Τρίτη 8 Απριλίου 2014

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ. Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης (17)

Συνέχεια από Σάββατο, 29 Μαρτίου 2014

GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ

Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
                    Δ.  Η σωτηρία τής πόλης: ο ‘δαιμονικός’ παιδαγωγός.

                                           ( Κεφ. 27, 208c – 209e )
Καθώς εκπλήττεται για τον «παραλογισμό (αλογία)» τών ερωτευμένων ανθρώπων ο Σωκράτης, του ‘υποδεικνύει’, προς ενίσχυση της διδασκαλίας της, την «αγάπη για την τιμή ή φιλοδοξία (φιλοτιμία)» η Διοτίμα (208c). Δεν είναι μόνον το ακούσιο ή απροαίρετο ‘δαιμονικό’ (‘ενδιάμεσο’…) – το σώμα δηλ. κι αυτό που αρμόζει στην ψυχή, στο οποίο και φαίνεται πως ανήκει κι η κάποτε αποκτημένη γνώση -, αλλά εξίσου πολύ και η περιοχή τής ανεξάρτητης καθεαυτής γνώσης. Θα μπορούσαμε να νομίσουμε, πως είναι εδώ τουλάχιστον αυτάρκης η αυτοδυναμία. Αν δούμε όμως, πώς είναι «σε ακραίον βαθμό προδιατεθειμένοι στον έρωτα τού να γίνουν ονομαστοί και να θεμελιώσουν μιαν αθάνατη φήμη για τον ‘παντοτινόν’ χρόνο» οι άνθρωποι, και πώς δεν φοβούνται τους κινδύνους, τις θυσίες, τους κόπους και το να πεθάνουν για τους άλλους, επειδή αυτά τούς υπόσχονται μιαν «αθάνατη μνήμη τής αξιωσύνης τους» (208c d), θα πρέπη τότε να παραδεχτούμε, πως κυριαρχείται κι αυτή η ιδιαίτατη σφαίρα τού ανθρώπου απ’ τις δυνάμεις τού χρόνου και του Έρωτα. Φανερώνεται μάλιστα εδώ, πως ξεπερνά σε συναρπαστική δύναμη η ‘δαιμονία’ τής ψυχικής «γέννησης» εκείνην τής σωματικής ζωής, καθώς πράττουν «ακόμα περισσότερα απ’ ό,τι για τα παιδιά τους» για την τιμή οι άνθρωποι. Κι όταν θαυμάζη τον ‘ερωτικόν’ θάνατο της Άλκηστης και του Αχιλλέα ο μαθητευόμενος Σωκράτης, που είχε και την εμπειρία τής άποψης του Φαίδρου κάποια φορά, προσθέτει τότε σ’ αυτό το «για κάποιον» και «μετά από κάποιον» (υπεραποθνήσκειν και επαποθανείν) και τον προνοητικόν και ανεξάρτητον «εκ των προτέρων (προαποθανείν)» θάνατο του Κόδρου η ειρωνική Διοτίμα, ο οποίος και θυσιάστηκε σκόπιμα, για να διατηρήσουν τα παιδιά του την εξουσία (208d). Κι ενώ «νομίζουν» μόνον  πως «γεννούν για να είναι αθάνατοι, να τους μνημονεύουν και να είναι ευδαίμονες σε ολόκληρο το μέλλον τα παιδιά τους» όσοι εγκυμονούν σωματικά, έχουν «πολύ μεγαλύτερην κοινότητα ανάμεσά τους, απ’ ό,τι έχει κανείς με τα παιδιά του» εκείνοι που αγαπούν ψυχικά, γιατί είναι και «πιο ωραία και πιο αθάνατα» τα «παιδιά» που έχουν αναμεταξύ τους αυτοί οι άνθρωποι (209c). «Δημιουργήθηκαν γι’ αυτούς πολλά ήδη ιερά ένεκα τέτοιων ‘παιδιών’, ενώ ένεκα των σωματικών παιδιών ακόμα για κανέναν» (209e). «Υπάρχουν δηλαδή» άνθρωποι, «που κυοφορούν ακόμα περισσότερο ψυχικά απ’ ό,τι σωματικά», κι αυτό το οποίο εγκυμονούν είναι «η φρόνηση κι οι υπόλοιπες αρετές» (209a). Και πραγματοποιείται μόνο ‘δαιμονικά’ (με τη βοήθεια του ενδιάμεσου μεταξύ θεού και ανθρώπου ‘δαίμονα’…) η μεγάλη εκείνη επίδοση, που καθιστά ονομαστόν τον άνθρωπο που παραμένει στον εαυτό του. Ονομάζει δε εδώ τούς ποιητές – τον Όμηρο κυρίως και τον Ησίοδο (209d) -, τους εφευρέτες, και τους εξέχοντες προπάντων νομοθέτες – τον Λυκούργο και τον Σόλωνα (209d) – η Διοτίμα, γιατί είναι «κατά πολύ η μεγαλύτερη κι η πιο ωραία η φρόνηση που αφορά στη διαχείρηση των πόλεων και των νοικοκυριών» (209a).

Είμαστε (δυστυχώς…) συνηθισμένοι σήμερα, να βλέπουμε την ανθρώπινην ανεξαρτησία στο φως του σύγχρονου (και μόνο…) διαφωτισμού. Ονομάζουμε την ανεξάρτητη φύση τού ανθρώπου «Εγώ» και τη ‘γνωρίζουμε’ στην εσωτερική (μας…) συνείδηση, που σημαίνει πως δεν την καταλαβαίνουμε σε καμμιάν άλλη συνάφεια παρά ως προς αυτήν την ίδιαν. Η πράξη ενός αυτο-ανακλόμενου Εγώ (ή: ενός Εγώ που ανακλά και σκέφτεται το ίδιο τον εαυτό του…) είναι κυρίαρχη και αυτάρκης, χωρίς να προϋποθέτη καμμιάν άλλην, περαιτέρω γνώση, και όντας η ίδια το θεμέλιο για κάθε ανθρώπινην κυριαρχία. Αυτό το οποίο είμαι ως πνευματική ύπαρξη, το είμαι ουσιαστικά για μέναν και μόνον και σε απόλυτην ανεξαρτησία· είναι αυτή η πεποίθηση που διακατέχει τη σύγχρονη σκέψη, και που έχει ως συνέπεια να μη μπορή να αναγνωρίση ως ουσιαστικήν την ενότητα με το σώμα και με την ανθρώπινην κοινότητα το (σύγχρονο…) «πνεύμα». Η “res cogitans”, για την οποίαν και μίλησε πρώτος ο Ντεκάρτ, είναι βέβαια στην πραγματικότητα κι αυτή κάτι το ανθρώπινο και εντός τού κόσμου, αλλά μόνο συμπτωματικά, και έχει ως συνέπεια την αποσωματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της συνείδησης, που κατηγορήθηκε συχνά, χωρίς ποτέ όμως να αναιρεθή. Αυτή η «απόσταση απ’ την ζωή» τού πνεύματος είναι και το αντίτιμο για την απαίτηση της αυτάρκειας (Autarkie): ο ‘πνευματικός’ εαυτός μπορεί να ισχυριστή, μόνον αποσυρόμενος απ’ τη συνάφεια του κόσμου στον εαυτό του, πως είναι κυρίαρχος.

Είναι ωστόσο ξένη στην αρχαιότητα, και στην κλασσικήν της προπάντων εποχή, αυτή η προβληματική. Είδαμε ήδη, πως δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος ο (αρχαιοελληνικός…) διαφωτισμός να διαλύση τη συνάφεια του κυρίαρχου εαυτού με τη σωματικότητά του και τη θέση του μέσα στην πόλη (Polis). Ο συλλογισμός περί τού ιδίου εαυτού (ο αυτο-συλλογισμός…), που αποσπάται μόνον με κόπο απ’ την προσκόλληση στον κόσμο, δεν φτάνει καν ακόμα στον κίνδυνο να απομονωθή στην αυτοσυνείδηση. Γι’ αυτό και εκφράζουν οι ορισμοί που έδωσε ο Αριστοτέλης για τον άνθρωπο, ότι είναι δηλ. ένα προικισμένο με τον λόγο όν (ζώον λόγον έχον) και ένα προορισμένο για την πόλη όν (ζώον πολιτικόν), μιαν κοινή γνώμη (communis opinio). Και δεν το παρουσιάζει ούτε ο Πλάτων διαφορετικά αυτό, γιατί ενισχύει η ποίησή του που επαινεί τον Έρωτα την ενότητα σκεπτόμενης ψυχής και σώματος, ενώ φανερώνει το κείμενό του για την Πολιτεία ως μικρογραφία τής πόλεως τον κάθε ξεχωριστόν άνθρωπο και την ψυχή του (Πολιτεία 368/69)    (( Σημ. τ. μετ.: Ας αναφέρουμε εδώ, για να δούμε με ποιους ‘συγγενεύει’ στην πραγματικότητα ο αρχαιοελληνικός κόσμος και τί ‘χάθηκε’, μάλλον οριστικά, με τον σύγχρονον ΄πολιτισμό’, τί λέει ο άγιος Μάξιμος, μεταξύ τών άλλων, στο ‘κείμενό’ του «Μυσταγωγία»: «Πώς τε καί ποίω τρόπω συμβολικώς εικονίζει τόν άνθρωπον η αγία τού Θεού Εκκλησία· καί αυτή ως άνθρωπος υπ’ αυτού εικονίζεται» - Κεφ. Δ΄  )) . Ενώ επιθυμεί να αυτονομήση εντελώς την ‘ανεξάρτητη’ συμπεριφορά ο σύγχρονος διαφωτισμός, την ‘αφήνει’  συνδεδεμένη με το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης η αρχαιότητα. Δεν αποκλείει ακόμα κι η ανεξαρτητοποίηση του λόγου (Logos) απέναντι στο πάθος (Pathos) τη γνώση (την επίγνωση…), ότι αποτελεί μιαν ενδοκοσμικήν και ενδεήν ύπαρξη ο άνθρωπος· δεν αρνείται δηλ. τους δεσμούς προς το σώμα, την πόλη και το θεϊκό στοιχείο   (( Ενώ μένουν κι οι στωϊκοί αρνητικά συνδεδεμένοι αργότερα μ’ αυτόν τον ‘ορίζοντα’ )) . Αυτός ο αβίαστος και «ανθρώπινος» τρόπος θεώρησης εμφανίζεται και στο «Συμπόσιον», όταν μιλά για τη ‘δαιμονικήν’ ορμή για τιμή και δόξα η Διοτίμα, που αποδεικνύει ακόμα και μέσα στην αυτοτέλειά του ως μέλος τής πόλης τον άνθρωπο. 

 Είναι όμως ακριβώς η πόλη, που απεικονίζει το κατ’ εξοχήν ελεύθερο και ιδιαίτερο έργο τού ανθρώπου για τον Έλληνα της κλασσικής εποχής, που κινδυνεύει να παρακμάση και να εξαφανισθή κατά τον Πλάτωνα· χρειάζεται δηλ. ακριβώς αυτή – το πρώτο μάλιστα πρόβλημα για την πλατωνική σκέψη, όπως (μάς…) διδάσκει η «7η επιστολή» - την ανανέωση. Και καθώς βρίσκεται η δύναμη του πολιτικού Είναι στο πώς συμπεριφέρεται ακριβώς ο ανεξάρτητος, αυτοτελής και ξεχωριστός καθ’ εαυτόν άνθρωπος, βοηθά εδώ ο Έρως, παρακινώντας μας να παιδαγωγηθούμε. Αν «έσωσαν» τη Λακεδαίμονα και «ούτως ειπείν την Ελλάδα» οι νόμοι τού Λυκούργου (209d), κι αν επαινούνται και εγκωμιάζονται οι ποιητές (ο Όμηρος κι ο Ησίοδος…), αυτό συμβαίνει επειδή πιστεύεται πως τους οφείλουν τη διαπαιδαγώγηση στην αρετή (Arete).

Και ‘μεσουρανεί’ έτσι η επίδραση του Έρωτα στο να είναι ‘αποτελεσματικός’ ο  ‘δαιμονικός’ παιδαγωγός: ψάχνει αυτός ο «θεϊκός» άνδρας, που εγκυμονεί απ’ τη νεότητά του, τον άνθρωπο που είναι κατάλληλος, με το ωραίο σώμα του, και με την «ωραίαν» όμως, ακόμα περισσότερο, «ευγενικήν και καλοπροαίρετην» ψυχή του για να γεννήση, και «αναλαμβάνει αμέσως και ακούραστα λόγους για την αρετή και για το πώς πρέπει να είναι και με τί να καταγίνεται ο σωστός άνδρας, και ξεκινά να διαπαιδαγωγή» (209b/c). Όποιος διάβασε μέχρις εδώ το «Συμπόσιον», δεν μπορεί να μη σκεφτή τη Διοτίμα και τον Σωκράτη, τον Σωκράτη και τους Αθηναίους. Γιατί αυτός ο ανώνυμος (εδώ…) ερωτικός παιδαγωγός, στου οποίου την πράξη μυείται ο μύστης (Myste), δεν μπορεί να είναι (βέβαια…) κανένας άλλος παρά ο προερχόμενος (ακριβώς…) απ’ την παρούσαν παιδαγωγία «μελλοντικός» Σωκράτης.

Πρέπει όμως και κάτι να σημαίνη, το ότι δεν χαρακτηρίζεται ακόμα σαφέστερα εδώ αυτός ο ‘σωτήρας’ τής πόλης, κι ότι, ενώ παρουσιάζεται να διακρίνεται εμφανώς η πράξη του, εμφανίζεται μετά στην ίδια σειρά με τους παλιούς ποιητές. Υπενθυμίζει λοιπόν τον Σωκράτη τής «Απολογίας» ο ‘δαιμονικός’ παιδαγωγός που στέκεται εδώ δίπλα στους ποιητές και τους πολιτικούς, τον ιστορικόν Σωκράτη που τριγυρνά στην Αθήνα – και που δεν έχει διαμετρήσει ακόμα πλήρως τις δυνατότητες της σκέψης του. Η εικόνα τού Σωκράτη είναι άλλωστε μόνιμα ποιητή (ως ποίημα…) στον Πλάτωνα. Αν υπάρχη όμως, μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την ποιητικήν παράσταση, και η αναμφισβήτητη διαφορά τού «απορητικού» απ’ τον πραγματικά «πλατωνικόν» Σωκράτη, τότε (μάς…) χρησιμεύει προφανώς αυτή η «εξέλιξη» της εικόνας του στο να αποδείξουμε, ότι έπρεπε να καταστή αναγκαία «πλατωνικός» ο εμφανιζόμενος (κατ’ αρχάς…) ως απορητικός παιδαγωγός τής Αθήνας Σωκράτης, για να ‘σκεφθή’ μέχρι τέλους την αποστολή του. Δεν είναι ωστόσο εδώ ο τόπος, να ‘επεξεργαστούμε’ το πρόβλημα του ιστορικού Σωκράτη και της τοποθέτησης του Πλάτωνα απέναντί του. Η εικόνα όμως τού πολιτικού παιδαγωγού σ’ αυτό το σημείο, και η αμφιβολία τής Διοτίμας που ακολουθεί, αν θα μπορέση να είναι δηλ. ικανός και για την υψίστη θέα ο Σωκράτης (210a), προκάλεσε δικαίως πάλι και πάλι το ερώτημα, μήπως είναι ακριβώς εδώ το σημείο καμπής, όπου και ξεπερνά τον ίδιον του τον ιστορικόν ορίζοντα η «παιδαγωγία» αυτή τού Σωκράτη.

Το ύψιστο έργο τού Έρωτα είναι η σωτηρία τής πόλης. Τί συμβαίνει όμως μ’ αυτήν την τόσο επείγουσα σωτηρία; Βρίσκεται πράγματι, στον Όμηρο και τον Ησίοδο, σε καλά χέρια; Είναι η «ευπρέπεια και η δικαιοσύνη» (209a), που χαρακτηρίζονται ως «λαϊκή και πολιτική ικανότητα» στον «Φαίδωνα» (82a/b), ήδη η πλήρης ‘επιτομή’ τής κρίσης (τής θεωρίας…) και της αρετής; Λέγεται γι’ αυτήν την αρετή στον «Φαίδωνα», πως κατάγεται απ’ «τη συνήθεια και την εξάσκηση, δίχως φιλοσοφία και κρίση» (πρβλ. και Πολιτεία 518a). Ενώ στο «Συμπόσιον» μάς αναμένει ακόμα ο ύψιστος καθαγιασμός. – Στη σωματική γέννηση, στις ψυχικές καταστάσεις που διαρκούν, κι ακόμα και στην ίδιαν την απλή διατήρηση μιας δεδομένης γνώσης, μπορούμε να διατρέξουμε με ενστικτώδη βεβαιότητα τον δρόμο τής ανανέωσης. Το πιο σημαντικό πεδίο ‘δαιμονικής’ επίδρασης, εκείνο τής ανεξάρτητης συμπεριφοράς μας, αποδείχτηκε αντίθετα στους λόγους τού Παυσανία μέχρι και του Αγάθωνα ως μια περιοχή τής πλάνης (όπου πλανώμεθα…). Όσο κι αν σκέφτονταν δηλ. διαφορετικά οι ομιλητές, τους καθοδηγούσε όλους – ακόμα και παρά τη θέλησή τους – ο Έρως. Σκέφτονταν όμως άραγες γι’ αυτό και μόνον ήδη σωστά; Είναι αρκετό για τη μύηση στο «μυστήριο» του Έρωτα, το να τον τον αναγνωρίζη κανείς παντού ως τη δύναμη που επενεργεί; Δεν παραμένει ακόμα ‘ανοιχτό’ το πρόβλημα, αν είναι η «ποικίλη αρετή» (209a), που πραγματοποιείται με τη δική του ώθηση, η αληθινή αρετή; Δεν μιλά σε κανένα άλλο σημείο τού λόγου της τόσο ειρωνικά, τόσο ομολογουμένως (ακόμα και ως προς το ύφος) «σοφιστικά» όσο εδώ η Διοτίμα (πρβλ. 208c). Προετοιμάζοντας έτσι τούς ‘συνομιλητές’ της, για το ότι το πρόβλημα του πραγματικά καλού και ωραίου, και άρα και το πρόβλημα της αληθινής ευδαιμονίας, είναι ακόμα ανοιχτό.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: