Συνέχεια από: Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024
Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση
Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου
5. Ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ ὅρος «πρόσωπον» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ γλῶσσα εἶχε τὴν ἔννοια τῆς ὄψης, τῆς μορφῆς ἢ τοῦ προσωπείου, καὶ μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἔννοια εἶχε χρησιμοποιηθεῖ τόσο ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ δραματουργία ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ τοῦ Γ΄ αἰ. Σαβέλλιο, ποὺ ἀντιλαμβανόταν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος ὡς ἁπλᾶ προσωπεῖα τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ἀφοῦ διέκριναν τοὺς ὅρους «οὐσία» καί «ὑπόστασις», ταύτισαν τὸν ὅρο «πρόσωπον» μὲ τὸν ὅρο «ὑπόστασις», καὶ τὸν χρησιμοποίησαν στὴ θεολογία τους, καθιερώνοντάς τον ἔτσι ὁριστικὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση [ΑΠΟΔΕΙΞΗ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ; ΠΑΣ ΚΑΛΑ ΑΝΘΡΩΠΕ; ΕΓΙΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΤ'ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΠΟΙΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΑΠΑΡΝΗΘΗΚΕΣ; ΟΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ; ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ ΝΤΥΘΗΚΑΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ; ΤΑΥΤΙΖΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ; Ή ΔΙΕΚΡΙΝΑΝ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΜΑΛΛΙΑ ΚΟΥΒΑΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΕΣΜΙΓΑΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΑΙΝΑΝ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ;]76. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὴν ἐνδεχόμενη κατανόηση τοῦ ὅρου «πρόσωπον» σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ κατὰ συνέπεια τὴ σαβελλιανικὴ σημασία του, ὅταν ἀναφέρεται στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγ. Τριάδος, δὲν ἀρκεῖται μόνο νὰ ἐπισημάνει τὸν κίνδυνο ποὺ ἐγκυμονεῖ ἡ ἁπλῆ χρήση τοῦ ὅρου «πρόσωπον» μὲ τὸ παραδοσιακό του περιεχόμενο, ἀλλὰ ἀναγκάζεται νὰ ὑπογραμμίσει σαφῶς καὶ τὸ ὀντολογικὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ ὅρος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ὁ κίνδυνος τοῦ Σαβελλιανισμοῦ: «Οὐ γὰρ ἐξαρκεῖ», τονίζει, «διαφορὰς προσώπων ἀπαριθμήσασθαι, ἀλλὰ χρὴ ἕκαστον πρόσωπον ἐν ὑποστάσει ἀληθινῇ ὑπάρχον ὁμολογεῖν»77. Ἡ ἁπλῆ ἀπαρίθμηση τῶν τριῶν θείων προσώπων θὰ μποροῦσε κάλλιστα, παρὰ τὴ διαφορά τους, νὰ νοηθεῖ σαβελλιανικὰ ὡς ἀπαρίθμηση ἁπλῶν προσωπείων τοῦ Θεοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ μόνο ἡ ὀντολογικὴ θεώρηση τοῦ προσώπου ὡς πραγματικῆς ὑποστάσεως μποροῦσε νὰ ἀποσοβήσει ἕναν τέτοιο κίνδυνο. Τὸ ἴδιο ἐπιχειροῦν μὲ τὸν δικό τους τρόπο, ἀκολουθώντας τὸν Μ. Βασίλειο, καὶ οἱ δύο Γρηγόριοι, ὅταν ταυτίζουν ἐννοιολογικὰ τοὺς ὅρους «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον», ὥστε νὰ ἀποκλείεται ἡ σαβελλιανικὴ κατανόηση τοῦ «προσώπου» καὶ νὰ διασφαλίζεται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξη Τριαδολογία78. Ἔτσι, ταυτίζοντας οἱ Καππαδόκες Πατέρες τοὺς ὅρους «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον», δὲν προσδίδουν μόνον ὀντολογικὸ περιεχόμενο στὴν ἔννοια τοῦ «προσώπου», διαφοροποιώντας το πλήρως ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ σαβελιανικὴ σημασία του, ἀλλὰ ὑπογραμμίζουν καὶ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτική του ἑτερότητα ποὺ ὀφείλεται στὴν ἀποκλειστικὴ ὑποστατικὴ ἰδιαιτερότητά του, δυνάμει τῆς ὁποίας διακρίνεται ἀπὸ τὰ ἄλλα «πρόσωπα»[ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΣΑ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΣΑ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ. ΠΟΥ ΧΩΡΑ Η ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ; ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ... Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ; ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΤΗΣ; ΠΡΟΧΕΙΡΕ; ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΚΦΡΑΣΤΟΥΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ. ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΤΑ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Ο ΥΠΕΡΦΙΑΛΟΣ. ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΚΦΡΑΣΤΟΥΜΕ ΠΙΟ ΛΑΙΚΑ!!!] 79. Μάλιστα θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι, στὰ πλαίσια τῆς ὀρθοδόξου Τριαδολογίας, αὐτὴ ἡ ὑποστατικὴ ἰδιαιτερότητα δὲν νοεῖται κατὰ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες παρὰ μόνο σὲ ἀπόλυτη συνάρτηση μὲ τὴν ὑπαρκτικὴ καὶ ἐν ταυτῷ ἀγαπητικὴ κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος.[ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!!] Μὲ ἄλλα λόγια, νοηματοδοτώντας οἱ Καππαδόκες Πατέρες τὸν ὅρο «πρόσωπον» καὶ χρησιμοποιώντας τον στὴν Τριαδολογία τους, παρέχουν οὐσιαστικὰ καὶ τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ ὀντολογικό του περιεχόμενο, δηλαδὴ τὴν ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτική του ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνικότητα ποὺ τὸ χαρακτηρίζει.
[ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ: Αμφιβολία για το «όρο» πρόσωπο και δημιουργία της «έννοιας» πρόσωπο.] ΚΑΙ Ο ΕΥΝΟΥΧΟΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΜΑΣ ΕΠΕΒΑΛΛΕ ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ, ΑΠΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ;
Εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἀνέπτυξαν μὲ σαφήνεια τὴν ἔννοια καὶ τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ «προσώπου» στὰ πλαίσια τῆς Τριαδολογίας τους, ἀπέφυγαν, προφανῶς λόγῳ ἐλλείψεως τῶν σχετικῶν προκλήσεων, νὰ προχωρήσουν στὴν ἐπέκταση τῆς τριαδολογικῆς σημασίας του στὸν χῶρο τῆς Ἀνθρωπολογίας. Ὡστόσο, ἐπιχειρώντας νὰ διευκρινίσουν τὴν ἔννοια καὶ τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ ὅρου αὐτοῦ, προκειμένου νὰ τὸν χρησιμοποιήσουν στὴν Τριαδολογία τους, ἀναφέρονται σὲ καθαρὰ ἀνθρωπολογικὰ παραδείγματα ποὺ δείχνουν τοὐλάχιστον τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει κατ’ αὐτοὺς μεταξὺ τῆς τριαδολογικῆς καὶ τῆς ἀνθρωπολογικῆς σημασίας τοῦ «προσώπου».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρουν, ὅπως ὁ Πέτρος, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἢ ὁ Παῦλος, ὁ Σιλουανὸς καὶ ὁ Τιμόθεος ἔχουν ὡς ἄνθρωποι κοινὴ οὐσία μεταξύ τους,[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ] ἀλλὰ καὶ διακρίνονται ὡς ξεχωριστὰ πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις μὲ βάση τὶς δικές του ὁ καθένας ἀποκλειστικὲς ὑποστατικὲς ἰδιότητες,[ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΩ. ΘΑ ΚΑΤΑΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ; ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕΤΕΧΟΥΝ ΤΑ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΑ ΦΙΛΕ] τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν;;;[ΠΟΛΥ ΦΟΥΣΚΩΜΕΝΕΣ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ] τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος· εἶναι ὁμοούσια, ἀλλὰ καὶ διακρίνονται μεταξύ τους μὲ βάση τὶς ὑποστατικές τους ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες τὰ χαρακτηρίζουν ὡς πρόσωπα, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἔχει τὸ καθένα τὴ δική του ὑπαρκτικὴ ἰδιαιτερότητα: ὁ Πατὴρ εἶναι ἀγέννητος, ἡ πηγὴ καὶ αἰτία τῶν προσώπων ἢ ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ἐκπορευτό80. Καί, ὅπως εἴδαμε, ἀναφερόμενοι στὴν ἔννοια τῆς θεότητας κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπαρκτικὴ αὐτὴ ἰδιαιτερότητα ποὺ χαρακτηρίζει ἀίδια τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος δὲν εἶναι ἀναγκαστική, ἀλλὰ συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ ἀίδια ἀγαπητικὴ κοινωνία ποὺ ὑπάρχει μεταξύ τους. [ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΘΑ ΧΩΡΙΖΑΝ] Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε, ὅπως σημειώνει ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ Θεὸς χαρακτηρίζεται ὄχι μόνον ὡς ἔρωτας καὶ ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐραστὸς καὶ ἀγαπητός, πρᾶγμα ποὺ ἐπισημαίνει ἀπὸ δικῆς του πλευρᾶς καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής81, ἰδίως ὅταν ἀποφαίνεται ἀποφθεγματικὰ λέγοντας ὅτι: «Ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ κινηθεὶς ἀχρόνως καὶ ἀγαπητικῶς προῆλθεν εἰς διάκρισιν ὑποστάσεων»[ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΟΥ]82. Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ ἀναλογία ποὺ παρατηρεῖται στὴν πατερικὴ σκέψη μεταξὺ τῆς τριαδολογικῆς καὶ τῆς ἀνθρωπολογικῆς σημασίας τοῦ «προσώπου» περιορίζεται ἁπλῶς καὶ μόνο στὴν ἐπισήμανση τῆς ὑπαρκτικῆς ἰδιαιτερότητας ποὺ στηρίζεται στὶς ὑποστατικὲς ἰδιότητες τόσο τῶν ἀνθρώπινων ὅσο καὶ τῶν τριῶν θείων προσώπων καὶ δὲν ἐπεκτείνεται στὴν ἐλεύθερη καὶ ἀγαπητικὴ κοινωνία ποὺ χαρακτηρίζει κατὰ τοὺς Πατέρες τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος.[ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΧΩΡΙΑΤΗ;]
Ἐκεῖνοι ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς σκέψης ἐπεξέτειναν ἀπὸ τὸ τριαδολογικὸ στὸ καθαρὰ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο τόσο τὸ στοιχεῖο τῆς ὑπαρκτικῆς ἰδιαιτερότητας ὅσο καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλεύθερης καὶ ἀγαπητικῆς κοινωνίας, ποὺ καὶ τὰ δύο μαζὶ συνιστοῦν κατὰ τοὺς Πατέρες τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ «προσώπου», εἶναι ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ Νεστόριος μέσα στὸ πλαίσιο τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τους.
Ὡς γνωστόν, ἐπιχειρώντας οἱ δύο αὐτοὶ ἀντιοχειανοὶ θεολόγοι νὰ τονίσουν ἔναντι τοῦ Ἀπολιναρίου τὴν τελειότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, ὑποστήριζαν ὅτι ἡ τελειότητα αὐτὴ συνεπάγεται καὶ τὴν τελειότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐν Χριστῷ, τὸ ὁποῖο ὡς τέλειο χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ἐλεύθερης ἀνθρώπινης θέλησης83. Ἐξάλλου, ἀποδεχόμενοι τὴ μεταφυσικὴ ἀρχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ «κατ’ οὐσίαν ἢ κατὰ φύσιν» ἕνωση γίνεται κατ’ ἀνάγκην καὶ γι’ αὐτὸ ἁρμόζει μόνο σὲ ὁμοούσια πράγματα, ἐνῶ ἡ «κατὰ θέλησιν» ἤ «κατ’ εὐδοκίαν» ἕνωση γίνεται ἐλεύθερα καὶ ἁρμόζει στὰ ἑτερούσια84, δὲν δέχονται ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ, ποὺ εἶναι ἑτερούσιες,[ ΣΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ. ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΩΔΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΔΕΝ ΠΡΟΩΘΗΣΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ; ΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΓΕΝΝΗΤΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΕΙΟ;]ἔγινε κατὰ φύση, γιατὶ κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε ὅτι ἡ ἕνωση αὐτὴ θὰ ἦταν κατ’ ἀνάγκην, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Χριστὸς νὰ μὴν ἔχει ἀνθρώπινη θέληση καὶ συνεπῶς τέλειο ἀνθρώπινο πρόσωπο, πρᾶγμα ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε ἀναπόφευκτα στὸν Ἀπολιναρισμό. Κατὰ συνέπεια, ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἐν Χριστῷ ἔπρεπε γι’ αὐτοὺς νὰ γίνει σὲ βουλητικὸ ἐπίπεδο, νὰ εἶναι δηλαδὴ ἠθική· νὰ στηρίζεται μὲ ἄλλα λόγια στὴν ἐλεύθερη βούληση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως-προσώπου, ἔτσι ὥστε τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ συμμορφώνεται ἐλεύθερα καὶ ἀγαπητικὰ πρὸς τὸ θεῖο θέλημα καὶ νὰ ὑπόκειται ἔτσι σὲ ἠθικὴ ἐξέλιξη καὶ προκοπή85. Αὐτὸ ἐννοοῦν, ὅταν χαρακτηρίζουν τὴν ἕνωση αὐτὴ ὡς «κατ’ εὐδοκίαν συνάφεια»86 ἢ ὅταν ἰδιαίτερα ὁ Νεστόριος κάνει λόγο γιά «συνάφεια» καί «κοινωνία τῶν ὀνομάτων ἢ τῶν ἰδιωμάτων» μεταξὺ τῶν δύο φύσεων ἢ προσώπων τοῦ Χριστοῦ87.
Βέβαια εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ ἀντιοχειανοὶ θεολόγοι κάνουν λόγο καὶ γιὰ ἕνα πρόσωπο στὸν Χριστό, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἔχει ὀντολογικὸ περιεχόμενο, ὥστε νὰ ἀναφέρεται εἴτε στὴ θεία εἴτε στὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, ἀλλὰ ὑπάρχει μόνο σὲ ἠθικὸ ἐπίπεδο, νοούμενο ὡς βουλητικὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν δύο φύσεων ἢ προσώπων ἐν Χριστῷ88 ἢ ὡς «μήνυμα τῶν δύο φύσεων», ὅπως τὸ χαρακτηρίζει ὁ Νεστόριος, ἀποκαλώντας το μὲ τὸ ὄνομα «Χριστός»89. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ Πατέρες τῆς Χαλκηδόνας (451) στὸν Ὅρο ποὺ συνέταξαν τόνισαν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὅτι τὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γνωρίζεται «ἐν δύο φύσεσι» μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ὑπόσταση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς Λόγος90.
Ὅπως φάνηκε ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ἡ ἐπέκταση τοῦ ὀντολογικοῦ περιεχομένου τοῦ «προσώπου» ἀπὸ τὴν Τριαδολογία στὴν Ἀνθρωπολογία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο ἀντιοχειανοὺς θεολόγους ὀφείλεται σὲ καθαρὰ θεολογικοὺς λόγους ποὺ συνδέονται μὲ τὸν χριστολογικό τους προβληματισμό. Παρ’ ὅλα αὐτά ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας παρατηρεῖται μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων καὶ διανοητῶν τὸ φαινόμενο νὰ προεκτείνεται τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ «προσώπου» ἀπὸ τὴν Τριαδολογία στὴν Ἀνθρωπολογία γιὰ λόγους καθαρὰ φιλοσοφικούς, προκειμένου νὰ δοθεῖ μία ὀρθόδοξη ἀπάντηση στὴν πρόκληση τοῦ ὑπαρξισμοῦ (G. Marcel, R. Guardini, K. Barth, E. Brunner, F. Gogarten, D. Bonhoeffer, P. Tillich, N. Berdiaeff, M. Heidegger) καὶ τοῦ περσοναλισμοῦ (M. Scheler, J. Lacroix, J. Maritain, G. Madinier, Μ. Nédoncelle, E. Mounier, M. Buber), ποὺ προβάλλουν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὴν ὑπαρκτικὴ ἰδιαιτερότητα τῆς ὑποστάσεως ἢ τοῦ προσώπου σὲ σχέση μὲ τὶς ὑποστάσεις ἢ τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε μέσα στὸν ὀρθόδοξο χῶρο ἕνα ἰσχυρὸ ρεῦμα μὲ κυριώτερους ἐκπροσώπους τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα91, τὸν Χρῆστο Γιανναρᾶ92 καὶ τὸν πατ. Dumitru Staniloae93, ποὺ στόχο ἔχει νὰ προβάλει ὄχι μόνο τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτικὴ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνικότητα καὶ ἐλευθερία του ὡς στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὸ ὀντολογικό του περιεχόμενο, ἀναδεικνύοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς γεννήτορες καὶ θεμελιωτὲς τῆς ὀρθόδοξης κατανόησης τοῦ «προσώπου», στὰ πλαίσια τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ φιλο- σοφικοῦ στοχασμοῦ.
Καίτοι ἡ προσπάθεια αὐτὴ ἀμφισβητήθηκε ἀπὸ ὁρισμένους ὡς παρερμηνεία τῆς πατερικῆς θεολογίας94, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρξει γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ σοβαρὸς καὶ ἀξιόλογος θεολογικὸς διάλογος95, πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι, σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε προηγουμένως, ἡ προσπάθεια αὐτὴ ἔχει ἀναμφισβήτητα τὶς ἀπαρχές της στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἰδιαίτερα στοὺς Καππαδόκες, ὅταν, γιὰ νὰ διευκρινίσουν τὴν ἔννοια τοῦ ὅρου «πρόσωπον», προκειμένου νὰ τὸν χρησιμοποιήσουν στὴν Τριαδολογία τους, ἀναφέρονται –ὅπως εἴδαμε– σὲ ἀνθρωπολογικὰ παραδείγματα ποὺ καθιστοῦν σαφῆ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτικὴ ἰδιαιτερότητα τοῦ «προσώπου» εἴτε σὲ τριαδολογικὸ εἴτε σὲ ἀνθρωπολογικὸ ἐπίπεδο. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ πατερικὴ διδασκαλία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ, εἰκονίζοντας μάλιστα μὲ τὸν νοῦ, τὸν λόγο καὶ τὸ πνεῦμα του τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος96, ὁπωσδήποτε ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν προέκταση τῆς ἐλεύθερης καὶ ἀγαπητικῆς κοινωνικότητας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς Τριαδολογίας στὸ ἐπίπεδο τῆς Ἀνθρωπολογίας. [ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΕΠΕΣΕ ΚΑΙ ΧΑΘΗΚΕ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΗΚΕ ΣΕ ΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΕΤΣΙ ΟΛΗ Η ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΑΤΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ, ΣΕ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΔΙΑΛΕΧΤΕ ΚΥΡΙΟΙ] Ὡστόσο ἡ ἀναλογία αὐτὴ μεταξὺ Τριαδολογίας καὶ Ἀνθρωπολογίας ὡς πρὸς τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὸ ὀντολογικὸ περιεχόμενο τοῦ «προσώπου», δηλαδὴ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ὑπαρκτική του ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἐλεύθερη καὶ ἀγαπητικὴ κοινωνικότητά του, θὰ πρέπει νὰ λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της τὴν ἀποφατικὴ θεολογία τῶν Πατέρων, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νὰ κατανοοῦνται τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πατερικὴ Τριαδολογία ἀνθρωπομορφικὰ μὲ βάση τὴ σχολαστικὴ analogia entis καὶ νὰ ὁδηγοῦν σὲ παραχάραξη τῆς πατερικῆς θεολογίας. Ἡ ὀντολογικὴ διάκριση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου πρέπει νὰ παίζει ἐν προκειμένῳ καθοριστικὸ ρόλο στὴν κατανόηση τῆς ἀναλογίας μεταξὺ Τριαδολογίας καὶ Ἀνθρωπολογίας. [ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΧΑΛΑΕΙ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ Ο ΡΑΝΕΡ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΥΙΣΗ ΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ]
Συμπέρασμα
Ὕστερα ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, ἔγινε –πιστεύουμε– σαφὲς ὅτι ὅλες οἱ ἐπιμέρους ὀντολογικὲς διδασκαλίες ποὺ ἀναφέραμε ἀναπτύχθηκαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθειά τους ἀφ’ ἑνὸς νὰ ἀνατρέψουν ἐκ βάθρων τὶς καθιερωμένες στὴν ἐποχή τους ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς δοξασίες καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς διάφορες αἱρετικὲς προκλήσεις, θεμελιώνοντας τὴ θεολογία τους, καὶ ἰδιαίτερα τὴν ὀρθόδοξη Τριαδολογία καὶ Χριστολογία, πάνω σὲ ἀδιαμφισβήτητες ὀντολογικὲς προϋποθέσεις. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ οἱ Πατέρες ἦταν τρόπον τινὰ ὑποχρεωμένοι νὰ ἀπαντήσουν σὲ ἐπιμέρους φιλοσοφικὰ προβλήματα ὀντολογικοῦ περιεχομένου, συμβάλλοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν καθοριστικὰ στὴν ἀνανέωση τοῦ ὀντολογικοῦ προβληματισμοῦ πέραν ἐκείνου τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας [Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ ΚΑΘΟΤΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΕΞΙΣΩΣΕ ΤΟ ΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΛΑΤΩΝΙΣΤΩΝ] καὶ γενόμενοι εἰσηγητὲς καὶ γεννήτορες μιᾶς νέας ὀντολογίας, ποὺ δικαίως θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς χριστιανική.[ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ]
ΤΕΛΟΣ
Πηγή: ΘΕΟΛΟΓΙΑ 94, 2 (2023)
https://ecclesiagreece.gr/greek/press/theologia/index.php
Σημειώσεις
76. Πρβλ. Ἰ. Δ. Ζηζιούλα, «Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον. Ἡ συμβολὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», στό: Χαριστήρια εἰς τιμὴν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 287 κ.ἑ.
77. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 210, 5, PG 32, 776C.
78. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 20, Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων, 6, PG 35, 1072CD· Λόγος 21, Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, 35, PG 35, 1124D-1125A· Λόγος 39, Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα, 11, PG 36, 345CD· Λόγος 42, Συντακτήριος, εἰς τὴν τῶν ρν΄ ἐπισκόπων παρουσίαν, 16, PG 36, 477Α· Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 175Α-181Α· 185Α, D· Κατὰ Εὐνομίου 1, PG 45, 320CD· 405B· 2, PG 45, 472CD· Ἐπιστολὴ 24, Ἡρακλειανῷ αἱρετικῷ, PG 46, 1092Α.
79. Βλ. χαρακτηριστικὰ Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου 2, PG 45, 472C: «Ἡ μὲν γὰρ τῶν ὑποστάσεων ἰδιότης τρανήν τε καὶ ἀσύγχυτον ποιεῖται τὴν προσώπων διαστολήν».
80. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 38, Γρηγορίῳ ἀδελφῷ περὶ διαφορᾶς οὐσίας καὶ ὑποστάσεως, 2-3, PG 32, 325B-329A· Ἐπιστολὴ 214, Τερεντίῳ Κόμητι, 4, PG 32, 789Α· Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, PG 45, 177CD· 181CD· 185AB. Βλ. καὶ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κεφάλαια φιλοσοφικὰ 42-43, PG 94, 612Α-613Β· Εἰσαγωγὴ δογμάτων στοιχειώδης 2, PG 95, 101A.
81. Βλ. Περὶ διαφόρων ἀποριῶν, PG 91, 1260BCD.
82. Βλ. Σχόλια εἰς τὸ Περὶ θείων ὀνομάτων, PG 4, 221Α.
83. Βλ. Θεοδώρου Μοψουεστίας, Ἀπόσπ. ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 8, PG 66, 981ΒC· ἀπόσπ. ἐκ τοῦ ιδ΄ λόγου, PG 66, 989CD· Fr. Loofs, Nestoriana. Die Fragmente des Nestorius, Halle 1905, σσ. 219, 224· F. Nau, Nestorius. Le livre d’Héraclide de Damas (traduit en Français), Paris 1910, σ. 144· G. R. Driver – L. Hodgson, Nestorius. The Bazaar of Heracleides (Newly translated from the Syriac), Oxford 1925, σ. 163.
84. Βλ. Θεοδώρου Μοψουεστίας, Ἀπόσπ. ἀπὸ τὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Δόμνον, PG 66, 1013Α· Fr. Loofs, ὅ.π., σ. 219 ἑξ. Βλ. καὶ F. Nau, ὅ.π., σ. 142 ἑξ· G. R. Driver – L. Hodgson, ὅ.π., σ. 161 ἑξ. Σχετικὰ μὲ τὴ μεταφυσικὴ προβληματική της Χριστολογίας τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας καὶ τοῦ Νεστορίου βλ. J. S. Romanides, “Highlights in the debate over Theodore of Mopsuestia’s Christology and some suggestions for a fresh approach”, The Greek Orthodox Theological Review 5 (1959-60), σ. 162 κ.ἑ. καὶ L. Hodgson, “The Metaphysics of Nestorius”, The Journal of Theological Studies 19 (1918), σ. 46 κ.ἑ.· A. Grillmeier, „Das Scandalum oecumenicum des Nestorius in kirchlich-dogmatischer und theologiegeschichtlicher Sicht“, Scholastik 36 (1961), σ. 339 κ.ἑ.
85. Θεοδώρου Μοψουεστίας, Ἀπόσπ. ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 7, PG 66, 977A-980B· 14, PG 66, 989CD· 15, PG 66, 992C· Fr. Loofs, ὅ.π., σ. 239· F. Nau, ὅ.π., σσ. 35, 59 ἑξ., 158, 159, 187· G. R. Driver – L. Hodgson, ὅ.π., σσ. 38, 62 ἑξ., 179, 181, 211.
86. Βλ. Θεοδώρου Μοψουεστίας, Ἐπιστολὴ πρὸς Δόμνον (frag. 1), PG 66, 1012C-1013A· Fr. Loofs, ὅ.π., σσ. 178, 292.
87. Βλ. Fr. Loofs, ὅ.π., σσ. 178 ἑξ.· 248 ἑξ.· F. Nau, ὅ.π., σσ. 53 ἑξ., 66, 141 ἑξ., 212 ἑξ.· G. R. Driver – L. Hodgson, ὅ.π., σσ. 56, 69, 160, 240 ἑξ.
88. Βλ. Θεοδώρου Μοψουεστίας, Ἀπόσπ. ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 8, PG 66, 981BC· F. Nau, ὅ.π., σσ. 141 ἑξ., 191 ἑξ.· R. Driver – L. Hodgson, ὅ.π., σσ. 163, 219 ἑξ.
89. Βλ. Fr. Loofs, ὅ.π., σ. 295· F. Nau, ὅ.π., σσ. 146, 184, 18· G. R. Driver – L. Hodgson, ὅ.π., σσ. 166, 207, 209. Βλ. καὶ A. Grillmeier, ὅ.π., σ. 333 καὶ Γ. Σ. Μπεμπῆς, Συμβολαὶ εἰς τὴν περὶ Νεστορίου ἔρευναν (ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου), Ἀθῆναι 1964, σ. 137 κ.ἑ.
90. Βλ. Mansi (= J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, Graz 21960-1961) VII, 116· ACO (=Acta Conciliorum Oecumenicorum, ἐκδ. E. Schwartz, Berolini et Lipsiae 1927- 1940) II, 1,2,129 [325] ἑξ. Βλ. καὶ Γ. Δ. Μαρτζέλος, Γένεση καὶ πηγὲς τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Συμβολὴ στὴν ἱστορικοδογματικὴ διερεύνηση τοῦ Ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 192.
91. Βλ. χαρακτηριστικὰ τὰ ἔργα του: «Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον. Ἡ συμβολὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», ὅ.π., σσ. 287-323, καὶ Being as Communion. Studies in Personhood and the Church, Contemporary Greek Theologians Series, No 4, New York 1985.
92. Βλ. χαρακτηριστικὰ τὰ ἔργα του: Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 72006 καὶ Ὀντολογία τοῦ προσώπου (προσωποκεντρικὴ ὀντολογία), ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 2016.
93. Βλ. χαρακτηριστικὰ τὴν ἀναφερόμενη στὸ θέμα αὐτὸ διδ. διατριβὴ τοῦ Ν. Νεάκσου, Πρόσωπο καὶ κοινωνία στὴ θεολογία τοῦ πατρὸς Δημητρίου Στανιλοάε, Θεσσαλονίκη 2014.
94. Βλ. Ἰω. Παναγόπουλος, «Ὀντολογία ἢ Θεολογία τοῦ Προσώπου. Ἡ συμβολὴ τῆς πατερικῆς Τριαδολογίας στὴν κατανόηση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», Σύναξις 13 (1985), σσ. 63-79· 14 (1985), σσ. 35-47· ὁ ἴδιος, «Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ πρόσωπο», Σύναξις 21 (1987), σ. 59-62· Σ. Ἀγουρίδης, «Μποροῦν τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδας νὰ δώσουν τὴ βάση γιὰ Περσοναλιστικὲς ἀπόψεις περὶ τοῦ Ἀνθρώπου;», Σύναξις 33 (1990), σσ. 67-78· Χρ. Σταμούλης, «“Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν”. Ἡ διαλεκτικὴ φύσεως καὶ προσώπου στὴ νεώτερη ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ὁ θεολογικὸς ὁλισμὸς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», Σύνθεσις (ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ.) 1 (2012), σσ. 104-120· Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου (Βλάχου), «Ἡ ὀντολογία τοῦ “προσώπου”: ἡ συστηματικὴ παρερμηνεία τῶν ἁγίων Ἀθανασίου, Καππαδοκῶν καὶ Μαξίμου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα», στό: http://www.parembasis.gr/images/anakoinoseis/2016/NI_ONTOLOGIA%20PROSWPOYPI_ FEB2016.pdf, Ναύπακτος 2016· Μ. Μπερκουτάκης, «Περὶ Τριάδος καὶ προσώπου. Ἤγουν, ἐπὶ τῆς Ὀρθοδόξου Τριαδολογίας, σχόλιον ἐκτενὲς εἰς ιβ΄ (12) ἐρωταποκρίσεις», στό: http://www.oodegr.com/oode/theos/genika/trias_proswpo.htm· Σπ. Τσιτσίγκος, «Πρὸς τοὺς ἀκρίτως ταυτίζοντας πρόσωπο καὶ ὑπόσταση στὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ Θεολογία», στό: http://www.romiosini.org.gr/a206c8d2.el.aspx.
95. Βλ. Σεβ. Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, «Τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπόπειρα θεολογικοῦ διαλόγου», Σύναξη 37 (1991), σσ. 11- 36· Χρ. Γιανναρᾶς, «Περὶ ἀπυροβλήτου πτώματος ἢ ἀποκλίσεων ὑπαρξιστικῶν καὶ περσοναλιστικῶν», Σύναξη 37 (1991), σσ. 37-45.
96. Βλ. ὑποσ. 73.
Πρός τους ακρίτως ταυτίζοντας Πρόσωπο και Υπόσταση στην Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία
Ἐξάλλου, «πρόσωπόν ἐστιν, ὅπερ διὰ τῶν οἰκείων ἐνεργημάτων τε καὶ ἰδιωμάτων ἀρίδηλον καὶ περιωρισμένην τῶν ὁμοφυῶν αὐτοῦ παρέχεται ἡμῖν τὴν ἐμφάνειαν, οἷον ἐμφάνειαν, οἷον ὁ Γαβριὴλ τῇ ἁγίᾳ θεοτόκῳ διαλεγόμενος, εἷς τῶν ἀγγέλων ὑπάρχων, μόνος ἐκεῖσε παρὼν διελέγετο, κεχωρισμένος τῶν ὁμοουσίων ἀγγέλων διὰ τῆς ἐν τῷ τόπῳ παρουσίας καὶ διαλέξεως, καὶ ὁ Παῦλος ἐπὶ τῶν ἀναβαθμῶν δημηγορῶν, εἷς τῶν ἀνθρώπων ὤν, διὰ τῶν ἰδιωμάτων καὶ ἐνεργημάτων αὐτοῦ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων διεστέλλετο»50.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου