Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ
ΟΤΙ ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ
ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΟΥΜΕ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑ
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥΣ
1. Συ μεν νομίζεις ίσως ότι θα έπρεπε να αποδώσουμε λόγον,
διότι δεν στέλλομε συχνότερα επιστολές· εμείς δε νομίζουμε ότι πρέπει να
απολογηθούμε και για το ότι γράφουμε πολύ. Ποία δε είναι η απολογία; Το
αναγκαίον, από το οποίον ως εκ γεωμετρικού πορίσματος, ω φίλε, θα μπορούσες να λάβεις
και το αίτιον τής προηγουμένης αγραφίας· και τώρα δε άκων (άθελά μου) ξεκίνησα
να γράφω λόγω απαραιτήτου ανάγκης. Διά τούτο λοιπόν ανέξου με υπομονή και συ ο
ίδιος την μακρηγορία και την αγροικία των λόγων. Ποιο δε είναι αυτό που με
αναγκάζει (το βιασάμενον) να γράψω; Ακούσαμε ότι εξεδόθη το βιβλίο Κατά
Λατίνων, υπό του καλού και κατά τα άλλα και περί τους λόγους, και μάλιστα περί το
κορυφαίον είδος τούτων, του Καλαβρού Βαρλαάμ και θέλαμε να βρούμε το βιβλίο.
Εφέτος λοιπόν κατά την εορτή της Πεντηκοστής ήρθε σε εμάς κάποιος φέρων το
ποθούμενον. Το εδέχθημεν λοιπόν ευχαριστημένοι, το διήλθομεν και απεδέχθημεν μάλιστα
τις αντιρρήσεις. Είχα δε μεγάλη επιθυμία να συναντήσω και τον πατέρα του λόγου· αφού
δε αυτός κατοικεί τόσον χρόνον μαζί σου, αποφάσισα να τον ερωτήσω διά σού (μέσω
εσού) κάτι από τα αναγκαιότατα.
2. Εγκαλεί (ο Βαρλαάμ) τους συνομιλητές εκ των Λατίνων ότι
κάμνουν δύο τις αρχές της θεότητος του Πνεύματος, δηλαδή τον Πατέρα και τον Υιόν,
δογματίζοντες αυτό εξ αμφοτέρων. Εκείνοι όμως λέγουν, “όχι, διότι ένας είναι ο
Θεός και ως εξ ενός είναι η πρόοδος”, θεραπεύοντες το κακόν δυστυχώς με το
κακόν, μάλλον δε με το χειρότερον, όπως θα φανεί προϊόντος του λόγου (κατά την
πρόοδον του λόγου). Αυτός δε με τούς λόγους του επιφέρει ότι, ίσως θα μπορούσε
κανείς, απολογούμενος υπέρ αυτής της γνώμης, τουτέστιν υπέρ των δεχόμενων δύο
αρχές του Πνεύματος, να ειπεί ότι δεν είναι καθόλου άτοπον να λέγει κανείς δύο αρχές,
δηλαδή τον Πατέρα και τον Υιόν, όχι όμως διηρημένες ούτε αντιθέτους αλλήλων, αλλά
την μίαν υπό την άλλην ή εκ της άλλης. Προχωρώντας δε επιβεβαιώνει ότι η γνώμη
αυτή δεν έχει από πουθενά κάτι το άτοπον, προσάγοντας μάρτυρα τον πολύν στην θεολογίαν
Γρηγόριον ο οποίος λέγει περί του Υιού, «η εκ της αρχής αρχή». Και αυτός δε (ο
Βαρλαάμ), αποδεικνύοντας εξ εαυτού το ορθόν της γνώμης ταύτης, προκατασκευάζει λέγων·
«διότι ούτω σώζεται το δόγμα της μοναρχίας». Και όταν δε έφθασε σε εκείνο το σημείο
του λόγου, στο οποίον παραθέτει εκ των παραδεδομένων σε εμάς περί Θεού τα
συμβάλλοντα στην διάλεξιν καταλέγει, προϋποθέμενος ότι μίαν φύσιν ομολογούμε επί
Θεού, τρεις δε υποστάσεις, και ότι διάφορα είναι τα φυσικά των υποστατικών,
προσθέτει λέγων καθ’ υπόθεσιν και μάλιστα ομολογημένην, ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές
υπό την έννοια ότι η μία δεν έχει την ύπαρξιν εκ της άλλης, καθ’ όσον είναι ασεβές
να λέγουμε ούτω δύο αρχές επί Θεού. Και άλλωστε ο ίδιος πάλιν προσθέτει, «ίσως ούτω
δεν εμποδίζει τίποτε», όπως λέγει ο Θεολόγος, «η εκ της αρχής αρχή», και δεικνύεται
από τους τοιούτους και άλλους λόγους τους οποίους εκφέρει ότι νομίζει ότι δεν
είναι δυσσεβές να λέγουμε και τον Υιόν αρχήν του αγίου Πνεύματος, καθ’ όσον και
αυτός εξ αρχής είναι, εάν και αρχή είναι. Και όμως ούτε επί της δημιουργικής αρχής,
κατά την οποίαν και ο Υιός καλείται φανερώς αρχή παρά της Γραφής, δεν είναι ευσεβές
να λέγουμε δύο αρχές· αλλά δεν προβάλλει αυτήν εδώ, εφ’ όσον δεν συντελεί κατά
τίποτε στην προκειμένην σκέψιν. Και τούτο σαφώς μεν, όπως νομίζω εγώ, το δεικνύει
και εδώ, σαφέστερον δε στα ολίγον προηγουμένως γραμμένα, στα οποία δεν λέγει αυτόν
μόνον εκ της αρχής, αλλά και υπό την αρχήν, θέτων την μίαν υπό την άλλην,
πράγμα το οποίον δεν θα ήτο δυνατόν να συμβαίνει επί της δημιουργικής αρχής·
διότι εκείνη είναι η αυτή.
3. Άλλωστε, αφού η αρχή αυτή σημαίνει (δηλώνει) το
δημιουργικόν, θα μπορούσε να πει όχι μόνον δύο, αν και όχι καλώς, αλλά και
περισσοτέρες. Διότι αυτή η αρχή είναι τρισυπόστατος· αφού δε είναι κατά φύσιν
αρχή, είναι και κοινή· αφού δε είναι κοινή αυτή η αρχή, πώς δεν θα την έχει και
το Πνεύμα; Και ο Ελιούς δε, συνομιλώντας με τον Ιώβ για την δικαιοσύνη του Θεού
και λέγων «Πνεύμα Κυρίου το οποίον με εποίησεν», δεν χαρακτηρίζει το Πνεύμα ως
ποιητικήν αρχήν; Και ο θείος ψαλμωδός Δαβίδ, ψάλλων «ότι με τον Λόγον μεν του
Κυρίου εστερεώθησαν οι ουρανοί, με το Πνεύμα δε οι των ουρανών δυνάμεις», δεν
αποδίδει την δημιουργικήν αρχήν όσον εις τον Υιό, τόσον και εις το
Πνεύμα; Εάν λοιπόν κατά την άποψή σου δεν εμποδίζει τίποτε να δεχθούμε
δύο αρχές, αφού έχει γραφτεί «η εκ της αρχής αρχή», επομένως και για το ότι
έχει γραφτεί και το Πνεύμα ποιητής δεν εμποδίζει τίποτε να δεχθούμε δύο ποιητές· ή
για το «ότι με τον Λόγον Θεού και το Πνεύμα στερεώνεται η κτίσις», με άλλα
λόγια δηλαδή συνίσταται (καθιδρύεται), δεν είναι καθόλου άτοπον να δεχθούμε
τρεις αρχές. Αλλά κανείς από τους θεολόγους δεν είπε πουθενά ούτε δύο ούτε
τρεις. Όπως δηλαδή την καθεμία από τις τρεις εκείνες προσκυνητές υποστάσεις
καλούμε Θεόν και την καθεμία από τις δύο Θεόν εκ Θεού, αλλά ποτέ δια τούτο δεν
αναφέρουμε τρεις ή δύο θεούς, έτσι λέγουμε και αρχήν εξ αρχής, αλλά
ποτέ δύο αρχές· διότι ποτέ μέχρι σήμερον δεν ακούσαμε από τους ευσεβείς
δευτέρα αρχήν, όπως ούτε Θεόν δεύτερον. Αλλά για εμάς εις Θεός και
μοναρχία (μοναδική αρχή) είναι το προσκυνούμενον, όχι εκ δύο θεών ούτε εκ δύο
αρχών συνιόντα (συνενωθείς) εις εν· και εν, επειδή δεν είναι ούτε κατά
τα ίδια μεριστόν, για εμάς το λατρευόμενον (σεβόμενον). Πραγματικά δε
δεν μερίζεται και συνάγεται (συνδέεται) ούτε κατά το αυτό· διότι διαιρείται μεν
κατά τις υποστατικές ιδιότητες, ενώνεται (ενούται) δε κατά την φύσιν. Εάν
λοιπόν τίποτε δεν εμποδίζει να δεχθούμε δύο αρχές, λοιπόν αυτές είναι εκείνες
κατά τις οποίες μερίζεται· να ενωθεί λοιπόν πάλι ως προς αυτές είναι αδύνατο·
άρα οι δύο δεν είναι μία.
Ο λέγων λοιπόν επί του Θεού δύο αρχές, διότι ο Υιός είναι αρχή
εκ της αρχής, εάν μεν ισχυρίζεται τούτο κατά το δημιουργικόν, πλην του ότι και
άλλως δεν συμφωνεί με την δική μας ομολογία, εκβάλλει και το άγιον Πνεύμα από την
δημιουργικήν δύναμιν, πράγμα το οποίον σημαίνει και εκ της θεότητος·
διότι το μη δημιουργικόν δεν είναι καν Θεός· εάν δε ισχυρίζεται τούτο κατά
το θεογόνον, διδάσκει σαφώς ότι το Πνεύμα είναι εκ του Πατρός και εκ του Υιού.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
ΟΤΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΥΟ ΛΕΓΟΥΣΙΝ ΑΡΧΑΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥΣ ΜΑΛΛΟΝ ΔΕΙ ΚΑΛΕΙΝ Ἤ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥΣ
1. Σύ μέν ἡμᾶς ἴσως χρῆν εἶναι λόγον ἀποδοῦναι δοκεῖς, ὅτι μή συχνότερον ἐπιστέλλομεν˙ ἡμεῖς δέ καί τοῦ διά πλείστου γράφειν ἀπολογήσασθαι δεῖν οἰόμεθα. Τίς δέ ἡ ἀπολογία; Τό ἀναγκαῖον, ὅθεν ὡς ἐκ τοῦ γεωμετρικοῦ πορίσματος σχοίης ἄν, ὦ φιλότης, καί τῆς πρῴην ἀγραφίας τό αἴτιον˙ καί νῦν γάρ ἄκων ἐπί τό γράφειν ἦλθον ὑπ᾿ ἀνάγκης ἀπαραιτήτου. Ταῦτ᾿ ἄρα καί αὐτός τῆς τε μακρηγορίας καί τῆς ἀγροικίας τῶν ρημάτων ἀνάσχου. Τί ποτ᾿ οὖν ἐστι τό βιασάμενον; Ἀκηκόαμεν ἐξενηνέχθαι βιβλίον Κατά Λατίνων τῷ καλῷ τά τε ἄλλα καί περί τούς λόγους καί τούτων μάλιστα τό κορυφαῖον εἶδος Καλαβρῷ Βαρλαάμ καί δι᾿ ἐφέσεως ἦν ἡμῖν ἐντυχεῖν τῷ βιβλίῳ. Τῆτες τοίνυν κατά τήν ἑόρτιον Πεντηκοστήν ἥκει τις ἡμῖν τό ποθούμενον φέρων. Ἐδεξάμεθα τοίνυν ἄσμενοι, διήλθομέν τε καί ἀπεδεξάμεθα τάς ἀντιρρήσεις ἐς τά μάλιστα. Πάνυ δέ ἦν μοι βουλομένῳ προσεντυγχάνειν καί τῷ τοῦ Λόγου Πατρί˙ τούτου δέ ἐπί τοσοῦτον ἀπῳκισμένου σύν σοί, διά σοῦ δεῖν ἔγνων ἐρέσθαί τι τῶν ἀναγκαιοτάτων.
2. Ἐγκαλεῖ τοῖς προσδιειλεγμένοις τῶν Λατίνων, ὅτι δύο ἀρχάς ποιοῦσι τῆς τοῦ Πνεύματος θεότητος, τόν Πατέρα δηλονότι καί τόν Υἱόν, ἐξ ἀμφοτέρων δογματίζοντες αὐτό. Οἱ δ᾿ "οὐ", φασιν, "εἷς γάρ Θεός καί ὡς ἐξ ἑνός ἡ πρόοδος", κακῷ τό κακόν φεῦ ἰώμενοι, μᾶλλον δέ καί χείρονι, ὡς φανερόν ἔσται προϊόντος τοῦ λόγου. Ὁ δέ μεταξύ λέγων ἐπιφέρει, ἴσως ἄν τις ὑπέρ ταύτης ἀπολογούμενος τῆς δόξης, τουτέστι τῶν δύο ἀρχάς δοξαζόντων τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἴποι μηδέν ἄτοπον εἶναι, εἴ τις δύο μέν ἀρχάς λέγει, τόν Πατέρα δηλονότι καί τόν Υἱόν, μή μέντοιγε ἀντιδιῃρημένας μηδέ ἀντιθέτους ἀλλήλαις, ἀλλά τήν ἑτέραν ὑπό τήν ἑτέραν ἤ ἐκ τῆς ἑτέρας. Προϊών δέ ἐπιβεβαιοῖ μηδαμόθεν ἔχειν τό ἄτοπον τήν δόξαν ταύτην, μάρτυρα παράγων τόν ἐν θεολογίᾳ πολύν Γρηγόριον λέγοντα περί τοῦ Υἱοῦ˙ «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή». Καί αὐτός δ᾿ οἴκοθεν ἀποδεικνύς τό τῆς δόξης ταύτης ἀσφαλές, προκατασκευάζει λέγων˙ «σώζεται γάρ οὕτω γε τό τῆς μοναρχίας δόγμα». Καί ἐπ᾿ ἐκεῖνο δέ τοῦ λόγου γενόμενος, ἐφ᾿ ὅ τῶν παραδεδομένων ἡμῖν περί Θεοῦ τά συντείνοντα τῇ διαλέξει καταλέγει, προϋποθέμενος ὡς μίαν φύσιν ἀνομολοῦμεν ἐπί τοῦ Θεοῦ, τρεῖς δέ ὑποστάσεις, καί ὡς ἕτερα τά φυσικά τῶν ὑποστατικῶν, ἐπιφέρει λέγων καθ᾿ ὑπόθεσιν καί τοῦτο ἀνωμολογημένην ὡς οὐ δύο ἀρχαί οὕτως ὡς μή ἔχειν τήν ὑπαρξιν τήν ἑτέραν ἐκ τῆς ἑτέρας, ὡς ἀσεβές ὄν οὕτω δύο λέγειν ἀρχάς ἐπί Θεοῦ. Καί γάρ καί αὐτός αὖθις προστίθησιν˙ «ἴσως οὕτω γε οὐδέν κωλύει» ὥς φησιν ὁ Θεολόγος, «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή», καί δείκνυσιν οἰόμενος ἐκ τῶν τοιούτων λόγων καί δι᾿ ἄλλων μεταξύ διαλεγόμενος μή δυσσεβές εἶναι λέγειν ἀρχήν καί τόν Υἱόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὡς καί αὐτόν ἐξ ἀρχῆς ὄντα, εἰ καί ἀρχή ἐστι. Καί μήν οὐδέ ἐπί τῆς δημιουργικῆς ἀρχῆς, καθ᾿ ἥν καί ὁ Υἱός φανερῶς ἀρχή παρά τῆς Γραφῆς καλεῖται, δύο λέγειν εὐσεβές ἀρχάς˙ ἀλλ᾿ οὐ ταύτην ἐνταυθοῖ προϋποτίθεται, μηδέν συντελοῦσαν πρός τήν προκειμένην σκέψιν. Καί τοῦτο σαφῶς μέν, ὡς ἐγᾦμαι, κἀνταῦθα δείκνυσι, σαφέστερον δέ ἐν τοῖς μικρόν ἀνωτέρω γεγραμμένοις, ἐν οἷς οὐκ ἐκ τῆς ἀρχῆς αὐτόν μόνον λέγει, ἀλλά καί ὑπό τήν ἀρχήν, τήν ἑτέραν ὑπό τήν ἑτέραν λέγων, ὅπερ οὐκ ἄν εἴη ἐπί τῆς δημιουργικῆς ἀρχῆς˙ ἡ αὐτή γάρ ἐστιν ἐκείνη.
3. Ἄλλως τε, τό δημιουργικόν ταύτης σημαινούσης, οὐ δύο μόνον ἄν εἴποι τις, εἰ καί μή καλῶς, ἀλλά καί πλείους˙ τρισυπόστατος γάρ αὕτη ἡ ἀρχή˙ φύσει δέ οὖσα καί κοινή ἐστι˙ κοινήν δέ οὖσαν, πῶς οὐκ ἄν ἔχοι καί τό Πνεῦμα ταύτην τήν ἀρχήν; Καί ὁ τῷ Ἰώβ δέ προσδιαλεγόμενος ὑπέρ τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης Ἐλιούς, «Πνεῦμα», λέγων «Κυρίου τό ποιῆσάν με», οὐ ποιητικήν ἀρχήν τό Πνεῦμα λέγει; Καί ὁ θεῖος ᾠδικός Δαβίδ, «λόγῳ μέν Κυρίου τούς οὐρανούς στερεωθῆναι ψάλλων, «Πνεύματι δέ τάς τῶν οὐρανῶν δυνάμεις», οὐχ ὥσπερ τῷ Υἱῷ, οὕτω καί τῷ Πνεύματι τήν δημιουργικήν ἀρχήν προσμαρτυρεῖ; Εἰ οὖν διά τό γέγραφθαι «ἡ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή», δύο εἰπεῖν ἀρχάς οὐδέν κωλύει, καί διά τό γεγράφθαι καί τό Πνεῦμα ποιητήν, δύο ποιητάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει˙ ἤ διά τό λόγῳ Θεοῦ καί Πνεύματι τήν κτίσιν στερεοῦσθαι», ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν συνίστασθαι, τρεῖς ἀρχάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει. Ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ τῶν θεολόγων εἶπέ τις οὔτε δύο οὔτε τρεῖς˙ ὥσπερ γάρ Θεόν ἑκάστην τῶν προσκυνητῶν ἐκείνων ὑποστάσεών φαμεν καί Θεόν ἑκατέραν ἐκ Θεοῦ, ἀλλ᾿ οὐ παρά τοῦτο τρεῖς ἤ δύο ποτέ θεούς, οὕτω καί ἀρχήν ἐξ ἀρχῆς φαμεν, ἀλλ᾿ οὐ δύο ποτέ ἀρχάς˙ δευτέραν γάρ ἀρχήν οὐδέπω καί τήμερον ὑπό τῶν εὐσεβῶν ἀκηκόαμεν, ὥσπερ οὐδέ Θεόν δεύτερον. Ἀλλ᾿ εἷς ἡμῖν Θεός καί μοναρχία τό προσκυνούμενον, οὐκ ἐκ δύο θεῶν, οὐδ᾿ ἐκ δύο ἀρχῶν συνιόντα, καί ἕν, ἐπεί μηδέ κατά ταῦτα μεριστόν, ἡμῖν τό σεβόμενον˙ καί μήν οὐδέ κατά τό αὐτό μερίζεταί τε καί συνάγεται˙ διαρεῖται μέν γάρ ταῖς ὑποστατικαῖς ἰδιότησι, τοῖς δέ κατά τήν φύσιν ἑνοῦται. Εἰ γοῦν δύο ἀρχάς εἰπεῖν οὐδέν κωλύει, λοιπόν αὗταί εἰσι καθ᾿ ἅς μερίζεται˙ ἑνωθῆναι τοίνυν αὖθις κατ᾿ αὐτάς ἀδύνατον˙ οὐκ ἄρ᾿ αἱ δύο μία. Ὁ τοίνυν λέγων δύο ἀρχάς ἐπί Θεοῦ, ὅτι ὁ Υἱός ἐκ τῆς ἀρχῆς ἀρχή ἐστιν, εἰ μέν κατά τό δημιουργικόν φησι, πρός τῷ καί ἄλλως μή συμβαίνειν τῇ καθ᾿ ἡμᾶς ὁμολογίᾳ, καί τό Πνεῦα τό ἅγιον ἐκβάλλει τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως, ταὐτό δέ εἰπεῖν καί τῆς θεότητος˙ τό γάρ μή δημιουργικόν, οὐδέ Θεός˙ εἰ δέ κατά τό θεογόνον, ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ σαφῶς τό Πνεῦμα παραδίδωσιν.
ΣΧΟΛΙΟ: Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ. Ο εσωτερικός εχθρός, τό μαύρο φίδι πού μεγάλωσε στόν κόρφο τού Βυζαντίου. Η αρχή τού τέλους. Όπως θά δούμε στήν συνέχεια ο Αγιος Γρηγόριος ονομάζει τήν αποστασία του παναίρεση. Διότι αρνούμενος τήν πολλαπλότητα τού Ενός Θεού, δηλώνοντας ότι η ενότης τού Θεού μειώνεται από τήν πολλαπλότητα τών ενεργειών καί τών ιδιοτήτων τού Θεού, αρνείται τήν Τριαδικότητα τού Θεού.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου