Προλεγόμενα σε
μία φιλοσοφική Χριστολογία
του Xavier Tilliette
Τί έγινε όμως ο Χριστός από τήν στιγμή τής μεταστροφής τής εκκλησίας στήν Βασιλεία;
Η πιό όμορφη στιγμή του πανχριστισμού, εφαρμοσμένη
στην συνείδηση του Χριστού, αφορά την ερμηνεία της κένωσης, όταν ο
Μπλοντέλ, σπρωγμένος στις άμυνες του απο τον Βαρώνο Von Hugel, συνδέει
την κένωση με την συγκατάβαση. Και εδώ πρόκειται για μία
"μεγιστοποίηση." Συγκατάβαση είναι συνώνυμο τής συμπάθειας και ακριβώς
λόγω της Καθολικής συμπάθειας ο Χριστός είναι "το καθόλου το οποίο
στιγματίστηκε απο τον ανθρώπινο πόνο". Είναι λοιπόν μία πονεμένη
συμπάθεια, η οποία αφήνει ανοιχτές πληγές. Ονομάζεται και αναλογική,
καθώς ο υπάρχον Χριστός στην μορφή του ανθρώπου μπόρεσε να πάθει και να
υποφέρει, να επικοινωνήσει επομένως και να συναισθανθεί. Σύμφωνα με
τον Μπλοντέλ, η συμπάθεια προϋποθέτει μία σταθερή προσπάθεια να
"ξεχαστεί" η Θεότης και να αναδυθεί στην ανθρωπότητα.
Ο πανχριστισμός συνεπιφέρει την εκμηδένιση τού δόγματος του μυστικού σώματος. Η
συσκότιση την οποία συστήνει ο Υιός του Ανθρώπου είναι η αλληλεγγύη των
ανθρώπινων συνειδήσεων. Τα "στίγματα" που εισέβαλλαν στην ανθρωπότητα
και το πεπερασμένο, είναι η πραγματικότης των συνειδήσεων και του
ασυνειδήτου των ανθρώπων....Σχηματιζουν μία θολή οθόνη ή ένα στρώμα
αμίαντου το οποίο εμποδίζει την ανθρώπινη συνείδηση του Λόγου να
εξαερωθεί, να καεί στον φούρνο της Θεότητος.
Ο
Μπλοντέλ έδειξε απλώς τις γοητευτικές συνέπειες ενός Χριστολογικού
δόγματος της διϋποκειμενικότητος "η συνείδηση της ανθρωπότητός του έγινε
απο όλες τις δικές μας ανθρώπινες συνειδήσεις".
Ο
Μοντερνισμός, χωρίς να το γνωρίζει, υπήρξε ο κληρονόμος του Κενωτισμού,
όταν επέμεινε στην αγνωσία του Χριστού, στην πίστη του στο ερχόμενο
τέλος της ιστορίας.
Συμπεράσματα.
Θα το έχουμε παρατηρήσει εύκολα
μάλλον, ότι τα στοιχεία τής φιλοσοφικής Χριστολογίας που εμφανίστηκαν σαν
χωρισμένα μέλη, απο την στιγμή που έπρεπε να τα απομονώσουμε απο το πλαίσιό
τους και να τα στριμώξουμε σε ένα ενοποιό σχέδιο, ξεδιπλώνουν με φυσικότητα στο
κλίμα της Χριστιανικής φιλοσοφίας, διαφορετικά χάνουν την ζωτικότητά τους. Δέν
φθείρονται όμως γι'αυτόν τον λόγο, ολοκληρωτικώς, σε σύμβολα και αλληγορίες,
όπως μπορούμε να αντιληφθούμε στις μεγαλειώδεις ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, και
ιδιαιτέρως του Χέγκελ και του Σέλλινγκ στις οποίες ο σύνδεσμος με το δόγμα και
την ιστορία, παραμένει τόσο ορατός και δυνατός. Είναι δυνατόν λοιπόν να
βγάλουμε τα συμπεράσματα μας αυτού του πρώτου μέρους χωρίς να δώσουμε και τόσο
μεγάλη προσοχή στην ετικέττα.
Η νόηση του Χριστού, στην
ποικιλία των καθορισμών της, αντικείμενο μίας στοχαστικής Χριστολογίας, απαιτεί
την βοήθεια και τα αποθέματα της φιλοσοφίας. Χωρίς να προσβάλλουμε το μυστήριο,
είναι απαραίτητο να σκεφθούμε την Ενσάρκωση, τον Άνθρωπο-Θεό -και ό,τι
συνεπάγεται όχι μόνον σύμφωνα με την αναλογία της πίστεως αλλά σύμφωνα με την
ικανότητα της νοήσεως. Η νόηση πρέπει να φανερώσει αυτό που ξεπερνά την νόηση.
Έτσι λοιπόν ο Άνθρωπος-Θεός ή ο ενσαρκωμένος Λόγος, που είναι το αληθινό
"μεταφυσικό, στον άνθρωπο", είναι επιδεκτικό μίας μεταγραφής σε
διατυπώσεις πιό οικείες στον φιλόσοφο, οι οποίες μπορούν να ανοίξουν λογικές
πίστες: όπως για παράδειγμα ο προαναγγελθείς Λογος, ο αιώνιος Υιός, το ιστορικό
Απόλυτο, το άπειρο πεπερασμένο και το πεπερασμένο άπειρο, το αιώνιο στον χρόνο,
το ατομικό Καθόλου, η Εικόνα, η Μεσότης, το παράδοξο....αυτές οι δύο τελευταίες
μεταφράσεις αντιπροσωπεύουν, για τον Χέγκελ και τον Κίρκεγκαρντ, αντίθετες
πλευρές τής ίδιας αναισθησίας (έλειψης αισθήσεως). Αυτές είναι φιλοσοφικές
τυποποιήσεις οι οποίες έγιναν τελικώς Χριστολογικές, παρά τον πόλεμο και την
φθορά που δέχθηκαν απο την Θεολογική επεξεργασία η οποία διατηρεί τους όρους
τής παρθενικής εννοιολογήσεως, υποστατική ένωσις, κοινωνία των ιδιωμάτων,
κένωσις. Η φιλοσοφική Χριστολογία που προσχεδιάστηκε τοιουτοτρόπως για την
υπηρεσία των άρθρων τού πιστεύω, μπορεί να ονομαστεί προληπτική Χριστολογία,
εισαγωγική στην νόηση της πίστεως. Απέναντι σ'ένα τόσο μεγάλο μυστήριο αυτή
αναλαμβάνει μικρές διαμάχες, διότι δέν είναι υποχρεωμένη σε μία μόνον προσέγγιση.
Μπορεί να αλλάξει την ιδέα του Ανθρώπου-Θεού ή της ενσαρκώσεως (με το κενωτικό
της αντίστροφο) με την ιδέα του Σωτήρος (Ράνερ) ή του Μυστικού (Μπερξόν) του
διδασκάλου της αρετής (Κάντ) ή της ιδιοφυίας (C.Brunner). "Η ανθρωπότης του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού" επιτρέπει την
διάθεση πολλών ανθρωπολογικών κλειδιών για να ερευνηθεί το ασύγκριτο Είναι του,
η υϊικότης, η αγιότης, η απλότης, το έλεος, η καρδιά....εφαρμόζοντας τα μέτρα
του ιδανικού. Επιπλέον η "Θεία Βιογραφία" των Ευαγγελίων προσφέρει
σημεία εισόδου, όπου υλοποιούνται οι αφηρημένες σχηματοποιήσεις της λογικής του
Χριστού: πειρασμός, μεταμόρφωση, αγωνία, θάνατος, ανάσταση....
Σ'αυτή την περιπέτεια της
φιλοσοφίας στην υποστήριξη της Χριστολογίας, αυτό που ήταν φιλοσοφικό
κατ'ουσίαν γίνεται Χριστολογικό δικαιώματι, και μάλιστα αναδρομικά, η
Χριστολογία ενεργοποιεί και εμπλουτίζει τον φιλοσοφικό στοχασμό. Όπως ακριβώς
υπάρχει μία φιλοσοφική Θεολογία, η οποία ωθείται μέχρι της προεικονίσεως της
Τριάδος, υπάρχει μία φιλοσοφική Χριστολογία η οποία θεμελιώνεται στην
μεταφυσική, στην θρησκευτική φιλοσοφία, στην φιλοσοφία της ιστορίας, στην
ανθρωπολογία. Εμφανίζεται επιπλέον μία φιλοσοφική πνευματολογία η οποία ίσως θα
απαντούσε καλύτερα ακόμη απο την Χριστολογία στην πρόθεση του Felix Ravaison. Αλλά ο Χριστός είναι το κλειδί του κόσμου,(ο
κοσμικός Χριστός του Teillard
de Chardin) και του ανθρώπου.
Ο Μπλοντέλ περισσότερο απο κάθε
άλλον-αλλά και ο Μάξ Σέλλερ, η Σιμόν Βέιλ...-έδωσε, με απλά σκίτσα τίς
πιστευτές εμπνεύσεις μίας Χριστολογίας σε αναζήτηση τής φιλοσοφίας, μίας
φιλοσοφίας η οποία λαχταρά την Χριστολογία. Ο τρόπος με τον οποίο η
Χριστολογία
ζωντανεύει την φιλοσοφία γίνεται κατανοητός εξετάζοντας με τήν
αναφορικότητα τού Χριστού, το Εγώ, την αγάπη και την διϋποκειμενικότητα,
τον Χρόνο, την θυσία, τον
πόνο, την αμαρτία, και την αναγέννηση, τον θάνατο....Το είναι του
Χριστού είναι
στο κέντρο όλων αυτών των κατηγοριών, ή υπερυψωμένο κάθε φορά. Εδώ
ξανασυναντούμε την έμπνευση του Ειρηναίου για τον Θεό ο οποίος
μορφοποιεί την
λάσπη του ανθρώπου σκεπτόμενος στον ενσαρκωμένο Υιό.
Το ότι συνήθως η αναφορά τον
Χριστό υπάρχει τόσο συχνά στά αποσπάσματα όπου υπονοείται με λεπτότητα, σημαίνει
μόνον ότι το πρόσωπο και το δόγμα διείσδυσαν μυστικά και βαθειά στο νεύρο τής
φιλοσοφικής σκέψης. Το ευαγγέλιο άλλαξε την φάτσα των ανθρωπίνων πραγμάτων,
έλεγε ο Λάϊμπνιτς. Και αυτό είναι αλήθεια σε τέτοιο βαθμό που ούτε ο συγγραφεύς
τής Θεοδικίας μπορούσε να υποπτευθεί. Κοντά στον θάνατό του ο Paul Valery σημείωνε λακωνικά στο τετράδιό του ότι η λέξη αγάπη
συνδυάστηκε με την Θεότητα μόνον μετά τον Χριστό. Όταν ο Μπλοντέλ,
συνειδητοποιημένος τής "μεταφυσικής τών αγίων", ξαναπαίρνει απο την
πνευματικότητα την υπέροχη έκφραση "μεταφυσική του ελέους", δέν κάνει
τίποτε άλλο απο το να μεταφράζει ͘ο
"Θεός είναι Αγάπη" του κατά Ιωάννην.
Οι μεγάλες Χριστολογικές
αλήθειες λοιπόν βρίσκουν εύκολα την θέση τους στην φιλοσοφική προβληματική:
Θεοδικία, φιλοσοφία της θυσίας, αγάπη και κοινωνία....Αυτή η Χριστολογία στην
υπηρεσία της φιλοσοφίας, μέσα στην κληρονομιά τής Χριστιανικής φιλοσοφίας, δέν
είναι λιγότερο σημαντική απο την θεωρητική Χριστολογία του ενσαρκωμένου Λόγου.
Ο ρόλος ο οποίος έχει αφιερωθεί στην δεύτερη στην idea Christi κατέχεται στην πρώτη απο την imago hominis. Η τόσο μεγάλη ομοιότης, λοιπόν, προκαλεί μία ανομοιότητα ακόμη
μεγαλύτερη. Αυτή η φιλοσοφική Χριστολογία λοιπόν, σιωπηλή, προσεκτική στην
προτίμησή της στον άνθρωπο και στην μοίρα του, οι προϋποθέσεις της οποίας
βρίσκονται σκορπισμένες στις τέσσερις γωνίες της συγχρόνου φιλοσοφίας-με τις
βίαιες αντιπαραθέσεις του Νίτσε και του Σάρτρ-αναδύεται σταθερά στον
Ντοστογιέφσκι, ο Χριστός του οποίου πάει απο τον παρεξηγημένο Αγαθό στον
Δικαστή των ζωντανών και των νεκρών. Ο Χριστός δέν παυει να είναι ο οδηγός και
ο φάρος μίας τέτοιας Χριστολογίας σιωπηλής ακόμη μία φορά. Αλλά χωρίς αμφιβολία
προορισμένης να παραμείνει μία ελπίδα και ένα χρέος.
Δέν θα επιδιώξουμε μία
ερμηνευτική προσπάθεια στο δεύτερο μέρος, καθότι η δική μας πρόθεση δέν είναι η
συγγραφή μίας ανθρωπολογίας Χριστολογικής. Θα διατηρήσουμε τον στόχο μίας φιλοσοφικής
ερμηνευτικής της Χριστολογίας, συμμετρικής σε μία Χριστολογική ερμηνεία της
φιλοσοφίας (ή μίας φιλοσοφικής θεματολογίας). Όμως με ένα είδος συμφωνίας, οι
φιλόσοφοι συγκεντρώθηκαν και καθυστέρησαν σε μερικούς τόπους
φιλοσοφικο-Χριστολογικούς, σαν να ελκύστηκαν απο αυτούς τους χώρους εφαρμογής
της Idea Christi ή του υπέρτατου φιλοσόφου. Ίσως είναι
υπερβολικό να μιλήσουμε για κοινούς τόπους. Αλλά η επιμονή σε κάποιο κείμενο, η
συγκέντρωση όλων των σχηματοποιήσεων σε ξεχωριστές θέσεις, μας δίνουν το δικαίωμα
μιας εκθέσεως στην μορφή ενός πολυφωνικού σχολιασμού.
Στον πρόλογο του κατά Ιωάννην,
στην περικοπή της πυοϋπάρξεως και της ενσαρκώσεως ανήκει η πρώτη θέση. Στην
συνέχεια ο ύμνος της επιστολής πρός Φιλιππησίους είναι ο Ιερός ύμνος της
Κένωσης και της αποθεώσεως. Η επί του όρους Ομιλία προετοιμάζει την κάρτα τής
Βασιλείας των ουρανών και είναι το βασικό κείμενο όχι μόνον των φιλελευθέρων
αλλά και όλων εκείνων οι οποίοι θέλουν να αναβούν απο την Χριστιανική
επανάσταση στην δόξα και ίσως στην Θεοποίηση του εμπνευσμένου. Τέλος η
στοχαστική Μεγάλη Παρασκευή είναι η διάσημη διατύπωση μίας Θεολογίας η οποία ονομάστηκε Θεολογία
του θανάτου του Θεού, αλλά και μίας φιλοσοφίας τού Σταυρού η οποία συγγενεύει
με την τραγωδία της ανθρώπινης μοίρας.
Άλλοι Χριστιανικοί τόποι
προκάλεσαν την προσοχή τών φιλοσόφων επίσης: η βάπτιση του Χριστού, ο
πειρασμός, το δείπνο, ο κενός τάφος...οι σημασίες που συνδέονται μ'αυτους δέν
μειώνονται σε σχέση με τα μεγάλη κανονικά κείμενα τής φιλοσοφικής Χριστολογίας.
ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ ΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΕ Ο ΦΛΩΡΟΦΣΚΙ ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΕΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ. Η ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΝΔΥΑΣΤΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ. Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΑ ΚΕΝΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΥ. ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου