Συνέχεια από: Κυριακή 20 Αυγούστου 2023
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΔΥΣΙΣ 1258-1282
ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΛΑΤΙΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Εισαγωγή
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙ
Τὴν Δευτέραν τοῦ Πάσχα του 1282(1) οἱ κώδωνες τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύ ματος ἐκάλουν τοὺς πιστοὺς τοῦ Παλέρμου εἰς τὸν ἑσπερινόν. Ἡ κλῆσις κατέληξεν εἰς τὴν γνωστὴν ἐπανάστασιν τῶν Σικελῶν, ἡ ὁποία ἀπέβη μοιραία διὰ τὰ σχέδια τῶν ἐχθρῶν τοῦ Βυζαντίου. Ἡ ἀποκατάστασις τῆς κυριαρχίας τῆς Δύσεως ἐπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐματαιώθη. Τὸ Βυζάντιον διέφυγε μίαν δευτέραν λατινικὴν κατάκτησιν.
Αἱ σχέσεις Ελλήνων καὶ Λατίνων2, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Η΄ (1258 - 1282), ἀποτελοῦν τὸ θέμα τῆς παρούσης εργασίας. Η σταδιοδρομία τοῦ Αὐτοκράτορος τούτου ἐξετάζεται μέχρι καὶ τῶν γεγονότων τοῦ Σικελικοῦ Ἑσπερινοῦ, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν καὶ τὴν κορύφωσιν τῆς διαμάχης Βυζαντίου καὶ Δύσεως. Ἡ ἀποκατάστασις τῆς Ἑλληνικῆς κυριαρχίας ἐπὶ τῆς Βασιλίδος μετά παρέλευσιν ἡμίσεος αἰῶνος λατινικῆς κατοχῆς, δὲν ἀνέκοψε τὴν διείσδυσιν τῆς λατινικῆς ἐπιρροῆς ἐντὸς τῆς Αὐτοκρατορίας. Αντιθέτως. Ἡ ἀποκατάστασις αὕτη ἐπηύξησε τὴν ἐχθρότητα τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία ἐξηκολούθει νὰ ἀποβλέπη εἰς τὴν ἀνάκτησιν τῆς ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου κυριαρχίας της. Τὰ προβλήματα ἦσαν δυσχερέστατα καὶ ἀπήτουν ἀμέσους λύσεις. Παρὰ ταῦτα, αἱ ἐξαίρετοι ἱκανότητες τοῦ Μιχαὴλ ἐπέτρεψαν εἰς τὸ Κράτος νὰ ἀνταποκριθῆ εἰς τὰ προβλήματα ταῦτα, εἰς περιστάσεις κατὰ τὰς ὁποίας ἢ ἀποτυχία τῶν ἑλιγμῶν του δὲν θὰ ἀπέληγεν ἁπλῶς εἰς τὴν πολιτικὴν κυριαρχίαν τῆς Δύσεως ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ πιθανῶς εἰς τὸν Ἐκλατινισμὸν τῶν Ἑλλήνων3. Απετέλει δὲ τοῦτο τὸν μέγιστον φόβον τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Αἱ ἐπιτυχίαι τοῦ Μιχαὴλ καθιστοῦν πράγματι τὴν περίοδον τῆς βασιλείας του ἀποφασιστικὴν διὰ τὴν μετέπειτα ἱστορίαν ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως.
Αξονα τῶν διπλωματικών προσπαθειῶν τοῦ Μιχαὴλ ἀπετέλεσεν ἡ ἀσκηθεῖσα ἔναντι τῆς ῾Αγίας Έδρας πολιτική κατευνασμού. Η Αγία Έδρα διετήρει εἰσέτι σχεδόν πλήρη τὴν ἰσχύν της, μόνη δὲ ἡ πολιτική αὕτη ἦτο δυνατόν νὰ σώση τὴν Ἑλληνικὴν Αὐτοκρατορίαν. Εἰς τὴν Σύνοδον τοῦ Λουγδούνου (6 Ἰουλίου 1274) υπεγράφη ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, αὕτη δὲ κατέληξεν εἰς τὴν ἵδρυσιν ἑνὸς οἱονεὶ παπικοῦ προτεκτοράτου ἐπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ Βυζάντιον προσεδέθη εἰς τὸ πολιτικὸν σύστημα τῆς Δύσεως.
Σειρὰ προβλημάτων ὀρθοῦντο ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορος: ἡ συνεχής ἀντιζηλία Γενούης καὶ Βενετίας διὰ τὴν ἐμπορικὴν ἐκμετάλλευσιν τῶν ἐδαφῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, αἱ φιλοδοξίαι τῆς ῾Αγίας Έδρας, ὅπως καθυποτάξη τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὴν Ρώμην καί, τῇ βοηθείᾳ τῶν Ἑλλήνων, ἀναλάβη σταυροφορίαν ὑπὲρ τῶν Αγίων Τόπων· ἡ πολιτική τέλος καὶ αἱ φιλοδοξίαι τοῦ Μαμφρέδου, τοῦ Βαλδουΐνου, τοῦ Λουδοβίκου τοῦ Θ' καὶ τῶν ἡγετῶν τῆς Καστίλλης, τῆς ᾿Αραγωνίας, τῆς Πίζης καὶ τοῦ Μονφερράτου.
Τὰ ὀξύτερα, ἐν τούτοις, τῶν προβλημάτων προκύπτουν ἐκ τῶν φιλοδοξιῶν τοῦ Καρόλου τοῦ ᾿Ανδεγαυοῦ. Οὗτος ἐπιτυγχάνει νὰ ὀργανώση συνασπισμόν, εἰς τὸν ὁποῖον συμμετέχουν ὄχι μόνον οἱ Λατῖνοι τῆς Δύσεως ἀλλὰ σχεδὸν οἱ πλεῖστοι τῶν Σλαβικῶν καὶ ᾿Ανατολικῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι περιβάλλουν τὴν Κωνσταντινούπολιν. Η δραματική μονομαχία Καρόλου και Μιχαήλ, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἀναφέρεται τὸ τελευταῖον τμῆμα τοῦ βιβλίου τούτου, ἀποτελεῖ μίαν τῶν πλέον συναρπαστικῶν σελίδων ὁλοκλήρου τῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας. Ελπίζεται ὅτι ἡ παρουσίασις τῶν γεγονότων θὰ συντελέση εἰς τὴν πλήρωσιν ὑπάρχοντος κενοῦ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς βασιλείας τοῦ Καρόλου4.
Ἕτερον πρόβλημα ἀπετέλει ὁ τουρκικός κίνδυνος. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ θέμα τοῦτο εὑρίσκεται ἐκτὸς τῶν ἀμέσων σκοπῶν τῆς παρούσης εργασίας, ἐλήφθη ἐν τούτοις ὑπ' ὄψιν, καθ᾿ ὃ μέτρον ὁ κίνδυνος οὗτος ἐπέδρασεν ἐπὶ τῆς ἀσκηθείσης ἔναντι τῆς Δύσεως πολιτικῆς. Ἡ κατηγορία ὅτι ὁ Μιχαὴλ παρημέλησε τὰ ἀσιατικά σύνορα, πρέπει, ἐν μέρει τουλάχιστον, νὰ ἀναθεωρηθῆ ὑπὸ τὸ φῶς τῶν τολμηρῶν σχεδίων του. Συνίσταντο δὲ τὰ σχέδια ταῦτα εἰς τὴν χρησιμοποίησιν τῶν λατινικῶν δυνάμεων πρὸς ἀνάκτησιν τῶν ἀπολεσθέντων βυζαντινῶν ἐδαφῶν.
Τὸ περίπλοκον τῆς σταδιοδρομίας τοῦ Μιχαὴλ μὲ ὑπεχρέωσε νὰ ἀκολουθήσω μίαν σχετικώς κανονικήν χρονολογικὴν σειράν. Τὰς μετὰ τῶν Λατίνων σχέσεις ἀπέφυγον νὰ ἐκθέσω βάσει ευρυτέρων διαιρέσεων. Ἐντὸς ἑκάστου κεφαλαίου προσεπάθησα να τηρήσω ώρισμένην κατά θέματα διάταξιν (ἐκκλησιαστικαὶ διαπραγματεύσεις μετὰ τῆς Ρώμης, πολιτικαὶ καὶ οἰκονομικαὶ σχέσεις μετὰ τῆς Βενετίας καὶ τῆς Γενούης, συγκρούσεις εἰς τὴν Πελοπόννησον κλπ.). Δύναται διὰ τοῦ τρόπου τούτου ὁ ἀναγνώστης νὰ ἀντιληφθῆ ἀμέσως τὴν ἀλληλεξάρτησιν τῶν διαφόρων πλευρῶν τῆς διπλωματίας τοῦ Μιχαὴλ ἐντὸς τοῦ ὅλου πλαισίου τῶν γεγονότων. Αποτελεῖ δὲ ὁ τρόπος οὗτος τὴν μόνην ἐνδεδειγμένην ὁδὸν διὰ νὰ κρίνη τις τὴν ἐπιτυχίαν μιᾶς πολιτικῆς προβαλλομένης ἐπὶ οἰκουμενικῆς κλίμακος.
Ἡ μακρὰ σταδιοδρομία τοῦ στρατιώτου - Αὐτοκράτορος, πιθανῶς τοῦ ἱκανωτέρου διπλωμάτου, τὸν ὁποῖον ἔχει νὰ παρουσιάση τὸ Βυζάντιον, διηρέθη εἰς τρία μεγάλα τμήματα. Τὸ πρῶτον ἀναφέρεται εἰς τὴν περίοδον τῆς ζωῆς τοῦ Μιχαὴλ εἰς τὴν Νίκαιαν. Εἰς τοῦτο ἀναλύεται ἡ πρώτη περίοδος τῆς σταδιοδρομίας τοῦ Μιχαήλ, ὁ σφετερισμὸς τοῦ θρόνου τῆς Νικαίας, ἡ νίκη εἰς Πελαγονίαν καὶ ἡ κατάληψις τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ δεύτερον τμῆμα ἀναφέρεται εἰς τὴν ἀνάκτησιν τῆς πρωτευούσης καὶ τὰ πρῶτα κρίσιμα ἔτη τῆς ἀποκατασταθείσης Αυτοκρατορίας. Ἡ προσοχή μας ἐστράφη πρὸς τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα ἀντιμετωπίζει ὁ Αὐτοκράτωρ, ἰδιαιτέρως δὲ ἠσχολήθημεν μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἀπειλῆς ἐπιβολῆς ἀντιποίνων ἐκ μέρους τῶν Βενετῶν. Μᾶς ἀπησχόλησεν ὡσαύτως τὸ πρόβλημα τῆς μεταχειρίσεως τῶν ἐντὸς τῆς πρωτευούσης μειονοτήτων. Εἰς τὴν μελέτην μου περιέλαβον καὶ τὴν διαμάχην ῾Αγίας Έδρας καὶ Μαμφρέδου. Αμφότεροι εὑρίσκοντο εἰς διαπραγματεύσεις μετὰ τοῦ ἐκπτώτου Λατίνου Αὐτοκράτορος.
Τὸ τρίτον τέλος τμῆμα τῆς παρούσης εργασίας καλύπτει τὴν πλέον συναρπαστικὴν φάσιν τῆς ἀρχῆς τοῦ Μιχαήλ. Περιλαμβάνει τοῦτο τοὺς δεκαπεν ταετεῖς ἀγῶνας τοῦ Αὐτοκράτορος κατὰ τοῦ Καρόλου τοῦ ᾿Ανδεγαυοῦ, βασιλέως τῆς Σικελίας. Αἱ φιλοδοξίαι του Καρόλου ἔναντι τοῦ Βυζαντίου καὶ ἡ ἀπεγνωσμένη ἀντίστασις τοῦ Μιχαὴλ παρασύρουν εἰς τὴν διένεξιν ἐκείνην σχεδὸν ὁλόκληρον τὴν περιοχὴν τῆς Μεσογείου. Αἱ δυνάμεις τῆς ἐποχῆς συνεμάχησαν πράγματι μὲ τὴν μίαν ἢ τὴν ἄλλην παράταξιν. Διὰ νὰ σώση τὸ Κράτος ἀπὸ τὴν ἀπειλὴν τοῦ Καρόλου, ὁ Μιχαὴλ δὲν ἐδίστασε νὰ δεσμεύση τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν μὲ τὴν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Αἱ διαπραγματεύσεις μετὰ τῶν διαφόρων Παπῶν, ἀπολήγουν εἰς τὴν συναφθεῖσαν τὸ ἔτος 1274 συμφωνίαν τοῦ Λουγδούνου καὶ συνεχίζονται μέχρι τῆς ρήξεως τῆς ἑνώσεως τὸ 1281. Αὗται ἐξετάζονται ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τόσον, ὅσον καὶ ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Αὐτοκράτορος καὶ τῆς ῾Αγίας Έδρας. Τὸ βιβλίον κλείει μὲ τὴν κατάρρευσιν τῶν σχεδίων του Καρόλου συνεπείᾳ τῶν γεγονότων τοῦ Σικελικοῦ Ἑσπερινοῦ, ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὁποίου παραμένει δυσχερής. Διὰ πρώτην φορὰν ἀναλύεται ἐνταῦθα ὁ ρόλος τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου εἰς τὴν ὑπόθεσιν ἐκείνην μὲ πλήρη στοιχεῖα. Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι αἱ διπλωματικαὶ διαπραγματεύσεις καὶ αἱ στρατιωτικαὶ συγκρούσεις αποτελοῦν, κατ᾿ ἀνάγκην, τὸ ἐπίκεντρον τῶν συζητουμένων θεμάτων, ἡ προσοχή μας ἐστράφη, ἄνευ διαταράξεως τῆς ἀκολουθίας τῆς ἱστορήσεως, ὅσον τοῦτο ἦτο δυνατόν, καὶ πρὸς τὴν κοινωνικὴν πλευρὰν τῶν σχέσεων Ἑλλήνων καὶ Λατίνων6. Συζητοῦνται δὲ οἱ λόγοι τῆς ἀρνήσεως τῶν Ἑλλήνων ὅπως δεχθοῦν τὴν μετὰ τῆς Ρώμης ἐκκλησιαστικὴν ἕνωσιν, παρὰ τὸν κίνδυνον ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο νὰ ἀπειλῆ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐὰν ἡ συμφωνία αὕτη ἐματαιώνετο.
Παρὰ τὰ ἐπικρατοῦντα μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἔναντι τῆς Δύσεως αἰσθήματα, ὁ Μιχαὴλ ἠδυνήθη να χρησιμοποιήση ἐπιτυχῶς τοὺς Λατίνους εἰς τὴν διοίκησιν τοῦ Κράτους, ὡς διερμηνεῖς, μυστικούς πράκτορας, διοικητὰς τῶν στόλων καὶ τῶν στρατευμάτων του. Εἰς ὡρισμένους ἐκ τούτων ἀπενεμήθησαν τίτλοι εὐγενείας καὶ παρεσχέθησαν δικαιώματα ἐπὶ βυζαντινῶν ἐδαφῶν, βάσει ἐθίμων, τὰ ὁποῖα ἀπετέλουν οἱονεὶ συνδυασμὸν τῶν κρατούντων, τόσον εἰς τὸ Βυζάντιον ὅσον καὶ εἰς τὴν Δύσιν. Παρὰ ταῦτα, ἡ ἔντασις τῆς λατινικῆς διεισδύσεως κατὰ τὴν περίοδον ταύτην δὲν ἐπηρεάζει τὴν κοινὴν συνείδησιν τῶν Ελλήνων, ὅτι οὗτοι ἦσαν βασικῶς διάφοροι τῶν Λατίνων. Τὴν αὐτήν ἄποψιν συνεμερίζετο καὶ ἡ Δύσις. Ἡ ἀνάμνησις τῆς ἑλληνικῆς ἀνειλικρινείας εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς συναφθείσης διὰ τῆς Συνόδου του Λουγδούνου ενώσεως, ἐξηγεῖ τὴν ἀποτυχίαν τὴν ὁποίαν ἐσημείωσαν αἱ προσπάθειαι παροχῆς ἀποτελεσματικῆς βοηθείας ἐκ μέρους τῆς Δύσεως πρὸς τὸ Βυζάντιον διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν Τούρκων.
Τὸ ρῆγμα Ἑλλήνων καὶ Λατίνων ἀπετέλεσε ἀληθῆ τραγωδίαν διὰ τὸν μεσαιωνικὸν χριστιανικὸν κόσμον, δὲν ἐμελετήθη δὲ μέχρι σήμερον ἐπαρκῶς καὶ ἐν συνδυασμῷ, τόσον ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τοῦ Βυζαντίου ὅσον καὶ ἀπὸ τῆς ἀπόψεως τῆς Δύσεως. Η ρήξις αὕτη ἀποτελεῖ τὸ θέμα τοῦ βιβλίου τούτου.
Σημειώσεις
1.Διὰ τὴν ἡμερομηνίαν βλ. Κεφ. 14, σημ. 101.
2. Ο όρος «Λατίνοι» ἀναφέρεται εἰς τοὺς λαοὺς τῆς Δύσεως - Γάλλους, Γερμανούς, Καστιλλιάνους, "Αραγωνίους καὶ κυρίως εἰς τοὺς Ἰταλοὺς καὶ Σικελούς. Ωσαύτως εἰς πρόσωπα Δυτικής κατα γωγῆς διαμένοντα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν ᾿Ανατολήν.
3. Διὰ τὸν φόβον τοῦ Ἐκλατινισμοῦ βλ. Ιδιαιτέρως Κεφ. 11, τμήμα 2. Από πολιτισμικῆς ἀπόψεως, δύναται νὰ σημειωθῆ, ὅτι ἡ λατινική κυριαρχία πιθανὸν θὰ ἀνέκοπτε, ἐὰν δὲν ἠμπόδιζε, τελείως, τὴν ἀνάπτυξιν τῆς λεγομένης ᾿Αναγεννήσεως τῶν Παλαιολόγων του 18ου μέχρι καὶ τοῦ 15ου αἰῶνος, τόσον σημαντικῆς ἀπὸ ὡρισμένων πλευρῶν διὰ τὴν ἐπίδρασιν της ἐπὶ τῆς ᾿Αναγεννήσεως ἐν Ιταλία.
4. Ἡ σημαντικὴ ἐργασία τοῦ E. Jordan, Les origines de la domination Angevine en Italie (Paris, 1909), ἐπεκτείνεται μόνον μέχρι τῆς ἐνθρονίσεώς του καὶ τῆς νίκης του εἰς Tagliacozzo το 1268.
5. Βλ. Ρ. Wittek, Das Fürstentum Mentesche (Istanbul, 1934) 16 κέ., 24 κέ.∙ πρβλ. G. Arnakis, Οι Πρῶτοι Οθωμανοί (᾿Αθῆναι 1947), 37 κέ.. G. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, μεταφρ. J. Hussey (Cambridge, 1956) 438∙ καὶ Λ. Vasiliev, History of the Byzantine Empire (1952), 599, 603.
6. Βλ. Κεφ. 1, κείμενον καὶ σημειώσεις 23-34α∙ Κεφ. 2, σημ. 57 και 61∙ Κεφ. 6, passim∙ Κεφ. 10, τμήμα 3∙ Κεφ. 11, τμῆμα 2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου