Συνέχεια από: Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019
Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Του Enrico Berti.
Η έννοια τών ιδιαιτέρων, ιδίων αρχών, διαδραματίζει μία θεμελιώδη σπουδαιότητα στην αριστοτελική εννοιολόγηση τής επιστήμης! Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να ορίσουμε με ακρίβεια την σημασία της! «Αρχή-δηλώνει ο Αριστοτέλης είναι η άμεση προεισαγωγή τής αποδείξεως» και προσθέτει: «άμεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει καμία άλλη προηγούμενη και «προεισαγωγή είναι το ένα από τα δύο μέρη τής διατυπώσεως (δηλαδή μιας κατάφασης ή μίας άρνησης) η οποία λέει ένα μόνο πράγμα ενός μόνον πράγματος (έν καθ’ενός) [Αν, υστ. Ι, 2, 72 α 7-9]. Ξεχωριστοί χαρακτήρες μιας αρχής είναι λοιπόν το αναπόδεικτο και το μονοσήμαντο των όρων της. Στο αναπόδεικτο θα επιστρέψουμε στην συνέχεια καί στό πώς αυτό φέρει το αμείωτο τής επιστήμης, η οποία βασίζεται ακριβώς στις αρχές, και σε άλλες μορφές τής γνώσεως, δηλαδή την βασική του αυτονομία στο εσωτερικό τού πλαισίου του! Τώρα όμως αξίζει να υπογραμμίσουμε την μονοσημαντότητα, η οποία ισχύει όχι μόνον για τις αρχές, αλλά και για ολόκληρη την επιστημονική απόδειξη : Οι όροι οι οποίοι περιέχονται στην προεισαγωγή είναι οι ίδιοι οι οποίοι επανεμφανίζονται συνδεδεμένοι μαζί στο συμπέρασμα!
Η ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Του Enrico Berti.
Τί
είναι η γνώση;
2. Η επιστήμη σάν απόδειξη!
Η έννοια τών ιδιαιτέρων, ιδίων αρχών, διαδραματίζει μία θεμελιώδη σπουδαιότητα στην αριστοτελική εννοιολόγηση τής επιστήμης! Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να ορίσουμε με ακρίβεια την σημασία της! «Αρχή-δηλώνει ο Αριστοτέλης είναι η άμεση προεισαγωγή τής αποδείξεως» και προσθέτει: «άμεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει καμία άλλη προηγούμενη και «προεισαγωγή είναι το ένα από τα δύο μέρη τής διατυπώσεως (δηλαδή μιας κατάφασης ή μίας άρνησης) η οποία λέει ένα μόνο πράγμα ενός μόνον πράγματος (έν καθ’ενός) [Αν, υστ. Ι, 2, 72 α 7-9]. Ξεχωριστοί χαρακτήρες μιας αρχής είναι λοιπόν το αναπόδεικτο και το μονοσήμαντο των όρων της. Στο αναπόδεικτο θα επιστρέψουμε στην συνέχεια καί στό πώς αυτό φέρει το αμείωτο τής επιστήμης, η οποία βασίζεται ακριβώς στις αρχές, και σε άλλες μορφές τής γνώσεως, δηλαδή την βασική του αυτονομία στο εσωτερικό τού πλαισίου του! Τώρα όμως αξίζει να υπογραμμίσουμε την μονοσημαντότητα, η οποία ισχύει όχι μόνον για τις αρχές, αλλά και για ολόκληρη την επιστημονική απόδειξη : Οι όροι οι οποίοι περιέχονται στην προεισαγωγή είναι οι ίδιοι οι οποίοι επανεμφανίζονται συνδεδεμένοι μαζί στο συμπέρασμα!
Αυτή
η θέση επαναλαμβάνεται από τον Αριστοτέλη
στην συνέχεια, όπου βεβαιώνει την
αναγκαιότητα, για την απόδειξη, όρων οι
οποίοι είναι κατηγορήματα πολλών
πραγμάτων με μία μόνο και την ίδια
σημασία και επομένως δεν είναι ομώνυμα
(δεί άρα τι έν και το αυτό επί πλειόνων
είναι μη ομώνυμον). Και πράγματι ένας
ομώνυμος όρος, δηλαδή διφορούμενος ή
ασαφής, θα μπορούσε να προσληφθεί με
περισσότερες σημασίες και επομένως θα
συμπεριφερόταν, εξ’ απόψεως τής έννοιας,
σαν περισσότεροι όροι, ξεπερνώντας τον
συνολικό αριθμό τών τριών, που είναι η
αναγκαία συνθήκη στον επαρκή συλλογισμό.
Το μονοσήμαντο τής έννοιας καταλήγει
μ’ αυτόν τον τρόπο μία αναγκαία συνθήκη,
μέχρις ότου αποκτηθεί εκείνος ο τύπος
τής επιστήμης η οποία συνίσταται από
αποδείξεις!
Επιστρέφοντας
στην εξέταση τής φύσεως τών αρχών,
παρατηρούμε ότι για τον Αριστοτέλη
είναι δύο ειδών, εκείνες οι οποίες δεν
είναι αναγκαίες για κάθε γνώση, λεγόμενες
θέσεις, δηλαδή δηλώσεις οι οποίες
πραγματοποιούνται μερικές φορές,
σχετικές με το θέμα που αναπτύσσεται
και εκείνες, οι αναγκαίες αντιθέτως,
χωρίς τις οποίες δεν είναι εφικτή καμία
γνώση, για τις οποίες μάλιστα ισχύει το
όνομα : αξιώματα! Οι πρώτες χωρίζονται
με την σειρά τους σε υποθέσεις, όταν
δείχνουν τήν ουσία! Οι άλλες αντιθέτως,
δηλαδή εκείνες οι αναγκαίες σε κάθε
γνώση, δεν χωρίζονται περαιτέρω, αλλά
συνιστούν, όπως θα δούμε ένα μέρος ενός
προηγουμένου διαχωρισμού, ο οποίος
αφορά τα αξιώματα στο σύνολό τους. Αυτό
προκύπτει από την βεβαίωση του Αριστοτέλη,
σύμφωνα με την οποία το όνομα αξιώματα
ισχύει ιδιαιτέρως (μάλιστα) και όχι
μόνον, γι’ αυτές!
Η
ονομασία τών ιδιαιτέρων και μόνων, την
οποία αποδίδει ο Αριστοτέλης στις αρχές
τής επιστήμης ξεκαθαρίζει μέσω τού υπολογισμού ενός επί πλέον δεδομένου
το οποίο σημειώνεται στις προεισαγωγές
τής αποδείξεως : αυτές πρέπει να εκφράσουν
καθολικούς δεσμούς. Αυτό επαληθεύεται
όταν κάθε κατηγορούμενο ανήκει στο
αντίστοιχο υποκείμενο κατά παντός και
καθ’ αυτό, δηλαδή ανήκει σε όλα τα
υποκείμενα ενός συγκεκριμένου είδους
και περιέχεται στον ορισμό τους, ή τα
περιέχει στην δική του. Ένα κατηγορούμενο
κατά παντός και καθ’ αυτό είναι, για
τον Αριστοτέλη, ένα κατηγορούμενο
καθόλου, δηλαδή καθολικό!
Ας
παρατηρήσουμε παρενθετικά ότι έτσι
γίνεται κατανοητό το πρόβλημα που
τίθεται ήδη στο πρώτο κεφάλαιο τής
Μεταφυσικής, δηλαδή η νομιμότης τής
αφομοιώσεως ανάμεσα στην γνώση τού καθόλου και στην γνώση τής αιτίας! Καθώς,
όπως έχουμε δει, να γνωρίσουμε την αιτία
κάποιου πράγματος σημαίνει να γνωρίσουμε
τις προϋποθέσεις ενός συλλογισμού ο
οποίος έχει σαν συμπέρασμα το ίδιο το
πράγμα, και καθώς αυτές είναι καθολικές
προϋποθέσεις, η γνώση τής αιτίας ισούται
με την γνώση του καθόλου! Μ’ αυτόν τον
τρόπο κατανοείται και η σημασία τού παραδείγματος το οποίο χρησιμοποιεί ο
Αριστοτέλης πάντοτε στο πρώτο κεφάλαιο
τής Μεταφυσικής, για να δείξει την
διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία και την
επιστήμη, (ή την τέχνη). Η γνώση ότι ο
Καλλίας, άρρωστος από αυτή την ασθένεια,
ωφελήθηκε από κάποιο φάρμακο δήλωνε ο
Αριστοτέλης, είναι εμπειρία! Πρόκειται
δηλαδή για μία ιδιαίτερη γνώση,
περιορισμένη στο καθαρό δεδομένο, στο
τί! Η γνώση όμως ότι όλοι οι ασθενείς
αυτής τής ασθένειας, ορισμένοι σύμφωνα
με ένα μοναδικό είδος, θεραπεύονται από
ένα κάποιο φάρμακο, είναι τέχνη (ή
επιστήμη). Σ’ αυτή την περίπτωση
διαθέτουμε έναν μεσαίο όρο, το είδος,
στο οποίο ανήκουν όλοι οι ασθενείς, ο
οποίος μάς επιτρέπει να διατυπώσουμε
την ακόλουθη απόδειξη : οι θυμώδεις
ωφελούνται από ένα συγκεκριμένο φάρμακο,
ο Καλλίας είναι θυμώδης, Χολερικός, άρα
ο Καλλίας ωφελείται από αυτό το φάρμακο.
Η ικανότης διατυπώσεως αυτής τής
αποδείξεως, σημαίνει πώς γνωρίζουμε
την αιτία τού ιδιαιτέρου γεγονότος, αντικειμένου τής εμπειρίας, αλλά αυτό
είναι δυνατόν καθότι γνωρίζεται το
είδος τών ασθενών οι οποίοι ωφελούνται
από το φάρμακο της ιατρικής, δηλαδή
γνωρίζεται το καθόλου.
Το
ζητούμενο τής καθολικότητος συνοδεύεται
επίσης, όπως το έχουμε δεί ήδη προηγουμένως
από εκείνο τής αναγκαιότητος, εξίσου
ικανοποιημένο όταν τα κατηγορούμενα
τών προϋποθέσεων ανήκουν στα αντίστοιχα
υποκείμενα καθ’αυτό και όχι σαν
συμβεβηκότα: τα συμβεβηκότα δεν είναι
αναγκαία! (Αν. υστ. 6, 75 α 28-37). Αυτό σημαίνει
ότι όλοι οι όροι τής αποδείξεως οφείλουν
να εισχωρήσουν στο ίδιο γένος: διότι
εάν ένα από αυτά θα μπορούσε να αποδοθεί
σε υποκείμενα διαφορετικού γένους, δεν
θα ανήκε στο καθαυτό υποκείμενο, αλλά
τυχαίως, ώστε σ ’αυτή την περίπτωση θα
είχαμε ένα σύνδεσμο, μία σχέση καθολική
και αναγκαία!
Αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίο οι αρχές,
δηλαδή οι πρώτες προϋποθέσεις τής
αποδείξεως, πρέπει να είναι ίδιες: ίδιες
σημαίνει κατάλληλες σε ένα καθορισμένο
γένος, δηλαδή συνιστώμενες από όρους
οι οποίοι ανήκουν σε ένα γένος και όχι
σε άλλα!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου