Συνέχεια από: Κυριακή 31 Μαρτίου 2024
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ (1975)
Του Hans-Georg Gadamer.
"Αλήθεια και Μέθοδος 2", κ,16.
Αυτό που έδωσε την βασική μορφή στην λέξη Subjectum και στην έννοια τής υποκειμενικότητος, η οποία μας φαινόταν τόσο αυτονόητη, ήταν το γεγονός πώς το "υποκείμενο" σήμαινε σχέση με τον εαυτό, στοχάζομαι (διαλογίζομαι αντανακλαστικά και έμμεσα, σήμερα ονομάζεται σκέψη) σήμαινε την εγωϊκότητα. Στην αντίστοιχη ελληνική λέξη, υποκείμενον, αυτό όλο το πράγμα δέν υπάρχει στο βάθος". Με αυτή την σημασία το συναντούμε στην φυσική και την μεταφυσική του Αριστοτέλη και μ'αυτή την σημασία διαθέτει και μία πολύ μεγάλη ιστορία στην λατινική παράδοση, σαν substantia ή subjectum. Και οι δύο όροι είναι μία μετάφραση του υποκείμενον, η οποία είναι και σημαίνει, το αμετάβλητο υπόστρωμα, που υπάρχει στην βάση κάθε αλλαγής και αλλοιώσεως. Ο Αριστοτέλης εισάγει αυτή την έννοια σε σχέση με την φύση. Διακρίνει αυτό που συμβαίνει στην φύση, αυτό που εμφανίζεται σε ένα πράγμα, τώρα μ'αυτόν και τώρα με τον άλλον τρόπο, απο το ίδιο το πράγμα, στο οποίο αυτό εμφανίζεται τώρα με τον έναν, τώρα με τον άλλον τρόπο. Αυτή η αριστοτελική διάκριση έχει ήδη προετοιμαστεί στον Πλάτωνα, όταν αυτός ξεχωρίζει το "τί πράγμα", το τί, απο το ποιόν. Η αριστοτελική του χρήση στην φυσική, οδηγεί αυτή την λογικο-γραμματική έννοια του υποκειμένου πολύ κοντά στην ύλη, σαν έννοια για την ύλη, και έχει σαν συνέπεια την εννοιολόγηση της αριστοτελικής μεταφυσικής της ουσίας. Έτσι λοιπόν αναρωτώμεθα πώς έγινε και στην βάση μίας τέτοιας κατευθύνσεως η μοντέρνα έννοια του υποκειμένου και της υποκειμενικότητος κατόρθωσε να λάβει την σημασία που της αποδίδεται σήμερα!
"Ο Πλούταρχος λέει ότι «αν η γνώση και η σκέψη της πραγματικότητας αποτύχουν, η αθανασία δεν θα είναι πλέον ζωή , αλλά χρόνος» (Ίσις και Όσιρις, 35 e). Και έτσι, σύμφωνα με τη ρήση του Πλούταρχου, η αθανασία δεν αφορά καθόλου μια μορφή υπέρβασης, αλλά την εμμένεια, hic et nunc (εδώ και τώρα)".
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Αυτό συνέβη μέσω της Καρτεσιανής εννοιολογήσεως τού Cogito me cogitare, το οποίο μέσω του John Locke προσέλαβε μία σπουδαιότητα καθολικώς κεκτημένη. Σ' αυτή απεδόθη ένα γνωσιολογικό πρωτείο, σαν απαράβατο θεμέλιο, το οποίο αντιστέκεται σε κάθε αμφιβολία quandin cogito, εφόσον εγώ σκέπτομαι-οτιδήποτε πράγμα εγώ σκέπτομαι. Ξεκινώντας απο εδώ ανεπτύχθη η έννοια της υποκειμενικότητος. Ο Καντ στη συνέχεια οδήγησε την λέξη και την έννοια, στην νίκη, αναγνωρίζοντας την λειτουργία τής υποκειμενικότητος στην υπερβατική σύνθεση της αντιλήψεως, η οποία πρέπει να συνοδεύει όλες μας τις αναπαραστάσεις και η οποία τους προσδίδει ενότητα. Όπως στην φύση οι καταστάσεις και οι μεταβλητές διεργασίες εμφανίζονται πάντοτε σε κάτι τί που είναι σταθερό και αμετάβλητο, έτσι και η εναλλαγή των αναπαραστάσεων στηρίζεται στο γεγονός ότι ανήκουν σε ένα σταθερό εγώ. Αυτός είναι ο εννοιολογικός χώρος στον οποίο συνέβη το πέρασμα απο την ουσία στο υποκείμενο.
Μ'αυτό η δομή τού στοχασμού (αντικατοπτρισμού, διότι ο στοχασμός και ο διαλογισμός είναι ένας καθρέφτης, τοποθετημένος εσωτερικά απο τον Αυγουστίνο, επιτρέποντας μ'αυτόν τον τρόπο την υποκειμενική σύνθεση του εξωτερικού κόσμου. Η σύνθεση αυτή ονομάστηκε ιστορία ή ουσιαστικώτερα πλέον σήμερα αυτοβιογραφία! Σήμερα χωρίς ένα καλό βιογραφικό δέν κερδίζεις την ζωή της εργασίας, και με ένα καλό αυτοβιογραφικό, στο οποίο αποδεδειγμένα θα φταίνε οι άλλοι, δέν κερδίζεις την ζωή της αθανασίας), τοποθετείται στο κέντρο της φιλοσοφίας. Όσον αφορά την μορφοποίηση της λέξης, στοχασμός και διαλογικότης προέρχονται απο την λατινική έκφραση reflexio, η οποία μας έφτασε απο την οπτική και το καθρέφτισμα! Αυτό το τελευταίο (το καθρέφτισμα) δέν κατόρθωσε να αναπτυχθεί πρίν απο την εμφάνιση της σχολαστικής επιστήμης (η οποία μιμήθηκε την Ελληνική φιλοσοφία), στην νέα εννοιολογική σημασία ή οποία μάς είναι οικεία. Πρωτογενώς ο όρος αυτός έδειξε μόνον την ιδιαιτερότητα του φωτός, για την οποία αυτό που θα βρεθεί στο φώς, φανερώνει το ίδιο το φώς. Αυτό μπόρεσε να προσληφθεί σαν το καθοριστικό σημείο της αυτοσύστασης και της αυτονομίας η οποία σαν αυτοκίνηση, χαρακτηρίζει την καθαυτή ζωή, και για τους Έλληνες συνιστά την έννοια της ψυχής. Ότι μία τέτοια δομή χαρακτηρίζει την ζωή σαν τέτοια είναι αυτονόητο και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Αλλά ακόμη και το φυτό, με την αφομοίωση, γίνεται οργανική ενότης και διατηρείται σαν τέτοια. Η αριστοτελική παράδοση αυτό το ονόμασε φυτική ψυχή. Σ'αυτή την θεμελιώδη δομή τού οργανισμού υπονοούνται διάφορα προβλήματα τα οποία έχουν ήδη συζητηθεί στους χρόνους του Πλάτωνος. Πως μπορεί να υπάρχει αυτοκίνηση εάν κάθε τί που κινείται πρέπει να έχει κάτι που το κινεί; Όλη η προβληματική του αυτό- κινούν, την οποία συζητά ο Αριστοτέλης στο 8ο βιβλίο της φυσικής τοποθετείται εδώ, και βρίσκει τον δικό της χαρακτηρισμό στην έννοια του Νού. Σ'αυτόν αναγνωρίζουμε την έννοια του Πνεύματος και γι'αυτό ο Χέγκελ, ολοκλήρωσε το δικό του σύστημα των φιλοσοφικών επιστημών, το οποίο ονόμασε Εγκυκλοπαίδεια, με μία αναφορά στον Αριστοτέλη, σαν να επρόκειτο για την τελευταία λέξη. Το υπέρτατο όν (ή είναι) είναι ο Νούς, ο οποίος σαν Νόησις Νοήσεως, σαν σκέψη τής σκέψης, αντιπροσωπεύει την δομή και την σύσταση του στοχασμού, του διαλογισμού (του αντικατοπτρισμού). Αυτό που είναι παρόν στον εαυτό του, που έχει την σύσταση του στοχασμού, προσφέρει την μέγιστη ολότητα τού Είναι σαν Παρουσία!
Εδώ ολοκληρώθηκε η Ελληνική σκέψη, αλλά θέτοντας επίσης στον εαυτό της τήν αντίρρηση ότι ο στοχασμός, αναφορικώς με το καταγωγικό στρέφομαι πρός κάτι, κατευθύνομαι προς κάτι, αντιπροσωπεύει πάντοτε ένα δευτερογενές φαινόμενο. Η σκέψη είναι πρώτα απ'όλα η σκέψη κάποιου πράγματος, σκέψη τίνος, και μόνον στην συνέχεια είναι μία σκέψη της σκέψης. Ο Αριστοτέλης είδε το πρόβλημα με την μεγαλύτερη καθαρότητα! Το να απευθύνομαι στο δικό μου σκεπτόμενο Είναι είναι πάντοτε μόνον ένα παράγωγο (πάρεργο). Έτσι ο Αριστοτέλης υποχρεώθηκε, στον οντολογικό χώρο τής μεταφυσικής, να επαναπροσδιορίσει, να επαναφέρει το σύμπαν, σαν τάξη της κινήσεως του όλου, σε ένα όν (Είναι) υπέρτατο, το οποίο αντιδιαστέλλεται, ξεχωρίζει απο την αυτοσύσταση. Πόσο διαφορετικά όμως τίθεται σε μάς η αυτονόητη αποδεικτική τής αυτοσυνειδήσεως στο κέντρο της φιλοσοφίας! Ο υπερβατικός ιδεαλισμός προσδίδει στην υποκειμενικότητα τον υπέρτατο βαθμό του απολύτου. Μόνον στην επιστροφή στον Αριστοτέλη, ο Franz von Brentano επανέφερε στην συζήτηση, στα μισά του XVIII αιώνος, και αμφέβαλλε για το πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως. Αυτόν διαδέχθηκε ο Μάξ Σέλλερ, ο οποίος επέμεινε στο πρωτείο τού δεδομένου του πράγματος σε σχέση με εκείνο τής αυτοσυνειδήσεως [χωρίς να την καταργήσει]. Εκείνο που καθόρισε, η αιτιώδης αρχή, στην μοντέρνα σκέψη, το πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως απέναντι στο πρωτείο τής συνειδήσεως του πράγματος, στάθηκε το πρωτείο τής βεβαιότητος σε σχέση με την αλήθεια, το οποίο βασίζεται με την σειρά του στην έννοια τής μεθόδου της μοντέρνας επιστήμης. Σε απόλυτη διαφορά απο την κλασσική έννοια τής μεθόδου κατανοείται σαν η οδός τής αυτοβεβαιώσεως, και μ'αυτή την σημασία, παρά την διαφορά των μεθόδων, η αληθινή μέθοδος είναι μόνο μία. Με την ανάδυση της μοντέρνας επιστήμης αρχίζει για την φιλοσοφία η αιώνια υποχρέωση να μεσολαβήσει ανάμεσα στην παράδοση της μεταφυσικής και την μοντέρνα επιστήμη! Είναι το χρέος και η ευθύνη να ενωθεί κάτι που δέν ενώνεται, όπως η οδός της εμπειρίας της επιστήμης και οι αιώνιες αλήθειες της μεταφυσικής. Έτσι είναι δυνατόν να εξηγηθεί το γεγονός ότι στην μοντέρνα εποχή η αρχαία έννοια του συστήματος βρήκε μία εφαρμογή στην φιλοσοφία. Στην αρχαία γλωσσική χρήση των Ελλήνων το σύστημα έπαιξε κάποιον ρόλο μόνο στην αστρονομία και στην μουσική, δηλαδή εκεί όπου τίθεται, όπως και στο στερέωμα, το πρόβλημα της εναρμονήσεως της κυκλικής κινήσεως του έναστρου ουρανού με την ακανόνιστη κίνηση των πλανητών, ή επίσης να αντιστοιχίσει την σκάλα των ήχων. Η μεταφορά τής έννοιας του συστήματος στην φιλοσοφία θέτει τώρα στην φιλοσοφία την ίδια υποχρέωση τής μεσολαβήσεως, της μεσότητος, της συνεχούς αναπτύξεως της επιστημονικής έρευνας με την απαίτηση στην αλήθεια απο μέρους της φιλοσοφίας. Στον Λάϊμπνιτς η έκφραση αυτή γίνεται ο κατεξοχήν τίτλος της φιλοσοφίας.
Μ'αυτό η δομή τού στοχασμού (αντικατοπτρισμού, διότι ο στοχασμός και ο διαλογισμός είναι ένας καθρέφτης, τοποθετημένος εσωτερικά απο τον Αυγουστίνο, επιτρέποντας μ'αυτόν τον τρόπο την υποκειμενική σύνθεση του εξωτερικού κόσμου. Η σύνθεση αυτή ονομάστηκε ιστορία ή ουσιαστικώτερα πλέον σήμερα αυτοβιογραφία! Σήμερα χωρίς ένα καλό βιογραφικό δέν κερδίζεις την ζωή της εργασίας, και με ένα καλό αυτοβιογραφικό, στο οποίο αποδεδειγμένα θα φταίνε οι άλλοι, δέν κερδίζεις την ζωή της αθανασίας), τοποθετείται στο κέντρο της φιλοσοφίας. Όσον αφορά την μορφοποίηση της λέξης, στοχασμός και διαλογικότης προέρχονται απο την λατινική έκφραση reflexio, η οποία μας έφτασε απο την οπτική και το καθρέφτισμα! Αυτό το τελευταίο (το καθρέφτισμα) δέν κατόρθωσε να αναπτυχθεί πρίν απο την εμφάνιση της σχολαστικής επιστήμης (η οποία μιμήθηκε την Ελληνική φιλοσοφία), στην νέα εννοιολογική σημασία ή οποία μάς είναι οικεία. Πρωτογενώς ο όρος αυτός έδειξε μόνον την ιδιαιτερότητα του φωτός, για την οποία αυτό που θα βρεθεί στο φώς, φανερώνει το ίδιο το φώς. Αυτό μπόρεσε να προσληφθεί σαν το καθοριστικό σημείο της αυτοσύστασης και της αυτονομίας η οποία σαν αυτοκίνηση, χαρακτηρίζει την καθαυτή ζωή, και για τους Έλληνες συνιστά την έννοια της ψυχής. Ότι μία τέτοια δομή χαρακτηρίζει την ζωή σαν τέτοια είναι αυτονόητο και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Αλλά ακόμη και το φυτό, με την αφομοίωση, γίνεται οργανική ενότης και διατηρείται σαν τέτοια. Η αριστοτελική παράδοση αυτό το ονόμασε φυτική ψυχή. Σ'αυτή την θεμελιώδη δομή τού οργανισμού υπονοούνται διάφορα προβλήματα τα οποία έχουν ήδη συζητηθεί στους χρόνους του Πλάτωνος. Πως μπορεί να υπάρχει αυτοκίνηση εάν κάθε τί που κινείται πρέπει να έχει κάτι που το κινεί; Όλη η προβληματική του αυτό- κινούν, την οποία συζητά ο Αριστοτέλης στο 8ο βιβλίο της φυσικής τοποθετείται εδώ, και βρίσκει τον δικό της χαρακτηρισμό στην έννοια του Νού. Σ'αυτόν αναγνωρίζουμε την έννοια του Πνεύματος και γι'αυτό ο Χέγκελ, ολοκλήρωσε το δικό του σύστημα των φιλοσοφικών επιστημών, το οποίο ονόμασε Εγκυκλοπαίδεια, με μία αναφορά στον Αριστοτέλη, σαν να επρόκειτο για την τελευταία λέξη. Το υπέρτατο όν (ή είναι) είναι ο Νούς, ο οποίος σαν Νόησις Νοήσεως, σαν σκέψη τής σκέψης, αντιπροσωπεύει την δομή και την σύσταση του στοχασμού, του διαλογισμού (του αντικατοπτρισμού). Αυτό που είναι παρόν στον εαυτό του, που έχει την σύσταση του στοχασμού, προσφέρει την μέγιστη ολότητα τού Είναι σαν Παρουσία!
Εδώ ολοκληρώθηκε η Ελληνική σκέψη, αλλά θέτοντας επίσης στον εαυτό της τήν αντίρρηση ότι ο στοχασμός, αναφορικώς με το καταγωγικό στρέφομαι πρός κάτι, κατευθύνομαι προς κάτι, αντιπροσωπεύει πάντοτε ένα δευτερογενές φαινόμενο. Η σκέψη είναι πρώτα απ'όλα η σκέψη κάποιου πράγματος, σκέψη τίνος, και μόνον στην συνέχεια είναι μία σκέψη της σκέψης. Ο Αριστοτέλης είδε το πρόβλημα με την μεγαλύτερη καθαρότητα! Το να απευθύνομαι στο δικό μου σκεπτόμενο Είναι είναι πάντοτε μόνον ένα παράγωγο (πάρεργο). Έτσι ο Αριστοτέλης υποχρεώθηκε, στον οντολογικό χώρο τής μεταφυσικής, να επαναπροσδιορίσει, να επαναφέρει το σύμπαν, σαν τάξη της κινήσεως του όλου, σε ένα όν (Είναι) υπέρτατο, το οποίο αντιδιαστέλλεται, ξεχωρίζει απο την αυτοσύσταση. Πόσο διαφορετικά όμως τίθεται σε μάς η αυτονόητη αποδεικτική τής αυτοσυνειδήσεως στο κέντρο της φιλοσοφίας! Ο υπερβατικός ιδεαλισμός προσδίδει στην υποκειμενικότητα τον υπέρτατο βαθμό του απολύτου. Μόνον στην επιστροφή στον Αριστοτέλη, ο Franz von Brentano επανέφερε στην συζήτηση, στα μισά του XVIII αιώνος, και αμφέβαλλε για το πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως. Αυτόν διαδέχθηκε ο Μάξ Σέλλερ, ο οποίος επέμεινε στο πρωτείο τού δεδομένου του πράγματος σε σχέση με εκείνο τής αυτοσυνειδήσεως [χωρίς να την καταργήσει]. Εκείνο που καθόρισε, η αιτιώδης αρχή, στην μοντέρνα σκέψη, το πρωτείο της αυτοσυνειδήσεως απέναντι στο πρωτείο τής συνειδήσεως του πράγματος, στάθηκε το πρωτείο τής βεβαιότητος σε σχέση με την αλήθεια, το οποίο βασίζεται με την σειρά του στην έννοια τής μεθόδου της μοντέρνας επιστήμης. Σε απόλυτη διαφορά απο την κλασσική έννοια τής μεθόδου κατανοείται σαν η οδός τής αυτοβεβαιώσεως, και μ'αυτή την σημασία, παρά την διαφορά των μεθόδων, η αληθινή μέθοδος είναι μόνο μία. Με την ανάδυση της μοντέρνας επιστήμης αρχίζει για την φιλοσοφία η αιώνια υποχρέωση να μεσολαβήσει ανάμεσα στην παράδοση της μεταφυσικής και την μοντέρνα επιστήμη! Είναι το χρέος και η ευθύνη να ενωθεί κάτι που δέν ενώνεται, όπως η οδός της εμπειρίας της επιστήμης και οι αιώνιες αλήθειες της μεταφυσικής. Έτσι είναι δυνατόν να εξηγηθεί το γεγονός ότι στην μοντέρνα εποχή η αρχαία έννοια του συστήματος βρήκε μία εφαρμογή στην φιλοσοφία. Στην αρχαία γλωσσική χρήση των Ελλήνων το σύστημα έπαιξε κάποιον ρόλο μόνο στην αστρονομία και στην μουσική, δηλαδή εκεί όπου τίθεται, όπως και στο στερέωμα, το πρόβλημα της εναρμονήσεως της κυκλικής κινήσεως του έναστρου ουρανού με την ακανόνιστη κίνηση των πλανητών, ή επίσης να αντιστοιχίσει την σκάλα των ήχων. Η μεταφορά τής έννοιας του συστήματος στην φιλοσοφία θέτει τώρα στην φιλοσοφία την ίδια υποχρέωση τής μεσολαβήσεως, της μεσότητος, της συνεχούς αναπτύξεως της επιστημονικής έρευνας με την απαίτηση στην αλήθεια απο μέρους της φιλοσοφίας. Στον Λάϊμπνιτς η έκφραση αυτή γίνεται ο κατεξοχήν τίτλος της φιλοσοφίας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου