Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Παύλος Χριστόπουλος - Η έννοια του θανάτου στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (15)

  Συνέχεια από: Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘ. ΠΑΥΛΟΣ - Πτυχιούχος ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 

ΘΕΜΑ
«Η έννοια του θανάτου στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ
Β. 3. Σωματικός θάνατος
Β. 3. 3. 
Η φθορά του σώματος

Παρά ταύτα, τα παραπάνω θέματα δεν αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο εχθρό και δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον άνθρωπο, ή καλύτερα, αποτελούν δευτερεύουσα προβληματική στο πλαίσιο, ίσως, μιας φιλοσοφικο – θεολογικής συζήτησης407. Και αυτό καθώς η εμπειρία του έχει συνδέσει ως την κορύφωση των κακών την γεύση της θανατικής εμπειρίας. Ενώ ο θάνατος αφορά κατά κύριο λόγο την μη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, ο φόβος του ανθρώπου εδράζεται κυρίως σχετικά με την φθορά του σώματος διότι αυτό είναι που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις. Είναι βέβαιο πως το οδυνηρό πέρασμα του θανάτου το κατατάσσει ως τον μέγιστο εχθρό του γένους των ανθρώπων διότι αποτελεί την χειροπιαστή απόδειξη της αδυναμίας του για αθανασία αλλά και την ενσάρκωση του φόβου της επιστροφής στο μηδέν. Η προσπάθεια νοηματοδότησης, κατάταξης αλλά κυρίως αντιμετώπισης του αποτελεί το μέγα ζητούμενο της ιστορίας του.

 Έχοντας αναλύσει στα μαξιμιανά χωρία την τριαδική σχέση, την ανθρώπινη υπόσταση αλλά και την σχέση Θεού και ανθρώπου με την προοπτική της τελείωσης του δευτέρου, μπορούμε με ασφάλεια να τονίσουμε πως ο όσιος ακολουθεί κατά γράμμα την προγενέστερη παράδοση408 για το θέμα του θανάτου. Το αγιογραφικό «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων»409 βρίσκει πλήρη ταύτιση στην θεολογική σκέψη του μεγάλου αγίου. Και αυτό διότι ο Θεός δε μπορεί να κτίσει το θάνατο που, όπως και το κακό, αποτελεί παρυπόσταση της καλής λίαν δημιουργίας. Πώς όμως, ο θάνατος ως επεισόδιο αποτελεί τον μεγάλο κυρίαρχο στη ζωή του ανθρώπου δεδομένου ότι δεν προέρχεται από τον Θεό; Πώς γίνεται να κυριαρχεί στο κτίσμα ένα κτιστό γεγονός και όχι ο Δημιουργός του; Εν τέλει, τί είναι ο θάνατος για την ζωή του ανθρώπου και γιατί γίνεται λόγος για αυτόν από την συνολική γραμματεία; 

Η αγιοπατερική θεολογία410 αλλά και ο άγιος Μάξιμος, μας πληροφορούν πως ο θάνατος είναι κυρίως η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Ή καλύτερα, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς στην ορολογία του Ομολογητή, η στασιμότητα ή η διαφορετική πορεία τής κατά φύσης κίνησης μπορούν να χαρακτηριστούν αυτόματα ως θάνατος. «Θάνατος μέν ἐστι κυρίως ὁ τοῦ Θεοῦ χωρισμός» – όπως είδαμε και στην θεματική για την πνευματική ψύχρανση – καθώς δεδομένου πως ο Θεός είναι η όντως ζωή, η απουσία της συνεπάγεται και με θάνατο411. Άρα, ο θάνατος είναι το φυσικό επακόλουθο αυτής της ρήξης412. Ανασύροντας στη μνήμη μας τα περί οντολογίας του ανθρώπου που αναφέρθηκαν στην πρώτη ενότητα, μπορούμε να αντιληφθούμε τη διαφορά θνητότητας και θανάτου. Έτσι, ο θάνατος ο οποίος δεν αποτελεί ιδίωμα της φύσης – σε αντίθεση με την θνητότητα – αλλά την πραγματοποίηση της θνητότητας413 η οποία θα μπορούσε να μην είχε συμβεί ποτέ414. 

Η αυτεξούσια θέληση του ανθρώπου να αρνηθεί την κατά χάρη θέωση, τον οδηγεί στην πνευματική απομάκρυνση ενώ παράλληλα επιτρέπει στο παρυπόστατο κακό να διοικεί τη ζωή του. Η αμαρτία δηλαδή, ως λανθασμένη εκλογή είναι και η αιτία του θανάτου415 που έχει ως αποτέλεσμα και όλα τα υπόλοιπα παθήματα της φύσης. Σε επίπεδο οντολογίας, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον θάνατο ως το συνολικό αποτέλεσμα της προπατορικής αστοχίας – μάλιστα, δε, το ίδιο το προπατορικό αμάρτημα – διότι αποτέλεσε την αιτία διάσπασης του στόχου του ανθρώπου. Ο θάνατος, λοιπόν, μας αναδεικνύει ξανά πως ύπαρξη και ζωή δεν ταυτίζονται κατά την δημιουργία. Η «εν θανάτω ζωή» είναι δυνατή μιας και ο στόχος των όντων είναι η ύπαρξη μέσα στην όντως Ζωή416. 

Ο θάνατος είναι το κατ’ εξοχήν οντολογικό ζήτημα της ανθρώπινης υπάρξεως. Επηρεάζει την ύπαρξή του ανθρώπου καθώς σταματά την τροφοδοσία από την πηγή του Δημιουργού. Ταυτόχρονα, παρατηρούμε τα αποτελέσματά του στην διάσπαση των μερών του σε δύο μέρη αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλεξαρτούμενα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο όσιος τον διαχωρίζει σε πνευματικό και σωματικό. Ως σώμα βέβαια, κατανοείται η ψυχοσωματική ενότητα του ανθρώπου και με τον όρο πνευματικό αναφερόμαστε στη διάσπαση επαφής του με τον Θεό. Δε θα πρέπει να αναζητηθεί καμία διαφορά στα δύο μεγέθη καθώς το ίδιο φαινόμενο τραυματίζει την οντολογία του ανθρώπου. Απλούστατα, καθότι ο άνθρωπος αποτελείται και από νοητό αλλά και από αισθητό στοιχείο με το καθένα να έχει συγκεκριμένο ρόλο στην κτίση, ο θάνατος προσβάλοντας τον όλο άνθρωπο διασπά και τα δύο μέρη, θα λέγαμε και με χρονική διαδοχή. 

Από τη μία λοιπόν έχουμε τον πνευματικό θάνατο, την ψύχρανση της σχέσης μεταξύ κτίσματος και Κτίστη σε επίπεδο οντολογίας ως το φυσικό επ’ ακόλουθο της απουσίας της όντος Ζωής. Ο άγιος Μάξιμος, χαρακτηρίζει την άρνηση αυτή του Θεού  ως αμαρτία της προαιρέσεως417 επειδή η εκλογή της πάρα φύσης κίνησης έχει ως αποτέλεσμα την πτώση από τη μακαριότητα418. Η πνευματική ψύχρανση Θεού και ανθρώπου οδηγεί αναπόφευχθα στον κλονισμό του «κατ’ εικόνα», δηλαδή στην αμαύρωση της βουλήσεως. Αυτή η ελεύθερη αυτεξούσια πράξη διασπά την οντολογία του ανθρώπου και εισάγει και τον σωματικό θάνατο419. Η σκοτισμένη βούληση εισάγει όλα τα μεταπτωτικά χαρακτηριστικά  τα οποία ο όσιος αναλύει. Για αυτό το λόγο, κυρίως, οι πατέρες επιμένουν πως ο θάνατος είναι οντολογικό τραύμα, με τις επιπτώσεις στο σώμα να θεωρούνται δευτερεύον ζητούμενο.

 Έτσι, αυτή η παρέκκλιση της πορείας πέραν της διατάραξης αυτής είχε ως αποτέλεσμα και τον φυσικό θάνατο ως αμαρτία της φύσεως420. Όταν γίνεται λόγος για τον φυσικό ή βιολογικό θάνατο αναφερόμαστε στο χωρισμό της ψυχής από το σώμα421. Αν θυμηθούμε την οντολογία του ανθρώπου κατά την οποία ο άνθρωπος είναι μια ψυχοσωματική ενότητα, θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της τραγωδίας του χωρισμού αυτού422. Ο θάνατος διαμελίζει την ανθρώπινη ύπαρξη κατά το σχήμα επιλογής των κτιστών χωρίς την κατά χάρη απάθεια ως προπατορική ανταρσία. Η διασπασμένη πλέον σχέση του νοητού και αισθητού έχει ως επακόλουθο και τη διάσπαση του ανθρώπου στη ψυχή και το σώμα, ή πιο σωστά στο τί θέλει το σώμα και στο τί αναζητά η ψυχή στη νέα, αντικρουόμενη πλέον, πραγματικότητα. 

Ο σωματικός θάνατος ως αποτέλεσμα του πνευματικού έπεται ακόμα και χρονικά423. Ο άγιος τοποθετείται με αυτόν τον τρόπο δεδομένου των διαφορετικών ποιοτήτων του σώματος και της ψυχής. Είδαμε στην ενότητα των στοιχείων του ανθρώπου πως η ψυχή χαρακτηρίζεται ως αθάνατη λόγω της απλότητάς της. Αντίστοιχα, το σώμα ως σύνθετο με διάφορα στοιχεία μπορεί να διαλυθεί καθώς έχει σε τί να διαλυθεί. Ο άγιος Μάξιμος, επεκτείνοντας τη σκέψη του, αναφέρει πως πέραν της σύνθετης ουσίας του σώματος, η φθορά του σώματος «οὐκοῦν, ἐπειδὴ τῇ σαρκὶ διὰ τὴν παράβασιν ἐνεφύρη τῆς ἀμαρτίας ὁ νόμος, ὅπερ ἐστὶν ἡ κατ’ αἴσθησιν ἡδονὴ, διὰ πόνων κατεκρίθη τῆς σαρκὸς ὁ θάνατος» 424. Φυσικά, δε θα πρέπει να λησμονούμε τη θέση εκείνη κατά την οποία το σώμα διακρίνεται σε πριν και μετά την πτώση, δηλαδή πριν την ρήξη της «δίχως ροής και απορροής» κατάσταση της ύλης. Ο θάνατος, είναι η μεταπτωτική συνέπεια της ρήξης αυτής. 

Αν κρίνουμε τον θάνατο ως ένα βιολογικό μέγεθος, δύσκολα θα μπορέσουμε να βρούμε τι το αρνητικό. Η κτίση γεννιέται και πεθαίνει σε ένα ατελεύτητο τέρμα. Μελετώντας δε το φυσικό και ζωικό σύστημα παρατηρούμε πως αυτή η εναλλαγή ζωής και θανάτου είναι αυτή που κρατά την ισορροπία και προάγει την συνέχεια των ειδών. Για τον λογικό και αυτεξούσιο άνθρωπο όμως, αποτελεί το πλέον ζωτικό ζήτημα για την αλλοίωση της υποστάσεως του σε πρόσωπο χάριτι Θεού. Ο λόγος της δημιουργίας είναι ξεκάθαρος εξ αρχής και η αγαθότητα του Θεού επιμένει στην διατήρηση του. Δηλαδή, ακόμα και μετά την πτώση του ανθρώπου, η πορεία προς το Θεό όχι μόνο δε ακυρώνεται αλλά αποκτά μια άλλη διαδρομή. Ουσιαστικά, ο Θεός ενεργεί μέσω του θανάτου δια την επάνοδο του. 

Οδηγούμαστε, λοιπόν, στην διπλή ερμηνεία του μυστηρίου αυτού. Ενώ η εκκλησιαστική παράδοση παρουσιάζει πληθώρα προσεγγίσεων για την ερμηνεία του θανάτου, ανάλογα πάντα με τον αποδέκτη της απάντησης425, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια σταθερή κοινή γραμμή για το εν λόγω θέμα. Κατ’ επέκταση μπορούμε να ορίσουμε τον θάνατο ως το φυσικό επακόλουθο της άρνησης της πραγμάτωσης του στόχου, την αμαύρωση του «κατ’ εικόνα». Μπορούμε ακόμα να τον θεωρήσουμε και ως τιμωρία, όχι του Θεού προς το πλάσμα του αλλά του ίδιου του ανθρώπου προς τον εαυτό του. Εμπλεκόμενος αφύσικα με τα αισθητά εισάγει τον εαυτό του στον κύκλο της ηδονής και της οδύνης. Επομένως, είναι η αυτοτιμωρία του426. Ταυτόχρονα με το ότι ο θάνατος αποτελεί την φυσική εξέλιξη της πτώσης, μπορεί να διακριθεί και ως μια θετική για τον άνθρωπο προοπτική. Δηλαδή, ενώ ό άνθρωπος δίνει οντολογία στην κατά φύση φθορά εισάγοντας τόν παρά φύση θάνατο, ο Θεός χρησιμοποιεί αυτό το αποτέλεσμα για την διατήρηση του αρχικού σκοπού. 

«Οὐκοῦν, ὥσπερ διὰ τὸν Ἀδάμ, τὸν ὑποστήσαντα διὰ τῆς παρακοῆς τὸν καθ’ ἡδονὴν τῆς γενέσεως νόμον καὶ δι’ αὐτὸν κατακριθέντα τῆς φύσεως θάνατον, πάντες οἱ ἐκ τοῦ Ἀδάμ το εἶναι λαβόντες κατά τὸν ἐξ ἡδονῆς τῆς γενέσεως νόμον εἶχον ἀναγκαίως, καὶ μὴ βουλομένοι, συνεζευγμένον κατὰ δύναμιν τῇ γενέσει καὶ τὸν κατακριθέντα τῆς φύσεως θάνατον, καὶ ἦν καιρός τοῦ κατακρίνεσθαι τὴν φύσιν ὑπό τῆς ἀμαρτίας, ἐφ’ ὅσον ἐκράτει τῆς φύσεως ὁ τῆς καθ’ ἡδονήν τῆς γενέσεως νόμον καὶ τοῦ δι’ αὐτὸν κατακριθέντος τῆς φύσεως θανάτου τὴν χρῆσιν εἰς μόνην τὴν τῆς ἀμαρτίας κατάκρισιν βουλήσει καταδεξάμενον, πάντες οἱ ἀπό Χριστοῦ κατἀ θέλησιν Πνεύματι διἀ λουτροῦ παλιγγενεσίας ἀναγεννηθέντες καὶ τὴν καθ’ ἡδονήν προτέρα του Αδἀμ διά τῆς χάριτος, ἀποθέμενοι γένεσιν καὶ τὴν ἐν τῷ βαπτίσματι χάριν τῆς ἀναμαρτησίας καὶ τῆς ἐν Πνεύματι μυστικῆς υἱοθεσίας τὴν δύναμιν ἀμείωτὸν τε καὶ ἄχραντον διά τοῦ νόμου τῶν εὐαγγελικῶν φυλάξαντες ἐντολῶν εἰκότως εἰς τὴν τῆς ἀμαρτίας κατάκρισιν ἐν τῇ σαρκί τὴν ἀμαρτίαν γενικῶς μέν κατὰ φύσιν χάριτι διά τὸ μέγα μυστήριον τῆς ἐναθρωπήσεως αὐτὸν τὸν ἀπό τῆς τοῦ Λόγου σαρκώσεως χρόνον, εἰδικῶς δὲ κατ’ ἐνεργείαν χάριτι τὸν ἀφ’ οὗ διἀ τοῦ βαπτίσματος ἔλαβον ἔκαστος τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας‧ καθ’ ἥν ἐνεργουμένην ταῖς ἐντολαῖς γνωμικῶς μόνην την ἐν Πνεύματι γένισιν ἔχοντες, διὰ πολλῶν παθημάτων εἰς κατάκρισιν τῆς ἀμαρτίας ὑπομένουσιν τὴν τοῦ θανάτου χρῆσιν αὐτοῖς ἐπαγομένην. 

Οὐ γὰρ ἔτι δι’ ἀμαρτίαν ὁ βαπτισθεὶς καὶ φυλάξας τὸ βάπτισμα ταὶς ἐντολαῖς κρατυνόμενον ὡς χρέος ὑπέρ ἀμαρτίας καταβάλλεται τὸν θάνατον, ἀλλ’ εἰς κατάκρισιν τῆς ἀμαρτίας τὴν αὐτοῦ καταδέχεται χρῆσιν, πρὸς τὴν θείαν καὶ ἀτελεύτητον ζωὴν μυστικῶς αὐτόν παραπέμποσαν, εἴπερ ἀληθείας ἕνεκεν καὶ δικαιοσύνης διὰ πολλῶν παθημάτων γενναίως τὸν τῆς παρούσης ζωῆς πεπληρώκασιν δρόμον οἱ ἅγιοι, τῆς διὰ τὴν ἁμαρτίαν κατακρίσεως τοῦ θανάτου τὴν φύσιν ἐν ἐαυτοῖς ἐλευθερώσαντες καὶ τὸ πρὸς ἀναίρεσιν τῆς φύσεως ὅπλον τοῦ θανάτου πρὸς ἀναίρεσιν τῆς ἁμαρτίας κατὰ τὸν ἀρχηγόν τῆς αὐτῶν σωτηρίας Ἱησοῦν ποιησάμενοι• εἰ γὰρ ἡ ἀμαρτία πρὸς ἀναίρεσιν φύσεως ὅπλον ἐν τοῖς αὐτὴν κατά τὸν Ἀδὰμ ἐνεργοῦσιν εἶχεν τὸν θάνατον, πολλῷ μᾶλλον ἐν τοῖς ἐνεργοῦσι τὴν διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ δικαιοσύνην ὅπλον ἕξει τὸν θάνατον πρὸς ἀναίρεσιν τῆς ἁμασρτίας ἡ φύσις»427 

Επειδή, λοιπόν, η κίνηση του ανθρώπου δεν απευθύνθηκε στο Θεό αλλά στην κτίση428, ο θάνατος αποτελεί την παύση της άλογης αυτής πορείας προς στη θεοποίηση του σώματος διασπώντας το με το θάνατό429. Ο θεολόγος Γρηγόριος σημειώνει πως ο θάνατος προσκολλήθηκε «ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τό κακόν»430 ώστε να συνεχιστεί η πορεία της θεώσεως431. Μέσω του θανάτου σταματάει ο κύκλος της ηδονοδύνης του εκάστοτε ανθρώπου, λαμβάνοντας τέλος η φθορική εκτροπή. Έτσι, ο θάνατος αποτελεί και το αντίδοτο της αμαρτίας, το μέσο με το οποίο μπορεί αξιοποιώντας το να επανέρθει στη κατά Θεόν πορεία432. Ίσως, ο θάνατος να αποτελεί και το μοναδικό μέσο της κατανόησης της αποστασίας. Διότι, βλέποντας τον, θα θυμάται πως κάποτε ερωτεύτηκε το μηδέν και μέσω αυτής της μνήμης θα μπορεί να επανατοποθετηθεί απέναντι στο Ον433. Εξετάζοντάς τον, μάλιστα, μέσα από την μεταπτωτική κατάσταση των αντιθέσεων, μπορεί να χαρακτηριστεί όχι θάνατος αλλά άρση του θανάτου. Διότι ο θάνατος αναχαιτίζει τη φθορά, τους πόνους, τη δουλεία και γενικά όλα αυτά που χαρακτηρίζουν την ζωή του ανθρώπου434. 

Η πορεία, λοιπόν, της θέωσης ως μοναδικού στόχου της κτίσης, διαταράζεται απότομα και ισχυρώς από την ελεύθερη άρνηση του ανθρώπου. Ο θάνατος, εισέρχεται εξ αιτίας αυτής την παραχάραξης βιαίως, αλλά παραδόξως και χάριν του ανθρώπου435, ο οποίος καλείται πλέον να τον ξεπεράσει. Ωστόσο, ο ατελείωτος κύκλος αντιθετικών σχημάτων χαράζεται ακόμα πιο βαθιά στην οντολογία του καθώς οι προπάτορες κληροδοτούν την γεύση του θανάτου παράλληλα με την οδύνη και την ηδονή, καθώς και την αδυναμία της φύσης436. Ο άνθρωπος, που μοιραία αναζητά την αιτία και το τρόπο να ξεφύγει από τα δεσμά του θανατηφόρου δρόμου που επέλεξε, κατανοεί πως η μετοχή στην ηδονοδύνη μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου. Τη λύση σε αυτό το πρόβλημα θα την δώσει η ενσάρκωση του Λόγου, της οποίος το απολυτρωτικό έργο θα εξετάσουμε στο επόμενο Κεφάλαιο. Η σκέψη του αγίου Μαξίμου για το μεγάλο μυστήριο της Ενανθρώπισης του Λόγου αποτελεί και την κορύφωση της θεολογίας του ως τον κατά χάριν σκοπό της οντολογικής τριάδας της κτίσης.


Σημειώσεις 


407. Πιστεύουμε πάντως πως οι δύο προβληματικές έχουν (και θα πρέπει να έχουν) θέση στην πατερική ερμηνευτική καθώς μπορούν να προσφέρουν πλούσια οντολογικά, κοσμολογικά και ανθρωπολογικά στοιχεία, αρκεί να μην ερμηνεύονται με πνεύμα σχολαστικό αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια συγκριτική μελέτη κατά την πατερική - γραμματεία για την διπλή δημιουργία και την διάσπαση ανδρός και γυναικός. Μελλοντικές ερμηνευτικές προσπάθειες από νέους θεολόγους θα μπορούσαν να αναπτύξουν το εν λόγω εγχείρημα. 408. Βλ. Ιωάννη Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά βιβλία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας Ι, Αθήνα: 1952 σελ. 146. 
409. Σοφ Σολ 1:13.
410. Βλ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν αμάρτημα, Τρίτη Έκδοση, Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 2010, σελ. 17 – 19. Με πλούσιες παραπομπές από ανατολικούς Πατέρες, αντιλαμβανόμαστε το αφύσικο του θανάτου αλλά και την θέση του ανθρώπου στη πορεία αυτή. 
411. Κεφάλαια περί αγάπης, εκατοντάς β΄, PG. 90, 1016B. 
412. Βλ. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Για να ζήσει ο Κόσμος, Αθήνα: Δόμος, 1992, σελ. 145 όπου τονίζεται πως ο θάνατος ως τιμωρία ή ως λύτρωση δεν αντιπροσωπεύει την ορθόδοξη παράδοση. 
413. Θα μπορούσαμε να μετατρέψουμε τον όρο και σε τρεπτότητα ή αλλοίωση. Όμως, με τον όρο φθαρτότητα στην συγκεκριμένη εργασία ορίζουμε την κίνηση του ανθρώπου προς τον μηδενισμό ενώ με αυτόν της τρεπτότητας ή αλλοίωσης ορίζουμε την υπό του Θεού μεταβολή του ανθρώπου, εξ αιτίας της κίνησης προς αυτόν.
414. Αλεξάνδρα Τοπάλοβιτς, Η ενανθρώπιση του Λόγου ως «προεπινοούμενον τέλος» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, Θεσσαλονίκη: 2007 (Μεταπτυχιακή Εργασία), σελ. 76. 
415. Κεφάλαια περί αγάπης εκατοντάς β΄, PG. 90, 1016BC. 
416. Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση…, σελ. 56. 
417. Ο. π., PG 90, 409BC. 
418. Έχει αναλυθεί το πως ορίζει ο όσιος τη μακαριότητα της προπτωτικής κατάστασης ως μια δυναμική και όχι στατική πραγματικότητα. 
419. Βλ. Νίκου Αθ. Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία…, σελ. 119. 
420. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 409AD. 
421. Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1100A – 1101D και 1337D – 1340A. Βλ. και PG 91, 1373BC και PG 91, 640D. 
422. Με πολύ δραματικό και γλαφυρό τρόπο, στηλιτεύοντας την αντίληψη που επικρατεί και στους κόλπους των χριστιανών, θα αναφερθεί ο πατήρ Γεώργιος Φλορόφσκυ για την τραγικότητα του θανάτου: «Ο θάνατος δεν είναι λύτρωση, είναι καταστροφή. Ο θάνατος είναι, πραγματικά ένα μυστήριο: γιατί η ψυχή βίαια χωρίζεται από το σώμα, χωρίζεται από την φυσική σχέση και σύνδεση, «θείω βουλήματι». Ω του θαύματος! Γιατί παραδοθήκαμε στην φθορά και συζευχθήκαμε με τον θάνατο; Ένας νεκρός άνθρωπος δεν είναι πια άνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι ένα ασώματο πνεύμα. Ο Άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή μαζί και ο χωρισμός αυτών των δύο σημαίνει αποσύνθεση του ανθρώπου. Μια ασώματη ψυχή δεν είναι παρά ένα πνεύμα. Ένα άψυχο σώμα δεν είναι παρά ένα πτώμα» Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση…, σελ. 12. 
423. Βλ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Το Προπατορικόν αμάρτημα…, σελ. 71. 
424. Κεφάλαια περί αγάπης εκατοντάς δ΄, PG 90 1308A. 
425. Ο θάνατος άλλοτε λογίζεται ως τιμωρία, άλλοτε ως αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλού ως φιλανθρωπία, αλλά και ως αποκατάσταση της δικαιοσύνης του Θεού. Βέβαια, οι ελάχιστες αναφορές περί αποκατάστασης της θείας δικαιοσύνης δεν έχουν την κοινή αποδοχή των Πατέρων ή ερμηνεύονται με διαφορετικά κριτήρια. Παράλληλα, η λογική πίσω από την έννοια της τιμωρίας, ουσιαστικά θα πρέπει να ομιλούμε για αυτοτιμωρία του ανθρώπου καθώς εκείνος είναι που επιλέγει την πορεία της πτώσης. Βλ. Βασιλείου Καλλιακμάνη (πρωτοπρεσβυτέρου), Ποιμαντική και Εκκλησιολογία, Θεσσαλονίκη: Μυγδονία, 2013, σελ. 408. 
426. Βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον θεούμενον:…, σελ. 68. 
427. Προς Θαλάσσιον, PG 90, 636B – 637A. 
428. Βλ. Δημητρίου Στανιλοάε, Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα…, σελ. 200 – 201. 
429. Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση…, σελ. 122. 
430. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Εις το άγιον Πάσχα, λόγος 45, PG 36, 633A. 
431. Πρακτικά, η προσφορά του Θεού είναι τέτοια, που θα μπορούσαμε να πούμε πως ο στόχος του κτίσματος δεν αλλοιώνεται καθόλου με την παράβαση. Κλονίζεται η οντολογία, διασπάται η κτίση αλλά πρακτικά αυτό που πρέπει να καταφέρει ο άνθρωπος παραμένει αυτούσιο. Δηλαδή, προπτωτικά ο στόχος της ένωσης με το Θεό ήταν η συγκέντρωση όλης της κτίσης στο λογικό άνθρωπο και η προσκόλληση σε αυτόν. Αντίστοιχα, μεταπτωτικά ο στόχος της ένωσης περνάει μέσα από την τραγικότητα και την υπέρβαση του θανάτου. Σε καμία πάντως περίπτωση δε σημαίνει πως η πτώση αποτελεί επουσιώδες και μικρής σημασίας θέμα.
432. Εις τον ΝΘ΄ ψαλμό, PG 90, 861BC. 
433. Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1101A – 1101C. 
434. Κεφάλαια θεολογικά και οικονομικά ε΄, PG 90, 1337BC. 
435. Βλ. Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Το μυστήριο του ανθρώπου…, σελ. 31. 
436. Θα πρέπει να διαχωριστεί ρητώς πως άλλο η κληρονομικότητα της αμαρτίας και άλλο αυτή του θανάτου. Η αμαρτία στην ανατολική παράδοση, είναι θέμα προσωπικό και αφορά το κάθε πρόσωπο χωριστά κατά τον ιερό Χρυσόστομο. (Εις Ρωμαίους 10, PG 60, 474 κ. ε.) Αντίθετα, δηλαδή με τη θέση του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος θεωρεί πως η αμαρτία μεταδίδεται στους απογόνους του Αδάμ οι οποίοι και κουβαλούν το βάρος της ενοχής του προπάτορά τους. Έναντι αυτών, η ανατολικοί Πατέρες αναφέρουν ρητά πως η αμαρτία είναι προσωπική υπόθεση, με την αρχική παράβαση που είχε ως αποτέλεσμα την φθορά και το θάνατο να είναι αυτά που δεσμεύουν τις επόμενες γενιές. Βλ. Θεοδώρου Ν. Ζήση (πρωτοπρεσβυτέρου), Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου…, σελ. 105 – 115. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: