Συνέχεια από Παρασκευή, 8 Σεπτεμβρίου 2023
PAUL FRIEDLȀNDERΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (3η συνέχεια)
Αναζητώντας τον σοφιστή – Tί συμβαίνει λοιπόν στη συζήτηση ανάμεσα στον Ελεάτη και τον Θεαίτητο; «Αναζητώντας τον σοφιστή και επιθυμώντας να διευκρινίσουμε τί είναι άραγες αυτός στην πραγματικότητα», δεν διαθέτουμε κατ’ αρχάς κοινό παρά το «όνομα», τη λέξη, ενώ το «πράγμα» ή το «έργον» το εννοεί ο καθένας για τον εαυτό του, λείπει δηλ. η κατανόηση μέσα από τον διαφωτιστικό διάλογο. Πρέπει να φτάσουμε λοιπόν στο σημείο, διεξάγοντας έναν τέτοιον διάλογο, να αποκτήσουμε «κοινό», όπως ήταν προηγουμένως και το όνομα, το αντικείμενο. Δεν θα φτάσουμε όμως εκεί μέσα από διάφορους προσδιορισμούς και καθορισμούς, αλλά προσπαθώντας να θεωρήσουμε και να διαπιστώσουμε μέσα σ’ ένα διαιρετικό σύστημα συγγενών όσο και διαφορετικών πραγμάτων αυτό που αναζητούμε. Κάτι που είναι μεν εύκολο όταν «ψαρεύουμε», δύσκολο όμως όταν πρόκειται για τον σοφιστή, που είναι μια τόσο μεταβαλλόμενη και εναλλασσόμενη «φύση» (223 C 2. 226 A 6), ώστε να διαφεύγη συνεχώς μέσα απ’ το «δίχτυ», και να πρέπη να καθορισθή μέσα σε (από…) πολλά συστήματα. Κι αν το πλήθος τών «οριζόντων συστημάτων» απειλεί να γίνη υπερβολικό, και να κατακλυσθή κανείς απ’ την εκπληκτική ανάμειξη παιγνίου και σοβαρότητας στις ονοματοθεσίες, μπορεί ωστόσο να θαυμάση ξανά και ξανά την ακρίβεια, με την οποίαν ο Πλάτων παρατηρεί και διευθετεί εδώ τις διάφορες τεχνικές, καθώς και την εφευρετική δύναμη που χρησιμοποιεί στη διαμόρφωση των ονομάτων τους. (Κάτι που μας φέρνει στον νου τον Rabelais). Προπαντός πρέπει όμως να προσπαθήση να κατανοήση κανείς σαφώς, το πώς όλα αυτά εμφανίζονται και παρουσιάζονται μπροστά στον παριστάμενο Σωκράτη. Γιατί όλη εκείνη η «μεταβλητότητα» βασίζεται και ανήκει στο βασίλειο ή μη-βασίλειο του μη-όντος, που μέσα στο σκοτάδι του διαφεύγει ο σοφιστής από κάθε «πραγματικότητα» (254 Α). Ενώ η σωκρατική γνώση είναι μια και όχι πολλές, απλή και όχι «εναλλασσόμενη» (Θεαίτ. 146 D).
Ο καθορισμός τού «ψαρέματος» σ’ ένα διαιρετικό σύστημα (να «ψαρεύη» κανείς την αλήθεια ανάμεσα στα ψεύδη…) δεν αποτελεί σε καμμιά περίπτωση ένα μεθοδικό και μόνο παράδειγμα, αλλά «σχεδιάζεται» ήδη, στο σαρκαστικό αυτό παιχνίδι, ένα (αρνητικό) αντίγραφο του πραγματικά ζητουμένου πράγματος. Και αποτελεί μιαν εντελώς ειρωνική πράγματι σύμπτωση, ότι τρία σημεία αυτού τού συστήματος καθίστανται τελικά αφετηρίες για τρία (άλλα…) συστήματα, στα οποία και είναι «εγκατεστημένη» η σοφιστική: το «κυνήγι στη στεριά» («πεζοθηρική») για το πρώτο, η «ανταλλαγή μέσω δώρου, επαίνου και αγοράς» («μεταβλητική») για το δεύτερο, και η «τέχνη τού αγωνίζεσθαι» («αγωνιστική») για το πέμπτο απ’ αυτά τα συστήματα. Σημαντική είναι ωστόσο και προπαντός η διαίρεση κάθε πράξης σε παραγόμενη («ποιητική») και αποκτώμενη («κτητική») πράξη. Κι αυτό, όχι μόνον επειδή εκείνη η πρώτη, και αχρησιμοποίητη προσωρινά «διαδρομή» θα «δικαιωθή», στην έρευνα για τον σοφιστή, στο έβδομο και τελευταίο σύστημα, και ολόκληρος ο διάλογος θα συγκρατηθή άρα τυπικά μέσα απ’ αυτήν τη διαίρεση· αλλά γιατί το «ποιείν» έχει ευθύς εξαρχής βασική σημασία. Ποιώ σημαίνει το «να φέρνω αυτό που δεν υπάρχει στην ύπαρξη» (219 Β). Και εισέρχεται έτσι αμέσως το μη-ον στη συζήτηση, και μάλιστα μ’ έναν τρόπο, ώστε να μην τίθεται, όπως κατόπιν, σε αμφισβήτηση και να διασώζεται με κόπο η ύπαρξή του, αλλά να «εγγυάται» ένα βασικό φαινόμενο της ζωής, το «ποιείν», «παράγειν» και «κατασκευάζειν», αυτό το μη-ον. Δεν μπορεί δηλ. καν να καταλάβη κανείς κάτι το τόσο απλό όπως το «ποιείν», χωρίς το μη-ον.
Πρώτος προσδιορισμός. Η σοφιστική είναι ένα κυνήγι ήμερων θηρίων. Γιατί ο «φιλόφρων» Θεαίτητος συγκαταλέγει τον άνθρωπο στα ήμερα θηρία, τη στιγμή που ο Ελεάτης έχει αφήσει «ανοιχτό» το αν ο άνθρωπος ανήκει στα ήμερα ή στα άγρια ζώα. Ο Πλάτων θέλει (όμως…) να φανή εδώ η αντίθεση, που διατρέχει γι’ αυτόν την ίδια την ανθρώπινη φύση. Είναι η «ανατροφή» (η «αγωγή») που αποφασίζει, αν ο άνθρωπος θα γίνη το πιο ήμερο ή το πιο άγριο θηρίο πάνω στη γη, όπως αναφέρουν οι «Νόμοι» (VI 766 Α). Η δε μυθική εικόνα στο ΙΧ Βιβλίο τής «Πολιτείας» (588 C) φανερώνει τον άνθρωπο ως ένα πολύμορφο τέρας, με κεφάλια άγριων και ήμερων θηρίων, και η φροντίδα τού «εσωτερικού ανθρώπου» δεν είναι εκεί παρά γιά να εμποδίση την ανάπτυξη των αγρίων, και να προωθήση τις ευγενείς ορμές. Η ίδια μάλιστα αντίθεση συνεχίζεται και στον τελικό μύθο για την οδοιπορούσα ψυχή.
Ας επανέλθουμε ωστόσο στον προσδιορισμό τού «Σοφιστή»! Η σοφιστική ανήκει άρα στο «πεδίο»: κυνήγι αγρίων όντων, κυνήγι ανθρώπων. Ένα τέτοιο κυνήγι γίνεται σοφιστική (τέχνη…) με το μέσον τής πειθούς· «αριστερά» (ως εξαίρεση…) παραμένουν η αρπαγή, η υποδούλωση, η τυραννία, ο πόλεμος. Η πειθώ τής σοφιστικής απευθύνεται στον καθέναν ξεχωριστά, ενώ «αριστερά» παραμένει η πειθώ που απευθύνεται στο πλήθος, κι αυτή είναι η συγγενεύουσα με τη σοφιστική ρητορική (τέχνη…), που εμφανίστηκε ήδη ως «επενεργούσα την πειθώ» στον «Γοργία» (452 Ε κ.ε.). Η σοφιστική είναι (επίσης…) «η τέχνη που φέρνει ανταμοιβή»· κι «αριστερά» της παραμένει εδώ το κυνήγι που προσφέρει δώρα – κάτι πολύ παράδοξο, τόσο μάλιστα, ώστε να απαντήση για πρώτη φορά πως «δεν καταλαβαίνει» ο νεαρός Θεαίτητος. Ο δε Ελεάτης τού εξηγεί το ακατανόητο ως μια μορφή τής «ερωτικής τέχνης». Κι εμείς μπορούμε εδώ να θυμηθούμε, ότι ο Σωκράτης προσέρχεται «απ’ το κυνήγι τού Αλκιβιάδη» στην αρχή τού «Πρωταγόρα», κι ότι η Διοτίμα χαρακτηρίζει στο «Συμπόσιο» ως «ισχυρό κυνηγό» τον Έρωτα. Γίνεται λοιπόν οπωσδήποτε εδώ σαφές, ότι η αντίθεση που διατρέχει (όλο…) το έργο τού Πλάτωνα, φανερώνεται εδώ στην αντίθεση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον σοφιστή. Και το ότι οι σοφιστές δέχονται (χρηματική…) πληρωμή, αυτή η μόνιμη απέναντί τους κατηγορία, γίνεται για άλλη μια φορά σαφής ως προς το νόημά της: δεν θα το έκαναν, αν τους καθοδηγούσε το «δαιμόνιο» (μεταξύ θεού και ανθρώπων…) – όπως αυτό καθοδηγεί τον σιωπηλά παριστάμενο Σωκράτη.
Το επ’ αμοιβή κυνήγι ανθρώπων διαιρείται πάλι σε μια κολακευτική ή ηδυντική τέχνη («κολακική, ηδυντική») – και θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε διευκρινιστικά: τέχνη τού «ζαχαροπλάστη» - και σε μιαν άλλη τέχνη, που ζητά (αιτείται…) να διδάξη την αρετή. Στον «Γοργία», η ρητορική ήταν μια κολακευτική, ανάμεσα σε άλλες κολακευτικές τέχνες, εδώ όμως «αδελφοποιείται» με την κολακεία. Και η ελλιπής σοβαρότητά της γίνεται ακριβώς σαφής, καθώς αιτείται να διδάξη την αρετή! Σε αντίθεση, αντιλαμβανόμαστε ήδη, έστω «κι από μακριά», τί πρέπει να είναι τελικά η φιλοσοφία, καθώς το «κυνήγι που αποφέρει δώρα» και η «τέχνη τού έρωτα» είχαν ήδη κατευθύνει το βλέμμα μας προς τη μεριά τού Σωκράτη.
Δεύτερος προσδιορισμός. Ο Σωκράτης είχε ήδη προσδιορίσει, με αρκετή κακεντρέχεια, ως έναν έμπορο (έναν πραματευτή…) ψυχικής τροφής τον σοφιστή στον «Πρωταγόρα» (313 C), ρωτώντας για την «ύπαρξή» του («ότι ποτ’ έστιν»). Κι αυτό καθίσταται τώρα η κατευθυντήρια ιδέα ενός καινούργιου «τακτικού» συστήματος. Ας προσέξουμε ωστόσο ιδιαιτέρως τα διακεκριμένα μέλη τής «διχοτόμησης»: αριστερά παραμένει το «δωρίζειν» («δωρητικόν») – ο σοφιστής πουλάει, και δεν χαρίζει. «Αριστερά» παραμένει επίσης το αυτεμπόριο τού παραγωγού («αυτοπωλική») – η σοφιστική πουλάει αυτό που έχουν παράγει άλλοι. Είναι μόνον «έμπορος», μεσολαβήτρια παρμενίδειων π.χ. αγαθών. Κάτι που είναι όμως τόσο κακό στο πνευματικό επίπεδο, επειδή μόνον το ζωντανό προϊόν μιας πνευματικής γέννησης διαθέτει αληθινή αξία. «Αριστερά» παραμένει επίσης το εντός τής πόλεως μικρεμπόριο («καπηλική»): γιατί η σοφιστική είναι εξωτερικό και «μεγάλο» χονδρεμπόριο. Ο σοφιστής πορεύεται πράγματι – και το τονίζει παντού αυτό ο Πλάτων – ως ένας ξένος από πόλη σε πόλη. Δεν είναι δηλ. ένας απλός δάσκαλος, που μένει και διδάσκει στη δική του πατρίδα.
Η σοφιστική είναι ένα εμπόριο, όχι τροφίμων, αλλά πνευματικής τροφής («ψυχεμπορική»). Δεν είναι μια «επίδειξη» («επιδεικτική»), αλλά ένα εμπόριο αντικειμένων μαθήσεως («μαθηματοπωλική»). Και δεν πουλά μεμονωμένες επιδεξιότητες («τεχνοπωλικόν»), πουλά αρετή. Σκεφτόμαστε πάλι τον «Πρωταγόρα» (313 D κ.ε.), όπου ο κίνδυνος της σοφιστικής φανερωνόταν στο ότι ο πωλητής αυτής τής πνευματικής τροφής τη συνιστούσε στον καθέναν, είτε τον ωφελούσε είτε όχι, και στο ότι ο μεν αγοραστής τροφίμων κουβαλά αυτά που αγόρασε μέσα σ’ ένα δοχείο ή ένα αγγείο στο σπίτι του, όπου και μπορεί με την ησυχία του να τα δοκιμάση, ενώ ο αγοραστής τών σοφιστικών εμπορευμάτων έχει μόνο την ψυχή του μέσα στο αγγείο. Και γνωρίζουμε επίσης απ’ τον «Πρωταγόρα» την αντίθεση ανάμεσα στην τεχνική καθοδήγηση και τη διαμόρφωση ανθρώπων (312 Β), όπου και εγείρεται το ερώτημα, αν θα μπορούσε κανείς να πουλά με την ίδιαν έννοια όπως μια τεχνική καθοδήγηση αυτό που ονομάζεται αρετή. Θα αρκούσε εδώ μια ματιά στον παριστάμενο Σωκράτη, για να έχουμε και την απάντηση.
Αν προσέξουμε τώρα με μεγαλύτερη ακρίβεια στα προς τα αριστερά παραμένοντα μέλη, προκύπτει κάτι το ιδιαίτερο: Ανάμεσα σ’αυτά που επιδεικνύονται και εισάγονται απ’ έξω, περιλαμβάνονται η μουσική και η ζωγραφική, έργα ενός Σιμωνίδη, ενός Πινδάρου και ενός Πολυγνώτου, που και για τον Πλάτωνα είναι άρα καλλιτεχνήματα υψηλού επιπέδου · σε υψηλότερο επίπεδο βρίσκεται όμως η ρητορική. Ανάμεσα δε στα αντικείμενα της μαθήσεως είναι επιδεξιότητες όπως τα μαθηματικά και η τεχνική, γνώσεις υψηλής αξίας και για τον Πλάτωνα, κι ας θυμηθούμε ότι τα μαθηματικά εκπροσωπούνται εδώ απ’ τον Θεόδωρο και τον Θεαίτητο· όμως η «αρετή» που διδάσκουν οι σοφιστές βρίσκεται πιο ψηλά. Δεν υπάρχει σίγουρα κανένα τόσο λεπτό όργανο ή εργαλείο για να μετρήσουμε πόσο πολύ ειρωνικό παιχνίδι και πόση σοβαρότητα υπάρχει εδώ. Οφείλουμε όμως τουλάχιστον να πούμε: αν αποδίδεται μια τόσο υψηλή αξία στη σοφιστική, επειδή (λέει πως…) διδάσκει την αρετή, πόσην αξία θα έχη τότε η φιλοσοφία, όπως την εκπροσωπεί εδώ ο Σωκράτης – ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να παρασταθή μάλιστα ως διαφθορέας τής αθηναϊκής νεολαίας, την προηγούμενη ακριβώς ημέρα, μπροστά στο δικαστήριο!
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου