Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8.Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗΗ δύναμη των πραγμάτων και μόνο αυτή γνωρίζει τη σπάνια τέχνη που κάνει την κάθε στιγμή και την κάθε ζωή να ομολογεί ότι το παρελθόν είναι μια σειρά από μικρές ή μεγάλες αποτυχίες. Πάντα στο τέλος, γράφει ο Πασκάλ, βρίσκουμε εκείνο που θα έπρεπε να θέσουμε πρώτο. Έτσι το τέλος αρνείται την αρχή που το γέννησε και η κάθε αρχή αναζητάει παράφορα το τέλος που θα την αναιρέσει. Μέσα στην απειρία τους τα κάθε λογής έργα καταλήγουν πάντα στον ίδιο πικρό απολογισμό: στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Απολογισμός που αν μπορούσε να γίνει προγραμματικός λογισμός, το μόνο που θα δίδασκε θα ήταν η προεξοφλημένη αδράνεια. Κανείς δεν μπορεί να διασχίσει το χρόνο αντίδρομα και να φτάσει στο παρελθόν ξεκινημένος από το μέλλον. Άρα το λάθος πάντα επιτρέπεται.
Στην πρώτη του μορφή αυτό το δοκίμιο ήταν ένα αναλυτικό σχόλιο για το Είναι και Χρόνος με όλα τα αμαρτωλά γνωρίσματα που έχουν οι παρόμοιες ξεναγήσεις. Στη δεύτερη μορφή του πύκνωσε σε μια σύντομη μελέτη για το «πρόβλημα του υποκειμένου στον Χάιντεγγερ» – η εισαγωγή είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Ηριδανός (1976) – που η δουλική υπακοή της στα κείμενα αποθάρρυνε κάθε πρωτοβουλία. Όταν πιά είχα παραιτηθεί από την προσπάθεια, λες για να επαληθευτεί άλλη μια φορά το ότι οι καλές σκέψεις μπαίνουν πάντα από την πόρτα της υπηρεσίας, μου έγραψε ο φίλος μου Τάσος Μπάνος από το στρατό για να μου ζητήσει όλο αυτό το κακοχυμένο υλικό σε μια σειρά γράμματα-δοκίμια που πιθανώς θα διασκέδαζαν τη στρατιωτική του ανία.
Μολονότι τα κείμενα που ακολουθούν είναι κατά βάση χτισμένα πάνω σε επιστολές, ουσιαστικά δεν έχουν καμιά σχέση με την επιστολογραφία. Όλα τα κεφάλαια, στη μορφή που παρουσιάζονται, παρότι διατηρούν το πρώτο και το δεύτερο πρόσωπο, είναι ισάριθμα άρθρα αφιερωμένα στα προβλήματα της φιλοσοφικής και ειδικότερα της χαιντεγγεριανής σκέψης. Εκτός από τον Τάσο Μπάνο θέλω να ευχαριστήσω όλους τους φίλους που με βοήθησαν αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τη Ντίνα Μπουγιούκου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Παραλαβαίνοντας την οντολογική τοποθέτηση του Καρτέσιου, ο Καντ έκανε μιάν ουσιώδη παράλειψη: παρέλειψε μιάν οντολογία του Dasein. Aυτή η παράλειψη είναι αποφασιστική σε σχέση προς τις βαθύτερες τάσεις του Καρτέσιου. Με το cogito sum ο Καρτέσιος είχε αξιώσει να τοποθετήσει τη φιλοσοφία πάνω σε καινούριο στέρεο έδαφος. Αλλά αυτό που άφησε ακαθόριστο όταν άρχιζε με τούτο το ριζικό τρόπο ήταν το είδος του Είναι που ανήκει στη res cogitans, ακριβέστερα το νόημα του Είναι του sum.
Sein und Zeit
1 - Ο ΑΠΟΧΡΩΝ ΛΟΓΟΣ
Η Αγωγή του πολίτου, πέρα από τις άλλες κοινωφελείς αρχές της, εκείνο που εξάπαντος θα έπρεπε να διδάσκει – ίσως για να το αναιρέσει αργότερα – είναι οι βασικές αρχές της τυπικής λογικής. Μην πάει ο νούς σου σε όλο το κουβάρι των κρίσεων, των εννοιών και των συλλογισμών, αλλά συγκεκριμένα στην αρχή της ταυτότητας: principium indentitatis και στην αρχή του αποχρώντος λόγου: principium rationis suffientis.
Η πρώτη αρχή διδάσκει το φόβο μπρός στην ποικιλία και την πολλαπλότητα. Ένα πράγμα, μια έννοια, ένας άνθρωπος ή ένα γεωμετρικό σχήμα ταυτίζονται με τον εαυτό τους. Το Α=Α ή το Α είναι Α. Ετούτη η αφηρημένη αρχή είναι βέβαια θεωρητικό κατασκεύασμα, αλλά και εργαλείο στα χέρια όλου του κόσμου. Αυτή επαληθεύεται όταν σταματάω ένα ταξί στο δρόμο – που είναι αμάξι κι όχι κρις κράφτ ή ένα ποτήρι νερό – κι όταν σκέφτομαι κάτι με την απόλυτη πεποίθηση ότι είναι αυτό και όχι κάτι άλλο. Με την ταυτότητα και τις δίδυμες αδερφές της: την αρχή της αντίφασης και της αποκλείσεως του μέσου ή τρίτου, οι θεωρητικοί της λογικής θέλουν να δείξουν γιατί ο άνθρωπος μπορεί να είναι νοικοκύρης στο σπίτι του. Στα πιο απλά αλλά και στα πιο σύνθετα δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς την ταύτιση, την αντίφαση και το tertium non datur. Ακόμα κι όταν εσκεμμένα λέμε και ξελέμε (είναι καλός ο Στράτος; Μμμμ είναι και δεν είναι· πως πάει η δουλειά; Πάει και δεν πάει) μόνο χάρη στις λογικές αρχές κατορθώνουμε να μεταδώσουμε την αίσθηση της αμφιβολίας μας.
Ας δούμε αναλυτικά το νόημα και τη λειτουργία μιάς από τις λογικές αρχές: του αποχρώντος λόγου. Η λέξη βγαίνει από το ἀποχράω, ἀπέχρην, ἀποχρήσω, ἀπέχρησα: επαρκώ, ικανοποιώ εκατόν νέες ἀποχρῶσι: φτάνουν εκατό σκάφη. Ωστόσο, παρά την περίεργη μορφή της, η λέξη σημαίνει κάτι πασίγνωστο: την αιτία. Σε κάθε απόφανση προαπαιτείται ο λόγος που την δικαιολογεί. Η πέτρα πέφτει γιατί; όταν φυσάει σηκώνεται κύμα· γιατί; αθροισμένες οι γωνίες του τριγώνου μας κάνουν δύο ορθές· γιατί; γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; γιατί γίνεται έκλειψη Σελήνης; Οι απαντήσεις είναι λίγο πολύ γνωστές, αλλά το ζήτημα δεν είναι να ευπορήσουν αυτές οι γνωστές απορίες· περισσότερο κι από την απόκριση βαραίνει η ανάγκη που τη γεννάει και ο τρόπος που διατυπώνεται. Και πριν ξανοιχτούμε: αιτία και αποχρών λόγος είναι το ίδιο πράγμα;
Και ο λόγος γιατί πρέπει να διαφέρει από την αιτία; Τυπικά, άλλη είναι η σχέση που συνδέει το λόγο με την ακολουθία και άλλη η φυσική σχέση που δένει την αιτία με το αποτέλεσμα. Ο αποχρών λόγος μπορεί συχνά να ταυτίζεται με την αιτία, αλλά η διαφορά του είναι ότι δεν αναφέρεται πάντα σε μεταβολές (φυσικές, πνευματικές, ψυχικές), δεν έχει να κάνει με τη διαδοχή, ούτε με την ποιητική αιτία. Παράδειγμα: το έγκλημα του Χ είναι ο λόγος και η αιτία που κλειστηκε στις φυλακές. Άλλο παράδειγμα: το γεγονός ότι κάθε κύκλος έχει ένα κέντρο επειδή – αποχρών λόγος – δεν υπάρχει άλλο σημείο που να απέχει εξίσου από όλα τα σημεία της περιφέρειας, δεν έχει σχέση με την αιτία. Η αιτιότητα απαιτεί διαδοχή, ενώ στον κύκλο, περιφέρεια και κέντρο έχουν πλήρη ταυτοχρονία, πιο σωστά δεν μπαίνει πρόβλημα διαδοχής.
Τέτοια παραδείγματα μπορώ να αναφέρω πολλά, αλλά η αποδειχτικότητά τους είναι αμφίβολη μια και ο ορισμός του αποχρώντος λόγου δε γίνεται σαφέστερος. Ακόμα και η περίφημη εργασία του Σοπενχάουερ: “Η τετραπλή ρίζα της αρχής του αποχρώντος λόγου” δε δίνει τις αποκρίσεις με τη γενναιοδωρία που θα περίμενε ο εύπιστος στις υποσχέσεις αναγνώστης. Παραμένει εντούτοις πολύτιμη γιατί διακηρύχνει τη σπουδαιότητα ενός ζητήματος που ο άπειρος αναγνώστης της φιλοσοφίας – και φυσικά της ζωής – δεν ξέρει να προσέξει. Πριν απ' όλα δηλώνει ανεπιφύλακτα ότι η ελληνική σκέψη δεν είχε κατανοήσει σε βάθος τη διαφορά λόγου-ακολουθίας, αιτίας-αποτελέσματος. Τα παραθέματα που επιλέγει από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, κι όταν ακόμα δεν επαληθεύουν πανηγυρικά τα συμπεράσματά του, ενθαρρύνουν τις προθέσεις του. Παντί γάρ ἀδύνατον χωρίς αἰτίου γένεσιν σχεῖν: τι εννοεί εδώ ο Πλάτωνας, την αιτιότητα, τον αποχρώντα λόγο ή και τις δύο αρχές μαζί; Παρόμοια και στον Αριστοτέλη: ἐπίστασθαι δ' οἰόμεθα ἕκαστον ἁπλῶς, ὅταν τὴν αἰτίαν οἰόμεθα γιγνώσκειν, δι' ἥν το πράγμα ἐστιν, ὅτι ἐκείνου αἰτία ἐστιν, καί μή ἐνδέχεσθαι τοῦτο ἄλλως εἶναι. Μα το πιο καίριο είναι ότι επιμένοντας σ' αυτό το σημείο, ο Σοπενχάουερ θέλει να υποβάλλει την υποψία ότι πίσω από αυτή την αοριστία (ή σύγχυση) κρυβεται μια θεωρητική πλάνη πελωρίων διαστάσεων.
Για να κατονομάσουμε πράγματα που αργότερα θα εξηγηθούν εν εκτάσει, θυμίζουμε πως ο Σοπενχάουερ πιστεύει ότι απλά και μόνο με την αρχή της αιτιότητας κανείς στοχαστής δεν μπορεί να μιλήσει για δημιουργό του κόσμου, για πρώτη αιτία, για primum movens και τα παρόμοια. Η αιτιότητα είναι μια ακατάληκτη σειρά από αιτίες και αποτελέσματα, ενώ απεναντίας ο Θεός πρέπει να θεωρηθεί αιτία που δεν οφείλει την ύπαρξή της σε κάτι άλλο, προγενέστερο· με άλλα λόγια είναι αυτοαιτία: causa sui. Που βρέθηκε όμως; Για να δοθεί μια γενναία απάντηση η αρχή της αιτιότητας οφείλει να στεγαστεί στην αρχή του αποχρώντος λόγου. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, λέει ο Σοπενχάουερ, αρχίζουν οι παρασιωπήσεις, οι θεολογικές ακροβασίες, και οι δολιότητες τύπου Σπινόζα ο οποίος, για να κρύψει το αδιέξοδό του, είναι αναγκασμένος να μπερδέψει ratio και causa οκτώ φορές μέσα σε μια και μόνη σελίδα της “Ηθικής” του. Επειδή λοιπόν το βάθος αυτής της διαφοράς είναι τόσο πρωταρχικό, ας εξετάσουμε από την αρχή το πρόβλημα ξεκινώντας από τα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη. Δώσε βάση λοιπόν και μην στέκεσαι στα προηγούμενα – εδώ αρχίζει η έκθεση.[Aυτοαιτία είναι η αρχή τής μή-αντιφάσεως η οποία είχε καταργηθεί ήδη από τόν Καντ]
Είναι γνωστή η ιδεοληπτική προσήλωση που δείχνει κάθε θεωρία στα θεμελιακά της επιχειρήματα. Τέτοια ακριβώς είναι η στάση του Αριστοτέλη απέναντι στο πρόβλημα της αιτίας· η αφετηρία του, εμπειρική πέρα για πέρα, δεν κρύβει καμιάν αναγωγή. Ξεκινάει με την πρόθεση να διακρίνει την εμπειρία από τη γνώση εξετάζοντας τα πιο κοινά πράγματα. Μια όποια πράξη; Παραπέμπει στο παρελθόν της. Δηλαδή στη μνήμη της. Η πείρα, για να αποκτηθεί, απαιτεί μια προάσκηση. Πάρε τις κινήσεις ενός κτίστη: ο χειρισμός των εργαλείων, η γνώση της αντοχής των υλικών, ο γενικός συντονισμός της δουλειάς υποδηλώνουν ένα παρελθόν. Ακόμα και τα ροζιασμένα χέρια του, η στάση του κορμιού, ο ρυθμός του θυμίζουν ένα παρελθόν που φτάνει στο παρόν σαν διαμορφωμένη ικανότητα «πλέον». Όπως ο συγγραφέας γράφει επειδή έγραφε, ο κτίστης κτίζει επειδή έκτιζε: γίγνεται δ᾽ ἐκ τῆς μνήμης ἐμπειρία τοῖς ἀνθρώποις· αἱ γάρ πολλαί μνῆμαι τοῦ αὐτοῦ πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν. Και ο επιστάμενος είναι απόφοιτος του σχολείου της μνήμης, της εμπειρίας και του παρελθόντος. Εμπειρία και επιστήμη έχουν μια κοινότητα που δε φτάνει όμως να ταυτίζει τον εμπειρικό με τον επιστάμενο. Ο έμπειρος είναι βιοπαλαιστής, τα βάζει με τον κόσμο και τα εμπόδιά του, ξέρει το τί και το πώς (τη βροχή που πέφτει όταν μαυρίζει ο ουρανός, το χλώμιασμα του φοβισμένου, το διάστημα της κύησης των ζώων), δεν ψάχνει όμως τον καθορισμό της αιτίας. Οἱ μὲν γὰρ ἔμπειροι τὸ ὅτι μέν ἴσασιν, διότι δὲ οὐκ ἴσασι. Το διότι, επειδή ακριβώς καλύπτεται κάτω από την προφάνεια του ὅτι, σχεδόν δεν του χρειάζεται. Του αρκεί η γνώση ότι η φωτιά καίει, το διότι και το γιατί τί να το κάνει; Η απάντηση στο: Η απάντηση στο: "διά τί θερμόν τὸ πῦρ" είναι δουλειά άλλων.
Ποιων; Των φιλοσόφων. Το διότι και η γνώση του βάζουν τη βάση της επιστήμης. Σε αντίθεση με τον πρακτικό άνθρωπο του ὅτι, ο άνθρωπος του διότι δεν αρκείται στην χρήση των άμεσων γνώσεων, ξαφνιάζεται, και αναζητώντας τα βαθύτερα αίτια θαυμάζει: διά γάρ τό θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο φιλοσοφεῖν. Ένας είναι ο αντικειμενικός σκοπός της έρευνας που, φυσική ή μεταφυσική, πάντα σε μεταφυσικές αρχές καταλήγει: περί τά πρῶτα αἴτια καί τάς ἀρχάς.
Η γέννηση ενός παιδιού, το χτίσιμο μιάς γέφυρας, το ωρίμασμα ενός μήλου, όλα γενικά τα φαινόμενα, έχουν να κάνουν με αιτίες που ο Αριστοτέλης τις υποβάλλει σε μια τετραπλή κατάταξη: τά δ' αἴτια λέγεται τετραχῶς. Αυτό εδώ το ξύλινο τραπέζι; α) Πρώτα παίρνουμε το υλικό του (ὕλη, τό ὑποκείμενον, τό ἐξ οὖ), δηλαδή το ξύλο και το δέντρο. β) Ύστερα την ουσία του (εἶδος, παράδειγμα, οὐσία, λόγος, τί ἐστι, τί ἦν εἶναι), δηλαδή την αιτία που το κάνει να είναι αυτό που είναι, ένα τραπέζι κι όχι ένα κρεβάτι, ένα τσουκάλι ή ένα σπίτι. γ) Στη συνέχεια έρχεται τό ποιοῦν, τό κινῆσαν, το κινοῦν, τό ὅθεν ἡ ἀρχή τῆς κινήσεως που ονομάζει τον ξυλουργό (του τραπεζιού), τον πατέρα (του παιδιού), το φονιά (του θύματος), τη φύση (που δημιουργεί το όποιο φρούτο κτλ). δ) Τελευταία και γι' αυτό πιο σημαντική είναι η αιτία του τέλους, του οὗ ἕνεκα, του γιατί που δηλώνει το σκοπό του πράγματος, το λόγο για τον οποίο υπάρχει.
Πρέπει να έχεις υπόψη σου ότι αυτή η επιφανειακά αντικειμενική κατάταξη των αιτιών κρύβει πολύ αριστοτελική εμπάθεια απέναντι στους προδρόμους του: τους Ίωνες φιλοσόφους. Η προσωκρατική φιλοσοφία, χωρίς μέθοδο και αρχές για τον Σταγειρίτη, τραύλιζε για όλα τα πράγματα (ψελλιζομένη περί πάντων) κι από τις τέσσερις αιτίες μονάχα την πρώτη, την υλική, είχε ανακαλύψει: Θαλῆς ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγός φιλοσοφίας ὕδωρ φύσιν εἶναι, ῞Ιππασος δέ πῦρ, ᾿Αναξιμένης δέ ἀέρα κτλ., όσο για το μεγάλο δάσκαλό του και αντίπαλο η πολυσυζητημένη κριτική των Μεταφυσικών έχει ιδρύσει αυτόνομη φιλολογική σχολή. Τόσο για τον αριθμό των αιτίων που έχει υπόψη του ο Πλάτωνας (...δυοῖν αἰτίαν μόνον κέχρηται, τοῦ τί ἔστι καί τῆ κατά τήν ὕλην), όσο και για το γενικότερο αιτιακό χαρακτήρα των ιδεών, οι αριστοτελικές απόψεις ελέγχονται για ανεστραμμένο πλατωνισμό και για την κακοπιστία που διακρίνει όλους τους μαθητές – και ειδικά τους μεγάλους – όταν βιάζονται να «σκοτώσουν» το δάσκαλό τους. Σημειώνω την πιο περιβόητη φράση: τό δέ λέγειν παραδείγματα αὐτά εἶναι καί μετέχειν αὐτῶν, δηλαδή των ιδεών, κενολογεῖν ἐστι καί μεταφοράς λέγειν ποιητικάς (Μεταφ. 991 α 20-2).
Αν αυτή η κριτική καταδικάζει προσωκρατικούς και Πλάτωνα, είναι γιατί δε βλέπει στον «αμέθοδο» στοχασμό τους να υπάρχει η βαθιά πίστη στην αρχή που δεν αποχωρίζει τη γνώση της αλήθειας από τη γνώση της αιτίας: οὐκ ἴσμεν δὲ τὸ ἀληθές ἄνευ τῆς αἰτίας. Και δεν υπάρχει αιτία ανώτερη από την αιτία του τέλους. Τέλος είναι βέβαια το πέρας, το έσχατον, αλλά σαν αιτία έχει αναμφίβολα το νόημα του σκοπού, και έτσι τη χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης. Χωρίς τέλος η γνώση δεν είναι κατορθωτή, γιατί μας αφήνει μέσα στην απειρία: ἔστι δ’, ἡ μὲν ἄπειρα οὐκ ἐπιστητά, ᾗ δὲ πεπέρανται ἐπιστητά (Αναλυτικά πρότερα, Ι, 86 α). Εξάλλου δεν μπορούμε να εννοήσουμε το τέλος μονάχα σα σκοπό, η σκοπιμότητα ενέχει τη σημασία του τελειωμένου πράγματος, του «τέλειου», του ώριμου, συνεπώς, για να πάμε στη ρίζα της λέξης, του ωραίου. Γιατί όμως αυτός ο σκοπός να θεωρείται αιτία και μάλιστα πρωταρχική;
Έχεις διαβάσει τη γνωστή ρήση: ἡ φύσις μηθὲν μήτε ἀτελὲς ποιεῖ μήτε μάτην (Η φύση δεν κάνει τίποτα ούτε ατελές ούτε μάταιο). Το μάτι; Έγινε για να βλέπει. Το φως; Έγινε για να φωτίζει. Η καρδιά; Έγινε για να ρυθμίζει την κυκλοφορία του αίματος. Το τάδε ζώο; Ζεί όπως ζει γιατί υπάρχει ο ορισμένος σκοπός που, ξεπερνώντας το, το συγκρατεί μέσα στο κύκλο της ζωής του (θυμήσου τον πιννοφύλακα, το μικρό ψάρι που στέκει φρουρός στο άνοιγμα της πίννας και την ειδοποιεί σε περίπτωση κινδύνου, Τῶν περί τὰ ζῶα ἱστοριῶν, 574 α). Από τελεολογική σκοπιά ιδωμένη, η φύση όχι μόνο έχει μια πολυδιάστατη ρύθμιση, όχι μόνο μια καθορισμένη λειτουργία, αλλά όλες οι κινήσεις της αποβλέπουν σε ένα καθολικό ΤΕΛΟΣ που δεν είναι άλλο από το αγαθό, το βέλτιστο, το άριστο. Η Φύση διέπεται από Πρόνοια και ένα σύστημα ειδικών προθέσεων. Θέση που δεν είναι μια τυχαία δογματική θεωρία· επί αιώνες ήταν το βασικό ερμηνευτικό κριτήριο φυσιολόγων, βιολόγων, φυσικών και θεολόγων.
Αν πάρεις την αντίθετη άποψη, που δεν υπάρχει μονάχα στο Δαρβίνο και τους θεωρητικούς της μηχανιστικής ή εξελικτικής αντίληψης της φύσης, αλλά και στα αποσπάσματα του Εμπεδοκλή, βλέπεις ότι η φυσική αρμονία θεωρείται αποτέλεσμα τύχης και εξέλιξης. Ο Εμπεδοκλής φτάνει να μιλάει για ανθρώπινα μέλη που βρίσκονταν μέσα στον κόσμο αδέσποτα (μουνομελή... γυῖ ἐπλανᾶτο), για χέρια χωρίς ώμους, για μάτια χωρίς πρόσωπο, για πρόσωπα χωρίς αυχένες (κόρσαι ἀναύχενες ἐβλάστησαν). Εξαρθρώνοντας το σύστημα του ανθρώπινου σώματος, αυτή η θέση εξαρθρώνει και κάθε έννοια τέλους στη φύση. Εκεί που ο Αριστοτέλης έβλεπε παντού μια ειδική πρόθεση της φύσης (ἡ φύσις ἕνεκά του ποιεῖ πάντα, Περί ζώων μορίων 644 β), ο Εμπεδοκλής θέλει να βλέπει μια σειρά συμπτώσεων που δεν προαπαιτούν πρόνοια ή πρόθεση. Άρα η διαφωνία τους δεν είναι μια όποια διένεξη, πίσω από το ζήτημα του τέλους καιροφυλακτεί πάντα η θεολογία (Βλ. σχετικά: Μπερξόν, η Δημιουργός εξέλιξη, Α΄ κεφάλαιο: μάταια θα προσπαθούσαμε να ορίσουμε στη ζωή ένα σκοπό).
Ο φυσιολόγος που ασπάζεται την αριστοτελική άποψη δεν αποφεύγει τις μεταμορφώσεις: κοιμάται φυσικός και ξυπνάει θεολόγος. Όσο μένει προσηλωμένος στις φυσικές αιτίες όλα πάνε καλά. Μόλις όμως αναλογιστεί τη φύση στην άπειρη ολότητά της του χρειάζεται ένας λόγος και αμέσως αρχίζουν οι μεταθέσεις: μοιραία εμφανίζεται η έννοια του Τέλους, το υπερφυσικό εισάγεται στο φυσικό και οι ανθρωπομορφισμοί αποκτούν δικαιώματα. Τι άλλο σημαίνει η παραδοχή προθέσεων μέσα στις φυσικές λειτουργίες; Συμπερασματικά, η τελεολογία είναι μια πλήρης εκλογίκευση του αντικειμένου της (Ε. Goblot, Traité de Logique, βλ. το κεφάλαιο για την Téléologie). Ένας πλήρης έλεγχος. Κλείνοντας τα πράγματα μέσα στα όρια των αιτιών – ανάγκη από τη μια, οὗ ἕνεκα από την άλλη – έχουμε ένα συνολικό ερμηνευτικό και ελεγκτικό σύστημα. Δηλαδή ένα σύστημα θεολογικό.
Αφήνοντας για λίγο το τέλος και κοιτάζοντας τη φυσική αιτία, αργά η γρήγορα πάλι στη θεολογία καταλήγουμε. Γυρεύοντας την υλική αιτία της σάρκας πάμε στη γη, γυρεύοντας την αιτία της γης πάμε στον αέρα, γυρεύοντας την αιτία του αέρα, πάμε στο πυρ κ.ο.κ. Παρόμοια με την κίνηση: τόν μέν ἄνθρωπον ὑπό τοῦ ἀέρος κινηθήναι, τοῦτον δ᾽ ὑπό τοῦ ἡλίου, τόν δὲ ἥλιον ὑπό τοῦ νείκους, καί τούτου μηδέν εἶναι πέρας. Κάθε φορά που ψάχνουμε την αιτία με την ελπίδα μιάς αρχής, η μια αιτία μας στέλνει στην άλλη κι έτσι το φάσμα της απειρίας (ἰέναι εἰς ἄπειρον) απειλεί να γελοιοποιήσει τη σοβαρότητα της πρόθεσης. Για να μη χαθούμε μέσα σε αυτή την ακατάληκτη οπισθοβατική πορεία χρειάζεται ένας σταθμός (ἀνάγκη στῆναι) όπου η θεολογία θα εγκαταστήσει το αρχηγείο της. Ο Αριστοτέλης το διατυπώνει με ακλόνητη βεβαιότητα: ἐστιν ἀρχή τις καί οὐκ ἄπειρα τὰ αἴτια τῶν ὄντων (Υπάρχει κάποια αρχή, και οι αιτίες των όντων δεν είναι άπειρες). Ωστόσο δεν τη θεωρεί δογματική πρόταση. Αν στην πρωταρχή της αλυσίδας των φυσικών αιτίων δεν υποθέσουμε μιάν αρκτική αιτία που να δίνει την πρώτη ώθηση, κίνηση, σκουντιά ή – «καρτεσιανά» μιλώντας – σκορδομυτιά, αποκλείεται να φτάσουμε ποτέ στο δικό μας παρόν-γεγονός. Πρόσεξε αυτή τη σκέψη: η τωρινή αιτία ισχύει όσο και η πρώτη, πιο σωστά, δυνάμει της πρώτης· ὥστ' εἴπερ μηδέν ἐστι πρῶτον, ὅλως αἴτιον οὐδέν ἐστι. Συνεπώς κάθε αναφορά σε αιτία (τωρινή, μελλοντική η παρελθούσα) οφείλει να κανονίσει τους λογαριασμούς της με εκείνη την θρυλική «πρώτη αιτία».
Η πρώτη αιτία δε μοιάζει με καμιάν άλλη. Μολονότι γνωρίζει τη διαδοχή, το χρόνο και το γίγνεσθαι, όλα τα καθιστά υστερόχρονα. Όχι μόνο είναι αδιάλλαχτη και αμετακίνητη (ἀνάγκη εἶναι οὐσίαν ἀΐδιον καί ἀκίνητον) , αλλά πάνω απ' όλα πρέπει να είναι αιτία του εαυτού της. Αυτο-αιτία, causa sui, αυτοκίνητη. Είναι η μεγάλη και μοναδική εξαίρεση μέσα στο σύμπαντα κόσμο. Ενώ όλα τα γεγονότα εξαρτώνται από κάτι προηγούμενό τους, οπισθοβατούν για να μάθουν το πως και το γιατί της ύπαρξής τους, η πρώτη αιτία δεν κηδεμονεύεται από καμιά άλλη αιτία, είναι η μόνη που δεν εντάσσεται στη μεγάλη αδελφότητα των εξαρτημένων. Έχουμε λοιπόν μιάν αλήθεια κατηγορηματική: το πρώτο κινούν ακίνητον εστι, ή όπως γράφει ο χριστιανός Αριστοτέλης: Ergo necesse est devenire ad aliquod primum movens, quod a nullo moveatur/"Επομένως, πρέπει να φθάσουμε σε κάποια πρώτη κινητή αιτία, η οποία δεν κινείται από κανένα." (De sacra doctrina, articulus III). Το κάθε γεγονός φέρνει μέσα του τη νοσταλγία αυτής της πρώτης κίνησης που δεν είναι απλώς φυσική, αλλά επιστεγάζεται από το αγαθό. Όχι μόνο ο άνθρωπος επιθυμεί διακαώς την ευδαιμονία, αλλά ολόκληρο το σύμπαν εμψυχώνεται από αυτή την όρεξη· κινεῖ δ᾽ ὡς ἐρώμενο, κινούμενο δέ τάλλα κινεῖ. Όλα τα πράγματα συσπειρώνονται γύρω από αυτή την αρχή που φυλάσσει μέσα της την αλήθεια του κόσμου και την ευστάθειά του (πρός μὲν ἐν ἅπαντα συντέτακται). Το ἀνάγκη στῆναι της φυσικής συμπληρώνεται ολοκληρωτικά από το δεῖ ἀναβῆναι της θεολογίας.
Με την ανάρρηση της πρώτης αιτίας το σύμπαν εκλαμβάνεται ως το κλειστό σύστημα μιάς πρωτάκουστης μοναρχίας, όπου όλα τα πράγματα παίρνουν την καθορισμένη θέση τους μέσα στους κόλπους της πρόνοιας. Πουθενά δε τίθεται ζήτημα ανυπακοής, αίρεσης, διάσπασης – τα πολλά υπακούουν στο Εν: α δὲ ὄντα οὐ βούλεσθαι πολιτεύεσθαι κακῶς· οὐκ ἀγαθόν πολυκοιρανίη· εἰς κοίρανος : "αλλά δεν είναι καλό για τα όντα να άρχονται κακώς· δεν είναι καλή η πολυαρχία· ένας κοίρανος (ηγεμών) ας είναι" (Ἰλιάδα, Β 204-206). Το πρώτο κινούν αποχρεί από μόνο του για να «εξηγήσει» τον κόσμο. Όταν λοιπόν ο Σοπενχάουερ υπογραμμίζει ότι «οι αρχαίοι δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν καθαρά την αιτιότητα από τον αποχρώντα λόγο» (De la quadriple racine du principe de raison suffisante/“Η τετραπλή ρίζα της αρχής του αποχρώντος λόγου”, Vrin, σ. 21), δεν εννοεί ότι δε χρησιμοποίησαν και τις δύο αρχές, αλλά ότι δεν τις διατύπωσαν με την ισχυρή γνώμη που τις εξέφρασε ένας άλλος μεταφυσικός και μοναρχικός στοχαστής: ο Λάιμπνιτς.
Στη Θεοδικία του ο Λάιμπνιτς θεωρεί αυτόν τον κόσμο ως το καλύτερο δυνατό πολίτευμα: μια μοναρχία με την απόλυτη έννοια του όρου (Essai de theodisée, Απαντα, 6ος τόμος, σ.159). Μεταπηδώντας από τη σφαίρα της ελληνικής σκέψης στη σφαίρα της χριστιανικής πίστης δεν είναι δύσκολο να συλλάβουμε τη μεγαλύτερη δυνατή μοναρχία, δηλαδή εκείνη την πολιτεία, όπου απόλυτος μονάρχης είναι ο Θεός (Discours de métaphysique, σσ. 12, 14). Υπάρχει μια θεία διακυβέρνηση του σύμπαντος. Ωστόσο πριν από αυτή την κατακλείδα έρχονται άλλα πράγματα, πιο επείγοντα: γιατί υπάρχει ο κόσμος; Βέβαια τον δημιούργησε ο Θεός (αιτία) και τον κυβερνάει σαν intelligentia extramuntana, ποιος είναι όμως ο αποχρών λόγος αυτής της δημιουργίας; Ποιος είναι ο λόγος της ύπαρξης του κόσμου;
Αν μπορούσε να συμβεί κάτι μέσα στον κόσμο που δε θα είχε την αιτία του, τότε ο Θεός δε θα είχε κανένα νόημα. Ένα αναίτιο γεγονός είναι μια πράξη αυθαίρετη που περιφρονεί τη «λογική» του κόσμου και του Θεού. Χωρίς αιτία είναι και χωρίς έλεγχο, χωρίς καταγωγή, έξω δηλαδή από το μέγα δικαστήριο της συμπαντικής τελεολογίας και θεοδικίας. Να γιατί ο Λάιμπνιτς απαντάει αρνητικά: «Τίποτα δε συμβαίνει χωρίς να υπάρχει ένας καθοριστικός λόγος, δηλαδή κάποιο πράγμα που να μπορεί να χρησιμεύσει ως a priori δικαιολόγηση, γιατί αυτό είναι υπαρχτό και όχι ανύπαρχτο, γιατί είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Ετούτη η μεγάλη αρχή ισχύει για όλα τα γεγονότα και δε γίνεται να βρούμε ένα αντίθετο παράδειγμα. Δίχως αυτή τη μεγάλη αρχή δε θα μπορούσαμε να αποδείξουμε την ύπαρξη του Θεού» (6ος τόμος, σ. 127). Αποδείχνεται όμως όταν δεχτούμε, ότι κάθε πράγμα έχει το λόγο του που δεν είναι άλλος από τη βούληση του Θεού, αυτής της nec plus ultra αρχής.
Παραστατικά αυτό ακριβώς διδάσκει το αγαπημένο του παράδειγμα: ο γάιδαρος του Μπουριντάν. Ποιο από τα δύο δεμάτια χόρτο θα διαλέξει το ζώο; Η ερώτηση έχει σημασία γιατί τα δύο δεμάτια είναι πανομοιότυπα. Εφόσον δεν υπάρχει κανείς ιδιαίτερος λόγος για να στραφεί προς το α η το β, η αρχαία αντίληψη περί αιτιότητας καταδικάζει το ζώο να ψοφήσει από την πείνα πέφτοντας θύμα της αιτιότητας. Κι όμως, απαντάει ο Λάιμπνιτς, ο γάιδαρος δε θα πέσει θύμα των λογικών αρχών, και να γιατί: περίπτωση απόλυτης ομοιότητας αποκλείεται να υπάρχει. Απόλυτη ομοιότητα θα σήμαινε όχι μόνο δύο όμοια δεμάτια, αλλά και ότι όλες οι σχετικές συνθήκες (αέρας, περίγυρος, ορίζοντας) θα ήταν όμοιες, πράγμα που θα ήταν δυνατό μόνο αν μια γραμμή θα διχοτομούσε τον κόσμο σε δύο μέρη εξολοκλήρου συμμετρικά. Πλην όμως μια παρόμοια γραμμή συνεπάγεται δύο κόσμους, δύο Θεούς, δύο αποχρώντες λόγους – πράγμα άτοπο.
Χωρίς προπέτεια μπορούμε τώρα να πούμε ότι στο βάθος αποχρών λόγος σημαίνει Θεός. Στο αρχικό γιατί μονάχα μια απάντηση μπορεί να δοθεί: ο Θεός σαν αρχιτέκτονας και σαν μονάρχης. Αρα το γιατί προσανατολίζει εξαρχής θεολογικά τη σκέψη οδηγώντας την μοιραία στο καταφύγιο του αποχρώντος λόγου. Αντιδρώντας αποφασιστικά σ' αυτή τη σκέψη ο Σοπενχάουερ γράφει: «Μονάχα ένας υγιής τρόπος υπάρχει να φιλοσοφούμε για το σύμπαν· εκείνος που αφήνει κατά μέρος την καταγωγή, το σκοπό, το γιατί, και γυρεύει παντού το quid από το οποίο συγκροτείται το σύμπαν» (Le monde comme volonté et comme répresentation, σ. 349). Κι ένας άλλος συγγραφέας που δεν ήταν φιλόσοφος, αλλά είχε ανάγκη τη φιλοσοφία, γράφει: «αντικαθιστώντας, όποτε μπορούμε, το γιατί με το πως είναι σα να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα προς τη σοφία. Εντούτοις ανάμεσα στις δύο ερωτήσεις υφίσταται ένας κρυφός δεσμός» (A. Gide, Journal 1889-1939, Pléiade, α΄ τόμος, σ. 1212). Ωστόσο, όσο βολικό φαίνεται να αφήνουμε κατά μέρος το γιατί (επειδή είναι το μονοπάτι που οδηγεί στο Θεό) και να μένουμε στο quid και στο πως, άλλο τόσο ύποπτο φαίνεται. Τι συμβαίνει με αυτόν τον κρυφό δεσμό (lien secret) που τολμηρά ονομάζει ο Ζιντ; Άραγε μήπως υπάρχει γιατί χωρίς θεολογία, μήπως υπάρχουν περιθώρια να αποσπάσουμε το γιατί από τη δεδομένη του φιλοσοφική συμπεριφορά; Πάνω σ' αυτό ο Αριστοτέλης δεν προσφέρει καμιά βοήθεια, μήτε βέβαια και ο Λάιμπνιτς, μόνο που ο τελευταίος, με μιάν υποθετική ερώτηση, ανοίγει έναν ορίζοντα αληθινά συνταρακτικό.
Υπόθεση: πες ότι ο Θεός δεν υπάρχει και συνάμα ότι όλη η σειρά αιτιών και δικαιολογιών που συγκρατούν τον κόσμο αίρονται. Τι απομένει τότε; Τι αιτιολογεί τον κόσμο; Τι του δίνει νόημα; Γιατί να υπάρχει ο κόσμος και να μην χαθεί στο κενό, στο τίποτα, στο μηδέν; Αυτή η απορία που τρελαίνει τον επαγγελματία θεολόγο, διατυπώνεται από το Λάιμπνιτς με τη μεγαλόπρεπη γαλήνη του ανθρώπου που είναι βέβαιος για το αντίθετο. Ο Θεός είναι το υπέρτατο ον που αντιτίθεται στο μηδέν, συνεπώς η εκδοχή ενός κόσμου που βουλιάζει στο μηδέν είναι γι' αυτόν αποκλειστέα. Εντούτοις δεν παραλείπει να διατυπώσει ολόκληρη την ερώτηση: «ως εδώ, γράφει, μιλήσαμε σαν απλοί φυσικοί, τώρα όμως πρέπει να αρθούμε στη σφαίρα της μεταφυσικής χρησιμοποιώντας τη μεγάλη αρχή που λέει ότι τίποτε δε γίνεται χωρίς αποχρώντα λόγο, δηλαδή ότι τίποτε δε γίνεται δίχως να είναι μπορετό σε εκείνον που γνώριζε αρκετά τα πράγματα να δώσει ένα Λόγο που να ορίζει γιατί τα πράγματα είναι έτσι κι όχι αλλιώς. Αφού τεθεί αυτή η αρχή, το πρώτο πράγμα που μπορούμε να ρωτήσουμε είναι το εξής: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ; «(Principes de la nature et de la grace fondés en raison, 6ος τόμος, σ. 602).
Αξίζει να σκεφτεί εδώ κανείς με τι πνεύμα γράφονταν άλλοτε τα βιβλία και τι λογής απαιτήσεις πνευματικής συμμετοχής είχαν οι συγγραφείς από τους αναγνώστες τους. Πραγματικά νιώθεις να ωριμάζεις δεκαετίες ολόκληρες όταν σκέφτεσαι ότι ο κόσμος δεν μπορεί να δικαιωθεί από μόνος του, ότι μέσα του δεν μπορείς να βρείς κανένα λόγο, καμιά τελική αιτία ύπαρξης. Οπωσδήποτε είναι υπαρκτός και δεδομένος, από μόνος του όμως δε φωτίζεται: μόνο ο Θεός και το μηδέν μπορούν να του δώσουν ή να του αφαιρέσουν το νόημα. Με ένα λόγο: κατά Λάιμπνιτς, ο Θεός δικαιολογεί τον κόσμο και τον εαυτό του, το ΜΗΔΕΝ όμως; Αυτό που αντιτίθεται τόσο στον κόσμο όσο και στο Θεό; Εδώ βρίσκεται η ερώτησή μας.
Είναι μια ερώτηση που ισοδυναμεί με την ανακάλυψη μιάς νέας ηπείρου, όχι βέβαια μιάς υποψήφιας πατρίδας όπου θα μετανάστευαν οι αιωνίως ανέστιοι άθεοι, υλιστές κτλ. Το μηδέν και το τίποτα αγνοούν την ύλη όσο και το Θεό, τη λογική όσο και τη θεολογία. Είναι οι κακοί πελάτες της θεολογίας και το φόβητρο όλων των αρχιερέων της λογικής.
Αν λοιπόν ο αποχρών λόγος είναι το μαλακό προσκεφάλι κάθε μεταφυσικής, φανερής ή κρυφής, καιρός είναι να δούμε τι τέλος πάντων είναι ή σημαίνει το μηδέν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου