Συνέχεια από Τρίτη, 18 Απριλίου 2023
PAUL FRIEDLȀNDERΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (1η συνέχεια)
Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν ο Πλάτων σκεφτόταν ήδη, τότε που κατέκλειε τον διάλογό του «Θεαίτητος» (όπως άλλωστε και προηγουμένως τον «Λάχη») με τη συμφωνία: «ες αύριον το πρωί», να συμπληρώση μ’ έναν ιδιαίτερο διάλογο εκείνη τη συμφωνία. «Εκμεταλλεύτηκε» πάντως αργότερα εκείνη τη «δυνατότητα», δημιουργώντας το διαλογικό ζεύγος «Σοφιστής» και «Πολιτικός». Και δεν θα είχε ασφαλώς φεισθή μιας καινούργιας διαμόρφωσης του πνευματικού χώρου, αν δεν είχε ήδη χρειαστή να φέρη στο προσκήνιο, προς χάριν ακριβώς τού καινούργιου που σκεφτόταν να φανερώση τώρα, τον διάλογο «Θεαίτητος» με τις μορφές του, τις κρίσεις του και τα εναπομείναντα προβλήματά του. Το ερώτημα για τη γνώση και το αντικείμενό της, το αιωνίως Είναι, υφίσταται στο βάθος κι αυτού τού καινούργιου διαλόγου, εκεί όπου «αναζητείται» ανοιχτά ο σοφιστής και κεκρυμμένα ο φιλόσοφος, ενώ στο βάθος τού συνολικού διαλόγου βρίσκεται, ως φιλόσοφος και το αντίθετο του σοφιστή, ο Σωκράτης. Ο μαθηματικός Θεόδωρος «εισάγει» τη συνομιλία, και παρουσιάζει, χωρίς να λαμβάνη ο ίδιος μέρος στην εξελισσόμενη έρευνα, τη μαθηματική «ύπαρξη» εκεί όπου τίθεται το ερώτημα περί Είναι και Μη-Είναι. Ο δε Θεαίτητος δεν είναι τυχαία συνομιλητής σ’ αυτόν τον διάλογο, που ασχολείται, αλλά και «υπερβάλλει» τη μέθοδο των «διαιρέσεων», εφ’ όσον είναι ο ίδιος που αφηγείται στον προηγούμενο διάλογο (Θεαίτ. 147 C κ.ε.), το πώς παρακινήθηκαν αυτός και ο νεώτερος (τότε) Σωκράτης από μια μαθηματική παρουσίαση του Θεόδωρου στο να διαιρέσουν σε δύο κατ’ αρχάς και σε τέσσερεις κατόπιν «ομάδες» το αριθμητικό σύστημα, και να βρουν τον αντίστοιχο σε κάθε «ομάδα» ορισμό. Μπορούμε να σκεφτούμε εδώ και τη «διαίρεση» των μορφών τού Είναι και της γνώσης στο VI Bιβλίο τής «Πολιτείας», που ανάγονται συμμετρικά σε μιαν (ευθεία) γραμμή, αλλά και τη σχέση «διαιρέσεως» και μαθηματικού Λόγου, όπως το υποδηλώνει και ο ίδιος κάποια στιγμή ο «Σοφιστής» (251 Α), καθώς και τη γενική συνάφεια αριθμητικού συστήματος και διαιρετικού σχήματος, για να αντιληφθούμε τί σημαίνει σ’ αυτόν ακριβώς τον διάλογο – όπως και αργότερα στον «Πολιτικό» – η σύμπραξη των μαθηματικών.
Όπως συνδέεται λοιπόν με την παρουσία εκείνων που διδάσκουν τα μαθηματικά ο «Σοφιστής» με τον «Θεαίτητο», έτσι συνδέεται με την παρουσία τού «φιλοξενούμενου απ’ την Ελέα» και με τον «Παρμενίδη». Εκεί είχαν φθάσει οι ίδιοι, ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, απ’ την Ελέα στην Αθήνα. Κάτι που ήταν όμως αδύνατο να συμβή χρονολογικά και στον «Σοφιστή», όπου «έπρεπε» να συμμετέχουν και ο Θεόδωρος και ο Θεαίτητος στον διάλογο. Έπρεπε να εμφανισθή λοιπόν ένας ανώνυμος «φιλοξενούμενος απ’ την Ελέα» στη θέση εκείνων τών περίφημων συμπατριωτών τους, που να ανήκε ωστόσο στη σχολή τού Παρμενίδη. Και μόνον ανάμεσα σ’ αυτόν και τον νεαρό ακόμη Θεαίτητο θα διεξαχθή τώρα ο παρών διάλογος. Αυτή η διαλεκτική τεχνική είναι κατά βάσιν η ίδια με εκείνην που ασκήθηκε στο δεύτερο, διαλεκτικό μέρος τού «Παρμενίδη», στην οποίαν και αναφέρεται σαφώς ο Σωκράτης, παραχωρώντας εδώ στον «Σοφιστή» (217 C) στον Ελεάτη την απόφαση, αν θέλη να εκφρασθή με μια συνεκτική διάλεξη ή με την εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Είναι πιο εύκολη η συζήτηση με τις ερωταπαντήσεις, αποφασίζει ο Ελεάτης, θέτοντας όμως ταυτόχρονα και την προϋπόθεση, ότι αυτός που απαντά «θα χαλιναγωγή τα πράγματα». Στον διάλογο «Παρμενίδης» δεν είχε βέβαια παρουσιασθή ακόμα η δυνατότητα μιας συνεκτικής διάλεξης, όμως ο Παρμενίδης είχε απαιτήσει με τον ίδιον ακριβώς τρόπο όπως εδώ ο Ελεάτης, να μη δημιουργή δυσκολίες με τη στάση του αυτός που απαντά. Είναι ίσως σωστή η εκτίμηση, ότι αυτός ο καινούργιος τρόπος τού διαλόγου έχει ληφθή απ’ την «πραγματική (προφορική…) εξάσκηση διδασκαλίας», όπου και είχε τη σημασία, «να βεβαιώνεται κανείς κάθε στιγμή για την κατανόηση εκ μέρους τού συνομιλητή» (όπως λέει ο Stenzel) – έστω κι αν παραμένη ανοιχτό το ερώτημα, αν ο Πλάτων επιθυμούσε ή και διάλεγε να έχη κοντά του εντελώς «ευάγωγους» μαθητές. (Ο νεαρός ωστόσο Αριστοτέλης απ’ τα Στάγειρα δεν ήταν σίγουρα ένας τέτοιος μαθητής, ενώ ο (άλλος και) εντελώς «ευάγωγος» νεαρός Αριστοτέλης τού διαλόγου «Παρμενίδης» έγινε αργότερα ένας απ’ τους Τριάκοντα Τυράννους!) Ας μην παραβλέψουμε ωστόσο αυτό που είναι το πιο σημαντικό, ότι δηλ. η διαλεκτική «ένταση» ανάμεσα στον Ελεάτη και τον συνομιλητή του φτάνει σχεδόν στό σημείο μηδέν, για να «μεταφερθή» όμως μια καινούργια ένταση στον σιωπηλά ακροώμενον Σωκράτη, την οποίαν και πρέπει (εμείς) συνεχώς να συνειδητοποιούμε, αν θέλουμε να διαβάζουμε με την πλατωνική του έννοια τον διάλογο, ως διάλογο δηλ. και όχι ως κάποιο «εγχειρίδιο διδασκαλίας». Συμφωνεί λοιπόν και σ’ αυτό το σημείο ο «Σοφιστής» - και, όπως εξυπακούεται, και ο «Πολιτικός» – με το δεύτερο, διαλεκτικό μέρος τού «Παρμενίδη», με τη διαφορά, ότι ο Σωκράτης που παρακολουθεί σιωπηλός, δεν είναι πια εδώ ένας νεαρός, αλλά ένας εβδομηκοντούτης ήδη, ηλικιωμένος άνδρας. Για να καταστή έτσι μεγαλύτερη και ισχυρότερη η «ενταση» ανάμεσα σε μια «σοφιστική ύπαρξη», την οποίαν και εκπροσωπεί ο Ελεάτης, και μια φιλοσοφική, την οποία και αντιπροσωπεύει, όπως κανένας άλλος, ο Σωκράτης.
Ο Σωκράτης έχει προσδιορίσει στο τέλος τού «Θεαίτητου» τον τόπο και την ώρα τής συνομιλίας που θα διεξαχθή στον «Σοφιστή»: «Πρέπει τώρα να πάω στη “Βασιλική Αίθουσα”, για να απολογηθώ απέναντι στην κατηγορία τού Μέλιτου. Ας συναντηθούμε λοιπόν πάλι αύριο το πρωί στο ίδιο μέρος», λέει. Δεν υπάρχει άρα μόνο μια πολύωρη χρονική απόσταση, αλλά τελείται κι ένα κρίσιμο γεγονός ζωής ή θανάτου για τον Σωκράτη ανάμεσα στις δυό συνομιλίες. Και δεν μπορούμε να διανοηθούμε, ότι ο Πλάτων δεν θα το είχε αυτό κατά νουν, όταν συνέδεε την αρχή τού «Σοφιστή» με το τέλος τού «Θεαίτητου»· είναι πολύ δύσκολο μάλιστα ακόμα και να σκεφτούμε, πως δεν θα ήθελε να υπενθυμίση ακριβώς στους αναγνώστες του αυτό το γεγονός. Υπάρχει άραγες κάποια ένδειξη στις πρώτες (κιόλας) φράσεις τού «Σοφιστή», φράσεις που δεν κατανοούνται εύκολα, που «χρησιμεύουν» ωστόσο ως απάντηση του Σωκράτη στα εισαγωγικά εκείνα λόγια του Θεόδωρου; Ο Θεόδωρος έχει συστήσει εκεί στους συνοδούς του έναν «φιλοξενούμενο» – η συνηθισμένη λέξη για την αμετάφραστη ελληνική λέξη «ξένος» –, που έχει έρθει απ’ τη μακρινή πόλη τής Ελέας στην Αθήνα. Και ο Σωκράτης απαντά με δυό σύντομους, βιαστικούς λόγους, που απηχούν τον Όμηρο, στον οποίον και παραπέμπει σαφώς, καθώς ρωτά, μήπως ο Θεόδωρος δεν έχει έναν απλόν «φιλοξενούμενο» αλλά έναν θεό κοντά του. Στην Οδύσσεια εμφανίζεται πράγματι η Αθηνά ως μια επισκέπτρια απ’ τα ξένα, για να αναγνωρισθή κατόπιν ως θεά, την ώρα που εξαφανίζεται ξαφνικά με τη μορφή ενός πουλιού. Και το ερώτημα το οποίο εγείρεται ανάμεσα στους νεαρούς μνηστήρες, μήπως ο επαναπατριζόμενος, και άγνωστος ακόμα στην ίδια του την πατρίδα Οδυσσέας είναι ίσως ένας θεός, αποτελεί και το ακριβές πρότυπο για την ερώτηση που θέτει εδώ τώρα στον Θεόδωρο ο Σωκράτης. Η ηθική μάλιστα πεποίθηση, ότι ο Δίας, ο προστάτης τών ξένων, «παρατηρεί» από ψηλά τις παραβάσεις και τα δικαιώματα των ανθρώπων, εμφανίζεται («αντηχεί») δυό φορές στο ομηρικό αυτό έπος.
Τί σημαίνουν όμως όλα αυτά, και μάλιστα στην αρχή τού διαλόγου για την ουσία (ή τη φύση) τού σοφιστή, εκ μέρους τού Σωκράτη; Ως προς το ερώτημα, μήπως ο φιλοξενούμενος είναι ένας θεός, δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τον αγώνα ενάντια στον Όμηρο στο ΙΙ Βιβλίο τής «Πολιτείας». Γιατί εκεί (381 D) ασκεί ο Σωκράτης την κριτική του στο ομηρικό ακριβώς θέμα τών εμφανιζομένων με τη μορφή ξένων ανθρώπων θεών, αναφερόμενος στους ίδιους ακριβώς στίχους όπως κι εδώ στον «Σοφιστή», και επιμένοντας στην πεποίθησή του απέναντι στον Όμηρο, ότι ένας θεός δεν αλλάζει (ποτέ) τη μορφή του. Είναι γεμάτο ειρωνεία λοιπόν κι εδώ το ερώτημα του Σωκράτη. Είναι όμως επίσης απόλυτη κατόπιν και η σοβαρότητα της πεποίθησης που ακολουθεί: ότι ο θεός, που προστατεύει τούς «ξένους», παρατηρεί από ψηλά (και νοιάζεται…) για τις παραβιάσεις στα δικαιώματα των ανθρώπων. Είναι άραγες «πολύ» το να σκεφτούμε, μ’ αυτές ακριβώς τις ομηρικές εικόνες, ότι ο Σωκράτης χρειάστηκε να απολογηθή την ακριβώς προηγούμενη μέρα μπροστά στο Δικαστήριο; Στο κατηγορητήριο αναγραφόταν, όπως το ήξευραν όλοι εκείνον τον καιρό, ότι «ο Σωκράτης δεν τιμά τούς θεούς τής πόλης, αλλά εισάγει καινά δαιμόνια» (Απολ. 24 BC). Και είναι τώρα ο ίδιος Σωκράτης, που αποδίδει με την πιο βαθειά σοβαρότητα στον Δία, ως «ελέγχοντα και αποδίδοντα το δίκαιο θεό», την κρίση για το δίκαιο και το άδικο των ανθρώπων. Δεν αντικρούεται έτσι μόνον ως προς την α-νοησία της η εναντίον του κατηγορία, αλλά θέτει ο Σωκράτης τόσο τον εαυτό του όσο και τους κατηγόρους του υπό το βλέμμα τού Δία! Πρέπει λοιπόν κι εμείς ν’ αναρωτηθούμε, αν η κριτική παρουσία τού ανθρώπου, που στάθηκε χθες μόλις μπροστά στο Δικαστήριο και θα «ακούση» σύντομα τη θανατική του καταδίκη, δεν δίνη και το βαθύτερό τους νόημα στους διαλόγους που τώρα ακολουθούν: την αναζήτηση για το ποιος είναι ο «σοφιστής» και ποιος ο πραγματικός «πολίτης».
( συνεχίζεται )
Όπως συνδέεται λοιπόν με την παρουσία εκείνων που διδάσκουν τα μαθηματικά ο «Σοφιστής» με τον «Θεαίτητο», έτσι συνδέεται με την παρουσία τού «φιλοξενούμενου απ’ την Ελέα» και με τον «Παρμενίδη». Εκεί είχαν φθάσει οι ίδιοι, ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, απ’ την Ελέα στην Αθήνα. Κάτι που ήταν όμως αδύνατο να συμβή χρονολογικά και στον «Σοφιστή», όπου «έπρεπε» να συμμετέχουν και ο Θεόδωρος και ο Θεαίτητος στον διάλογο. Έπρεπε να εμφανισθή λοιπόν ένας ανώνυμος «φιλοξενούμενος απ’ την Ελέα» στη θέση εκείνων τών περίφημων συμπατριωτών τους, που να ανήκε ωστόσο στη σχολή τού Παρμενίδη. Και μόνον ανάμεσα σ’ αυτόν και τον νεαρό ακόμη Θεαίτητο θα διεξαχθή τώρα ο παρών διάλογος. Αυτή η διαλεκτική τεχνική είναι κατά βάσιν η ίδια με εκείνην που ασκήθηκε στο δεύτερο, διαλεκτικό μέρος τού «Παρμενίδη», στην οποίαν και αναφέρεται σαφώς ο Σωκράτης, παραχωρώντας εδώ στον «Σοφιστή» (217 C) στον Ελεάτη την απόφαση, αν θέλη να εκφρασθή με μια συνεκτική διάλεξη ή με την εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Είναι πιο εύκολη η συζήτηση με τις ερωταπαντήσεις, αποφασίζει ο Ελεάτης, θέτοντας όμως ταυτόχρονα και την προϋπόθεση, ότι αυτός που απαντά «θα χαλιναγωγή τα πράγματα». Στον διάλογο «Παρμενίδης» δεν είχε βέβαια παρουσιασθή ακόμα η δυνατότητα μιας συνεκτικής διάλεξης, όμως ο Παρμενίδης είχε απαιτήσει με τον ίδιον ακριβώς τρόπο όπως εδώ ο Ελεάτης, να μη δημιουργή δυσκολίες με τη στάση του αυτός που απαντά. Είναι ίσως σωστή η εκτίμηση, ότι αυτός ο καινούργιος τρόπος τού διαλόγου έχει ληφθή απ’ την «πραγματική (προφορική…) εξάσκηση διδασκαλίας», όπου και είχε τη σημασία, «να βεβαιώνεται κανείς κάθε στιγμή για την κατανόηση εκ μέρους τού συνομιλητή» (όπως λέει ο Stenzel) – έστω κι αν παραμένη ανοιχτό το ερώτημα, αν ο Πλάτων επιθυμούσε ή και διάλεγε να έχη κοντά του εντελώς «ευάγωγους» μαθητές. (Ο νεαρός ωστόσο Αριστοτέλης απ’ τα Στάγειρα δεν ήταν σίγουρα ένας τέτοιος μαθητής, ενώ ο (άλλος και) εντελώς «ευάγωγος» νεαρός Αριστοτέλης τού διαλόγου «Παρμενίδης» έγινε αργότερα ένας απ’ τους Τριάκοντα Τυράννους!) Ας μην παραβλέψουμε ωστόσο αυτό που είναι το πιο σημαντικό, ότι δηλ. η διαλεκτική «ένταση» ανάμεσα στον Ελεάτη και τον συνομιλητή του φτάνει σχεδόν στό σημείο μηδέν, για να «μεταφερθή» όμως μια καινούργια ένταση στον σιωπηλά ακροώμενον Σωκράτη, την οποίαν και πρέπει (εμείς) συνεχώς να συνειδητοποιούμε, αν θέλουμε να διαβάζουμε με την πλατωνική του έννοια τον διάλογο, ως διάλογο δηλ. και όχι ως κάποιο «εγχειρίδιο διδασκαλίας». Συμφωνεί λοιπόν και σ’ αυτό το σημείο ο «Σοφιστής» - και, όπως εξυπακούεται, και ο «Πολιτικός» – με το δεύτερο, διαλεκτικό μέρος τού «Παρμενίδη», με τη διαφορά, ότι ο Σωκράτης που παρακολουθεί σιωπηλός, δεν είναι πια εδώ ένας νεαρός, αλλά ένας εβδομηκοντούτης ήδη, ηλικιωμένος άνδρας. Για να καταστή έτσι μεγαλύτερη και ισχυρότερη η «ενταση» ανάμεσα σε μια «σοφιστική ύπαρξη», την οποίαν και εκπροσωπεί ο Ελεάτης, και μια φιλοσοφική, την οποία και αντιπροσωπεύει, όπως κανένας άλλος, ο Σωκράτης.
Ο Σωκράτης έχει προσδιορίσει στο τέλος τού «Θεαίτητου» τον τόπο και την ώρα τής συνομιλίας που θα διεξαχθή στον «Σοφιστή»: «Πρέπει τώρα να πάω στη “Βασιλική Αίθουσα”, για να απολογηθώ απέναντι στην κατηγορία τού Μέλιτου. Ας συναντηθούμε λοιπόν πάλι αύριο το πρωί στο ίδιο μέρος», λέει. Δεν υπάρχει άρα μόνο μια πολύωρη χρονική απόσταση, αλλά τελείται κι ένα κρίσιμο γεγονός ζωής ή θανάτου για τον Σωκράτη ανάμεσα στις δυό συνομιλίες. Και δεν μπορούμε να διανοηθούμε, ότι ο Πλάτων δεν θα το είχε αυτό κατά νουν, όταν συνέδεε την αρχή τού «Σοφιστή» με το τέλος τού «Θεαίτητου»· είναι πολύ δύσκολο μάλιστα ακόμα και να σκεφτούμε, πως δεν θα ήθελε να υπενθυμίση ακριβώς στους αναγνώστες του αυτό το γεγονός. Υπάρχει άραγες κάποια ένδειξη στις πρώτες (κιόλας) φράσεις τού «Σοφιστή», φράσεις που δεν κατανοούνται εύκολα, που «χρησιμεύουν» ωστόσο ως απάντηση του Σωκράτη στα εισαγωγικά εκείνα λόγια του Θεόδωρου; Ο Θεόδωρος έχει συστήσει εκεί στους συνοδούς του έναν «φιλοξενούμενο» – η συνηθισμένη λέξη για την αμετάφραστη ελληνική λέξη «ξένος» –, που έχει έρθει απ’ τη μακρινή πόλη τής Ελέας στην Αθήνα. Και ο Σωκράτης απαντά με δυό σύντομους, βιαστικούς λόγους, που απηχούν τον Όμηρο, στον οποίον και παραπέμπει σαφώς, καθώς ρωτά, μήπως ο Θεόδωρος δεν έχει έναν απλόν «φιλοξενούμενο» αλλά έναν θεό κοντά του. Στην Οδύσσεια εμφανίζεται πράγματι η Αθηνά ως μια επισκέπτρια απ’ τα ξένα, για να αναγνωρισθή κατόπιν ως θεά, την ώρα που εξαφανίζεται ξαφνικά με τη μορφή ενός πουλιού. Και το ερώτημα το οποίο εγείρεται ανάμεσα στους νεαρούς μνηστήρες, μήπως ο επαναπατριζόμενος, και άγνωστος ακόμα στην ίδια του την πατρίδα Οδυσσέας είναι ίσως ένας θεός, αποτελεί και το ακριβές πρότυπο για την ερώτηση που θέτει εδώ τώρα στον Θεόδωρο ο Σωκράτης. Η ηθική μάλιστα πεποίθηση, ότι ο Δίας, ο προστάτης τών ξένων, «παρατηρεί» από ψηλά τις παραβάσεις και τα δικαιώματα των ανθρώπων, εμφανίζεται («αντηχεί») δυό φορές στο ομηρικό αυτό έπος.
Τί σημαίνουν όμως όλα αυτά, και μάλιστα στην αρχή τού διαλόγου για την ουσία (ή τη φύση) τού σοφιστή, εκ μέρους τού Σωκράτη; Ως προς το ερώτημα, μήπως ο φιλοξενούμενος είναι ένας θεός, δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τον αγώνα ενάντια στον Όμηρο στο ΙΙ Βιβλίο τής «Πολιτείας». Γιατί εκεί (381 D) ασκεί ο Σωκράτης την κριτική του στο ομηρικό ακριβώς θέμα τών εμφανιζομένων με τη μορφή ξένων ανθρώπων θεών, αναφερόμενος στους ίδιους ακριβώς στίχους όπως κι εδώ στον «Σοφιστή», και επιμένοντας στην πεποίθησή του απέναντι στον Όμηρο, ότι ένας θεός δεν αλλάζει (ποτέ) τη μορφή του. Είναι γεμάτο ειρωνεία λοιπόν κι εδώ το ερώτημα του Σωκράτη. Είναι όμως επίσης απόλυτη κατόπιν και η σοβαρότητα της πεποίθησης που ακολουθεί: ότι ο θεός, που προστατεύει τούς «ξένους», παρατηρεί από ψηλά (και νοιάζεται…) για τις παραβιάσεις στα δικαιώματα των ανθρώπων. Είναι άραγες «πολύ» το να σκεφτούμε, μ’ αυτές ακριβώς τις ομηρικές εικόνες, ότι ο Σωκράτης χρειάστηκε να απολογηθή την ακριβώς προηγούμενη μέρα μπροστά στο Δικαστήριο; Στο κατηγορητήριο αναγραφόταν, όπως το ήξευραν όλοι εκείνον τον καιρό, ότι «ο Σωκράτης δεν τιμά τούς θεούς τής πόλης, αλλά εισάγει καινά δαιμόνια» (Απολ. 24 BC). Και είναι τώρα ο ίδιος Σωκράτης, που αποδίδει με την πιο βαθειά σοβαρότητα στον Δία, ως «ελέγχοντα και αποδίδοντα το δίκαιο θεό», την κρίση για το δίκαιο και το άδικο των ανθρώπων. Δεν αντικρούεται έτσι μόνον ως προς την α-νοησία της η εναντίον του κατηγορία, αλλά θέτει ο Σωκράτης τόσο τον εαυτό του όσο και τους κατηγόρους του υπό το βλέμμα τού Δία! Πρέπει λοιπόν κι εμείς ν’ αναρωτηθούμε, αν η κριτική παρουσία τού ανθρώπου, που στάθηκε χθες μόλις μπροστά στο Δικαστήριο και θα «ακούση» σύντομα τη θανατική του καταδίκη, δεν δίνη και το βαθύτερό τους νόημα στους διαλόγους που τώρα ακολουθούν: την αναζήτηση για το ποιος είναι ο «σοφιστής» και ποιος ο πραγματικός «πολίτης».
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου