Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Θεμελιακή οντολογία και το περί Θεού ερώτημα γ

Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018
Fundamentalontologie und Gottesfrage
Θεμελιακή οντολογία και το περί Θεού ερώτημα γ
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann

3.      Ο επί της αρχής α-θεϊσμός ως θεολογική εποχή
Prinzipieller A-theismus als theologische Epoche


Αφού διανύσαμε τον δρόμο τού Heidegger, ξεκινώντας από την πρωταρχική εμπειρία, ερώτηση και υπόδειξη, τον δρόμο από την απαίτηση για “αληθινή φιλοσοφία τής θρησκείας”, την προγραμματική “αληθινή ιδέα τής χριστιανικής φιλοσοφίας” μέχρι και τα μαθήματα για τον Παύλο και τον Αυγουστίνο, η ακόλουθη σειρά μαθημάτων με τον τίτλο “Φαινομενολογικές ερμηνειες τού Αριστοτέλη. Εισαγωγή στην φαινομενολογική έρευνα” μας ξαφνιάζει. Απρόσμενα και απότομα, η ερμηνευτική φαινομενολογία τής πραγματικής (faktisch) ζωής πρέπει να μείνει χωρίς τό περί Θεού ερώτημα. Την παράλειψη τού περί Θεού ερωτήματος ο Heidegger χαρακτήριζει-πράγμα ιδιαίτερα παρεξηγήσιμο-ως “επί τής αρχής αθεϊσμό”. Δεν εννοεί ένα δογματικό αθεϊσμό, που ισχυρίζεται την μή ύπαρξη τού Θεού, αλλά έναν μεθοδικό, που ο Heidegger εξηγεί με τον διαχωρισμό των συλλαβών, α-θεϊσμό. Αυτόν τον μεθοδικό α-θεϊσμό μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε με τον φαινομενολογικό όρο “θεολογική εποχή”, απάλειψη τού περί Θεού ερωτήματος. Στην “Εισαγωγή στην φαινομενολογική έρευνα” το χειμερινό εξάμηνο 1921/22, λέει πως η φιλοσοφία τής πραγματικής ζωής πρέπει να κατανοεί τον εαυτό της “μέσα στην ριζοσπαστική της αμφιβολία, στην οποία η ίδια θέτει τον εαυτό της”, και πως αυτό είναι “επί της αρχής α-θεϊστικό”. Βάσει αυτής τής τάσης, δεν τής επιτρέπεται “η αλαζονεία, να έχει Θεό και να τον καθορίζει”. “Όσο πιο ριζοσπαστική είναι, τόσο πιο απομακρυσμένη από αυτόν, ακριβώς μέσα στην ριζοσπαστική διεκπεραίωση τού “μακριά”, είναι ένα δύσκολο “κοντά σε αυτόν”. Το “μακριά” μάς λέει πως στήν ερμηνευτική-φαινομενολογική ερμηνεία τής πραγματικής ζωής και του Dasein δεν γίνεται καμιά χρήση τής γνώσης περί Θεού. Το μεθοδικό όμως “μακριά” περιλαμβάνει ταυτόχρονα ένα “ίδιον/(προσωπικό, δικό μου) δύσκολο κοντά” στον Θεό. Αυτό λέει πως ο φιλόσοφος δεν ισχυρίζεται την μή ύπαρξη τού Θεού, αλλά πως στο φιλοσοφείν παραιτείται τής απορητικής και καθοριστικής προσέγγισης τού Θεού.

Η εντελώς νέα στάση προς το φιλοσοφικό περί Θεού ερώτημα και την φιλοσοφία τής θρησκείας οξύνθηκε για ακόμα μια φορά κατά την σειρά μαθημάτων το 1921/22, την περίοδο που δημοσιεύθηκε η «Αναφορά τού Natorp». Σε μια εκτενή υποσημείωση λέει: «Αθεϊστικό δεν εννοείται ως μια θεωρία του υλισμού ή κάτι παρόμοιο. Η φιλοσοφία πρέπει να γνωρίζει, ότι το πραγματικό (faktisch) πώς τής ερμηνείας τής ζωής, και ακριβώς τότε, ακόμα και αν έχει κάποια ‘γνώση’ Θεού, η από αυτήν διεκπεραιωμένη αρπαγή τής ζωής προς τον εαυτό της, είναι θρησκευτικά μιλώντας, σήκωμα τού χεριού εναντίον τού Θεού. Έτσι όμως στέκεται με ειλικρίνεια ενώπιον τού Θεού.»

Στις προτάσεις αυτές τού Heidegger εκφράζεται μια σαφής απομάκρυνση από το χριστιανικό περί Θεού ερώτημα, το οποίο είχε στην αμέσως προηγούμενη σειρά μαθημάτων εκ νέου θεμελιώσει πάνω στο φιλοσοφικό αρχέγονο έδαφος τής πραγματικής ζωής, όχι συλλογιστικά (spekulativ), αλλά ερμηνευτικά-φαινομενολογικά. Στην «Ανασκόπηση» που συνέταξε το 1937/38 λέει απροκάλυπτα πώς «στον μέχρι τώρα δρόμο συμπορεύτηκε σιωπηρά και ο προβληματισμός/σκέψη για τον Χριστιανισμό.» Όπως είδαμε όμως, η πορεία τού «προβληματισμού για τον Χριστιανισμό» δεν ξεκίνησε το 1919, με την προγραμματική επιστολή στον Engelbert Krebs (όπως συνήθως αναφέρεται στην ερευνητική βιβλιογραφία), αλλά αφού ο Heidegger είχε ιδρύσει εκ νέου την χριστιανική φιλοσοφία τής θρησκείας μέσα από την νέα του φιλοσοφική τοποθέτηση στην πραγματική ζωή και το Dasein. Το κομμάτι τού δρόμου από το 1919 μέχρι 1921 μας έδειξε, πως το χριστιανικό περί Θεού ερώτημα μπορεί να συνυπάρχει χωρίς αντιφάσεις και ρήξεις με τα θεμελιώδη ερωτήματα τής ερμηνευτικής-φαινομενολογικής φιλοσοφίας τής πραγματικής ζωής και Dasein.
Ακόμα και στην σειρά διαλέξεων κατά το θερινό εξάμηνο του 1925 στο Μαρβούργο, που στο κύριο μέρος της είναι παρουσίαση τού πρώτου μέρους τού «Είναι και Χρόνος», τής προκαταρκτικής θεμελιώδους ανάλυσης τού Dasein, ο Heidegger τονίζει εκ νέου: «Η φιλοσοφική έρευνα είναι και παραμένει αθεϊσμός». Κατά συνέπεια, ούτε η το 1927 εκδοθείσα 8η παράγραφος τού «Είναι και Χρόνος», που αποτελεί την πλήρη παρουσίαση τής θεμελιακής οντολογίας, περιλαμβάνει οποιαδήποτε αναφορά στο φιλοσοφικό περί Θεού ερώτημα. Στα πλαίσια αυτά, είναι ύψιστης σημασίας η επιστολή τού Heidegger προς τον Max Müller τού 1947. Εκεί αναφέρει, πως στην πρώτη μορφή τού κειμένου, στο ΙΙΙ μέρος τού «Χρόνος και Είναι», υπάρχει εκτός από την οντολογική διαφορά μεταξύ Είναι και Υπαρκτού, που είναι υπερβατική, και η «θεολογική (υπερβατική) διαφορά» μεταξύ Είναι και Θεού. Η επιστολή αυτή μάς δείχνει, πως το περί Θεού ερώτημα δεν εκπτύσσεται μεν συστηματικά στην συνάφεια τής απάντησης περί τού νοήματος τού Είναι, επιδεικνύεται όμως στην «θεολογική διαφορά». Στην δεύτερη όμως επεξεργασία τού ΙΙΙ μέρους τού «Χρόνος και Είναι», που στην σειρά διαλέξεων κατά το θερινό εξάμηνο τού 1927 στο Μαρβούργο, λείπει αυτή η υπόδειξη περί «θεολογικής διαφοράς». Αυτό που στην πρώτη μορφή τού κειμένου, την οποία κατέστρεψε ο Heidegger, ονομάζεται «θεολογική διαφορά», αναφέρεται στον τρόπο που το χριστιανικό περί Θεού ερώτημα αντιμετωπίζεται βάσει τής ερμηνευτικής τής ζωής και του Dasein, όπως παρουσιάζεται στη σειρά μαθημάτων για τον Παύλο και τον Αυγουστίνο. Ταυτόχρονα φαίνεται και μια θεματική συσχέτιση με τους προσδιορισμούς τής χριστιανικής περί Θεού αντίληψης βάσει τής ερμηνευτικής τού Dasein, που ο Heidegger παρουσιάζει στην διάλεξή του «Φαινομενολογία και Θεολογία». Στην διάλεξη αυτή, η οποία ετοιμάστηκε την χρονιά έκδοσης τού «Είναι και Χρόνος», το 1927, μπορούμε να δούμε την επεξεργασία τού χριστιανικού περί Θεού ερωτήματος βάσει τής θεμελιακής οντολογίας. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του δοκιμίου μας, θα στραφούμε στο κείμενο αυτό, που είναι σημαντικό για το ερώτημά μας.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: