει’ και τη γη χρόνο τον χρόνο με το αλέτρι του – κι η γη μένει αγέραστη και ακαταπόνητη· και μπορεί και πρέπει να εμπιστευθή την καρτερική της υπομονή, και πρέπει να προσαρμοστή στον δικό της κύκλο ο άνθρωπος. Ενώ είναι το ίδιο ‘αγέραστη’ και η θάλασσα, χωρίς να μπορή να εξαντλήση καμμιά ‘αρπαγή’ τών γεννημάτων της την καρποφορία της, ή να τη βλάψη ο διάπλους τών πλοίων, ή και να την κηλιδώση η όποια ‘απόρριψη’ (των αχρήστων…) στα βάθη της. Για όσες όμως ασθένειες κι αν μπορή να βρη τη θεραπεία ο άνθρωπος, η ίδια η θνητότητα δεν υποκύπτει στα ‘τεχνάσματά’ του.
Όλα αυτά ισχύουν, επειδή ήταν, πριν απ’ τη δική μας εποχή, ουσιαστικά επιφανειακές οι επεμβάσεις τού ανθρώπου στη φύση, όπως ο ίδιος την έβλεπε, και ανίσχυρες να βλάψουν την καθορισμένη ισορροπία της. (Μια αναδρομή στο παρελθόν ανακαλύπτει ωστόσο, ότι δεν ήταν πάντοτε τόσο ‘αθώα’ η αλήθεια.) Ενώ δεν μπορούμε να βρούμε ούτε στο χορικό τής «Αντιγόνης» ούτε οπουδήποτε αλλού κάποιον υπαινιγμό, ότι έτσι συνέβαινε κατ’ αρχάς, κι ότι θα ακολουθούσαν μεγαλύτερα μεγέθη στην τέχνη και τη δύναμη – ότι εθεωρείτο δηλ. σε μιαν ατελείωτη τροχιά κατάκτησης ο άνθρωπος. Ο οποίος και δεν προχώρησε παραπέρα, τιθασεύοντας τις ανάγκες του, και μαθαίνοντας να τις ‘αντιπαλεύη’ με το πνεύμα και την ευφυία του, ώστε να είναι ανθρώπινη η ζωή του, ενώ τον κυρίευε κι ένα δέος για την ίδια του την τόλμη εξετάζοντάς τα όλ’ αυτά.
2. Το ανθρώπινο έργο τής «πόλης»
Έτσι τον χώρο, τον οποίον και δημιούργησε για τον εαυτό του, τον ‘επλήρωσε’ (τον ‘γέμισε’…) η πόλη τών ανθρώπων – προορισμένη να περικλείση, και όχι να επεκταθή - , και γεννήθηκε έτσι μια καινούργια ισορροπία μέσα στη μεγαλύτερη ισορροπία τού συνόλου. Κάθε καλό και κακό, στο οποίο και μπορεί να οδηγήση κάθε φορά η εφευρετική τέχνη τού ανθρώπου, συμβαίνει μέσα στο ανθρώπινο ‘καταφύγιο’ και δεν αγγίζει τη φύση τών πραγμάτων.
Το να μην πληγωθή το σύνολο, του οποίου τα βάθη ‘προφυλάσσονται’ απ’ τη ‘φορτικότητα’ του ανθρώπου, το ουσιαστικό δηλ. αμετάβλητο της φύσης ως κοσμικής τάξης, ήταν στην πραγματικότητα το υπόβαθρο σε όλες τις ‘επιχειρήσεις’ τού θνητού ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων και των επεμβάσεών του στην ίδια εκείνη την τάξη. Η ζωή του ‘διαδραματιζόταν’ ανάμεσα σ’ αυτό που μένει και σ’ αυτό που αλλάζει: αυτό που έμενε ήταν η φύση, κι αυτό που άλλαζε, τα ίδια του τα έργα. Και το μεγαλύτερο απ’ αυτά τα έργα ήταν η πόλη, στην οποίαν και μπορούσε να προσδώση μιαν ορισμένη διάρκεια με τους νόμους, τους οποίους και ‘επινοούσε’ γι’ αυτήν και ανελάμβανε να τους τιμά. Χωρίς να υπάρχη όμως καμμιά μακροχρόνια βεβαιότητα γι’ αυτήν την τεχνική διάρκεια. Ως ένα παρακινδυνευμένο τεχνούργημα, μπορεί να παραλύση ή και να πλανηθή το πολιτιστικό δημιούργημα. Ακόμα και μέσα στον τεχνικό χώρο, και με όλην την ελευθερία που εξασφαλίζει στον αυτοπροσδιορισμό ο χώρος αυτός, μπορεί να καταργήση η αυθαιρεσία κάποια φορά τις βασικές προϋποθέσεις τής ανθρώπινης ύπαρξης. Εξασφαλίζει μάλιστα, η αστάθεια ακριβώς τής ανθρώπινης μοίρας, τη σταθερότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Η σύμπτωση, η τύχη και η μωρία, οι μεγάλοι εξισωτές στις υποθέσεις τών ανθρώπων, επιδρούν σαν ένα είδος εντροπίας, ‘οδηγώντας’ τελικά όλα τα συγκεκριμένα έργα στους αιώνιους κανόνες. Πόλεις ακμάζουν και παρακμάζουν, εξουσίες έρχονται και παρέρχονται, οικογένειες ευδοκιμούν και εκφυλίζονται – καμμιά αλλαγή δεν διαρκεί, και είναι πάλι στο τέλος, με τις αμφίδρομες εξισώσεις όλων τών προσωρινών αποκλίσεων, όπως ήταν πάντοτε η κατάσταση του ανθρώπου. Έτσι ελέγχει κι εδώ, στο ίδιο του το τεχνικό ‘προїόν’, του κοινωνικού κόσμου, ελάχιστα ο άνθρωπος, και κυριαρχεί η μόνιμή του φύση.
Συνιστούσε πάντως αυτή η ακρόπολη της ίδιας του της δημιουργίας, διαχωρισμένη σαφώς απ’ τα υπόλοιπα πράγματα και προορισμένη να τον προστατεύη, την πλήρη και μοναδική περιοχή ανθρώπινης ευθύνης. Η φύση δεν αποτελούσε αντικείμενο ανθρώπινης ευθύνης – φρόντιζε για τον εαυτό της και φρόντιζε επίσης, με την κατάλληλη πειθώ και ‘πίεση’, και για τον άνθρωπο· και δεν ‘εφαρμοζόταν’ κάποια ηθική, αλλά ευφυία και εφευρετικότητα απέναντί της. Όμως στην «πόλη», στην κοινωνική δηλ. τεχνική κατασκευή, όπου συναναστρέφονται άνθρωποι με ανθρώπους, πρέπει να ‘συζεύγνυται’ με την ηθικότητα η ευφυία, γιατί είναι το ήθος η ψυχή τής ύπαρξης του ανθρώπου. Σ’ αυτόν τον ενδο-ανθρώπινο χώρο κατοικεί άλλωστε και κάθε παραδεδομένη ηθική, προσαρμοσμένη και δοκιμασμένη στα συγκεκριμένα ‘μέτρα και σταθμά’.
Πολλά γεννούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά· περνά τον αφρισμένο πόντο με τις φουρτούνες τού νοτιά, στη μέση σκάβει το βαθύ και φουσκωμένο κύμα· και την υπέρτατη θεά, τη Γη, την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη οργώνοντας με τα καματερά χρόνο τον χρόνο φιδοσέρνοντας τ’ αλέτρι.
Και των αστόχαστων (κουφονόων…) πτηνών τις φυλές κυνηγά με τα βρόχια, των αγρίων θηρίων τα έθνη, των βυθών την υδρόβια φύτρα με δίχτυα πλεγμένα στριφτά, ο τετραπέρατος· τ’ αγρίμι τής βουνοκορφής δαμάζει με τεχνάσματα· φορεί στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.
Ένας τον άλλον δίδαξε λαλιά, τη σκέψη, σαν το πνεύμα τών ανέμων (ανεμόεν φρόνημα…), την όρεξη να ζει σε πολιτείες· πώς να γλιτώνει το χαλάζι μες στ’ αγιάζι, την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο, ο πολυμήχανος (παντοπόρος…)· αμήχανος δεν θ’ αντικρίσει τα μελλούμενα· τον χάρο μόνο να ξεφύγει δεν μπορεί· μόλο που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες.
Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε που δεν τις βάζει ο νους, κι όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει· όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός, πολίτης (υψίπολις…)· αλήτης και φυγάς (άπολις…), όποιος κλωσάει τ’ άδικο, μακάρι και μ’ αποκοτιά (τόλμας χάριν…), ποτέ σε τράπεζα κοινή ποτέ μου βούληση κοινή με κείνον που τέτοια τολμάει».
( Μεταφορά στα νέα ελληνικά απ’ τον Κ. Γεωργουσόπουλο… )
1. Άνθρωπος και φύση
Aυτή η ‘στενάχωρη’ έκφραση σεβασμού στη ‘στενάχωρη’ και ‘πιεστική’ ισχύ τού ανθρώπου, αφηγείται τη ‘βίαιη’ εισβολή του στην κοσμική τάξη, την παράτολμη επιδρομή του, με την ακαταπόνητη ευφυία του, στις διάφορες περιοχές τής φύσης· αφηγείται όμως ταυτόχρονα και το ότι οικοδομεί, με την αυτοδίδακτη δυνατότητα τής ομιλίας, τής σκέψης και του κοινωνικού αισθήματος, έναν ‘οίκο’ για την πραγματική του ανθρώπινη ύπαρξη – το ‘τεχνικό’ δηλ. δημιούργημα της πόλης. Ο ‘βιασμός’ τής φύσης και ο ‘εκπολιτισμός’ του πηγαίνουν χέρι-χέρι. Εναντιούμενα και τα δυό στα ‘στοιχεία’, επικρατώντας απέναντί τους και κατανικώντας τα ‘δημιουργήματά’ τους (τα ‘πλάσματά’ τους…) το ένα, και αναγείροντας έναν περίκλειστο χώρο, το ‘καταφύγιο’ της πόλης και των νόμων της το άλλο. Είναι ο δημιουργός τής ζωής του, ως ανθρώπινης ζωής, ο άνθρωπος, προσαρμόζοντας στη ‘θέληση’ και την ανάγκη του τις περιστάσεις, και μένοντας μόνον απέναντι στον θάνατο αμήχανος.
Ακούγεται παρ’ όλ’ αυτά ένας συγκρατημένος, ίσως και φοβισμένος ‘τόνος’ σ’ αυτόν τον έπαινο στο ανθρώπινο θαύμα, και δεν μπορούμε κατά κανέναν τρόπο να τον εκλάβουμε ως αδιάκριτη κομπορρημοσύνη. Γιατί αυτό που υπάρχει, άρρητο, αλλά και αυτονόητο πίσω απ’ αυτόν τον έπαινο εκείνην την εποχή, είναι η γνώση πως μένει πάντοτε, παρ’ όλο το μέγεθος της απεριόριστης εφευρετικότητάς του, μικρός, αναμετρούμενος προς τα στοιχεία ο άνθρωπος: κι είναι αυτό ακριβώς που καθιστά τόσο παράτολμες τις ‘εξόδους’ του προς αυτά, αλλά και που επιτρέπει να ‘υπομένουν’ την προπέτειά του τα ‘στοιχεία’. Όλες ωστόσο οι ελευθερίες, τις οποίες και ‘αποτολμά’ μαζί με τους ‘κατοίκους’ τής γης, της θάλασσας και του αέρα, δεν μεταβάλλουν την περιβάλλουσα φύση αυτών τών ‘περιοχών’, και δεν μειώνουν τις γεννητικές τους δυνάμεις. Τις οποίες και δεν τις βλάπτει, ΄κατακτώντας’ ένα μικρό, μέσα στο μεγάλο δικό τους βασίλειο. Οι δυνάμεις αυτές παραμένουν, ακόμα κι όταν ‘διακόπτη’ με τις ‘επιχειρήσεις’ του τη σύντομη διαδρομή τής ζωής τους. Όπως ακριβώς ‘βασανίζει’ και τη γη χρόνο τον χρόνο με το αλέτρι του – κι η γη μένει αγέραστη και ακαταπόνητη· και μπορεί και πρέπει να εμπιστευθή την καρτερική της υπομονή, και πρέπει να προσαρμοστή στον δικό της κύκλο ο άνθρωπος. Ενώ είναι το ίδιο ‘αγέραστη’ και η θάλασσα, χωρίς να μπορή να εξαντλήση καμμιά ‘αρπαγή’ τών γεννημάτων της την καρποφορία της, ή να τη βλάψη ο διάπλους τών πλοίων, ή και να την κηλιδώση η όποια ‘απόρριψη’ (των αχρήστων…) στα βάθη της. Για όσες όμως ασθένειες κι αν μπορή να βρη τη θεραπεία ο άνθρωπος, η ίδια η θνητότητα δεν υποκύπτει στα ‘τεχνάσματά’ του.
Όλα αυτά ισχύουν, επειδή ήταν, πριν απ’ τη δική μας εποχή, ουσιαστικά επιφανειακές οι επεμβάσεις τού ανθρώπου στη φύση, όπως ο ίδιος την έβλεπε, και ανίσχυρες να βλάψουν την καθορισμένη ισορροπία της. (Μια αναδρομή στο παρελθόν ανακαλύπτει ωστόσο, ότι δεν ήταν πάντοτε τόσο ‘αθώα’ η αλήθεια.) Ενώ δεν μπορούμε να βρούμε ούτε στο χορικό τής «Αντιγόνης» ούτε οπουδήποτε αλλού κάποιον υπαινιγμό, ότι έτσι συνέβαινε κατ’ αρχάς, κι ότι θα ακολουθούσαν μεγαλύτερα μεγέθη στην τέχνη και τη δύναμη – ότι εθεωρείτο δηλ. σε μιαν ατελείωτη τροχιά κατάκτησης ο άνθρωπος. Ο οποίος και δεν προχώρησε παραπέρα, τιθασεύοντας τις ανάγκες του, και μαθαίνοντας να τις ‘αντιπαλεύη’ με το πνεύμα και την ευφυία του, ώστε να είναι ανθρώπινη η ζωή του, ενώ τον κυρίευε κι ένα δέος για την ίδια του την τόλμη εξετάζοντάς τα όλ’ αυτά.
2. Το ανθρώπινο έργο τής «πόλης»
Έτσι τον χώρο, τον οποίον και δημιούργησε για τον εαυτό του, τον ‘επλήρωσε’ (τον ‘γέμισε’…) η πόλη τών ανθρώπων – προορισμένη να περικλείση, και όχι να επεκταθή - , και γεννήθηκε έτσι μια καινούργια ισορροπία μέσα στη μεγαλύτερη ισορροπία τού συνόλου. Κάθε καλό και κακό, στο οποίο και μπορεί να οδηγήση κάθε φορά η εφευρετική τέχνη τού ανθρώπου, συμβαίνει μέσα στο ανθρώπινο ‘καταφύγιο’ και δεν αγγίζει τη φύση τών πραγμάτων.
Το να μην πληγωθή το σύνολο, του οποίου τα βάθη ‘προφυλάσσονται’ απ’ τη ‘φορτικότητα’ του ανθρώπου, το ουσιαστικό δηλ. αμετάβλητο της φύσης ως κοσμικής τάξης, ήταν στην πραγματικότητα το υπόβαθρο σε όλες τις ‘επιχειρήσεις’ τού θνητού ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων και των επεμβάσεών του στην ίδια εκείνη την τάξη. Η ζωή του ‘διαδραματιζόταν’ ανάμεσα σ’ αυτό που μένει και σ’ αυτό που αλλάζει: αυτό που έμενε ήταν η φύση, κι αυτό που άλλαζε, τα ίδια του τα έργα. Και το μεγαλύτερο απ’ αυτά τα έργα ήταν η πόλη, στην οποίαν και μπορούσε να προσδώση μιαν ορισμένη διάρκεια με τους νόμους, τους οποίους και ‘επινοούσε’ γι’ αυτήν και ανελάμβανε να τους τιμά. Χωρίς να υπάρχη όμως καμμιά μακροχρόνια βεβαιότητα γι’ αυτήν την τεχνική διάρκεια. Ως ένα παρακινδυνευμένο τεχνούργημα, μπορεί να παραλύση ή και να πλανηθή το πολιτιστικό δημιούργημα. Ακόμα και μέσα στον τεχνικό χώρο, και με όλην την ελευθερία που εξασφαλίζει στον αυτοπροσδιορισμό ο χώρος αυτός, μπορεί να καταργήση η αυθαιρεσία κάποια φορά τις βασικές προϋποθέσεις τής ανθρώπινης ύπαρξης. Εξασφαλίζει μάλιστα, η αστάθεια ακριβώς τής ανθρώπινης μοίρας, τη σταθερότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Η σύμπτωση, η τύχη και η μωρία, οι μεγάλοι εξισωτές στις υποθέσεις τών ανθρώπων, επιδρούν σαν ένα είδος εντροπίας, ‘οδηγώντας’ τελικά όλα τα συγκεκριμένα έργα στους αιώνιους κανόνες. Πόλεις ακμάζουν και παρακμάζουν, εξουσίες έρχονται και παρέρχονται, οικογένειες ευδοκιμούν και εκφυλίζονται – καμμιά αλλαγή δεν διαρκεί, και είναι πάλι στο τέλος, με τις αμφίδρομες εξισώσεις όλων τών προσωρινών αποκλίσεων, όπως ήταν πάντοτε η κατάσταση του ανθρώπου. Έτσι ελέγχει κι εδώ, στο ίδιο του το τεχνικό ‘προїόν’, του κοινωνικού κόσμου, ελάχιστα ο άνθρωπος, και κυριαρχεί η μόνιμή του φύση.
Συνιστούσε πάντως αυτή η ακρόπολη της ίδιας του της δημιουργίας, διαχωρισμένη σαφώς απ’ τα υπόλοιπα πράγματα και προορισμένη να τον προστατεύη, την πλήρη και μοναδική περιοχή ανθρώπινης ευθύνης. Η φύση δεν αποτελούσε αντικείμενο ανθρώπινης ευθύνης – φρόντιζε για τον εαυτό της και φρόντιζε επίσης, με την κατάλληλη πειθώ και ‘πίεση’, και για τον άνθρωπο· και δεν ‘εφαρμοζόταν’ κάποια ηθική, αλλά ευφυία και εφευρετικότητα απέναντί της. Όμως στην «πόλη», στην κοινωνική δηλ. τεχνική κατασκευή, όπου συναναστρέφονται άνθρωποι με ανθρώπους, πρέπει να ‘συζεύγνυται’ με την ηθικότητα η ευφυία, γιατί είναι το ήθος η ψυχή τής ύπαρξης του ανθρώπου. Σ’ αυτόν τον ενδο-ανθρώπινο χώρο κατοικεί άλλωστε και κάθε παραδεδομένη ηθική, προσαρμοσμένη και δοκιμασμένη στα συγκεκριμένα ‘μέτρα και σταθμά’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου