ΣΤΟΝ ΑΙΡΕΣΙΩΤΗ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΠΟΥ ΣΥΝΕΓΡΑΨΕ ΥΠΕΡ ΑΥΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΚΕΙΝΟΥ
Συνέχεια από: Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου 2018
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Επανάληψις και επί μέρους έλεγχος των λεγομένων από τον Ακίνδυνο περί θεότητος και απόδειξις ότι οι περί αυτής λόγοι του Παλαμά είναι ασφαλείς
32. Αλλά βλέπεις πως συλλαμβάνεσαι να συκοφαντείς και να διαβάλλεις σαν εκείνους τους γέροντες στην περίπτωση τής Σωσάννας που είχαν γεράσει μέσα στα κακά, μάλλον δε και πολύ χειρότερα από εκείνους; Διότι εκείνοι μεν ήσαν ασύμφωνοι μεταξύ τους, εσύ δε εφάνηκες ασύμφωνος προς τον εαυτό σου. Επομένως, επειδή είσαι και τής ευσεβείας εχθρός, πολύ χειρότερος και μανιακώτερος από όσο εκείνοι τής σωφροσύνης, ξεσηκώνεσαι εναντίον τών πλήρως αφιερωμένων σ’ αυτήν, όπως και η Σωσάννα στην σωφροσύνη, αρχικά αφανώς, θωπεύοντας με δόλο, θέλγοντας με υποκρίσεις, προσποιούμενος φιλία και μερικές φορές ανακινώντας μετρίως τούς λόγους της άπατης. Όταν όμως αντιλήφθηκες ότι αποκρούσθηκες μεμιάς σαν από ακλόνητες επάλξεις, μαίνεσαι εναντίον τους και προχωρείς ακράτητος, γεμίζεις τα πάντα με θόρυβο και γίνεσαι πατέρας ανακόλουθου ψεύδους, καυχάσαι αδιάντροπα για την κακία κατά τον ψαλμωδό και φληναφείς ολοφάνερα, όπως τα κύματα πού θραύονται στους σκοπέλους επαφρίζουν την αισχύνη τους, κατά τον αποστολικό λόγο.
33. Όμως, πες μου, ποιού είναι αυτή η αμφίκρημνη και αμφισβητήσιμη από τόσο πολλά και τόσο αντίθετα στοιχεία αποτελουμένη σύνθεση (συνθήκη); Βέβαια είναι αδύνατο να είναι αυτή τών κατηγορουμένων· διότι κανείς δεν αμφιβάλλει περί του τί δοξάζει ο ίδιος, και μάλιστα σε τέτοια θέματα. Όταν υπάρχει αμφισβήτησις άλλωστε, δεν υπάρχει ούτε δοξασία· επομένως δεν είναι σωστό ούτε να κατηγορηθεί, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε αυτός που δεν την κατείχε ποτέ. Επομένως, αν αυτά που προβάλλεις εσύ εναντίον εκείνων ως απαγορευμένα δεν είναι εκείνων κατά λέξη, διότι δεν τα συνέθεσαν εκείνοι έτσι κατά σειρά, (τότε) σε σένα φέρουν τη μομφή, αν βέβαια είναι αξιόμεμπτα, σε σένα, ο οποίος τα συνέλεξες και συμπεριέλαβες σε μια φωνή τα μη συμφωνούντα μεταξύ τους, όπως νομίζεις. Αν δε ισχυρίζεσαι ότι τα συλλέγεις ανάμεσα στα από εκείνους λεχθέντα σποραδικώς, κι’ εκείνοι ισχυρίζονται ότι συναθροίζουν ανάμεσα από τα λεχθέντα από τούς άγιους όσα λέγουν, πράγμα που κι’ εσύ συμμαρτυρείς μ' εκείνους όταν γράφεις, «το να σπερμολογεί κανείς τα γραφόμενα στα συγγράμματα τών αγίων, δεν προσφέρει τίποτε προς τον φανερό λόγο τής ευσεβείας»· αν δε λέγεις ότι οι ίδιοι εκείνοι εκλέγουν «και τα σκοτεινά και τα μη ακουσθέντα ακόμη», αλλά τούτο το πράττεις συκοφαντικώς, λέγουν, όπως θα δείξει το ίδιο.
34. Πώς όμως το να συλλέξουμε εμείς τα σποραδικά γραφόμενα στα συγγράμματα τών αγίων δεν σημαίνει τίποτε για την φανερή ευσέβεια των αγίων, το να συλλέγεις δε εσύ τα ευρισκόμενα σποραδικώς στα δικά μας συγγράμματα δεν είναι τίποτε για την δική μας με τη χάριν τού Χριστού φανερή ομολογία και ευσέβεια, παρ’ όλο ότι πολλές φορές την ημέρα ομολογούμε ότι πιστεύομε σ’ ένα Θεό ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Αλλά είθε (μακάρι) εσύ να συνέλεγες τα σποραδικώς γραμμένα από εμάς, χωρίς να τα ανακατεύεις με προσθήκες και αφαιρέσεις, χωρίς να τα παραχαράττεις και να τα περικόπτεις· είθε (μακάρι) να εξέφερες εκλεκτικώς τα καλώς διατυπωμένα, για να εύρισκες σ’ αυτά τον έλεγχο, όπως εκείνος ο Βαρλαάμ, που και σένα οδήγησε στην πλάνη κι’ εμάς εξεβίασε προς τη λογογραφία υπέρ τής ευσεβείας πριν από σένα, επειδή αυτός ελογογράφησε εναντίον αυτής, όπως και εσύ έπειτα από εκείνον τώρα. Αλλά πρώτα πρώτα, όπως είπα, εσύ δεν είσαι καθόλου απόδειξις για τα δικά σου.
35. Έπειτα, αφού εμείς συλλέγουμε από τα συγγράμματα των αγίων, ενώ εσύ κατηγορείς και το να συλλέγουμε από εκείνους και τα συνειλεγμένα από εκείνους, δεν είναι από αυτό φανερό ότι κατηγορείς τούς ίδιους εκείνους τούς άγιους; Διότι είναι φανερό ότι εσύ συλλαμβάνεσαι από τα ίδια τα πτερά σου, ενώ δεν εγγίζεις άλλα πράγματα παρά μόνο όσα παραλάβαμε εμείς από τα συγγράμματα των αγίων. Ισχυρίζεσαι πράγματι ότι αυτά δεν συμβάλλουν τίποτε προς τον φανερό λόγο τής ευσεβείας, αφού οπωσδήποτε αντιτίθενται σ’ αυτόν. Πώς όμως θα μπορούσες να συνεξουθενώσεις εκείνα μαζί με εμάς τούς από εσένα διωκομένους, αν δεν συμφωνούσαν τα δικά μας μ’ εκείνα;
Επειδή δε και κατά τούς ένθεους θεολόγους «τέτοια είναι η έννοια καθεμιάς από τις επί τής θείας φύσεως εκφράσεις, ώστε κι’ αν διαφέρει κατά την σημασία, να μην έχει καμιά αντίθεση προς το συνονομαζόμενο» , θα έπρεπε να σκεφθούμε κι’ αυτά που υποβάλλεις στις ύβρεις σου (δηλαδή οι υποστάσεις), πως και με ποιόν τρόπο έχουν μέσα τους την αντίθεση μεταξύ τους. Εάν την έχουν κατά το αντίθετο (το ενάντιον), τούτο δε είναι το κτιστό και το άκτιστο, αυτό είναι όντως ασεβές και αλόγιστο· διότι είναι αδύνατο να είναι τότε αυτά ένα και απλό. Εάν δε κατά το αίτιο και το αιτιατό, το μεν ένα υπέρκειται το δε άλλο υπόκειται κατά την τάξιν ή το αξίωμα, εσύ όμως απαγορεύεις να συνδέονται αυτά σ’ ένα και απλό, δεν διαφέρεις κατά τίποτε από τον Άρειο και τον Ευνόμιο. Διότι αυτοί πρόφεραν αυτό το πράγμα, ο μεν ένας στον Αθανάσιο τον μέγα, ο δε άλλος από τους δύο προς τον Βασίλειο τον έπειτα από εκείνον και κατά τον τύπο εκείνου μέγας, προς τον οποίο και γράφοντας αυτός ο μέγας λέγει «ότι δευτερεύει μεν ο Υιός του Πατρός και το Πνεύμα είναι κατώτερο τού Υιού στην τάξιν και το αξίωμα, αλλ’ όχι και στη φύσιν», δηλαδή όχι κατά το άκτιστο και το κτιστό· διότι αυτό που είναι κατά φύσιν κατώτερο του ακτίστου, είναι κατ’ ανάγκη κτιστής φύσεως. Εάν δε εσύ τη θεία φύσιν και την ενέργεια τής θείας φύσεως που δεν είναι σε ιδιαίτερη υπόσταση, αφού ούτε χωριστή τής φύσεως είναι και τής φύσεως κατώτερη είναι κατά την τάξιν, διότι το κινούμενο προηγείται τής κινήσεως κατά την τάξιν· αν λοιπόν λέγεις ότι αυτά είναι σύνθετα, γι’ αυτό και αρνείσαι ότι συνδέονται σ’ ένα και απλό πράγμα, γνώριζε καλά ότι αρνείσαι πολύ περισσότερο ότι ο Υιός και το Πνεύμα συνάγονται σ’ έναν Θεόν, επειδή κατά τον μέγα Βασίλειο το καθένα από αυτά μαζί με το υπέρκεισθαι και υποβεβηκέναι είναι και σε ιδιαίτερη υπόσταση.
36. Ότι δε εμείς, που διωκόμαστε από σένα, χρησιμοποιήσαμε το υποβεβηκός κατά το αίτιο και αιτιατό, αλλ’ όχι κατά το κτιστό και άκτιστο ή αλλιώς κατά το υφειμένο και υπερκείμενο, μάλλον δε ότι όταν ο Βαρλαάμ μίλησε, εμείς δεν αξιώσαμε να αντείπωμε προς τη λέξη, αλλά μεταφέραμε την αντίθεση προς την ευσεβή έννοια, μάρτυς είσαι εσύ ο ίδιος, που επενέβηκες, ότι είπαμε άκτιστο. Επομένως και εσύ είσαι μάρτυς αξιόπιστος και απαράγραπτος για τον εαυτό σου και για εμάς. Για εμάς μεν ότι ομιλώντας έτσι ευσεβούμε, για τον εαυτό σου δε ότι καθετί που κατά οποιοδήποτε τρόπο είναι κατώτερο τού Θεού το θεωρείς κτιστό. Και εμφανιζόμενος ως νέος Άρειος στην εποχή μας, έπειτα φορώντας την αλωπεκή και την προβειά τής υποκρίσεως, ποθείς να καταβροχθίσεις κρυφά τα πρόβατα τού Χριστού και μεγαλαυχείς ότι ήδη τα κατεβρόχθισες και ότι εκυριάρχησες βιαίως τών μη πεπεισμένων, επειδή δεν γνωρίζεις ότι οι άνθρωποι τού Χριστού νικούν πράγματι δι’ ασθενείας· ακόμη κι’ αν κακοπάθουν ως κακούργοι μέχρι δεσμών, αλλά δεν εντρέπονται το μαρτύριο τής αληθείας, επειδή γνωρίζουν σε ποιόν έχουν πιστεύσει και είναι πεπεισμένοι ότι αυτός είναι αξιόπιστος ότι θα τους διαφυλάξει σ’ εκείνη την ήμερα . Επειδή τώρα βέβαια «όλοι όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς εν Χριστώ θα διωχθούν», ενώ «οι πονηροί άνθρωποι και οι γόητες θα προχωρήσουν προς το χειρότερο, πλανώντας άλλους και πλανώμενοι», «και ο λόγος τους θα μεταδοθεί σαν γάγγραινα», αν και αστόχησε στην αλήθεια, και όσοι δεν δέχονται την υγιή διδασκαλία «θα συγκεντρώσουν γύρω τους τέτοιους διδασκάλους που θ’ αρέσουν στην ακοή τους».
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Επανάληψις και επί μέρους έλεγχος των λεγομένων από τον Ακίνδυνο περί θεότητος και απόδειξις ότι οι περί αυτής λόγοι του Παλαμά είναι ασφαλείς
32. Αλλά βλέπεις πως συλλαμβάνεσαι να συκοφαντείς και να διαβάλλεις σαν εκείνους τους γέροντες στην περίπτωση τής Σωσάννας που είχαν γεράσει μέσα στα κακά, μάλλον δε και πολύ χειρότερα από εκείνους; Διότι εκείνοι μεν ήσαν ασύμφωνοι μεταξύ τους, εσύ δε εφάνηκες ασύμφωνος προς τον εαυτό σου. Επομένως, επειδή είσαι και τής ευσεβείας εχθρός, πολύ χειρότερος και μανιακώτερος από όσο εκείνοι τής σωφροσύνης, ξεσηκώνεσαι εναντίον τών πλήρως αφιερωμένων σ’ αυτήν, όπως και η Σωσάννα στην σωφροσύνη, αρχικά αφανώς, θωπεύοντας με δόλο, θέλγοντας με υποκρίσεις, προσποιούμενος φιλία και μερικές φορές ανακινώντας μετρίως τούς λόγους της άπατης. Όταν όμως αντιλήφθηκες ότι αποκρούσθηκες μεμιάς σαν από ακλόνητες επάλξεις, μαίνεσαι εναντίον τους και προχωρείς ακράτητος, γεμίζεις τα πάντα με θόρυβο και γίνεσαι πατέρας ανακόλουθου ψεύδους, καυχάσαι αδιάντροπα για την κακία κατά τον ψαλμωδό και φληναφείς ολοφάνερα, όπως τα κύματα πού θραύονται στους σκοπέλους επαφρίζουν την αισχύνη τους, κατά τον αποστολικό λόγο.
33. Όμως, πες μου, ποιού είναι αυτή η αμφίκρημνη και αμφισβητήσιμη από τόσο πολλά και τόσο αντίθετα στοιχεία αποτελουμένη σύνθεση (συνθήκη); Βέβαια είναι αδύνατο να είναι αυτή τών κατηγορουμένων· διότι κανείς δεν αμφιβάλλει περί του τί δοξάζει ο ίδιος, και μάλιστα σε τέτοια θέματα. Όταν υπάρχει αμφισβήτησις άλλωστε, δεν υπάρχει ούτε δοξασία· επομένως δεν είναι σωστό ούτε να κατηγορηθεί, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να κατηγορηθεί ούτε αυτός που δεν την κατείχε ποτέ. Επομένως, αν αυτά που προβάλλεις εσύ εναντίον εκείνων ως απαγορευμένα δεν είναι εκείνων κατά λέξη, διότι δεν τα συνέθεσαν εκείνοι έτσι κατά σειρά, (τότε) σε σένα φέρουν τη μομφή, αν βέβαια είναι αξιόμεμπτα, σε σένα, ο οποίος τα συνέλεξες και συμπεριέλαβες σε μια φωνή τα μη συμφωνούντα μεταξύ τους, όπως νομίζεις. Αν δε ισχυρίζεσαι ότι τα συλλέγεις ανάμεσα στα από εκείνους λεχθέντα σποραδικώς, κι’ εκείνοι ισχυρίζονται ότι συναθροίζουν ανάμεσα από τα λεχθέντα από τούς άγιους όσα λέγουν, πράγμα που κι’ εσύ συμμαρτυρείς μ' εκείνους όταν γράφεις, «το να σπερμολογεί κανείς τα γραφόμενα στα συγγράμματα τών αγίων, δεν προσφέρει τίποτε προς τον φανερό λόγο τής ευσεβείας»· αν δε λέγεις ότι οι ίδιοι εκείνοι εκλέγουν «και τα σκοτεινά και τα μη ακουσθέντα ακόμη», αλλά τούτο το πράττεις συκοφαντικώς, λέγουν, όπως θα δείξει το ίδιο.
34. Πώς όμως το να συλλέξουμε εμείς τα σποραδικά γραφόμενα στα συγγράμματα τών αγίων δεν σημαίνει τίποτε για την φανερή ευσέβεια των αγίων, το να συλλέγεις δε εσύ τα ευρισκόμενα σποραδικώς στα δικά μας συγγράμματα δεν είναι τίποτε για την δική μας με τη χάριν τού Χριστού φανερή ομολογία και ευσέβεια, παρ’ όλο ότι πολλές φορές την ημέρα ομολογούμε ότι πιστεύομε σ’ ένα Θεό ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Αλλά είθε (μακάρι) εσύ να συνέλεγες τα σποραδικώς γραμμένα από εμάς, χωρίς να τα ανακατεύεις με προσθήκες και αφαιρέσεις, χωρίς να τα παραχαράττεις και να τα περικόπτεις· είθε (μακάρι) να εξέφερες εκλεκτικώς τα καλώς διατυπωμένα, για να εύρισκες σ’ αυτά τον έλεγχο, όπως εκείνος ο Βαρλαάμ, που και σένα οδήγησε στην πλάνη κι’ εμάς εξεβίασε προς τη λογογραφία υπέρ τής ευσεβείας πριν από σένα, επειδή αυτός ελογογράφησε εναντίον αυτής, όπως και εσύ έπειτα από εκείνον τώρα. Αλλά πρώτα πρώτα, όπως είπα, εσύ δεν είσαι καθόλου απόδειξις για τα δικά σου.
35. Έπειτα, αφού εμείς συλλέγουμε από τα συγγράμματα των αγίων, ενώ εσύ κατηγορείς και το να συλλέγουμε από εκείνους και τα συνειλεγμένα από εκείνους, δεν είναι από αυτό φανερό ότι κατηγορείς τούς ίδιους εκείνους τούς άγιους; Διότι είναι φανερό ότι εσύ συλλαμβάνεσαι από τα ίδια τα πτερά σου, ενώ δεν εγγίζεις άλλα πράγματα παρά μόνο όσα παραλάβαμε εμείς από τα συγγράμματα των αγίων. Ισχυρίζεσαι πράγματι ότι αυτά δεν συμβάλλουν τίποτε προς τον φανερό λόγο τής ευσεβείας, αφού οπωσδήποτε αντιτίθενται σ’ αυτόν. Πώς όμως θα μπορούσες να συνεξουθενώσεις εκείνα μαζί με εμάς τούς από εσένα διωκομένους, αν δεν συμφωνούσαν τα δικά μας μ’ εκείνα;
Επειδή δε και κατά τούς ένθεους θεολόγους «τέτοια είναι η έννοια καθεμιάς από τις επί τής θείας φύσεως εκφράσεις, ώστε κι’ αν διαφέρει κατά την σημασία, να μην έχει καμιά αντίθεση προς το συνονομαζόμενο» , θα έπρεπε να σκεφθούμε κι’ αυτά που υποβάλλεις στις ύβρεις σου (δηλαδή οι υποστάσεις), πως και με ποιόν τρόπο έχουν μέσα τους την αντίθεση μεταξύ τους. Εάν την έχουν κατά το αντίθετο (το ενάντιον), τούτο δε είναι το κτιστό και το άκτιστο, αυτό είναι όντως ασεβές και αλόγιστο· διότι είναι αδύνατο να είναι τότε αυτά ένα και απλό. Εάν δε κατά το αίτιο και το αιτιατό, το μεν ένα υπέρκειται το δε άλλο υπόκειται κατά την τάξιν ή το αξίωμα, εσύ όμως απαγορεύεις να συνδέονται αυτά σ’ ένα και απλό, δεν διαφέρεις κατά τίποτε από τον Άρειο και τον Ευνόμιο. Διότι αυτοί πρόφεραν αυτό το πράγμα, ο μεν ένας στον Αθανάσιο τον μέγα, ο δε άλλος από τους δύο προς τον Βασίλειο τον έπειτα από εκείνον και κατά τον τύπο εκείνου μέγας, προς τον οποίο και γράφοντας αυτός ο μέγας λέγει «ότι δευτερεύει μεν ο Υιός του Πατρός και το Πνεύμα είναι κατώτερο τού Υιού στην τάξιν και το αξίωμα, αλλ’ όχι και στη φύσιν», δηλαδή όχι κατά το άκτιστο και το κτιστό· διότι αυτό που είναι κατά φύσιν κατώτερο του ακτίστου, είναι κατ’ ανάγκη κτιστής φύσεως. Εάν δε εσύ τη θεία φύσιν και την ενέργεια τής θείας φύσεως που δεν είναι σε ιδιαίτερη υπόσταση, αφού ούτε χωριστή τής φύσεως είναι και τής φύσεως κατώτερη είναι κατά την τάξιν, διότι το κινούμενο προηγείται τής κινήσεως κατά την τάξιν· αν λοιπόν λέγεις ότι αυτά είναι σύνθετα, γι’ αυτό και αρνείσαι ότι συνδέονται σ’ ένα και απλό πράγμα, γνώριζε καλά ότι αρνείσαι πολύ περισσότερο ότι ο Υιός και το Πνεύμα συνάγονται σ’ έναν Θεόν, επειδή κατά τον μέγα Βασίλειο το καθένα από αυτά μαζί με το υπέρκεισθαι και υποβεβηκέναι είναι και σε ιδιαίτερη υπόσταση.
36. Ότι δε εμείς, που διωκόμαστε από σένα, χρησιμοποιήσαμε το υποβεβηκός κατά το αίτιο και αιτιατό, αλλ’ όχι κατά το κτιστό και άκτιστο ή αλλιώς κατά το υφειμένο και υπερκείμενο, μάλλον δε ότι όταν ο Βαρλαάμ μίλησε, εμείς δεν αξιώσαμε να αντείπωμε προς τη λέξη, αλλά μεταφέραμε την αντίθεση προς την ευσεβή έννοια, μάρτυς είσαι εσύ ο ίδιος, που επενέβηκες, ότι είπαμε άκτιστο. Επομένως και εσύ είσαι μάρτυς αξιόπιστος και απαράγραπτος για τον εαυτό σου και για εμάς. Για εμάς μεν ότι ομιλώντας έτσι ευσεβούμε, για τον εαυτό σου δε ότι καθετί που κατά οποιοδήποτε τρόπο είναι κατώτερο τού Θεού το θεωρείς κτιστό. Και εμφανιζόμενος ως νέος Άρειος στην εποχή μας, έπειτα φορώντας την αλωπεκή και την προβειά τής υποκρίσεως, ποθείς να καταβροχθίσεις κρυφά τα πρόβατα τού Χριστού και μεγαλαυχείς ότι ήδη τα κατεβρόχθισες και ότι εκυριάρχησες βιαίως τών μη πεπεισμένων, επειδή δεν γνωρίζεις ότι οι άνθρωποι τού Χριστού νικούν πράγματι δι’ ασθενείας· ακόμη κι’ αν κακοπάθουν ως κακούργοι μέχρι δεσμών, αλλά δεν εντρέπονται το μαρτύριο τής αληθείας, επειδή γνωρίζουν σε ποιόν έχουν πιστεύσει και είναι πεπεισμένοι ότι αυτός είναι αξιόπιστος ότι θα τους διαφυλάξει σ’ εκείνη την ήμερα . Επειδή τώρα βέβαια «όλοι όσοι θέλουν να ζουν ευσεβώς εν Χριστώ θα διωχθούν», ενώ «οι πονηροί άνθρωποι και οι γόητες θα προχωρήσουν προς το χειρότερο, πλανώντας άλλους και πλανώμενοι», «και ο λόγος τους θα μεταδοθεί σαν γάγγραινα», αν και αστόχησε στην αλήθεια, και όσοι δεν δέχονται την υγιή διδασκαλία «θα συγκεντρώσουν γύρω τους τέτοιους διδασκάλους που θ’ αρέσουν στην ακοή τους».
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου