Συνέχεια από Δευτέρα, 15 Μαΐου 2023
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (2η συνέχεια)
Ο «Θεαίτητος» είχε θέσει ορισμένα ερωτήματα, και τα είχε «εγκαταλείψει» μπροστά στον επιτευχθέντα σκοπό του. Είχε αναρωτηθή κατ’ αρχάς, για να εννοήση τη γνώση, περί τού λάθους ή τής πλάνης. Είχε κατανοήσει διάφορα λάθη, όχι όμως το ίδιο το λάθος, έτσι ώστε το ερώτημα περί πλάνης, άρα και περί γνώσεως, να «ναυαγήση» στην απορία. Είχε, κατά δεύτερον, «συμβιβασθή προς τον Ηράκλειτο», αποδίδοντας στο γίγνεσθαι και στην αλλαγή την αναγκαία τους θέση στον κόσμο τού παλαιού εκείνου φιλοσόφου. Είχε μάλιστα ρητά εγκαταλείψει, προς χάριν τής οικονομίας τού συνόλου, την «ανάλυση του Παρμενίδη». Μήπως όμως τα δυό αυτά εγκατελειμμένα μονοπάτια ήταν συνδεδεμένα αναμεταξύ τους; Μήπως δηλ. δεν έφτασε το ερώτημα για την πλάνη και την αλήθεια στον «Θεαίτητο» στον σκοπό του, επειδή ακριβώς έλειπε η ανάλυση ως προς τον Παρμενίδη; Αυτός ο μεγάλος «προκάτοχος» είχε απελευθερώσει πράγματι, συνενώνοντας Είναι και γνώση, την οδό προς τη γνώση τού Είναι. Αρνούμενος όμως για κάθε τι, εκτός από το Ένα, την πραγματικότητα, είχε αποκλείσει πάλι αυτόν τον δρόμο, όπως το δίδασκε η εριστική του διαδοχή. Ήταν λοιπόν απαραίτητη η «εξήγηση» του παρμενίδειου Είναι, για να απαντηθή εκείνο το ερώτημα στον «Θεαίτητο». Ο διάλογος «Παρμενίδης» είχε βέβαια προωθήσει κατά κάποια βήματα αυτήν την «εξήγηση», καθώς έπρεπε να «αναμετρήση» κατ’ αρχάς τη μεταφορική «διδασκαλία τών Ιδεών» με την εννοιολογική αυστηρότητα του Ενός-Υπάρχοντος, αναλαμβάνοντας κατόπιν τη διαλεκτική σχέση τού Ενός και του Άλλου με ένα εξίσου διδακτικό όσο και επικίνδυνο αμφι-κατευθυνόμενο («ζίγκ-ζάγκ») σύστημα.
Αν η «αλήθεια» αναφέρεται στο Υπάρχον και στο Είναι, τότε πρέπει το λάθος ή η πλάνη να σχετίζεται με το «σκοτεινό» πρόβλημα του Μη-Είναι. Το ερώτημα περί αληθείας και πλάνης δεν υπήρξε όμως, έστω κι αν μπορούσε να αναχθή σε τόσο «λεπτά στρώματα αέρος», ποτέ ένα αφηρημένο πρόβλημα της λογικής για τον Πλάτωνα, αλλά θεμελιωνόταν σε μια ζωντανή αντιμετώπιση, που ανήκε στις βασικές του μάλιστα εμπειρίες, και το οποίο δεν είχε κουραστή, ακόμα από τον «Πρωταγόρα», να το απεικονίζη σε καινούργιες συνεχώς μορφές, και το οποίο είχε εμφανισθή υπό μιαν ορισμένη άποψη και στο επεισόδιο εκείνο τού «Θεαίτητου»: στην αντιπαράθεση του φιλοσόφου προς τον σοφιστή. Ο σοφιστής έδειξε πολύ διαφορετικά πρόσωπα ((χαμαιλέων…)) στον «Πρωταγόρα», στον «Γοργία», στον «Ευθύδημο» και αλλού. Όμως ο Πλάτων δεν εξαπατάται ως προς τη σαφήνεια της αντίθεσης: αντιπαρατίθενται εδώ η Αλήθεια και το Ψεύδος. Υπήρξε πράγματι μια ιδιαίτερη παραδοξότητα το ότι ήταν ακριβώς οι Εριστικοί που επωφελήθηκαν από την παρμενίδεια αμφισβήτηση του Μη-Είναι και της δυνατότητάς του να ονομασθή, «ακυρώνοντας» έτσι ταυτόχρονα και την αλήθεια και τον γνήσιο λόγο και τη συνομιλία ή διάλογο, για να επιβάλλουν όσο το δυνατόν «καλύτερα» τη δική τους «γελοιογράφηση» του γνήσιου διαλόγου. Αμφισβήτησαν τη δυνατότητα του ψεύδους (να είναι δηλ. κάτι ψευδές και λάθος και πλάνη), για να μπορέσουν να οδηγήσουν με μεγαλύτερη βεβαιότητα (οι ίδιοι…) στο σφάλμα (Ευθύδημος, 285 Ε κ.ε.). Έπρεπε να ανιχνευθή και να διασαφηνισθή λοιπόν η φύση και η ουσία τού σοφιστή, και μαζί μ’ αυτό και του ψεύδους, για να μπορέση να δη κανείς ταυτόχρονα πιο καθαρά την αλήθεια-πραγματικότητα και τον φιλόσοφο. Και όπως δεν υπάρχει καμμιά αλήθεια δίχως το λάθος, έτσι στον αγώνα κατ’ αρχάς ενάντια στον σοφιστή – αλλά και ενάντια στον σοφιστή μέσα στον καθέναν μας –ο φιλόσοφος καθίσταται πραγματικά φιλόσοφος.
Η καινούργια ωστόσο μορφή, με την οποία δεξάγεται εδώ τώρα ο παλαιός εκείνος αγώνας, εξηγείται μόνον απ’ το ότι ο Πλάτων κατεχόταν – ή καλύτερα: παραδιδόταν ο ίδιος – στη μεθοδική αρχή τής Διαίρεσης. Σ’ έναν διαρθρωτικό διαμερισμό, που προχωρούσε τόσο πολύ, ώστε να κυριαρχή απολύτως στη μορφή αυτού τού διαλόγου, καθώς και στη μορφή τού «δίδυμου αδελφού» του, ως κάτι το εντελώς καινούργιο και μοναδικό. Και γενικώς ο διαμερισμός (η διάκριση...) πρέπει να υπήρχε τόσο πρώιμα, όσο και η ίδια η διαλεκτική, στο πνεύμα τού Πλάτωνα. Κι αν καθίσταται ακριβώς τώρα ο σοφιστής, ο πολιτικός, άρα και ο φιλόσοφος αντικείμενο μιας τέτοιας συστηματικής οριοθέτησης, μπορούμε ωστόσο να αναζητήσουμε μέχρι πίσω στον «Γοργία» μια παρόμοια συστηματική εικόνα (464 Α κ.ε.):
Οι τέχνες που οδηγούν στην ευεξία και ευημερία (τη μακαριότητα…), διαιρούνται σε γνήσιες και σε «κολακευτικές» τέχνες· κι αυτές με τη σειρά τους, τόσο οι μεν όσο και οι δε, σε σωματικές και ψυχικές τέχνες· και οι μεν σωματικές γνήσιες στην ιατρική και τη γυμναστική, ενώ οι ψυχικές γνήσιες στην απονομή τής δικαιοσύνης και τη νομοθεσία· οι δε σωματικές «κολακευτικές» στη γαστρονομία και την τέχνη τού καλλωπισμού, ενώ οι ψυχικές «κολακευτικές» στη ρητορική και τη σοφιστική.
Η συστηματική αυτή διάκριση επανέρχεται, όσον αφορά στις γνήσιες τέχνες, στην «Πολιτεία», μόνο που εκεί εμφανίζεται, για ευδιάκριτο λόγο, στη θέση τής νομοθεσίας η «μουσική» - είναι άλλωστε αμφότερες «νομο-θεσίες» -, για να συνεχιστή, με περαιτέρω διαμερισμό, στον «Σοφιστή»:
Η μεν κάθαρση διαιρείται σε σωματική και ψυχική κάθαρση· η δε σωματική κάθαρση διακρίνεται περαιτέρω στην ιατρική τέχνη και τη γυμναστική, ενώ η ψυχική στην απονομή τής δικαιοσύνης και την εκπαίδευση ή διδασκαλία, η οποία διαιρείται περαιτέρω στη θεματική διδασκαλία και τη μόρφωση, που διακρίνεται με τη σειρά της στη νουθεσία και τον έλεγχο.
Με τον έλεγχο ή την «ελεγκτική» (τέχνη…) επιτυγχάνεται η «ευγενής ως προς την καταγωγήν σοφιστική» («γένει γενναία σοφιστική»), διαφαίνεται δηλ. διαμέσου τής διαφανούς τρόπον τινά γενομένης σοφιστικής η φιλοσοφία. Αναγνωρίζουμε όμως και σ’ ένα άλλο, το τελευταίο απ’ τα «ταξιθετικά» συστήματα, με τα οποία και επιχειρεί να «συλλάβη» τρόπον τινά τον σοφιστή ο διάλογός μας, τη διαίρεση επίσης τού «Γοργία». Απλοποιούμε λοιπόν εδώ αυτό το οποίο και εμπλουτίζεται με μερικά ενδιάμεσα μέλη ή μέρη εδώ στον «Σοφιστή», ώστε να φανερωθή με σαφήνεια και η συγγένεια με τον «Γοργία»:
Στην αρχή τίθεται η ανθρώπινη «δημιουργική» τέχνη, διακλαδούμενη σε τέχνη τών ίδιων των πραγμάτων και σε τέχνη τών απεικονίσεων ή ομοιωμάτων· στην τέχνη τών ίδιων των πραγμάτων ανήκουν τότε ο πολιτικός και ο φιλόσοφος· ενώ η τέχνη τών ομοιωμάτων διακρίνεται στη μίμηση εκείνων που γνωρίζουν τα πράγματα και στη μίμηση εκείνων που δεν τα γνωρίζουν· όπου η τελευταία μίμηση διακλαδούται περαιτέρω στην «έντιμη» και στην παραποιημένη μίμηση· στην οποία και ανήκουν ο ρήτορας και ο σοφιστής.
Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε άρα να αντιληφθούμε, ότι η Διαίρεση χρησιμοποιείται, για το ίδιο θέμα, πολύ πριν απ’ τον «Σοφιστή». Και καθίσταται έτσι σαφές, ότι ο Πλάτων δεν δημιούργησε κατά κανέναν τρόπο αυτή τη μέθοδο σε όψιμους καιρούς, αλλά τη διεξήλθε μέχρι το ακρότατό της και - μας επιτρέπεται να το πούμε - πέρα κι απ’ το ακρότατό της όριο. Καθώς δεν ξέχασε ούτε κατά το γήρας του την ειρωνεία απέναντι σε μεθόδους, που τείνουν οι ίδιες να αυτονομηθούν, όπως είχε π.χ. ειρωνικά αντιμετωπίσει νεώτερος τις εννοιολογικές «διασπάσεις» τού Πρόδικου, χωρίς να επιθυμή ωστόσο και τελείως να τις «στερηθή».
Δεν μπορεί να είναι λοιπόν, ύστερα απ’ όλ’ αυτά, καθόλου συμπτωματικό το ότι, το πρώτο μεγάλο παράδειγμα μιας επιτελεσθείσας διαίρεσης έχει ακριβώς τον σοφιστή – και εμμέσως τον φιλόσοφο – ως αντικείμενο. Το ερώτημα και η μέθοδος «συμπορεύονται», καθώς μόνο μια διαίρεση με αυστηρό διαχωρισμό τών «γενών», το ένα δίπλα στο άλλο, και αυστηρή τάξη τών βαθμίδων, τη μιαν επάνω απ’ την άλλην, εγγυάται την αλήθεια και αποκλείει την πλάνη. Και δεν μπορεί επίσης να είναι απλώς συμπτωματικό το ότι έπρεπε να εμφανισθή ο «επισκέπτης» ακριβώς «απ’ την Ελέα» ως ένας διαιρετικός. Οι αρχικώτατες διαιρέσεις σε Είναι και Μη-Είναι, δυνατότητα και μη δυνατότητα γνώσης (ενός πράγματος…), ανήκουν στον Παρμενίδη, ενώ ο Ζήνων και ο Μέλισσος επεκτείνουν τη διαίρεση σε προσθέτειν και αφαιρείν, σε λιγότερο και περισσότερο, σε περιορισμένο και απεριόριστο, σε αρχή και τέλος. Εκείνες ωστόσο οι αρχικές αντιθέσεις τού Παρμενίδη διαθέτουν το διπλό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ότι καθιστούν μεν κατ’ αρχάς δυνατή μια βασική κατανόηση, την οποίαν ωστόσο και καταστρέφουν κατόπιν με την άκαμπτη και εντελώς ασύνδετη (με άλλες πραγματικότητες…) αντιπαράθεσή τους. Και η «εριστική» αναφερόταν άλλωστε στον Παρμενίδη, αρνούμενη το ψεύδος και την αντίφαση, την ύπαρξη δηλ. του ψεύδους και της αντίφασης, καταργώντας έτσι και (τη δυνατότητα για…) κάθε γνήσιο διάλογο. Γι’ αυτό καλείται άρα να απαντήση ο Ελεάτης με το διαιρετικό σύστημα στα ερωτήματα για τη φύση τού σοφιστή, και για τη φύση, συνεχίζοντας τα ερωτήματα της πλάνης και του λάθους, που ο Σωκράτης θέτει, τα μεν έμμεσα, τα δε άμεσα, στην αρχή ήδη τού διαλόγου, και να τα απαντήση μάλιστα μπροστά στον Σωκράτη (( ! )) , που ενσαρκώνει την αντι-σοφιστική και φιλοσοφική ύπαρξη, τον γνήσιο διάλογο και την άνοδο προς το αληθινό Είναι. Από εδώ μπορούμε και να καταλάβουμε πραγματικά το ερώτημα του Σωκράτη (216 D κ.ε.): Τί εννοεί και τί ονομάζει κανείς στην (πατρίδα σου την…) Ελέα λέγοντας: σοφιστής, πολιτικός και φιλόσοφος;
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου