Συνέχεια από Σάββατο, 5 Φεβρουαρίου 2022
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
5. ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
γ) (Τα) Μυστήρια
Γάμος – Προηγείται εδώ στη μελέτη μας, επειδή αποτελεί ως μυστήριο το εκ της ανθρωπίνης φύσεως ομοίωμα της ευχαριστιακής ενώσεως του Νυμφίου Χριστού με τη Νύμφη Εκκλησία (Εφ. 5). Εφ’ όσον ο χριστιανικός γάμος «προτυπώνεται» σ’ αυτήν την ύψιστη συνένωση, είναι ανώτερος απ’ αυτό που «ήταν αρχικά», πριν την αρχόμενη «σκληροκαρδία» (Ματθ. 19, 8), όπου ίσχυε ήδη μια προσωπική πίστη για όλη τη διάρκεια της ζωής (( Ματθ. 19, 7, 8: «… λέγουσιν αυτώ· τί ούν Μωσής ενετείλατο δούναι βιβλίον αποστασίου καί απολύσαι αυτήν; λέγει αυτοίς· ότι Μωσής πρός τήν σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τάς γυναίκας υμών· απ’ αρχής δέ ου γέγονεν ούτω…» )) . Η αγάπη που απαιτείται όμως τώρα πια απ’ τους συζύγους είναι τόσο «οριστική», ώστε να μπορή να την παράσχη μόνον το Άγιο Πνεύμα, που μπορεί να μεταβάλη τον φυσικό έρωτα σε μιαν προερχόμενη απ’ τον Θεό αγάπη (Agape). Η υποκειμενική πάλι αγάπη ανυψώνεται, με όλη την «ένταση κατανόησης και προσφοράς» της, σε μιαν αντικειμενική, πάνω απ’ τον εαυτό της, αγάπη τού Αγίου Πνεύματος, όπως η αγάπη που πραγματοποιείται ανάμεσα στον προσφερόμενο για την Εκκλησία του Χριστό (Εφ. 5, 26) και την κεκαθαρμένη απ’ Αυτόν, αγία και αμώμητη Νύμφη (ό.π. 27) (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ υπάρχει η εξής «λογική» αντίφαση ή «υπερπήδηση»: Η αγάπη που πραγματοποιείται ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία, γίνεται «εξαίφνης» αγάπη τού Αγίου Πνεύματος… )) . Αυτή η υψίστη δηλ. υποκειμενική αγάπη καθίσταται στο μυστήριο αντικειμενικός κανόνας για την αγάπη τού ανθρωπίνου ζεύγους. Κι αν στην άδολη φύση τής ανθρώπινης αγάπης υποδηλώνεται ήδη μια απόλυτη αυτο-παραίτηση χάριν τού (τής) συζύγου (Α’ Κορ. 7, 4), η αυτο-παραίτηση αυτή καθίσταται ενόψει τού παρουσιαζομένου στο μυστήριο κανόνα εντελώς υποχρεωτική ((«Μυστήρια» πράγματα: Α’ Κορ. 7, 1 κ.ε.: «Περί δέ ών εγράψατέ μοι, καλόν ανθρώπω γυναικός μή άπτεσθαι· διά δέ τάς πορνείας έκαστος τήν εαυτού γυναίκα εχέτω, καί εκάστη τόν ίδιον άνδρα εχέτω. τή γυναικί ο ανήρ τήν οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δέ καί η γυνή τώ ανδρί. η γυνή του ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ ο ανήρ. ομοίως δέ καί ο ανήρ τού ιδίου σώματος ουκ εξουσιάζει, αλλ’ η γυνή. μή αποστερείτε αλλήλους, ει μή τι άν εκ συμφώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τή νηστεία καί τή προσευχή· καί πάλιν επί τό αυτό συνέρχησθε, ίνα μή πειράζη υμάς ο σατανάς διά τήν ακρασίαν υμών. τούτο δέ λέγω κατά συγγνώμην, ουκ κατ’ επιταγήν. θέλω γάρ πάντας ανθρώπους είναι ως καί εμαυτόν· αλλ’ έκαστος ίδιον χάρισμα έχει εκ Θεού, ός μέν ούτως, ός δέ ούτως…» )) . Κι αν η γαμήλια αγάπη, που την ονομάζει maxima amicitia (μέγιστη φιλία) ο Θωμάς (Ακινάτης), είναι ήδη εκ φύσεως ένα ύψιστο κατόρθωμα του ανθρωπίνου πνεύματος, αρμόζει πράγματι να μιλάμε, σαφέστερα απ’ ό, τι συνήθως, για την εγκατοίκηση του Αγίου Πνεύματος σε όλες τις μορφές – εκπληρώσεις και παραιτήσεις - πιστής αγάπης στον χριστιανικό γάμο. Γιατί «αγάπη» (Agape) είναι το ιδιαίτερο όνομα του Αγίου Πνεύματος. Η «αγάπη» όμως αυτή δεν είναι στην οικονομία τής σωτηρίας συγκεκριμένα διαφορετική απ’ την αγάπη ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία στο πρωταρχικό («αρχετυπικό») μυστήριο: σ’ αυτήν πρέπει να (συμ)μετέχουν οι σύζυγοι, όσο λίγο κι αν το συνειδητοποιούν με σαφήνεια. Μια πλήρης συνειδητοποίηση αυτής τής (συμ)μετοχής εξηγεί και τη χριστιανική δυνατότητα – που μπορεί να γίνη και θεϊκή αξίωση – της παραίτησης απ’ τη χρήση τού γάμου, καθώς και μιας ζωής φυσικής αγαμίας μέσω τής πνευματικής (κατά κανέναν όμως τρόπο ασώματης) αγάπης (που υφίσταται) ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία του, ώστε να συμμετάσχουν σ’ αυτήν «περισσότερο» απ’ ό,τι με τη φυσική καρποφορία οι σύζυγοι. Όταν ο άγαμος Απόστολος ονομάζη τον εαυτό του πατέρα και μητέρα τής (χριστιανικής) κοινότητάς του, γνωρίζει αυτήν την πέραν τού γάμου χριστολογικο-εκκλησιολογική καρποφορία. Σ’ αυτήν την προοπτική ορίζει και η σύνοδος του Τριδέντου (1563) την υπεροχή τής παρθενίας απέναντι στον γάμο, τον οποίον όμως υπερασπίζεται, παραμένοντας στη μυστηριακότητά του, απέναντι στη μεταρρυθμιστική διατύπωση ότι ο γάμος αποτελεί ένα καθαρά «κοσμικό θέμα». Κανένας όμως δεν διαπίστωσε με μεγαλύτερο θυμό, το πόσο πολύ έβλαψε η λουθηρανική απάρνηση τών ευαγγελικών εντολών την αξία (το κύρος) τού χριστιανικού γάμου, απ’ όσο ο Sören Kierkegaard.
Ιερωσύνη, Χειροτονία – Κι εδώ
δεν θα πούμε παρά μόνον όσα χρειάζονται για το θέμα μας. Ο πανηγυρικός λόγος τού Αναστάντος: «Λάβετε το Άγιο Πνεύμα», αντηχεί
στις εκκλησιαστικές χειροτονίες ((;)) . Στη
χειροτονία τού διακόνου υπήρχε ένα άμεσο “Accipe Spiritum Sanctum” και στην τελική προσευχή η παράκληση:
«Εισάκουσε, Κύριε, την ικεσία μας και στείλε σ’ αυτόν τον δούλο Σου το Πνεύμα τής ευλογίας Σου…» Το ίδιο
συμβαίνει και στη χειροτονία τού επισκόπου: οι παριστάμενοι επίσκοποι επιθέτουν
τα χέρια τους στον χειροτονούμενο μ’ ένα σαφές “Accipe Spiritum
Sanctum”.
Στη δε χειροτονία τού ιερέα, η τελετή ξεκινά με την εξής παράκληση στον Θεό:
«Εισάκουσέ μας, Κύριε ο Θεός μας, και έγχυσε πάνω σ’ αυτόν τον δούλο Σου την
ευλογία τού Αγίου Πνεύματος και τη δύναμη της ιερατικής χάρης»· κατά τη χρίση
τών χειρών «άδεται» (ψάλλεται) το “Veni, Creator Spiritus” («Έλα, Πνεύμα
Δημιουργό»)· και κατά τη Θεία Κοινωνία, άλλη μια φορά:
«Δεχτείτε σε σας το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο· αυτόν θα σας αποστείλη ο
Πατήρ»· και στο τέλος: «Δεχτείτε το Άγιο Πνεύμα· σε όσους αφήνετε τις αμαρτίες,
σ’ αυτούς θα είναι αφημένες, και σε όσους τις κρατάτε, σ’ αυτούς θα είναι
κρατημένες». Στο αναδιαμορφωμένο τυπικό τής χειροτονίας επισκόπου, οι
συμπαριστάμενοι στον εορτάζοντα επίσκοποι προσεύχονται από κοινού: «Έγχυσε, Πάτερ, πάνω σ’ αυτόν τον Εκλεγμένο, την
προερχόμενη από Εσένα δύναμη: το ισχυρό και καθοδηγητικό Σου Πνεύμα, που Εσύ το
έδωσες στον αγαπημένο Σου Υιό Ιησού Χριστό, κι αυτός το μετέδωσε στους αγίους
του Αποστόλους, που ίδρυσαν σε διάφορα μέρη τής γης την Εκκλησία Σου (( Του Πατρός!... )) ». Και (λέει)
επανειλημμένα ο ιερουργών: «Με τη δύναμη του Πνεύματός Σου, του ανωτάτου
ιερατείου, ας αποκτήσει την εξουσία να συγχωρή, σύμφωνα με την προτροπή Σου,
αμαρτίες». (( Σημ.τ.μετ.: Ο συγγραφέας
γράφει την κτητική αντωνυμία με κεφαλαίο μόνον όταν πρόκειται για τον Πατέρα,
ενώ για τον Υιό με μικρό! )) .
Οι «θεολόγοι» (Theologen) μιλούν γενικά λίγο για τη συνάφεια μεταξύ ιερατείου (κλήρου) και Αγίου Πνεύματος· τους απασχολεί η χριστολογική προπάντων σχέση: ο Χριστός διαλέγει τούς μαθητές του και τους διαπαιδαγωγεί να τον ακολουθούν στην υπηρεσία του: «ώστε να είναι μαζί του και να τους αποστέλη να κηρύττουν και να έχουν πληρεξουσιότητα» (Μάρκ. 3, 14 κ.ε.) (( Γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, στο κεφ. 3, στίχοι 13 κ.ε.: «Καί αναβαίνει εις τό όρος, καί προσκαλείται ούς ήθελεν αυτός, και απήλθον πρός αυτόν. καί εποίησε δώδεκα, ίνα ώσι μετ’ αυτού καί ίνα αποστέλλη αυτούς κηρύσσειν καί έχειν εξουσίαν θεραπεύειν τάς νόσους καί εκβάλλειν τά δαιμόνια…» - Μη παραθέτοντας πλήρως τούς λόγους τού Ευαγγελίου, οδηγούμε τα πράγματα όπου θέλουμε εμείς, πράγμα κατά τα άλλα «αδύνατον»)) . Αμφότερα, το να βρίσκεσαι δηλ. εσωτερικά μαζί με τον Χριστό και να αποστέλλεσαι παρ’ όλ’ αυτά μακριά απ’ Αυτόν, αποτελούν για τον ιερέα «την ένταση που “πιέζει” το επάγγελμά του σε όλους τους καιρούς», όντας ωστόσο βαθύτερα ένα και το αυτό: «Όποιος αναλαμβάνει την αποστολή», εξισούται προς τον Χριστό: «Αυτο-απαλλοτριώνεται προς χάριν αυτού τον οποίον εμπιστεύεται και προς χάριν εκείνων, μπροστά στους οποίους τον εκπροσωπεί», με μια τριαδική άρα ακριβώς έννοια, εφ’ όσον «πρόσωπο και σχέση ταυτίζονται» στον Θεό» (( Σημ.τ.μετ.: Όπως ακριβώς λένε εδώ και οι «δικοί» μας, με «πρωτομάστορα» τον Χρ. Γιανναρά, ότι ο Θεός είναι «σχέση»… Έχουν λοιπόν κοινές «πηγές» με τους διάσημους αυτούς «θεολόγους» τής Δύσης… )) . Η ένταση αυτή εξηγείται προπάντων εκκλησιολογικά: ο ιερέας ίσταται ως απεσταλμένος απ’ τον Θεό οδηγός «απέναντι» στην (εκκλησιαστική) κοινότητα, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα απ’ τα μέλη της, απ’ το οποίο προκύπτει μια διπλή και αδιαίρετη ωστόσο αντίληψη του «υπουργήματος» (ή: αξιώματος): ως «αντιπροσώπευση του Χριστού» και ως «αντιπροσώπευση της Εκκλησίας», η οποία δεν είναι όμως παρά το μυστικό του Σώμα έτσι, ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται κι εδώ δυό χριστολογικές «(απ)όψεις»: η «υπηρεσία» (διακονία) ή η «αποστολή» είναι και πάλι εδώ η ενοποιητική έννοια (( Σημ.τ.μετ.: Όπως βλέπουμε, η έννοια της «αντιπροσώπευσης», δηλ. της απανταχού αναγκαιότητας ενός Πάπα, είναι πανίσχυρη σε όλα τα επίπεδα.[ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ] Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει «δυτικός χριστιανισμός». Είναι και παραμένει το θεμέλιο όλων τών «κακοδοξιών», και η αντί-θε(τ)η ακριβώς «τοποθέτηση» στις εντολές τού Κυρίου… )) .
( συνεχίζεται )
7. Για να απαντήσουμε δε προς αυτούς και διεξοδικότερα, αν το εμφύσημα του Κυρίου ήταν το άγιον Πνεύμα, τότε και η αναπνοή την οποίαν χρησιμοποιεί και δια της οποίας έγινε και το εμφύσημα, θα ήταν το άγιο Πνεύμα. Επομένως δεν ήταν άνθρωπος, όπως εμείς, άλλα ή ήταν φαντασία, κατά την φαντασία των Ακεφάλων, ή και πριν συναναστραφεί με τούς ανθρώπους είχε από την αρχή κατά παρόμοιο τρόπο συγκροτημένη την σαρκική φύση κατά την άνοια του Απολιναρίου. Και όμως ο ίδιος ο Κύριος είπε πάντως και τούτο, «τά ρήματα, ἅ ἐγώ λαλῶ, Πνεῦμά εἰσι καί ζωή εἰσι». Εάν δε είναι Πνεύμα, είναι και Πνεύμα άγιον˙ διότι πώς αλλιώς; Επομένως κατά την ερμηνεία των Ιταλών περί του εμφυσήματος και το Πνεύμα είναι Λόγος και μάλιστα Θεού Λόγος. Τί θα ήταν τολμηρότερο τούτου; Μάλλον δε θα ήταν λόγοι, και μάλιστα Θεού λόγοι˙ διότι τα ρήματα είναι πλήθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου